Πρόσωπο και έργο
Ο Adolf Ellissen είναι ο πρωτοπόρος της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Γερμανία.1Αντίθετα προς τον Gottlieb Lukas Friedrich Tafel (1787–1860), ο οποίος ως καθηγητής στο Τύμπινκεν έδρασε και απέκτησε αξία ως σκαπανέας της Βυζαντινολογίας, ο Ellissen καταγινόταν με τις βυζαντινολογικές και νεοελληνικές μελέτες του ως μια αδιαχώριστη ενότητα, ώστε ορθώς και δικαίως να μπορεί να χαρακτηρίζεται ως ο πρώτος πλήρης ελληνιστής της Γερμανίας. Δεκαετίες πριν από τον Karl Krumbacher (1856–1909), ο οποίος μπορούσε να εκπροσωπεί επισήμως τον κλάδο ως καθηγητής στο Μόναχο, ο Ellissen έθεσε τον θεμέλιο λίθο για τη συστηματική έρευνα του βυζαντινού και νεοελληνικού πολιτισμού και της βυζαντινής και νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Ellissen, ο οποίος είδε το φως του κόσμου στις 14 Μαρτίου 1815 ως υιός του αγροτικού γιατρού Gerhard Friedrich Wilhelm Ellissen στο Γκάρτοβ (νομός Λύχοβ-Ντάννενμπεργκ) της Κάτω Σαξωνίας, μετά τη φοίτησή του στο γυμνάσιο Andreanum στο Χίλντεσχάιμ ήθελε βέβαια να σπουδάσει ιατρική, έπρεπε όμως εξαιτίας της νευρικής ιδιοσυστασίας του να διακόψει αυτή τη σπουδή. Σπούδασε στη Γοττίγγη Ιστορία της Λογοτεχνίας, αφιερώθηκε στη σπουδή γλωσσών και ανέπτυξε ιδιαιτέρως ενδιαφέρον για την κινεζική γλώσσα. Τον Δεκέμβριο του 1836 πήγε στο Παρίσι, «αρχικά», όπως γράφει στην αδημοσίευτη αυτοβιογραφία του, «για να χρησιμοποιήσω τους κινεζικούς θησαυρούς της εκεί βιβλιοθήκης, παράλληλα όμως, και όχι λιγότερο, για να συγκεντρώσω γνώσεις για τον κόσμο και τους ανθρώπους, όπως δεν μπορούσε κανένας τόπος της Γερμανίας – τουλάχιστον στις μεσαίες και κατώτερες τάξεις της κοινωνίας – να προσφέρει στην ίδια έκταση σε ένα πνεύμα που επεδίωκε να προχωρήσει παραπέρα».2Το αντίστοιχο απόσπασμα από την αυτοβιογραφία δημοσιεύθηκε στο: Ellissen 2010, 85. Βλ. Vorbemerkung, 83.
Μετά από εξάμηνη και πλέον παραμονή στη Γαλλία, ταξίδεψε μέσω Ελβετίας και βόρειας Ιταλίας για την Ελλάδα. Οι εντυπώσεις που αποκτά εδώ, κατά την διαμονή του από τον Οκτώβριο του 1837 έως τον Ιούνιο του 1838, είναι η αφετηρία της επί δεκαετίες εντατικής ενασχόλησής του με την ελληνική λογοτεχνία, στην οποία θα αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του ως ερευνητή και συγγραφέα.
Ο νεαρός Ellissen παίζει με τη σκέψη να μεταφέρει τον τόπο κατοικίας του στην Αθήνα, όταν λαμβάνει την είδηση για τον θάνατο του πατέρα του, γεγονός που τον αναγκάζει να επιστρέψει αμέσως στη Γερμανία. Σύντομα παντρεύεται την Emilie Fleischmann, κόρη εμπόρου από την πόλη Μύντεν, και το 1842 εγκαθίσταται μαζί της στο Γκέτινγκεν. Το 1838 είχε δημοσιευθεί στο βασιλικό τυπογραφείο στην ελληνική πρωτεύουσα το πρώτο του βιβλίο, Αθήνα – Κύκλος σονέτων (Athen – Sonetten-Zyklus). Το 1840 ακολουθεί στον εκδοτικό οίκο Vandenhoeck & Ruprecht στο Γκέτινγκεν η συλλογή Άνθη τείου και ασφοδέλου. Κινεζικά και Νεοελληνικά ποιήματα σε μετρική διασκευή (Thee- und Asphodelosblüten. Chinesische und neugriechische Gedichte metrisch bearbeitet). Το έτος 1846 δημοσιεύονται τρία έργα του Ellissen για τον ελληνικό κόσμο. Ο πρώτος τόμος του έργου Προσπάθεια μιας πολυγλωσσίας της ευρωπαϊκής ποίησης (Versuch einer Polyglotte der europäischen Poesie) εμπεριέχει κυρίως έργα ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα έως το παρόν, συνοδευόμενα από αναλύσεις, με 200 σελίδες να είναι αφιερωμένες στη νεοελληνική ποίηση – ούτε λίγο ούτε πολύ, μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τον 12ον αιώνα έως τη νεότερη εποχή. Ο Ellissen είχε προγραμματίσει στον δεύτερο τόμο να στραφεί στην ποίηση των ρομανικών λαών, αλλά οι επόμενοι τόμοι της Πολυγλωσσίας δεν θα δημοσιευθούν ποτέ. Αντ᾽ αυτού αρχίζει την πρωτοποριακή εκδοτική δραστηριότητά του με το Ὁ Πρέσβυς Ἱππότης. Ένα ελληνικό ποίημα από τον κύκλο των Μύθων της Στρογγυλής Τραπέζης (Ὁ Πρέσβυς Ἱππότης. Ein griechisches Gedicht aus dem Sagenkreis der Tafelrunde). Εκτός αυτού, με το Μιχαήλ Ακομινάτος 3Σήμερα τον γνωρίζουμε με το όνομα Μιχαήλ Χωνιάτης, αδελφός του ακόμη γνωστότερου Νικήτα Χωνιάτη., Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (Michael Akominatos, Erzbischof von Athen) παρουσιάζει τη βιογραφία ενός σπουδαίου βυζαντινού λογίου. Οι μονογραφίες συνοδεύονται από μεγάλο αριθμό άρθρων πάνω στις ελληνικές σπουδές, με τη συγγραφή των οποίων έχει αρχίσει λίγο μετά την επιστροφή του από την Ελλάδα.
