Εισαγωγή
Το παρόν δοκίμιο παρουσιάζει τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος «Ελληνογερμανικές μεταφραστικές παραδόσεις: ιχνηλασία της συλλογικής βιογραφίας των μεσολαβητών», στόχος του οποίου ήταν να ερευνήσει τις ιστορικές διασταυρώσεις μεταξύ του γερμανόφωνου και του ελληνόφωνου πολιτισμικού χώρου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 200 ετών κοιτώντας μια κεντρική ομάδα διαμεσολαβητ(ρι)ών. Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε από το 2018 έως το 2021 στο Κέντρο Σύγχρονου Ελληνισμού (CeMoG) σε συνεργασία με το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων (EMES) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με χρηματοδότηση από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Παιδείας και Έρευνας, με κονδύλια του ελληνογερμανικού προγράμματος έρευνας και καινοτομίας.1Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις δράσεις του προγράμματος και την ψηφιακή του τεκμηρίωση στο ComDeG βλ. https://www.cemog.fu-berlin.de/wissensbasis/projekte/ue-kulturen/aktivitaeten. Η παρουσίαση που ακολουθεί αναφέρεται στο τμήμα του προγράμματος που αφορούσε μεταφραστές και μεταφράστριες από τα νέα ελληνικά στα γερμανικά.
Επισκόπηση της έρευνας και μεθοδολογικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις
Αφετηρία του ερευνητικού έργου που παρουσιάζεται εδώ ήταν η διαπίστωση ότι οι μεταφραστές/ριες και προς τις δύο κατευθύνσεις εξακολουθούν να συγκαταλέγονται στους «μεγάλους άγνωστους» των ελληνογερμανικών πολιτισμικών διασταυρώσεων, αν και η σημασία αυτής της ομάδας για τη διακρατική μεταφορά γνώσεων, ιδεών και απόψεων είναι αδιαμφισβήτητη.2Βλ. για παράδειγμα τον σχετικό με το πλαίσιο αυτό διπλό τόμο Kulturtransfer im Epochenumbruch. Frankreich-Deutschland 1770 bis 1815, οι επιμελητές του οποίου διέκριναν από νωρίς το ερευνητικό desideratum μιας «ακριβέστερης κοινωνικοπολιτισμικής συλλογικής βιογραφίας των διαφόρων ομάδων και τύπων μεταφραστών» (Lüsebrink/Reichardt, 1997, 79). Η προηγούμενη έρευνα στον τομέα αυτό δεν έχει προχωρήσει σχεδόν καθόλου πέρα από τη δημιουργία ατομικών, βιογραφικών προφίλ μεμονωμένων, κυρίως γνωστών περιπτώσεων.3Βλ., για παράδειγμα, τις σχετικές μελέτες για τους Χέλμουτ φον ντεν Στάινεν (Kambas, 2010 – Schellinger 2019), Καρλ Ντίτεριχ (Mitsou, 2010 – Schellinger, 2020), Αλεξάντερ Στάινμετς (Schellinger, 2010), Γκύντερ Ντιτς (Schellinger, 2019) και Θωμά Νικολάου (Püllmann, 2017 – Schellinger, 2020 – Klemm, 2021). Αυτό πιθανόν να οφείλεται κυρίως στο γεγονός (το οποίο δεν ισχύει, βέβαια, αποκλειστικά για το πλαίσιο των ελληνογερμανικών σχέσεων) ότι για την έρευνα στον τομέα αυτό «χρειάζεται σε μεγάλο βαθμό είτε στοιχειώδης έρευνα είτε (συχνά απογοητευτικά) προσωπικά εγχειρήματα», γι‘ αυτό και οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες έχουν επικεντρωθεί μέχρι στιγμής κυρίως στις περιπτώσεις «σημαντικών και ενδιαφερουσών» προσωπικοτήτων.4Έτσι το θέτουν οι Aleksey Tashinskiy και Andreas Kelletat, οι εκδότες του „Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού Μεταφραστών του Γκέρμερσχαϊμ“, το οποίο είναι χρήσιμο και συμπληρωματικό από πολλές απόψεις σε σχέση με το παρόν ερευνητικό έργο, στο εισαγωγικό κείμενο αυτής της ψηφιακής πλατφόρμας από το 2015 (http://www.uelex.de/artiklar/Germersheimer_Übersetzerlexikon). Ένα άλλο συμπληρωματικό έργο που στοχεύει στην ατομική βιογραφική αποδελτίωση σύγχρονων Ελλήνων μεταφραστών (όχι μόνο από τα γερμανικά) είναι το έργο «Πορτραίτα μεταφραστών» που πραγματοποιείται στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (https://greektranslators.web.auth.gr/). Στο βαθμό που η «αφάνεια του μεταφραστή» (Venuti, 1995) και η αντίληψη της δραστηριότητάς του ως «φαινομένου φόντου» (Albrecht, 2011, 2605) αποτελούν την βασική πρόσληψή του στον δημόσιο διάλογο, προκύπτει το ερώτημα σε ποιο βαθμό μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικοί/ές εκπρόσωποι του είδους τους αυτές οι «σημαντικές και ενδιαφέρουσες» προσωπικότητες, οι πιο επιφανείς, φανεροί/ές μεταφραστές/ριες.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα και να μετατοπιστεί η εστίαση από την ενδιαφέρουσα ατομική βιογραφία στις γενικές εξελίξεις, τα σχήματα, τα δίκτυα και τους χώρους δράσης που καθόρισαν την αμοιβαία πρακτική της μετάφρασης κατά τα τελευταία 200 χρόνια, το έργο βασίστηκε σε μια συλλογική βιογραφική διερεύνηση αυτού του τομέα. Η προσέγγιση της συλλογικής βιογραφίας περιγράφεται ως «η θεωρητικά και μεθοδολογικά εμπειρική και ποσοτικά υποστηριζόμενη έρευνα μιας ομάδας ανθρώπων, εντός του κοινωνικού τους πλαισίου με βάση τη συγκριτική ανάλυση των ατομικών βιογραφιών των μελών που απαρτίζουν το σύνολο» (Schröder, 2011, 83). Από τη μία πλευρά, με τη συλλογική βιογραφία καταγράφεται ένα δείγμα δεδομένων πολλών ατόμων, από το οποίο συνάγονται πληροφορίες για τυπικές πορείες επαγγελματικής σταδιοδρομίας, για ένα συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον ή για χαρακτηριστικά της εκάστοτε γενιάς. Από την άλλη πλευρά, καθιστά ορατές τις ατομικές εμπειρίες και επιλογές δράσης που προκύπτουν σε αυτό το περιβάλλον (ό.π., 85). Ακολουθώντας τη θεωρία της δράσης του Bourdieu, οι μεταφραστές μπορούν να περιγραφούν ως κοινωνικά δρώντα υποκείμενα των οποίων οι δράσεις στο «πεδίο της μετάφρασης» αναπτύσσονται στην αλληλεπίδραση των συνήθων αποτυπωμάτων τους, της αντίστοιχης θέσης τους στο πεδίο, του ήδη συσσωρευμένου ή του επιδιωκόμενου οικονομικού, κοινωνικού, πολιτιστικού ή/και συμβολικού κεφαλαίου τους, καθώς και στην αλληλεπίδρασή τους με άλλους δρώντες, όπως συγγραφείς και εκδότες, εκδοτικούς οίκους, ιδρύματα χρηματοδότησης και μέσα μαζικής ενημέρωσης (Bachleitner/Wolf, 2010, 12–14).
Μια διόλου ευκαταφρόνητη πρόκληση ήταν ο καθορισμός του λεγόμενου πληθυσμού, δηλαδή της υπό εξέταση πληθυσμιακής ομάδας (Schröder, 2011, 120 κ.ε.). Αυτό που μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται κοινότυπο, στην πράξη συνδέθηκε με σημαντικές προκαταρκτικές αποφάσεις τις οποίες χρειάζεται να εκθέσουμε εδώ. Το ζήτημα αφορά πρώτα απ’ όλα την επέκταση της έννοιας του όρου μεταφραστής, έννοια η οποία ιστορικά, σε σύγκριση με άλλους πολιτισμικούς διαμεσολαβητές, όπως οι διπλωμάτες και οι καθηγητές ξένων γλωσσών, σπάνια συμβαδίζει με την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα των αντίστοιχων προσώπων (Paloposki, 2016). Ένα άλλο συναφές πρόβλημα αφορά την επέκταση και του όρου μετάφραση. Πρέπει να περιλάβουμε και μεταφράσεις που έγιναν από μια τρίτη γλώσσα, όπως η αγγλική και η γαλλική ή ακόμη τις παραφράσεις, τις προσαρμογές και τις αναδιατυπώσεις; Και με ποιες ιστορικές γλωσσικές μορφές σχετίζονται οι πρακτικές της γερμανοελληνικής και της ελληνογερμανικής μετάφρασης;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δόθηκαν σύμφωνα με τις πρακτικές απαιτήσεις και τους στόχους του ερευνητικού έργου. Δεδομένου ότι η ομάδα των επαγγελματιών μεταφραστών και στις δύο μεταφραστικές παραδόσεις τείνει ιστορικά (και στο ελληνογερμανικό πλαίσιο μέχρι σήμερα) να αποτελεί εξαίρεση και ότι, από την άλλη, η μεταφραστική δραστηριότητα χρειάζεται έναν καθορισμό του υλικού και μια συγκεκριμένη βιβλιογραφική καταγραφή, ως μεταφραστές καταγράψαμε τα πρόσωπα που έχουν δημοσιεύσει τουλάχιστον μια μετάφραση σε μορφή βιβλίου (ως αυτοτελώς δημοσιευμένη έκδοση ή ως συμβολή σε ανθολογία).5Ως βάση για την σύνταξη των καταλόγων των μεταφραστών και προς τις δύο κατευθύνσεις χρησιμοποιήθηκαν οι βιβλιογραφικές βάσεις του ComDeG (https://comdeg.eu/bibliographie) το περιεχόμενο των οποίων με τη σειρά του διευρύνθηκε συστηματικά και διορθώθηκε εν μέρει στο πλαίσιο του έργου. Όσον αφορά μεταφράσεις σε εφημερίδες, περιοδικά, διαδικτυακές πλατφόρμες κ.λπ., αυτές συμπεριλήφθηκαν στις βιβλιογραφίες, αλλά δεν ελήφθησαν υπόψη στη συλλογική βιογραφική αξιολόγηση των αντίστοιχων μεταφραστικών δραστηριοτήτων, καθώς η συγκριτική-ποσοτική αξιοποίηση των στοιχείων αυτών θα ήταν δυνατή μόνο μετά από συστηματική επισκόπηση (η οποία δεν ήταν δυνατόν να γίνει στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης) της βιβλιογραφίας των εφημερίδων και των περιοδικών των δύο πλευρών. Το αποτέλεσμα αυτών των προκαταρκτικών αποφάσεων ήταν ότι ορισμένες ομάδες ατόμων των οποίων οι μεταφράσεις δεν εμφανίζονται συνήθως σε έντυπα (π.χ. μεταφραστές για τον κινηματογράφο και το θέατρο) δεν μπορούσαν να συμπεριληφθούν καθόλου ή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Αυτό που αναφέρουμε, λοιπόν, ως «μεταφραστικές παραδόσεις» αναφέρεται επομένως πρωτίστως στην «κουλτούρα του βιβλίου» του εκάστοτε γλωσσικού και πολιτισμικού χώρου.
Κατά κανόνα, η ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης επιλέχθηκε ως βάση για την αντιστοίχιση των εκάστοτε προσώπων στις επιμέρους μεταφραστικές περιόδους, οι οποίες ορίστηκαν μέσα από την εξέταση των βιογραφιών των μεταφραστ(ρι)ών και των ιστορικών συνθηκών – πλαισίων τους.6Η διαδικασία αυτή παρεκκλίνει μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις όπου η ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης δεν συμπίπτει με την κύρια περίοδο δραστηριότητας των αντίστοιχων μεταφραστών, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν, του οποίου η συλλογή νεοελληνικών δημοτικών τραγουδιών του 1815 δημοσιεύθηκε μόλις το 1935, ή στην περίπτωση της Ισιδώρας Ρόζενταλ-Καμαρινέα, της οποίας η πρώτη δημοσιευμένη μετάφραση από τα ελληνικά στα γερμανικά χρονολογείται από το 1948, αλλά η εξαιρετικά εκτεταμένη και συνεχής μεταφραστική της δραστηριότητα άρχισε μόλις δέκα χρόνια αργότερα.
Η διάκριση μεταξύ μεταφράσεων και μη μεταφράσεων που επιλέγεται εδώ προσανατολίζεται στην ισοδυναμία μεταξύ κειμένου-πηγής και μεταφραστικού αποτελέσματος, η οποία χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή θεωρία της μετάφρασης ως το κεντρικό κριτήριο της μετάφρασης.7Βλ. για παράδειγμα τις παρατηρήσεις του Albrecht (2006, 162–169) σχετικά με τα «εσωτερικά όρια της μετάφρασης». Στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό στο πλαίσιο μιας επιφανειακής επισκόπησης των κειμένων, μόνο τα κείμενα που βασίζονται ξεκάθαρα σε ένα κείμενο-πηγή θεωρήθηκαν τεκμήρια μιας μεταφραστικής δραστηριότητας.8Ωστόσο, τα αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούσαν να προσκομιστούν χωρίς δεύτερη σκέψη σε όλες τις περιπτώσεις, καθώς για πολλά παραδείγματα έλειπαν ή δεν μπορούσαν να συγκροτηθούν επαρκώς πληροφορίες για τους μεταφραστές, τις γλωσσικές τους δεξιότητες και το πλαίσιο της μεταφραστικής τους πρακτικής. Η ανάλυση των ίδιων των μεταφράσεων ήταν εκτός των στόχων του παρόντος ερευνητικού έργου.
Έπρεπε να γίνει ένας ακόμα προσδιορισμός όσον αφορά το γλωσσικό πεδίο της αμφίδρομης μεταφραστικής πρακτικής, το οποίο στο παρόν πλαίσιο περιέλαβε όλες τις παραλλαγές της νεοελληνικής γλώσσας, από τη μεσαιωνική δημοτική γλώσσα του Έπους του Διγενή Ακρίτα ως την αρχαϊζουσα λόγια γλώσσα του 19ου αιώνα και την τυποποιημένη νεοελληνική γλώσσα του 20ού αιώνα.9Για την ιστορία της νεοελληνικής γλώσσας, βλ. Karvounis (2002). Οι μεταφράσεις λειτουργικών κειμένων που δεν μπορούν εύκολα να αποδοθούν στη νεοελληνική γλώσσα αποτελούν οριακή περίπτωση, αλλά οι μεταφραστές τους θεωρούνται εδώ εκπρόσωποι της νεοελληνογερμανικής μεταφραστικής κουλτούρας λόγω της σαφούς σύνδεσης των κειμένων αυτών με τη νεοελληνική κουλτούρα, την καλλιέργεια και την πρόσληψή της στον γερμανόφωνο κόσμο. Ωστόσο, δεν συμπεριλήφθηκαν μεταφράσεις από τα αρχαία ελληνικά ή μεταφραστές των οποίων το μεταφραστικό έργο περιορίζεται αποκλειστικά σε αρχαία ελληνικά κείμενα.
Με βάση τους παραπάνω καθορισμούς, ταυτοποιήθηκαν σχεδόν 500 μεταφραστές/ριες όσον αφορά την ελληνογερμανική μεταφραστική κατεύθυνση για την περίοδο μεταξύ 1815 (πρώτη γνωστή μετάφραση) και 2018 (έναρξη του ερευνητικού προγράμματος), οι οποίοι συνέβαλαν με περίπου 1.400 μεταφράσεις που δημοσιεύτηκαν σε μορφή βιβλίου.10Οι πληροφορίες αυτές βασίζονται στα δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια του έργου. Μεταγενέστερες προσθήκες στις βιβλιογραφίες μεταφράσεων και προς στις δυο κατευθύνσεις, στο πλαίσιο των οποίων ανακαλύφθηκαν άγνωστοι μέχρι πρότινος μεταφραστές, δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη στις καταγραφές της παρούσας μελέτης. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αξιοσημείωτο ότι λιγότερο από το 20% αυτών δραστηριοποιήθηκαν πριν από το 1946, ενώ περίπου τα μισά από τα καταγεγραμμένα πρόσωπα εμφανίστηκαν στον μεταφραστικό χώρο μόλις από το 1990 και μετά (Διάγρ. 1).
