Εισαγωγή
Κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα στην Αθήνα, όπου η ιταλική μουσική επικρατούσε τόσο στον χώρο της ψυχαγωγίας (μέσω της όπερας), όσο και στον χώρο της εκπαίδευσης, καθώς υποστηριζόταν κυρίως από επτανήσιους μουσικούς, οι οποίοι εκπαιδεύονταν βάσει των ιταλικών προτύπων, οι πρωτοβουλίες της βαυαρικής περιόδου δεν κατάφεραν να εδραιώσουν ένα γερμανικό σύστημα μουσικής παιδείας. 1Υπήρχαν διάφοροι γερμανοί μουσικοί, όπως ο Άσερ, o Μάγκελ, o Πράντσλ, o Σάιλερ κ.ά. που υπηρετούσαν στην αυλή του Όθωνα και στον στρατό, χωρίς να αναμειγνύονται άμεσα στην εκπαίδευση. Με την ίδρυση της Σχολής Χιλλ το 1831 και των σχολείων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, το 1836 και 1837 στην Αθήνα, η μουσική εντάσσεται πλέον στο ωρολόγιο πρόγραμμα (Κωνστάντζος, 2013, 3). Παρά ταύτα, η γερμανική εθνικολαϊκή ρομαντική μουσική του 19ου αιώνα εισήλθε λανθάνουσα στην Ελλάδα, ήδη από την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, μέσω των ελληνικών εθνεγερτικών ασμάτων εκ των οποίων αρκετά προσαρμόσθηκαν σε γερμανικές μελωδίες (όπως ενδεικτικά το ελβετικό λαϊκό τραγούδι Freut euch des Lebens σε μουσική του Χανς Γκέοργκ Νέγκελι και στίχους του Γιόχαν Μάρτιν Ούστερι το οποίο είχε ενταχθεί ήδη από το 1812 στην πρωσική υποχρεωτική εκπαίδευση).2Το συγκεκριμένο άσμα αποδίδεται με τον εξελληνισμένο τίτλο «Τι καρτερείτε φίλοι και αδελφοί». Οι απόψεις των ερευνητών και των διάφορων πηγών σχετικά με την πατρότητα της ελληνικής εκδοχής διίστανται (Πίστας, 1969, 183-206). Καταρχάς, υπάρχει μια μαρτυρία ενός άγγλου περιηγητή, ονόματι Χένρι Χόλαντ (1815, 323), ο οποίος αναφέρει ότι το 1812 το άκουσε να τραγουδιέται στη Θεσσαλονίκη, και το αποδίδει στον Ρήγα Φεραίο (1757-1798). Στη συλλογή του Χαντσέρη (1841, 164), στην ανθολογία του Ζαγκλή (1869, 16-18) και στο σύγγραμμα για τα Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή του ελληνιστή Εμίλ Λεγκράντ (1891, 67), η πατρότητα του άσματος αποδίδεται επίσης στον Ρήγα Φεραίο. Ωστόσο, σε άλλες πηγές, το άσμα αποδίδεται στον λόγιο Στέφανο Κανέλλο (1792-1823) (Ραπτάρχης, 1868, 21-22· Δραγούμης, 1879, 89-90· Κωνσταντινίδης, 1880, 22-23· Θερειανού, 1890, 297· Κ. Θ. Δημαράς, 1968, 246). Σε άλλες πηγές, το άσμα καταγράφεται ως ανώνυμο (Joss, 1826, 124· Κορομηλά, 1835, 19· Τόμπρα/Ιωαννίδου, 1835, 13· Αγγελίδη 1841, 21· Πανταζή, 1850, 129-131· Γεωργίου, 1862, 98-101· Σιγάλα, 1880, 50). Τέλος, ο συνταγματάρχης Χριστόφορος Περραιβός (1860,41), σύντροφος του Ρήγα και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, αναφέρει ότι είναι δικό του. Σημαντικό τεκμήριο αποτελεί η καταγραφή του άσματος σε βυζαντινή σημειογραφία στη Συλλογή Εθνικών Ασμάτων του Αντωνίου Σιγάλα (1880, 50), όπου επιβεβαιώνεται ότι πρόκειται πράγματι για τη μελωδία του άσματος Freut euch des Lebens.
Η έντυπη κυκλοφορία αυτών των ασμάτων σε ανθολογίες, εφημερίδες και διδακτικά εγχειρίδια συνεχίσθηκε μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα. Tο πατριωτικό θεματικό περιεχόμενο εμπλουτίσθηκε με ποιήματα ρομαντικού λυρισμού, προσαρμοσμένα κυρίως σε Volkslieder και Lieder επιφανών γερμανών συνθετών. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο θα εξετάσουμε και τη συμβολή των Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, Αλέξανδρου Κατακουζηνού και Αναστασίου Μάλτου.
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και η Μουσική Ανθοδέσμη σε δύο τεύχη
Ο ευρυμαθής λόγιος Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892), γόνος ευγενικής οικογένειας από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, ξάδελφος των Σούτσων, Αλέξανδρου και Παναγιώτη, είχε μια πολυσχιδή επαγγελματική σταδιοδρομία και έγραψε πλήθος έργων, φιλολογικά και άλλα. Μετά την ανώτερη στρατιωτική εκπαίδευσή του στο Μόναχο, ως υπότροφος του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, ανέλαβε στη συνέχεια διάφορες θέσεις και αξιώματα στο ελληνικό κράτος, όπως καθηγητής αρχαιολογίας στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο, ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, πρέσβης στην Ουάσιγκτον και το Βερολίνο, υπουργός.3Όλη η πορεία της ζωής του είναι γραμμένη αναλυτικά από τον ίδιον στα απομνημονεύματά του σε τέσσερις τόμους (πρώτη έκδοση 1894-1930). Ως λογοτέχνης, Άπαντα τα φιλολογικά του έργα, τα εξέδωσε ο ίδιος από το 1874, σε 19 τόμους που καλύπτουν ένα πολύ ευρύ λογοτεχνικό φάσμα: ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, μεταφράσεις, δοκίμια κ.ά.
Όπως αναφέρει στα Aπομνημονεύματά του ο Ραγκαβής (1894, 174), κατά την περίοδο των φοιτητικών του χρόνων στη στρατιωτική σχολή, το 1827, ξεκίνησε να γράφει διάφορα άσματα, όπως ο Κλέφτης, η Σάλπιγξ και άλλα, «κατ’ ήχους Γερμανικούς, τους οποίους είχον εναύλους [ζωηρά αποτυπωμένους στη μνήμη του], στοχαζόμενος πάντα την Ελλάδα και με την ελπίδα ότι θα ψάλλονταν από τη μάχιμη ελληνική νεολαία εξάπτοντας αυτή σε έργα ανδρείας».4Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής ήταν πολύ καλά ενημερωμένος για τα εθνεγερτικά πατριωτικά άσματα, κυρίως δε από τους λογίους του στενού του οικογενειακού περιβάλλοντος. Στο κλίμα της εποχής αυτής, εθνεγερτικά πατριωτικά άσματα είχαν συγγράψει ενδεικτικά: α) ο πατέρας του, ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής (1779-1855), το Ιδού της δόξης καιρός προσαρμοσμένο στη μελωδία του Veillons au salut de l’ Empire σε μουσική του Ν. Νταλαϊράκ (1753–1809), β) ο Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868), ξάδελφος του Αλέξανδρου Ραγκαβή, το 1827 είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή Άσματα πολεμιστήρια, και γ) ο έτερος εξάδελφός του, ο Αλέξανδρος Σούτσος(1803-1863), την περίοδο εκείνη, είχε συγγράψει τις συλλογές Πανόραμα της Ελλάδος (1833) και Ο Περιπλανώμενος (1839). Αργότερα, δε, από τη συλλογή Ο Περιπλανώμενος, η πρώτη στροφή του Δεύτερου Άσματος, Επίκλησις εις την Ελευθερίαν μελοποιήθηκε από τον Διονύσιο Ροδοθεάτο και τυπώθηκε στην Νάπολη, κατά τη δεκαετία του 1870 (Κωνστάντζος, 2015, 95-108).
Στη σχετικά πρώιμη συλλογή του Διάφορα ποιήματα (1837), που εκδόθηκε από τον Α. Κορομηλά μαζί με άλλα έργα, συγκαταλέγονται άσματα που είναι προσαρμοσμένα σε γνωστές δυτικές μελωδίες, κυρίως γερμανικές, όπως οι παρακάτω, στις οποίες δίνεται ο τίτλος, ο υπότιτλος και σε κάποιες από αυτές και ο πρώτος στίχος (Ραγκαβής, 1837, 273–303):
Το Δείπνον των κλεπτών. Σκοπός. Ο χορός των κυνηγών του Βέβερ – «Εις δάση κ’ εις βράχους κ’ εις άγριον σκότος»5Σύμφωνα με το χορωδιακό των κυνηγών (Jägerchor) από την όπερα Der Freischütz [Ελεύθερος Σκοπευτής ή Διαβολοκυνηγός] του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ.