Η φιλόδοξη Πολυγλωσσία δημοσιεύεται από τον Otto Wigand στη Λειψία, όπου ο Ellissen θα δημοσιεύσει τα περισσότερα από τα έργα του. Ο δεσμός του με τον Wigand, ο οποίος θα συνοδεύσει τον Ellissen στο δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα, δεν είναι τυχαίος. Ο Ellissen και ο σπουδαίος εκδότης, ο οποίος υποστήριζε το κίνημα «Νέα Γερμανία» (Junges Deutschland), από το 1846 είχε ξεκινήσει την πρώτη έκδοση των Απάντων του Λούντβιχ Φόιερμπαχ, και στο τυπογραφείο του οποίου τυπώθηκε αργότερα η πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου από Το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ, συναντήθηκαν αναμφίβολα πάνω στη βάση μιας κοινής φιλελεύθερης ιδεολογίας.
Η πολιτική αυτή ιδεολογία, καθώς και το καθήκον για πολιτική δράση που συνδέεται με αυτήν, δεν έχουν απλώς τεράστια σημασία για την κατανόηση της ζωής και του έργου του Ellissen, αλλά συμβάλλουν επίσης καθοριστικά, όπως θα δούμε παρακάτω, στη γένεση και στο περιεχόμενο των ελληνικών μελετών του Ellissen, της λογοτεχνικής του παραγωγής, όπως επίσης και στη στράτευσή του για το νέο ελληνικό κράτος. Κατά το έτος 1848, τα γεγονότα του οποίου «είχαν βαθιά και μακρόχρονη επίδραση» πάνω στον Ellissen, όπως γράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του4Η περικοπή στο: Borsche, 1955, 59. Ακριβής αναφορά της πηγής στο: Kühn, 1995, 120., βλέπει τον εαυτόν του αναγκασμένο, μετά και από τη δημοσίευση του έργου του Περί της ιστορίας των Αθηνών μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας τους (Zur Geschichte Athens nach dem Verluste seiner Selbständigkeit), να αφήσει προσωρινά την επιστημονική του εργασία και να αγωνιστεί στην πρώτη γραμμή για την αστική επανάσταση και εναντίον της παλινόρθωσης. Ο Ellissen είχε μεγαλώσει στη Γερμανία μέσα σε μια αντιδραστική εποχή, οι περιορισμοί της οποίας επενέβησαν βαθιά στη δημιουργία λ.χ. ενός Μπύχνερ ή ενός Χάινε. Πλέον δραστηριοποιείται ως βουλευτής και πρόεδρος της Λαϊκής Βουλής του Αννοβέρου για την υπόθεση της ελευθερίας.
Μόλις το 1856, όταν αποσύρεται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική, μπορεί να αφοσιωθεί πάλι, με την ίδια παραγωγικότητα όπως και πριν, στο έργο του. Εν τω μεταξύ, με την έναρξη της δημοσίευσης των Ανάλεκτων της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Analekten der mittel– und neugriechischen Literatur, 1855–1862) είχε επικεντρωθεί πλήρως στις ελληνικές μελέτες του. Οι πέντε τόμοι προσφέρουν την έκδοση, μετάφραση και ερμηνεία σημαντικών κειμένων της βυζαντινής και νεοελληνικής λογοτεχνίας. Παράλληλα, ο Ellissen, ο οποίος ήδη πριν από το δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα το 1860, όταν στην Αθήνα βραβεύεται από τον βασιλέα Όθωνα για τις άξιες προσφορές του και συναντάται με πολλούς διακεκριμένους εκπροσώπους της ελληνικής πνευματικής ζωής, βρισκόταν σε ζωηρή συζήτηση με έλληνες διανοούμενους και ποιητές, παρακολουθούσε βέβαια τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και την προωθούσε, συνοδεύοντάς τη με οξυδερκή κριτική, σε γερμανικά περιοδικά, όπως το Göttingische Gelehrte Anzeigen. Στα κατάλοιπα του προικισμένου μεταφραστή βρίσκεται επιπλέον η έτοιμη προς εκτύπωση μετάφραση της τραγωδίας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος του Ιωάννου Ζαμπελίου (1787–1856), την οποία ματαίως πρότεινε ο Ellissen στον εκδοτικό οίκο Georg Reimer, και ένα μεγάλο μέρος της τραγωδίας Ο Μεσσίας του Παναγιώτη Σούτσου (1806–1868) σε γερμανικούς στίχους· τον περίπου 100 σελίδων πρόλογο του Σούτσου στην πρώτη έκδοση του Μεσσία τον έχει μεταφράσει ο Ellissen ολόκληρο.
