Ο Βίλχελμ Μύλλερ και οι γερμανικοί φιλελληνισμοί

  • Veröffentlicht 24.01.23

Ποιος ήταν ο Βίλχελμ Μύλλερ (Wilhelm Müller) και πώς έφτασε να γίνει «Ελληνομύλλερ» («Griechen-Müller»); Ποια φαντασιακά και εκφραστικά σχήματα προσδιόρισαν τη φιλελληνική του στράτευση; Κατά πόσον αυτή η στράτευση μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική για την εποχή και για το έργο του ποιητή και κατά πόσο διαφοροποιείται και από τα δύο; Σε ποια διεθνή δίκτυα αναπτύχθηκε η δραστηριότητα του Μύλλερ ως ποιητή, δημοσιογράφου και μεταφραστή και έδρασε διαμεσολαβητικά μεταξύ των δύο πολιτισμών; Τι επίδραση είχε αυτή η δραστηριότητά του και πώς την μνημόνευαν στη Γερμανία και στην Ελλάδα;

Inhalt

    Ένας γερμανός φιλέλληνας και οι γερμανικοί φιλελληνισμοί

    Την απόπειρα να ερευνηθεί ο γερμανικός φιλελληνισμός ως plurale tantum, δηλαδή «ως ένα σύνολο αλληλένδετων μεταξύ τους στάσεων που μόνο με μία λέξη στον πληθυντικό μπορεί να σηματοδοτηθεί»,1Έτσι διατυπώνεται ο στόχος του συνεδρίου Οι γερμανικοί φιλελληνισμοί (Die deutschen Philhellenismen) που έλαβε χώρα μεταξύ 3 και 5 Νοεμβρίου 2021 στο Centrum Modernes Griechenland και από το οποίο προήλθε ετούτο το άρθρο. Πρβλ. https://www.cemog.fu-berlin.de/aktivitaeten/veranstaltungen/konferenz-philhellenismen.html.μπορούμε να την αντιληφθούμε με διαφορετικούς τρόπους: είτε ως χρονολογική αποσαφήνιση ενός φαινομένου που εκτείνεται από τον φιλελληνισμό των Ρωμαίων, την ουμανιστική και νέο-ουμανιστική επαναπρόσληψη της αρχαιότητας, τον πολιτικό φιλελληνισμό του 19ου αιώνα μέχρι τις σημερινές ευρωπαϊκές συζητήσεις περί ταυτότητας· είτε ως τη διερεύνηση ενός φαντασιακού σχήματος, το οποίο εξαρχής βρισκόταν στην διασταυρωμένη οπτική διαφορετικών πολιτισμικών μεταφορών και πολιτικών επιδιώξεων.2Πρβλ. σχετικά τους συλλογικούς τόμους των Gilbert/Agazzi/Découltot (2009) και Vöhler/Alekou/Pechlivanos (2021), οι οποίοι τοποθετούν το φαινόμενο σε αυτήν τη διπλή οπτική. Και στα δύο αυτά πλαίσια, το φιλελληνικό κίνημα της δεκαετίας του 1820, ως συνέπεια του οποίου η Ελλάδα απέκτησε την κρατική της ανεξαρτησία, μπορεί να θεωρηθεί κεντρικός καταλύτης για τη σύγκλιση των διαφορετικών ρευμάτων που σφράγισαν τον φιλελληνισμό των νεότερων χρόνων. Ένας από τους γνωστότερους γερμανούς μετόχους αυτού του κινήματος ήταν ο ποιητής, δημοσιογράφος και μεταφραστής Βίλχελμ Μύλλερ, στον οποίο οι σύγχρονοί του έδωσαν το παρατσούκλι «Ελληνομύλλερ» (Griechen-Müller), για την πολυσχιδή στράτευσή του προς όφελος των Ελλήνων. Ετούτο το κείμενο δεν επιδιώκει απλώς να μεταδώσει μια εικόνα του ευρέος φάσματος της δραστηριότητάς του, αλλά και να φωτίσει τους πολλαπλούς «φιλελληνισμούς» που εκδηλώνονται εκεί.

    Η μόρφωση και η ζωή ενός γερμανού φιλέλληνα

    Ο Βίλχελμ Μύλλερ γεννήθηκε το 1794 στο Ντέσσαου, όπου και πέθανε το 1827. Από πολλές απόψεις μπορούμε να τον θεωρήσουμε χαρακτηριστικό εκπρόσωπο του γερμανικού φιλελληνισμού. Αυτό ισχύει τόσο για τη μόρφωσή του όσο και για την πολιτική του κοινωνικοποίηση, αλλά και για τον λογοτεχνικό-δημοσιογραφικό χαρακτήρα της φιλελληνικής του στράτευσης.3Για την κοινωνική και ιδεολογική τοποθέτηση του γερμανικού φιλελληνισμού πρβλ. Hering, 1994, 28–42, 53–58. Ο Μύλλερ μεγάλωσε σε μικροαστικό περιβάλλον× το 1812 γράφτηκε στο νεοϊδρυθέν τότε Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, κι εκεί αφιερώθηκε, εκτός από την κλασική φιλολογία, προπάντων στην ιστορία της αγγλικής και της γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Σε αυτά τα χρόνια βρέθηκε σε διαφορετικές σφαίρες επιρροής, όπως παραδειγματικά μαρτυρούν τα ονόματα των δασκάλων του Φρίντριχ Άουγκουστ Βολφ (Friedrich August Wolf, 1759–1824) και Γιόχαν Άουγκουστ Τσόινε (Johann August Zeune, 1778–1853). Κοντά στον διάσημο κλασικό φιλόλογο Βολφ ο Μύλλερ απέκτησε τις πρώτες φιλολογικές του γνώσεις και γνώρισε τις αντιλήψεις του για την προφορική γένεση και μετάδοση των ομηρικών επών. Ο πατριωτικού φρονήματος Τσόινε τού εμφύσησε τον ενθουσιασμό για την εθνική πολιτιστική κληρονομιά της παλαιογερμανικής ποίησης. Οι απόψεις και των δύο αυτών δασκάλων πάλι, συνέπιπταν με το εθνολαϊκό ιδεώδες της μόρφωσης που του είχε μεταδοθεί στους κύκλους του βερολινέζικου ρομαντισμού. Παραδειγματικά αναφέρονται εδώ μόνο τα ονόματα των Κλέμενς Μπρεντάνο (Clemens Brentano), Λούντβιχ Τικ (Ludwig Tieck) και Φρίντριχ ντε λα Μοτ Φουκέ (Friedrich de la Motte Fouqué), με τους οποίους ο Μύλλερ συνδέθηκε κατά καιρούς στενά.4Η προσώρας καλύτερη παρουσίαση των χρόνων της μόρφωσης και της μαθητείας του Μύλλερ στο Βερολίνο είναι της Erika von Borries, 2007, 32–68. Για την επιστημονική εκπαίδευση και την επίδραση του Φ. Α. Βολφ, πρβλ. Gad, 1989, 39–55.

    Για τον Μύλλερ και πολλούς συνομηλίκους του, η εμπειρία που τους διαμόρφωσε πολιτικά ήταν η συμμετοχή στους αντιναπολεόντειους απελευθερωτικούς πολέμους, λόγος για τον οποίο διέκοψε τις σπουδές του στα χρόνια 1813 και 1814. Τον πατριωτικό ενθουσιασμό εκείνων των ημερών τον εξέφρασε σε μια σειρά πολεμικών ποιημάτων, που τα δημοσίευσε το 1816 μαζί με τέσσερις ακόμα συναγωνιστές του, υπό τον τίτλο Bundesblüthen (Άνθη δεσμών). Το φιλελεύθερο πνεύμα αυτών των ποιημάτων τον έφερε σύντομα σε σύγκρουση με την πρωσική υπηρεσία λογοκρισίας,5Όπως αναφέρει ο Μύλλερ σε επιστολή του στον Φρίντριχ ντε λα Μοτ Φουκέ στις 14 Φεβρουαρίου 1816, η πρωσική λογοκρισία είχε ενστάσεις για ορισμένα μέρη του τόμου, επειδή διέκρινε σε αυτά την παραβίαση του πρόσφατου «Διατάγματος κατά των μυστικών ενώσεων»: «Διαμαρτυρηθήκαμε ενώπιον του λογοκριτή, εκείνος όμως είπε ότι η λέξη Ελευθερία εμφανιζόταν πολύ συχνά σ’ εκείνους τους στίχους, και όταν του απάντησα: Μήπως ο ίδιος ο βασιλιάς δεν είχε καλέσει να πολεμήσουμε για την ελευθερία; Εκείνος απάντησε: Ναι, τότε!» (Müller, 1994, τ. 5, 113).κι αυτό έχει από πολλές απόψεις σημασία για τη σταδιοδρομία του ως «Ελληνομύλλερ». Από τη μια πλευρά διακρίνουμε εδώ την πολιτική αξίωση της κατοπινής ποίησής του με θέμα την Ελλάδα. Από την άλλη, η ποιητική ορμή με την οποία ο Μύλλερ υποστηρίζει μετά το 1821 τον αγώνα των Ελλήνων προέρχεται από την οργή εναντίον του παλινορθωτικού καθεστώτος που εγκαθίδρυσαν οι κυρίαρχοι της Ιεράς Συμμαχίας στις χώρες τους.6Για τη σχέση μεταξύ «γερμανικής» και «ελληνικής» πολεμικής ποίησης του Μύλλερ, πρβλ. Roth (2015). Σε επιστολή του στον Φουκέ, την πρώτη χρονιά της εξέγερσης των Ελλήνων, ο Μύλλερ συνόψισε αυτή τη σχέση ως εξής:

    Μη μου θυμώνετε που γράφω με τέτοια πίκρα. Θα προτιμούσα να γράψω ένα εγκώμιο παρά μια σάτιρα για την εποχή μας. Όμως – δεν μπορώ αλλιώς. Πολέμησα κι εγώ, γι’ αυτό  αρμόζει και σε μένα να θυμώνω και να οργίζομαι. (Müller, 1994, Bd. 5, 204)

    Τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων «η γερμανική δημοσιότητα τον αντιλήφθηκε ως μετωνυμικό-μεταφορικό πόλεμο δι’ αντιπροσώπων» (Polaschegg, 2005, 275) κι αυτό φαίνεται όχι μόνο στο περιγραφικό αλλά και στο επιτελεστικό επίπεδο του φιλελληνισμού της εποχής. Έτσι λοιπόν ο Μύλλερ, σε μια καταγραφή πεπραγμένων του 1824, περιγράφει τη γερμανική υποστήριξη των εξεγερμένων Ελλήνων ως πρωτίστως ποιητική υπόθεση:

    Η γερμανική υποστήριξη για την ελευθερία των Ελλήνων ανήλθε από τη χώρα της πραγματικότητας στα υψηλότερα δώματα της ποίησης, και η Γερμανία παρατάχθηκε με τη λύρα στις γραμμές των Ελλήνων αγωνιστών, τους οποίους δεν της επιτράπηκε να ενισχύσει με το ξίφος. Σε καμία γλώσσα δεν γράφτηκαν σε πεζό και σε ποιητικό λόγο τόσα για την υπόθεση της Ελλάδας όσο στη γερμανική, και η ιστορία της ποίησης της πατρίδας μας θα μπορεί να απαριθμήσει έναν ολόκληρο κύκλο υμνωδών της Ελλάδας του δεκάτου ενάτου αιώνα μαζί με τους ποιητές του γερμανικού πολέμου της ανεξαρτησίας εναντίον των Γάλλων. ([Müller],10.3.1824, 233)

    Ως γνωστόν ήταν ακριβώς ο Βίλχελμ Μύλλερ εκείνος που με τα Τραγούδια των Ελλήνων (Lieder der Griechen, 1821–1826) άνοιξε τον χορό των συγχρόνων του γερμανών «υμνωδών της Ελλάδας», πράγμα που το διαπιστώνουμε όχι μόνο στις ενθουσιώδεις αντιδράσεις του Τύπου και του κόσμου της λογοτεχνίας, αλλά και από την εμπορική επιτυχία της «ποιητικο-πολιτικής πραμάτειας του».7Αυτόν τον χαρακτηρισμό τον επέλεξε ο ίδιος ο Μύλλερ (1994, τ. 5, 230) σε επιστολή του προς τον εκδότη του Φρίντριχ Άρνολντ Μπρόκχαους (Friedrich Arnold Brockhaus) στις 8 Σεπτεμβρίου 1822., Για την υποδοχή της «ελληνικής» ποίησης του Μύλλερ από τον γερμανικό Τύπο πρβλ. Leistner (2015)· για τις αντιδράσεις στον κόσμο της λογοτεχνίας και την εμπορική επιτυχία των «Τραγουδιών των Ελλήνων», τις εισπράξεις της οποίας ο Μύλλερ διέθεσε για την υπόθεση των Ελλήνων, πρβλ. Czerannowski, 1994, 78-82. Βέβαια ο Μύλλερ, στη στράτευσή του υπέρ των Ελλήνων, κάθε άλλο παρά παρέμεινε στα «υψηλότερα δώματα της ποίησης». Ο αυλικός βιβλιοθηκάριος του Ντέσσαου, ο οποίος τη δεκαετία του 1820 έχτιζε στην ιδιαίτερη πατρίδα του μια αστική σταδιοδρομία, δεν ανήκε μεν σ’ εκείνους τους ενθουσιώδεις, οι οποίοι μετά το 1821 πήγαιναν στην Ελλάδα «με το ξίφος».8Μια εικόνα αυτής της ομάδας, που κατά κύριο λόγο προερχόταν από περιβάλλον διαφορετικό από το περιβάλλον των μορφωμένων αστών των «φιλελλήνων της πένας», δίνει ο Furneri (2009). Ως μέλος του Συλλόγου Ελλήνων της Δρέσδης συμμετείχε όμως και έμπρακτα στην υποστήριξη των «ενδεών Ελλήνων» και ταυτόχρονα ήταν δραστήριος διαμεσολαβητής γνώσης και πολιτισμού υπέρ της Ελλάδας. Τα παρακάτω αποσκοπούν να επιτρέψουν μια ματιά στα διαφορετικά κίνητρα και τις διαφορετικές οπτικές γωνίες αυτής της στράτευσης. Αφετηρία αποτελούν τα ζεύγη αντιθέσεων παλιό και νέο, γενικό και ειδικό καθώς και ξένο και οικείο, με τη βοήθεια των οποίων φωτίζονται χαρακτηριστικά σχήματα σκέψης του φιλελληνισμού εκείνης της εποχής.

    Το παλιό και το νέο

    Η πρώτη επαφή του Μύλλερ με τον νεοελληνικό πολιτισμό και τη νεοελληνική γλώσσα ανάγεται στο 1817. Τότε, νεαρός φοιτητής, έμεινε δύο μήνες στη Βιέννη για να προετοιμαστεί για ένα ερευνητικό ταξίδι στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, όπου θα συνέλεγε αρχαίες επιγραφές για λογαριασμό της Βασιλικής Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Όπως ξέρουμε από την αλληλογραφία του και από μια αγγελία στο βιεννέζικο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, οι συντάκτες του περιοδικού εισήγαγαν οι ίδιοι προσωπικά τον Μύλλερ στις βάσεις της γλώσσας τους και τον εφοδίασαν με συστατικές επιστολές για τη χριστιανική Ανατολή.9Όπως φαίνεται από μια επιστολή του Μύλλερ στον δάσκαλό του Φρίντριχ Άουγκουστ Βολφ στις 12 Οκτωβρίου 1817, ο νεαρός ταξιδιώτης είχε εξαρχής επιδιώξει να γνωρίσει τον κύκλο του Ερμή του Λογίου στη Βιέννη, από όπου και πήρε τις βασικές γνώσεις της νεοελληνικής γλώσσας: «Αν η δίμηνη παραμονή μου σ’ ετούτη την πόλη δεν ήταν μόνο ευχάριστη, αλλά και πολύ χρήσιμη για τη συνέχιση του ταξιδιού μου, αυτό είναι ένας ακόμα λόγος να σας είμαι ευγνώμων. Διότι, παρόλο που ο Άνθιμος Γαζής δεν είναι στη Βιέννη, […] και ο Αλέξανδρος Βασιλείου ζει στην Τεργέστη ως πρόξενος της Τουρκίας – το όνομα του μαθητή σας ήταν ωστόσο για εμένα επαρκής σύσταση σε όλους τους Έλληνες. Ο Θεόκλητος [Φαρμακίδης], διάδοχος του Γαζή και συνεκδότης του «Λογίου Ερμή», φρόντισε να λάβει ο Αλέξανδρος Βασιλείου την επιστολή σας και σε μόλις 8 ημέρες είχα στα χέρια μου πολλές ανοιχτές συστατικές επιστολές από εκείνον προς κάθε περιοχή της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας. Ο ίδιος Θεόκλητος, όπως και ο Κοκκινάκης, ο άλλος εκδότης του «Ερμή», προσφέρθηκαν να με διδάξουν τη ρωμαίική γλώσσα» (Müller, 1994, τ. 5, 123). Ένα αντίγραφο της απόφασης της Ακαδημίας για το ερευνητικό ταξίδι του Μύλλερ, καθώς και τις συστατικές επιστολές του δασκάλου του Φίλιπ Μπούτμαν (Philipp Buttmann) και των λογίων της ελληνικής κοινότητας της Βιέννης παραδίδει ο Lohre, 1928, 357–362.

    Το διεθνές δίκτυο λογίων περί τον παριζιάνο Διαφωτιστή και μεταρρυθμιστή της ελληνικής γλώσσας Αδαμάντιο Κοραή (1748–1833), στο οποίο ο Μύλλερ εισήλθε με τη μεσολάβηση των Ελλήνων της Βιέννης, πρέπει να έπαιξε σημαντικό ρόλο στη φιλελληνική του εξέλιξη. Αυτό ισχύει τόσο για το εθνικοπαιδαγωγικό πρόγραμμα του περιοδικού όσο και για τη σχέση του με τους κύκλους των επαναστατών, οι οποίοι λίγο μετά έμελλε να οργανώσουν την ελληνική εξέγερση και να την προπαγανδίσουν διεθνώς.10Για το εθνικοπαιδαγωγικό πλαίσιο και το διεθνές δίκτυο του περιοδικού πρβλ. Κουμαριανού, 1995, 88–129.