Θούριον άσμα.Σκοπός. Frisch auf Cammaraden – «Η Σάλπιγξ μάς κράζ’· είναι φίλοι, καιρός».6Στο βιβλίο, ο γερμανικός τίτλος καταγράφεται ως «Frisch auf Cammaraden». Σαφώς πρόκειται για το Frisch auf! Kameraden. Ο σκοπός του άσματος είναι κατά το γερμανικό: Wohlauf Kammeraden (Reiterlied του Σίλερ σε μουσική του Κρίστιαν Γιάκομπ Τσαν [1765–1830]). Βλ. Κωσντάντζος (2015, 130-131).
Ύμνος εις την Ελλάδα, έλευσιν της Α. Μ. του Βασιλέως της Βαυαρίας 1835 .
Ύμνος Ψαλείς εις την έλευσιν της Α. Μ. Βασιλίσσης.7Οι δύο ύμνοι του Ραγκαβή για την έλευση του βασιλιά και της βασίλισσας μελοποιήθηκαν από έναν βαυαρό συνθέτη, ονόματι Άσερ, ο οποίος είχε κληθεί στην Ελλάδα από τον ίδιο τον βασιλιά Όθωνα, για τη διδασκαλία του πιάνου (Μοτσενίγος, 1958, 305).
Στην ενότητα Δημοτικά:
Ο Ιππεύς.Σκοπός. Auf grün belaubter Haide – «Στην μέση το σπαθί μου».
Ο Κλέφτης.Σκοπός των Ληστών του Σχιλλέρου – «Μαύρ’ ειν’ η νύκτα ’ς τα βουνά».8Η μουσική προέρχεται από τον σκοπό των ληστών του Schiller: DasRäuber-Lied: «Ein freies Leben führen wir…», μάλλον σε μελωδία ενός μεσαιωνικού γερμανικού άσματος (Gaudeamus igitur). Βλ. Κωσντάντζος (2015, 132-135).
Ο Μάιος.Σκοπός. Schöne Minka – «Μάιέ μου χρυσομάλλη».
Άσμα.Σκοπός. Jungfernchor – «Βαριά καρδιά, πικρή καρδιά γιατί αναστενάζεις».
Σχετικά με το γλωσσικό ύφος του Ραγκαβή σε αυτήν την πρώτη του συλλογή, ο Λίνος Πολίτης (2002, 173) αναφέρει τα εξής:
Στη σχετικά πρώιμη συλλογή του Διάφορα ποιήματα (1837) συνυπάρχουν ποιήματα στην καθιερωμένη ποιητική καθαρεύουσα των Φαναριωτών, και, σε μεγαλύτερο ποσοστό, «δημοτικά», όπου χρησιμοποιείται εύστοχα η δημοτική, είτε σε μικρότερα ανάλαφρα τραγούδια (προσαρμοσμένα τα περισσότερα σε γνωστές δυτικές μελωδίες), είτε στα γνωστά ρομαντικά θέματα.
Στη συνέχεα, το παραπάνω πρωτόλειο υλικό, ο Ραγκαβής το εμπλούτισε και το εξέδωσε το 1874 στον πρώτο τόμο των Απάντων του, με τον τίτλο Λυρική Ποίησις. Τα ποιήματα αυτά, ανάλογα με το θεματικό τους περιεχόμενο, τα χώρισε σε διάφορες υποενότητες, όπως Ύμνοι και ωδαί, Πατριωτικά, Παντοία, Μεταφράσεις, Εις Ξένας Γλώσσας. Στον πρόλογο αυτής της έκδοσης σημειώνει ότι πολλά άσματα του τόμου αυτού, που τα προσάρμοσε πάνω σε έγκριτες ξένες μελωδίες ή τα έγραψε για αυτές, δημοσιεύθηκαν με την αντίστοιχη μουσική τους σε ένα πρώτο τεύχος με τον τίτλο Μουσική Ανθοδέσμη και ότι στο μέλλον θα ακολουθούσε το δεύτερο τεύχος αυτής της συλλογής (Ραγκαβής, 1874, η΄). Παράλληλα, επισημαίνει ότι στην αρχή κάθε στιχουργήματος δίνονται σχετικές σημειώσεις για τον μελωδικό σκοπό και τον συνθέτη μαζί με τα γράμματα Α΄ και Β΄ που παραπέμπουν σε αυτά τα δυο τεύχη. Οι σημειώσεις αυτές είναι πάρα πολύ χρήσιμες για παραπομπές, καθώς στην έκδοση της παραπάνω ανθολογίας σε δύο τεύχη, δεν γίνεται καμία αναφορά στους τίτλους των μουσικών έργων, παρά μόνο στα ονόματα των συνθετών. Όπως αναφέρει ο Ραγκαβής (1930, 75), το πρώτο τεύχος με τον τίτλο Μουσική Ανθοδέσμη. Συλλογή μελωδιών εφηρμοσμένων εις άσματα του Α. Ρ Ραγκαβή εκδόθηκε στο Παρίσι από τον οίκο G. Flaxland το 1873,9Ο μουσικός εκδοτικός οίκος G. Flaxland ιδρύθηκε το 1847 από τον Γκυστάβ-Αλεξάντρ Φλάξλαντ (1821-1895). Η εταιρεία αναπτύχθηκε σημαντικά με την απόκτηση των πνευματικών δικαιωμάτων διάφορων έργων του Σούμαν και του Βάγκνερ. Στις εκδόσεις του συγκαταλέγονταν συλλογές ασμάτων όπως, ενδεικτικά, EchosdeFrance, Echosd’Italie, Echosd’Allemagne, καθώς και γερμανικά Lieder. Το 1870, ο οίκος G. Flaxland πέρασε στα χέρια του μουσικού εκδοτικού οίκου Durand, Schoenewerk et Cie (Fétis,1881, 336).με δαπάνη των ομογενών της Μασσαλίας. Το δεύτερο τεύχος, ο Ραγκαβής το ολοκλήρωσε στο Βερολίνο κατά την άνοιξη του 1875, και με τη συνδρομή του Κωνσταντίνου Ζάππα ακολούθησε η έκδοσή του από τον Φύρστνερ, εύρωστο μουσικό εκδοτικό οίκο της εποχής εκείνης στo Βερολίνο και τη Δρέσδη,10O μουσικός εκδοτικός οίκος Fürstner ιδρύθηκε το 1868 στο Βερολίνο από τον Άντολφ Φύρστνερ (1833-1908), ο οποίος το 1872 εξαγόρασε τον μουσικό εκδοτικό οίκο C. F. Meser (με έδρα τη Δρέσδη) και εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς μουσικούς εκδότες της Ευρώπης (Kennedy/Kennedy/Johnson, 2013, 316). με τη σύμπραξη και άλλων εκδοτικών οίκων, όπως o Ρέντερ (τύποις Κ. Γ. Ρόεδερ) στη Λειψία, Κ. Βίλβεργ στην Αθήνα, Κομένδιγγερ στην Κωνσταντινούπολη, για την ευρεία διανομή τόσο στην Αθήνα όσο και σε διάφορες πόλεις της ελληνικής διασποράς (Ραγκαβής, 1930, 151-152) (Εικ. 1).
Καταρχάς, η συλλογή αυτή είναι γραμμένη για φωνή και πιάνο, και συνεπώς ενδείκνυται για μουσική σαλονιού. Από τα 36 άσματα του πρώτου τεύχους, τα περισσότερα είναι γερμανικά, όπως, π.χ., 17 Lieder σε μουσική Φραντς Σούμπερτ, 6 Lieder σε μουσική Ρόμπερτ Σούμαν, 6 άσματα συνθετών Γιόζεφ Χάυντν, Λούντβιχ Μπετόβεν, Καρλ Μαρία φον Βέμπερ και Φραντς Βίλχελμ Αμπτ, μια γνωστή γαλλική μελωδία «Oh! dites- lu» σε μουσική της συνθέτριας πριγκίπισσας Κοτσούμπεϊ (αριθμός 25) και 6 άσματα (κυρίως αποσπάσματα από όπερες) ιταλών συνθετών όπως: Μπελίνι, Ντονιτσέτι, Πιζάνι. Μερικά από τα άσματα είναι μετατονισμένα πιο χαμηλά, για να τραγουδιούνται πιο άνετα. Οι στίχοι του Ραγκαβή είναι προσαρμοσμένοι στις γερμανικές μελωδίες με ιδιαίτερη προσοχή στη στιχουργική μορφή και τη μουσική προσωδία (εικ. 2). Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, οι στίχοι, κατά βάση, έχουν τελείως διαφορετικό περιεχόμενο από το αντίστοιχο πρωτότυπο.11Ο Ραγκαβής ήταν ειδικός στη μετρική. Ήδη στην πρώτη έκδοση Διάφορα Ποιήματα, το 1837, στο τέλος του βιβλίου (399-438), είχε συμπεριλάβει μια σημαντική μελέτη του με τον τίτλο «Περί της Αρχαίας Ελληνικής προσωδίας και αντιπαράθεσις αυτής προς την νέαν». Αργότερα, δε, κυκλοφόρησε το Εγχειρίδιον μετρικής / Συνταχθέν μεν υπό Α. Ρ. Ραγκαβή, εκδοθέν δε δαπάνη Διονυσίου Κορομηλά Προς χρήσιν των Ελληνικών Γυμνασίων, Αθήναι 1862. Επανεκδόθηκε από τον εκδότη Ανέστη Κωνσταντινίδη το 1892.