Ο Adolf Ellissen, που πεθαίνει το 1872, υπήρξε ως το τέλος της ζωής του σκαπανέας των ελληνικών σπουδών. Ενώ ο Karl Krumbacher και οι διαδόχοί του τον αναφέρουν μόνο σποραδικά και εν παρόδω, πρώτος ο Franz Dölger (1891–1968) από τη σειρά των σημαντικών ελληνιστών, στους οποίους βέβαια εναπόκειτο να δώσουν λογαριασμό για τους προδρόμους τους, αναγνώρισε τις επιδόσεις του Ellissen και πρότεινε να γραφτεί η πρώτη βιογραφία του.5Το βιβλίο του Eberhard Borsche, το οποίο παρά τα ελαττώματά του, όπως μια ορισμένη κοντοφθαλμία σε ό,τι αφορά ορισμένες επιδόσεις του Ellissen, συνεχίζει να είναι απαραίτητο. Τον τελευταίο καιρό, ο Αλέξανδρος Σιδεράς και η Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα, με ένα πλήθος δημοσιευμάτων, συνέβαλαν στην έρευνα για τον Ellissen, η οποία βρίσκεται μόλις στις αρχές της.6Βλέπε ιδιαίτερα όλα τα τεύχη του περιοδικού GöttingerBeiträgezurByzantinischenundNeugriechischenPhilologie (2001-07), όπου επίσης εκδίδονται για πρώτη φορά οι μεταφράσεις του Ζαμπελίου και του Σούτσου.
Ο συγγραφέας του παρόντος δοκιμίου μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις, χάρη στον οικογενειακό δεσμό, να ανατρέξει άμεσα σε ορισμένες απόψεις και ερευνητικό υλικό των δύο τελευταίων και γι᾽αυτόν τον λόγο τους εκφράζει τις ευχαριστίες του.
Το βίωμα Αθήνα
Όταν ο Ellissen ενηλικιώνεται, το κύμα του φιλελληνισμού, που στη Γερμανία είχε καταλάβει όχι μόνον διανοούμενους και ποιητές αλλά και πλατιά στρώματα του λαού, είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί. Οι εικασίες για τη συγκεκριμένη επίδραση αυτού του ρεύματος στην αφοσίωση του Ellissen στην Ελλάδα παραμένουν έτσι τελικά υποθετικές. Αν επιδιώκουμε να αντιληφθούμε την ουσία της στροφής του Ellissen προς την Ελλάδα, σημασία έχουν τα ακόλουθα τρία σημεία, με τα οποία θα ασχοληθούμε παρακάτω: πρώτον, τα βιογραφικά δεδομένα του Ellissen στα μέσα της δεκαετίας του 1830, ιδιαίτερα από ψυχολογική άποψη· δεύτερον, η επίδραση του Karl Otfried Müller στον φοιτητή Ellissen στο Γκέτινγκεν· τρίτον, η πολιτική του σκέψη και στράτευση ανεξαρτήτως από τα ρεύματα του καιρού και της μόδας.
Προσωπική και ιστορική αναγέννηση
Τα πρώτα χρόνια των σπουδών του Ellissen είναι σφραγισμένα από κατάθλιψη και ανησυχία.7Πρβλ. Borsche, 1955, 7 κ.ε. Του έλειπε ένας συγκεκριμένος στόχος και μια επαγγελματική προοπτική. Η πολιτική διαμάχη με τον κοσμήτορα Christoph Wilhelm Mitscherlich (1760–1854), που είχε ως συνέπεια το ναυάγιο του διδακτορικού8ό.π., 9 κ.ε., συνέβαλε ουσιαστικά στην αποξένωση από το πανεπιστήμιο, και έτσι αρχίζει μια ασταθής περίοδος στη ζωή του Ellissen, η οποία τελικά τον οδηγεί στα τέλη Οκτωβρίου του 1837 στην Αθήνα. Το βίωμα της συνάντησης με την αναγεννώμενη πόλη το έχει αναπαραστήσει ο Ellissen στο ποίημα Αφιέρωση (Zueignung):
Απογοητευμένος από τους ζωντανούς
χτύπησα στο σπίτι των νεκρών,
στου παλαιού κόσμου τις σαθρές αίθουσες
αναπαύθηκα πάνω σε τάφους.
Εκεί ένιωσα νέα ζωή,
ζωηρή δημιουργία γύρω μου,
είδα την Αθήνα να ορθώνεται υπερήφανη
μέσ’ από την ερημωμένη θάλασσα των ερειπίων.
Κι όπως εκείνη η πόλη αναστήθηκε
ένδοξη από τη νύχτα της καταστροφής,
απ᾽ τα πνευματικά δεσμά του θανάτου
ξύπνησα κι εγώ χαρούμενος στη ζωή.
Ναι, εσύ με ξύπνησες στη ζωή·
ροδαλότερη ακτινοβολεί αυτή, όσο ποτέ.
Φωτεινές, χρυσές εικόνες αιωρούνται
γύρω μου, όπου πάω και όπου σταθώ.
Στη θέση κατεστραμμένων ναών χτίζω εγώ
για μένα έναν νέο κι ωραιότερο,
προσεύχομαι στον βωμό του, κοιτώντας
με αγάπη εσένα στο πιστό σου μάτι.9Ellissen, 2013, 91, με μια μικρή αλλαγή.