    Το ερευνητικό ταξίδι του Μύλλερ ήταν σημαντικό και για έναν άλλο λόγο. Παρότι η επιδημία πανώλης στην Κωνσταντινούπολη τον ανάγκασε να μεταθέσει την περιοδεία του από τη Μικρά Ασία και την Ελλάδα στην Ιταλία, το ενδιαφέρον του για τη σύγχρονη Ελλάδα βρήκε εκεί γονιμότατο έδαφος. Κάτω από τον ήλιο του Νότου γνώρισε μια επικοινωνία με την αρχαία παράδοση που έμελλε να έχει τεράστια επίδραση στον τρόπο που έβλεπε τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Σε ένα σημείο του οδοιπορικού του Ρώμη, Ρωμαίοι και Ρωμάιες (Rom, Römer und Römerinnen, 1820) γράφει:

    Μου αρέσει πολύ να βλέπω την αρχαιότητα αγκαλιασμένη με τη νωπή ζωή του νέου κόσμου. Έτσι απολαμβάνεις και τα δύο με μεγαλύτερη χαρά και, με την κοντινή αντίθεση, τα γνωρίζεις βαθύτερα. Ας κλείνεται σ’ εμάς η αρχαιότητα σε κάμαρες λογίων και σε αίθουσες αρχαιοτήτων: εμείς δεν έχουμε το φυσικό έδαφος, τον αέρα και τη ζωή που της αρμόζουν. Αυτά όμως στη Ρώμη δεν λείπουν και ο Πουλτσινέλα στο Κολοσσαίο δεν είναι πιο ξένος από μια γαλανομάτα κεντήστρα που κάθεται στα ερείπια ενός γερμανικού βουνήσιου πύργου με ένα μπουκέτο μη-με-λησμόνει και την Ελεγεία του Μάτισον (Matthisson).11Σ.τ.μ.: Friedrich von Matthisson (1761–1831), γερμανός ποιητής. Ο Μύλλερ εδώ αναφέρεται στο έργο του Elegie, In den Ruinen eines alten Bergschlosses geschrieben [Ελεγεία, γραμμένη πάνω στα ερείπια ενός παλιού κάστρου στα βουνά]. (Müller 1994, τ. 3, 239)

    Ποιητικά είναι ακριβώς το μείγμα παλαιού και νέου, ενθύμησης και παρόντος που εννοεί ο νεαρός Χάινριχ Χάινε (Heinrich Heine) όταν παραδέχεται ενώπιον του Βίλχελμ Μύλλερ, εν τω μεταξύ καθιερωμένου ποιητή και κριτικού της λογοτεχνίας, ότι από αυτόν πρωτόμαθε «πώς μπορούμε να σχηματίσουμε νέες φόρμες από τις παλιές διαθέσιμες φόρμες των δημοτικών τραγουδιών».12Ο Χάινριχ Χάινε προς τον Βίλχελμ Μύλλερ. Επιστολή της 7ης Ιουνίου 1826. Στο Heine, 1970, σ. 250. Οι ταξιδιωτικές εμπειρίες του Μύλλερ στην Ιταλία δεν επηρέασαν μονάχα το λογοτεχνικό του ύφος, επέδρασαν αποφασιστικά και στον τρόπο που έβλεπε την Ελλάδα. Αναζητεί κι εδώ, στη σύγχρονη ζωή του λαού, τα ίχνη της κλασικής αρχαιότητας – και τα βρίσκει στην ανθολογία δημοτικών τραγουδιών Chants populaires de la Grèce moderne του Γάλλου φιλολόγου Κλοντ Φοριέλ (Claude Fauriel). Σε αυτήν την ανθολογία, την οποία, λίγους μήνες μετά την έκδοσή της, μεταφράζει στα γερμανικά,13Η Maufroy (2015) έδειξε ότι ο Μύλλερ προέβη σε αρκετά αυτόνομες επιλογές ως επιμελητής της γερμανικής έκδοσης των NeugriechischeVolkslieder. Για τη μεταφραστική πρακτική του Μύλλερ πρβλ. προς το παρόν Hillemann (2020). Μια ενδελεχέστερη μελέτη του ζητήματος παρουσιάστηκε στο συνέδριο Ο Βίλχελμ Μύλλερ και η μετάφραση (Wilhelm Müller und die Übersetzung, Erlangen, 8.–9.10.2021), τα πρακτικά του οποίου βρίσκονται υπό έκδοση. πιστεύει ότι αναγνώρισε «την ιδιόμορφη ποίηση των απογόνων ενός λαού, ο οποίος αξίζει να αναφέρεται πριν από κάθε άλλον ως λαός της ποίησης σε ό,τι αφορά τη ζωή και την τέχνη.» (Fauriel/Müller, 1825, τ. 1, VIΙ). Σε συμφωνία με τη ρομαντική αντίληψη της εποχής του, ο Μύλλερ θεωρεί ότι η σύνδεση του ελληνικού εθνικού χαρακτήρα με την ελληνική φύση εγγυάται τη συνέχεια της ελληνικής λαϊκής ζωής. Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τα οποία, με έμμεση αναφορά στον Χέρντερ (Herder), χαρακτηρίζει «φωνές των λαών» (Fauriel/Müller, 1825, τ. 1, XII), του φαίνονται το ιδεώδες μέσο μετάδοσης αυτής της συνάρτησης.14Για τη σύνδεση των δημοτικών τραγουδιών με την ελληνική φύση και το ελληνικό έθνος από τον φιλελληνισμό πρβλ. Güthenke, 2008, 111–115· για τη μετάδοση αυτού του σχήματος σκέψης στα ελληνικά τραγούδια του Μύλλερ πρβλ. ό.π., σ. 116–139. Σε ένα σχόλιό του στη γερμανική έκδοση της ανθολογίας του Φοριέλ σημειώνει: «Ετούτο το τραγούδι μάς οδηγεί στον ιερό Όλυμπο, την αρχαία έδρα των θεών, τη θέση των οποίων στην εποχή μας έχουν πάρει οι ελεύθεροι κλέφτες».15Fauriel/Müller, 1825, τ. I, 75. Αυτό το σχόλιο δεν υπάρχει στην έκδοση του Φοριέλ, άρα προφανώς είναι του ίδιου του Μύλλερ. Πρβλ. Fauriel, 1824, 29–31.

    Η ίδια ρομαντική οπτική όπως στα Neugriechische Volkslieder (Νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια) κυριαρχεί και στα Τραγούδια των Ελλήνων του Μύλλερ, στα οποία ο ποιητής ανατρέχει στη «λυρική ηθοποιία» (Rollengedicht), προκειμένου να παρουσιάσει στο κοινό του τον ελληνικό λαό σε μια «σειρά ταξιθετημένη κατά τοπία, λαϊκούς χαρακτήρες και ηλικιακές ομάδες» (Hartung, 1996, 91). Όταν ο Μύλλερ αναφέρεται διαρκώς σε τόπους αρχαίων γεγονότων, συμβάντα, και σε αρχαίους ήρωες, κινείται μεν στις καθιερωμένες εικόνες της φιλελληνικής λογοτεχνίας της εποχής του,16Για την αρχαία θεματολογία της φιλελληνικής λογοτεχνίας πρβλ. Löbker (1998). ωστόσο με την πεποίθηση ότι το «πνεύμα του αρχαίου κόσμου» δεν κατοικεί «σε πέτρες» αλλά «στα ελεύθερα όπλα» των Ελλήνων, πεποίθηση η οποία στρέφεται ευθέως κατά της κλασικιστικής αρχαιολατρείας πολλών συγχρόνων του. Σε ένα από τα Τραγούδια των Ελλήνων ο Μύλλερ γράφει: «Ας γκρεμιστούν οι αρχαίοι ναοί! Μέσα μας ζει το αρχαίο πνεύμα, / που μας υπόσχεται νέο ναό, αιώνιο» (Fauriel/Müller, 1994, τ. 1, 262). Τον τόπο όπου αυτό το πνεύμα ζει όπως και πριν, ο Μύλλερ δεν τον βρίσκει στους «κατοίκους των αγρών» και στα «γκρίζα ερείπια των τειχών», αλλά στην ελληνική φύση, στις απρόσιτες νησιωτικές και ορεινές περιοχές, που οι άγριοι κάτοικοί τους αναπνέουν τώρα όπως και τότε τον παλιό «ζωτικό αέρα» της ελευθερίας (Müller, 1994, τ. 1, 245).

    Το γενικό και το ειδικό

    Την ίδια επιτελεστική αντίληψη της αρχαιότητας ως ζωντανής δράσης μεταδίδει ο Μύλλερ και στα πολλά άρθρα του για την Ελλάδα που δημοσιεύει μεταξύ 1821 και 1826 σε εφημερίδες και περιοδικά.17Για αυτήν την πλευρά της φιλελληνικής δραστηριότητας του Μύλλερ πρβλ. εκτενώς Hillemann (2015). Στα όργανα του Τύπου με τα οποία συνεργάζεται ο Μύλλερ σε αυτό το πλαίσιο ανήκουν μεταξύ άλλων το Literarisches Conversations-Blatt της Λειψίας και το Morgenblatt für gebildete Stände της Στουτγάρδης. Οι ιδιοκτήτες τους Φριντριχ Άρνολντ Μπρόκχαους και Γιόχαν Φρίντριχ Κόττα (Johann Friedrich Cotta) αντίστοιχα ήταν γνωστοί για το φιλελεύθερο φρόνημα και τη φιλελληνική τους στράτευση. Οπωσδήποτε δεν είναι τυχαίο που αυτοί οι ίδιοι εκδότες κοπίασαν ιδιαίτερα για τη διάδοση της «ελληνικής» ποίησης του Μύλλερ. Πρβλ. Leistner, 2015, 190.

