Ο φιλελληνισμός στη Σαξονία, 1821–1828

  • Veröffentlicht 02.11.22

Με αφετηρία το γεγονός ότι η πρώτη γερμανική έκκληση για υποστήριξη του απελευθερωτικού αγώνα στην Ελλάδα συντάχθηκε και τυπώθηκε το 1821 στη Λειψία, πώς διαμορφώθηκε κατόπιν το φιλελληνικό κίνημα στη Σαξονία και πώς εξελίχθηκε ως το τέλος της δεκαετίας του 1820; Τι είδους στοιχεία προκύπτουν από τις δημοσιεύσεις, τα αρχεία και τον Τύπο της εποχής; Κατά πόσον ο φιλελληνισμός στη Σαξονία διαφέρει από τον φιλελληνισμό σε άλλα γερμανικά κράτη και με ποιον τρόπο συνδέθηκε με το παγγερμανικό και το πανευρωπαϊκό κίνημα αλληλεγγύης; Πώς επηρέασε τις πολιτικές εξελίξεις στην ίδια τη Σαξονία πριν και κατά την καθιέρωση της συνταγματικής μοναρχίας (1830–1831); Συνέβαλε, εντέλει, στην έκβαση της συνταγματικής πολιτειακής μεταρρύθμισης και στην αναδυόμενη συμμαχία ανάμεσα στους μετριοπαθείς φιλελεύθερους και τους μετριοπαθείς συντηρητικούς;

Inhalt

    Υφιστάμενη έρευνα και πεδίο εξέτασης

    Κατά τη διερεύνηση του γερμανικού φιλελληνισμού, λίγη σημασία έχει δοθεί ως τώρα στο Βασίλειο της Σαξονίας. Με το θέμα δεν έχει ασχοληθεί σχεδόν καθόλου ούτε η τοπική σαξονική ιστοριογραφία. Έως σήμερα υπάρχουν μόνο τρία δοκίμια για μεμονωμένες όψεις: για τη φιλελληνική δράση του Wilhelm Traugott Krug [Βίλχελμ Τράουγκοτ Κρουγκ], για εκείνους που κατάγονταν από τη Λειψία και έλαβαν μέρος στον ελληνικό αγώνα της ανεξαρτησίας, και για τον φιλέλληνα εκδότη Ernst Klein [Ερνστ Κλάιν] (Löschburg, 1959· Suppé, 1991· 1994). Φιλελληνικές δράσεις αναφέρονται επίσης σποραδικά σε δημοσιεύσεις για τον πρώιμο φιλελευθερισμό της Σαξονίας ή για την πολιτιστική ιστορία της Σαξονίας στις αρχές του 19ου αιώνα (Ruhland, 1992, 179–180· Ketzer, 2003· Schmidt-Funke, 2006, 118–124). Αυτό που λείπει, ωστόσο, είναι μια συνοπτική μονογραφία που να αντιστοιχεί στη σημασία της Σαξονίας για το γερμανικό φιλελληνικό κίνημα της δεκαετίας του 1820, σημασία η οποία έχει σαφώς αναγνωριστεί από την έρευνα. Αυτό το κενό στην έρευνα ίσως και να σχετίζεται με το ότι δεν υπάρχουν αρκετές πηγές για τον σαξονικό φιλελληνισμό. Στα αρχεία δεν έχουν διατηρηθεί έγγραφα και αλληλογραφία των φιλελληνικών επιτροπών – το ίδιο ισχύει και για την κληρονομιά των αντίστοιχων ακτιβιστών· όσο για τα παραδιδόμενα από τις κρατικές υπηρεσίες, αυτά είναι πενιχρά. Δεν μπορούμε να ανατρέξουμε ούτε και στην κάλυψη στον Τύπο, η οποία αλλού έχει αξιολογηθεί πολύ εντατικά, γιατί οι εφημερίδες και τα περιοδικά, περιορισμένα έτσι κι αλλιώς από τη λογοκρισία, περιέχουν λίγες πληροφορίες για τον πρόσθετο λόγο ότι το φιλελληνικό κίνημα εξοβελίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη δημόσια σφαίρα την περίοδο 1821–1825. Μόνο από το 1826 κι έπειτα, με την επίσημη ανοχή των φιλελληνικών κομιτάτων στη Σαξονία, γίνεται πιο πλούσια η ροή της πληροφορίας. Σκοπός αυτού του δοκιμίου δεν είναι να παρέχει εποπτεία και αξιολόγηση αυτού και άλλου υλικού. Αποσκοπεί περισσότερο να δώσει μια εικόνα για το φιλελληνικό κίνημα της δεκαετίας του 1820 στη Σαξονία, πράγμα βεβαίως εν μέρει μόνο εφικτό, δεδομένων των σημαντικών κενών στην έρευνα και τις πηγές. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται σε όψεις της εσωτερικής πολιτικής, κυρίως πριν και κατά τη συνταγματική πολιτειακή μεταρρύθμιση του 1830/1831, καθώς και στις διαφορές με το φιλελληνικό κίνημα σε άλλα γερμανικά κράτη.

