Η πέτρα του σκανδάλου
Το 1953, η Insel-Verlag εξέδωσε το βιβλίο Ölberge, Weinberge [Ελαιώνες, αμπελώνες], το οποίο κυκλοφορεί και διαβάζεται ευρέως μέχρι σήμερα. Το ακόλουθο απόσπασμα ίσως αρκεί για να καταδείξει τον ενθουσιασμό του συγγραφέα του για την Ελλάδα: «Η αγάπη μου για την Ελλάδα ανάγεται στον πόλεμο. Προσφέρθηκα εθελοντικά ως διερμηνέας χωρίς να καταλαβαίνω ούτε μια λέξη ελληνικά. Ακόμα και τώρα απορώ πώς τόση ευτυχία μπορεί να χτιστεί πάνω σε ένα τόσο θρασύτατο ψέμα. Αλλά ήταν σαν να είχα βρει το μαγικό ξόρκι» (Kästner, 1953, 12-13).
Αυτή η «αγάπη» δεν εκφράστηκε μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και με τη μορφή μιας μικρής συλλογής μικρών, φορητών έργων τέχνης. Αυτή η πτυχή του ευρύτατου πολιτισμικού ενδιαφέροντος του συγγραφέα και διευθυντή της βιβλιοθήκης στο Βόλφενμπύτελ, Έρχαρτ Κέστνερ, είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη στους ειδικούς1Ο Έρχαρτ Κέστνερ ήταν διευθυντής της Βιβλιοθήκης Χέρτσογκ Αουγκούστ στο Βόλφενμπύτελ από το 1950 έως το 1968., παρόλο που η συλλογή αυτή αποκτήθηκε από το Μουσείο Κέστνερ (Μουσείο Αουγκούστ Κέστνερ από το 2007) στο Ανόβερο το 1966 και έκτοτε κομμάτια της εκτίθενται μόνιμα. Η συλλογή αυτή είναι ο λόγος της ενασχόλησής μας τον ιδιοκτήτη της, ενώ το απόσπασμα στο οποίο παραπέμψαμε αποτελεί την αφορμή για βαθύτερη ενασχόληση με τη συλλογή αυτή. Τι κρύβεται πίσω από αυτή τη δήλωση, η οποία μπορεί να φωτιστεί από διαφορετικές οπτικές γωνίες;
Η συλλογή αρχαιοτήτων του Κέστνερ
Η μικρή συλλογή αρχαιοτήτων μοιάζει με συλλογές που έχουν προκύψει σε μορφωμένα αστικά περιβάλλοντα και ταξίδια στην Ελλάδα, ιδίως τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Χωρίς συγκεκριμένη προσωπική μαρτυρία του προκατόχου για τη δημιουργία της συλλογής, ωστόσο, μόνο ανεπαρκείς και άνευ ουσίας υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τον τόπο και τον χρόνο δημιουργίας της.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η συλλογή των μικρών, φορητών έργων με τα 75 αντικείμενα δεν έχει αφήσει ίχνη στα αρχειακά κατάλοιπα του Έρχαρτ Κέστνερ.2Σημείωση της βιογράφου του Κέστνερ, Γ. Χίλλερ φον Γκέρτριγκεν, σε τηλεφωνική συνομιλία με τη συγγραφέα τον Μάρτιο του 2013. Αυτό προκαλεί έκπληξη, αν θυμηθεί κανείς το απόσπασμα που παραθέσαμε στην αρχή του παρόντος άρθρου καθώς και το γεγονός πως η Ελλάδα είναι το καθοριστικό θέμα της ζωής και του έργου του συλλέκτη.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην πώληση της συλλογής το 1966 πρέπει να αναζητηθούν στο πλαίσιο των σχεδίων απόκτησης νέου σπιτιού και μετακόμισης. Ο Κέστνερ σχεδίαζε να εγκαταλείψει το Βόλφενμπύτελ μετά τη συνταξιοδότησή του και να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στη νότια Γερμανία. Σε μια επιστολή προς τον φίλο και σύντροφό του από τα χρόνια της Λειψίας, τον ιστορικό τέχνης Έρχαρντ Γκέπελ,3Πρβλ. το πολύ τεκμηριωμένο λήμμα „Erhard Göpel“, στο Wikipedia. Die freie Enzyklopädie, Bearbeitungstand: 25.06.2017 [τελευταία επίσκεψη: 05.11.2017], https://de.wikipedia.org/w/index.php?title=Erhard_G%C3%B6pel&oldid=166718058 τον Δεκέμβριο του 1965 ο Κέστνερ αναφέρει τα σχέδιά του: «Στην περιοχή μεταξύ Φράιμπουργκ και Βασιλείας, οι άνθρωποι ήταν πολύ φιλικοί μαζί μας. […] θα χτίσουμε κάτι πολύ μοντέρνο, όπως αρμόζει […]. Μπορείτε να φανταστείτε ότι τώρα έχουμε όλων των ειδών τις δουλειές: πουλάμε φωτογραφίες […], πουλάμε αντίκες, πουλάμε βιβλία, αποκτούμε χρήματα».4E. Κέστνερ σε επιστολή του προς τον Έρχαρντ Γκέπελ, 03.12.1965 – παρατίθεται από Raabe, 1984, 186-187 αρ. 82.
Στο έργο του Κέστνερ δεν υπάρχουν περαιτέρω αναφορές στη συλλογή αρχαιοτήτων του. Ομοίως, δεν υπάρχουν αναφορές σε διαπραγματεύσεις σε σχέση με την αγορά ή σε κάποιο συμβόλαιο αγοράς εκ μέρους του μουσείου ή της πόλης του Ανόβερου ως αρμόδιας για το μουσείο. Το Αρχείο της Πόλης του Ανόβερου, στο οποίο φυλάσσονται οι παλιοί φάκελοι του μουσείου, δεν περιλαμβάνει επίσης κανένα τεκμήριο, όπως αλληλογραφία ή κάτι παρόμοιο. Έτσι, οι καταχωρίσεις στο βιβλίο απογραφής και οι αναφορές σε νέες αποκτήσεις που εμφανίζονται τακτικά στο Hannoversche Geschichtsblätter [Φύλλα ιστορίας του Ανόβερου] παραμένουν μέχρι σήμερα οι μόνες αξιόπιστες πληροφορίες. Εκεί, οι αναφορές για τις νέες αγορές αναφέρουν: «Η μικρή συλλογή αρχαιοτήτων του Δρ. Έρχαρτ Κέστνερ, Βόλφενμπύτελ, […] αγοράστηκε στο σύνολό της» (Schlüter, 1966, 289).5Η συλλογή αποκτήθηκε στο σύνολό της έναντι 30.000,00 μάρκων (σύμφωνα με καταχώρηση στο βιβλίο απογραφής του μουσείου).
Η συλλογή, τα αντικείμενα της οποίας προέρχονται ανεξαιρέτως από τον ελληνικό χώρο και πολιτισμό, περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο αγγεία και ειδώλια. Τα 36 πήλινα αγγεία ανάγονται σε ένα χρονικό άνυσμα από την ύστερη Κρητική Εποχή του Χαλκού (Υστερομινωική ΙΙ Β, 1500-1450 π.Χ.) έως και τον 20ό αιώνα, ενώ τα νεότερα αντικείμενα δεν είναι φυσικά αρχαία πρωτότυπα, αλλά απομιμήσεις ή πλαστογραφίες. Η πλειονότητα των αγγείων χρονολογείται μεταξύ του 8ου και του 4ου αιώνα π.Χ. και είναι κυρίως αττικής και κορινθιακής τεχνοτροπίας. Μια εξαίρεση σε σχέση με τον τόπο προέλευσης αποτελεί ο κρατήρας της Απουλίας του «ζωγράφου του Βόλφενμπύτελ» [„Wolfenbüttel-Maler“] [https://nds.museum-digital.de/object/6377]. Πρόκειται για το σημαντικότερο αντικείμενο της συλλογής Κέστνερ, καθώς είναι το έργο που δάνεισε το όνομά του στον άγνωστο αγγειογράφο, ενώ ονομάστηκε έτσι από τον τόπο στο οποίο φυλασσόταν, πλάι στον προηγούμενο ιδιοκτήτη του.6Η ονομασία του ζωγράφου αυτού προέρχεται από τον τόπο διαμονής και δραστηριοποίησης του Κέστνερ, το Βόλφενμπύτελ. Η αγγειολογική έρευνα, επηρεασμένη αποφασιστικά από τον Τζον Ντ. Μπίζλι στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, χρησιμοποιεί ονομασίες για τη διάκριση μεταξύ των αγγειογράφων, οι οποίες κατά κανόνα αντιπροσωπεύουν ένα κωδικό «καλλιτεχνικό» όνομα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πραγματικός δημιουργός μιας αγγειογραφίας είναι γνωστός μόνο στις πιο σπάνιες περιπτώσεις, δηλαδή μόνο αν υπογράφει προσωπικά το έργο του. Ο Μπίζλι υπέθεσε ότι οι αγγειογράφοι αποκαλύπτονται σε τακτικά επαναλαμβανόμενες λεπτομέρειες, όπως παρόμοια σχέδια μεμονωμένων μελών του σώματος, μια συγκεκριμένη πινελιά κ.λπ. Ο ζωγράφος του Βόλφενμπύτελ κρύβεται έτσι και πίσω από ένα «καλλιτεχνικό» όνομα. Tην προσωπική του πινελιά φέρει ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζονται οι δύο χλαμυδοφόροι νεαροί του κρατήρα και η επιγραφή που κρέμεται από πάνω τους.