    Σε αυτά τα άρθρα, τα οποία βασίζονται συνήθως στον σχολιασμό επίκαιρων βιβλίων για την Ελλάδα και τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα, ο Μύλλερ δεν επιδιώκει μονάχα να καταστήσει τους αναγνώστες του κοινωνούς του ελληνικού πολιτισμού και της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αλλά και να τους επηρεάσει ηθικά υπέρ των Ελλήνων. Η αρχαιότητα λειτουργεί εδώ ως ηθικός ορίζοντας που χαρακτηρίζει την ελληνική αναγέννηση ως σημαντικό γεγονός της παγκόσμιας Ιστορίας. Με αφορμή την είδηση για τον θάνατο του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, ο Μύλλερ παραθέτει το 1824 από τον επικήδειο του Σπυρίδωνος Τρικούπη: «Αγαπητοί μου Έλληνες, η επανάστασις της Ελλάδος, δεν είναι εποχή του έθνους μας μόνον, είναι εποχή όλων των εθνών, όλων των αιώνων, επειδή, καθώς σας είπα, είναι φαινόμενον μοναδικόν εις την πολιτικήν κατάστασιν των εθνών».18Σ.τ.Μ. Η μετάφραση του αποσπάσματος από τον επικήδειο του Τρικούπη στα γερμανικά διαφέρει λίγο από το ελληνικό πρωτότυπο. Η αρχή «Αγαπητοί μου Έλληνες» μεταφράζεται «Αγαπητοί φίλοι», το «όλων των αιώνων» παραλείπεται και η «επανάστασις» μεταφράζεται «αναγέννησις». Εδώ το κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1824, παρατίθεται από την επανέκδοση στο Τρικούπης, 1829, 8. (Τρικούπης, 18 Αυγούστου 1824, 758) Κάνοντας λόγο για την ελληνική «αναγέννηση», ο Μύλλερ μπορεί να συνδέει τα πολιτικά γεγονότα του πολέμου της ανεξαρτησίας με την υποτιθέμενη παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά της ελληνικής αρχαιότητας. Για τα ελληνικά πολεμικά κατορθώματα γράφει ότι «αξίζουν να προκαλέσουν μια νέα Ιλιάδα» ([Müller], 27.9.1824, Ζ. 1521), και αποκαλεί τον έλληνα αγωνιστή της ελευθερίας Μάρκο Μπότσαρη «Λεωνίδα της αναγεννημένης Ελλάδας» (Müller, 11.10.1824, Ζ. 1601). Σε αυτή τη βάση ο Μύλλερ μπορεί να χαρακτηρίζει μεμονωμένα συμβάντα του πολέμου ως ορόσημα μιας ιστορικής διαδικασίας, η κατεύθυνση της οποίας μπορεί να θεωρηθεί εξ αρχής γνωστή. Έτσι λοιπόν μεταστρέφει τις κριτικές παρατηρήσεις του γάλλου αξιωματικού του ναυτικού Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier) για τις «ακρότητες ενός άγριου λαού που μόλις έσπασε τις αλυσίδες του», με την αισιόδοξη προσθήκη: «μόνο η νίκη της ελευθερίας εξευγενίζει τους αγριότερους ανθρώπους» (LCB, αρ. 74, 27 Μαρτίου 1824, 296).

    Με αυτήν την ερμηνεία γενικής ισχύος στο ύφος του «Ευαγγελίου της Ελευθερίας» του Σίλλερ (Schiller) ο Μύλλερ υπαινίσσεται και την αποστασιοποίησή του από τον ουμανιστικό φιλελληνισμό των Κλασικών της Βαϊμάρης. Αν ο Σίλλερ στο γνωστό ποίημά του για τα Λόγια της Πίστης (Worte des Glaubens) σχεδόν αντιπαραθέτει τον «δούλο όταν σπάζει τις αλυσίδες» με τον «ελεύθερο άνθρωπο» (Schiller 2004, 215), για τον Μύλλερ η ηθική απελευθέρωση του ανθρώπου μόλις αρχίζει με την πολιτική του απελευθέρωση. Ο φιλελληνισμός του είναι όμως εξίσου αντίθετος με τον κοσμοπολιτικό ελληνισμό ενός Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, ο οποίος, όπως και ο Μύλλερ, μετέφρασε ελληνικά δημοτικά τραγούδια και τα παρουσίασε στο περιοδικό του Über Kunst und Altertum (Για την Τέχνη και την Αρχαιότητα) ως «παγκόσμια ποίηση» που υπερβαίνει τα σύνορα.19Για την αντίστοιχη πρόσληψη ελληνικών δημοτικών τραγουδιών από τον Γκαίτε πρβλ. Kambas (2008). Μια συγκριτική μελέτη της μεταφραστικής τεχνικής του Γκαίτε και του Μύλλερ επιχειρεί ο Hillemann (2020), πρβλ. σχετικά και σημ. 14. Όταν ο Μύλλερ αποδοκιμάζει ρητά το κλασικό-ουνιβερσαλιστικό μεταφραστικό ύφος του Γκαίτε, όπου λόγου χάρη τα ελληνικά χωριά ή οι κλέφτες γενικεύονται σε «τοπία» ή «αγωνιστές» αντίστοιχα, αυτό οφείλεται στο ότι για τον Μύλλερ η αξία των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών βρίσκεται ακριβώς στη «ρωμαλέα εκδήλωση της εθνικότητας του δημοτικού τραγουδιού» (Müller, Ιανουάριος 1825, 54). Το ότι, κατά τη γνώμη του, η ποίηση γενικά αποκτάει την αξία της μόνο με τη ζωντανή εκφορά του παρόντος, ο Μύλλερ το υπογραμμίζει σε μια παρουσίαση διαφόρων ποιημάτων για τους Έλληνες, όπου, μεταξύ άλλων, γράφει για τον μαθητή τού Χέλντερλιν (Hölderlin) Βίλχελμ Βάιμπλινγκερ (Wilhelm Waiblinger) ότι «παίζει ένα υπερβολικά ελεύθερο ποιητικό παιχνίδι με την ελευθερία της Ελλάδας». Τα ποιήματα του Βάιμπλινγκερ για τους Έλληνες τα παρουσιάζει ρητά ως «απομιμήσεις γκαιτικής (Goethe’scher) ποίησης»× ως εκ τούτου τους λείπουν τόσο τα «ελληνικά χρώματα» όσο και η «ρώμη και ο ενθουσιασμός που θα έπρεπε να ξυπνάει το συναρπαστικό αντικείμενό τους» (Müller, 10.3.1824, 234). Για το υποτιθέμενο πρότυπο της ποίησης του Βάιμπλινγκερ ωστόσο, τα ελληνικά ποιήματα του ίδιου του Μύλλερ ήταν κάπως υπερβολικά ζωντανά και συγκεκριμένα. Λέγεται ότι ο Γκαίτε, μιλώντας με τη συγγραφέα και μεταφράστρια σερβικών δημοτικών τραγουδιών Τερέζε φον Γιάκομπ (Therese von Jakob), ειρωνεύτηκε την ποίηση του Μύλλερ ως εξής: «Σκοτώστε τον, σκοτώστε τον! Φέρτε δάφνες! Αίμα! Αίμα! […] ε, αυτό δεν είναι ακόμα ποίηση».20Το απόφθεγμα, που το μετέφερε η ίδια η Γιάκομπ, παρατίθεται εδώ από το Müller 1994, τ. 1, 314.

    Το ξένο και το οικείο

    Με τα σημερινά κριτήρια μάλλον θα συμφωνούσαμε με τον Γκαίτε ή τουλάχιστον θα μας ξένιζε η αιμοδιψής ρητορική των Τραγουδιών των Ελλήνων του Μύλλερ με τη διαρκή αναφορά σε εκδίκηση, αίμα και θάνατο. Πιο αξιοσημείωτο ακόμα είναι όμως ότι ο ίδιος ο Μύλλερ στην υπόλοιπη ποίησή του γράφει τελείως διαφορετικά, όπως ας πούμε στους κύκλους ποιημάτων Η ωραία μυλωνού (Die schöne Müllerin) και Το χειμωνιάτικο ταξίδι (Die Winterreise) που γράφτηκαν περίπου την ίδια περίοδο και απέκτησαν διεθνή φήμη με τη μελοποίησή τους από τον Σούμπερτ. Πώς εναρμονίζονται αυτά τα ποιήματα με τα Τραγούδια των Ελλήνων του Μύλλερ το υπαινιχθήκαμε ήδη με την αναφορά στις πολιτικές εμπειρίες του γερμανού πρώην αγωνιστή της ελευθερίας. Από αυτήν την άποψη, η πεισιθάνατη διάθεση του άρρωστου από έρωτα μαθητευόμενου μυλωνά και του μοναχικού οδοιπόρου μπορεί να είναι η συναισθηματική άλλη πλευρά της πολεμικής μανίας που παρουσιάζει ο Μύλλερ στα Τραγούδια των Ελλήνων.21Μια ανάλογη προσπάθεια να εντάξει τον κύκλο του Χειμωνιάτικου ταξιδιού στο πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής «διάθεσης» της εποχής της παλινόρθωσης κάνει π.χ. ο Gad, 1989, 119–141.