Ιδιαιτέρως σημαντική είναι η ταύτιση της ψυχικής και της ιστορικής διαδικασίας· το βίωμα θεμελιώνει τον εφ᾽ όρου ζωής δεσμό του Ellissen με τη μοίρα του νέου ελληνικού κράτους και την κατεύθυνση του επιστημονικού και δημοσιογραφικού του έργου. Δύο απο τα βιβλία του, Μιχαήλ Ακομινάτος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Περί της ιστορίας των Αθηνών μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας τους, έχουν σκοπό να αποδείξουν την ιστορική συνέχεια της ελληνικής πρωτεύουσας ως του κέντρου της εθνικής ταυτότητας του ελληνισμού και έτσι να προσδώσουν στο βίωμα Αθήνα ιστορικό βάθος και πολιτισμική διάρκεια. Την κρυπτική εικόνα του «νέου ναού» στην τελευταία στροφή του ποιήματος μπορούμε να την ερμηνεύσουμε ως chiffre του εν γενέσει συνολικού έργου του Ellissen για τον ελληνικό κόσμο με τη βοήθεια του οποίου, κοιτώντας «με αγάπη στο πιστό μάτι» της Αθήνας, εξασφαλίζει στον δεσμό διάρκεια πέρα από τον χρόνο.
Karl Otfried Müller
Τον τρόπο και τη δύναμη του βιώματος Αθήνα μπορούμε να τον καταλάβουμε μόνον τότε στην πληρότητά του, αν εξετάσουμε την επίδραση, την οποία άσκησε στον φοιτητή του Γκέτινγκεν ο πρόωρα χαμένος, σπουδαίος κλασικός φιλόλογος Karl Otfried Müller (1797–1840). Ο Müller ήταν ο μοναδικός ακαδημαϊκός δάσκαλός τον οποίο εκτιμούσε ο Ellissen· ο χαρισματικός καθηγητής ξύπνησε στον πολύπλευρα ενδιαφερόμενο τη γοητεία για τους μύθους και την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Τα αθηναϊκά σονέτα του Ellissen, για τα οποία θα μιλήσουμε ακολούθως, η μαρτυρία ότι το βίωμα τον άγγιξε βαθιά, απεικονίζουν λεκτικά πλούσια αυτή τη γοητεία. Ο Müller οδήγησε τον Ellissen στο βάθος και στην καθαρότητα του ιστορικοπολιτισμικού βλέμμματος, που είναι το θεμέλιο των ελληνικών μελετών του και της αντίστοιχης προς αυτές πολιτικής του στράτευσης. Ό,τι λέει ο Ellissen για τον λόγιο στον θρήνο του Στις σκιές του Karl Otfried Müller (Den Manen Karl Otfried Müllers),10Το ποίημα δημοσιεύθηκε στο TelegraphfürDeutschland του Karl Gutzkow, 1840, Nr. 165, 657 κ.ε. μπορούμε να το πούμε επίσης και για τον ίδιο:
Μην δοξάζετε την ανεξάντλητη πηγή της γνώσης,
το βλέμμα του ερευνητή τόσο ευρύ, τόσο βαθύ και καθαρό,
που στο σκοτεινό κατώφλι του γκρίζου αρχέγονου κόσμου
διείσδυσε φωτεινά στο πλήθος των ομιχλωδών εικόνων:
Όχι! Υμνείτε την διάυγεια του ανδρικά ελεύθερου πνεύματος,
για το οποίο η επιστήμη δεν ήταν νεκρή γνώση,
το οποίο, ό,τι αυτή του έδωσε υπέρμετρα,
το ανάστησε ως ωραιότατη, πληρέστατα ευλογημένη ζωή.
Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τη διάσταση της «ωραιότατης, πληρέστατα ευλογημένης ζωής», της οποίας γίνεται μέρος η επιστήμη, δηλαδή εν προκειμένω οι ελληνικές σπουδές, με όλο τους το πλάτος, βάθος, την διεξοδικότητα και ακρίβεια, όπως αυτή διακρίνει επίσης και το έργο του Ellissen, στρεφόμαστε επιτέλους στο κύριο σημείο του δεσμού του με τον ελληνικό κόσμο: στις πολιτικές του ιδέες. Εδώ βρίσκουμε το καθαυτό έδαφος, επί του οποίου η ζωή και το έργο του Ellissen μπορεί να εξετασθεί και να ερμηνευθεί τόσο ως ένα παραδειγματικό όσο και ως ένα ειδικό πεδίο έντασης γερμανοελληνικών διασταυρώσεων στα μέσα του 19ου αιώνα.
Ο πολιτικός χαρακτήρας του βιώματος Αθήνα
Ο κύκλος σονέτων Αθήνα, έκφραση της στροφής της ζωής του Ellissen στα χρόνια 1837/38, είναι ένα έντονα πολιτικό έργο. Ο κύκλος είναι μεν υπερπλούσιος σε αρχαίες αναμνήσεις και συλλογισμούς για τα μνημεία του «παλαιού κόσμου», εντούτοις το κυρίαρχο περιεχόμενό του είναι ο πανηγυρισμός της ελευθερίας του νέου ελληνικού κράτους. Το πρώτο σονέτο, που δίνει και τον τίτλο, χαιρετίζει το «αφυπνισμένο μεγαλείο» της πόλης, ενώ το τελευταίο μέρος εισάγεται με την παρουσίαση της διακυβέρνησης του βασιλιά Όθωνα ως εγγύησης της σταθερότητας της νέας άνθισης:
Ένας δεύτερος Θησέας δρα στου Κόνωνα τα τείχη,
που εκ νέου εγκαινιάζει την πόλη ως έδρα του ωραίου,
ως ναό του τις καρδιές των Ελλήνων.11Ellissen, 2013, 54.