Η συλλογή και η ανάλυση των βιοεργογραφικών δεδομένων πραγματοποιήθηκε σε δύο στάδια. Το πρώτο βήμα περιλάμβανε την ανάπτυξη μιας αναλυτικής προσωπογραφίας βάσει ενός τυποποιημένου ερωτηματολογίου (Verboven/Carlier/Dumolyn, 2007, 55f.), το οποίο θα παρείχε πληροφορίες σχετικά με τις διαδρομές της ζωής και της μόρφωσης, τους τόπους δραστηριότητας, τα προφίλ δραστηριοτήτων, τα κοινωνικά δίκτυα και τους τύπους δημοσιεύσεων των ενδιαφερομένων. Τα απαιτούμενα για το σκοπό αυτό στοιχεία συλλέχθηκαν κυρίως –ιδίως στην περίπτωση ιστορικών προσώπων– με την αναζήτηση και τη συμβουλή σχετικών έργων αναφοράς και διαδικτυακών πυλών καθώς και με την ανάλυση μεταφράσεων (μαζί και των παρακειμένων τους), αυτοβιογραφικών εκθέσεων, αλληλογραφίας, πανεπιστημιακών διατριβών, εκθέσεων και παρόμοιων τεκμηρίων. Στην περίπτωση των σημερινών μεταφραστ(ρι)ών, οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν με αυτόν τον τρόπο συμπληρώθηκαν με πληροφορίες από ένα ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο, το οποίο συνεισέφερε περίπου 60 μεταφραστές και μεταφράστριες και προς τις δυο κατευθύνσεις που εργάζονται σήμερα ή μέχρι το πρόσφατο παρελθόν.1159 άτομα συμμετείχαν στην έρευνα για τη μετάφραση από τα ελληνικά στα γερμανικά. Εκτός από τις επίσημες πληροφορίες που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας για τους ιστορικούς μεταφραστές, οι συμμετέχοντες στην ηλεκτρονική έρευνα είχαν επίσης τη δυνατότητα να δώσουν πληροφορίες σχετικά με την προσωπική τους „πορεία προς τη μετάφραση“ και τη σημασία της μετάφρασης στο πλαίσιο άλλων δραστηριοτήτων τους, βάσει των οποίων τα αποτελέσματα των αμοιβαίων μελετών συμπληρώθηκαν και βελτιώθηκαν σε πολλές περιπτώσεις. Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν με αυτόν τον τρόπο καταγράφηκαν σε προσωπογραφικά δελτία, των οποίων oρισμένα χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία εγκυκλοπαιδικών άρθρων.12Τα άρθρα που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα, αφιερωμένα κυρίως σε ιστορικά πρόσωπα, είναι διαθέσιμα στη διεύθυνση https://comdeg.eu/artikel/ (εδώ, για να περιορίσετε την αναζήτηση, επιλέξτε το φίλτρο «Πρακτική διαμεσολάβησης: μετάφραση από τα ελληνικά στα γερμανικά»).
Σε ένα επόμενο βήμα, τα δεδομένα που συλλέχθηκαν μεταφέρθηκαν σε έναν πίνακα δεδομένων που αναπτύχθηκε για το σκοπό αυτό με στόχο την αξιολόγηση των βιογραφικών στοιχείων από συλλογική σκοπιά, ώστε να καταστούν τα δεδομένα συγκρίσιμα μεταξύ τους και να γίνει επίσης μια ποσοτική αξιολόγηση (βλ. Schröder, 2011, 150). Δεδομένου ότι δεν φάνηκε ούτε δυνατό ούτε σκόπιμο να προκύψουν οι πληροφορίες και τα συμπεράσματα που αφορούν το ερευνητικό έργο αποκλειστικά μέσω της ποσοτικής ανάλυσης δεδομένων, η προσέγγιση αυτού του ερευνητικού βήματος συμπληρώθηκε από ποιοτικές-ερμηνευτικές διεργασίες με τον σχεδιασμό μιας μεικτής μεθόδου εργασίας [Mixed-Method-Design] (Small, 2011). Έτσι, το κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, το οποίο σχετίζεται με την μεταφραστική δραστηριότητα, δεν διερευνήθηκε με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, όπως πχ. η κοινωνική θέση ή ο τυχών διαπολιτισμικός χαρακτήρας της οικογένειας, αλλά με τη μορφή ανοιχτών ερωτήσεων και εν συνεχεία με συνεχείς συγκρίσεις των συλλεχθέντων δεδομένων, καθώς και της ιστορικής τους πλαισίωσης με βάση τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά δεδομένα και τις εξελίξεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν κατέστη δυνατή μόνο η συνεξέταση των διαφορετικών τύπων δεδομένων που προέκυψαν από τις έρευνες γύρω από τα πρόσωπα και από τα ψηφιακά ερωτηματολόγια. Η επαγωγική µέθοδος ανάλυσης βασισµένη στις ατοµικές βιογραφίες των µεταφραστών, επέτρεψε επίσης να ληφθούν υπόψη πιο σύνθετες σχέσεις επιρροής και κινήτρων, όπως το «λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό» οικογενειακό περιβάλλον (σχετικές δραστηριότητες, ενδιαφέροντα, φιλοδοξίες, επαφές) ή προσωπικές τάσεις και εµπειρίες, οι οποίες συχνά είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν και µπορούν να αποκαλυφθούν µόνο στη σύνοψη πολλών παραγόντων. Ιδιαίτερα σημαντικά από αυτή την άποψη ήταν τα ηλεκτρονικά ερωτηματολόγια (βλ. παραπάνω) καθώς και τα δύο εργαστήρια που οργανώθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος,13Βλ. Akteure deutsch-griechischer Übersetzungskulturen: aktuelle Forschungsperspektiven, 16.–17.06.2021, και Akteure deutsch-griechischer Übersetzungskulturen: Im Gespräch, 13.–17.10.2021. των οποίων οι διαλέξεις και οι συζητήσεις με συμμετέχοντες/ουσες από τις μεταφραστικές παραδόσεις και των δυο γλωσσών έδωσαν πολύτιμα ερεθίσματα για την επεξεργασία των συλλογικών βιογραφικών δεδομένων.
Όσον αφορά το περιεχόμενο, το ερευνητικό πρόγραμμα μπόρεσε να τεκμηριώσει και να διασαφηνίσει με πολλούς τρόπους την αρχική διαπίστωση ότι οι μεταφραστ(ρι)ές και στις δύο πλευρές αποτέλεσαν μια σημαντικότατη ομάδα διαμεσολαβητ(ρι)ών στην αμφίδρομη ανταλλαγή πολιτισμού και γνώσεων. Κατ‘ αρχάς, είναι σημαντικό να τονιστεί η στενή σύνδεση της ανάπτυξης της αμφίδρομης μεταφραστικής παράδοσης από τις απαρχές της μέχρι σήμερα με τις (πολιτισμικές και) πολιτικές διασυνδέσεις μεταξύ του ελληνόφωνου και του γερμανόφωνου χώρου, είτε πρόκειται για το προεπαναστατικό σύστημα κυκλοφορίας των βιβλίων της ελληνικής Διασποράς, είτε για τον διεθνή φιλελληνισμό που ακολούθησε το ξέσπασμα του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας το 1821, την ίδρυση του ελληνικού κράτους και τα πρώτα χρόνια της λεγόμενης «Βαυαροκρατίας» (1832–1862), την ανάδυση των νεοελληνικών σπουδών στον γερμανόφωνο χώρο, τις ένοπλες συγκρούσεις και τη διχοτόμηση σε ανατολή και δύση τον 20ο αιώνα, τα αντιστασιακά δίκτυα και τους συνασπισμούς την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας ή την εντεινόμενη κινητικότητα στο πλαίσιο των αμφίδρομων μεταναστευτικών και ταξιδιωτικών κινήσεων της μεταπολεμικής περιόδου.
Η παρούσα μελέτη ακολουθεί τη χρονολογική πορεία της ιστορίας των ελληνογερμανικών μεταφράσεων. Από τη μία πλευρά, προσανατολίζεται στους προαναφερθέντες ιστορικούς σταθμούς και καμπές, στο βαθμό που αυτές υπήρξαν σημαντικές για τα αντίστοιχα πεδία δραστηριότητας και τις πορείες δράσης των εμπλεκομένων. Ωστόσο, ως κριτήρια ταξινόμησης για κάθε εποχή λήφθηκαν υπόψη και γεγονότα και εξελίξεις στο πεδίο της μετάφρασης, όπως η εμφάνιση των πρώτων επαγγελματιών μεταφραστ(ρι)ών και καθηγητ(ρι)ών ξένων γλωσσών γύρω στο 1900, οι τάσεις θεσμοθέτησης κατά τον μεσοπόλεμο και τη μεταπολεμική περίοδο που επηρεάστηκαν καθοριστικά από πολιτισμικούς και επιστημονικούς/πολιτικούς παράγοντες, η απότομη αύξηση του αριθμού των μεταφραστ(ρι)ών στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και η τάση να σχετίζονται οι βιογραφίες των μεταφραστ(ρι)ών με τη διεθνή κινητικότητα που ξεκίνησε την ίδια εποχή.
Από τον φιλελληνισμό στις πρώτες τάσεις επαγγελματοποίησης: μεταφραστές και μεταφράστριες του 19ου αιώνα
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, εντοπίστηκαν μόνο 46 άτομα που εργάστηκαν ως μεταφραστές ή μεταφράστριες από τα νέα ελληνικά στα γερμανικά. Οι πρώτοι 14 από αυτούς εμφανίστηκαν την περίοδο μεταξύ 1815 και 1831, πράγμα που σημαίνει ότι η έναρξη της μεταφραστικής τους δραστηριότητας συμπίπτει με την εμφάνιση του διεθνούς φιλελληνισμού στον απόηχο του ελληνικού πολέμου της Ανεξαρτησίας. Η σύνδεση της φιλελληνικής εμπλοκής με τη μεταφραστική δραστηριότητα φαίνεται και στα βιογραφικά των ανθρώπων που εντοπίστηκαν, καθώς πολλοί από αυτούς ήταν γνωστοί φιλέλληνες ή εθελοντές στον ελληνικό αγώνα για την ελευθερία.14Οι Χάρο Χάρινγκ, Καρλ Ίκεν, Τέοντορ Κιντ, Βίλχεμ Μύλλερ, Γιόχαν Κάσπαρ φον Ορέλι, Άλμπερτ Σοτ και Φρίντριχ Τιρς μπορούν προφανώς να καταταγούν σε αυτή την ομάδα. Βλ. εδώ καθώς και στη συνέχεια τα αντίστοιχα προσωπογραφικά άρθρα στο: https://comdeg.eu/artikel/.
Το γεγονός ότι ακόμη και ο ώριμος Γκαίτε εμπνεύστηκε εκείνα τα χρόνια από τα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια (Καμπάς, 2009) υπογραμμίζει τον ευρύτερο αντίκτυπο που είχε το φαινόμενο αυτό στον γερμανικό πνευματικό κόσμο. Αλλά και οι πολυάριθμοι Έλληνες που ζούσαν, εργάζονταν και σπούδαζαν εκείνη την εποχή στην Κεντρική Ευρώπη (Turczynski, 1959) συμμετείχαν όσο μπορούσαν στη σύγχρονη «παλιγγενεσία» της πατρίδας τους. Αυτό βλέπουμε, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Αναστασίου Εμμανουήλ Παππά (1796–1858). Με το Der neue griechische Anakreon [Ο νέος ελληνικός Ανακρέων], μια συλλογή του Αθανάσιου Χριστόπουλου (1772–1847), ο γόνος ελληνικής οικογένειας εμπόρων στη Βιέννη παρουσίασε την πρώτη έκδοση βιβλίου σε ελληνογερμανική μετάφραση το επαναστατικό έτος 1821 και στη συνέχεια μετακόμισε στην Ελλάδα ως αγωνιστής.
Η ίδρυση του ελληνικού κράτους και η «Βαυαροκρατία» που ακολούθησε, με τον βασιλιά Όθωνα φον Βίτελσμπαχ (1832–1862) στο θρόνο είναι ακόμα ένα πολιτικό πλέγμα που επηρέασε αποφασιστικά τις ελληνογερμανικές σχέσεις γενικά και τη σταδιοδρομία των ελληνογερμανών μεταφραστών ειδικότερα. Τέσσερις από τους έντεκα μεταφραστές που αναδείχθηκαν κατά την περίοδο αυτή εργάστηκαν προσωρινά ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους – δύο άλλοι, ο ποιητής Εμμάνουελ Γκάιμπελ και ο μετέπειτα βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής Άντολφ Έλλισσεν15Για το ρόλο του Έλλισσεν ως διαμεσολαβητή από τα ελληνικά στα γερμανικά πράγματα, βλ. επίσης το σχετικό δοκίμιο του Α. Σιδερά στο ComDeG (2020)., παρέμειναν στην αθηναϊκή αυλή για μεγαλύτερες περιόδους ταξιδιού και εργασίας. Τέλος, ο Άρνολντ Πάσο, εκδότης μιας σημαντικής συλλογής νεοελληνικών δημοτικών τραγουδιών (Popularia carmina Graeciae recentioris, 1860), από την οποία προέκυψε το 1861 μια επιλογή γερμανικών μεταφράσεων (Liebes- und Klagelieder des neugriechischen Volkes / Ερωτικά τραγούδια και μοιρολόγια του νεοελληνικού λαού). Ο Πάσο είχε βασιστεί στην προπαρασκευαστική εργασία του πεθερού του Χάινριχ Νίκολαους Ούλριχς (1807–1843), ο οποίος εργάστηκε ως δάσκαλος και καθηγητής πανεπιστημίου στην Ελλάδα μεταξύ 1833 και 1843 και ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί και ο πραγματικός μεταφραστής αυτών των τραγουδιών.
Παράλληλα με τις ζωές και τις σταδιοδρομίες που συνδέονται με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, αυτή στάθηκε επίσης σημαντική καθότι η ελληνική αυλή προσπάθησε να προωθήσει θεσμικά τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Κατά συνέπεια, περίπου το ένα τέταρτο των ελληνογερμανών μεταφραστών του 19ου αιώνα διακρίθηκε λαμβάνοντας την σημαντικότερη ελληνική τιμή, το παράσημο του «Τάγματος του Σωτήρα», για την «φιλελληνική» τους δράση.
Οι αποκλειστικά άντρες που εργάστηκαν ως μεταφραστές από τα νέα ελληνικά στα γερμανικά στην Ελλάδα μέχρι την πτώση της γερμανικής βασιλικής οικογένειας προέρχονταν συχνά από εύπορες οικογένειες με υψηλό μορφωτικό, ενίοτε ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Μεταξύ των τομέων των σπουδών τους, η Κλασική Φιλολογία κυριαρχούσε με διαφορά (52%), ακολουθούμενη από αντικείμενα όπως η Νομική (24%), η Φιλοσοφία και η Θεολογία (20% έκαστη), τα οποία επίσης απαιτούσαν εκπαίδευση στην αρχαία γλώσσα. Επαγγελματικά, οι μεταφραστές αυτής της περιόδου εργάζονταν συχνά ως καθηγητές πανεπιστημίου ή λυκείου (40%), φιλολόγοι (32%) και – ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρατικής οικοδόμησης υπό γερμανική αιγίδα – ως δημόσιοι υπάλληλοι στη διοίκηση, τη δικαιοδοσία, τη διπλωματία και το στρατό (44%).16Εδώ, όπως και στη συνέχεια, το άθροισμα των αναφερθέντων τομέων σπουδών και επαγγελμάτων, σε σχέση με τον αντίστοιχο αριθμό μεταφραστ(ρι)ών, είναι συνήθως μεγαλύτερο από 100%,γεγονός που οφείλεται στο ότι τα εν λόγω πρόσωπα έχουν συνήθως ολοκληρώσει περισσότερους από έναν τομείς εκπαίδευσης/ σπουδών και έχουν περισσότερες από μία επαγγελματικές δραστηριότητες, δηλαδή στην παρούσα περίπτωση έχουν σπουδάσει τόσο κλασική φιλολογία όσο και θεολογία και μπορεί να έχουν εργαστεί ως καθηγητές γυμνασίου και συγγραφείς. Οι σχετικές πληροφορίες δεν συμπίπτουν επομένως κατ‘ ανάγκη με τους πραγματικούς τομείς σπουδών και επαγγέλματος των μεμονωμένων μεταφραστών (που συχνά δεν μπορούσαν επίσης να προσδιοριστούν), αλλά χρησιμεύουν για να καταδείξουν τη σημασία των αντίστοιχων τομέων εκπαίδευσης, σπουδών και επαγγέλματος για τις βιογραφίες των μεταφραστών της εκάστοτε εποχής. Για μια γενική επισκόπηση των επικρατέστερων ομάδων σπουδών και επαγγελμάτων κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, βλ. τα διαγράμματα 2 και 7.