    Το Βασίλειο της Σαξονίας, ο νομικός και πολιτικός καμβάς για τις φιλελληνικές δράσεις των κατοίκων του, ανήκε πολιτικά στους χαμένους των ναπολεόντειων πολέμων και, μετά το Συνέδριο της Βιέννης, αναγκάστηκε να παραχωρήσει το ήμισυ σχεδόν των εδαφών και του πληθυσμού του στην Πρωσία, καθώς κι ένα μικρό κομμάτι στη Σαξονία-Βαϊμάρη-Άιζεναχ. Μετά τον χωρισμό απαιτούνταν διοικητικές προσαρμογές ενόψει του νέου χάρτη της χώρας και των μειωμένων κρατικών εσόδων. Διαψεύστηκαν, βέβαια, οι ελπίδες ότι αυτό θα επέφερε και έναν πολιτικό εκμοντερνισμό της χώρας, αφού ο βασιλιάς και ο επικεφαλής του επιτελείου του, κόμης Graf Detlev von Einsiedel [Γκραφ Ντέτλεφ φον Αϊνζίντελ], αρνήθηκαν θεμελιώδεις καινοτομίες και μεταρρυθμίσεις και περιορίστηκαν στις απολύτως απαραίτητες αλλαγές. Με την απαρχαιωμένη συνταγματική και διοικητική της δομή, πολιτικά η Σαξονία ανήκε στα πιο οπισθοδρομικά κράτη της Γερμανίας και διέφερε σημαντικά από τα νέα συνταγματικά κράτη, ιδίως της νότιας Γερμανίας, όπως η Βάδη, η Βαυαρία και η Βυρτεμβέργη. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, μετά το 1815, η κυβέρνηση της Σαξονίας έκανε τα πάντα ώστε να εξασφαλίσει τη συνέχιση του συρρικνωμένου βασιλείου, ακολουθούσε τις πολιτικές κατευθυντήριες της Γερμανικής Συνομοσπονδίας και προσπαθούσε να έχει όσο το δυνατόν καλύτερες σχέσεις με τις δύο υπερδυνάμεις, την Αυστρία και την Πρωσία (Podevins, 1999, 84–87). Σε αντίθεση με την κατά κανόνα αυστηρά συντηρητική της στάση στα πολιτικά ζητήματα, η σαξονική κυβέρνηση ήταν σαφώς πιο ευέλικτη σε θέματα οικονομίας και πολιτισμού, λάμβανε μέτρα στήριξης για την ανερχόμενη σαξονική βιομηχανία και υποστήριζε ενεργά τον πολιτισμό και τα πανεπιστήμια.