Από τα άσματα αυτά αναφέρουμε ενδεικτικά:
Το όγδοο κατά σειρά τραγούδι με τον τίτλο Νυκτερινόν σε μουσική του Σούμπερτ, είναι η γνωστή σερενάτα Ständchen από τον κύκλο Schwanengesang. Ενδεικτικά, αποδίδουμε τους πρώτους στίχους σε πλεχτή ομοιοκαταληξία τόσο στο πρωτότυπο γερμανικό κείμενο του Λούντβιχ Ρέλσταμπ (I), όσο και στην έμμετρη διασκευή του Ραγκαβή (II) μαζί και με μια κοινή ελληνική απόδοση (III):
Leise flehen meine Lieder / Durch die Nacht zu Dir; / In den stillen Hain hernieder, / Liebchen, komm’ zu mir! (I)
Μη κοιμάσαι, η σελήνη / λάμπει αργυρά / Και την κόμη της εκτείνει / εις στιλπνά νερά (II)
Ήσυχα τα τραγούδια μου παρακαλούν / μέσα από τη νύχτα προς εσένα / κάτω στο σιωπηλό άλσος, / Αγαπημένη, έλα σε μένα! (III)
Το δέκατο κατά σειρά τραγούδι, με τον τίτλο Περιστέρα ταχυδρόμος σε μουσική του Schubert, είναι το Die Post από τον κύκλο Χειμωνιάτικο ταξίδι (Winterreise). Εδώ γίνονται μικρές προσαρμογές στη μουσική για να ταιριάζει με τους στίχους του Ραγκαβή, οι οποίοι παρουσιάζουν ορισμένους παρατονισμούς στα ισχυρά μέρη του μέτρου. Ενδεικτικά οι πρώτοι στίχοι του Βίλχελμ Μύλλερ (I) και η έμμετρη προσαρμογή του Ραγκαβή (II):
Von der Straße her ein Posthorn klingt. / Was hat es, dass es so hoch aufspringt, / Mein Herz? (I)
Ω ταχυδρόμε πτερωτή / Περιστερά μου διατί / περνάς; (II)
Το δωδέκατο τραγούδι με τον τίτλο Ο Βουρκόλακας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εδώ ο Ραγκαβής δίνει μια έμμετρη και παραστατική μετάφραση ακολουθώντας την ομοιοκαταληξία των στίχων του αριστουργήματος Erlkönig [Ο βασιλιάς των ξωτικών] του Σούμπερτ σε ποίηση του Γκαίτε. Ενδεικτικά η πρώτη στροφή του αφηγητή από τον Γκαίτε (Ι) σε ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία αποδίδεται έμμετρα ως εξής από τον Ραγκαβή (ΙΙ):
Wer reitet so spät durch Nacht und Wind? / Es ist der Vater mit seinem Kind; / Er hat den Knaben wohl in dem Arm, / Er fasst ihn sicher, er hält ihn warm. (I)
Ποίοι είναι που ’ς τ’ άγριο σκότος γυρνούν; / Υιός και πατέρας το δάσος περνούν. / Σφιχτά τον υιόν ο πατέρας βαστά / ’ς ταις δυώ του αγκάλαις
’ς τον ίππον μπροστά (II)
Το 14ο άσμα, με τον τίτλο Η Βάττος, είναι γραμμένο πάνω στη μελωδία του πολύ γνωστού Lied της πέστροφας Die Forelle του Σούμπερτ από τον κύκλο Ausgewählte Lieder. Δεν έχει καμία σχέση με το γερμανικό κείμενο, αλλά ακολουθεί την ίδια πλεχτή ομοιοκαταληξία. Παραθέτουμε τους στίχους του Κρίστιαν Σούμπαρτ (I), την απόδοσή τους στα ελληνικά (ΙΙ), την έμμετρη διασκευή τους από τον Ραγκαβή (ΙΙΙ) και τέλος τη γερμανική μετάφραση της απόδοσης του Ραγκαβή (IV):
In einem Bächlein helle, / Da schoss in froher Eil’ / Die launische Forelle/ Vorüber wie ein Pfeil. (Ι)
Σε ένα διαυγές ρυάκι / με χαρούμενη βιασύνη / η καπριτσιόζα πέστροφα/ πετάχτηκε σαν βέλος. (ΙΙ)
Στην ανθισμένη βάτο / στην πράσινη φραγή, / λουλούδι μυρωδάτο / εστόλιζε τη γη. (ΙΙΙ)
Im blühenden Busch / am grünen Zaun, / duftende Blume / schmückte die Erde. (IV)
Άξιο μνείας είναι το 22ο άσμα με τίτλο Αφ’ ου σε είδα. Πρόκειται για το Lied Adelaide, ένα από τα πιο γνωστά έργα για φωνή τενόρου που έγραψε ο Μπετόβεν κατά τη νεανική του πρώτη περίοδο, το 1795, σε ποίηση του γερμανού ποιητή Φρίντριχ φον Μάτισον (1761-1831) σε ενδεκασύλλαβους στίχους. Ο Ραγκαβής ακολουθεί την ίδια στιχουργική δομή, προσαρμόζοντας ανάλογα το κείμενο, ενώ παραδόξως ο ελληνικός τίτλος Αφ’ ου σε είδα, και όχι το αναμενόμενο όνομα Αδελαΐδα, τον αναγκάζει να χρησιμοποιεί τη φράση αυτή στην επωδό, όπου στο πρωτότυπο κείμενο ο ποιητής επικαλείται την Adelaide.
Από το γερμανικό οπερατικό ρεπερτόριο, αξίζει να αναφέρουμε το άσμα στον αριθμό 34 αυτού του τεύχους. Πρόκειται για το χορωδιακό των κυνηγών από την κορυφαία ρομαντική όπερα Der Freischütz [Ελεύθερος σκοπευτής] του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ: Το Δείπνον των κλεπτών («Εις δάση κ’ εις βράχους κ’ εις άγριον σκότος»), το οποίο, ήδη από την πρώτη έκδοση του 1837, μεταπλάθεται σε ένα άσμα με καθαρά εθνεγερτικό περιεχόμενο. Ενδεικτικά οι πρώτοι στίχοι σε πλεχτή ομοιοκαταληξία από το λιμπρέτο του Γιόχαν Φρίντριχ Κιντ (Ι) και την έμμετρη διασκευή του Ραγκαβή (ΙΙ):
Was gleicht wohl auf Erden dem Jägervergnügen, / Wem sprudelt der Becher des Lebens so reich? / Beim Klange der Hörner im Grünen zu liegen, / Den Hirsch zu verfolgen durch Dickicht und Teich (Ι)
Εις δάση και εις βράχους κι εις άγριον σκότος / Εδώ που δεν φθάνει τυράννου σπαθί / Αφήστε, ας σπάσει των όπλων ο κρότος / Και δείπνος εις θάμνους χλωρούς ας στρωθή (ΙΙ)
Από τα αποσπάσματα ιταλικών έργων, ενδεικτικά, το άσμα αριθμός 29 με τον τίτλο Πολεμιστήριον στηρίζεται στη μουσική του τελευταίου μέρους του ντουέτου Riccardo και Giorgio: Suoni la tromba, e intrepido από το φινάλε της δεύτερης πράξης της όπερας I Puritani του Βιντσέντσο Μπελίνι. Παραθέτουμε στίχους από τον Bellini (Ι), σε μετάφραση στα ελληνικά (ΙΙ) και ακολούθως την έμμετρη διασκευή του Ραγκαβή (ΙΙΙ):
Suoni la tromba, e intrepido / io pugnerò da forte, / bello è affrontar la morte / gridando libertà (Ι)
Ήχησε η σάλπιγγα, και ατρόμητος / θα πολεμήσω σκληρά, / τι ωραία να αντιμετωπίζεις τον θάνατο / φωνάζοντας ελευθεριά (ΙΙ)
Κλαγκή πολεμιστήριος / Ηκούσθη, χαίρε κόρη, / Θα φύγω· δος το δόρυ / Και δος τον ασπασμόν (ΙΙΙ)
Το δεύτερο τεύχος με τα 46 άσματα παρουσιάζει μεγαλύτερη ποικιλία σε σχέση με το πρώτο, καθώς συμπεριλαμβάνει περισσότερους συνθέτες, όπως τους γερμανόφωνους: Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μέντελσον, Βέμπερ, Βάγκνερ, Ιταλούς: Ροσίνι, Μπελίνι, Ντονιτσέτι, Γάλλους: Όφενμπαχ, Γκουνό, Αλεβί, καθώς και δημοτικές μελωδίες (Volkslieder) από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες: Γερμανία, Ιρλανδία, Ρωσία κ.λπ. Από αυτό το δεύτερο τεύχος, αξιοσημείωτα άσματα είναι, καταρχάς, αυτά του Βάγκνερ (εικ. 3), για τα οποία στον πρώτο τόμο των Απάντων Λυρική Ποίησις (1874) δεν υπάρχει σχετική παραπομπή. Αυτό, μάλλον, δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο Ραγκαβής (1930, 148), όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, στις αρχές του 1875, γνώρισε τον «αποθεωθέντα» μουσουργό Βάγκνερ, με τον οποίον μίλησε πολλά «για τον χαρακτήρα των συνθέσεών του, οι οποίες τείνουν να κυριεύουν μάλλον την ψυχή και να την συγκινούν, παρά να την τέρπουν με μελωδίες».12Ο Ραγκαβής, τον Μάιο του 1875, παρακολούθησε μια παράσταση του Tannhäuser στην Όπερα του Βερολίνου. Και στις αρχές του επόμενου έτους, το 1876, παρακολούθησε μια παράσταση του Lohengrin που διηύθυνε ο ίδιος ο Wagner (Ραγκαβής, 1930, 154, 181).