    Ο Μύλλερ βρήκε ένα αισθητικό πρότυπο για τη μηδενιστική κοσμοδύνη (Weltschmerz) που παρουσιάζει στο Χειμωνιάτικο ταξίδι του στον λόρδο Βύρωνα, με τον οποίο ασχολούταν διαρκώς, τόσο ως κριτικός της λογοτεχνίας όσο και ως ποιητής.22Πρβλ. Gad, 1989, 75–84. Για τη φιλελληνική πρόσληψη του Βύρωνα από τον Μύλλερ πρβλ. Hillemann (2021). Η ασχολία του Μύλλερ με τον Βύρωνα αρχίζει τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1820, όπως μαρτυρούν, εκτός από τη μετάφραση ενός αγγλικού άρθρου για τον Βύρωνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hermes του Μπροκχάους (1821) και μια δική του βιογραφία του Βύρωνα (1825), μεταξύ άλλων και πολλά άρθρα λογοτεχνικής κριτικής που δημοσιεύτηκαν την περίοδο 1821–1825 σε διάφορα περιοδικά. Ενώ αρχικά ο Μύλλερ ήταν πολύ επικριτικός για το λογοτεχνικό έργο του βρετανού ρομαντικού ποιητή, από το 1823, όταν ο Βύρων πήγε από την Ιταλία στην Ελλάδα, και μετά, η στάση του μεταστρέφεται όλο και περισσότερο σε θαυμασμό για την ενεργή του στράτευση στην υπηρεσία του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα.

    Όταν τον επαινεί ως «ήρωα της λύρας» (Müller, 1994, τ. 1, 230), αναφέρεται βέβαια στην ενεργή υποστήριξη που παρείχε ο Βύρων στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα, την οποία, στη βιογραφία που έγραψε για τον βρετανό ποιητή και που κυκλοφόρησε το 1825, την παρουσιάζει ως απώτατο σκοπό της ζωής του.23Τη μεγάλη βιογραφία του Βύρωνα, η οποία αναμενόταν να προκαλέσει μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον έπειτα από τη στράτευση του Βύρωνα στον ελληνικό πόλεμο της ανεξαρτησίας και τον θάνατό του τον Απρίλιο 1824, ο Μύλλερ τη συνέγραψε έπειτα από αίτημα του εκδότη του Χάινριχ Μπρόκχαους. Κυκλοφόρησε τον Μάιο 1825 ως τεύχος αρ. XVII της σειράς Zeitgenossen. Biographien und Charakteristiken(Σύγχρονοί μας, βιογραφίες και χαρακτηριστικά). Σχετικά με τα εσωτερικά κίνητρα του Βύρωνα για την εκστρατεία του στην Ελλάδα αναφέρεται εκεί: «Εάν υπάρχει κάτι αληθινό στη ζωή και το έργο του Βύρωνα, επικρατεί ένα αίσθημα, η αγάπη του για την Ελλάδα και την ελευθερία. Καθένα μόνο του θα μπορούσε να τον έχει οδηγήσει στις αποφάσεις που εξύψωσαν τη ζωή και τον θάνατό του: πόσο μάλλον και τα δύο μαζί!» (Müller, 1994, τ. 4, 254).

    Τον εντυπωσίαζε επίσης ο ποιητικός τρόπος με τον οποίο ο Βύρων μετατρέπει την Ελλάδα σε ψυχικό τοπίο της σύγχρονης αυταποξένωσης, όπως λ.χ. στο Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ (Childe Harolds Pilgrimage) ή στο Δον Ζουάν (Don Juan). Στο ημιτελές δράμα του Μύλλερ Λέο, ναύαρχος της Κύπρου (Leo, Admiral von Cypern) αναγνωρίζουμε την προσπάθεια να αξιοποιήσει τον μελαγχολικό φιλελληνισμό τού Βύρωνα παραγωγικά για τη δική του ποίηση. Η φανταστική πλοκή του έργου μας οδηγεί στο μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου, ο χριστιανικός πληθυσμός του οποίου βρίσκεται σε πόλεμο με το μουσουλμανικό σουλτανάτο της Αιγύπτου. Ο πρωταγωνιστής ανατράφηκε ως έκθετο ορφανό από τον Αιγύπτιο πειρατή Αμπού Αμπντάλα, τον οποίο στο έργο ξανασυναντάει ως ναύαρχος του κυπριακού στόλου. Το μυστικό της καταγωγής του και τα αντιφατικά αισθήματα αφοσίωσης μετατρέπουν τον Λέο σε άπατρι, ο οποίος, παρά τη λαμπρή στρατιωτική του σταδιοδρομία, αισθάνεται αποσυνάγωγος: «Ξένος ήμουν πάντα μες στον κόσμο / και στον εαυτό μου […] δεσμούς δεν έχω / ούτε με γένος ούτε με λαό, / με πόλη, με χώρα, με γη» (Müller, 16.5.1823, 305 κ.ε.) Κατά πόσον τώρα ο Μύλλερ αισθανόταν «ξένος» στην ίδια του τη χώρα, παραμένει στο επίπεδο των εικασιών. Το βέβαιο είναι ωστόσο ότι στην «ελληνική» του ποίηση συχνά αλλάζει πλευρά και, μιλώντας ως Έλληνας, αποκαλεί «ξένους» τους συμπατριώτες του. Στους εισαγωγικούς στίχους του ποιήματος Η ελπίδα της Ελλάδας (Griechenlands Hoffnung) γράφει: «Αδέλφια, μην ψάχνετε μακριά για ξένους προστάτες, / αν θέλετε να δείτε στα σίγουρα κοιτάξτε μονάχα στην καρδιά σας και στο σπίτι σας» (Müller 1994, τ. 1, 226)× στο Οι Έλληνες προς τους λάτρεις της αρχαιότητάς τους (Die Griechen an die Freunde ihres Altertums) απευθύνεται στους ίδιους τους ξένους: «Το αρχαίο έγινε νέο, το μακρινό είναι τόσο κοντά, / ό,τι τόσον καιρό ονειρευτήκατε, στέκει μπροστά σας με σάρκα και οστά» (Müller, 1994, τ. 1, 219).

    Εκείνο που στη μορφή των Ελλήνων απέκτησε γι’ αυτόν «σάρκα και οστά», ο Μύλλερ δεν το εκφράζει μόνο στην «ελληνική» του ποίηση. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, με τη φιλελληνική του στράτευση υπηρετούσε τόσο πολιτικές όσο και πολιτισμικές αξίες, αστική και εθνική ελευθερία εξίσου με τον ζωντανό λαϊκό πολιτισμό μιας υποτιθέμενης εκ φύσεως αναπτυγμένης κοινότητας. Για τον Μύλλερ οι Έλληνες έγιναν το πεδίο προβολής όλων αυτών των ιδεωδών, και αυτό σχετίζεται τόσο με την κλασική φιλολογική παιδεία του όπως και με το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον του αλλά και με τη ρομαντική κοσμοθεωρία της εποχής του. Εξίσου πολυσχιδείς όσο τα κίνητρα και οι συναρτήσεις της δημιουργίας του είναι και οι μορφές έκφρασης του φιλελληνισμού του Μύλλερ, μέσα από τις οποίες παρακολουθήσαμε την πολιτική «ελληνική» του ποίηση και το βυρωνικό θεατρικό του εγχείρημα, αλλά και τη δημοσιογραφική και μεταφραστική του δραστηριότητα. Ο Βίλχελμ Μύλλερ μπορεί να χαρακτηριστεί ένας από τους παραγωγικότερους, πιο πολύπλευρους και ως εκ τούτου πιο αντιπροσωπευτικούς γερμανούς φιλέλληνες της πένας. Αυτός ο φιλέλληνας, που φλόγισε τόσες καρδιές για την υπόθεση των Ελλήνων, πέθανε από καρδιακό έμφραγμα κατά τραγική σύμπτωση τρεις εβδομάδες πριν από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οποία έκρινε τον πόλεμο. Ίσως να μας επέτρεπε να μεταφέρουμε στον ίδιον την κρίση που είχε εκφέρει για τον πρόωρα χαμένο λόρδο Βύρωνα στη βιογραφία του: «Αναζήτησε μια πατρίδα στην ξενιτιά· αναζήτησε ησυχία στην ανησυχία, ειρήνη στην πάλη – και βρήκε όλα όσα του έλειψαν στη ζωή, στον θάνατο» (Müller, 1994, τ. 4, 274). Γι’ αυτό λίγα ακόμα λόγια στο κλείσιμο τούτου του κειμένου.