    Η οικονομία, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση και ο πολιτισμός αποτέλεσαν εξάλλου σημαντικά σημεία επαφής για το σαξονικό φιλελληνικό κίνημα της δεκαετίας του 1820. Από τις τακτικές επισκέψεις στις εμπορικές εκθέσεις της Λειψίας δημιουργήθηκε τον 18ο αιώνα εκεί μια ορθόδοξη εκκλησιαστική κοινότητα ελλήνων εμπόρων και μια μικρή κοινότητα Ελλήνων (Suppé, 2003, 15–21). Μια μικρή παροικία Ελλήνων υπήρχε και στο Chemnitz, όπου είχαν εγκατασταθεί έλληνες έμποροι μετά τον Επταετή Πόλεμο, οι οποίοι για ένα διάστημα κατάφεραν να αποκτήσουν ένα οιονεί μονοπώλιο, προμηθεύοντας τις βιοτεχνίες υφασμάτων στη νοτιοδυτική Σαξονία με «μακεδονικό» βαμβάκι (Liebold, 2019). Τόσο στη Λειψία όσο και στο Chemnitz, τον 18ο και τον αρχόμενο 19ο αιώνα, Έλληνες και ντόπιοι είχαν ποικίλες επαφές, και άρα μεταφέρθηκαν γνώσεις νεοελληνικής γλώσσας και προέκυψαν οικογενειακοί δεσμοί. Σημεία σύνδεσης στον ακαδημαϊκό χώρο προέκυψαν από το γεγονός ότι στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας σπούδαζαν αρκετοί νεαροί Έλληνες.1Πρβ. στο Blecher/Wiemers, 2006, μεταξύ άλλων 129 (Kyriakopoulos), 148 (Theochar), 150 (Mauros), 151 (Cordellas), 155 (Comnenos), 210 (Manussi), 224 (Athanas). Επίσης εκεί υπήρχε και ένας δάσκαλος της νεοελληνικής γλώσσας (Königlich Sächsischer Hof-, Civil- und Militärstaat, 1821, 177). Η Λειψία με το Πανεπιστήμιό της αποτελούσε ταυτόχρονα κέντρο ενασχόλησης με τα αρχαία ελληνικά και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όπως εξάλλου και η Δρέσδη, όπου ο Karl August Böttiger [Καρλ Άουγκουστ Μπέττιγκερ] ήταν διευθυντής της Συλλογής Αρχαίων και Σύγχρονων Γλυπτών και, ως ιστορικός της τέχνης και φιλόλογος, ασχολούταν εντατικά με την ελληνική Αρχαιότητα (Schmidt-Funke, 2006). Ένας ακόμη παράγοντας που υποστήριξε τον φιλελληνισμό στη Σαξονία ήταν ο παραγωγικότατος εκδοτικός και τυπογραφικός χώρος της Λειψίας, του οποίου οι εκδόσεις έφταναν σε έναν μεγάλο αριθμό αναγνωστών σε ολόκληρη τη Γερμανία και οι ανεπιθύμητες δημοσιεύσεις προκαλούσαν συχνά ανησυχία και δυσαρέσκεια στους συντηρητικούς κρατικούς τιμονιέρηδες της Γερμανικής Συνομοσπονδίας. Ο Friedrich Gentz [Φρίντριχ Γκεντς], στενότατος συνεργάτης του Metternich [Μέττερνιχ], χαρακτήρισε τον Ιούνιο του 1819 τη Λειψία φιλελεύθερη «φωλιά» (Briefwechsel, 1857, 290), βάζοντας έτσι στο στόχαστρο συγγραφείς όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας από τη Λειψία Wilhelm Traugott Krug και εκδότες όπως ο Friedrich Arnold Brockhaus [Φρίντριχ Άρνολντ Μπρόκχαους].

    Πρώτες εκκλήσεις και δραστηριότητες, Απρίλιος – Αύγουστος 1821

    Με δεδομένα αυτά τα σημεία σύνδεσης στον οικονομικό, τον ακαδημαϊκό και τον εκδοτικό χώρο, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η πρώτη επιδραστική έκκληση για υποστήριξη του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα («Η αναγέννηση της Ελλάδας», φυλλάδιο που έγραψε ο Krug και τύπωσε ο Brockhaus) συντάχθηκε και δημοσιεύτηκε στη Σαξονία, στη Λειψία. Συχνά έχει υπογραμμιστεί η μεγάλη απήχηση που είχε η έκκληση του Krug στη Γερμανία· αντίθετα, πολύ λίγα γνωρίζουμε ως τώρα για τις εξελίξεις στη στενότερη περιοχή επιρροής του Krug, το Βασίλειο της Σαξονίας. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Λειψία ήταν το κέντρο όχι μόνο του πρώιμου γερμανικού, αλλά και του πρώιμου σαξονικού φιλελληνισμού. Στον Krug απευθύνονταν οι σάξονες εθελοντές για να ενταχτούν σε ένα σώμα φιλελλήνων, ο Krug επικοινωνούσε από τη Λειψία με φιλέλληνες εντός και εκτός Σαξονίας, και σε αυτόν καταβάλλονταν δωρεές για τους Έλληνες και τους φιλέλληνες εθελοντές που κατέβαιναν προς την Ελλάδα (Krug, 1842, 199–201).2Ο Krug δημοσίευσε έναν απολογισμό των δωρεών που είχε λάβει, ύψους 369 τάλερ και 16 γκρόσεν, στην εφημερίδα LeipzigerZeitung της 30ής Οκτωβρίου 1821, 2598.

    Στην αυτοβιογραφία του ο ίδιος αναφέρει ότι η ευθύνη για τις επικοινωνίες, τους δωρητές και τους εθελοντές πολύ γρήγορα τον βάρυνε, άρα υποθέτουμε ότι δεν είχε ιδρυθεί κάποια φιλελληνική επιτροπή, ώστε να μοιραστούν οι δουλειές αυτές σε περισσότερα χέρια.3Αντίθετα, φαίνεται ότι είχε σχηματιστεί ένας σύλλογος αρμένιων εμπόρων για να υποστηρίξει οικονομικά το ταξίδι στρατιωτικών προς την Ελλάδα (AllgemeineZeitung, 19 Αυγούστου 1821, 923).