Άρα, μετά τη σημαντική γνωριμία με τον συνθέτη που άλλαξε τον ρου της ιστορίας της όπερας κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, ο Ραγκαβής μάλλον θα θεώρησε αρμόζον να συμπεριλάβει δύο αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα από τα έργα του Βάγκνερ και επέλεξε τα ακόλουθα:
Αριθμός τρία με τίτλο Ευχαριστία. Πρόκειται για τη γνωστή μελωδία της τραγικής όπερας Rienzi, σήμα κατατεθέν του έργου που ακούγεται εύηχα τόσο στην ουβερτούρα, όσο και στην άρια (προσευχή) Allmächt’ger Vater [Παντοδύναμε Θεέ] του ομώνυμου ήρωα (τενόρος) στην πέμπτη πράξη.13Στην επιλογή του Ραγκαβή πιθανώς να συνέβαλε και το γεγονός μιας παράστασης του Rienzi του Βάγκνερ που δόθηκε το 1871 στο θέατρο της Βιέννης, προς τιμήν του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, με αφορμή την επίσημη επίσκεψή του στην Αυστρία. Για το χρονικό της παράστασης του Rienzi το 1871, βλ. Στέλλα Κουρμπανά (2017, 47).
Ενδεικτικά ο χαρακτηριστικός στίχος των Βάγκνερl/Rienzi (Ι), σε ελληνική μετάφραση (ΙΙ) και σε έμμετρη απόδοση από τον Ραγκαβή (ΙΙΙ):
Allmächt’ger Vater, blick herab! (Ι) Παντοδύναμε Πατέρα, κοίτα κάτω! (ΙΙ) Προς σε υψούται Κύριε (ΙΙΙ)
Αριθμός 14 με τίτλο Ανυπομονησία. Πρόκειται για τον μονόλογο του Wolfram από τη δεύτερη σκηνή της τρίτης πράξης της ρομαντικής όπερας Tannhäuser. Ενδεικτικά η πρώτη φράση της άριας: «O du mein holder Abendstern» [Ω, Ωραίο μου, βραδινό αστέρι] διασκευάζεται σε «Εις τους παλμούς μου τας στιγμάς μετρών».
Όσον αφορά το ρεπερτόριο όπερας, αξίζει να επισημάνουμε το άσμα στον αριθμό 13, με τίτλο Έκστασις. Πρόκειται για τη μετρική μετάφραση της σκηνής της τρέλας της Lucia, από την όπερα Lucia di Lammermoor του Γκαετάνο Ντονιτσέτι. Άξια μνείας είναι επίσης τα ακόλουθα: Αριθμός 43, το άσμα Charon et la jeunne fille, σε γαλλική απόδοση από τη μελωδία του Σούμπερτ: Der Tod und das Mädchen. Τα τρία τελευταία άσματα σε δημοτικές μελωδίες (Volkslieder), σε απόδοση του Κλέωνος Ραγκαβή, υιού του Αλέξανδρου Ραγκαβή: Αριθμός 44. Πένητος πλούτος – Γερμανικό, Αριθμός 45 Επιτάφιον – Αγγλικό, Αριθμός 46 Θρους Ασπασμών – Γερμανικό. Όλο αυτό το ευρύ και πολυποίκιλο περιεχόμενο της παραπάνω συλλογής σε δύο τεύχη επιβεβαιώνει όχι απλώς τη μουσική καλλιέργεια του Αλέξανδρου Ραγκαβή,14Όπως αναφέρει ο Ραγκαβής (1894, 188-189), ήδη από τα χρόνια των σπουδών του στο Μόναχο, προς συμπλήρωση της ανατροφής του, θεώρησε αναπόφευκτη τη γνώση της μουσικής, και με τα λίγα οικονομικά του εφόδια μίσθωσε «διδάσκαλο αυλού», όχι για να κατορθώσει να παίζει με δεξιότητα, αλλά για να γνωρίσει τη θεωρία και τον οργανισμό της τέχνης αυτής, και η γλώσσα αυτής να μην ηχεί ακατανόητος στην ακοή του. αλλά κυρίως τη βαθιά του γνώση πάνω σε θέματα ρεπερτορίου φωνητικής μουσικής, τόσο δωματίου όσο και όπερας.15Όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, από μικρή ηλικία ήρθε σε επαφή με την όπερα. Συγκεκριμένα σε ηλικία δέκα ετών είδε την πρώτη του παράσταση όπερας, τον Μαγικό αυλό του Μότσαρτ, στο Βουκουρέστι με μεγάλο ενθουσιασμό (Ραγκαβής 1894, 80). Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια των σπουδών του και κυρίως της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, αναφέρεται τακτικά στις παραστάσεις θεάτρου και όπερας που παρακολούθησε στα θέατρα της Ευρώπης. Επίσης προσπάθησε να προωθήσει την υπόθεση του θεάτρου και του μελοδράματος στην Ελλάδα, ως έκφραση πολιτισμού (Κουρμπανά, 2008, 9-17).
Ο Ραγκαβής συνέλεξε τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα των συνθετών της εποχής του ρομαντισμού, κυρίως δε των Γερμανών, ενώ δεν παρέλειψε να συμπεριλάβει και γνωστές δημοτικές μελωδίες. Η συλλογή αυτή μπορεί να αξιολογηθεί σε πολλαπλά επίπεδα:
Ως εκπαιδευτικό βιβλίο. Αποτελεί μια συνέχεια της πρώτης έκδοσης του Ραγκαβή Διάφορα ποιήματα (1837), σε μια εποχή που δεν υπήρχαν επίσημα εκπαιδευτικά εγχειρίδια ωδικής,16Τα μάθημα της μουσικής, που είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών των δημοτικών σχολείων από το 1834, εμφανίζεται με την ονομασία «Ωδική», ενώ δύο χρόνια μετά, το 1836, η μουσική χαρακτηρίζεται ως μάθημα «ήσσονος σημασίας» στο πρόγραμμα σπουδών των γυμνασίων (Διονυσίου, 2016, 60). ενώ μόλις άρχιζαν να τυπώνονται οι πρώτες σχετικές σχολικές εκδόσεις. Αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι: α) το 1869, κυκλοφορεί μια ειδική έκδοση Άσματα Παιδαγωγικά προς χρήσιν των Νηπιαγωγείων και των Δημοτικών Σχολείων για πρώτη φορά με μουσική σημειογραφία, από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και β) το 1876, κυκλοφορεί η έκδοση Άσματα εις Ευρωπαϊκήν μελωδίαν από τον Ηλία Τανταλίδη, Εκδ. Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, τότε οι δύο εκδόσεις του Ραγκαβή (1873/1875) με το διευρυμένο και εξειδικευμένο ρεπερτόριο σίγουρα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον χώρο της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα δε o Ηλίας Τανταλίδης (1876, 7), στον πρόλογο της έκδοσης της δικής του συλλογής, αφού εξαίρει τις πρωτοβουλίες της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, αναφέρεται στην έκδοση του Ραγκαβή με τα ακόλουθα εγκωμιαστικά λόγια: «Η Μουσική Ανθοδέσμη καλλύνεται προς τοις άλλοις και δι’ ασμάτων αρμοδιωτάτων προς την εν τοις εκπαιδευτηρίοις ανατρεφομένην νεολαίαν». Ο εθνικός ευεργέτης Κωνσταντίνος Ζάππας χρηματοδότησε την έκδοση του δεύτερου τεύχους, διανέμοντας δωρεάν 400 αντίτυπα σε ελληνικά σχολεία και καταστήματα (Ραγκαβής, 1930, 151-152).