Στις σκηνές της αγοράς του επόμενου σονέτου εμφανίζεται το λυρικό εγώ – επηρεασμένο από τον πασχαλινό περίπατο στον Φάουστ – πλήρως στη λαμπρή επικαιρότητα της ζωής του απελευθερωμένου έθνους. Η συλλογή τελειώνει με ένα τετράστιχο για το Μνημείον του Καραϊσκάκη (Karaiskakis Denkmal):
Καραΐσκε, φέρε στις σκιές των ηρώων στο Ηλύσιο άλσος την αγγελία,
ότι οι έγγονοί τους δεν ξέμαθαν ποτέ τον θάνατο για την ελευθερία,
φέρε την αγγελία, εσύ ψηλό λιθάρι, στις επερχόμενες γενιές, ότι οι Έλληνες
ποτέ δεν ξέμαθαν ν᾽αποτίουν ως φόρο αντάξιο ευχαριστώ στους ήρωες.12ό.π. 79.
Ο Ellissen, ο οποίος λόγω της φιλελεύθερης δημοκρατικής ιδεολογίας του δεν ήταν μοναρχικός, έβλεπε την κυριαρχία του Όθωνα ως πρακτική προϋπόθεση, οφειλόμενη στην ευρωπαϊκή Realpolitik, για την ευδοκίμηση αυτού που ήταν για εκείνον μια εγκάρδια επιθυμία: το ελεύθερο, κυρίαρχο ελληνικό κράτος, το οποίο θα λάβει την «αρμόζουσα σ᾽ αυτό θέση στην οικογένεια των ευρωπαϊκών λαών».13Ellissen, 1857, XIV.
Ο Adolf Ellissen μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας
Ο Ellissen ανέπτυξε περιληπτικά τις σχετικές απόψεις του στις οκτώ θέσεις του για την ιστορική αποστολή των Ελλήνων.14ό.π., XII–XXIV. Αυτό το πρόγραμμα, διατυπωμένο το 1857, το οποίο στρέφεται οπωσδήποτε και εναντίον του επιστημονικού άσπονδου εχθρού του, Jakob Philipp Fallmerayer (1790–1861), χαρακτηρίζεται από την αιχμηρή εκτίμηση της συγκεκριμένης διεθνούς πολιτικής κατάστασης στη σημασία της για τη διατήρηση της διαρκούς συνέχειας του ελληνικού έθνους. Αφού είναι αδύνατον να εκθέσουμε έστω και συνοπτικά σε περιορισμένο χώρο τις ποικίλες απόψεις της διαμεσολαβητικής ελληνογερμανικής δράσης του Ellissen, θέλουμε να προβάλουμε ένα μόνο στοιχείο εντός αυτής της δραστηριότητας δεκαετιών, το οποίο σχετίζεται ιδιαίτερα με την έκτη θέση του προγράμματος και, με τον παραδειγματικό του χαρακτήρα, είναι ιδιαίτερα κατάλληλο να εκφράσει τις αναπόφευκτες διαπολιτισμικές εντάσεις που συνοδεύουν την επιστημονική, δημοσιογραφική και συνάμα πάντα έντονα πολιτική του δραστηριότητα.
Ο Adolf Ellissen έβλεπε στο ελεύθερο, απαλλαγμένο από τον τουρκικό ζυγό ελληνικό έθνος μια αντίθετη εικόνα προς τις εχθρικές απέναντι στην πρόοδο πολιτικές συνθήκες στη Γερμανία, μέσα στις οποίες είχε αναπτυχθεί, των οποίων ο αναστροφικός χαρακτήρας καθόριζε συνεχώς τη ζωή και τη δράση του και εναντίον των οποίων μετά από την αστική επανάσταση του 1848 μαχόταν ακούραστα στην πρώτη γραμμή του μετώπου της Βουλής.
Το βίωμα της συνάντησης με την αναστημένη Ελλάδα το 1837/38, στην ψυχολογική του διάρκεια, τον συνέδεσε στενά με τη μοίρα του έθνους στου οποίου τον πολιτισμό και την ιστορία τώρα πλέον αφιέρωσε όλη τη δύναμη της έρευνάς του και την ακαταπόνητη δημοσιογραφική του δραστηριότητα. Στον Ellissen παρατηρείται επίσης μια ασυνήθιστα ισχυρή ταύτιση του προσωπικού και του πολιτικού, όπως αυτή εκφράζεται στην αντίδρασή του σε σχέση με της ανατροπή του 1862, την οποία στην αυτοβιογραφία του περιγράφει ως ακολούθως:
Το ότι η ελληνική επανάσταση του Οκτωβρίου του 1862 μου έκανε μια δυσάρεστη και βαθιά καταθλιπτική εντύπωση δεν το αφηνώ χωρίς να το αναφέρω, επειδή ακριβώς η δυσθυμία αναφορικά με αυτή την αναξιοπρεπή ανταρσία λωποδυτών και κλεφτών, που της κάνουν την τιμή να την ονομάζουν επανάσταση και η οποία με τα επακόλουθά της έριξε τη δυστυχισμένη χώρα στην ανάπτυξή της τουλάχιστον μια γενεά πίσω, μου αφαίρεσε για καιρό και τη διάθεση για τις διαφορετικά αγαπημένες μου λογοτεχνικές ενασχολήσεις. […] έτσι και ο ένδοξος «ξεσηκωμός» («ἡ ἒνδοξος ἀνάστασις») (Palmerston) – Βούλγαρη – Γρίβα παρ᾽ ολίγο να αφανίσει δια παντός τον φιλελληνισμό μου, ο οποίος είχε αντέξει με επιτυχία σε άλλη πυρκαγιά. Το πρώτον η ευκαιριακή ανταλλαγή ιδεών με μερικούς, ίδια με μένα πιστούς ακόμα, γνήσιους και με κατανόηση Έλληνες πατριώτες, οι οποίοι εξάλλου έβλεπαν τα πράγματα όπως εγώ και εντούτοις δεν απελπίζονταν αναφορικά με το μέλλον της χώρας τους, με έκανε σχετικά μ᾽ αυτό να έλθω βαθμηδόν πάλι σε ισορροπία με τον ίδιο μου τον εαυτό.15Ellissen, 213, 90.