Τα 31 αντικείμενα που ανήκουν στο είδος της μικρογλυπτικής προέρχονται από την αρχαϊκή έως την ελληνιστική περίοδο. Οι περιοχές προέλευσή τους είναι η Αττική και η Βοιωτία.
Η συλλογή Έρχαρτ Κέστνερ είναι προσβάσιμη στην ηλεκτρονική πύλη του Μουσείου August Kestner στο museum digital (https://ex.musdig.org/sammlung-erhart-kaestner), έτσι ώστε να μπορούμε να παραλείψουμε στο σημείο αυτό μια πλήρης παρουσίαση των αντικειμένων ή ακόμη και ένας κατάλογος.
Αντικείμενα ασαφούς προέλευσης;
Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα πότε ο Κέστνερ συγκέντρωσε την συλλογή που περιγράφουμε. Στην πραγματικότητα, πιθανότατα επισκεπτόταν συχνά αντικέρ στην παλιά πόλη της Αθήνας κατά την πρώτη του παραμονή στην Ελλάδα στη διάρκεια του πολέμου και αγόρασε «μια μικρή συλλογή, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας χάθηκε στο τέλος του πολέμου μέσα σε μια βαλίτσα με τιμαλφή η οποία είχε μεταφερθεί από τη Δρέσδη» (Hiller von Gaertringen, 1994, 272-273). Δεν υπάρχει απάντηση στο τι μπορεί να έχει διασωθεί από αυτήν και αν βρίσκεται ακόμη και σήμερα στο Μουσείο August Kestner.
Ο Κέστνερ απέκτησε αντικείμενα κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ελλάδα. Αναφορές σε αυτά υπάρχουν στη νέα έκδοση του βιβλίου Griechenland [Ελλάδα] (1942) με τίτλο Ölberge, Weinberge. Ein Griechenlandbuch [Ελαιώνες, αμπελώνες. Ένα βιβλίο για την Ελλάδα] (1953). Για τη νέα αυτή έκδοση, όχι μόνο αναθεωρήθηκε το αρχικό κείμενο, αλλά γράφτηκαν και εντελώς νέα αποσπάσματα, όπως το κεφάλαιο „Schustergasse“ [«Ο δρόμος των τσαγγάρηδων»]. Εκεί, ο Κέστνερ περιγράφει τα προαναφερθέντα αθηναϊκά παλαιοπωλεία στην παλιά πόλη (Hiller von Gaertringen, 1994, 272-273).
Μέχρι τώρα, υποθέταμε ότι ο Κέστνερ είχε συγκεντρώσει τη συλλογή του αποκλειστικά μετά τον πόλεμο καθώς λόγω της αιχμαλωσίας του από τους Βρετανούς, της παραμονής του στο αγγλικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου στην Αίγυπτο (Tumilat) και στο στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου Wilton Park7Στρατόπεδο Αιχμαλώτων Πολέμου 300, Wilton-Park κοντά στο Μπίκονσφιλντ (Μπάκινγχαμσάιρ): πρβλ. καρτ-ποστάλ του Κέστνερ προς τη μητέρα του, 26.12.1946 (HAB 6.1/9 No. 30). στην Αγγλία, είναι εύλογο να σκεφτούμε πως τα αντικείμενα θα είχαν κατασχεθεί και δεν θα του είχαν επιστραφεί.
Η Αλεξάνδρα Κάνκελάιτ, η οποία εργάζεται στο ερευνητικό πρόγραμμα που εξετάζει την Ιστορία του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αθήνας κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου8Λίγο πριν από την ολοκλήρωση μιας παρουσίασης στα τέλη Ιανουαρίου 2018, η αναθεωρημένη γραπτή μορφή της οποίας αποτελεί το παρόν δοκίμιο, έλαβα τις παραπάνω πληροφορίες από την Αλεξάνδρα Κάνκελάιτ, βλ. επίσης Kankeleit, 2017. και ξεκίνησε το 2016, παρείχε στην συγγραφέα πολύτιμες πληροφορίες που μένει ακόμη να μεταδοθούν. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας δεν είναι ακόμη δμοσιευμένα. Τα τρέχοντα δεδομένα έχουν ως εξής:
Ο Έρχαρτ Κέστνερ συνδέθηκε φιλικά με τη Μαρίκα Βελουδίου (1894-1990) κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα. Η Βελουδίου είχε διοριστεί επίσημη ξεναγός από τη γερμανική τοπική διοίκηση στην Αθήνα και οργάνωνε αρχαιολογικές περιηγήσεις για τα μέλη της Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια της κατοχής (Hiller von Gaertringen, 1994, 91; 130). Φύλαξε κάποια από τα προσωπικά αντικείμενα του Κέστνερ κατά τη διάρκεια του πολέμου, μεταξύ των οποίων πιθανότατα και 400 βιβλία για την Ελλάδα, όπως έγραψε ο Κέστνερ στη μητέρα και την αδελφή του από την Αίγυπτο τον Αύγουστο του 1946. Ομοίως, ο Κέστνερ αναφέρει στην νέα εκδοχή του βιβλίου του, το Ölberge, Weinberge, μια συμφωνία μεταξύ της Μαρίκας Βελουδίου και ενός Άγγλου αξιωματικού: «Λίγο μετά τον πόλεμο, ενώ ήμουν από καιρό ακόμα αιχμάλωτος πολέμου, είχε αναγκάσει έναν υψηλόβαθμο της βρετανικής αεροπορίας να πάρει μια βαλίτσα που είχα αναγκαστεί να αφήσω πίσω στην Αθήνα το ‘43 με αεροπλάνο στην Αγγλία, προκειμένου να επιστραφεί στα χέρια μου κάνοντας αυτήν την παράκαμψη» (Kästner, 1953, 32). Ο Κέστνερ δεν αναφέρει αν, ανάμεσα στα πράγματα που φύλαγε η Βελουδίου ή στη βαλίτσα που αναφέρθηκε, ήταν ενδεχομένως και αρχαία αντικείμενα.
Η Μαρίκα Βελουδίου ήταν επίσης αυτή την οποία επισκέφθηκε για πρώτη φορά ο Κέστνερ κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα και δη στην Αθήνα μετά τον πόλεμο, το 1952, και η οποία τον φιλοξένησε. Η Γ. Χ. φον Γκέρτρινγκεν είχε αρκετές συνομιλίες με τη Μαρίκα Βελουδίου στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις κατέγραψε σε κασέτες ήχου. Αυτές επεξεργάστηκε εκ νέου από η Αλεξάνδρα Κάνκελάιτ. Σε μια συνομιλία, η Μαρίκα Βελουδίου αναφέρει τετράδραχμα που είχε φυλάξει για τον Κέστνερ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν υπάρχουν περαιτέρω αναφορές για αυτήν τη συγκεκριμένη ή οποιαδήποτε συλλογή αρχαίων αντικειμένων.9Η περαιτέρω έρευνα στην αρχειακή περιουσία του Έρχαρτ Κέστνερ στην Βιβλιοθήκη Χέρτσογκ Αουγκούστ στο Βόλφενμπύτελ (μέσα Φεβρουαρίου 2018) επιβεβαίωσε αρχικά τις πληροφορίες που λάβαμε τηλεφωνικά από την Χίλερ φον Γκέρτρινγκεν το 2013. Ελπίζουμε, ωστόσο, σε περαιτέρω νέα αποτελέσματα από το ερευνητικό έργο πάνω στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, διότι η διατριβή της Χίλερ φον Γκέρτρινγκεν δεν αναφέρει πουθενά τη συλλογή αρχαιοτήτων – η τηλεφωνική μας συνομιλία στο πλαίσιο της εργασίας για τον κατάλογο της έκθεσης Bürgerschätze. Sammeln für Hannover – 125 Jahre Museum August Kestner, 12.09.2013 – 02.03.2014 [Θησαυροί των πολιτών, Συλλογές για το Ανόβερο – 125 χρόνια Μουσείου August Kestner, 19.09.2013-02.03.2014] σε σχέση με τις συλλογές δεν απέδωσε περαιτέρω πληροφορίες. Πρβλ. Siebert, 2013.
Ο «εραστής» της Ελλάδας
Ποιος ήταν ο «εραστής» της Ελλάδας, Έρχαρτ Κέστνερ [http://www.deutschefotothek.de/documents/obj/80546100];10Οι παραπομπές στη βιογραφία βασίζονται κυρίως στις παραπομπές των Hiller von Gaertringen, 1994, και Nauhaus, 2003. Μια ματιά στις διάφορες μονογραφίες και τα δοκίμια που έχουν κυκλοφορήσει πρόσφατα για τον πρώην διευθυντή της Βιβλιοθήκης Χέρτσογκ Αουγκούστ στο Βόλφενμπύτελ δίνει μια εικόνα αδιαφορίας για τον Κέστνερ ως πρόσωπο, ανάλογα με την πρόθεση του εκάστοτε συγγραφέα.