Ως εθνεγερτικό-πατριωτικό εγχειρίδιο. Όσον αφορά τα ηρωικά και πατριωτικά άσματα που συμπεριλαμβάνονται στις συλλογές αυτές, ο Ραγκαβής (1894, 174) αναφέρει: «με την ελπίδα ότι θα ψάλλονταν από τη μάχιμη ελληνική νεολαία εξάπτοντας αυτή σε έργα ανδρείας». Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τη συλλογή του Εμμανουήλ Γεωργίου, Η Φωνή του Τυρταίου ήτοι Συλλογή διαφόρων ηρωικών και ιστορικοηρωικών ασμάτων εν ή και τίνα Επεισόδια ιστορικά περί της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως – Συλλεχθέντα και εκδοθέντα Χάριν του Ελληνικού Στρατού το 1862. Στη συλλογή αυτή, που εκδίδεται για την τόνωση του εθνικού φρονήματος του Ελληνικού Στρατού, μαζί με πολλά άλλα ηρωικά και πατριωτικά άσματα εντοπίζουμε, για παράδειγμα, το τραγούδι Ο Κλέπτης και Το Δείπνον των Κλεπτών, όπως ακριβώς αποδίδονται στην πρώτη συλλογή Διάφορα ποιήματα (1837) και στο πρώτο τεύχος της Μουσικής Ανθοδέσμης (1873) του Ραγκαβή.
Ως έντυπο ενίσχυσης της εθνικής αυτογνωσίας των Ελλήνων της διασποράς. Το πρώτο τεύχος της ανθολογίας εκδόθηκε στο Παρίσι με την υποστήριξη των ομογενών της Μασσαλίας, ενώ το δεύτερο τεύχος κυκλοφόρησε στo Βερολίνο, τη Δρέσδη, τη Λειψία και την Κωνσταντινούπολη. Βλέπουμε, δηλαδή, μια ευρεία διανομή των δύο συλλογών σε διάφορες ελληνικές παροικίες της Ευρώπης. Η χρήση της ελληνικής γλώσσας για τη διασκευή στίχων σε γνωστές ευρωπαϊκές μελωδίες σε συνδυασμό με τα πατριωτικά και εθνεγερτικά άσματα λειτουργούσαν ως φορείς καλλιέργειας της εθνικής αυτοσυνειδησίας των Ελλήνων της διασποράς.
Ως μια πρωτοβουλία εκπολιτισμού. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Ραγκαβής (1930, 75) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αφορών δε και εγώ αυτός εις την μουσικήν διαμόρφωσιν των Ελλήνων , και ταύτην, ως αναγκαιότατον στοιχείον του εκπολιτισμού θεωρών». Συμβάλλει στη μετάδοση και προβολή της ευρωπαϊκής και ειδικότερα της γερμανικής μουσικής κουλτούρας στην Ελλάδα.
Ως αξιόλογο χρηστικό έντυπο μουσικής σαλονιών για οικιακές συναυλίες. Αν αναλογιστούμε το περιεχόμενο των εντύπων που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα αυτής της περιόδου, το οποίο κατά βάση αποτελούταν από: α) διασκευές για πιάνο (ή φωνή και πιάνο) διάφορων οπερατικών επιτυχιών (κυρίως του ιταλικού ρομαντικού ρεπερτορίου των συνθετών Ροσίνι, Μπελίνι, Ντονιτσέτι και Βέρντι), β) χορευτική μουσική, όπως βαλς, πόλκες, μαζούρκες, βαρκαρόλες κλπ., γ) έργα επτανήσιων συνθετών που και αυτοί, ακολουθώντας τις αισθητικές τάσεις της εποχής τους, έγραφαν δικά τους πρωτότυπα έργα ή μεταγραφές έργων διακεκριμένων ιταλών συνθετών που εκτυπώνονταν στην Ιταλία, όπως, π.χ., έργα των Μάντζαρου και Καρρέρ (Ξαπαπαδάκου/Χαρκιολάκης, 2015, 159-168), μπορούμε να αντιληφθούμε τη μεγάλη σημασία της συλλογής αυτή στην προβολή και προώθηση του είδους του γερμανικού Lied και Volkslied, καθώς και της γερμανικής όπερας (με έργα Βέμπερ και Βάγκνερ) σε μια πόλη που μόλις άρχιζε να αναπτύσσεται πολιτιστικά μέσω της αστικοποίησης και της ιταλο-γαλλοκρατούμενης οπερατικής της ζωής.17Ήταν ευρέως αποδεκτό ότι το μελόδραμα ήταν το μουσικοπαραστατικό θέαμα που άρμοζε στην κοινωνική θέση της προϊούσας αθηναϊκής αστικής τάξης, η οποία έπρεπε να συγκλίνει στον ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό της. Οι πρώτοι ξένοι μελοδραματικοί θίασοι στην Αθήνα εμφανίσθηκαν περίπου το 1835. Πέρα από τις όπερες, ανέβαζαν και εναλλακτικό ρεπερτόριο με ελαφρότερα έργα, όπως, π.χ., μουσικές κωμωδίες (γαλλικά βοντεβίλ), γαλλικές κωμικές όπερες (προδρόμους της οπερέτας). Για την εξάπλωση της όπερας στην Ελλάδα σε σχέση με την αστικοποίηση, βλ. Σκανδάλη (2001, 47-59). Επίσης για μια λεπτομερειακή παράθεση των παραστασιολογίων της δεκαετίας του 1870, βλ. Γ. Λεωτσάκος (2011, 75-100).
Λίγα λόγια για τις ελληνογερμανικές διασταυρώσεις στη συλλογή του Ηλία Τανταλίδη
Ο φαναριώτης λόγιος Ηλίας Τανταλίδης (1818-1876), αφού τελείωσε την Πατριαρχική σχολή της Κωνσταντινούπολης και την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, ήρθε το 1840 στην Αθήνα και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά το πέρας των σπουδών του, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης μέχρι τον θάνατό του. Πρωτάρχισε να γράφει άσματα για τους μαθητές του με σκοπό να συντηρήσει το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης (Κωστελένος, 1977, 100-101).
Η συλλογή του Άσματα εις Ευρωπαϊκήν μελωδίαν, όλα στιχουργημένα από τον ίδιο, αποτελεί άλλον έναν σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα των μουσικών εκπαιδευτικών βιβλίων της εποχής εκείνης. Όπως αναφέρει ο Τανταλίδης (1876, 7-8) στον πρόλογο (Προανάκρουσμα) της έκδοσης, αξιοποιεί τέσσερις σημαντικές ξένες πηγές της εποχής του για να αντλήσει το υλικό του, όπως: α) Happy hours by Howard Kingsbury (New York, 1865), β) τη γερμανική συλλογή Liederschatz, γ) τη συλλογή γαλλικών ασμάτων προσαρμοσμένων σε γερμανικές μελωδίες Écho d’Allemagne18Προφανώς των εκδόσεων G. Flaxland. και δ) μια συλλογή ρώσικων παιδικών ασμάτων του Μ. Μπερνάρντι (Πετρούπολη, 1868), από την οποία συμπεριλαμβάνει και το πολύ γνωστό τραγουδάκι Η πεταλούδα (εικ. 4). Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη, καθώς τα άσματα παρατίθενται με διαβαθμισμένη δυσκολία, από μονόφωνα σε δίφωνα και τρίφωνα, πάντα με συνοδεία πιάνου. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει 33 μονόφωνα παιδικά άσματα κυρίως από ρωσικές μελωδίες. Το δεύτερο μέρος αποτελείται από 19 άσματα, κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου, πολλά εκ των οποίων είναι σε μουσική του Λουί-Αλμπέρ Μπουργκώ-Ντυκουντρέ, ενώ άξιο μνείας είναι το τρίφωνο άσμα Ύμνος Βασιλικός σε μουσική του Χάυντν, γνωστή σήμερα ως εθνικός ύμνος της Γερμανίας. Στο τρίτο μέρος παρατίθενται 27 άσματα, πολλά εκ των οποίων γερμανών συνθετών όπως Μπετόβερ, Σούμπερτ, Μέντελσον, Κύκεν, Χίμμελ, Mύλερ, Κέλλερ, Αμπτ κ.ά. Ένα μέρος αυτής της επιλογής, συνιστά μουσική σαλονιού. Η συλλογή του Τανταλίδη ακολουθεί το πρότυπο του Ραγκαβή, έχει διττό χαρακτήρα, εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό, ενώ παράλληλα εκπολιτίζει. Ο Τανταλίδης, αφού επέβλεψε την έκδοση της συλλογής του στην Αθήνα, απεβίωσε την ίδια χρονιά στη Χάλκη της Κωνσταντινούπολης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, το μάθημα του άσματος (θρησκευτικό, ηθικοπλαστικό και πατριωτικό) αποτελούσε ήδη μέρος του προγράμματος σπουδών των δημοτικών σχολείων της Κωνσταντινούπολης, όπως και το μάθημα της μουσικής (ωδικής τε και οργανικής) των γυμνασίων αντίστοιχα (Παρανίκας, 1874, 10-15, 28). Συνεπώς, για τη δεκαετία του 1870, οι συλλογές του Ραγκαβή και του Τανταλίδη συνιστούσαν σημαντικά εκπαιδευτικά εργαλεία για το μάθημα της ωδικής, ελλείψει παρεμφερών συγγραμμάτων που αρχίζουν να εκδίδονται πιο συστηματικά από τη δεκαετία του 1880 και μετά, και μάλιστα υπό την εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως, π.χ., το 1894, η έκδοση Φόρμιγξ ήτοι Συλλογή ασμάτων και ωδών των μεν μετενεχθέντων εκ της ευρωπαϊκής μουσικής γραφής εις την καθ‘ ημάς εκκλησιαστικήν, των δε πρωτοτύπων όλως προς χρήσιν των Δημοτικών Σχολείων και παντός φιλόμουσου, σε βυζαντινή σημειογραφία από τον Ιάκωβο τον Ναυπλιώτη, τότε Α΄ Δομέστικο στο Πατριαρχικό αναλόγιο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Σχετικά με τις εκδόσεις ασμάτων στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο εκείνη,19Το 1875 εκδίδεται ο Οδηγός Ευρωπαϊκής Μουσικής του Ιωασάφ ιεροψάλτη, το 1880 κυκλοφορεί η συλλογή 80 Ελληνικαί Δημοτικαί Μελωδίαι σε εναρμόνιση του Περικλή Μάτσα, ενώ ο ιταλός δάσκαλος μουσικής Αντόνιο Βιτζεντίνι εκδίδει το 1880 μια Επίτομο Θεωρία της Μουσικής / Πρακτικό εγχειρίδιο προς εκμάθηση του στοιχειώδους άσματος προς χρήση των ελληνικών σχολείων, και το 1881 τη Συλλογή Χορικών Ασμάτων στο πρότυπο της συλλογής Τανταλίδη. Γενικότερα για την ανάπτυξη και πρόσληψη της Ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής στην ελληνική παροικία της Κωνσταντινούπολη, βλ. Τρικούπης/Μπαντέκα (2021, 10-18).όσον αφορά τις ελληνογερμανικές σχέσεις, αξιοσημείωτη είναι μια μικρή συλλογή Ελληνικά Άσματα. Μετά συνοδ(ε)ίας ελαφράς κλειδοκυμβάλου. Μελοποιηθέντα υπέρ των Ελληνοπαίδων, χωρίς χρονολογία έκδοσης (εικ. 5).20Η συλλογή περιλαμβάνει εννέα παιδαγωγικά άσματα: 1. Δόξα εν υψίστοις, 2. Ωδή των ενάρξεων, 3. Άσμα των εξετάσεων, 4. Η τυφλή ανθοπώλις σε στίχους Γ. Ζαλοκώστα, 5. Ελλάς, 6. Τα παιδάκια και το πουλάκι, 7. Ο ανθός και το παιδάκι σε στίχους Αγ. Βλάχου, 8. Το δάσος σε στίχους Άγ. Βλάχου και 9. Η Νύκτα σε στίχους Ι. Βηλαρά.