Όσον αφορά τις διαδρομές που ακολούθησαν οι επιμέρους προσωπικότητες προς τη νεοελληνική γλώσσα και τη νεοελληνογερμανική μεταφραστική δραστηριότητα, έχουμε μόνο αποσπασματικές γνώσεις, από τις οποίες, ωστόσο, μπορούμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα για τις γενικές συνθήκες εκμάθησης της γλώσσας και της μεταφραστικής πρακτικής εκείνη την εποχή. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι μεταφραστές όπως ο Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν, ο Λέοπολντ Σέφερ και ο Βίλχελμ Μύλλερ πέρασαν μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Βιέννη πριν από το 1821, όπου, όπως ο Φρίντριχ Τιρς στο Μόναχο, ο Τέοντορ Κιντ στη Λειψία ή ο Ντάνιελ Ζάντερς στο Βερολίνο, εισήχθησαν στα βασικά στοιχεία της νεοελληνικής γλώσσας από Έλληνες φοιτητές και μέλη των τοπικών ελληνικών κοινοτήτων.17Από τους 25 μεταφραστές αυτής της περιόδου, μόνο 11 παρέμειναν στην Ελλάδα για μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Εφόσον οι περισσότεροι μεταφραστές της εποχής γνώριζαν την Ελλάδα μόνο από μακριά, οι κύριοι τόποι εκμάθησης της γλώσσας ήταν τα πανεπιστημιακά και οικονομικά κέντρα του γερμανόφωνου κόσμου, όπως το Βερολίνο, το Γκέτινγκεν, η Λειψία, το Μόναχο ή η Βιέννη, όπου μπορούσαν να κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα με Έλληνες εμπόρους, λόγιους και φοιτητές.18Η σχέση αυτή αντικατοπτρίζεται επίσης στους τόπους σπουδών και δραστηριότητας των μεταφραστών της εποχής, μεταξύ των οποίων πόλεις όπως το Βερολίνο (8 αναφορές ως τόποι δραστηριότητας/μελέτης), το Μόναχο (7), το Γκέτινγκεν (7, κυρίως ως τόπος σπουδών), η Ιένα (5, κυρίως ως τόπο σπουδών) και η Βιέννη (4, κυρίως ως τόποι δραστηριότητας) κυριαρχούν κατά την περίοδο αυτή. Επαφές με Έλληνες σε γερμανόφωνες χώρες, οι οποίες υποδηλώνουν την εκμάθηση της γλώσσας μέσω ιδιωτικής διδασκαλίας, μπορούν να τεκμηριωθούν για 11 από τους 25 μεταφραστές μέχρι το 1864. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, ωστόσο, η διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας στα πανεπιστήμια περιοριζόταν σε λίγες τοποθεσίες, όπως η Λειψία (Suppé, 1994) και το Βερολίνο (Rochow, 1968), και αφέθηκε αρχικά στις προσπάθειες μεμονωμένων ιδιωτών καθηγητών.
Τα αρχαία ελληνικά, από την άλλη, ήταν σταθερά εδραιωμένα στα προγράμματα σπουδών των γυμνασίων του 19ου αιώνα (Hüllen, 2005, 77–87) και πιθανώς αποτέλεσαν την αφετηρία για τους περισσότερους μεταφραστές της εποχής για να ασχοληθούν με τα νέα ελληνικά. Έτσι, για παράδειγμα, ο πρώην φοιτητής φιλολογίας Βίλχελμ Μύλλερ19Για τον ρόλο του Müller ως ελληνογερμανικού διαμεσολαβητή, βλ. αναλυτικότερα το σχετικό δοκίμιό μου στο ComDeG Ο Βίλχελμ Μύλλερ και οι γερμανικοί φιλελληνισμοί., εκπροσωπώντας πολλούς από τους σύγχρονους συναδέλφους του μεταφραστές, περιγράφει την «προφορά» και την «κυριαρχία του τονισμού» [εννοώντας τον δυναμικό τονισμό] της νέας ελληνικής ως τα κύρια προβλήματα των σχετικών γλωσσικών σπουδών του.20Το απόσπασμα προέρχεται από μια επιστολή που έγραψε ο Müller προς τον δάσκαλό του στο Βερολίνο Φρίντριχ Άουγκουστ Βολφ (1759–1824) στις 12.10.1817 (Müller, 1994, τόμ. 5, 124). Ως μεταφραστής νεοελληνικών δημοτικών τραγουδιών, ωστόσο, θα παραδεχτεί λίγα χρόνια αργότερα: «όσο εύκολο είναι για έναν ξένο που καταλαβαίνει τα αρχαία ελληνικά να μάθει τη γραπτή γλώσσα της νεοελληνικής, τόσο σπάνια επιτυγχάνει την ανεμπόδιστη κατανόηση των λαϊκών διαλέκτων» (Müller, 1825, Z. 50). Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι οι γλωσσικές δεξιότητες των μεταφραστών της εποχής περιορίζονταν κατά κύριο λόγο στην αρχαϊζουσα γραπτή γλώσσα του ελληνικού λόγιου κόσμου, γι‘ αυτό – και από αυτή την άποψη ο Müller είναι τυπικός εκπρόσωπος της εποχής του – συνήθως ζητούσαν την υποστήριξη «ιθαγενών Ελλήνων» (Fauriel/Müller, 1825, IX) στο έργο τους. Ο βαθμός στον οποίο η μεταφραστική και εκδοτική συνήθεια των μεταφραστών της εποχής καθοριζόταν από την εκπαίδευσή τους στις αρχαίες γλώσσες φαίνεται, για παράδειγμα, από τις προσπάθειες του φιλέλληνα δικηγόρου Τέοντορ Κιντ να βελτιώσει τα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια που δημοσίευσε «σύμφωνα με τους κανόνες της αρχαίας ελληνικής γραμματικής» και να εξηγήσει τη «στενή σχέση» μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών (Kind, 1827, XII).
Κατά το τελευταίο τρίτο του αιώνα, παρατηρούνται ορισμένες αλλαγές που υποδηλώνουν μια σταδιακή διαφοροποίηση και επαγγελματοποίηση της κοινότητας των μεταφραστών από τα νεοελληνικά στα γερμανικά. Ο αριθμός των 21 μεταφραστών που καταγράφηκαν πρόσφατα μεταξύ 1870 και 1900, μεταξύ των οποίων για πρώτη φορά 3 γυναίκες, είναι ακόμη πολύ μικρός. Ωστόσο, μεταξύ αυτών υπάρχει πλέον ένας αυξανόμενος αριθμός ατόμων που ασχολούνταν είτε επαγγελματικά είτε ιδιωτικά με τη νεοελληνική γλώσσα ή/και τη μετάφραση νεοελληνικών κειμένων. Η εξέλιξη αυτή αντανακλάται και στο εκπαιδευτικό και επαγγελματικό προφίλ των αναφερόμενων προσώπων. Για παράδειγμα, η Κλασική Φιλολογία εξακολουθεί να κυριαρχεί μεταξύ των καταγεγραμμένων σπουδών (48%), ενώ οι καθηγητές γυμνασίου και πανεπιστημίου (42%) εξακολουθούν να ηγούνται της κατάταξης των γνωστών επαγγελματικών ομάδων. Ωστόσο, οι δύο αυτές ομάδες περιλαμβάνουν πλέον όλο και περισσότερο ειδικούς επιστήμονες, όπως ο Μπέρνχαρντ Σμιντ και ο Βίλχελμ Βάγκνερ, οι οποίοι στράφηκαν προς τη μεσαιωνική και τη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και ιδιώτες μελετητές όπως ο Άουγκουστ Μπολτς και ο Ντάνιελ Ζάντερς, οι οποίοι συνέχισαν τις γλωσσικές και περιφερειακές μελέτες τους εκτός θεσμικών δομών.
Με το όνομα του Μπολτς σχετίζεται επίσης μια νέα ομάδα μεταφραστών που σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, η οποία έχει μια πιο πρακτική σχέση με τη νεοελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό. Μιλάμε για τους καθηγητές γλώσσας (29%) και τους επαγγελματίες μεταφραστές (14%), δύο εν μέρει αλληλεπικαλυπτόμενες ομάδες που πρωτοεμφανίστηκαν προς το τέλος του αιώνα. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός της διαμεσολαβητικής τους δραστηριότητας εκφράζεται καθαρά από τον χαρακτήρα των τόπων εργασίας τους, οι οποίοι περιλαμβάνουν θεσμούς όπως η Σχολή Δοκίμων Πειραιά, η Ακαδημία Μεταλλευτικής Βιομηχανίας του Φράιμπεργκ και το Σεμινάριο Ανατολικών Γλωσσών του Βερολίνου21Παρά την υπαγωγή αυτού του εκπαιδευτικού ιδρύματος, που ιδρύθηκε το 1887 και χρηματοδοτήθηκε από κονδύλια του Υπουργείου Εξωτερικών και της Αποικιακής Υπηρεσίας του Ράιχ [Reichskolonialamt], στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, το πρόγραμμα σπουδών του Σεμιναρίου Ανατολικών Γλωσσών δεν ήταν προσανατολισμένο στην επιστημονική εκπαίδευση των αποφοίτων του, αλλά μάλλον στην παροχή πρακτικών γνώσεων για τη χώρα και την εκμάθηση των γλωσσών για επαγγελματική εργασία στην υπηρεσία διερμηνείας και σε άλλους τομείς της γερμανικής αποικιακής πολιτικής. Βλ. Skalweit, 2017, 75–106.. Συχνά, οι εν λόγω μεταφραστές δεν αποκτούν κανονικό πανεπιστημιακό πτυχίο, αλλά αποκτούν τις γνώσεις τους μέσω ιδιωτικών ταξιδιών, επαφών και σπουδών.
Από ιστορική άποψη, οι παραπάνω εξελίξεις μπορούν να συνδεθούν αφενός με το αυξανόμενο επιστημονικό ενδιαφέρον για τους «νέους κόσμους» του ελληνικού Μεσαίωνα και της ελληνικής λαογραφίας (Χρυσός, 1996) και αφετέρου με την αυξανόμενη ανάγκη για τη διδασκαλία των σύγχρονων ξένων γλωσσών και την απόκτηση γνώσεων για τον κόσμο κατά την εποχή του ιμπεριαλισμού (Christ 2020, 279 κ.ε.). Η συνακόλουθη εντατικοποίηση των ελληνογερμανικών σχέσεων αντανακλάται επίσης στα βιογραφικά των εν λόγω μεταφραστών: περίπου το ένα τέταρτο αυτών έχει ελληνικό οικογενειακό υπόβαθρο: περίπου οι μισοί γνώρισαν τον άλλο πολιτισμό και την άλλη γλώσσα μέσα από μεγαλύτερες περιόδους σπουδών, ταξιδιών ή εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι προσωπικές σχέσεις και τα δίκτυα έπαιζαν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στη μεταφραστική σταδιοδρομία αυτής της περιόδου. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα καθαρά στο παράδειγμα του καθηγητή του γυμνασίου Όττο Άντολφ Έλλισσεν, ο οποίος μετέφρασε πολλά νεοελληνικά έργα τη δεκαετία του 1880. Με τον τρόπο αυτό, δεν ακολούθησε μόνο το παράδειγμα του πατέρα του Άντολφ Έλλισσεν όσον αφορά το περιεχόμενο, ο οποίος είχε ανοίξει το δρόμο για τις βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές στη Γερμανία με τα Ανάλεκτα της μεσαιωνικής και νεοελληνικής λογοτεχνίας που εκδόθηκαν το 1855–1862 – μπορούσε επίσης να αξιοποιήσει το προσωπικό δίκτυο του πατέρα του, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, που μεταφράστηκε τόσο από τον πατέρα όσο και από τον γιο Έλλισσεν. Ο γνωστός Έλληνας συγγραφέας και πολιτικός Ραγκαβής, ο οποίος εργάστηκε ως Έλληνας απεσταλμένος στο Βερολίνο μεταξύ 1874 και 1887, προώθησε τη λογοτεχνική πρόσληψή του στη Γερμανία όχι μόνο με δικές του μεταφράσεις των έργων του, αλλά και με τη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου επαφών με Γερμανούς εκδότες, θέατρα και μεταφραστές – πρακτική στην οποία τον μιμήθηκε και ο γιος του και μετέπειτα διάδοχός του στην ελληνική πρεσβεία (1891/92, 1895-1910) Κλέων Ραγκαβής. Το ότι τα κοινωνικά δίκτυα των εν λόγω μεταφραστών δεν βασίζονταν πάντα σε προσωπικές γνωριμίες αποδεικνύεται και πάλι από το παράδειγμα του Άουγκουστ Μπόλτς, ο οποίος αλληλογραφούσε με πολυάριθμους Έλληνες λόγιους και ήταν μέλος πολλών ελληνικών συλλόγων, όπως του αθηναϊκού Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» ή του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς ποτέ να έχει επισκεφθεί αυτά τα μέρη.22Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Μπολτς και το διεθνή του δίκτυο βλ. το σχετικό δοκίμιο της Ε. Πατρίκα Ο August Constantin Boltz ως διαμεσολαβητής της νεοελληνικής γλώσσας και γραμματείας στον γερμανόφωνο κόσμο: 1877–1906 (υπό δημοσίευση).
Μια μικρή αλλαγή, η οποία ήδη προμηνύει αντίστοιχες τάσεις του 20ού αιώνα, παρατηρείται και όσον αφορά τη μεταφραστική παραγωγή. Ενώ στην πρώιμη φάση της ιστορίας της νεότερης ελληνογερμανικής μετάφρασης, εκτός από μερικά μεμονωμένα πολιτικά κείμενα, οι μεταφράσεις επικεντρώνονταν στον τομέα της ποίησης, και κυρίως στην ελληνική δημοτική και ρομαντική ποίηση, οι μισές περίπου από τις 47 μεταφράσεις που εκδόθηκαν μεταξύ 1870 και 1900 είναι αφηγηματικά ή λαογραφικά-ιστορικά πεζά. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται προφανώς με την ταυτόχρονη διεύρυνση της γερμανικής αγοράς βιβλίων και το άνοιγμα νέων αναγνωστικών χώρων, που συνοδεύτηκε από αυξημένη ζήτηση και παραγωγή στον τομέα της ψυχαγωγίας (Jäger/Estermann, 2010). Το γεγονός ότι στην εξέλιξη αυτή συμμετείχαν και μεταφραστές από τα νέα ελληνικά φαίνεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι τα έργα Ελλήνων συγγραφέων όπως ο Α. Ρ. Ραγκαβής, ο Δ. Βικέλας και ο Γ. Δροσίνης εμφανίζονταν σε εκδοτικές σειρές όπως η σειρά «Romanmagazin des Auslands» [Βιβλιοθήκη μυθιστορημάτων του εξωτερικού] του Όττο Γιάνκε ή συμπεριλαμβάνονταν στα εκδοτικά προγράμματα των εκδοτικών οίκων της Λειψίας Philipp Reclam jun. και Wilhelm Friedrich, οι οποίοι ήταν καθοριστικοί για τη διαμεσολάβηση της ξένης λογοτεχνίας εκείνη την εποχή. Όσον αφορά την κοινότητα των μεταφραστών, είναι αξιοσημείωτο ότι προς το τέλος της πρώτης περιόδου της έρευνας, τα βιβλία εμφανίζουν όλο και περισσότερο ως μεταφραστές πρόσωπα των οποίων η σχέση με την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό δεν μπορεί πλέον εύκολα να ανασυγκροτηθεί σήμερα, και των οποίων η μεταφραστική δραστηριότητα πιθανόν να γινόταν μέσω διαμεσολαβητικών, «ενδιάμεσων» γλωσσών όπως η γαλλική ή η αγγλική.23Η υποψία αυτή εκφράζεται σαφώς στην περίπτωση του Φέλιξ Μοράλ, για τη μετάφραση της ιστορίας Λέιλα του Α. Ρ. Ραγκαβή (1882) η οποία ο Α. Μπολτς υποψιάζεται ότι βασίστηκε σε «κάποια βολική γαλλική μετάφραση» (Boltz, 8.9.1882, 508).