Τα ακόλουθα έργα περιγράφονται συνοπτικά και παρουσιάζονται σε επιλογή: Η Γιούλια Χίλλερ φον Γκέρτρινγκεν μελέτησε την εκτεταμένη συγγραφική κληρονομιά του Έρχαρτ Κέστνερ στην Βιβλιοθήκη Χέρτσογκ Αουγκούστ του Βόλφενμπύτελ. Η διατριβή της, που δημοσιεύθηκε το 1994, είναι η πρώτη λεπτομερής προσωπική βιογραφία, η οποία παρουσιάζει ταυτόχρονα την ταξινόμηση του λογοτεχνικού έργου του Κέστνερ και συνοπτικά την εξέταση της υποδοχής του έργου του μέχρι το 1992.
Με διαφορετική εστίαση, επίσης εξετάζοντας την κληρονομιά του Κέστνερ, η Γιούλια Νάουχαους (2003) εξηγεί τη σχέση του Κέστνερ με την τέχνη και τους καλλιτέχνες της εποχής του με βάση επιστολές και χειρόγραφα έργων. Αντίθετα, ο Αρν Στρομάιερ (2006) αντιμετωπίζει εξαιρετικά κριτικά το «συνολικό φαινόμενο» Κέστνερ, αυτού του λατρευτού συγγραφέα των δεκαετιών του 1950 και 1960, αναδεικνύοντάς τον ως «συγγραφέα της Βέρμαχτ».11Για τα προβλήματα της σκληρής κριτικής του Στρομάιερ στον Κέστνερ βλ. επίσης Gilbert, 2011, 259.
Η Χέλγκα Κάρενμπροκ (2015) παρουσιάζει το λογοτεχνικό έργο του Κέστνερ στο πλαίσιο της ελληνογερμανικής μνημονικής κουλτούρας, εστιάζοντας στη σύγκριση των βιβλίων Griechenland και Ölberge, Weinberge.
Η Ναυσικά Μυλωνά (2015) ασχολείται με τους αφορισμούς για το φως και τις δελφικές περιγραφές του Κέστνερ και τους συγκρίνει με άλλους εθνικοσοσιαλιστές συγγραφείς στο πλαίσιο της ναζιστικής ιδεολογίας. Ο Φρανκ Σουλτς-Νίζβαντ (2017) υιοθετεί μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση ανακατασκευάζοντας το λογοτεχνικό έργο του Έρχαρτ Κέστνερ από την οπτική γωνία της διακειμενικότητας και των θρησκευτικών σπουδών.
Για να κατανοήσουμε τον συγγραφέα Κέστνερ, είναι απαραίτητο – παρά τις γραμματολογικές και ιστορικές εκτιμήσεις – να δώσουμε στο σημείο αυτό μια βιογραφική σύνοψη, η οποία θα παρέχει τις απαραίτητες, βασικές πληροφορίες ώστε να καταφέρουμε να κατατάξουμε το λογοτεχνικό έργο. Έτσι, ο ίδιος ο Κέστνερ θα έχει τον λόγο μερικές φορές. Τα αποσπάσματα φαίνεται να είναι ο καλύτερος τρόπος για να κοιτάξει κανείς πίσω από τον συγγραφέα.
Ο Έρχαρτ Κέστνερ μεγάλωσε ως το τρίτο από τα πέντε παιδιά του καθηγητή γυμνασίου Χάινριχ Φρήχτριχ Κέστνερ και της συζύγου του Ελισάβετ (το γένος Ζάιντλ) σε ένα συντηρητικό μεσοαστικό οικογενειακό περιβάλλον. Πέρασε τα παιδικά και σχολικά του χρόνια στο Ρέγκενσμπουργκ και το Άουγκσμπουργκ, ενώ την άνοιξη του 1922 πήρε το απολυτήριο [Abitur], το οποίο, όπως ο ίδιος έλεγε, ολοκλήρωσε «ως ένας εθνικά σκεπτόμενος μορφωμένος πολίτης που θεωρούσε τον εαυτό του ένα εκλεκτό μέλος μιας ιδιαίτερης πνευματικής αριστοκρατίας» (Hiller von Gaertringen, 1994, 41). Ξεκίνησε πρώτα μια διετή εμπορική εκπαίδευση σε ένα παλαιοπωλείο της Λειψίας, προκειμένου να έχει μια «δουλειά για να βγαίνει το ψωμί» στους οικονομικά ταραγμένους καιρούς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στα χρόνια πριν από τη Μεγάλη Ύφεση. Ωστόσο, ήδη παράλληλα με την εργασία του παρακολουθούσε διαλέξεις και σεμινάρια στο πανεπιστήμιο, προτού τελικά σπουδάσει γερμανικά, ιστορία και φιλοσοφία στη Λειψία, το Φράιμπουργκ και το Κίελο.
Ο βιβλιοθηκάριος
Αφού ολοκλήρωσε τη διατριβή του στη γερμανική φιλολογία12Erhart Kästner, Wahn und Wirklichkeit im Drama der Goethezeit. Eine dichtungsgeschichtliche Studie über die Form der Wirklichkeitserfassung, Leipzig, J.J. Weber, 1929. , ο Κέστνερ ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως βιβλιοθηκάριος με μια πρακτική άσκηση (1927-1929) στην Κρατική Βιβλιοθήκη της Σαξονίας στη Δρέσδη και στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Λειψίας. Η επιτυχία στις εξετάσεις για την ανώτερη υπηρεσία βιβλιοθήκης οδήγησε σε μόνιμη θέση στην Κρατική Βιβλιοθήκη της Σαξονίας από το 1930. Τα ποικίλα καθήκοντα του Κέστνερ περιλάμβαναν το τμήμα φυσικών επιστημών καθώς και ειδικά καθήκοντα στον τομέα των χειρογράφων και των εκθέσεων της ίδιας της βιβλιοθήκης. Είχε ήδη διακριθεί στον τομέα αυτό κατά τη διάρκεια της πρακτικής του άσκησης, όταν κατάφερε να αποκτήσει την πρώτη του εμπειρία με την ευκαιρία της αφιερωματικής έκθεσης για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Λέσινγκ (1929) στο Νέο Δημαρχείο της Δρέσδης και έλαβε μεγάλη αναγνώριση από τον διευθυντή της Κρατικής Βιβλιοθήκης της Σαξονίας, Δρ. Μάρτιν Μπόλερτ. Έτσι, ανατέθηκε στον Κέστνερ η επιμέλεια μιας άλλης έκθεσης και η δημιουργία του καταλόγου της: η Έκθεση Γκαίτε το 1932 στην Brühschle Terrasse.
Ο Κέστνερ ήταν από σκεπτικιστής έως εχθρικός προς τις εθνικοσοσιαλιστικές εξελίξεις της εποχής, αν και εξίσου καιροσκόπος, καθώς είχε ανέκαθεν την τάση να απέχει από πολιτικές δραστηριότητες. Υιοθέτησε μια παθητική στάση αναμονής απέναντι στη νέα πολιτική κατάσταση, η οποία έγινε σαφής με τον διορισμό του Αδόλφου Χίτλερ ως καγκελάριου του Ράιχ στις 30 Ιανουαρίου 1933. Παρά την επιφυλακτικότητά του, ο Μάρτιν Μπόλερτ κατάφερε να εξασφαλίσει τον διορισμό του νεαρού του συναδέλφου το 1934 στη θέση του επικεφαλής του τμήματος χειρογράφων, το οποίο συνδέθηκε με την δημιουργία ή την επανίδρυση ενός ειδικού μουσείου βιβλίων που φιλοξένησε επιτυχημένες περιφερειακές εκθέσεις (Kästner, 1936- Nauhaus, 2003, 41-54).13Erhart Kästner, „Das Hausmuseum der Dresdner Bibliothek“, Zeitschrift für Bücherfreunde, H. 1 (1936); Nauhaus, 2003, 41–54. Αυτές οι δραστηριότητες αναδεικνύουν ήδη τα ενδιαφέροντα και τα σημεία εστίασης του Κέστνερ κατά τη διάρκεια της θητείας του ως διευθυντή στο Βόλφενμπύτελ.
Κατά την ιδιαίτερα διαμορφωτική περίοδο της Λειψίας και της Δρέσδης, ο Έρχαρτ Κέστνερ εξασφάλισε πολλές επαφές με καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και εκδότες, οι οποίες θα καθόριζαν αργότερα την περαιτέρω σταδιοδρομία του.