Στο εξώφυλλο της συλλογής αυτής, ο αυστριακός συνθέτης Λούντβιχ Γκότοφ-Γκρύνεκε (1847-1921), ο οποίος καθιερώθηκε κυρίως με έργα φωνητικής και σκηνικής μουσικής στη Βιέννη, φέρεται ως καθηγητής μουσικής στην Ελληνική Εμπορική Σχολή της Χάλκης.21Η Ελληνική Εμπορική Σχολή ιδρύθηκε το 1831 και εθεωρείτο ένα από τα πιο λαμπρά εκπαιδευτήρια της Κωνσταντινούπολης. Μελετώντας τους οδηγούς σπουδών (ενδεικτικά 1881 και 1906), διαπιστώνουμε ότι το μάθημα της ωδικής είχε ενταχθεί κάπως χαλαρά μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ από τις αρχές του 20ού αιώνα πιο συστηματικά ως μουσική (φωνητική και οργανική). Συνεπώς, αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι ο Γκότοφ-Γκρύνεκε φέρεται καλλιτεχνικά ενεργός ως διευθυντής σε μια σχολή οπερέτας στη Βιέννη από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα (Kornberger, 2021, 314), τότε η παραπάνω συλλογή του θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά προς τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Γενικότερα, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, η ακμάζουσα αστική τάξη της ελληνικής ομογένειας στην Κωνσταντινούπολη είχε έντονη δράση στον χώρο της δυτικής μουσικής. Σημαντικός φορέας της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής ήταν ο σύλλογος Ερμής που ιδρύθηκε το 1877 και λειτούργησε μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.22Ο Σύλλογος, το 1885, ίδρυσε μουσικό σχολείο με τμήματα τραγουδιού και ενόργανης μουσικής. Παράλληλα λειτουργούσε χορωδία και ορχήστρα. Από τις αρχές του 1890 και μετά, μετονομάστηκε σε «Μουσικό Σύλλογο Κωνσταντινούπολης» [Société musicale de Constantinople]. Στο μουσικό σχολείο του Συλλόγου, από το 1911, διδάσκονταν μαθήματα πιάνου, εγχόρδων, θεωρίας και χορωδίας από αξιόλογους καθηγητές μουσικής (Trikoupis, 2015, 150-151).
Ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός και τα παιδαγωγικά του άσματα
Ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός, γόνος αξιόλογης οικογένειας από τη Σμύρνη (εγγονός του λογίου Κωνσταντίνου Κούμα), γεννήθηκε το 1824 στην Τεργέστη και άρχισε να μελετά μουσική στην Αθήνα, σε ηλικία 16 ετών, δίπλα στον κερκυραίο μουσικό Δημήτριο Διγενή, ο οποίος μόλις είχε κληθεί το 1837, για να οργανώσει την πρώτη στρατιωτική μουσική σχολή (Μοτσενίγος, 1958, 306-307). Κατόπιν ο Κατακουζηνός συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι και στη Βιέννη (Συμεωνίδου, 1995, 182). Από την εργογραφία του την εποχή εκείνη φαίνεται ότι ο Κατακουζηνός παράλληλα διακρίθηκε ως μουσικοσυνθέτης έργων μουσικής για πιάνο, όπως ελεγείες, πόλκες, πολονέζες και βαλς (εικ. 6). Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Lied με τον τίτλο Sehnsucht [Nοσταλγία] που μελοποίησε σε ποίηση του αυστριακού Γιόζεφ Κρίστιαν φον Τσέντλιτς (1790-1862) και το αφιέρωσε στον αρχιμουσικό Χάινριχ Προχ (1809-1878). Στη Βιέννη διετέλεσε, επίσης, διευθυντής της τετράφωνης χορωδίας της Ελληνικής Oρθοδόξου Εκκλησίας για μια μακρά περίοδο (1844-1861), συμβάλλοντας στο μεταρρυθμιστικό έργο των Μπένεντικτ Ραντχάρτινγκερ και Ιωάννου Χαβιαρά για την εναρμόνιση της βυζαντινής εκκλησιαστής μουσικής.23Το 1844, ο Κατακουζηνός έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Εις την έναρξη της μεταρρυθμημένης Ελληνικής Εκκλησιαστής Μουσικής. Κατά την ημέρα του Πάσχα του 1844 έτους εις την εν Βιέννη Εκκλησίαν της αγίας Τριάδος, αφιερωμένο στον μουσικοδιδάσκαλο Ραντχάρτινγκερ που έκανε τη μεταρρύθμιση υπό του Χαβιαρά.
Το 1860 παραστάθηκε για πρώτη φορά η όπερά του Antonio Foscarini (λυρική τραγωδία) σε λιμπρέτο του Ταραντίνι στο θέατρο της Οδησσού και τον επόμενο χρόνο ακολούθησε η δεύτερή του όπερα Αρετούσα των Αθηνών. Στην Οδησσό, ο Κατακουζηνός μετεγκαταστάθηκε μέχρι το 1870, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της χορωδίας του ιερού ναού της Αγίας Τριάδος. Το 1870 προσκλήθηκε από τη Βασίλισσα Όλγα να αναλάβει τη διεύθυνση της τετράφωνης χορωδίας του παρεκκλησίου των ανακτόρων. Όταν το 1871 διορίσθηκε έφορος του νεοϊδρυθέντος Ωδείου Αθηνών,24Όπως αναφέρει ο Μοτσενίγος (1958, 309), την πρώτη δεκαετία μετά την έξωση του Όθωνος, η κίνηση της μουσικής ελαττώθηκε αισθητά, περιορισθείσα σε λίγες ιδιωτικές μουσικές σχολές, μεταξύ των οποίων η σχολή Παριζίνη κατείχε διαπρέπουσα θέση. Με την πάροδο του χρόνου, η ανάγκη ίδρυσης ενός Μουσικού Συλλόγου που θα μπορούσε να επιληφθεί όλων των ζωτικότατων μουσικών προβλημάτων εξελίχθηκε σε κοινή συνείδηση όλων των μυημένων. Το 1871, με απόφαση της κυβέρνησης Κουμουνδούρου ιδρύθηκε ο Μουσικός και Δραματικός Σύλλογος Αθηνών, έργο του οποίου ήταν η σύσταση και οργάνωση του Ωδείου Αθηνών. είχε ήδη στο ενεργητικό του πολυσχιδές και αξιόλογο έργο. Την περίοδο αυτή στον χώρο της ελληνικής μουσικής εκπαίδευσης διακρίνεται ο γερμανός μουσικοπαιδαγωγός Ιούλιος Έννιγγ. Γεννηθείς το 1810 στην Πρωσία και με σπουδές στο Βερολίνο, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα από το 1833, ακoλουθώντας τον βασιλιά Όθωνα. Αφού υπηρέτησε στο πυροβολικό μέχρι το 1838, στη συνέχεια ανέλαβε μουσικοπαιδαγωγική δράση. Επί 16 έτη δίδαξε ωδική και γυμναστική σε σχολεία και παρθεναγωγεία της Αθήνας. Το 1871 συμμετείχε στην ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρείας «Ευτέρπη» με επιδιώξεις τη διδασκαλία και τη διάδοση της μουσικής, και στη συνέχεια δίδαξε στο νεοϊδρυθέν ωδείο Αθηνών (Μοτσενίγος, 1958, 310-311). Ανάμεσα στα έργα και τις πραγματείες του περί μουσικής, τα πιο γνωστά είναι: α) το Εγχειρίδιο Φωνητικής Μουσικής, ήτοι διδασκαλία ωδικής κατά τη μέθοδο του Γερμανού διδασκάλου Γ. Κυμπλέρου, που δημοσιεύτηκε στην Αθήνα το 1875 (Τύποις Χ. Ν. Φιλαδελφέως)25Σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν δοθεί για το πρόγραμμα σπουδών των δημοτικών σχολείων από την Επιθεώρηση Παιδείας το 1881, η «Φωνητική» μουσική προβλεπόταν να διδάσκεται σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου κατά τις τελευταίες ώρες του ημερήσιου προγράμματος, ως πιο ξεκούραστο μάθημα (Διονυσίου, 2016, 61). και β) τα Νέα Άσματα Παιδαγωγικά (σε δέκα μέρη) που δημοσιεύθηκαν μεταξύ των ετών 1880-1890 από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και προορίζονταν κυρίως για διδασκαλία στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο που ήταν υπό την εποπτεία της.26Για τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και το Αρσάκειο Παρθεναγωγείο, βλ. Μοτσενίγος (1958, 305-306).