Από το γύρισμα του αιώνα στη γερμανική διχοτόμηση (1901–1948)
Οι ελληνογερμανικές σχέσεις κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα σημαδεύτηκαν από την εμπειρία των δύο παγκόσμιων πολέμων και των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων που τις συνόδευαν, οι οποίες, όπως ήταν αναμενόμενο, επηρέασαν και το πεδίο της αμφίδρομης μεταφραστικής παράδοσης. Έτσι, από το 1901 έως το 1948 εμφανίστηκαν 24 νέοι και νέες μεταφραστές και μεταφράστριες, δηλαδή περίπου ο ίδιος αριθμός με τα προηγούμενα 50 χρόνια – ωστόσο, η έκδοση νέων βιβλίων μειώθηκε από 51 σε 41 σε σχέση με την περίοδο αυτή, γεγονός που αντιστοιχεί σε μείωση της τάξης του 20% (βλ. διάγρ. 1). Το γεγονός αυτό συνδυάζεται με τη διαπίστωση ότι τα έτη αυτά χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη ασυνέχεια όσον αφορά τη μεταφραστική παραγωγή. Το 1917, μέσα στον πόλεμο, εμφανίστηκαν τέσσερις νέες εκδόσεις βιβλίων και τρεις νέοι μεταφραστές, ενώ τα επόμενα δέκα έτη παρήγαγαν μόνο μία μετάφραση και ούτε έναν νέο μεταφραστή. Ταυτόχρονα, η ίδρυση και συνέχιση θεσμών στην Ελλάδα όπως το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών (DAI, 1874), οι Γερμανικές Σχολές Θεσσαλονίκης (DST, 1888) και Αθηνών (DSA, 1896), καθώς και η Γερμανική Ακαδημία (1923, μετέπειτα: Ινστιτούτο Γκαίτε) και τα παραρτήματά τους, ενώ στη Γερμανία το Σεμινάριο Ανατολικών Γλωσσών του Πανεπιστημίου του Βερολίνου (1887), οι έδρες ή θέσεις λέκτορα μεσαιωνικής και νεοελληνικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια του Μονάχου (1897), της Λειψίας (1922) και του Αμβούργου (1925) αναδείχθηκαν ως κέντρα εκπαίδευσης και παραγωγής ελληνογερμανικής μετάφρασης ακόμη και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.24Μέχρι σήμερα, έχουν υπάρξει μόνο μεμονωμένες επισκοπήσεις της ιστορίας και της σημασίας των θεσμών αυτών στο πλαίσιο των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, οι οποίες κατά κανόνα δεν εξετάζουν τη σημασία τους ως τόπων δραστηριότητας και δικτύων ελληνογερμανικών διασταυρώσεων και μεταφορών. Μια τέτοια αναφορά λείπει ιδιαίτερα όσον αφορά την ιστορία των γερμανικών νεοελληνικών σπουδών. Βλ. προς το παρόν τις επιμέρους μελέτες των Rochow (1968), Irmscher (1989), Suppé (1994), Werner (1998), Eideneier (1999), Mitsou (2010), Pechlivanos (2015) και Moennig (2021). Συνδέεται με αυτό και η τάση των μεταφραστών αυτής της περιόδου να εμφανίζονται όλο και περισσότερο ως πολιτιστικοί και πολιτικοί διαμεσολαβητές, είτε ως υπάλληλοι και υπότροφοι γερμανικών ερευνητικών και πολιτιστικών ινστιτούτων είτε ως εξόριστοι που αντιδρούν στη γερμανική πολιτιστική πολιτική.
Όσον αφορά το φύλο και το κοινωνικό υπόβαθρο, οι μεταφραστές αυτής της περιόδου φαίνεται να παραμένουν στην παράδοση του 19ου αιώνα: με δύο εξαιρέσεις, είναι όλοι άνδρες και οι περισσότεροι προέρχονται από εύπορα, ακαδημαϊκά μορφωμένα γερμανικά σπίτια καθηγητών, γιατρών, ιερέων ή καλλιτεχνών με κλίση προς τον πολιτισμό και τη γλώσσα, γεγονός που υποδηλώνει αντίστοιχη υλική βάση και πνευματική διάθεση για μελέτη ή (επαγγελματική) ενασχόληση με την ελληνική γλώσσα, τον πολιτισμό και τη λογοτεχνία. Μεταξύ των ελάχιστων εξαιρέσεων σε αυτή τη βασική τάση συγκαταλέγονται, με ενδιαφέρον τρόπο, οι μεταγενέστεροι κάτοχοι της έδρας νεοελληνικών σπουδών της Λειψίας Καρλ Ντίτεριχ και Γκούσταβ Ζόυτερ, οι οποίοι προέρχονταν και οι δύο από μικροαστικά περιβάλλοντα. Ωστόσο, και οι δύο εισήχθησαν στη νεοελληνική γλώσσα μέσω των φιλολογικών σπουδών, οι οποίες στις αρχές του 20ού αιώνα συνέχισαν να αποτελούν έναν από τους πρωταρχικούς προπαρασκευαστικούς δρόμους μιας ανάλογης μεταφραστικής απασχόλησης (έστω και αν στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν καριέρα στη μετάφραση). Μεταξύ των τεκμηριωμένων πεδίων σπουδών των σύγχρονων μεταφραστών, η Κλασική Φιλολογία (42%) εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή, αλλά πλέον προστίθεται όλο και περισσότερο η μελέτη άλλων παλαιότερων και νεότερων γλωσσών (33%), καθώς και η Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία (13%). Άλλα συναφή αντικείμενα είναι η ιστορία (38%), η αρχαιολογία και η φιλοσοφία (21% έκαστη), που είναι επίσης φιλολογικές και αρχαίες γλώσσες (διάγρ. 3). Στον κατάλογο των επαγγελμάτων εξακολουθούν να προηγούνται οι καθηγητές γυμνασίων και πανεπιστημίων (54%), ακολουθούμενοι από εκείνους οι οποίοι απασχολούνταν έστω προσωρινά στη μετάφραση και την διερμηνεία (25%), (διάγρ. 8), γεγονός που σηματοδοτεί ότι η μετάφραση ως επαγγελματική δραστηριότητα πήρε για πρώτη φορά ορατή μορφή κατά την περίοδο αυτή.
Αν και ο ακριβώς τρόπος με τον οποίο οι εν λόγω προσωπικότητες ήρθαν σε επαφή με τη νεοελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό παραμένει συχνά θολός, μπορεί να διακρίνει κανείς την τάση ότι αυτή προέκυπτε όλο και περισσότερο γύρω από τους εκπαιδευτικούς σταθμούς του κλάδου, τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα και τις επαγγελματικές δραστηριότητες. Γύρω στο 1900, τέσσερις από τους μεταφραστές σπούδασαν και μελέτησαν στο περιβάλλον του Μεσαιωνικού και Νεοελληνικού Σεμιναρίου στο Μόναχο, δύο από αυτούς έλαβαν την πρώτη τους καθοδήγηση στη νεοελληνική γλώσσα στο Σεμινάριο Ανατολικών Γλωσσών του Βερολίνου και στο Σεμινάριο Νεοελληνικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Όλοι τους στη συνέχεια πέρασαν παρατεταμένες περιόδους έρευνας και εργασίας στην Ελλάδα ή στο Γκέρλιτς, το οποίο προσέλκυσε ένα μεγάλο απόσπασμα Γερμανών επιστημόνων για τη διεξαγωγή ανθρωπολογικών, γλωσσολογικών, μουσικολογικών και άλλων μελετών μεταξύ 1916 και 1919 λόγω του αποκλεισμού ενός ελληνικού σώματος στρατού (Alexatos 2018, 69–79).
Ένα παράδειγμα της σύνδεσης μεταξύ της εκπαιδευτικής πορείας, της επαγγελματικής σταδιοδρομίας και της μεταφραστικής πρακτικής αποτελεί ο νεοελληνιστής Καρλ Ντίτεριχ, ο οποίος έλαβε τα πρώτα μαθήματα νεοελληνικής γλώσσας στο Σεμινάριο Ανατολικών Γλωσσών του Βερολίνου με τον Ιωάννη Μητσοτάκη και ταυτόχρονα εισήχθη στα βασικά στοιχεία της ελληνικής καθομιλουμένης. Στο Μόναχο, όπου σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία με τον Καρλ Κρουμπάχερ μεταξύ 1895 και 1898, δημιούργησε επαφές με αρκετούς Έλληνες φοιτητές από τον κύκλο της λογοτεχνικής «Γενιάς του 1880», τις οποίες ενέτεινε κατά τη διάρκεια μιας μεταγενέστερης ερευνητικής παραμονής στην Αθήνα. Οι μετέπειτα διδακτικές και ερευνητικές δραστηριότητες του Ντίτεριχ επηρεάστηκαν εξίσου από τις γνωριμίες αυτές όσο και η μεταφραστική του πρακτική στη λογοτεχνία, η οποία αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την ποίηση της προαναφερθείσας λογοτεχνικής ομάδας.
Ένα διαφορετικό αλλά εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα από το πεδίο των νεοελληνικών σπουδών είναι αυτό της Χέντβιχ Λύντεκε, η οποία έγινε αυτοδίδακτη λαογράφος και η οποία, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, ενθουσιάστηκε με τη νεοελληνική γλώσσα στο πλαίσιο των γλωσσολογικών και λογοτεχνικών ενδιαφερόντων της. Τα νεοελληνικά τα έμαθε για πρώτη φορά στο Σεμινάριο Ανατολικών Γλωσσών του Βερολίνου με τον Ιωάννη Καλιτσουνάκη, και στη συνέχεια άρχισε να μελετά μεμονωμένες λαϊκές διαλέκτους σε συνεργασία με Έλληνες φοιτητές, μεταξύ των οποίων και ο λαογράφος Ιωρτζιός Μέγας (1893-1976). Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε πολλά ερευνητικά ταξίδια μόνη της στον «παράδεισο της λαϊκής ποίησης», όπως αποκάλεσε την Ελλάδα και την Κύπρο στα απομνημονεύματά της που δημοσιεύτηκαν το 1948. Η λαογραφική-μεταφραστική της δραστηριότητα, η οποία οδήγησε σε αρκετές γνωστές εκδόσεις δημοτικών τραγουδιών, μπορεί να τοποθετηθεί στον χώρο μεταξύ προσωπικού πάθους και επαγγελματικής ενασχόλησης – ένα μείγμα που παραμένει χαρακτηριστικό πολλών Γερμανών μεταφραστών από τα νέα ελληνικά μέχρι σήμερα.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τον 20ό αιώνα, παράγοντες όπως οι ταξιδιωτικές εμπειρίες και η μεγαλύτερη παραμονή στην Ελλάδα, καθώς και οι προσωπικές επαφές έγιναν όλο και πιο σημαντικοί για τον «δρόμο προς τη μετάφραση», εκτός από την κλασική, αρχαιοελληνική γλωσσική κατάρτιση. Έτσι, ήδη από το πρώτο μισό του αιώνα, τα δύο τρίτα των καταγεγραμμένων μεταφραστών αποδεικνύεται πως πέρασαν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα ή την Κύπρο – για τα δύο τρίτα από αυτούς, επίσης, μπορεί να ανακατασκευαστεί μια άμεση σύνδεση μεταξύ προσωπικών γνωριμιών και διασυνδέσεων με ελληνογερμανικά δίκτυα και την αντίστοιχη μεταφραστική πρακτική (διαγρ. 13/14). Ιδιαίτερα ενθαρρυντικός παράγοντας για την αμφίδρομη διαμεσολάβηση αποδεικνύεται ένας μεγάλος αριθμός ακαδημαϊκών και πολιτιστικών-πολιτικών φορέων με τους οποίους συνδέονται περίπου οι μισοί από τους σύγχρονους Γερμανούς μεταφραστές από τα νέα ελληνικά, δηλαδή οι πανεπιστημιακές θέσεις των γερμανικών νεοελληνικών σπουδών, η Ακαδημία Αθηνών ή οι γερμανικές σχολές στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ή η Γερμανική Ακαδημία.
Ένας άλλος παράγοντας που επηρέασε σημαντικά όχι μόνο τη γερμανική πολιτιστική πολιτική έναντι της Ελλάδας, αλλά και την κινητικότητα και τη δημιουργία δικτύων μεταξύ των δύο χωρών, μπορεί να θεωρηθεί η ανάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές το 1933 (Koutsoukou, 2008). Αυτό ισχύει όχι μόνο για την ίδρυση και στελέχωση μιας έδρας γερμανικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1939) ή του Γερμανικού Επιστημονικού Ινστιτούτου (DWI, 1941-1944) υπό εθνικοσοσιαλιστική αιγίδα, αλλά και για τις ερευνητικές εγκαταστάσεις και τα πολιτιστικά ινστιτούτα που ήδη αναφέρθηκαν, στα οποία υπηρετούσαν τότε όχι μόνο μεταφραστές που δραστηριοποιούνταν εκείνη την εποχή, όπως οι Αλεξάντερ Στάινμετς (DA, DWI), Ρούντολφ Φάρνερ (DWI), Ρόλαντ Χάμπε (DAI) ή Μπέρναρντ Φόντερλαγκε (DST), αλλά και προσωπικότητες που αναδείχθηκαν αργότερα σε μεταφραστές, όπως οι Γιοχάνες Ίρμσερ (DAI), Χέλμουτ Φλούμε ή Όττο Κίλμαϊερ (και οι δύο DA). Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι μεταφραστές Χέλμουτ φον ντεν Στάινεν (Αθήνα), Βάλτερ Γιαμπλόνσκι (Ιερουσαλήμ) και Βόλφγκανγκ Κόρνταν (Άμστερνταμ), οι οποίοι συνδέονταν χαλαρά μέσω του λεγόμενου Κύκλου του Στ. Γκεόργκε, εγκατέλειψαν τη Γερμανία λόγω της καταγωγής και των πολιτικών τους πεποιθήσεων και οι οποίοι παρήγαγαν τις πρώτες γερμανικές μεταφράσεις του Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη από την εξορία στις δεκαετίες του ‘30 και του ‘40.
Ο βαθμός στον οποίο η σύγχρονη μεταφραστική πρακτική διαμορφώθηκε από τους θεσμικούς δεσμούς και τις ιδεολογικές θέσεις των αντίστοιχων φορέων δεν μπορεί συχνά να καθοριστεί με βεβαιότητα. Για παράδειγμα, οι μεταφράσεις ενός μυθιστορήματος της γνωστής Ελληνίδας εθνικοσοσιαλίστριας Σίτσας Καραϊσκάκη (1897–1987)25Για τις διαμεσολαβητικές δραστηριότητες της Καραϊσκάκη, βλ. εκτός από το αντίστοιχο δοκίμιο της Ζ. Στόικου για την άλλη πλευρά των ελληνογερμανικών μεταφραστικών παραδόσεων και το σχετικό με τη Σ. Καραϊσκάκη δοκίμιο του Γ. Στάμου (2022). για τον εθνικό ήρωα της ελευθερίας Γεώργιο Καραϊσκάκη (1936) και του λιμπρέτου της βαγκνερικής όπερας Το δαχτυλίδι της μάνας του Μανώλη Καλομοίρη, που ανέβηκε στη Volksoper του Βερολίνου το 1940 (Κουτσούκου, 2008, 232 κ.ε.), μπορούν να ερμηνευθούν υπό αυτή την έννοια ως μαρτυρίες του εθνικοσοσιαλιστικού βλέμματος στην Ελλάδα. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος των άλλων, κυρίως λογοτεχνικών μεταφράσεων του πρώτου μισού του αιώνα χαρακτηρίζεται επίσης από μια λαϊκή πρόσληψη της Ελλάδας, η οποία πρέπει να θεωρηθεί παράδοση του 19ου αιώνα και όχι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μιας εθνικοσοσιαλιστικής, στρατηγικής διαμεσολάβησης.