Ο ιδιωτικός γραμματέας του Γκέρχαρτ Χάουπτμαν
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνάντηση με τον Γκέρχαρτ Χάουπτμαν το 1934.14Ο Αμερικανός μελετητής του Χάουπτμαν, Βάλτερ Α. Ράιχερτ, είχε επιστήσει την προσοχή του συγγραφέα στον νεαρό βιβλιοθηκάριο – βλ. αναλυτικά Hiller von Gaertringen, 1994, 47-57. Μετά από μια επίσκεψη του συγγραφέα και της συζύγου του στο Μουσείο Βιβλίου και μια ξενάγηση από τον Έρχαρτ Κέστνερ, ακολούθησε μια πρόσκληση στο Αγκνέτεντορφ στη βίλα Βίζενστάιν, κατοικία του Χάουπτμαν από το 1901.15«Όλα αυτά τα έχω σχεδόν ονειρευτεί, από τότε που διάβασα για πρώτη φορά το Michael Kramer ξαπλωμένος στο χαλί του κρεβατιού στο δωμάτιό μου σε ηλικία 16 ετών». E. Κέστνερσε επιστολή προς τη μητέρα του με ημερομηνία 10.10.1934 – παρατίθεται από Hiller von Gaertringen, 1994, 47. Ο Χάουπτμαν προσέφερε στον Κέστνερ τη θέση του προσωπικού του γραμματέα. Ο Κέστνερ, ο οποίος άδραξε την ευκαιρία για να ξεφύγει από τις ολοένα και πιο δύσκολες περιρρέουσες συνθήκες στη Δρέσδη, έλαβε την απαραίτητη άδεια από την υπηρεσία της βιβλιοθήκης, η οποία εξασφάλιζε ταυτόχρονα τη δυνατότητα επιστροφής στη θέση του. Ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα τον Ιούνιο του 1934.16Η συνάντηση αυτή αποτυπώνεται στην εκτεταμένη αλληλογραφία μεταξύ του Κέστνερ και του Χάουπτμαν. Πρβλ. Hiller von Gaertringen, 1994, passim.
Ο Κέστνερ περιέγραψε αυτή τη σημαντική για αυτόν περίοδο ως όχι πάντα εύκολη, καθώς ο Χάουπτμαν ήταν πολύ απαιτητικός και όχι πολύ ανοιχτός στην κριτική, όπως άφηνε να ενοηθεί ο νεαρός ιδιωτικός γραμματέας σε επιστολές προς φίλους του: «Χάνεται κανείς τόσο πολύ και αυτή η αιώνια εξάρτηση πιέζει τόσο πολύ όλη μου τη διάθεση, που δεν νομίζω ότι θα το κάνω για πολύ ακόμα».17E. Κέστνερ σε επιστολή του προς την Ελίζαμπετ Γιούνγκμαν, την προκάτοχό του στο αξίωμα πλάι στον Χάουπτμαν, με ημερομηνία 09.09.1936 – παρατίθεται από Hiller von Gaertringen, 1994, 52 στη σημείωση 165.
Τελικά, ο Κέστνερ επέστρεψε στην υπηρεσία της βιβλιοθήκης και η σχέση του με τον Χάουπτμαν βελτιώθηκε εμφανώς. Μια ισόβια φιλία, σχεδόν μια σχέση πατέρα και γιού, επρόκειτο να αναπτυχθεί [http://www.deutschefotothek.de/documents/obj/80546110].
Μεταξύ βιβλιοθήκης και πολεμικής υπηρεσίας
Η επιστροφή του Κέστνερ στη Δρέσδη και η ανάληψη καθηκόντων του ξεκίνησε με ένα προγραμματικό πρωτοχρονιάτικο κάλεσμα του ναζιστικού καθεστώτος από τους συναδέλφους του, «μια γνησίως φριχτή συνέλευση λεμούριων, χωρίς αίμα ανθρωποειδών που έλεγαν ασυναρτησίες και ψιθύριζαν λόγια για το δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, το κόμμα και την αυστηρή τιμωρία», όπως σημειώνει ο ίδιος (Hiller von Gaertringen, 1994, 57). Ωστόσο, η παραμονή του στη Δρέσδη δεν κράτησε πολύ, διότι μετά από μια άλλη έκθεση18Τίτλος της έκθεσης: «Σύγχρονοι ποιητές ως ζωγράφοι, σχεδιαστές και γλύπτες» την οποία είχε οργανώσει ο Κέστνερ για το Μουσείο Βιβλίου, μετατέθηκε στη Λειψία το καλοκαίρι του 1938. Εδώ επρόκειτο να εργαστεί για την έκθεση Γκούτενμπεργκ του Ράιχ [Gutenberg-Reichsausstellung] που είχε προγραμματιστεί από το Υπουργείο Επιστημών, Αγωγής και Εθνικής Παιδείας του Ράιχ για το 1940, αλλά αυτή αναβλήθηκε επ‘ αόριστον αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου. Έτσι επέστρεψε στη Δρέσδη και στην Κρατική Βιβλιοθήκη.
Μέχρι τότε, παρά τις παραχωρήσεις του προς την εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση,19Πήρε το πιστοποιητικό του άριου και υπέβαλε το ερωτηματολόγιο που όριζε ο νέος νόμος για την στελέχωση των δημόσιων θέσεων – έκανε επίσης εγγραφή στα μαθήματα της Ράιχσβερ (Οκτώβριος 1934- Μάρτιος 1935). Πρβλ. Hiller von Gaertringen, 1994, 45-46. παραιτούμενος από την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, είχε καταφέρει να αποφύγει κάθε κομματική πολιτική συμμετοχή. Την 1η Ιανουαρίου 1940 προσχώρησε στο NSDAP (Hiller von Gaertringen, 1994, 63-64- Klee, 2007, 291). Μόλις ένα τέταρτο του έτους αργότερα κλήθηκε για βασική στρατιωτική εκπαίδευση20Τάγμα κατασκευών της Luftwaffe 1 στο Luftgau IV (2ος Λόχος). την οποία περιέγραψε ως ένα «παράξενο μείγμα ηλίθιας απραξίας και απόλυτης δουλείας» (Hiller von Gaertringen, 1994, 64). Ο Κέστνερ δεν ένιωθε ιδιαίτερη επιθυμία να εκπαιδεύσει νεοσύλλεκτους ως οπλίτης, ενώ και οι άλλες στρατιωτικές δραστηριότητες έμοιαζαν να απορροφούν το μυαλό του. Η εκπαίδευση ως υπαξιωματικός και μια άριστη εξέταση άνοιξαν την προοπτική της καριέρας του αξιωματικού.
Η συλλογή Τέπφερ
Για άλλη μια φορά, ωστόσο, η εμπειρία του στη βιβλιοθήκη ήταν περιζήτητη. Τον Μάρτιο του 1941, ο Κέστνερ ανέλαβε από τον διευθυντή της Πινακοθήκης της Δρέσδης και ειδικό αντιπρόσωπο του Φύρερ, Χανς Πόσε (1879-1942) (Schwarz, 2004, 77-85) να οργανώσει την αγορά της βιβλιοθήκης του Εβραίου Αυστριακού δικηγόρου Λούντβιχ Τέπφερ. Ο Τέπφερ είχε μεταναστεύσει στη νότια Γαλλία το 1938 και αναγκάστηκε να αφήσει πίσω του τη συλλογή του. Τα βιβλία προορίζονταν για την „Führerbibliothek“, την Βιβλιοθήκη του Φύρερ, στο μουσείο του Λιντς21Για τη βιβλιοθήκη Τέπφερ, η οποία περιήλθε μετά τον πόλεμο στην κατοχή του γερμανικύ κράτους, βλέπε Wägenbaur 2005, passim – Schumacher 2012, passim. Επίσης, το Deutsches Zentrum Kulturgutverluste [Γερμανικό Κέντρο για τα Απολεσθέντα Πολιτισμικά Αγαθά] ή Lost Art-Datenbank: https://www.lostart.de/de/Fund/591829, [πρόσβαση στο 21.02.2021). Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε Tisa Francini/Heuss/Kreis, 2001, 269 επ. (Hiller von Gaertringen, 1994, 66). Το γεγονός ότι αυτό ήταν ένα πολύ προβληματικό έργο από τη σημερινή σκοπιά δεν χρειάζεται να αναφερθεί. Ωστόσο, ένα πράγμα δεν πρέπει να μείνει ασχολίαστο σε αυτό το πλαίσιο: το 1972, η Βιβλιοθήκη Χέρτσογκ Αουγκούστ, της οποίας ο Κέστνερ ήταν επικεφαλής μέχρι το 1968, έλαβε τμήματα της βιβλιοθήκης του Τέπφερ ως μόνιμα δάνεια από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αναλαμβάνοντας εμπιστευτικά τη φύλαξή τους. Τον Μάρτιο του 2020, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απέκτησε την ιδιωτική αυτ’η βιβλιοθήκη μετά την επιστροφή της στους κληρονόμους τον Φεβρουάριο του 2020.22https://www.juedische-allgemeine.de/kultur/bund-erwirbt-wertvolle-buechersammlung-von-erben/ https://www.juedische-allgemeine.de/kultur/bund-erwirbt-wertvolle-buechersammlung-von-erben/, είδηση με ημερομηνία 05.03.2020 [ανακτήθηκε στις 21.02.2021] , https://www.frankfurt-live.com/die-bibliothek-ludwig-töpfer-120024.html https://www.frankfurt-live.com/die-bibliothek-ludwig-töpfer-120024.html, είδηση από τις 06.03.2020, [ανακτήθηκε στις 21.02.2021 ]. Η βιβλιοθήκη, η οποία κάποτε αποτελούνταν από περίπου 10.000 βιβλία και αποκτήθηκε από τον Μάρτιν Μπόρμαν το 1943, περιέχει περίπου 2.300 τόμους.