    Έλειπε, λοιπόν, ένα οργανωτικό κέντρο που θα συγκέντρωνε το ενδιαφέρον για πρακτική υποστήριξη από ολόκληρη τη Σαξονία.

    Ο φιλελληνισμός της Λειψίας ήταν αγκυρωμένος στον ακαδημαϊκό τομέα, και συγκεκριμένα στον Krug και σε άλλους καθηγητές και φοιτητές με φιλελεύθερες απόψεις. Ο φοιτητής Wertheim [Βέρτχαϊμ] κάλεσε τους συμφοιτητές του να υποστηρίξουν οικονομικά τους Έλληνες (Löschburg, 1959, 217),4Προφανώς πρόκειται για τον Samuel von Wertheim [Σάμουελ φον Βέρτχαϊμ] από την Dobruška της Βοημίας (Blecher/Wiemers, 2006, 129). Ο Wertheim σκόπευε να δημοσιεύσει την έκκλησή του στην εφημερίδα LeipzigerTageblatt, τον έκοψε όμως η λογοκρισία (SächsStA-D, 10088, 1730).και μέλη της φοιτητικής ένωσης φαίνεται πως είχαν ιδρύσει ένα φιλελληνικό κομιτάτο τον Μάιο του 1821 (Lönnecker, 2013, 52). Η Λειψία ήταν επίσης ο τόπος όπου συντάχθηκαν και τυπώθηκαν κι άλλα φιλελληνικά φυλλάδια, όπως αυτό του καθηγητή θεολογίας Heinrich Gottlieb Tzschirner [Χάινριχ Γκότλιμπ Τσίρνερ, «Το ζήτημα των Ελλήνων, ζήτημα της Ευρώπης»], του καθηγητή ιατρικής Johann Christian Gottfried Jörg [Γιόχαν Κρίστιαν Γκότφριντ Γιεργκ, «Η σημασία του τωρινού ελληνοτουρκικού πολέμου για τη σωματική ευημερία των κατοίκων της ευρωπαϊκής ηπείρου»] και ένα ακόμη του Krug («Προς τους γερμανούς συμπολίτες μου»). Δεν είναι ως τώρα γνωστό εάν και σε τι βαθμό εκδηλώθηκαν φιλελληνικές δράσεις το 1821 σε άλλες σαξονικές πόλεις και περιοχές. Μπορούμε να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα πως στη Δρέσδη υπήρχε φιλελληνική δράση, γιατί το καλοκαίρι/φθινόπωρο του 1821 έφυγαν από εκεί μερικοί εθελοντές για την Ελλάδα (Holtzendorff, 1885, 31). Από την άλλη μεριά, η πόλη ήταν η βασιλική έδρα, και άρα τελούσε υπό τη στενή επιτήρηση των ανώτατων αρχών της χώρας. Σε αντίθεση με το Μόναχο, όπου ο διάδοχος πρίγκιπας Λουδοβίκος, ενθουσιώδης φιλέλληνας, υποστήριζε κρυφά το αρχόμενο φιλελληνικό κίνημα (Spaenle, 1990, 47–48), στη Δρέσδη έλειπε αυτός ο βασιλικός παράγοντας.

    Ο πρίγκιπας Φρειδερίκος Αύγουστος, μελλοντικός διάδοχος και βασιλιάς (από το 1830–1837), ήταν μεν κοντά σε φιλελεύθερες ιδέες, δεν έδειχνε όμως να ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για την Ελλάδα. Ο νεότερος αδελφός του Ιωάννης (βασιλιάς από το 1854) ανακάλυψε το 1821 σε ένα ταξίδι του στην Ιταλία τον ποιητή Dante Alighieri [Ντάντε Αλιγκιέρι], του έμεινε πιστός σε όλη του τη ζωή ως μεταφραστής και σχολιαστής του και άρα δεν ανέπτυξε κάποια βαθύτερη έλξη για την Ελλάδα, ακόμη κι αν έμαθε αρχαία ελληνικά από προσωπικό ενδιαφέρον (Kretzschmar, 1958, 65, 80).5Η εκτίμηση του Ιωάννη στα απομνημονεύματά του ότι είχε «διαρκές ενδιαφέρον, όπως πολλές χιλιάδες τότε, για το ελληνικό ζήτημα» (Kretzschmar, 1958, 91), εκφράζεται εκ των υστέρων, επειδή το 1829 τού είχε γίνει η δελεαστική πρόταση του ελληνικού στέμματος, την οποία αρνήθηκε· είναι βέβαιο πως δεν εννοεί έναν τέτοιο ενθουσιασμό για την Ελλάδα όπως αυτόν που ανέπτυξε ο διάδοχος Λουδοβίκος της Βαυαρίας, πόσο μάλλον που δεν υπάρχουν ως τώρα ενδείξεις για μια απτή υποστήριξη των φιλελλήνων στη Σαξονία. Από τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο του 1821 το φιλελληνικό κίνημα της Σαξονίας κατάφερνε προφανώς να δρα χωρίς οχλήσεις από τις αρχές, εκτός από ορισμένες λογοκριτικές παρεμβάσεις σε φιλελληνικά δημοσιεύματα. Η κυβέρνηση της Σαξονίας ενημέρωσε στις 2 Αυγούστου τον από τη Λειψία καθηγητή πανεπιστημίου και λογοκριτή Christian Daniel Beck [Κρίστιαν Ντάνιελ Μπεκ] ότι «επί του παρόντος η κατεύθυνση δεν είναι να απαγορεύουμε οπωσδήποτε τέτοιου είδους γραπτά»· ωστόσο, συνεχίζουν, επίμαχα και αιχμηρά σημεία δεν θα έπρεπε να επιτρέπονται, γιατί σε μία πανεπιστημιούπολη όπως η Λειψία χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, λόγω της φοιτητιώσας νεολαίας (SächsStA-D, 10088, 1730).