Η έκφραση «να έλθω σε ισορροπία με τον ίδιο μου τον εαυτό» είναι πολύ σημαντική, αφού χαρακτηρίζει την άμεση, ισχυρή επίδραση του πολιτικού συμβάντος στην ψυχική κατάσταση του Ellissen. Του «αφαίρεσε τη διάθεση» για τις «αγαπημένες λογοτεχνικές ενασχολήσεις» του, αυτό σημαίνει τη συνολική ερευνητική και δημοσιογραφική εργασία του για τον ελληνικό κόσμο, και πράγματι διακόπτεται εδώ η τεράστια σχετική παραγωγή του. Μπορεί η είσοδός του πάλι στη πολιτική δραστηριότητα το 1863 να έπαιξε έναν όχι υποτιμητέο ρόλο, η αποφασιστική όμως επίδραση της άνω περιγραφείσας πολιτικής εξέλιξης στη σχέση του Ellissen προς την Ελλάδα είναι προφανής. Εδώ έχουμε ενώπιόν μας ουσιαστικά την αρνητική εικόνα της ευτυχούς εμπειρίας του 1837/38. Είχαν επαληθευθεί μάλιστα ακριβώς οι φόβοι του Ellissεn τους οποίους είχε εκφράσει πέντε χρόνια πριν στην έκτη θέση του προγράμματός του:
Εντούτοις δεν υπάρχει βέβαια καν ανάγκη να γίνει η υπόδειξη σχετικά με το πόσο πρέπει να υπολογίζουμε, αναφορικά με τις εδώ τονιζόμενες πιθανότητες της εσωτερικής εξέλιξης του ελληνικού λαού, και τη συνέχεια ή την τελική παύση των πολλαπλώς επισημασμένων καταστροφικών εξωτερικών επιδράσεων επί της αξιολύπητης χώρας: δηλαδή πόσο προπαντός εξαρτάται αν η βρετανική μεγαλαυχία θα τείνει και θα είναι σε θέση, για πολύ ακόμη, να παραμένει στην από τον καιρό μετά τον θάνατο του Canning αμετάβλητα σταθερή πολιτική εναντίον της Ελλάδας – σ᾽ εκείνο το μέσω της συνεπούς δραστηριότητας των Dawkins, Lyons, Wyse και των υποπρακτόρων τους άξια εκπροσωπούμενου συστήματος προστασίας, το οποίο, επιδιώκοντας την ταπείνωση του κράτους, τη διαφθορά των υπαλλήλων, τη συντήρηση και διέγερση κομματικής έριδας, την πιθανή παράλυση της βιομηχανικής και εμπορικής ανόδου, εν συντομία την καταστροφή της Ελλάδας προς όλες τις κατευθύνσεις, ακριβώς έτσι στην Ανατολή εργάζεται για τα συμφέροντα και τις ποτέ παραιτηθείσες προθέσεις της Ρωσίας, αν και όχι οφθαλμοφανώς, εντούτοις ασφαλώς όχι λιγότερο δραστικά […].16Ellissen, 1857, XIX–XX.
Ο Ellissen έβλεπε την επανάσταση του 1862 ως μια συνέπεια της εδώ περιγραφείσας εξαιρετικά επιβλαβούς βρετανικής επήρειας, όπως την ασκούσαν ο τότε πρωθυπουργός Henry John Palmerston και οι άνω ονομασθέντες βοηθοί του, και η οποία είχε στόχο την διαρκή εξασθένηση του ελληνικού κράτους μέσω της υποστήριξης ενδοελληνικής διχόνοιας. Ακριβώς αυτή την άποψη εκφράζει και στην εισαγωγή της μετάφρασής του του ποιήματος «Οἱ Ἀρχαῖοι» του Δημητρίου Βικέλα (1835–1908), που δημοσίευσε τον Ιούλιο του 1864 στο περιοδικό Ευνομία.17Ευνομία, 21η Απριλίου 1864 (Έτος Β´, Αριθ. 158), 1–4.