Μεταφραστικές παραδόσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης: 1949–1989
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τομέας της ελληνογερμανικής μετάφρασης διασπάστηκε σε διαφορετικές επιμέρους περιοχές, που αντιστοιχούσαν αφενός στην πολιτική διαίρεση του γερμανόφωνου χώρου σε ανατολικό και δυτικό και αφετέρου στην οριοθέτηση ενός γερμανόφωνου και ενός ελληνόφωνου μεταφραστικού χώρου. Η πλειονότητα της μεταφραστικής παραγωγής αντιπροσωπεύεται από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία κατέχει κυρίαρχη θέση στον τομέα αυτό με 280 από τους 479 καταγεγραμμένους μεταφραστικούς τίτλους (59%), και ακολουθεί η Ελλάδα, η οποία καθίσταται το δεύτερο σημαντικότερο εκδοτικό κέντρο ελληνογερμανικών μεταφράσεων την περίοδο αυτή με 101 καταγεγραμμένους τίτλους (21%). Ακολουθεί η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας με 50 (10%), η Ελβετία με 30 (6%) και όλοι οι υπόλοιποι τόποι έκδοσης με συνολικά 18 (4%) δημοσιεύσεις. Σύμφωνα με αυτή την κατανομή, η πλειονότητα των 171 μεταφραστών που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά μεταξύ 1946 και 1989 σχετίζεται με τη ΛΔΓ ως κύριο τόπο δραστηριότητάς τους (110 έναντι 18 στη ΛΔΓ, 8 στην Ελβετία, 4 στην Αυστρία και 30 με αναφορά σε άλλους τόπους, κυρίως στην Ελλάδα), αν και συχνά δεν υπάρχουν πληροφορίες για τις συνθήκες και τους τόπους δραστηριότητας όσων εκδίδουν στην Ελλάδα. Συνεπώς, η ακόλουθη αναφορά επικεντρώνεται στις διαφορετικές μεταφραστικές κουλτούρες σε Ανατολή και Δύση, όπου η Ελλάδα με τις κατά κύριο λόγο τουριστικές εκδόσεις της αντιμετωπίζεται ως υποπεριοχή της „δυτικής“ μεταφραστικής κουλτούρας.
Μεταφραστές και μεταφραστική πρακτική στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διαφοροποιούσε τη μεταφραστική παράδοση της ΛΔΓ από τις συνθήκες στις δυτικές χώρες ήταν το γεγονός ότι η βιβλιοπαραγωγή εκεί δεν ήταν προσανατολισμένη σε στρατηγικές εκτιμήσεις της αγοράς, αλλά στις ιδεολογικές κατευθύνσεις μιας κρατικά κατευθυνόμενης εκπαιδευτικής και πολιτιστικής πολιτικής (Pisarz-Ramirèz, 2007, 1783 κ.ε.). Το γεγονός ότι η μεταφρασμένη λογοτεχνία έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στις εκτιμήσεις της πολιτικής ηγεσίας ως μέσο πολιτιστικής αναπαράστασης ήταν ένα πλεονέκτημα, το οποίο βοήθησε τους μεταφραστές της Ανατολικής Γερμανίας να επιτύχουν μια συγκριτικά επαρκή οικονομική κατάσταση και υψηλή κοινωνική θέση σε σύγκριση με τους δυτικούς συναδέλφους τους (Kerstner/Risku, 2014, 168-173). Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μπορεί να παρατηρηθεί στην κοινωνική πρακτική της μετάφρασης, η οποία συχνά χαρακτηριζόταν από συνεργατικές διαδικασίες διαμεσολάβησης και μετάφρασης, ιδίως στην περίπτωση σπάνιων ή «μικρών» γλωσσών προέλευσης (Pisarz-Ramirèz, 2007, 1786). Η πιο χαρακτηριστική από αυτές είναι η πρακτική της απόδοσης, κατά την οποία οι φυσικοί ομιλητές της γερμανικής, οι οποίοι συχνά γνώριζαν ελάχιστα ή καθόλου τις εν λόγω ξένες γλώσσες, προσπαθούσαν να αναδημιουργήσουν την ποιητική μορφή των κειμένων-πηγών βάσει διαγραμμικών μεταφράσεων (Krause, 2009).
Σε αυτό το πλαίσιο, μόνο 18 από τα περισσότερα από 40 άτομα που συμμετείχαν σε μεταφράσεις νεοελληνικών κειμένων στην Ανατολική Γερμανία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ελληνογερμανικοί μεταφραστές με τη στενή έννοια του όρου. Οι υπόλοιποι επεξεργάζονταν και επιμελούνταν διαγραμμικές μεταφράσεις που είχαν γίνει από φυσικούς ομιλητές. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν, για παράδειγμα, ο Στέφαν Χερμλίν, ο Φόλκερ Μπράουν και ο Χάιντς Τσεχόφσκι. Ειδικά πριν από το 1960, όταν η ΛΔΓ δεν διέθετε ακόμη κατάλληλους φυσικούς ομιλητές της ελληνικής γλώσσας με επαρκή γνώση της γερμανικής, οι μεταφράσεις γίνονταν επίσης με τη μεσολάβηση τρίτων γλωσσών, όπως στην περίπτωση των λογοτεχνών Κουρτ Στερν και Πάουλ Βινς, οι οποίοι βασίστηκαν στις μεταφράσεις της εξόριστης συγγραφέως Μέλπως Αξιώτη (1905–1973), που έζησε για ένα διάστημα στο Ανατολικό Βερολίνο, για κείμενα πρωτότυπα γραμμένα στα γαλλικά.
Οι άνθρωποι που μπορούν να χαρακτηριστούν ως μεταφραστές από τα νέα ελληνικά με τη στενή έννοια χωρίζονται σε δύο ομάδες περίπου ίσου μεγέθους. Η πρώτη ομάδα αποτελείται από Γερμανούς μελετητές των κλασικών σπουδών, οι περισσότερες μεταφράσεις των οποίων πραγματοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Οι περισσότεροι από αυτούς συνδέονταν με το Πανεπιστήμιο Humboldt (HU) και τη Γερμανική Ακαδημία Επιστημών (DAW) του Βερολίνου ως διδακτορικοί φοιτητές ή ως προσωπικό κατά την περίοδο αυτή. Το κέντρο αυτού του δικτύου ήταν ο κλασικός φιλόλογος και βυζαντινολόγος Γιοχάνες Ίρμσερ, ο οποίος ήταν επίτιμος καθηγητής με διδακτικό έργο για την Κλασική Φιλολογία, τις Βυζαντινές Σπουδές και τις Νεοελληνικές Σπουδές στο HU από το 1953 και διευθυντής του Ινστιτούτου Ελληνικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων στην DAW από το 1955, και ο οποίος, στο πλαίσιο της «επιστημονικοπολιτικής πρόθεσης δικτύωσης» (Πεχλιβάνος 2021), ήταν μέλος της DAW από το 1955. Σύντομα έγινε κεντρικός παράγοντας στις ελληνο-ανατολικογερμανικές πολιτιστικές και ακαδημαϊκές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτής της δέσμευσης μπορεί προφανώς να θεωρηθεί και η συμμετοχή αρκετών στελεχών της HU και της DAW στην πεζογραφική ανθολογία Αντιγόνη ζει, που εκδόθηκε το 1960 από τους εξόριστους Έλληνες λογοτέχνες Μέλπω Αξιώτη και Δημήτρη Χατζή (1913–1981).26Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον δημιουργίας και τα προσωπικά δίκτυα που σχηματίστηκαν γύρω από αυτή την ανθολογία, βλ. το δοκίμιο στο ComDeG της Α. Αντωνοπούλου Στους φιλικούς τόπους των λαϊκών δημοκρατιών (υπό δημοσίευση). Το νεοελληνογερμανικό μεταφραστικό έργο της ομάδας αυτής έγινε προφανώς σε συνεργασία με Έλληνες φυσικούς ομιλητές και στις περισσότερες περιπτώσεις παρέμεινε ευκαιριακό.
Η δεύτερη ομάδα μεταφραστών της Ανατολικής Γερμανίας αποτελείται από Έλληνες εξόριστους και τις Γερμανίδες συζύγους τους.27Όπως προκύπτει από πρόσφατες έρευνες στον τομέα αυτό, η ομάδα αυτή των φορέων φαίνεται ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο μεταφραστικό πεδίο της ΓΛΔ εξ αρχής. Βλ. Boguna/Tashinskiy (2020, 9). Σχετικά με το συγκριτικά πολύ μεγάλο ποσοστό μεταφραστών ελληνικής καταγωγής στη ΛΔΓ, βλ. επίσης διάγρ. 13. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι αναμφίβολα ο συγγραφέας και μεταφραστής Θωμάς Νικολάου, ο οποίος δημοσίευσε 18 τίτλους νέων ελληνογερμανικών μεταφράσεων μεταξύ 1972 και 1989, εν μέρει ανεξάρτητα, εν μέρει ως επιμελητής και μεταφραστής σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συνεργάτες (συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίδας συζύγου του, Κάρολας Νικολάου).28Για τη ζωή και το έργο του Νικολάου, βλ. εκτός από το σχετικό άρθρο στο ComDeG, τις μελέτες των Püllmann (2017), Schellinger (2020) και Klemm (2021).
Όπως οι περισσότεροι Έλληνες που διέμεναν στη ΛΔΓ, ο Νικολάου, ο οποίος γεννήθηκε το 1937 και εγκατέλειψε την Ελλάδα κατά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο το 1949 στο πλαίσιο μιας συντονισμένης «επιχείρησης διάσωσης» από τα σοσιαλιστικά κράτη, ήρθε στην Ανατολική Γερμανία σε νεαρή ηλικία και ολοκλήρωσε εκεί μεγάλο μέρος της εκπαίδευσής του.29Για την ιστορία των περίπου 1.000 ανατολικογερμανικών «ελληνόπουλων» και την ένταξή τους στην κοινωνία υποδοχής της ΓΛΔ, βλ. τις εισηγήσεις των Πανούση και Πούτρου στο Hillemann/Pechlivanos (2017), καθώς και τη μονογραφία του Πανούση για το θέμα αυτό, που δημοσιεύτηκε επίσης το 2017. Από τους οκτώ Έλληνες που καταγράφηκαν ως μεταφραστές στη ΛΔΓ, πέντε ήρθαν στη ΛΔΓ εξαιτίας του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, άλλοι δύο ως αποτέλεσμα της ελληνικής στρατιωτικής δικτατορίας (1967–1974) και της διάσπασης του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος σε ένα ευρωκομμουνιστικό εσωτερικό κόμμα και ένα κόμμα πιστό στη Μόσχα στο εξωτερικό (1968) – μόνο ένα άτομο δήλωσε ότι είχε μετακινηθεί εκεί για άλλους λόγους εκτός από πολιτικούς.
Σε σύγκριση με τους ανατολικογερμανικούς μελετητές κλασικών σπουδών, οι περισσότεροι από τους οποίους ασχολήθηκαν μόνο προσωρινά με τη μετάφραση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η δραστηριότητα αυτή φαίνεται να έπαιξε πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην επαγγελματική σταδιοδρομία αυτών των ατόμων, που πρωτοεμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Αυτό δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση του Νικολάου, του οποίου η θέση στο λογοτεχνικό-μεταφραστικό πεδίο της ΓΛΔ συνδέθηκε ρητά με τον ρόλο του ελληνογερμανικού διαμεσολαβητή (Püllmann 2017, 137–140). Έτσι, μεταξύ των μεταφραστών που αναφέρθηκαν, υπάρχει μόνο ένας «μη ειδικός», ένας μηχανικός, του οποίου η σχετική δραστηριότητα περιορίζεται σε μια συμβολή στην προαναφερθείσα ανθολογία της Αντιγόνης. Τα υπόλοιπα άτομα έχουν ολοκληρώσει κυρίως σχετικές σπουδές στον τομέα της Γερμανικής Φιλολογίας (3 άτομα), των Νεοελληνικών Σπουδών και της Δημοσιογραφίας (από ένα άτομο) (όλα στο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ της Λειψίας) ή/και δραστηριοποιούνται σε σχετικούς επαγγελματικούς τομείς, όπως η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία (4 άτομα), οι εκδόσεις (3 άτομα) καθώς και η θεσμική λογοτεχνική, γλωσσική, πολιτιστική διαχείριση (3 άτομα) κατά την περίοδο της μεταφραστικής τους εργασίας (διαγρ. 4/9). Παρόλο που η μετάφραση δεν ήταν η κύρια απασχόληση σχεδόν κανενός από αυτά τα άτομα, αποτελούσε σημαντική συνιστώσα των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, η οποία μπορούσε επίσης να βοηθήσει την πρόοδό τους σε άλλους τομείς απασχόλησης. Για παράδειγμα, ο εκδοτικός οίκος Volk und Welt, ο οποίος με τους 25 τίτλους βιβλίων του ήταν ταυτόχρονα ο σημαντικότερος εκδοτικός οίκος για τη νεοελληνική λογοτεχνία στη ΛΔΓ, συχνά διόριζε ως εξωτερικούς εμπειρογνώμονες και επιμελητές σχεδιαζόμενων βιβλιοεκδόσεων τέτοια άτομα που είχαν ήδη συνεργαστεί μαζί του ως μεταφραστές.30Βλ. τα αντίστοιχα αρχεία Volk und Welt της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου, VuW 3935–3937. Ο Θωμάς Νικολάου, με τη σειρά του, δεν εμφανίστηκε μόνο ως μεταφραστής και κριτικός, αλλά δραστηριοποιήθηκε και ως επιμελητής πολλών ανθολογιών ποίησης και πεζογραφίας για τους εκδοτικούς οίκους Volk und Welt και Reclam Leipzig.