    Παρέμβαση της σαξονικής κυβέρνησης

    Αυτή η πολιτική ανοχής διακόπηκε απότομα λίγες μέρες αργότερα, όταν η κυβέρνηση πληροφορήθηκε για το φυλλάδιο «Προς τους γερμανούς συμπολίτες μου» που είχε δημοσιεύσει ο Krug την 1η Αυγούστου 1821, όπου πρότεινε να ιδρυθούν φιλελληνικά κομιτάτα, να οργανωθεί συλλογή χρημάτων και να υποστηριχθούν οι εθελοντές που ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν. Σε συνεννόηση με τον βασιλιά Φρειδερίκο Αύγουστο Α΄, ο υπουργός von Einsiedel έδωσε εντολή στο Ανώτατο Συμβούλιο των Καρδιναλίων να σταματήσει την περαιτέρω διάδοση του φυλλαδίου, και με ένα διάταγμα προς το Πανεπιστήμιο της Λειψίας στις 7 Αυγούστου ανατέθηκε στο ίδρυμα να εκφράσει την αποδοκιμασία του προς τον Krug επειδή «με την τοιούτην έκκλησιν δεν εφέρθη αναλόγως του αξιώματός του ως κρατικού λειτουργού και δημοσίου διδασκάλου» (SächsStA-D, 10026, Loc. 2530/4).

    Το φιλελληνικό κίνημα της Σαξονίας δέχτηκε, λοιπόν, χτύπημα σε ένα ευαίσθητο σημείο του, αφού τα οργανωτικά βήματα που πρότεινε ο Krug δεν θα μπορούσαν πλέον να υλοποιηθούν. Η προσπάθεια του Krug, με επιστολή του προς τον υπουργό von Einsiedel στις 3 Αυγούστου, να διαφοροποιήσει το φιλελληνικό κίνημα από ακραίες δράσεις και να επισημάνει, μάλιστα, πως το κίνημα μπορούσε να αξιοποιηθεί στην εσωτερική πολιτική (γιατί εάν τα ανήσυχα πνεύματα έφευγαν για την Ελλάδα θα ωφελούταν η σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας), απέβη άκαρπη. Πάντως οι δύο γερμανικές υπερδυνάμεις, Αυστρία και Πρωσία, δεν φαίνεται να επηρέασαν άμεσα την απόφαση αυτή: η Σαξονία έβαλε φρένο στους φιλέλληνες με δική της πρωτοβουλία, και μάλιστα αρκετό καιρό πριν συμβεί το ίδιο στην Αυστρία και την Πρωσία (Klein, 2000, 27· Irmscher, 1966, 18–19). Τούτο εξηγείται από την αυστηρά συντηρητική στάση της σαξονικής κρατικής ηγεσίας υπό τον ηλικιωμένο βασιλιά Φρειδερίκο Αύγουστο Α΄, καθώς και από την ιδιαίτερη προσοχή με την οποία αντιμετωπιζόταν κάθε εξέλιξη που θα μπορούσε να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη της χώρας, η οποία εξασφαλίστηκε με κόπο το 1815. Η κυβέρνηση έβρισκε υποστήριξη σε συντηρητικούς κύκλους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τις προοδευτικές δραστηριότητες του Krug και των συναγωνιστών του. Ο ιερέας του Waldheim [Βάλντχαϊμ] και πνευματικός επιθεωρητής David Ludwig Wigand [Ντάβιντ Λούντβιχ Βίγκαντ] δημοσίευσε στα τέλη Αυγούστου ένα φυλλάδιο στο οποίο κατηγορούσε τον Κρουγκ ότι, απρόσκλητος και παραβιάζοντας το καθήκον του ως υπηκόου της Σαξονίας, αναμείχθηκε στην πολιτική των υπερδυνάμεων (Quack-Eustathiades, 1984, 180-182). Απορριπτικά εκφράστηκε και ο σύμβουλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και καθηγητής πανεπιστημίου Karl Friedrich Christian Wenck [Καρλ Φρίντριχ Κρίστιαν Βενκ], ο οποίος ανησυχούσε ότι ενθουσιώδεις και άπειροι στον πόλεμοι νέοι θα θυσιαστούν χωρίς λόγο μακριά από την πατρίδα (Hauser, 1990, 47–48, 260).