Προς την Ελλάδα
Μία ημέρα μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, στις 7 Απριλίου 1941, ο Κέστνερ κλήθηκε στο Υπουργείο Αεροπορίας του Ράιχ στο Βερολίνο και ρωτήθηκε για τις γνώσεις του στα νέα ελληνικά. Στις 27 Απριλίου 1941, η γερμανική Βέρμαχτ έφτασε στην Αθήνα και, υψώνοντας τη σημαία με τη σβάστικα στην Ακρόπολη, έδειξε ξεκάθαρα ποιοι ήταν οι νέοι κυβερνήτες. Αυτό σηματοδότησε την έναρξη μιας άνευ προηγουμένου οικονομικής λεηλασίας όχι μόνο της ελληνικής πρωτεύουσας, η οποία έφτασε σε μια κορύφωση τόσο δραματική όσο και ηθικά καταδικαστέα, με τον καταστροφικό λιμό το χειμώνα του 1941/42 (Králová, 2016, 42-47).
Στις 16 Ιουνίου 1941, ο Έρχαρτ Κέστνερ, του οποίου το Abitur είχε πιστοποίηση Graecum [επάρκειας σε σχέση με τα αρχαία ελληνικά] τοποθετήθηκε στο Λουφτγκαουκομμάντο Νοτιοανατολικού Τομέα II στην Αθήνα ως διερμηνέας. Ως μέλος του λόχου, εργάστηκε στο κέντρο που προετοίμαζε ψυχολογικά τους πιλότους, γεγονός το οποίο του έδωσε την ευκαιρία να ξεφύγει από την ενεργό υπηρεσία στα όπλα και στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Η Αθήνα προσέφερε – παρά τη δραματική ανθρωπιστική κρίση του πληθυσμού που λιμοκτονούσε – ένα κατάλληλο πολιτιστικό αντιστάθμισμα για το μέλος της Βέρμαχτ, ακόμη και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο Κέστνερ μπορούσε να αντισταθμίσει το πνευματικό κενό των στρατιωτικών του καθηκόντων με επισκέψεις σε μουσεία και θέατρα ή με εκδρομές στη γύρω περιοχή. Τα διαλείμματα ανάγνωσης στη βιβλιοθήκη του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, το οποίο είχε καταρτίσει μια μικρή βιβλιοθήκη αναφοράς με τη σημαντικότερη βιβλιογραφία για τον ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία και την αρχαιολογία ειδικά για τα γερμανόφωνα μέλη της Βέρμαχτ23Βλ. τις ετήσιες εκθέσεις του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Γερμανικού Ράιχ: οικονομικό έτος 1941/42 (JdI 57, 1942, VIII) και οικονομικό έτος 1942/43 (JdI 58, 1943, VI)., σίγουρα προώθησαν με τον δικό τους τρόπο το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για την Ελλάδα, όπως και η γνωριμία του με αρχαιολόγους που εργάζονταν στην περιοχή οδήγησε σε τόνωση, κυρίως σε πολιτιστικό-ιστορικό επίπεδο. Οι επαφές με τους αρχαιολόγους Γκάμπριελ Βέλτερ (1890-1954)24Πρβλ. „Gabriel Welter“ στη Βικιπαίδεια. Η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια, επεξεργασία: 4 Μαΐου 2022 [πρόσβαση 08.06.2022], https://de.wikipedia.org/w/index.php?title=Gabriel_Welter&oldid=222603095. και Έμιλ Κούντσε (1901-1994)25Από το1938 έως το1942 διευθυντής ανασκαφών στην Ολυμπία. Πρβλ. Fittschen, 1995, 2-7- Schiering, 1995, 13-29. καθώς και με τον διευθυντή του ινστιτούτου Βάλτερ Βρέντε (1893-1990)26Ο Βρέντε ήταν αρχικά δεύτερος και στη συνέχεια πρώτος Γραμματέας στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στην Αθήνα. Σε αυτό το αξίωμα ήταν στη συνέχεια συντονιστής της τοπικής ομάδας στην Αθήνα και επίσης περιφερειακός συντονιστής της ΑΟ του NSDAP Ελλάδας. Πρβλ. Krumm, 2012., τη βίλα του οποίου ο Κέστνερ προστάτευε προσωρινά ως φύλακας, ήταν με τον δικό τους τρόπο όλες διαμορφωτικές. Ορισμένες από τις εντυπώσεις του από αυτές τις εκδρομές και τις γνωριμίες δημοσιεύτηκαν σε άρθρα που δεν εμφανίστηκαν μόνο σε εφημερίδες του μετώπου.
Η χώρα των ελαιώνων και των αμπελώνων
Κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στην Αίγινα τον Ιανουάριο του 1942, την οποία ο Κέστνερ πραγματοποίησε με σύντροφό του τον Χέλμουτ Κάουλμπαχ (1908-1942), γεννήθηκε η ιδέα για ένα βιβλίο για την Ελλάδα. Με την υποστήριξη του άμεσου προϊσταμένου τους, ταγματάρχη Μπρούνο Σάαρ, οι δύο τους έλαβαν την επίσημη εντολή από τον διοικητή της Λουφτγκάου Νοτιοανατολικού Τομέα, στρατηγό Βίλχελμ Μάιερ27Πρβλ. „Wilhelm Mayer (General)“ στη Βικιπαίδεια. Η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια, επεξεργασία: 1 Φεβρουαρίου 2018 [πρόσβαση 12.06.2022], https://de.wikipedia.org/w/index.php?title=Wilhelm_Mayer_(General)&oldid=173563438., να ταξιδέψουν στην Ελλάδα. Συγκέντρωσαν υλικό για ένα βιβλίο που θα είχε σκοπό «να δώσει στους αξιωματικούς και τα πληρώματα που περνούν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου ένα μικρό βιβλίο αναμνήσεων και εισαγωγής στα αναμνηστικά και τις ομορφιές της χώρας» (Hiller von Gaertringen 1994, 96-108- Strohmeyer, 2000, 8- Strohmeyer, 2006, 39). Ο Κάουλμπαχ, ο οποίος δεν πρόλαβε να δει την έκδοση του βιβλίου, επιμελήθηκε τις εικονογραφήσεις με τη μορφή μικρών σχεδίων.
Ήταν, όπως το θέτει η Μιχαέλα Πρίντσιγκερ, «ένα βιβλίο με την αίσθηση του στρατηγού Μάιερ: δεν λείπει ούτε η σύγκριση των Γερμανών στρατιωτών με τους ξανθούς Αχαιούς του Ομήρου, ούτε η αντιπαράθεση του Ηρακλή και του Ζήγκφριντ, ούτε οι ιδεολογικές αντιθέσεις του ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών στερεοτύπων για τους Έλληνες. Κι όμως, στον πυρήνα του περιέχει ήδη την πρωτότυπη προσέγγιση του Κέστνερ στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό» (Prinzinger, 19.3.2017).
Ο Έρχαρτ Κέστνερ θεωρούσε τον εαυτό του «απεσταλμένο» του Χάουπτμαν στην Ελλάδα (Hiller von Gaertringen, 1994, 258). Ο Χάουπτμαν είχε δώσει στον Κέστνερ ένα διαχρονικό παράδειγμα με το δικό του ταξίδι στην Ελλάδα το 1907 και το βιβλίο Griechischer Frühling [Ελληνική Άνοιξη] που εκδόθηκε το 1909. Ο Κέστνερ είδε την ευκαιρία να εξερευνήσει τη χώρα μέσω της γραφής και είδε τις λογοτεχνικές του δραστηριότητες ως συνέχεια αυτού ακριβώς του έργου: «Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό που γράφω εκεί για το Λούφτγκαου μας, παρά μόνο η πολυαγαπημένη Ελληνική Άνοιξη ούτως ή άλλως», έγραφε ο Κέστνερ στον Χάουπτμαν ?(Prinzinger, 19.3.2017).
Αυτή ήταν η αρχή των πολυάριθμων βιβλίων του Κέστνερ για την Ελλάδα, τα οποία εκδίδονται ακόμη και σήμερα, και ίσως και η αφορμή για τη συλλογή αρχαίων έργων τέχνης του. Τα βιβλία αυτά, βασισμένα στις εμπειρίες του Κέστνερ ως μέλους των γερμανικών δυνάμεων της Κατοχής στην Ελλάδα μεταξύ 1941 και 1945, ενέπνευσαν γενιές ταξιδιωτών στην Ελλάδα.