Ενόψει του πολιτικού ελέγχου της ανατολικογερμανικής βιβλιοπαραγωγής, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η σχετική μεταφραστική παραγωγή προσανατολίστηκε κατά κύριο λόγο προς το αριστερό φάσμα της ελληνικής λογοτεχνίας καθώς και προς την δημοτικιστική λογοτεχνική παράδοση που εκείνο οικειοποιήθηκε, γεγονός που ομολογουμένως δεν απέκλειε ότι πολιτικά „ύποπτοι“ ή „ενοχλητικοί“ καλλιτέχνες αυτής της κατεύθυνσης, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, στερήθηκαν προσωρινά την πρόσβαση στην αγορά του ανατολικογερμανικού βιβλίου.31Μεταξύ των συγγραφέων που εμφανίστηκαν σε αρκετές ανατολικογερμανικές εκδόσεις είναι ο Γιάννης Ρίτσος (6 τίτλοι/ανθολογικά κείμενα), η Μέλπω Αξιώτη (4), ο Κώστας Βάρναλης (4), ο Αντώνης Σαμαράκης (3), ο Δημήτρης Χατζής (3), ο Θέμος Κορνάρος (3), ο Μενέλαος Λουντέμης (3)- αλλά και ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης (3), ο οποίος δεν ανήκει πολιτικά στο αριστερό στρατόπεδο. Οι συνθέσεις και τα κείμενα του Θεοδωράκη είχαν ήδη προσελκύσει μεγάλη προσοχή στη ΛΔΓ τη δεκαετία του 1960 λόγω του πολιτικού τους αντίκτυπου στην αντίσταση κατά της ελληνικής στρατιωτικής δικτατορίας, αλλά ως αποτέλεσμα της κριτικής τοποθέτησης του καλλιτέχνη απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και της θετικής ταύτισής του με τον ευρωκομμουνισμό, κατέληξαν να απαγορευτούν τη δεκαετία του 1970, προτού το έργο του εγκριθεί και πάλι και εκλαϊκευθεί τη δεκαετία του 1980. Βλ. Soethaert (2021). Οι τρεις καταγεγραμμένες ανατολικογερμανικές εκδόσεις με κείμενα και συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη κατανέμονται έτσι μεταξύ των δεκαετιών 1960 και 1980. Το κατά πόσον και σε ποιο βαθμό η καθυστερημένη υποδοχή του συγγραφέα μπεστ σέλερ Νίκου Καζαντζάκη στη ΛΔΓ (τα μυθιστορήματα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά δεν εμφανίστηκαν εκεί παρά μόνο το 1968 και το 1972 αντίστοιχα, και μόνο σε δυτικογερμανικές αδειοδοτημένες εκδόσεις) είχε πολιτικά κίνητρα διερευνά επί του παρόντος ο Bart Soethaert στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «The Global Reception of Nikos Kazantzakis (1946–1988)» στο πλαίσιο του Cluster of Excellence Temporal Communities: Doing Literature in a Global Perspective. Το κατά πόσο οι ανατολικογερμανικοί μεταφραστές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ταυτίστηκαν με αυτές τις κατευθύνσεις και κατά πόσο οι συνθήκες εργασίας τους επηρεάστηκαν από αυτές είναι δύσκολο να απαντηθεί και θα απαιτούσε λεπτομερέστερη διερεύνηση. Είναι, πάντως, ενδειτκικό ότι οι πιο παραγωγικοί από αυτούς έδειχναν να είναι κομματικά πιστοί του σοσιαλιστικού κράτους τόσο στις κοινωνικές τους δράσεις (κομματική ιδιότητα, γραφεία εκπροσώπησης και καθήκοντα στον πολιτιστικό τομέα, στην περίπτωση του Νικολάου επίσης, επιχειρησιακή δραστηριότητα για την κρατική ασφάλεια) όσο και στις σχετικές δηλώσεις τους (προλόγους, εκθέσεις εκδοτών).
Μεταφραστές και μεταφραστική πρακτική στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τους άλλους τομείς του ελληνογερμανικού μεταφραστικού πεδίου
Το «δυτικό» τμήμα του ελληνογερμανικού μεταφραστικού πεδίου μεταξύ 1946 και 1989 χαρακτηρίζεται από μια έντονη δυναμική που αρχίζει στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και εντείνεται σημαντικά στη δεκαετία του 1980. Η εξέλιξη αυτή διαφαίνεται, μεταξύ άλλων, στη χρονολογική κατανομή των 153 νέων μεταφραστών και των 429 δημοσιευμένων μεταφράσεων που εμφανίζονται σε αυτή την περίοδο: μέχρι το 1959, μόνο δύο άτομα αναλαμβάνουν το μεταφραστικό τους έργο – η μεταφραστική παραγωγή αυτή την περίοδο ανέρχεται σε μόλις 22 εκδόσεις. Στις επόμενες δύο δεκαετίες, οι αριθμοί αυξάνονται σε μια αναλογία 23/82 (1960-1970) και 37/102 (1970-1979). Μεταξύ 1980 και 1989, ο αριθμός των ατόμων που εγγράφονται για πρώτη φορά ως μεταφραστές υπερδιπλασιάζεται σε 91 και ο αριθμός των νέων εκδόσεων βιβλίων αυξάνεται σε 223 (διάγρ. 1).
Παράλληλα με την έντονη ανάπτυξη της κοινότητας των μεταφραστών, αλλάζει και το προφίλ των συνεργαζόμενων προσώπων. Αυτό είναι πιο ευδιάκριτο όσον αφορά την κατανομή των φύλων, σύμφωνα με την οποία η νεοελληνογερμανική μετάφραση ήταν σχεδόν αποκλειστικά ανδρική υπόθεση μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η αναλογία αυτή αρχίζει σταδιακά να αλλάζει: Ενώ το ποσοστό των γυναικών μεταξύ των πρώτων μεταφραστών την περίοδο 1949-1969 ήταν ήδη 40%, αυξήθηκε σε σχεδόν 60% μεταξύ 1970 και 1989 (διάγρ. 12). Οι λόγοι γι‘ αυτό μπορούν να θεωρηθούν, αφενός, στις καλύτερες εκπαιδευτικές ευκαιρίες που απολάμβαναν οι γυναίκες κατά τη μεταπολεμική περίοδο, σε συνδυασμό με το σταθερά υψηλό ενδιαφέρον τους για τις εκπαιδευτικές κατευθύνσεις γλωσσικών-πολιτισμικών σπουδών – αφετέρου, στη συνεχιζόμενη δομική μειονεκτική θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας, η οποία μπορεί να προώθησε σε πολλές περιπτώσεις την «υποχώρηση» σε καλλιτεχνικές «δευτερεύουσες δραστηριότητες» όπως η μετάφραση.32Για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη της εκπαίδευσης των κοριτσιών και των γυναικών κατά τον 20ό αιώνα, βλ. Jacobi (2013, 349–435).
Αποφασιστικές αλλαγές σημειώθηκαν επίσης όσον αφορά το κοινωνικό προφίλ των μεταφραστών. Ενώ προπολεμικά ήταν κυρίως η καταγωγή από ένα εύπορο, ακαδημαϊκά μορφωμένο οικογενειακό περιβάλλον και ένα ιστορικό εκπαίδευσης στις αρχαίες γλώσσες που υποδήλωνε μια ενασχόληση με τα νέα ελληνικά και μια αντίστοιχη μεταφραστική δραστηριότητα, τώρα εισέρχονται στον κύκλο αυτό όλο και περισσότερα άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις για μια αντίστοιχη δραστηριότητα λόγω της ελληνικής οικογενειακής τους καταγωγής, των προσωπικών και επαγγελματικών τους δεσμών με την Ελλάδα ή και κατά τη διάρκεια σχετικών σπουδών. Αντίστοιχα, περίπου οι μισοί από τους πρωτοεμφανιζόμενους μεταφραστές αυτής της περιόδου έχουν ελληνικό οικογενειακό υπόβαθρο ή αντίστοιχη οικογενειακή σχέση, ενώ περισσότεροι από τους μισούς έχουν αποδεδειγμένα περάσει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στον αντίστοιχο άλλο πολιτισμικό και γλωσσικό χώρο ή έχουν μάλιστα μεταφέρει εκεί το κέντρο της ζωής τους (διαγρ. 13/14).
Όσον αφορά τις προτιμήσεις σπουδών των ατόμων που μελετήθηκαν, των οποίων το εκπαιδευτικό ιστορικό δεν ήταν δυνατόν να ανακατασκευαστεί σε πολλές περιπτώσεις,33Για το ένα τρίτο περίπου των ατόμων που καταγράφηκαν ως μεταφραστές από τα ελληνικά στα γερμανικά κατά την περίοδο αυτή δεν βρέθηκαν αντίστοιχα στοιχεία (48/153). Συνεπώς, οι πληροφορίες που ακολουθούν βασίζονται στα στοιχεία της υπόλοιπης ομάδας προσώπων. οι Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές (32%) κατέχουν την πρώτη θέση αυτή την περίοδο, ακολουθούμενες από την Κλασική Φιλολογία (23%), τις Γερμανικές Σπουδές, τη Φιλοσοφία (18% έκαστη), την Αρχαιολογία (16%) και την Ιστορία (15%). Ταυτόχρονα, παρατηρείται συνολικά μια διαφοροποίηση των αντικειμένων εκπαίδευσης και κατάρτισης, τα οποία για πρώτη φορά δεν αφορούν πλέον κατά κύριο λόγο στον τομέα των αρχαίων και νεότερων φιλολογικών αντικειμένων,34Αντίστοιχη σύνδεση μπόρεσε να προσδιοριστεί για λιγότερο από το 40% των καταγεγραμμένων ατόμων, ενώ το ποσοστό στις προηγούμενες περιόδους ήταν πάνω από 70% σε κάθε περίπτωση. αλλά επεκτείνονται σε ποικίλους τομείς σπουδών και πρακτικής άσκησης (διάγρ. 5).Αντίστοιχη εξέλιξη παρατηρείται και στον τομέα της επαγγελματικής δραστηριότητας. Για παράδειγµα, εξακολουθεί να υπάρχει ισχυρή συγγένεια µεταξύ ορισµένων τοµέων δραστηριότητας, όπως η σχολική και πανεπιστηµιακή εκπαίδευση (µαζί περίπου 25%), η λογοτεχνία (12%) ή η διδασκαλία γλωσσών (10%) και η ανάληψη µεταφραστικού επαγγέλµατος. Ταυτόχρονα, όμως, ο κύκλος των σχετικών δραστηριοτήτων διευρύνεται και περιλαμβάνει νέους τομείς εργασίας, όπως η δημοσιογραφία (20%), η αρχαιολογία (10%), οι εκδόσεις και η επιμέλεια (9%) και διάφορες καλλιτεχνικές δραστηριότητες (8%) (διάγρ. 10). Εκτός από τις επαγγελματικές τάσεις, ωστόσο, έρχονται πλέον όλο και περισσότερο στο προσκήνιο ορισμένα βιωματικά συμφραζόμενα που μπορούν να συνδεθούν με την ανάληψη μιας αντίστοιχης μεταφραστικής δραστηριότητας. Έτσι, φαίνεται ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι από όλους τους κλάδους και τα επαγγέλματα αναλαμβάνουν μια μεταφραστική δραστηριότητα επειδή έχουν ολοκληρώσει μέρος της εκπαίδευσης ή της επαγγελματικής τους ζωής στον αντίστοιχο άλλο γλωσσικό χώρο, π.χ. ως φοιτητές και εργαζόμενοι σε γερμανικά ή ελληνικά πανεπιστήμια, ως μαθητές ή εργαζόμενοι σε γερμανικά εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα, όπως οι Γερμανικές Σχολές, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ή το Ινστιτούτο Γκαίτε στην Ελλάδα (διάγρ. 18).35Στους μεταφραστές αυτής της περιόδου περιλαμβάνονται 21 Έλληνες φοιτητές και 6 Έλληνες καθηγητές γερμανόφωνων πανεπιστημίων, καθώς και 4 γερμανόφωνοι φοιτητές και 4 καθηγητές/προσωπικό ελληνικών πανεπιστημίων, 4 καθηγητές και 4 απόφοιτοι της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, 8 μέλη του προσωπικού του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και 5 μέλη του προσωπικού του Ινστιτούτου Γκαίτε.
Μεταξύ των αιτιών της παραπάνω εξέλιξης δεν είναι λιγότερο από τις αυξημένες κοινωνικές και πολιτικές διασυνδέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ της Ελλάδας και των γερμανόφωνων χωρών κατά τη διάρκεια της ελληνικής εργατικής μετανάστευσης, της γερμανικής πολιτιστικής πολιτικής, της πολιτικής δέσμευσης κατά της ελληνικής στρατιωτικής δικτατορίας (1967–1974) και του διεθνούς μαζικού τουρισμού.36Ορισμένες πτυχές των κοινωνικοπολιτικών «ορόσημων των ελληνογερμανικών σχέσεων“ που αναφέρονται εδώ εξετάζονται στον ομώνυμο τόμο των Chrysos και Schultheiß (2010), στο Dordanas/Papanastasiu (2018) και στα δοκίμια για τη ελληνογερμανική μεταπολεμική ιστορία που δημοσιεύονται στο ComDeG. Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει αντίστοιχη μελέτη για τις ελληνογερμανικές τουριστικές διασταυρώσεις. Βλ. προς το παρόν Papadimitriou (1995). Επίσης, σταθερά αυξανόμενης σημασίας είναι οι αυξανόμενες ευκαιρίες για την απόκτηση γλώσσας και προσόντων που προκύπτουν από την ανάπτυξη των νεοελληνικών σπουδών στα γερμανικά πανεπιστήμια και την ανάπτυξη σχετικών προγραμμάτων διδασκαλίας στο σχολείο και την εκπαίδευση ενηλίκων.37Όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω (υποσημ. 24), η βιβλιογραφία για την ιστορία των νεοελληνικών σπουδών στη Γερμανία είναι εξαιρετικά αραιή, ιδίως όσον αφορά τις μεταπολεμικές εξελίξεις. Το ίδιο ισχύει και για την ιστορία της διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας στα γερμανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Βλ. προς το παρόν το αντίστοιχο λήμμα του εγχειριδίου της Winters-Ohle (2016).
Κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, υπάρχουν αρχικά ελάχιστα στοιχεία που να υποδηλώνουν αυτές τις τάσεις. Οι μεταφράσεις που εμφανίζονται στη δεκαετία του 1950 γράφτηκαν κυρίως κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και από καθιερωμένους μεταφραστές όπως ο Αλεξάντερ Στάινεμτς ή ο Χέλμουτ φον ντεν Στάινεν. Η πρώτη εμφάνιση του Έλληνα συγγραφέα μπεστ σέλερ Νίκου Καζαντζάκη, του οποίου η μετέπειτα φήμη προαναγγέλλεται σε αρκετές γερμανικές μεταφράσεις τα χρόνια αυτά,38Μεταξύ 1950 και 1960, τα μυθιστορήματα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1951/1953/1960), Ο τελευταίος πειρασμός (1952), Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1952), Ο Καπετάν Μιχάλης (1954/1957) και το φιλοσοφικό μανιφέστο Ασκητική (1953). Για τη γερμανική πρόσληψη του Καζαντζάκη, βλ. προς το παρόν Πετροπούλου (2011). μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα των ελληνογερμανικών μεταφραστικών προσπαθειών μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Αντίθετα, ο «γερμανικός Καζαντζάκης» αυτών των χρόνων είναι προϊόν διεθνών διαδικασιών υποδοχής και διαμεσολάβησης, στις οποίες ο λογοτεχνικός ατζέντης Μαξ Τάου (1897–1976) ή ο εκδότης Βάλτερ Κάνερτ (1901–1964) παίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο όπως και οι μεταφράσεις δια μέσω άλλων γλωσσών από τους Βέρνερ Κέρμπς (1903–1962) και Καρλ Άουγκουστου Χορστ (1913–1973).39Και αυτές οι πτυχές μελετώνται στο ερευνητικό πρόγραμμα του Soethaert για την παγκόσμια πρόσληψη του Έλληνα μυθιστοριογράφου (βλ. παραπάνω). Αναφορικά με τον Kahnert και τη σημασία των εκδοτικών του παρεμβάσεων για τη γερμανική πρόσληψη του Καζαντζάκη, βλ. το σχετικό δοκίμιο του Soethaert (2023).