    Απηχήσεις και διασταυρώσεις

    Η «ελληνική» ποίηση του Βίλχελμ Μύλλερ έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα ελάχιστα γνωστή στη χώρα αναφοράς της. Αυτό οφείλεται σίγουρα και στη βαριά σκιά του λόδου Βύρωνα, προτύπου του τόσο ποιητικά όσο και βιογραφικά.24Για την πρόσληψη του Μύλλερ στην Ελλάδα πρβλ. Antonopoulou (2015). Σύμφωνα με την Αντωνοπούλου ο Μύλλερ, όσο γνωστός ήταν μέχρι πρόσφατα στην Ελλάδα, ήταν ο ρομαντικός ποιητής του Χειμωνιάτικου ταξιδιού. Στο πλαίσιο του εορτασμού της 200ής επετείου από την έναρξη του ελληνικού πολέμου της ανεξαρτησίας υπάρχουν ενδείξεις μιας «εκ νέου ανακάλυψης» του «Ελληνομύλλερ». Στην ανθολογία Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση που επιμελήθηκε ο Θανάσης Γαλανάκης έπειτα από παραγγελία του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος, ο Μύλλερ είναι παρών με 11 «τραγούδια Ελλήνων», καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μερίδιο ανάμεσα στους 43 μη Έλληνες συγγραφείς (μεταξύ άλλων Βύρων, Γκαίτε, Ουγκό, Πούσκιν).

    Ωστόσο η φιλελληνική στράτευση του Μύλλερ αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε από την ελληνική πλευρά ήδη από τον 19ο αιώνα. Η πρόθεση της επιτροπής που συστάθηκε το 1883 για την τοποθέτηση ενός μνημείου του ποιητή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Ντεσσάου, ενισχύθηκε από ανώτατους ελληνικούς κρατικούς και μορφωτικούς θεσμούς, όπως η ελληνική πρεσβεία στο Βερολίνο και το Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά και από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δώρισε όλο το μάρμαρο που χρειαζόταν.25Για το μνημείο Μύλλερ στο Ντεσσάου και τη συμβολή της Ελλάδας στην κατασκευή του πρβλ. Hosäus (1891) και Leistner (2006). Στην καταγραφή του Χοζαίους (σ. 2 κ.ε.) των μελών της επιτροπής μνημείου από το εξωτερικό αναφέρονται και τα ονόματα του έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (1809–1892) και του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Αθανάσιου Ρουσσόπουλου (1823–1898). Στους δημόσιους θεσμούς και τους εκπροσώπους τους που συμμετείχαν στη δημιουργία του μνημείου αναφέρονται, εκτός από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, την ελληνική κυβέρνηση και την ελληνική πρεσβεία στο Βερολίνο, την οποία από το 1897 κι έπειτα εκπροσωπούσε ο Άγγελος Βλάχος (1838–1920), και τα ίδια τα Ανάκτορα (σ. 4). Τέλος, υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η συμβολή της Ελληνικής Κοινότητας της Τεργέστης (ό.π.). Όπως υπογράμμισε ο επιμελητής του εορταστικού φυλλαδίου που εκδόθηκε το 1891 για τα αποκαλυπτήρια του μνημείου στο Ντεσσάου (εικ. 1), ο ανδριάντας τον οποίο έφτιαξε ο αυλικός γλύπτης Χέρμαν Σούμπερτ (Hermann Schubert, 1831–1917) ήταν το πρώτο μνημείο στη Γερμανία που έγινε από ελληνικό μάρμαρο (Hosäus, 1891, 4). Ήταν μια κίνηση που αποσκοπούσε να εκφράσει τους «στενούς δεσμούς» μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας (ό.π.), πράγμα που μαρτυρούν και οι συμβολισμοί του μνημείου. Στην πίσω πλευρά του βάθρου, που έχει κατασκευαστεί από λακωνικό μάρμαρο, υπάρχει η επιγραφή

    ΤΩι ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΟΙΔΩι
    ΤΟΝ ΛΙΘΟΝ ΕΚ ΤΩΝ ΑΤΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΑΚΟΝΙΚΩΝ ΛΑΤΟΜΕΙΩΝ
    Η ΕΛΛΑΣ ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑ

    Η υλική υπόσταση και το αρχαιοπρεπές ιδίωμα της επιγραφής μαρτυρούν, από την ξένη γερμανική και από την ελληνική οπτική εξίσου, τα κλασικιστικά βασικά χαρακτηριστικά της προοπτικής του κρατικού μορφώματος που είχε προκύψει στις αρχές του αιώνα από τη σύμπραξη των Ελλήνων και των φιλελλήνων. Μια αντίστοιχη διασταυρούμενη οπτική μπορούμε να διακρίνουμε στο μεσαίο τμήμα του μνημείου, από αττικό μάρμαρο, τα πλευρικά ανάγλυφα του οποίου παριστάνουν τα τέσσερα δαιμόνια της καλλιτεχνικής και της επιστημονικής παραγωγής του Μύλλερ (πρόσοψη: η ποίηση, πίσω: η επιστήμη, αριστερά: η Γερμανία, δεξιά: η Ελλάδα). Η Ελλάδα, προσωποποιημένη από μια γυναικεία μορφή με αρχαιοπρεπές ένδυμα, που ανορθώνεται «από την υποδούλωση στους Τούρκους» πιέζοντας «με το αριστερό χέρι τον σταυρό στο στήθος και κραδαίνοντας με το δεξί το ξίφος» (Hosäus, 1891, 31) (εικ. 3), μοιάζει με εύθραυστη αδελφή της αξιόμαχης Γερμανίας (εικ. 4), η οποία επιδεικνύει στην απέναντι πλευρά την πανοπλία της. Η παρατήρηση του Χοζαίους ότι εδώ απεικονίζεται η Γερμανία «όπως την φαντάζονταν το 1813 οι αγωνιστές της ελευθερίας, στους οποίους ανήκε ο ποιητής μας, ενωμένη, ισχυρή να ανορθώνεται με σιγουριά από το έδαφος, εξοπλισμένη εναντίον κάθε εχθρού» (Hosäus, 1891, 31), δεν συνδέει το μνημείο μόνο με τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων που είχε υποστηρίξει ο Μύλλερ, αλλά εξίσου με τη γερμανική ενοποίηση που επιτεύχθηκε λίγες δεκαετίες μετά, στα 1870/71, με την ισχύ των όπλων εναντίον της Γαλλίας.

    Την ίδια εποχή που στην ιδιαίτερη πατρίδα του Μύλλερ έστηναν ένα αρχαιοπρεπές μνημείο από ελληνικό μάρμαρο, ο Δήμος Αθηναίων αποφάσισε να δώσει το όνομα του γερμανού φιλέλληνα σε έναν κεντρικό δρόμο, την οδό Μυλλέρου που βρίσκεται σήμερα στη συνοικία του Μεταξουργείου (εικ. 5).26Για την πολυκύμαντη ιστορία αυτού του δρόμου πρβλ. Stampoulou (2015). Επειδή πολλοί/ές κάτοικοι και επισκέπτες/τριες της ελληνικής πρωτεύουσας αγνοούν σήμερα ποιος κρύβεται πίσω από το όνομα αυτού του δρόμου, η Διεθνής Εταιρία Βίλχελμ Μύλλερ (Internationale Wilhelm-Müller-Gesellschaft) στο Βερολίνο επιδιώκει εδώ και αρκετά χρόνια να τοποθετηθούν εκεί σχετικές πληροφοριακές πινακίδες, ωστόσο η πρωτοβουλία αυτή, η οποία συνοδεύτηκε από πολυάριθμες αιτήσεις προς τον Δήμο Αθηναίων,  μέχρι την ολοκλήρωση ετούτου του κειμένου (καλοκαίρι 2022) δεν έφερε καρπούς. Έτσι λοιπόν, ο γερμανός φιλέλληνας, εκτός από ελληνίζουσα όψη, απέκτησε και ελληνικό όνομα και βρέθηκε στην ίδια αξιοσέβαστη σειρά με άλλους φιλέλληνες που μνημονεύονται στην ελληνική πρωτεύουσα – μεταξύ των οποίων ο μέγας λόρδος Βύρων, το όνομα του οποίου, όπως του αρμόζει, έχει δοθεί σε έναν ολόκληρο Δήμο. Όπως φαίνεται από τη διασταύρωση των δύο αυτών πρακτικών διαχείρισης της μνήμης, ο φιλελληνισμός και οι πρωταγωνιστές του, που αναζητούσαν στο νέο το παλιό, στο ειδικό το γενικό, στο ξένο το οικείο, είχαν γίνει ήδη παραγωγικότατα πεδία προβολής και εκπροσώπησης της ελληνογερμανικής πολιτισμικής και πολιτικής διχείρισης της μνήμης. Το παρόν κείμενο αποσκοπούσε να πραγματευτεί την ποικιλία πράξεων και φαντασιακών σχημάτων του φιλελληνισμού στο παράδειγμα του Βίλχελμ Μύλλερ· εμφανίζεται ωστόσο εδώ και άλλη μία γόνιμη ερευνητική προοπτική, με αντικείμενο την πολυμορφία της μνήμης του φιλελληνισμού και τις διαφορετικές λειτουργίες της στην ιστορία των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων.