Ο Ellissen είχε γνωρίσει αυτό το εκτενές ποίημα του Βικέλα, ο οποίος τότε βρισκόταν στην αρχή της λογοτεχνικής σταδιοδρομίας του, μέσω του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή (1809–1892), με τον οποίο είχε μακροχρόνια επικοινωνία,18Στην ιστορία του της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Polyglotte, ο Ellissen αναγνώρισε τον Ραγκαβή και τους αδελφούς Σούτσου, Παναγιώτη και Αλέξανδρο (1803–1863), ως τους σημαντικότερους σύγχρονους έλληνες συγγραφείς (Ellissen, 1846, 394 και 415). Μας εκπλήσσει σήμερ, ότι ο Ellissen με όλη του τη φιλολογική και κριτική οξυδέρκεια λίγο εκτιμά την Επτανησιακή Σχολή, ιδίως τον Διονύσιο Σολωμό (1798–1857). Ο κύριος λόγος είναι ότι στο ελληνικό γλωσσικό ζήτημα συνηγορεί για μια μετριοπαθή καθαρεύουσα (ό.π., 246 κ.ε.). Είναι λυπηρό ότι ο Ellissen λόγω του σχετικά πρόωρου θανάτου του δεν μπόρεσε να γνωρίσει και να συνοδεύσει κριτικά την λεγομένη γενιά του 1880 και την με αυτή συνδεδεμένη ριζική αλλαγή στην πορεία της ελληνικής λογοτεχνίας. και του άρεσε τόσο πολύ, ώστε το δημοσίευσε σε γερμανική μετάφραση με μια σύντομη εισαγωγή στο Magazin für die Literatur des Auslandes.19Έκδοση της 31. 7. 1864, 487–489. Το γραμμένο με το ψευδώνυμο «Φίλων» ποίημα του Βικέλα, το οποίο προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο, είναι μια εκτενής, φαιδρή πολεμική εναντίον του αρχαϊστικού ρεύματος στην Ελλάδα, που ταύτιζε την ιδεαλιστική εικόνα των Αρχαίων με τον στόχο της εξέλιξης του νέου κράτους – ακριβώς εκείνη η παράλογη προσπάθεια της «αναγέννησης της εποχής του Περικλέους», την οποία ο Ellissen απορρίπτει αποφασιστικά στην τρίτη θέση του Προγράμματός του.20Ellissen, 1857, XIV. Περιγράφοντας τις μεγάλες ιστορικές πράξεις των αρχαίων Ελλήνων, ο Βικέλας αποδεικνύει ότι ακόμη και αυτοί χαρακτηρίζονταν από φιλαυτία και διαφθορά και ότι οι ένδοξες εποχές του Ελληνισμού δεν διέφεραν ουσιαστικά σε τίποτα από την παρούσα κατάσταση του έθνους:
Νὰ ἴδῃς πῶς ἐκπίπτ᾽ ἡ ἱστορία
Πῶς ἀλλοιοῦτ᾽ ἡ φύσις τῶν Ἑλλήνων·
Συμφέρον ἦτον ὁ Θεός κ᾽ ἐκείνων,
Καὶ τὸ ἐγὼ ἡ μόνη των λατρεία.
Ἡ ἀρετὴ καὶ παρ᾽ αὐτοῖς σπανία,
Αἱ πράξεις των κοινότατα συμβάντα
Δὲν ἤλλαξεν ἡ γῆ, παντοῦ τὰ πάντα,
Εἶν᾽ ἡ αὐτὴ παντοῦ ἡ κοινωνία,
Κ᾽ ἦσαν σοφοὶ καὶ εὔστοχοι οἱ λόγοι
Τοῦ ξένου, ὅστις εἶπεν ὀρθῶς κρίνων
„Καὶ σήμερον τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων
Εἶν᾽ ὼς τὸ παλαιόν των σκυλολόγι.“
Γράφει ο Ellissen στην εισαγωγή του:
Αφήνοντας κατά μέρος την ειδική ποιητική αξία του ποιήματος, αναφορικά με την οποία δεν θέλουμε να προκαταλάβουμε την κρίση του αναγνώστη, θεωρήσαμε ότι χάρη στο συνολικό περιεχόμενό του, που είναι πολύ χαρακτηριστικό για τη αντίληψη των σύγχρονων ελληνικών συνθηκών από την πλευρά ενός Έλληνα πατριώτη, που βλέπει καθαρότερα και χωρίς προκατάληψη, μπορεί να εγείρει σε ικανοποιητικό βαθμό το γενικό ενδιαφέρον, ώστε να δικαιολογήσει την ακόλουθη πλήρη δημοσίευση μιας πιστής γερμανικής μετά-φρασης. Κατά τα φαινόμενα, ιδιαίτερα συμπεραίνοντας από τις τελευταίες στροφές21Ο Ellissen εννοεί προφανώς προπαντός τους στίχους «Διότι θεωρῶν πᾶς συνωμότης/Θρασύβουλος νὰ λέγηται ὅτ᾽ἦτον,/Καὶ δολοφόνος πᾶς Ἀριστογείτων/Καθρέπτης μ᾽ ἐφάν᾽ ἡ ἀρχαιότης», τους οποίους ανάγει στα νεότερα πολιτικά γεγονότα., ο Φίλων, όπως ονομάζει τον εαυτόν του, δεν ανήκει στους θερμόαιμους Νεοέλληνες, οι οποίοι στην επανάσταση Palmerston-Βούλγαρη του Οκτωβρίου του 1862 και στα αποτελέσματά της, τα οποία με την ένωση της Ελλάδας με τα Ιόνια νησιά κατέληξαν πρόσφατα και για το απώτερο μέλλον στην εύσχημη σύμβαση της δημιουργίας ενός κράτους αγγλικής υποτέλειας κατά το πρότυπο των ινδικών προτεκτοράτων Nabob, βλέπουν για την Ελλάδα την επάνοδο του Χρυσού Αιώνα.