Για τον Κέστνερ, η Ελλάδα δεν είναι η χώρα της ρομαντικής περισυλλογής, αλλά μάλλον των ελαιώνων και των αμπελώνων, της καθημερινής αντιμετώπισης των πολύ συγκεκριμένων καθηκόντων της ζωής, για την εκπλήρωση των οποίων η ταπεινή, σίγουρη για τον εαυτό της σεμνότητα των απλών βοσκών του βουνού είναι καταλληλότερη από την άκαρπη αναπόληση παλαιότερων ιστορικών μεγεθών, η οποία τελικά παραλύει τη θέληση για ζωή. Η γλώσσα του Κέστνερ τιθασεύεται πάντοτε από μια σχεδόν κλασική επίγνωση της μορφής, ικανή να ανθίσει στο όραμα μιας εικόνας, η οποία, εκτός από τη λιτότητα της γραμμής, χαρακτηρίζεται επίσης από άρωμα, ήχο και χρώμα.
Έτσι τοποθετήθηκε η Süddeutscher Rundfunk με αφορμή την έκδοση τσέπης του Ölberge, Weinberge τον Μάρτιο του 1974.28Το απόσπασμα προέρχεται από την ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου Suhrkamp: http://www.suhrkamp.de/buecher/oelberge_weinberge-helmut_kaulbach_31755.pdf [πρόσβαση στις 01.06.2022]. Εν τω μεταξύ (26.10.2020), κυκλοφόρησε η 21η έκδοση του Ölberge, Weinberge. Την άνοιξη του 1952, ο Κέστνερ επέστρεψε στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο για να βάλει τις τελευταίες πινελιές στο χειρόγραφο του Ölberge, Weinberge. Για να το κάνει αυτό, χρειαζόταν βίζα, την οποία έπρεπε να ζητήσει στο προξενείο του Αμβούργου. Έγραψε στη μητέρα του σχετικά με αυτό:
Πρέπει να ορκιστεί κανείς ότι δεν ήταν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Δεν ξέρω ακόμα πώς θα ξεφύγω από αυτό, είναι όπως πάντα με τα ερωτηματολόγια, ακόμα κι αν έχεις την ελαφρότερη συνείδηση: αν πεις ναι, προκαλούνται απελπιστικές συνέπειες, αν πεις όχι, έχεις το βάρος της συνείδησής σου (παρατίθεται από Hiller von Gaertringen, 1994, 321 σημ. 44.)
Δεν είναι γνωστό πώς ο Κέστνερ έλυσε αυτό το πρόβλημα, πάντως έφτασε στον Πειραιά με πλοίο από το Μπρίντιζι στις 23 Απριλίου 1952 – έντεκα χρόνια μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα.
Η «καθαρισμένη», μεταπολεμική έκδοση του έργου αυτού, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1953, προσφέρεται ως «νέα έκδοση του βιβλίου Griechenland (Βερολίνο: οίκος Gebr. Mann 1942), το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως σκίτσο για τον παρόντα τόμο» (Kästner, 1953, 4)29Πρόλογος τυπωμένος στο οπισθόφυλλο της πρώτης έκδοσης του Ölberge, Weinberge που εκδόθηκε από τηνInsel-Verlag το 1953.. Ο όρος «σκίτσο» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έκδοση της εποχής του πολέμου ως ημιτελή, ως χειρόγραφο με σκέψεις που υπήρξε μόνο ως ιδέα, πράγμα που δεν ήταν.
Έτσι η περίοδος της γερμανικής κατοχής, τα γεγονότα που συνδέονται με αυτήν, οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού από μέλη της γερμανικής Βέρμαχτ,30Σύντομη ιστορική επισκόπηση στο Hiller von Gaertringen 1994, 73-76- Strohmeyer 2006, 16-32. δεν αποτυπώνονται στα βιβλία του Κέστνερ. Μόνο περιστασιακά θεματοποιούνται ο πόλεμος και οι συνέπειές του, οι Γερμανοί κατακτητές περιγράφονται ακόμη και ως ευπρόσδεκτοι και άξιοι θαυμασμού, όπως τεκμηριώνεται από μια σκηνή σε άμεση γειτνίαση με το ιερό της Ολυμπίας: «Σε ένα λιβάδι του βουνού στάθηκα για πολλή ώρα με μια οικογένεια βοσκών. Ο άντρας ήταν στρατιώτης στη γραμμή Μεταξά.31Αμυντικό σώμα του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια του Β‘ Παγκοσμίου Πολέμου κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Όπως παντού στην Ελλάδα, ο απλός άνθρωπος δεν έχει παρά πανάρχαιο σεβασμό και θαυμασμό για τη Γερμανία» (Kästner, 1942, 138-140).
Οι «ξανθοί Αχαιοί» και η «επιχείρηση Merkur»
Στο βιβλίο Griechenland που δημοσιεύθηκε το 1942/3, η νίκη των βόρειων Γερμανών και η επιστροφή της άριας φυλής στην προγονική της νότια γη είναι ακόμα πολύ κοντά στις εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες. Ετσι, δεν αποτελεί έκπληξη όταν στο πρώτο κεφάλαιο οι Γερμανοί στρατιώτες που επιστρέφουν από την Κρήτη περιγράφονται ως «οι ξανθοί Αχαιοί του Ομήρου, οι ήρωες της Ιλιάδας». Στο κείμενο αναφέρονται τα εξής:
Σε αυτό το σημείο της διαδρομής μας, συναντήσαμε ένα τρένο που κατευθυνόταν βόρεια και μας περίμενε σε ένα σημείο διέλευσης της μοναδικής γραμμής. Ήταν άνδρες από την Κρήτη που προέρχονταν από εκεί και τώρα αντιμετώπιζαν έναν νέο προορισμό και έναν νέο αγώνα. Η αμαξοστοιχία μας έσπρωχνε αργά κατά μήκος της παρακείμενης γραμμής των βαγονιών. Πάνω στα ανοιχτά επίπεδα βαγόνια του τρένου στέκονταν σταθερά αγκυροβολημένα τα όπλα, τα μηχανοκίνητα βαγόνια και οι τροχοί, διάστικτοι από τη σκόνη, μιλώντας πιο καθαρά από τους ανθρώπους για τις κακουχίες που είχαν επιβιώσει. Πάνω τους και ανάμεσά τους στέκονταν και κείτονταν οι ήρωες της μάχης, μεγαλειώδεις μορφές. Όλοι τους φορούσαν μόνο σορτς, μερικοί φορούσαν κράνη, και αλληθωρίζανε μέσα από τα γυαλιά ηλίου τους στο λαμπερό πρωινό. Τα σώματά τους είχαν καεί, είχαν γίνει χάλκινα από τον ελληνικό ήλιο, τα μαλλιά τους λευκά, ξανθά.
Ήταν εκεί, οι „ξανθοί Αχαιοί“ του Ομήρου, οι ήρωες της Ιλιάδας. Όπως και αυτοί προέρχονταν από τον Βορρά, όπως και αυτοί ήταν ψηλοί, φωτεινοί, νέοι, μια φυλή που ακτινοβολούσε στη λάμψη των μελών της. Όλοι τους ήταν εκεί, ο νεαρός Αντήνωρ, ο θηριώδης Αίας, ο ευλύγιστος Διομήδης, ακόμη και ο ξανθός Αχιλλέας. Πόσο διαφορετικοί να φαίνονταν από αυτούς εδώ, που έφεραν με ηρεμία τον ηρωισμό τους και με ησυχία, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε άλλο, διηγούνταν τις μάχες στην Κρήτη, οι οποίες μάλλον ήταν πολύ πιο ηρωικές, πολύ πιο τολμηρές από όλες τις μάχες για την Τροία. (Kästner, 1942, 9-10)
Ο Κέστνερ περιγράφει τους στρατιώτες που συμμετείχαν στην επιχείρηση Merkur. Αυτή η πρώτη μεγάλη αεροπορική επιχείρηση στην ιστορία ήταν κομμάτι της βαλκανικής εκστρατείας του 1941, στο τέλος της οποίας Γερμανοί αλεξιπτωτιστές και στρατιώτες του βουνού κατέλαβαν την Κρήτη στις 21 Απριλίου 1941 και – παρά τη θέληση του κρητικού πληθυσμού να αντισταθεί – την κατέλαβαν μέχρι το 1945 (Richter, 2011 – Králova, 2016, 29-30 – Αποστολόπουλος, 2022). Οι συνέπειες για τον λαό της Κρήτης ήταν, ως γνωστόν, τρομερές – η καταστολή και τα αντίποινα, τα οποία δεν καλύπτονταν από το ισχύον ακόμη και τότε δίκαιο του πολέμου και τα οποία διατάχθηκαν κυρίως από τον διοικητή στρατηγό Κουρτ Στούντεντ, δολοφονήθηκαν περισσότεροι από 8.000 Κρητικοί μέχρι το 1945 (Κοντομάρη, Κανδάνος). Τα έργα τέχνης προφανώς γλίτωσαν, όπως αναφέρεται στον πρόλογο του στρατηγού Μάιερ για την Ελλάδα, που σήμερα ακούγεται κυνικός και ντροπιαστικός ταυτόχρονα: «Ακριβώς όπως κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του 1941 στην Ελλάδα και την Κρήτη δεν καταστράφηκε ούτε ένα κλασικό πολιτισμικό μνημείο από τα όπλα μας, έτσι όπου κι αν πάμε δείχνουμε πάντα τον σεβασμό που αξίζει στον αυθεντικό πολιτισμό.» (Kästner, 1942, 5)
Το 1953, το προαναφερθέν επεισόδιο εμφανίζεται ως εξής:
Μια επερχόμενη αμαξοστοιχία περίμενε σε ένα σημείο διέλευσης της μονής γραμμής. Η σειρά των βαγονιών μας έσπρωχνε αργά την άλλη. Υπήρχαν αλεξιπτωτιστές από την Κρήτη και ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο σώμα. Τα πυροβόλα στέκονταν αγκυροβολημένα πάνω στα επίπεδα βαγόνια του τρένου, καλυμμένα με σκόνη, και οι μαχητές στέκονταν και κάθονταν ανάμεσά τους, με σορτς, γυαλιά ηλίου και πέτσινα κράνη. Τα σώματά τους είχαν γίνει χάλκινα από τον ήλιο μέσα σε λίγες μέρες, τα μαλλιά τους λευκά, ξανθά. (Kästner, 1953, 14)
Σύμφωνα με τον σύγχρονο Γάλλο ιστορικό και ειδικεόμενο στη ναζιστική ιστορία, Γιόχαν Σαπουτό:
Ο γερμανικός Blitzkrieg στην Ελλάδα παρουσιάστηκε και έγινε αντιληπτός ως μια τέταρτη σκανδιναβική κίνηση προς το νότο, στη γη των Ελλήνων που έπρεπε να υπερασπιστεί και να αναγεννηθεί μετά από μια μακρά φυλετική παρακμή. Η συμβολική ενσωμάτωση των πολιτισμών της αρχαιότητας στην ιστορία της ινδογερμανικής φυλής έγινε έτσι η νομιμοποίηση και η αιτιολόγηση της εδαφικής ενσωμάτωσης. Η κατάκτηση της Ελλάδας το 1941 συνοδεύτηκε […] και υποστηρίχθηκε από έναν λόγο που […] αναφερόταν στο παρελθόν της ινδογερμανικής φυλής στην Ελλάδα. (Chapoutot, 2014, 104)
Στον Κέστνερ, λοιπόν, το 1942/43 διαβάζουμε:
Σπάρτη ονομάζεται το σπίτι της Ελένης, αλλά όχι μόνο. Διότι η Σπάρτη θεωρούνταν ανέκαθεν η γη των ωραιότερων Ελληνίδων, γεγονός που συνδέεται φυσικά με την προσεκτικά διατηρούμενη φυλετική καθαρότητα των εκεί ευγενών. Δεδομένου ότι η Λακεδαιμονίς παραδίδεται ως ψηλή, ξανθιά και γαλανομάτα, πρέπει να σκεφτεί κανείς την Ελένη με τον ίδιο τρόπο. (Kästner, 1943, 242)
Ή βλέπει τη «συμβολική ενσωμάτωση των πολιτισμών της αρχαιότητας» (Chapoutot, 2014, 104) ως εξής:
Τίποτα το νότιο καθ’ εαυτό, αλλά το βόρειο στο νότο: αυτή είναι η Ελλάδα. Ξανά και ξανά, οι Γερμανοί θυμούνται την πατρίδα τους, είτε κάτω από τα έλατα του Παρνασσού είτε ένα βράδυ στο Πεντελικόν, όταν ο άνεμος φέρνει τους ήχους από τα κοπάδια και τη μυρωδιά από τις φωτιές των ξύλων. Οι δύο ιερότεροι τόποι των Ελλήνων, οι Δελφοί και ο Όλυμπος, μοιάζουν οι πιο βόρειοι. Δελφοί: μια υψηλή αλπική κοιλάδα. Όλυμπος: ένα βόρειο βουνό. Είναι σαν να αντηχούν μακρινές αναμνήσεις, αναμνήσεις ενός λαού που είχε εκτοπιστεί στο νότο, που είχε γίνει ευτυχισμένος στο νότο, που ωστόσο δεν έχασε τη νοσταλγία για το βορρά στα βάθη της καρδιάς του. (Kästner, 1943, 268-269)
Οι Γερμανοί, γράφει ο Κέστνερ, «ήρθαν ως φίλοι», και αν μερικοί στρατιώτες περιπλανήθηκαν σε ένα ελληνικό χωριό, ήταν ως «επισκέπτες» και όχι για να παρενοχλήσουν ή ακόμη και να σκοτώσουν τους κατοίκους.
Οι μεταπολεμικές εκδόσεις
Οι μεταπολεμικές εκδόσεις των βιβλίων του, που είχαν ήδη γραφτεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, εκδόθηκαν από τον οίκο Insel, απαλλαγμένες από διατυπώσεις που απηχούσαν τις ναζιστικές ιδέες και εν μέρει πλήρως αναθεωρημένες: Kreta [Κρήτη] (1946), Ölberge, Weinberge [Ελαιώνες, αμπελώνες] (1953) και Griechische Inseln [Ελληνικά νησιά] (1975).32Μεταγενέστερα βιβλία με αναφορά στην Ελλάδα, των οποίων τα χειρόγραφα, ωστόσο, δεν είχαν ήδη γραφτεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, είναι τα Die Stundentrommel vom heiligen Berg Athos [Τα σήμαντρα του Άγιου Όρους Άθω] (1956), Die Lerchenschule. Aufzeichnungen von der Insel Delos [Η σχολή των κορυδαλλών. Σημειώσεις από το νησί της Δήλου](1964) και Aufstand der Dinge. Byzantinische Aufzeichnungen [Η εξέγερση των πραγμάτων. Βυζαντινές σημειώσεις](1973).
Από τις μεταπολεμικές εκδόσεις λείπουν εντελώς ορισμένα επεισόδια, όπως η προαναφερθείσα συνάντηση με τον βοσκό της γραμμής Μεταξά. Στο Ölberge, Weinberge διαγράφονται τα απαξιωτικά σχόλια για τους Έλληνες, όπως και οι δηλώσεις για το ναζιστικό πρόγραμμα ή τη γερμανική κατοχή.
Στις μεταπολεμικές εκδόσεις, η ίδια η ζωή του Κέστνερ γίνεται το υλικό για μια εν τέλει αυτοβιογραφική αφήγηση. Ως φαινομενικά ουδέτερος παρατηρητής του δικού του παρελθόντος, διατηρεί μια ιστορική απόσταση, η οποία του επιτρέπει να θέτει τις δικές του εμπειρίες σε προοπτική και να ερμηνεύει τα ιστορικά γεγονότα «φιλοσοφικά, ως αυτόπτης μάρτυρας που έχει πληγωθεί και διδαχθεί από το πέρασμα του χρόνου» (Meid 2015, 224-225).33Meid 2015, 224-225. Για τον σκοπό αυτό επιλέγει συγκεκριμένες περιγραφές, όπως η πείνα του 1941/42 ή η σφαγή του Διστόμου το 1944,34Για μια επισκόπηση με περαιτέρω βιβλιογραφία, βλέπε Králová 2016, 57-59. η οποία είναι το μοναδικό γερμανικό έγκλημα πολέμου που αναφέρει ο Κέστνερ. Το 1953, στο Ölberge, Weinberge, ο Κέστνερ περιγράφει μια επίσκεψη στο Δίστομο:
Αν προχωρούσα, θα μπορούσα να αποφύγω το χωριό Δίστομο, το οποίο πριν από οκτώ χρόνια [1944], κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήταν ο τόπος ενός τερατώδους λουτρού αίματος: ο Παππάς του χωριού, με ή χωρίς τη θέλησή του, είχε στείλει δύο φορτηγά γεμάτα στρατιώτες στην ενέδρα των ανταρτών κοντά στο Στείρι. Ακολούθησε μια προσχεδιασμένη εκδίκηση, παράλογες δολοφονίες γυναικών, παιδιών και χωρικών, τέτοιες που μια χώρα θυμάται ακόμα μετά από εκατό χρόνια. […] Με κάλεσαν αμέσως να πάω μαζί τους. […] Εκεί [στο Δίστομο], είχε γίνει πανηγύρι της Παναγίας το προηγούμενο βράδυ, ο κόσμος χόρευε και έπινε μέχρι το πρωί, γιατί το χωριό είχε γεμίσει ξανά με κατοίκους στα οκτώ χρόνια. Οι δυο τους […] με πίεσαν, καθώς μάλλον νόμιζαν ότι ήμουν Άγγλος ή Αμερικανός, να έρθω μαζί τους: παράξενο αίτημα να πίνουμε ποτό στην πλατεία αυτού του χωριού του αίματος. […] Αλλά μου φάνηκε ότι ήταν γραφτό να γιορτάσω σε αυτή την καταθλιπτική περιοχή. Όταν έφτασα στο Στείρι μια ώρα αργότερα […], οι νέοι άνδρες κάθονταν στην πλατεία του χωριού μπροστά από το καφενείο και έπιναν […]. Έπρεπε να συμμετάσχω. Ήταν ιδιαίτερα χαρούμενα και ανάλαφρα: η νεολαία στον κύκλο, η καλή διάθεση, τα γέλια, το αξιαγάπητο κοριτσάκι ενός πατέρα που ήταν μόλις είκοσι τριών ετών, […] τα χωριάτικα ελληνικά μου, που είναι μια ανεξάντλητη πηγή ευθυμίας, το αδιάκοπο σήκωμα των ποτηριών και η προπόσεις, που με ανάγκασε να προσφέρω ένα χειροκρότημα στη ζωή, στην επιβίωση, που ξεπερνά τις φρικαλεότητες της ιστορίας. (Kästner, 1953, 231-232)
Αυτό που λέει στην πραγματικότητα ο Κέστνερ είναι ότι όλα μπορούν να εξελιχθούν σωστά. Τι θα συνέβαινε αν οι άνθρωποι στο Δίστομο ή το Στείρι τον αναγνώριζαν ως Γερμανό;
Χαμένες ευκαιρίες
Ο Κέστνερ χάνει τη μοναδική ευκαιρία να αναφερθεί στις θηριωδίες των Γερμανών κατακτητών ή να αμφισβητήσει κριτικά τον δικό του ρόλο στους προλόγους ή τους επίλογους των μεταπολεμικών εκδόσεων, ιδίως των μεταγενέστερων της δεκαετίας του 1970.35Βλέπε επίσης Ruther 31.12.2012. Σε ιδιωτικές επιστολές, ωστόσο, το κάνει (Hiller von Gaertringen, 341). Όσο ζούσε, δεν σχολίασε το ζήτημα αυτό – ιδιαίτερα δημόσια. Χρειάζεται να ερευνήσουμε το δίλημμα κατά πόσο – όπως το θέσε ο Χάγκεν Φλάισερ – ο «ποιητής με την πολεμική στολή» ήταν ένας «αληθινός Άρνο Μπρέκερ [σημ.τ.συγ.: Άρνο Μπρέκερ, αγαπημένος γλύπτης του Χίτλερ] της πένας» (Fleischer, 1988, 35). Πρόκειται, για να θυμηθούμε την Χέλγκα Κάρενμπροκ, για «το πρόβλημα ενός συγγραφέα της Βέρμαχτ και την πρόσληψης του που ξεπερνά τα χρονικά όρια του πολέμου, ο οποίος δεν ήταν φασίστας, αλλά σίγουρα ούτε και ενάντια στον φασιστικό καθεστώς» (Karrenbrock, 2015, 392).