    Ημιδημόσια δράση, 1822–1826

    Η τομή που επέφεραν οι απαγορεύσεις σήμανε το τέλος της πρώιμης φάσης του σαξονικού φιλελληνισμού και οδήγησε σε μια μεσαία φάση, η οποία, όπως και σε άλλα γερμανικά κράτη, περιλαμβάνει τα έτη 1822–1825. Σε αυτήν την περίοδο το φιλελληνικό κίνημα δεν έσβησε, αλλά εξωθήθηκε στην ημινομιμότητα. Και είναι ακόμη πιο δύσκολο να το ακολουθήσει κανείς, αφού πλέον οι δράσεις του εκτυλίσσονται κυρίως ιδιωτικά ή ημιδημόσια. Σημαντικότερο πεδίο δράσης του αποτελούσε πλέον η συνεργασία με ακτιβιστές του νότιου και νοτιοδυτικού γερμανόφωνου χώρου, ιδιαίτερα με τη «Γερμανική Επιτροπή Βοήθειας προς την Ελλάδα» στη Στουτγκάρδη και την «Επιτροπή Βοήθειας προς την Ελλάδα» στο Ντάρμσταντ (Hauser, 1990, 72). Οι επιτροπές αυτές στις δύο πόλεις και στη Ζυρίχη έλαβαν από το 1821 έως το 1826 δωρεές από τη Σαξονία ύψους 2.366 φιορινιών και δύο κρόιτσερ. Εάν αναγάγουμε τις δωρεές από τα κράτη της Γερμανικής Συνομοσπονδίας ανά κεφαλή πληθυσμού, η Σαξονία τοποθετείται περίπου στη μέση, πιο πάνω από την Πρωσία, τη Βαυαρία, το Αννόβερο και τα περισσότερα κράτη της Θουριγγίας (Hauser, 1990, 74). Η Στουτγκάρδη και η Ελβετία αποτελούσαν συχνά ενδιάμεσους σταθμούς για τους εθελοντές που κατέβαιναν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων. Στους ονομαστικούς καταλόγους ταξιδευτών προς την Ελλάδα, αναφέρεται ως τόπος προέλευσης η Σαξονία για 15 ή 17 άτομα (Schott, 1825, 20-30· Barth/Kehrig-Korn, 1960, 65–262), από τα οποία όμως μόνο 11 ή 12 κατάγονταν από εκεί. Με δεδομένο ότι γνωρίζουμε πως υπήρχαν περίπου 250 γερμανοί εθελοντές στην Ελλάδα (Quack-Eustathiades, 1984, 55), το ποσοστό της Σαξονίας ανέρχεται σε περίπου 5%, ανταποκρίνεται δηλαδή σχεδόν στο ποσοστό του πληθυσμού της στη Γερμανική Συνομοσπονδία (δεν συνυπολογίζεται η Αυστρία, η οποία απαγόρευσε εκτεταμένα την αναχώρηση φιλελλήνων εθελοντών). Αλλά και η κοινωνική προέλευση των Σαξόνων ήταν παρόμοια με των υπόλοιπων γερμανών εθελοντών: όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, ήταν αξιωματικοί, φοιτητές, ελεύθεροι επαγγελματίες και υπάλληλοι.