Οι δεκαετίες του 1960 και του 1970 μπορούν να χαρακτηριστούν ως περίοδος ανάπτυξης κατά την οποία η ελληνογερμανική μεταφραστική παραγωγή επηρεάστηκε και προωθήθηκε από μια σειρά γεγονότων και εξελίξεων. Το πρώτο από αυτά ήταν η μεταπολεμική αποκατάσταση των γερμανικών εκπαιδευτικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων, τα οποία αποδείχθηκαν καταλυτικά για την ελληνογερμανική μετάφραση τα χρόνια αυτά. Για παράδειγμα, οι μετέπειτα διάσημοι λογοτεχνικοί μεταφραστές Χέλμουτ Φλούμε και Γκύντερ Ντίτς συγκαταλέγονταν στο διδακτικό προσωπικό της Γερμανικής Σχολής Αθηνών κατά τη διάρκεια αυτών των ετών. Τα βραβεία Νόμπελ Λογοτεχνίας που απονεμήθηκαν στους Έλληνες ποιητές Γιώργο Σεφέρη (1963) και Οδυσσέα Ελύτη (1979) συνέβαλαν ασφαλώς στην προώθηση του γερμανικού ενδιαφέροντος για τη νεοελληνική λογοτεχνία και, κατά συνέπεια, στην μεταφραστική πρακτική της. Ένας άλλος μη λογοτεχνικός παράγοντας που συνέβαλε στη σημαντική αύξηση της ελληνογερμανικής μεταφραστικής δραστηριότητας αυτά τα χρόνια είναι ο διεθνής τουρισμός. Από τη δεκαετία του 1960, η σταθερά αυξανόμενη αγορά αρχαιολογικών και τουριστικών εκδόσεων, οι οποίες συχνά βασίζονται σε ελληνικά κείμενα και εκδίδονται κυρίως από Έλληνες εκδότες, έχει προφανώς ενθαρρύνει όλο και περισσότερους Έλληνες φοιτητές και φυσικοί ομιλητές της γερμανικής που εργάζονται ή ζουν στην Ελλάδα να δημιουργήσουν μια προσωρινή ή μόνιμη πηγή εισοδήματος για τον εαυτό τους σε αυτόν τον τομέα.40Οι ηλεκτρονικοί κατάλογοι της Γερμανικής Εθνικής Βιβλιοθήκης και του Ελληνικού Κέντρου Βιβλίου, στους οποίους βασίζεται η παρούσα μελέτη, δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως τη συνεχώς αυξανόμενη αγορά των τουριστικών εκδόσεων. Επιπλέον, οι πληροφορίες για τους μεταφραστές συχνά λείπουν από τις αντίστοιχες εκδόσεις ή είναι διαθέσιμες μόνο σε συντομογραφία, γεγονός που καθιστά συχνά δύσκολη ή και αδύνατη την ταυτοποίησή τους. Για το λόγο αυτό, η παρούσα έκθεση μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να ισχυριστεί ότι αντιπροσωπεύει μια γενική τάση. Σύμφωνα με αυτήν, περίπου το ένα τέταρτο των μεταφραστών που καταγράφονται εδώ δραστηριοποιήθηκαν σε αυτό το τμήμα μεταξύ 1960 και 1989. Παρόλο που συχνά γνωρίζουμε μόνο τα ονόματά τους, αν όχι καθόλου, οι περιπτώσεις που μπορούν να ανασυνταχθούν είναι συχνά Έλληνες φοιτητές σε γερμανικά πανεπιστήμια, Γερμανοί αρχαιολόγοι που εργάζονται στην Ελλάδα (μεταξύ των οποίων, ανάλογα με την ηλικία, συχνά και φοιτητές), καθώς και γερμανόφωνα μέλη διαφόρων επαγγελματικών ομάδων που διαμένουν είτε προσωρινά είτε μόνιμα στην Ελλάδα. Ένα πολιτικό γεγονός που συγκίνησε ιδιαίτερα το γερμανικό κοινό την περίοδο αυτή ήταν η ελληνική στρατιωτική δικτατορία. Το αυξημένο ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης για την Ελλάδα και την ελληνική λογοτεχνία οδήγησε όχι μόνο σε μια προσωρινή «έκρηξη» (Eideneier, 1999, 178) αντίστοιχων εκδόσεων βιβλίων και περιοδικών (π.χ. τα ειδικά τεύχη για την Ελλάδα των περιοδικών Akzente και Die Horen), αλλά ώθησε επίσης έναν αριθμό νέων ανθρώπων, συχνά από την Ελλάδα, με πολύ διαφορετικό επαγγελματικό υπόβαθρο (όπως η Δανάη Κουλμά, ο Αργύρης Σφουντούρης και ο Βαγγέλης Τσακιρίδης) να αμυνθούν απέναντι στο αυταρχικό καθεστώς της Αθήνας μεταφράζοντας.
Κατά την περίοδο αυτή, τα γερμανικά πανεπιστήμια έγιναν σημαντικά κέντρα εκπαίδευσης για αμφίδρομες μεταφράσεις, είτε λόγω του αυξανόμενου αριθμού των Ελλήνων φοιτητών που απέκτησαν σχετικές επαφές, ιδέες και γλωσσικές δεξιότητες κατά τη διάρκεια των γερμανικών σπουδών τους, είτε λόγω του αυξημένου αριθμού μαθημάτων που προσφέρθηκαν στον τομέα των πανεπιστημιακών νεοελληνικών σπουδών, στον οποίο οι νεοϊδρυθείσες έδρες Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στα πανεπιστήμια του Μπόχουμ (από το 1965) και της Κολωνίας (από το 1974) έπαιξαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Η πρώτη ιδρύθηκε από την Ελληνίδα Ισιδώρα Ρόζενταλ-Καμαρινέα, η οποία υπήρξε επί δεκαετίες σημαντική διαμεσολαβήτρια της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία όχι μόνο ως πανεπιστημιακή λέκτορας, αλλά και ως μεταφράστρια και δημοσιογράφος (μεταξύ άλλων ως εκδότρια των περιοδικών Hellenika και Folia Neohellenica). Το τελευταίο βρισκόταν υπό τη διεύθυνση του Χανς Αϊντενάιερ επί δύο δεκαετίες, ο οποίος είναι επίσης ένας από τους πιο παραγωγικούς μεταφραστές αυτής της περιόδου και ο οποίος, μαζί με τη σύζυγό του Νίκη, ίδρυσε το 1982 τον εκδοτικό οίκο Romiosini Verlag, που ειδικεύεται στην ελληνική και την ελληνική συναφή λογοτεχνία.
Στη δεκαετία του 1980, ο αναπτυσσόμενος τομέας της ελληνογερμανικής μετάφρασης εδραιώθηκε. Εκτός από τη συνεχώς αυξανόμενη αύξηση της τουριστικής λογοτεχνίας, αυτό οφείλεται κυρίως στην ίδρυση του Romiosini Verlag, ο οποίος στα 30 περίπου χρόνια της ύπαρξής του (1982–2011) εξέδωσε σχεδόν 170 τίτλους κλασικής και σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας σε γερμανική μετάφραση, κείμενα Ελλήνων συγγραφέων που ζουν στη Γερμανία, καθώς και μη λογοτεχνικά βιβλία και βιβλία αναφοράς για την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό (Eideneier, 2007). Ένα ενδιαφέρον φαινόμενο που πρέπει να επισημανθεί στο πλαίσιο αυτό είναι το γεγονός ότι πολλές από τις μεταφράσεις που δημοσίευσε ο εν λόγω εκδοτικός οίκος, και ιδίως στις πολυάριθμες ανθολογίες πεζογραφίας και ποίησης, προέκυψαν από πανεπιστημιακά σεμινάρια γλώσσας και λογοτεχνίας.41Βλ. συνέντευξη των Αϊντενάιερ με την Ανθή Βηδενμάιερ, η οποία διεξήχθη και ηχογραφήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Πορτραίτα μεταφραστ(ρι)ών. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση» (https://www.cemog.fu-berlin.de/wissensbasis/uebersetzerportraets/interviews-in-textform/hans-und-niki-eideneier). Όπως εξήγησαν η Νίκη και ο Χανς Αϊντενάιερ στο εργαστήρι «Συζητώντας για τις ελληνογερμανικές μεταφραστικές παραδόσεις»(13-17.10.2021 στη Villa Patrick Leigh Fermors στην Καρδαμύλη), η ιδέα για την ίδρυση του Romiosini Verlag προέκυψε από τα μαθήματα ελληνογερμανικής μετάφρασης που πραγματοποίησαν οι ίδιοι τη δεκαετία του 1970 στα πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Κολωνίας. Ο εκδοτικός οίκος παρείχε επίσης ένα ευνοϊκό εκδοτικό περιβάλλον για «εξωτερικούς» νέους μεταφραστές, όπως η Μπίργκιτ Χίλντεμπραντ, ο Ουλφ-Ντίτερ Κλεμμ και η Αντρέα Σέλινγκερ, οι οποίοι σήμερα συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο καταξιωμένων εκπροσώπων του κλάδου τους. Ο μεγάλος αριθμός των 131 μεταφραστών που συνεργάστηκαν με την Cologne Spezialverlag κατά τη διάρκεια της ύπαρξής της δείχνει πόσο εκτεταμένο ήταν το μεταφραστικό δίκτυο από την ίδρυσή της.42Συγκριτικά, τα επόμενα μεγαλύτερα δίκτυα μεταφραστών κατά την περίοδο αυτή σχηματίζονται γύρω από το Deutscher Taschenbuch Verlag (20 συνδεδεμένοι μεταφραστές), το Suhrkamp (15), το Insel (15) και το Volk und Welt (14). Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι για την πλειονότητα αυτών των ανθρώπων, οι δημοσιεύσεις στο Romiosini Verlag δεν οδήγησαν σε μόνιμη μεταφραστική δραστηριότητα, πόσο μάλλον σε εγκατάσταση στον τομέα αυτό. Αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις το μεταφραστικό τους έργο περιορίστηκε σε μία και μόνο δημοσίευση στις προαναφερθείσες ανθολογίες, οι οποίες προφανώς εκπλήρωσαν μόνο εν μέρει τη λειτουργία τους ως «βιτρίνα» για νέους μεταφραστές και μεταφράσεις, όπως την είχαν οραματιστεί οι ιδρυτές του εκδοτικού οίκου.43Και αυτό το θέμα συζητήθηκε στο εργαστήριο «Συζητώντας για τις ελληνογερμανικές μεταφραστικές παραδόσεις»(βλ. παραπάνω, υποσημ. 41).
Ανακεφαλαιώνοντας το προφίλ των μεταφραστ(ρι)ών κατά τα έτη 1949–1989 σε Ανατολή και Δύση, μπορούμε να πούμε ότι, σε σύγκριση με το παρελθόν, οι διαμεσολαβητές/τριες αυτής της εποχής είναι πολύ συχνότερα γυναίκες και ελληνικής καταγωγής και δραστηριοποιούνται όλο και περισσότερο στο πλαίσιο προσωπικών ή/και επαγγελματικών δεσμών με την Ελλάδα, με αποτέλεσμα η κατάρτιση και τα ενδιαφέροντά τους να προσανατολίζονται συχνότερα από ό,τι παλαιότερα προς τον νεοελληνικό πολιτισμό και τη γλώσσα. Κατά κανόνα, συνεχίζουν να είναι κατά κύριο λόγο μεταφραστές λογοτεχνικών έργων (75%), για τη δέσμευση των οποίων οι προσωπικοί, επαγγελματικοί ή πολιτικοί δεσμοί με την Ελλάδα παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο από τις χρηματικές εκτιμήσεις. Αυτό καταδεικνύεται επίσης από τον εκπληκτικά μεγάλο αριθμό εκδόσεων στον τομέα της ποίησης (εκτός από τους δύο νομπελίστες Ελύτη και Σεφέρη, δημοσιεύονται ποιήματα των Ρίτσου και Καβάφη, καθώς και πολυάριθμες ποιητικές ανθολογίες), οι οποίες προσανατολίζονται περισσότερο στο συμβολικό κεφάλαιο του μεταφερόμενου γλωσσικού και εκπαιδευτικού υλικού παρά στις προοπτικές επιτυχίας του στην οικονομία της αγοράς.44Όπως σημειώνει ο Blakesley (2019, 29-33) στη μελέτη του για τους Ευρωπαίους «ποιητές-μεταφραστές», η μετάφραση της ποίησης ως αισθητική πράξη μύησης απολαμβάνει συγκριτικής δημοτικότητας, ιδίως μεταξύ μεταφραστ(ρι)ών με λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Το ίδιο ισχύει και για τον μεταφραστικό τύπο του κλασικού φιλόλογου, του οποίου τα κριτήρια επιλογής λογοτεχνικών έργων προσανατολίζονται περισσότερο προς τη λογοτεχνική-ιστορική και αισθητική αξία των επιλεγμένων κειμένων παρά προς τις προοπτικές εμπορίας τους.
Οι φορείς σε αυτό το τμήμα μπορούν ουσιαστικά να κατανεμηθούν σε τρεις ομάδες. Τα μέλη της πρώτης ομάδας φτάνουν συνήθως στη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία μέσω σχετικών σπουδών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων (βλ. για παράδειγμα τους προαναφερθέντες εκπαιδευτικούς ή τους υπαλλήλους γερμανικών ερευνητικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα). Τα μέλη της δεύτερης ομάδας είναι κυρίως άτομα που δεν έχουν επαγγελματική σχέση με την Ελλάδα ή την ελληνική γλώσσα και αναπτύσσουν τη μεταφραστική τους δραστηριότητα ως αποτέλεσμα προσωπικών σχέσεων (π.χ. μέσω οικογενειακών δεσμών ή/και μεγαλύτερης παραμονής στην αντίστοιχη άλλη χώρα) ή εξωτερικών γεγονότων (π.χ. πολιτική δέσμευση κατά της ελληνικής στρατιωτικής δικτατορίας). Τέλος, μια τρίτη ομάδα αποτελείται από εκείνους τους μεταφραστές που βρίσκουν μια πηγή εισοδήματος στον σταθερά αναπτυσσόμενο τομέα των τουριστικών εκδόσεων. Όσον αφορά τις πληροφορίες για την ομάδα αυτή των ατόμων που μπόρεσαν να εξακριβωθούν, πρόκειται συχνά για μέλη των δύο πρώτων ομάδων που στρέφονται στην επαγγελματική μετάφραση κατά τη διάρκεια μεγαλύτερων περιόδων διαμονής, σπουδών και εργασίας στον αντίστοιχο άλλο γλωσσικό και πολιτισμικό χώρο.
Εκτός από αυτή την ομάδα, η οποία είναι δύσκολο να καταγραφεί βιογραφικά και βιβλιογραφικά (βλ. υποσημ. 40), η τακτική ή και επαγγελματική μετάφραση από τα νέα ελληνικά φαίνεται να παραμένει η εξαίρεση και αυτή την περίοδο: Περίπου τα μισά από τα καταγεγραμμένα πρόσωπα (76 άτομα /49%) δημοσιεύουν το πολύ μία μετάφραση, ενώ τα τρία τέταρτα (117/76%) λιγότερες από πέντε. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν 19 άτομα (12%) με 10 ή περισσότερες δημοσιευμένες μεταφράσεις (ορισμένα μετά το 1990), μεταξύ των οποίων και ορισμένα που εστιάζουν τουλάχιστον περιστασιακά στη μετάφραση- μια εξέλιξη που παραπέμπει στη σταδιακή σταθεροποίηση του μεταφραστικού πεδίου στο πλαίσιο των διαρκώς εντεινόμενων ελληνογερμανικών αλληλεπιδράσεων (διάγρ. 15).
Νέοι δρόμοι για την Ιθάκη; Μια ματιά στις μεταφραστικές εξελίξεις των τελευταίων τριών δεκαετιών
Στο πρόσφατο παρελθόν, πολλές από τις προαναφερθείσες τάσεις συνεχίστηκαν ή και εντάθηκαν. Για παράδειγμα, ο αριθμός των καταγεγραμμένων μεταφραστών και μεταφράσεων από τα νέα ελληνικά, ο οποίος είχε ήδη αυξηθεί σημαντικά τις προηγούμενες δεκαετίες, αυξήθηκε και πάλι αξιοσημείωτα μεταξύ 1990 και 2018, έτσι ώστε με συνολικά 254 από τα 495 καταγεγραμμένα πρόσωπα, περισσότεροι από τους μισούς φορείς που καταγράφηκαν στο παρόν έργο ανήκουν σε αυτή την περίοδο, ενώ με 806 από τους 1.404 τίτλους, περισσότερο από το 60% των καταγεγραμμένων μεταφράσεων δημοσιεύτηκαν αυτά τα χρόνια (διάγρ. 1). Υπό το πρίσμα των ιστορικών εξελίξεων που παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη ενότητα της μελέτης, η αύξηση αυτή μπορεί να αποδοθεί κατ’ αρχάς σε γενικές τάσεις όπως η αυξημένη διαπολιτισμική κινητικότητα μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, η βελτιωμένη πρόσβαση σε προσόντα που σχετίζονται με τη μετάφραση και η αύξηση των σχετικών θέσεων απασχόλησης (πολιτιστικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, τουρισμός κ.λπ.) και των ευκαιριών δημοσίευσης (π.χ. βιβλία κατά παραγγελία, μικροί εξειδικευμένοι εκδοτικοί οίκοι). Είναι αμφίβολο σε ποιο βαθμό η εξέλιξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί και ως αποτέλεσμα στοχευμένων μέτρων, όπως η ελληνική εστίαση της Έκθεσης Βιβλίου της Φρανκφούρτης το 2001, αν και η διοργάνωση με το σύνθημα «Νέοι δρόμοι για την Ιθάκη», η οποία εκ των υστέρων αξιολογείται συχνά ως «χαμένη ευκαιρία»,45Βλ. τη διάλεξη του Παντελή Παντελούρη «Griechenland Gastland der Buchmesse 2001: eine verpasste Chance?» στο συνέδριο Verstehen helfen: von Übersetzung, Edition und Förderung einer peripheren Literatur in Deutschland (Freie Universität Berlin, 15.12.2014), διαθέσιμη στη διεύθυνση: https://www.cemog.fu-berlin.de/aktivitaeten/mediathek/verstehen-helfen/vortrag-pantelouris. ανέδειξε πολυάριθμους νέους μεταφραστές.
