Ο Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν (Werner Moritz Maria Graf von Haxthausen, 1780–1842) ήταν γερμανός φιλόλογος και δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος έμεινε γνωστός ως ένας από τους πρώτους συλλέκτες νεοελληνικών δημοτικών τραγουδιών.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στα πανεπιστήμια του Μύνστερ, των Παρισίων, του Γκέτιγκεν και του Χάλλε μεταξύ 1800 και 1809, αφιερώθηκε μεταξύ των άλλων στις Ανατολικές Σπουδές και έμαθε πολλές κλασικές και σύγχρονες γλώσσες. Την περίοδο αυτή αναπτύχθηκε και το ενδιαφέρον του για τη δημοτική ποίηση διαφόρων εθνών, κάτι που ενισχύθηκε και από τη φιλία του με τους αδελφούς Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ.
Την αρχική βάση της συλλογής του ο Χαξτχάουζεν την απέκτησε κατά το 1814/15, όταν επ’ ευκαιρία του Συνεδρίου της Βιέννης διέμενε στην πρωτεύουσα της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Μάλλον ύστερα από τη διαμεσολάβηση του γλωσσομαθούς και λογοκριτή ελληνικών εντύπων Βαρθολομαίου Κοπιτάρ (1780-1844) απέκτησε εκεί επαφή με τον κύκλο συνεργατών του περιοδικού Ερμής ο Λόγιος, στον οποίο ανήκε και ο δάσκαλός του στην ελληνική γλώσσα Θεόδωρος Μανούσης (1793-1858). Ο τελευταίος του παρέδωσε μια συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, τα οποία ο Χαξτχάουζεν υποσχέθηκε να τα εκδώσει σε έμμετρη μετάφραση.
Αν και τα σχέδια αυτά δεν πήραν ποτέ συγκεκριμένη μορφή, το έργο αυτό συνιστά σημαντική συμβολή στην ευρωπαϊκή «ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών» (Πολίτης, 1984), δεδομένου ότι αφενός ο βαρόνος της Βεστφαλίας κατάφερε να στρέψει το ενδιαφέρον επιφανών ποιητών και διανοητών όπως ο Johann Wolfgang von Goethe, ο Jacob Grimm και ο Friedrich Thiersch στο εν λόγω αντικείμενο, και αφετέρου η συλλογή Χαξτχάουζεν-Μανούση αποτέλεσε μια από τις κύριες πηγές της ρηξικέλευθης έκδοσης του Claude Fauriel Chants populaires de la Grèce moderne (1824/25). Η δημοσίευση του εν λόγω έργου (το οποίο κυκλοφόρησε σε γερμανική μετάφραση του Βίλχελμ Μύλλερ το 1825 καθώς και σε μια μερική μετάφραση των Johann Peter Pauls, Christian Gottfried Nees von Esenbeck & Karl Nees von Esenbeck) συνετέλεσε πάντως τα μέγιστα, ώστε το εκδοτικό έργο του Χαξτχάουζεν να ξεχαστεί κατά τα επόμενα χρόνια. Μετά το θάνατό του, η συλλογή θεωρήθηκε επί μακρόν ως χαμένη, για να εμφανισθεί τελικά το 1935 στην έκδοση του γερμανιστή Karl Schulte-Kemminghausen και του νεοελληνιστή Gustav Soyter.
Μετάφραση από τα γερμανικά: Αντώνης Οικονόμου