    Και μετά το 1821, η Λειψία παρέμεινε σημαντικός τόπος έκδοσης κειμένων είτε φιλελληνικών είτε σχετικών με τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα. Τώρα όμως η σαξονική λογοκρισία ήταν αυστηρότερη με τα φιλελληνικά συγγράμματα, πράγμα που οφειλόταν εμφανώς σε ενέργειες του Metternich, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1821 είχε παρακαλέσει τον απεσταλμένο της Σαξονίας στη Βιέννη να οξύνει τη λογοκρισία σε δημοσιεύσεις της Λειψίας σχετικές με την Ελλάδα (SächsStA-D, 10026, Loc. 30018/2). Η προτροπή του Metternich προς την κυβέρνηση της Σαξονίας να επιδείξει μια κατ’ ευχήν στάση σε αυτό το σημαντικό πολιτικό ζήτημα δεν ήχησε σε ώτα μη ακουόντων. Εκτός από τη συμφωνία που υπήρχε, έτσι κι αλλιώς, μεταξύ Βιέννης και Δρέσδης σε βασικά πολιτικά ζητήματα, η Σαξονία ενδιαφερόταν να διατηρηθεί το status quo στην Ευρώπη και για λόγους διατήρησης της κρατικής της οντότητας, και άρα υποστήριζε τις διαμεσολαβητικές προσπάθειες της Αυστρίας ανάμεσα στη Ρωσία και την Υψηλή Πύλη «ώστε να αποφευχθεί μια ρήξη, η οποία θα μπορούσε γενικώς να έχει πολύ μακροπρόθεσμες συνέπειες» (SächsStA-D, 10026, Loc. 30018/3). Από τη δράση του λογοκριτή (και καθηγητή πανεπιστημίου) από τη Λειψία Beck συνάγουμε όντως ότι από το τέλος του 1821 η Ελλάδα αποτελούσε τη σημαντικότερη αιτία λογοκρισίας. Ο Beck ήταν ιδιαίτερα ανένδοτος απέναντι στον χαρακτηριζόμενο ως «παράτολμο» εκδότη Ernst Klein [Ερνστ Κλάιν], τον οποίο κατάφερνε να χαλιναγωγεί γιατί του επέστρεφε τόσo πολλές φορές τα τυπογραφικά δοκίμια με σημεία χαρακτηρισμένα ως «ακατάλληλα», ώσπου ο εκδότης εντέλει τα παρατούσε, υπό την πίεση του χρόνου και του κόστους.6Για το περιοδικό του Klein «Η γέννηση και η εξέλιξη του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων ενάντια στους Τούρκους», ο Beck ζήτησε τέσσερις ολόκληρες φορές να του σταλούν τα τυπογραφικά δοκίμια για να κάνει αλλαγές. Ο Klein απευθύνθηκε διαμαρτυρόμενος για αυτό στο Ανώτατο Συμβούλιο των Καρδιναλίων στις 22 Σεπτεμβρίου 1822, όμως δεν εισακούστηκε (SächsStA-D, 10088, 1730). Προς το τέλος του 1822 ο λογοκριτικός ζήλος υποχώρησε, είτε γιατί ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων είχε χάσει τη σημασία του στην καθημερινή πολιτική είτε γιατί εκδίδονταν λιγότερα γραπτά για αυτό το ζήτημα. Στη μετάφραση της «Επιστολή[ς] του Λόρδου Thomas Erskine [Τόμας Έρσκιν] προς τον Κόμη του Λίβερπουλ, για τα ζητήματα των Ελλήνων»7Η μετάφραση εκδόθηκε το 1823 στη Λειψία. ο υπουργός von Einsiedel παρήγγειλε να διαγραφούν ορισμένα μόνο σημεία και ενέκρινε όλα τα υπόλοιπα. Από τα όσα γνωρίζουμε από την αλληλογραφία του Beck με το Ανώτατο Συμβούλιο των Καρδιναλίων, αυτή ήταν η τελευταία περίπτωση λογοκρισίας σε σχέση με τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα που αποφασίστηκε κεντρικά.