    Zusammenfassung

    Το παρόν δοκίμιο επιδιώκει να φωτίσει την πολυμορφία και εν μέρει την αντιφατικότητα της έκφρασης του γερμανικού φιλελληνισμού την εποχή του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα με το παράδειγμα της ζωής και του έργου ενός σημαντικού γερμανού «φιλέλληνα της πένας». Ο Βίλχελμ Μύλλερ, γνωστός σήμερα προπάντων ως ο ποιητής του Χειμωνιάτικου ταξιδιού, απέκτησε το προσωνύμιο «Ελληνομύλλερ» τόσο από τα φλογερά του Τραγούδια των Ελλήνων όσο και από τις φιλελληνικές ανταποκρίσεις του και τη μετάφραση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Συμμετείχε όμως και στον γερμανικό βυρωνισμό και προσπάθησε να αξιοποιήσει παραγωγικά για τη δική του πένα την ποιητική κοσμοδύνη του βρετανού ποιητή και τον θάνατό του στην Ελλάδα. Οι διάφορες πλευρές της φιλελληνικής σκέψης και πράξης τού Μύλλερ εντάχθηκαν στο πλαίσιο της κλασικής-φιλολογικής του παιδείας, της πολιτικής του κοινωνικοποίησης στη διάρκεια των γερμανικών απελευθερωτικών πολέμων και της ακόλουθης περιόδου της παλινόρθωσης, της ελληνοϊταλικής ταξιδιωτικής εμπειρίας του και των ρομαντικών ιδεών του για την Ελλάδα, τη ζωή του ελληνικού λαού και την ελληνική δημοτική ποίηση. Σε αυτό το πλαίσιο καταδείχθηκε αφενός η αφοσίωση του Μύλλερ στα γνωστά φιλελληνικά σχήματα σκέψης, όπως είναι η συνέχιση της αρχαιότητας στη ζωή του λαού της σύγχρονης Ελλάδας και η αναγέννηση του ελληνικού έθνους στον αγώνα για την πολιτική του ανεξαρτησία, αφετέρου η υπέρβασή τους στο πλαίσιο της πρόσληψης του Βύρωνα από τον Μύλλερ και της συνεπούς υποστήριξης ότι το ζωντανό παρόν έχει τη δική του αξία. Στο τέλος αυτής της μελέτης παρουσιάζονται παρατηρήσεις για την υστεροφημία του Μύλλερ στην ελληνογερμανική ανάμνηση του φιλελληνισμού και των πρωταγωνιστών του, μια θεματολογία που η επεξεργασία της μέχρι σήμερα ήταν ελάχιστη και ανοίγει ένα ενδιαφέρον πεδίο μελλοντικής έρευνας.