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η κατανομή των φύλων στην ελληνογερμανική μεταφραστική κοινότητα έχει διαμορφωθεί σε μια αναλογία περίπου 60% γυναικών μεταφραστριών και 40% ανδρών μεταφραστών (διάγρ. 12). Την ίδια περίοδο, το ποσοστό των ατόμων με ελληνική ή ελληνογερμανική οικογενειακή καταγωγή ή διμερή οικογενειακή σχέση αυξήθηκε σε πάνω από 50% (διάγρ. 13). Η διαπολιτισμική κινητικότητα με την έννοια της μεγαλύτερης ή μόνιμης παραμονής τόσο στον γλωσσικό όσο και στον πολιτισμικό τομέα μπορούσε να αποδειχθεί σε ένα καλό 70% των περιπτώσεων (διάγρ. 14). Με πάνω από το 90% των ατόμων των οποίων η εκπαιδευτική διαδρομή μπορούσε να ανακατασκευαστεί στο πλαίσιο της μελέτης, η μεγάλη πλειοψηφία αυτών συνέχισε να έχει ξεκινήσει ή ολοκληρώσει ένα κύκλο σπουδών, όπου μεταξύ των κυρίως γλωσσικών και πολιτιστικών σπουδών, οι Γερμανικές Σπουδές (22%) έχουν εν τω μεταξύ πάρει την πρωτιά έναντι των παραδοσιακών αντικειμένων της Κλασικής Φιλολογίας (19%) και των Βυζαντινών Σπουδών/Νεοελληνικών Σπουδών (15%) – μια πιο καθαρή ένδειξη πως οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες δεν συνδέονται τόσο με τα ελληνικά μέσω των σπουδών τους, όσο εξαιτίας κάποιας καταγωγής. Μια νέα τάση, η οποία προφανώς μπορεί να αποδοθεί στον αυξημένο αριθμό προσφερόμενων μαθημάτων στον τομέα αυτό, είναι το γεγονός ότι η ομάδα των ατόμων που σπουδάζουν περιλαμβάνει πλέον όλο και περισσότερο και άτομα με μεταφραστική εκπαίδευση ή πτυχία μεταφραστικών σπουδών (6%) (διάγρ. 6). Επαγγελματικά, εξακολουθούν να βρίσκονται κυρίως σε εκπαιδευτικά επαγγέλματα ή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και έρευνα (21%), στη διδασκαλία γλωσσών (17%) ή στο σχολικό σύστημα (10%), στον εκδοτικό κλάδο (11%) ή σε δημοσιογραφικούς τομείς εργασίας (9%) (διάγρ. 11). Το ποσοστό των προσωρινών ή μόνιμων επαγγελματιών μεταφραστών ή διερμηνέων κυμαίνεται επίσης γύρω στο 10% κατά την περίοδο αυτή, αν και το επίκεντρο της εργασίας τους είναι συνήθως στον τομέα των «μεγαλύτερων» γλωσσών, όπως η αγγλική και η γαλλική, ή στον τομέα των τουριστικών δαπανών, ο αριθμός των οποίων συνεχίζει να αυξάνεται έντονα κατά την περίοδο αυτή.46Μεταξύ 1990 και 2018, 232 τίτλοι (29%) και 49 πρόσωπα (19%) θα μπορούσαν να ενταχθούν στο τμήμα των τουριστικών βιβλίων, αν και η κατάσταση των βιοβιβλιογραφικών δεδομένων είναι και σε αυτή την περίπτωση αποσπασματική (βλ. σημείωση 40).
Όσον αφορά την επαγγελματοποίηση της νεοελληνογερμανικής μετάφρασης, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, αν και οι μεταφραστές τα τελευταία 30 χρόνια έχουν συχνότερα από τις προηγούμενες γενιές σχετική εκπαίδευση ή/και στενούς προσωπικούς ή επαγγελματικούς δεσμούς με τις δύο γλώσσες και τους δύο πολιτισμούς, αυτό εξακολουθεί να οδηγεί μόνο σπάνια σε αντίστοιχη επαγγελματική εξειδίκευση. Κατά συνέπεια, ακόμη και μεταξύ των μεταφραστών που μεταφράζουν για πρώτη φορά την περίοδο αυτή, περισσότεροι από τους μισούς (143/254) δεν έχουν δημοσιεύσει παρά μόνο μία μετάφραση, σχεδόν το 90% (222/254) λιγότερες από 5 και λιγότερο από το 1% (11/254) περισσότερες από 10 νεοελληνογερμανικές μεταφράσεις (διάγρ. 15). Ταυτόχρονα, ο μέσος όρος ηλικίας των πρώτων μεταφραστών της περιόδου αυτής αυξάνεται: ενώ μεταξύ 1949 και 1989 το ποσοστό των ατόμων άνω των 50 ετών ήταν μόλις το ένα τέταρτο (25 από τα 99 άτομα με γνωστή ηλικία), τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει αυξηθεί σχεδόν στο μισό (51/114) (διάγρ. 16), γεγονός που αποτελεί μια πρόσθετη ένδειξη του ως επί το πλείστον μάλλον μη επαγγελματικού χαρακτήρα του μεταφραστικού τους έργου. Όσον αφορά τον κυρίαρχο ακόμη τομέα της λογοτεχνικής μετάφρασης, ο δρόμος οδηγεί συχνά προς τη μετάφραση και τη δημοσίευση μέσω αντίστοιχων μεταφραστικών εργαστηρίων, όπως αυτά που προσφέρονταν στο παρελθόν, για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και στο περιβάλλον του εκδοτικού οίκου Romiosini, και σήμερα, για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο της Βόννης (βλ. την ομάδα μεταφραστ(ρι)ών «Lexis» με επικεφαλής την Έλενα Παλλαντζά).
Αν μεμονωμένοι μεταφραστές, όπως η Μιχαέλα Πρίντσινγκερ ή ο Θόδωρος Βότσος, κατάφεραν να καθιερωθούν επαγγελματικά στον τομέα της λογοτεχνικής μετάφρασης, αυτό οφείλεται προφανώς σε ειδικές συνθήκες, όπως η συνεργασία τους με τον επιτυχημένο συγγραφέα Πέτρο Μάρκαρη (Πρίντσινγκερ) ή η ικανότητά τους να μεταφράζουν και στις δύο γλώσσες (Βότσος). Ταυτόχρονα, όμως, είναι ακριβώς οι δύο προαναφερθέντες που, μέσω πρωτοβουλιών όπως η διαδικτυακή πύλη Diablog (https://diablog.eu/), σειρές εκδηλώσεων όπως το META_GRAFES47Βλ. https://diablog.eu/uebersetzung/meta_grafes-1-uebersetzung-deutschsprachiger-lyrik-ins-griechische/, https://diablog.eu/uebersetzung/ausschreibung-meta_grafes-online-uebersetzungsworkshop-griechischer-prosa-ins-deutsche-am-10-und-11-september-2021/, https://diablog.eu/literatur/meta_grafes-3-uebersetzungsworkshop-griechischer-literatur-ins-deutsche/. ή τα τακτικά γερμανοελληνικά εργαστήρια μετάφρασης στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος ViceVersa48Βλ. https://www.toledo-programm.de/projekte/5/viceversa/., έχουν δεσμευτεί να βοηθήσουν ώστε η ελληνική λογοτεχνία, η μετάφρασή της και οι μεταφραστές της να γίνουν ευρύτερα γνωστοί στον γερμανόφωνο κόσμο.
Η εμφάνιση τέτοιων πρωτοβουλιών μπορεί σίγουρα να θεωρηθεί και ως αντίδραση στις θεμελιώδεις δυσκολίες μιας «μικρής» λογοτεχνίας και γλώσσας να αποκτήσει έρεισμα στη γερμανική αγορά βιβλίου (Bachleitner/Wolf, 2010, 15-26). Μεταξύ των παραγόντων που είναι σημαντικοί εδώ είναι πρωτίστως ο παράγοντας της εκδοτικής διαμεσολάβησης, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στους Έλληνες συγγραφείς και τους μεταφραστές τους να εμφανιστούν εξαρχής στη γερμανόφωνη αγορά βιβλίου. Εκτός από κλασικούς όπως ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης και ο Καζαντζάκης ή ο σημερινός επιτυχημένος συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, οι οποίοι υπόσχονται ασφαλείς ευκαιρίες πώλησης λόγω της διεθνούς φήμης τους, οι μεταφράσεις από τα νέα ελληνικά εξακολουθούν να εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από μικρότερους εξειδικευμένους εκδοτικούς οίκους, των οποίων τα βιβλιογραφικά προγράμματα αναπτύσσονται υπό το πρόσημο της εξειδίκευσης του περιεχομένου ή/και των προσωπικών επαφών και σχέσεων. Με τον εκδοτικό οίκο Romiosini Verlag, με έδρα την Κολωνία, ένας από τους σημαντικότερους διαμεσολαβητές ελληνικών και ελληνόγλωσσων βιβλίων διέκοψε τη λειτουργία του το 2011, ενώ παράλληλα νεότεροι εκδοτικοί οίκοι, όπως ο Elfenbein Verlag με έδρα το Βερολίνο, ο Größenwahn Verlag με έδρα τη Φρανκφούρτη, ο Verlag Reinecke & Voß με έδρα τη Λειψία ή ο εκδοτικός οίκος της Griechenland-Zeitung με έδρα την Αθήνα, έχουν εδραιωθεί σε αυτό το τμήμα. Ιδιαίτερη περίπτωση σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί η Edition Romiosini, η οποία λειτουργεί στο Centrum Modernes Griechenland, όχι μόνο επειδή είναι ο διάδοχος του Romiosini Verlag και επικεντρώνεται σε ένα αποκλειστικά ελληνικό ή σχετικό με την Ελλάδα πρόγραμμα βιβλίων, αλλά και επειδή το επικοινωνεί δυνητικά σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό μέσω της δωρεάν ηλεκτρονικής προσφοράς ανάγνωσης.49Βλ. https://bibliothek.edition-romiosini.de/. Αν και η ευχάριστη αύξηση των εκδοτικών προσφορών και των ελληνικών εκδοτικών σειρών δεν έχει ακόμη συμβάλει σε αύξηση της σχετικής προσφοράς βιβλίων, μπορεί να υποτεθεί ότι η εξέλιξη αυτή θα έχει θετική επίδραση στην ελληνογερμανική μεταφραστική δραστηριότητα μακροπρόθεσμα.
Το κατά πόσον και σε ποιο βαθμό έχουν προκύψει αντίστοιχα αποτελέσματα και από τα σχετικά μέτρα λογοτεχνικής και μεταφραστικής πολιτικής του πρόσφατου παρελθόντος φαίνεται μάλλον αμφίβολο. Για παράδειγµα, η θεµατική εστίαση της Έκθεσης Βιβλίου της Φρανκφούρτης του 2001 µε προσκεκληµένη χώρα την Ελλάδα όχι µόνο παρήγαγε έναν ασυνήθιστα µεγάλο αριθµό νέων µεταφράσεων και νέων εκδόσεων υφιστάµενων µεταφράσεων (ο αριθµός των 78 τίτλων βιβλίων που καταγράφηκε για το 2001 υπερβαίνει κατά πολύ το σύνηθες επίπεδο των 20-30 περίπου βιβλιοεκδόσεων των γύρω ετών), αλλά και βοήθησε πολλούς νέους µεταφραστές να κάνουν το ντεµπούτο τους (για το 2001 καταγράφονται 19 µεταφραστικά ντεµπούτα, διπλάσια από το µέσο όρο των προηγούµενων 10 ετών). Τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, και οι δύο αριθμοί μειώθηκαν και πάλι εξίσου γρήγορα.50Κατά τα έτη 2002–2008, καταμετρήθηκαν κατά μέσο όρο 30 μεταφράσεις και 9 νέοι μεταφραστές ανά έτος. Κατά τα έτη της κρίσης 2009–2013, το ποσοστό έπεσε στα 17/4. Τα επόμενα έτη αυξήθηκε και πάλι στα 25/8.
Ένα εξίσου αμφίσημο συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί όσον αφορά την επίδραση των κρατικών μέτρων χρηματοδότησης που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου: Για παράδειγμα, το «Κρατικό Βραβείο για τη μετάφραση ελληνικού έργου σε ξένη γλώσσα» έχει απονεμηθεί μόνο σε δύο ελληνογερμανικούς μεταφραστές από την καθιέρωσή του στη δεκαετία του 1990 (το 2004 στον Γιεργκ Σέφερ για τη μετάφραση του Καβάφη- το 2005 στην Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα για έναν τόμο διηγημάτων του Γ. Βιζυηνού). Το «Γερμανοελληνικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης»51Βλ. http://www.kulturpreise.de/web/preise_info.php?preisd_id=4078. (νικητές: 1999 Νόρμπερτ Χάουζερ, 2001 Μπίργκιτ Χίλντεμπραντ, 2003 Μιχαέλα Πρίντσινγκερ, 2005 Γκύντερ Ντιτς), που ιδρύθηκε το 1998 από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου της Ελλάδας (ΕΚΕΜΕΛ) σε συνεργασία με το Υπουργείο Εξωτερικών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και απονέμεται από το Ινστιτούτο Γκαίτε εναλλάξ σε Γερμανούς και Έλληνες μεταφραστές, καταργήθηκε το 2005. Το πρόγραμμα GreekLit, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2021 από το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, υπόσχεται τη χρηματοδότηση μεταφράσεων ελληνικών βιβλίων σε άλλες γλώσσες και ένα ευρύ φάσμα μέτρων υποστήριξης, που κυμαίνονται από επιχορηγήσεις ταξιδιού και διαμονής για συγγραφείς, μεταφραστές, εκδότες και άλλους φορείς του κλάδου του βιβλίου και της μετάφρασης έως σχετικές προσφορές ενημέρωσης και προώθησης.52Βλ. https://greeklit.gr/the-programme/. Πρέπει ακόμη να αποδείξει τη βιώσιμη αποτελεσματικότητά του.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, ο δρόμος για τη μετάφραση από τα νέα ελληνικά εξακολουθεί να οδηγεί στις περισσότερες περιπτώσεις μέσω των οικογενειακών και προσωπικών δικτύων, των ιδιωτικών και επαγγελματικών ενδιαφερόντων των εμπλεκομένων, ενώ μόνο στις σπανιότερες περιπτώσεις αποκτά τη σημασία μιας κύριας επαγγελματικής ενασχόλησης. Στην αυτοαντίληψη των μεταφραστών, ωστόσο, η μεταφραστική δραστηριότητα διαδραματίζει συχνά καθοριστικό ρόλο. Για παράδειγμα, πολλοί από τους συμμετέχοντες στο εργαστήριο του έργου στην Καρδαμύλη, Ελλάδα (13–17 Οκτωβρίου 2021), δήλωσαν ότι η εργασία τους συνδέεται στενά με την ύπαρξή τους ως «τρίτη ταυτότητα» και «τρόπος ζωής» μεταξύ πολιτισμών. Είναι ταιριαστό το γεγονός ότι περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες στην ηλεκτρονική έρευνα που διεξήχθη κατά τη διάρκεια του έργου απέδωσαν σημαντικό ή ακόμη και πολύ σημαντικό ρόλο στη μεταφραστική τους εργασία, αν και η ποσότητα και η επαγγελματική σημασία αυτού του τομέα δραστηριότητας αποδείχθηκε μάλλον χαμηλή στις περισσότερες περιπτώσεις. Όχι επάγγελμα, αλλά λειτούργημα: έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το προφίλ μιας ομάδας διαμεσολαβητών στο κέντρο των γερμανοελληνικών διασταυρώσεων.