Ο Βικέλας, ο οποίος δεν γνώριζε τίποτα για τη μετάφραση και τη δημοσίευσή της και μόλις αργότερα το πληροφορήθηκε μέσω του Ραγκαβή, αντέδρασε με έναν τρόπο που θα εξέπληττε τον Ellissen. Σε μια επιστολή από τις 14 Οκτωβρίου 1864 προς τον Ellissen γράφει:
Κύριε,
Οφείλω στον κύριο Ραγκαβή τη χαρά του ότι διάβασα σήμερα το πρωί τη μετάφρασή σας του μικρού μου έργου που δημοσιεύθηκε στην Ευνομία με το φιλολογικό ψευδώνυμο Φίλων. Πρέπει να σας κάνω την εξομολόγηση, κύριε, ότι σας γράφω υπό την επίδραση δύο αντιθέτων συναισθημάτων: Από τη μια πλευρά υπάρχει η μεγάλη ικανοποίηση του να βλέπω ότι είχατε την καλωσύνη να θεωρήσετε τους στίχους μου άξιους να μεταφραστούν από την γλαφυρή όσο και σοφή πένα σας, και δεν μπορώ παρά να προσθέσω ότι αυτή η μεταμόρφωση με κάνει να τους απολαμβάνω περισσότερο από πριν. Από την άλλη πλευρά όμως η δημοσίευση των μισανθρώπων μεμψιμοιριών μου σε μια ξένη γλώσσα με κάνει λίγο να αισθάνομαι αυτό που πρέπει να νιώθει κανείς σ᾽ ένα σπιτικό, όταν οι γείτονες αναμιγνύ-ονται σε μια φιλονεικία της οικογένειας. Αν ήξερα ότι θα είχα την τιμή να μεταφραστώ, ίσως δεν θα είχα συμφωνήσει στη δημοσίευση αυτών των στίχων. Διότι, κύριε, χωρίς να είμαι καθόλου επαναστάτης και χωρίς καν να παραμένω τυφλός μπροστά στους κινδύνους τους οποίους εγκυμονεί για τη χώρα μου η τωρινή δοκιμασία, απέχω πολύ από του να θεωρώ την προσάρτηση των Ιονίων νήσων στην Ελλάδα και την προοπτική που ανοίγεται εκ νέου στο μικρό μας επεκταμένο βασίλειο, υπό το πρίσμα που αποδίδεται στον Φίλωνα στις παρατηρήσεις οι οποίες προηγούνται του ποιήματος στο Magazin für die Literatur des Auslandes.22Sideras/Sidera-Lytra, 2001, 118 κ.ε. Για την άποψη των συγγραφέων ότι ο Βικέλας παρεξήγησε τον Ellissen λόγω ελλιπών γνώσεων της γερμανικής γλώσσας (126 κ.ε.), δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου κανένα έρεισμα. Η επιχειρηματολογία του Βικέλα αναφέρεται καθαρά και σαφώς στην ερμηνεία του Ellissen.
Ο Βικέλας ερμηνεύει τα πολιτικά γεγονότα προφανώς εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι του καταλογίζει ο Ellissen. Ενώ ο Ellissen βλέπει το θετικό, καρποφόρο για το μέλλον αντίτυπο προς την διηρημένη Γερμανία, το οποίο ήταν γι᾽αυτόν η Ελλάδα υπό τον βασιλέα Όθωνα, κατεστραμμένο και αφημένο στην βρετανική ηγεμονία, ο Βικέλας αντιλαμβάνεται προπαντός την καθυστερημένη προσάρτηση των Ιονίων Νήσων ως μια νίκη σταδιακή, η οποία προσφέρει στα πλαίσια των ευρωπαϊκών σχέσεων εξουσίας στο ούτως ή άλλως περιθωριακό μικρό κράτος νέες δυνατότητες.
Ακόμη πιο διαφωτιστικά για τη διαδικασία των διαπολιτισμικών διασταυρώσεων, η οποία συνοδεύει διαρκώς τη δραστηριότητα του Ellissen ως διαμεσολαβητή του νεοελληνικού πολιτισμού, είναι τα προφανή προβλήματα που δημιουργεί στον Βικέλα το απλό γεγονός της δημοσίευσης της σατιρικής πολεμικής του στη Γερμανία. Την αντιλαμβάνεται μάλλον ως μια ανάμειξη σε ξένες υποθέσεις και θα είχε αρνηθεί πιθανόν στον Ellissen την συγκατάθεσή του. Εκτός του ότι στην αντίδραση του κοσμοπολίτη Βικέλα δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς έναν ορισμένο επαρχιωτισμό, στο πεδίο έντασης της μεσολάβησης το οποίο δημιουργούν η μετάφραση και η δημοσίευση εκφράζεται και ο τεράστιος προβληματισμός σε σχέση με την ιστορική και πολιτισμική εικόνα που έχει το ελληνικό έθνος για τον εαυτό του. Ο Βικέλας υπαινίσσεται ότι τις συγκρούσεις που προκύπτουν από αυτόν τον προβληματισμό θα έπρεπε καλύτερα να τις διαπραγματεύονται και να τις λύνουν οι Έλληνες «μεταξύ τους». Το πόσο ταυτιζόταν ο Ellissen με την ελληνική υπόθεση και το πόσο μεγάλη ήταν η συμμετοχή του στη μοίρα του έθνους, δεν του ήταν συνειδητό.
Προπαντός δεν μπορούσε να δεί τι κρυβόταν τελικά και ουσιαστικά πίσω από το ενδιαφέρον του Ellissen γι᾽ αυτό το συγκεκριμένο ποίημα: η υπεράσπιση της εθνικής συνέχειας του ελληνισμού εναντίον κάθε ενδοελληνικής και εξωελληνικής προσπάθειας να χωριστεί η νεότερη ιστορία του από τις αρχαίες ρίζες. Στο σονέτο Ακρόπολις είχε συμπεράνει:
Ο αρχαίος κορμός της Ελλάδας κατακερματίστηκε,
όχι όμως και η εντεριώνη του: το πνεύμα, το ύψιστο, κάλλιστο,
έμεινε όπως η Ακρόπολη, το αιώνιο οχυρό.23Ellissen, 2013, 18, με αλλαγές.