Στο α΄ τεύχος της παραπάνω συλλογής (1880), ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός έγραψε όλα τα στιχουργήματα, τα οποία προσάρμοσε σε γνωστές μελωδίες. Ωστόσο δεν αναγράφονται στοιχεία για τα ονόματα των συνθετών ή τον τόπο προέλευσης των ασμάτων. Στο β΄ τεύχος (1883), ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός έγραψε αποκλειστικά ο ίδιος τους στίχους και τη μουσική των ασμάτων. Στα επόμενα οκτώ τεύχη, ενώ το όνομά του δεν αναγράφεται στα εξώφυλλα, εμφανίζεται αρκετές φορές τόσο στη μουσική όσο και στους στίχους (εικ. 7). Σε αυτά τα οκτώ τεύχη, αναγράφονται κανονικά τα ονόματα των συνθετών (ελλήνων και ξένων), των μεταφραστών, καθώς και των τόπων προέλευσης όταν πρόκειται για δημοτικές μελωδίες (όπως γερμανική, αγγλική, ιρλανδική, σικελική κ.λπ.). Η συλλογή περιλαμβάνει άσματα κυρίως γερμανόφωνων συνθετών, όπως Χέντελ, Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμαν, Μέντελσον, Γιουνγκ-Στίλινγκ, Γκ. Μπέκερ, Φ. Β. Μπέρνερ, Άνζελμ Βέμπερ, Νέγκελι, Καρλ Γκρος, Φ. Ζίλχερ, Λούις Σπορ, Λουίζε Ράιχαρντ, Έντουαρντ Χουν κ.ά. Στα ονόματα των μεταφραστών, συναντάμε τους Α. Ραγκαβή, Δ. Βικέλα, Γ. Παράσχο, Π. Σούτσο, Φ. Οικονομίδη, Η. Τανταλίδη, Αιμ. Ειμαρμένο, Α. Ηλιάδη κ.ά. Το περιεχόμενο των ασμάτων μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις θεματικές ενότητες: φυσιολατρικό, θρησκευτικό, πατριωτικό και ηθικοπλαστικό (Διονυσίου, 2016, 70-88). Τα 300 τραγούδια της συλλογής είναι γραμμένα και μετατονισμένα έτσι ώστε η φωνητική τους περιοχή να κυμαίνεται εντός του πενταγράμμου, προκειμένου να μην προκαλεί δυσκολίες στις φωνές των παιδιών και ιδιαίτερα των εφήβων που αντιμετωπίζουν προβλήματα μεταφώνησης. Από τα 300 άσματα της συλλογής, τα πρώτα 200 είναι δίφωνα και τα υπόλοιπα 100 τρίφωνα, γεγονός που δείχνει μια προσπάθεια αναβάθμισης του επιπέδου διδασκαλίας του μαθήματος της ωδικής.
Το 1891, σε ηλικία 67 ετών, ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός, έχοντας διαγράψει μια πλήρη μουσική, λογοτεχνική και παιδαγωγική σταδιοδρομία, υπέβαλε την παραίτησή του εκ της θέσεως του εφόρου του Ωδείου Αθηνών. Απεβίωσε το επόμενο έτος, το 1892. Άξιος μνείας είναι ο ορισμός που έδωσε για τη μουσική: «Δι’ όσους την εννοούν, δεν έχει ανάγκη ορισμού· δι’ όσους δεν την εννοούν, επίσης» (Συμεωνίδου, 1995, 182).
Ο Αναστάσιος Μάλτος και οι συλλογές ασμάτων
Ο Αναστάσιος Μάλτος του Νικολάου, γεννηθείς το 1851 στο Μεγάροβο της Μακεδονίας, μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συνέχισε στη Δρέσδη, το Μόναχο και τη Ζυρίχη, όπου το 1879 αναγορεύθηκε διδάκτορας φιλοσοφίας (Τρικούπης, 13.2.2019). Το 1880 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας, όπου είχε πολύ αξιόλογο διδακτικό και εκδοτικό έργο, ιδιαίτερα δε σε σχέση με τον γερμανικό πολιτισμό.
Αρχικά, το 1881, μέσω του εκδοτικού οίκου Breitkopf & Härtel της Λειψίας εξέδωσε τη Συλλογή δίφωνων, τρίφωνων και τετράφωνων ασμάτων εις χρήσιν ελληνικών σχολείων και γυμνασίων, Μέρος Πρώτον. Το τεύχος αυτό περιέχει γερμανικές δημοτικές μελωδίες και άσματα γερμανόφωνων συνθετών, όπως ενδεικτικά Μότσαρτ, Σούμπερτ, Βέμπερ, Μέντελσον, Ρίττερ κ.ά., ενώ τις έμμετρες μεταφράσεις αποδίδουν διακεκριμένοι λόγιοι, όπως Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Άγγελος Βλάχος, Γεώργιος Ζαλοκώστας, Ηλίας Τανταλίδης, Αλέξανδρος Κατακουζηνός, Αχιλλέας Παράσχος κι άλλοι (Εικ. 8). Στη συνέχεια, το 1884, πάλι μέσω του εκδοτικού οίκου Breitkopf & Härtel της Λειψίας, και μετά την άδεια του υπουργείου Δημοσίας Εκπαιδεύσεως του οθωμανικού κράτους, εξέδωσε το πρώτο τεύχος της δεύτερης κατά σειρά συλλογής του με τίτλο Τερψιχόρη ήτοι Συλλογή χορικών ασμάτων προς χρήσιν των σχολείων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο πρόλογος της έκδοσης αυτής, που ουσιαστικά αναθεωρεί την πρώτη του συλλογή του 1881, επισημαίνοντας: «αλλ’ ήδη η πείρα εδίδαξέ με, ότι τοιαύτη απλή συλλογή παραδιδομένη τοις μαθηταίς άνευ προκαταρκτικών γνώσεων, άνευ ωδικών ασκήσεων, αίτινες πρέπει να χρησιμεύωσιν ως βάσις, ουδεμίαν ή ελαχίστην παρέχει ωφέλειαν». Ως εκ τούτου, στην αρχή της συλλογής Τερψιχόρη, ο Μάλτος συνέγραψε μια συνοπτική ενότητα «Προκαταρκτικές γνώσεις» και μια άλλη «Ωδικαί ασκήσεις», λαμβάνοντας υπόψη του τη βιβλιογραφία της εποχής του.27Όπως αναφέρει ο Μάλτος (1884, V): α) Ιούλιος Έννιγγ, Εγχειρίδιο Φωνητικής Μουσικής, Αθήναι1875, β) Weinwurm, MethodischeAnleitungzumelementarenGesangunterricht, Wien 1876, γ) Im. Faisst und L. Stark, Elementar- und Chorgesangschule, Stuttgart 1880 και δ) B. Widman, Praktischer Lehrgang für einen rationellen Gesangunterricht, Leipzig 1878.
Το τρίτο μέρος του τεύχους περιέχει δύο ομάδες ασμάτων, 25 μονόφωνα και 62 δίφωνα άσματα, για τα οποία ο Μάλτος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι συμπεριέλαβε «ιδίως γερμανικάς μελωδίας συναδούσας προς το περιεχόμενον των ποιημάτων, πεποιθώς ότι τα εν τοις γερμανικοίς σχολείοις αδόμενα άσματα είνε επιτηδειότατα προς τέρψιν τε και του ήθους διάπλασιν».