    Μετάφραση από τα γερμανικά: Ιωάννα Μεϊτάνη

    Einzelnachweise

    • 1
      Έτσι διατυπώνεται ο στόχος του συνεδρίου Οι γερμανικοί φιλελληνισμοί (Die deutschen Philhellenismen) που έλαβε χώρα μεταξύ 3 και 5 Νοεμβρίου 2021 στο Centrum Modernes Griechenland και από το οποίο προήλθε ετούτο το άρθρο. Πρβλ. https://www.cemog.fu-berlin.de/aktivitaeten/veranstaltungen/konferenz-philhellenismen.html.
    • 2
      Πρβλ. σχετικά τους συλλογικούς τόμους των Gilbert/Agazzi/Découltot (2009) και Vöhler/Alekou/Pechlivanos (2021), οι οποίοι τοποθετούν το φαινόμενο σε αυτήν τη διπλή οπτική.
    • 3
      Για την κοινωνική και ιδεολογική τοποθέτηση του γερμανικού φιλελληνισμού πρβλ. Hering, 1994, 28–42, 53–58.
    • 4
      Η προσώρας καλύτερη παρουσίαση των χρόνων της μόρφωσης και της μαθητείας του Μύλλερ στο Βερολίνο είναι της Erika von Borries, 2007, 32–68. Για την επιστημονική εκπαίδευση και την επίδραση του Φ. Α. Βολφ, πρβλ. Gad, 1989, 39–55.
    • 5
      Όπως αναφέρει ο Μύλλερ σε επιστολή του στον Φρίντριχ ντε λα Μοτ Φουκέ στις 14 Φεβρουαρίου 1816, η πρωσική λογοκρισία είχε ενστάσεις για ορισμένα μέρη του τόμου, επειδή διέκρινε σε αυτά την παραβίαση του πρόσφατου «Διατάγματος κατά των μυστικών ενώσεων»: «Διαμαρτυρηθήκαμε ενώπιον του λογοκριτή, εκείνος όμως είπε ότι η λέξη Ελευθερία εμφανιζόταν πολύ συχνά σ’ εκείνους τους στίχους, και όταν του απάντησα: Μήπως ο ίδιος ο βασιλιάς δεν είχε καλέσει να πολεμήσουμε για την ελευθερία; Εκείνος απάντησε: Ναι, τότε!» (Müller, 1994, τ. 5, 113).
    • 6
      Για τη σχέση μεταξύ «γερμανικής» και «ελληνικής» πολεμικής ποίησης του Μύλλερ, πρβλ. Roth (2015).
    • 7
      Αυτόν τον χαρακτηρισμό τον επέλεξε ο ίδιος ο Μύλλερ (1994, τ. 5, 230) σε επιστολή του προς τον εκδότη του Φρίντριχ Άρνολντ Μπρόκχαους (Friedrich Arnold Brockhaus) στις 8 Σεπτεμβρίου 1822., Για την υποδοχή της «ελληνικής» ποίησης του Μύλλερ από τον γερμανικό Τύπο πρβλ. Leistner (2015)· για τις αντιδράσεις στον κόσμο της λογοτεχνίας και την εμπορική επιτυχία των «Τραγουδιών των Ελλήνων», τις εισπράξεις της οποίας ο Μύλλερ διέθεσε για την υπόθεση των Ελλήνων, πρβλ. Czerannowski, 1994, 78-82.
    • 8
      Μια εικόνα αυτής της ομάδας, που κατά κύριο λόγο προερχόταν από περιβάλλον διαφορετικό από το περιβάλλον των μορφωμένων αστών των «φιλελλήνων της πένας», δίνει ο Furneri (2009).
    • 9
      Όπως φαίνεται από μια επιστολή του Μύλλερ στον δάσκαλό του Φρίντριχ Άουγκουστ Βολφ στις 12 Οκτωβρίου 1817, ο νεαρός ταξιδιώτης είχε εξαρχής επιδιώξει να γνωρίσει τον κύκλο του Ερμή του Λογίου στη Βιέννη, από όπου και πήρε τις βασικές γνώσεις της νεοελληνικής γλώσσας: «Αν η δίμηνη παραμονή μου σ’ ετούτη την πόλη δεν ήταν μόνο ευχάριστη, αλλά και πολύ χρήσιμη για τη συνέχιση του ταξιδιού μου, αυτό είναι ένας ακόμα λόγος να σας είμαι ευγνώμων. Διότι, παρόλο που ο Άνθιμος Γαζής δεν είναι στη Βιέννη, […] και ο Αλέξανδρος Βασιλείου ζει στην Τεργέστη ως πρόξενος της Τουρκίας – το όνομα του μαθητή σας ήταν ωστόσο για εμένα επαρκής σύσταση σε όλους τους Έλληνες. Ο Θεόκλητος [Φαρμακίδης], διάδοχος του Γαζή και συνεκδότης του «Λογίου Ερμή», φρόντισε να λάβει ο Αλέξανδρος Βασιλείου την επιστολή σας και σε μόλις 8 ημέρες είχα στα χέρια μου πολλές ανοιχτές συστατικές επιστολές από εκείνον προς κάθε περιοχή της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας. Ο ίδιος Θεόκλητος, όπως και ο Κοκκινάκης, ο άλλος εκδότης του «Ερμή», προσφέρθηκαν να με διδάξουν τη ρωμαίική γλώσσα» (Müller, 1994, τ. 5, 123). Ένα αντίγραφο της απόφασης της Ακαδημίας για το ερευνητικό ταξίδι του Μύλλερ, καθώς και τις συστατικές επιστολές του δασκάλου του Φίλιπ Μπούτμαν (Philipp Buttmann) και των λογίων της ελληνικής κοινότητας της Βιέννης παραδίδει ο Lohre, 1928, 357–362.
    • 10
      Για το εθνικοπαιδαγωγικό πλαίσιο και το διεθνές δίκτυο του περιοδικού πρβλ. Κουμαριανού, 1995, 88–129.
    • 11
      Σ.τ.μ.: Friedrich von Matthisson (1761–1831), γερμανός ποιητής. Ο Μύλλερ εδώ αναφέρεται στο έργο του Elegie, In den Ruinen eines alten Bergschlosses geschrieben [Ελεγεία, γραμμένη πάνω στα ερείπια ενός παλιού κάστρου στα βουνά].
    • 12
      Ο Χάινριχ Χάινε προς τον Βίλχελμ Μύλλερ. Επιστολή της 7ης Ιουνίου 1826. Στο Heine, 1970, σ. 250.
    • 13
      Η Maufroy (2015) έδειξε ότι ο Μύλλερ προέβη σε αρκετά αυτόνομες επιλογές ως επιμελητής της γερμανικής έκδοσης των NeugriechischeVolkslieder. Για τη μεταφραστική πρακτική του Μύλλερ πρβλ. προς το παρόν Hillemann (2020). Μια ενδελεχέστερη μελέτη του ζητήματος παρουσιάστηκε στο συνέδριο Ο Βίλχελμ Μύλλερ και η μετάφραση (Wilhelm Müller und die Übersetzung, Erlangen, 8.–9.10.2021), τα πρακτικά του οποίου βρίσκονται υπό έκδοση.
    • 14
      Για τη σύνδεση των δημοτικών τραγουδιών με την ελληνική φύση και το ελληνικό έθνος από τον φιλελληνισμό πρβλ. Güthenke, 2008, 111–115· για τη μετάδοση αυτού του σχήματος σκέψης στα ελληνικά τραγούδια του Μύλλερ πρβλ. ό.π., σ. 116–139.
    • 15
      Fauriel/Müller, 1825, τ. I, 75. Αυτό το σχόλιο δεν υπάρχει στην έκδοση του Φοριέλ, άρα προφανώς είναι του ίδιου του Μύλλερ. Πρβλ. Fauriel, 1824, 29–31.
    • 16
      Για την αρχαία θεματολογία της φιλελληνικής λογοτεχνίας πρβλ. Löbker (1998).
    • 17
      Για αυτήν την πλευρά της φιλελληνικής δραστηριότητας του Μύλλερ πρβλ. εκτενώς Hillemann (2015). Στα όργανα του Τύπου με τα οποία συνεργάζεται ο Μύλλερ σε αυτό το πλαίσιο ανήκουν μεταξύ άλλων το Literarisches Conversations-Blatt της Λειψίας και το Morgenblatt für gebildete Stände της Στουτγάρδης. Οι ιδιοκτήτες τους Φριντριχ Άρνολντ Μπρόκχαους και Γιόχαν Φρίντριχ Κόττα (Johann Friedrich Cotta) αντίστοιχα ήταν γνωστοί για το φιλελεύθερο φρόνημα και τη φιλελληνική τους στράτευση. Οπωσδήποτε δεν είναι τυχαίο που αυτοί οι ίδιοι εκδότες κοπίασαν ιδιαίτερα για τη διάδοση της «ελληνικής» ποίησης του Μύλλερ. Πρβλ. Leistner, 2015, 190.
    • 18
      Σ.τ.Μ. Η μετάφραση του αποσπάσματος από τον επικήδειο του Τρικούπη στα γερμανικά διαφέρει λίγο από το ελληνικό πρωτότυπο. Η αρχή «Αγαπητοί μου Έλληνες» μεταφράζεται «Αγαπητοί φίλοι», το «όλων των αιώνων» παραλείπεται και η «επανάστασις» μεταφράζεται «αναγέννησις». Εδώ το κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1824, παρατίθεται από την επανέκδοση στο Τρικούπης, 1829, 8.
    • 19
      Για την αντίστοιχη πρόσληψη ελληνικών δημοτικών τραγουδιών από τον Γκαίτε πρβλ. Kambas (2008). Μια συγκριτική μελέτη της μεταφραστικής τεχνικής του Γκαίτε και του Μύλλερ επιχειρεί ο Hillemann (2020), πρβλ. σχετικά και σημ. 14.
    • 20
      Το απόφθεγμα, που το μετέφερε η ίδια η Γιάκομπ, παρατίθεται εδώ από το Müller 1994, τ. 1, 314.
    • 21
      Μια ανάλογη προσπάθεια να εντάξει τον κύκλο του Χειμωνιάτικου ταξιδιού στο πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής «διάθεσης» της εποχής της παλινόρθωσης κάνει π.χ. ο Gad, 1989, 119–141.
    • 22
      Πρβλ. Gad, 1989, 75–84. Για τη φιλελληνική πρόσληψη του Βύρωνα από τον Μύλλερ πρβλ. Hillemann (2021). Η ασχολία του Μύλλερ με τον Βύρωνα αρχίζει τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1820, όπως μαρτυρούν, εκτός από τη μετάφραση ενός αγγλικού άρθρου για τον Βύρωνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hermes του Μπροκχάους (1821) και μια δική του βιογραφία του Βύρωνα (1825), μεταξύ άλλων και πολλά άρθρα λογοτεχνικής κριτικής που δημοσιεύτηκαν την περίοδο 1821–1825 σε διάφορα περιοδικά. Ενώ αρχικά ο Μύλλερ ήταν πολύ επικριτικός για το λογοτεχνικό έργο του βρετανού ρομαντικού ποιητή, από το 1823, όταν ο Βύρων πήγε από την Ιταλία στην Ελλάδα, και μετά, η στάση του μεταστρέφεται όλο και περισσότερο σε θαυμασμό για την ενεργή του στράτευση στην υπηρεσία του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα.
    • 23
      Τη μεγάλη βιογραφία του Βύρωνα, η οποία αναμενόταν να προκαλέσει μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον έπειτα από τη στράτευση του Βύρωνα στον ελληνικό πόλεμο της ανεξαρτησίας και τον θάνατό του τον Απρίλιο 1824, ο Μύλλερ τη συνέγραψε έπειτα από αίτημα του εκδότη του Χάινριχ Μπρόκχαους. Κυκλοφόρησε τον Μάιο 1825 ως τεύχος αρ. XVII της σειράς Zeitgenossen. Biographien und Charakteristiken(Σύγχρονοί μας, βιογραφίες και χαρακτηριστικά). Σχετικά με τα εσωτερικά κίνητρα του Βύρωνα για την εκστρατεία του στην Ελλάδα αναφέρεται εκεί: «Εάν υπάρχει κάτι αληθινό στη ζωή και το έργο του Βύρωνα, επικρατεί ένα αίσθημα, η αγάπη του για την Ελλάδα και την ελευθερία. Καθένα μόνο του θα μπορούσε να τον έχει οδηγήσει στις αποφάσεις που εξύψωσαν τη ζωή και τον θάνατό του: πόσο μάλλον και τα δύο μαζί!» (Müller, 1994, τ. 4, 254).
    • 24
      Για την πρόσληψη του Μύλλερ στην Ελλάδα πρβλ. Antonopoulou (2015). Σύμφωνα με την Αντωνοπούλου ο Μύλλερ, όσο γνωστός ήταν μέχρι πρόσφατα στην Ελλάδα, ήταν ο ρομαντικός ποιητής του Χειμωνιάτικου ταξιδιού. Στο πλαίσιο του εορτασμού της 200ής επετείου από την έναρξη του ελληνικού πολέμου της ανεξαρτησίας υπάρχουν ενδείξεις μιας «εκ νέου ανακάλυψης» του «Ελληνομύλλερ». Στην ανθολογία Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση που επιμελήθηκε ο Θανάσης Γαλανάκης έπειτα από παραγγελία του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος, ο Μύλλερ είναι παρών με 11 «τραγούδια Ελλήνων», καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μερίδιο ανάμεσα στους 43 μη Έλληνες συγγραφείς (μεταξύ άλλων Βύρων, Γκαίτε, Ουγκό, Πούσκιν).
    • 25
      Για το μνημείο Μύλλερ στο Ντεσσάου και τη συμβολή της Ελλάδας στην κατασκευή του πρβλ. Hosäus (1891) και Leistner (2006). Στην καταγραφή του Χοζαίους (σ. 2 κ.ε.) των μελών της επιτροπής μνημείου από το εξωτερικό αναφέρονται και τα ονόματα του έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (1809–1892) και του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Αθανάσιου Ρουσσόπουλου (1823–1898). Στους δημόσιους θεσμούς και τους εκπροσώπους τους που συμμετείχαν στη δημιουργία του μνημείου αναφέρονται, εκτός από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, την ελληνική κυβέρνηση και την ελληνική πρεσβεία στο Βερολίνο, την οποία από το 1897 κι έπειτα εκπροσωπούσε ο Άγγελος Βλάχος (1838–1920), και τα ίδια τα Ανάκτορα (σ. 4). Τέλος, υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η συμβολή της Ελληνικής Κοινότητας της Τεργέστης (ό.π.).
    • 26
      Για την πολυκύμαντη ιστορία αυτού του δρόμου πρβλ. Stampoulou (2015). Επειδή πολλοί/ές κάτοικοι και επισκέπτες/τριες της ελληνικής πρωτεύουσας αγνοούν σήμερα ποιος κρύβεται πίσω από το όνομα αυτού του δρόμου, η Διεθνής Εταιρία Βίλχελμ Μύλλερ (Internationale Wilhelm-Müller-Gesellschaft) στο Βερολίνο επιδιώκει εδώ και αρκετά χρόνια να τοποθετηθούν εκεί σχετικές πληροφοριακές πινακίδες, ωστόσο η πρωτοβουλία αυτή, η οποία συνοδεύτηκε από πολυάριθμες αιτήσεις προς τον Δήμο Αθηναίων,  μέχρι την ολοκλήρωση ετούτου του κειμένου (καλοκαίρι 2022) δεν έφερε καρπούς.

    Βιβλιογραφία

    Zitierweise

    Marco Hillemann: «Ο Βίλχελμ Μύλλερ και οι γερμανικοί φιλελληνισμοί», in: Alexandros-Andreas Kyrtsis und Miltos Pechlivanos (Hg.), Compendium der deutsch-griechischen Verflechtungen, 24.01.23, URI : https://comdeg.eu/essay/112984/.