Έτσι, υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στη δημοτικότητα που εξακολουθούν να έχουν τα βιβλία του Κέστνερ για την Ελλάδα – ιδίως όσον αφορά το Ölberge, Weinberge και το Kreta – μεταξύ των Γερμανών ταξιδιωτών και στη γενικώς άγνωστη γένεσή τους. Εν μέρει συνιστάται ως συνοδευτικό ανάγνωσμα διακοπών από ορισμένους ταξιδιωτικούς οδηγούς, το ιστορικό τους όμως παραμένει άγνωστο στον/την αναγνώστη/αναγνώστρια.
Ένας από τους πιο σφοδρούς επικριτές του Έρχαρτ Κέστνερ, ο δημοσιογράφος από τη Βρέμη Αρν Στρομάιερ, διαμορφωμένος από τη δική του βιογραφία ως γιος ενός λεγόμενου συγγραφέα της Βέρμαχτ, καταφέρεται ξεκάθαρα εναντίον του συγγραφέα:
Η κοσμοθεωρία που υπηρέτησε ο Έρχαρτ Κέστνερ στον πόλεμο ήταν εγκληματική. Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι πήρε μέρος (ακόμη και αν ο ίδιος δεν σκότωσε). Πίστευε ότι μπορούσε να ζήσει χωρίς το παρελθόν και να κερδίσει το μέλλον. Η αποσιώπηση της ενοχής εμποδίζει την εξιλέωση. Γι‘ αυτό η αδικία πρέπει να κατονομαστεί και να διορθωθεί. Ο Έρχαρτ Κέστνερ το οφείλει αυτό στους Έλληνες. (Strohmeyer, 2006, 116)
Αυτή η στάση, η μη αναφορά στα γερμανικά εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα, ο αναστοχασμός των δικών του στερήσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου και της μετέπειτα αιχμαλωσίας, δεν οδήγησαν το σε μια δημόσια κριτική συζήτηση. Ακόμη και το Zeltbuch von Tumilat [Βιβλίο αντίσκηνου από το Τουμιλάτ] (πρώτη έκδοση 1949), στο οποίο ο Κέστνερ πραγματεύεται μέρος αυτής της περιόδου και τη σχέση του με τον Χάουπτμαν, δεν το επιτυγχάνει. Μια επιστολή προς τον εκδότη από τη Γιάφα τον Φεβρουάριο του 1961, η οποία αναφέρεται στο Zeltbuch von Tumilat, συνοψίζει αυτή τη στάση:
Από το βιβλίο σας δεν προκύπτει ότι δεν ήσασταν απόλυτα ευτυχισμένος κατά τη διάρκεια των ετών που βρισκόσασταν στην παρέα του μεγάλου άνδρα [του Χάουπτμαν], ο οποίος αποδείχτηκε τόσο μικρόψυχος. Η «Coventrierung» (για να χρησιμοποιήσω την όμορφη λέξη του Γκέρινγκ), δηλαδή ο εκμηδενισμός της Δρέσδης συγκίνησε κι εμένα πολύ. […] Γράφετε «ποτέ δεν έχουν βασανιστεί μέχρι θανάτου τόσοι πολλοί άνθρωποι, ίσως μέσα σε μια ώρα, όσο εδώ.» Το γράφετε αυτό αφού γνωρίζετε ότι οι Γερμανοί εξόντωσαν εκατομμύρια, κυρίως Εβραίους, σαν παράσιτα, εκατομμύρια ανάμεσα στους οποίους θα μπορούσε να υπάρχει ένας Αϊνστάιν, ένας Φρόιντ, ένας Κάφκα. Σε κάθε περίπτωση, η 80χρονη χήρα του Λίμπερμαν και η μητέρα μου ήταν εκεί. […] Είμαι βέβαιος ότι υπήρξαν πολλοί ήρωες στη Γερμανία. Υπήρξε το «Λευκό Ρόδο», τα αδέλφια Σολ, ακόμη πιο σημαντικά από τους ανθρώπους της 20ής Ιουλίου, που έκαναν την προσπάθειά τους πολύ αργά, αφού πρώτα συνεργάστηκαν και μετά ήταν εντελώς απελπισμένοι, και που στη συνέχεια δεν τα κατάφεραν. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τιμηθεί επαρκώς στη Γερμανία. Αν ήμουν στη θέση σας, δεν ξέρω αν θα ήμουν ήρωας . Σε κάθε περίπτωση, όπως με ξέρω, θα έπαιρνα θέση. Υπήρχε ο Τόμας Μαν, ο Άλμπερτ Μπάσερμαν, ο Άντολφ Μπους και ούτω καθεξής, αλλά ο Γκέρχαρντ Χάουπτμαν; Εσείς; Ζητώ συγγνώμη που σας γράφω έτσι, πιθανόν να εκπλαγείτε που σας γράφω γενικώς, είναι επειδή το βιβλίο σας είναι καλό και επειδή θα ήθελα να εκτονώσω τις αμφιβολίες μου για εσάς. Χαιρετισμούς, Μπρούνο Σιμόν.36Bruno Simon, Επιστολή προς τον Erhart Kästner. 2 προσχέδια επιστολών, 2 χειρόγραφα φύλλα (3 σελ.) 6.33/1 αρ. 1 (Jaffa 1961), Herzog August Bibliothek, Wolfenbüttel, Sig. HAB Sig. 6.33/1 αριθ. 1.
Ας αποτελέσουν τα λόγια κάποιου άγνωστου Μπρούνο Σιμόν το κατάλληλο συμπέρασμα.
Συμπέρασμα
Και όμως, οι εξαιρετικά πολυάριθμες και τεκμηριωμένες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Έρχαρτ Κέστνερ δεν επαρκούν για ένα πειστικό συμπέρασμα σχετικά με τη γένεση της συλλογής αρχαιοτήτων του, την έρευνα για την προέλευση των αντικειμένων και την ιστορία της απόκτησής τους από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη τους. Ωστόσο, βοηθούν τουλάχιστον να τα δούμε υπό ένα διαφορετικό, πιο κριτικό πρίσμα στο πλαίσιο της έρευνας προέλευσης που διεξάγεται στα μουσεία.37Σχετικά με την έρευνα για την προέλευση σύμφωνα με τις αρχές της Ουάσιγκτον της κρατικής πρωτεύουσας του Ανόβερου βλ. Schwartz, 2019, 16-25. Το αν θα πρέπει να ενταχθεί στην κατηγορία των πολιτισμικών αγαθών που κατασχέθηκαν για ναζιστικούς λόγους, προέκυψε ως απόκτηση υπό συνθήκες πολέμου στην Ελλάδα ή αποκτήθηκε αργότερα νόμιμα στο εμπόριο έργων τέχνης πρέπει να παραμείνει ανοιχτό. Η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και από τις δύο πλευρές, του πωλητή (δηλ. του συλλέκτη Κέστνερ) και του αγοραστή (δηλ. του μουσείου), καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την απάντηση στο ερώτημα αυτό.