Τον επόμενο χρόνο, το 1885, ακολουθεί το δεύτερο τεύχος της Τερψιχόρης, το οποίο εκδίδεται πλέον στην Οδησσό και περιλαμβάνει 20 δίφωνα και 37 τρίφωνα άσματα κυρίως γερμανικών δημοτικών μελωδιών και γερμανών επιφανών συνθετών σε απόδοση ελλήνων λογίων, όπως και οι δύο προηγούμενες συλλογές. Και στις δύο παραπάνω συλλογές του Μάλτου περιλαμβάνονται και μερικά άσματα ελλήνων συνθετών, όπως των Αλέξανδρου Κατακουζηνού, Δημητρίου Λάλλα, Γεωργίου Ν. Μάλτου (αδελφού του Αναστασίου Μάλτου), Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου, Σπυρίδωνος Ξύνδα και Ραφαήλ Παριζίνη. Το 1887, στην Οδησσό, προχωράει στην έκδοση του πρώτου τεύχους της επόμενης συλλογής του με τον τίτλο Μελπομένη ήτοι Συλλογή εκλεκτών παιδικών ασμάτων υπό κρούσιν κλειδοκυμβάλου προς χρήσιν των Ελληνίδων Οικογενειών. Η συλλογή αυτή περιλαμβάνει 27 μονόφωνα άσματα με συνοδεία πιάνου, όλα όπως και στις προηγούμενες συλλογές, με γερμανικές δημοτικές μελωδίες και άσματα κορυφαίων γερμανών συνθετών σε απόδοση ελλήνων λογίων (εικ. 9). Στη συνέχεια από το 1890 μέχρι το 1908, ο Αναστάσιος Μάλτος, ως συγγραφέας και μεταφραστής, ασχολήθηκε με την έκδοση αξιόλογων συγγραμμάτων περί της γερμανικής γλώσσας και της ιστορίας της μουσικής.28Όπως: α) ΕπίτομοςΓραμματικήτηςΓερμανικήςΓλώσσης[Kleine Deutsche Sprachlehre für Griechen], ΜέθοδοςGaspey-Otto-Sauer προςεκμάθησιντωννεώτερωνγλωσσών, Julius Groos Verlag, Heidelberg 1890, β) ΓερμανικοίΔιάλογοι. Νέος μεθοδικός οδηγός προς εκμάθησιν της Γερμανικής Γλώσσης διασκευασθείς προς χρήσιν των Ελλήνων, Μέθοδος Gaspey-Otto-Sauer, Julius Groos Verlag, Heidelberg 1892, γ) C. F. Weitzmann, Ιστορία της Ελληνικής Μουσικής μετά μουσικού παραρτήματος περιέχοντος πάντα τα μέχρις ημών διασωθέντα δείγματα ελληνικών μελωδιών, μτφ. Αναστάσιος Ν. Μάλτος, Τυπογραφείο της Εστίας, Αθήνα 1893 και δ) H. A. Köstlin, Ιστορία της Μουσικής εν περιλήψει εξελληνισθείσα εκ της Ε΄ εκδόσεως, μτφ. Αναστάσιος Ν. Μάλτος, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1908.
Το 1903 προχώρησε σε μια επαυξημένη έκδοση της συλλογής Τερψιχόρη με τον τίτλο Τερψιχόρη ήτοιΣυλλογή χορικών ασμάτων από το βιβλιοπωλείο της Εστίας στην Αθήνα, «Εγκριθείσα εν τω διαγωνισμώ των διδακτικών βιβλίων κατά τον ΒΡΛ΄ νόμον προς χρήσιν των σχολείων και των διδασκαλείων αμφοτέρων των φύλων». Και σε αυτήν τη συλλογή, το πρώτο μέρος περιλαμβάνει προκαταρκτικές γνώσεις, το δεύτερο μέρος ωδικές ασκήσεις, ενώ το τρίτο μέρος περιλαμβάνει 20 μονόφωνα και 100 δίφωνα άσματα, περισσότερα εκ των οποίων είναι γερμανών επιφανών συνθετών και γερμανικών δημοτικών μελωδιών.
Επίλογος
Οι συλλογές ασμάτων οι οποίες εκδόθηκαν από τους τρεις γερμανομαθείς επιφανείς έλληνες λογίους Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, Αλέξανδρο Κατακουζηνό και Αναστάσιο Μάλτο, από το 1873 μέχρι το 1903, προέβαλαν τα επιτεύγματα της γερμανικής φωνητικής μουσικής (Lied, Volkslied και όπερα), κυρίως δε αυτής του ρομαντισμού. Σε αυτήν την αλυσίδα των μουσικών ανθολογιών, σημαντικό είναι και το πόνημα του Τανταλίδη που ακολουθεί τα πρότυπα του Ραγκαβή. Αν λάβουμε υπόψη την πορεία διαμόρφωσης του παιδαγωγικού τραγουδιού στην Ελλάδα, τότε η ιστορικότητα των παραπάνω συλλογών, ιδιαίτερα δε των Έννιγγ-Κατακουζηνού, Τανταλίδη και Μάλτου, στο επίπεδο των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων αποκτά ιδιαίτερη αξία. Οι συλλογές αυτές, ακολουθώντας τα γερμανικά πρότυπα εκπαίδευσης, έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν όλες οι επόμενες εκδόσεις παιδαγωγικών τραγουδιών, οι οποίες σταδιακά οδηγήθηκαν σε ένα πιο ελληνοκεντρικό περιεχόμενο με δημώδη ελληνικά άσματα (Αυθεντοπούλου/Σακαλλιέρος, 2021, 19-35), και άλλα τραγούδια ελλήνων συνθετών έτσι ώστε να είναι πιο προσιτά στα παιδιά, απόρροια των νέων παιδαγωγικών ιδεών του δημοτικιστικού κινήματος, όπως, π.χ., οι έγκριτες εκδόσεις του μουσικοπαιδαγωγού Αθανασίου Αργυρόπουλου, από το 1913 μέχρι το 1939.29Ο Αθανάσιος Αργυρόπουλος είναι ένας από τους πολυγραφότερους μουσικοπαιδαγωγούς, καθώς από το 1913 μέχρι τον θάνατό του το 1939 εξέδωσε τουλάχιστον 20 μουσικοπαιδαγωγικά βιβλία σε πολλαπλές εκδόσεις, μεταξύ των οποίων ήταν τα Αηδόνια, ο Ορφεύς, ο Απόλλων, τα Κελαδήματα, η Μουσική αγωγή, η Σχολική μουσική κ.ά. Στις συλλογές ασμάτων του, ενώ εξακολουθεί να χρησιμοποιεί ξένες μελωδίες, παραθέτει δικές του συνθέσεις πιο προσιτές στα παιδιά, καθώς και συνθέσεις ελλήνων δημιουργών, τα ονόματα των οποίων δεν συναντάμε σε παλαιότερα μουσικά βιβλία, όπως των Κώστα Σφακιανάκη, Νικολάου Κόκκινου, Ιωάννη Ψαρούδα, Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου, Διονυσίου Λαυράγκα, Αιμίλιου Ριάδη, Κωνσταντίνου Ψάχου, Νικολάου Κασιδόπουλου, Μανώλη Καλομοίρη, Ξενοφώντα Αστεριάδη, Τιμόθεου Ξανθόπουλου, Λαυρέντιου Καμηλιέρη και Δημοσθένη Μιλανάκη (Κωνστάντζος, 2013, 19-20).
Τελικά, η πρόσληψη του γερμανικού εθνικολαϊκού μουσικού φολκλόρ, των Lieder και των Volkslieder από τους Ραγκαβή, Κατακουζηνό και Μάλτο, η οποία φαίνεται να είναι διαμεσολαβημένη κυρίως από τη μουσική, και δευτερευόντως από το περιεχόμενο των στίχων, μεταπλάθεται σε: α) ένα μέσο εθνικιστικής έκφρασης (ιδιαιτέρως στον Ραγκαβή), β) ένα εργαλείο καλλιέργειας της εθνικής αυτογνωσίας των Ελλήνων της διασποράς και γ) σε μια ουσιαστική συνεισφορά πολιτιστικής, πολιτισμικής και παιδαγωγικής ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας. Την περίοδο αυτή, η Ελλάδα μόλις άρχιζε να μετασχηματίζεται με την ανάπτυξη και στερέωση της αστικής τάξης, ενώ το κράτος, ενόψει του εξευρωπαϊσμού του πολιτικοκοινωνικού συστήματος της χώρας, αντιλαμβανόμενο την αναγκαιότητα οργάνωσης της μουσικής παιδείας, προχωρούσε στην ίδρυση σχολών και την καθιέρωση εκπαιδευτικών θεσμών. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, οι μουσικές αυτές συλλογές αποτέλεσαν αναμφίβολα μια δυναμική και εν τέλει συστηματική έκφραση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την αναβάθμιση της μουσικής παιδείας και τον εκπολιτισμό της χώρας.