    Η σαξονική κυβερνητική ηγεσία έδειξε μια αλλαγμένη, θα λέγαμε μάλιστα πιο χαλαρή, στάση απέναντι στο ελληνικό ζήτημα την εποχή που η Σαξονία έγινε τόπος διέλευσης περίπου 170 ελλήνων προσφύγων, οι οποίοι έρχονταν από την Οδησσό και επέστρεφαν στην πατρίδα τους μέσω Πολωνίας, Γερμανίας, Ελβετίας και Γαλλίας.8Για τη διέλευση των προσφύγων (Hauser, 1990, 89–92· Schott, 1825, 60–65). Η σαξονική κυβέρνηση ενέκρινε τη διέλευσή τους, επιδεικνύοντας έτσι ίδια στάση με τα άλλα γερμανικά κράτη που εμπλέκονταν στο ζήτημα.9Τη διέλευση την επέτρεψαν και τα άλλα εμπλεκόμενα γερμανικά κράτη (Hauser, 1990, 284). Η στάση αυτή άλλαξε το φθινόπωρο του 1823, λόγω του φόβου για νέες ροές προσφύγων από την Οδησσό (Hauser, 1990, 91). Η σαξονική κυβέρνηση, αφότου έλαβε πληροφόρηση για αντίστοιχες απαγορεύσεις εισόδου από την Ελβετία, τη Βυρτεμβέργη και τη Σαξονία-Βαϊμάρη-Άιζεναχ, διέταξε και αυτή την επαναπροώθηση των Ελλήνων στα σύνορα της χώρας (SächsStA-D, 10025, Loc. 6596/4). Ταυτόχρονα έδειξε ανοχή απέναντι σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες για τη φροντίδα των προσφύγων, ανέχτηκε μάλιστα και την προσωρινή λειτουργία φιλελληνικών οργανώσεων. Ενδεχομένως η στάση αυτή να είχε ιδιοτελή κίνητρα, καθώς η ιδιωτική πρωτοβουλία για βοήθεια θα γλίτωνε τα κρατικά ταμεία από το πρόσθετο βάρος της σίτισης και στέγασης των προσφύγων. Στη Λειψία, ο έλληνας έμπορος Georg Theochar [Γεώργιος Θεοχάρης] έκανε έκκληση στις 14 Δεκεμβρίου 1822 για συνδρομές «υπέρ των ατυχώς εις Οδησσόν προσφευγόντων Ελλήνων» και υποσχόταν ευσυνείδητη διαχείριση των δωρεών.10LeipzigerZeitung, 19 Δεκεμβρίου 1822, 2989–2990, 2 Ιανουαρίου 1823, 18.

    Στα μέσα Ιουνίου του 1823 ενημέρωσε πως συγκεντρώθηκαν 1.220 τάλερ und δέκα γκρόσεν, εκ των οποίων τα 929 τάλερ και τρία γκρόσεν χρησιμοποιήθηκαν για 112 διερχόμενους Έλληνες από την Οδησσό.11LeipzigerZeitung, 14 Ιουνίου 1823, 1396–1397.

    Με τη συμμετοχή, κυρίως, της οικονομικά εύρωστης αστικής τάξης της Λειψίας, ο μέσος όρος της δωρεάς ανήλθε στο σεβαστό ποσόν των σχεδόν οκτώ τάλερ. Η υψηλότερη συνεισφορά των 100 τάλερ προερχόταν «από την ενταύθα ελληνική εκκλησία», και άρα κυρίως από τους έλληνες εμπόρους που επισκέπτονταν τις εμπορικές εκθέσεις της Λειψίας. Στη Δρέσδη, όπου επίσης συγκεντρώθηκαν χρήματα, έως τις αρχές Ιουνίου είχαν συγκεντρωθεί 1.235 τάλερ, 19 γκρόσεν και έξι πφένιγκ για τους 174 διερχόμενους.12LeipzigerZeitung, 30 Ιουνίου 1823, 1525.

    Για την πρακτική οργάνωση των δράσεων αλληλεγγύης ιδρύθηκε, μάλιστα, και μια επιτροπή, για τη δράση και τη σύνθεση της οποίας δυστυχώς λίγα γνωρίζουμε. Ενδεχομένως να συμμετείχαν ο έλληνας πρίγκιπας Αλέξανδρος Καντακουζηνός,13Ο Καντακουζηνός είχε επαφές με την Ελληνική Επιτροπή της Στουτγκάρδης, την ενημέρωσε για την έλευση των προσφύγων και δώρισε χρήματα (Schott, 1825, 61–62). ο οποίος ζούσε από το 1822 περίπου στη Δρέσδη, και ο πρώην γραμματέας της σαξονικής αποστολής August Heinrich Meisel [Άουγκουστ Χάινριχ Μάιζελ], ο οποίος τον Απρίλιο του 1824 ταξίδεψε από τη Δρέσδη στην Ελλάδα και πέθανε τον Οκτώβρη στο Μεσολόγγι από μια ασθένεια.14Πρβ. Deutsches Literaturarchiv Marbach, Cotta-Archiv, Meisel an Cotta, 22 Μαΐου 1823· Ludwig, 2013, 175–176. Δράσεις υποστήριξης και συγκέντρωσης χρημάτων υπέρ των διερχομένων έγιναν και σε μικρότερες πόλεις της Σαξονίας. Στο Hohenstein, δυτικά του Chemnitz, ο (μάλλον έλληνας) έμπορος Athanassios M. Radon [Αθανάσιος Μ. Ράδον] συγκέντρωσε δωρεές ύψους 192 τάλερ και 22 γκρόσεν, για τις οποίες έκανε αργότερα απολογισμό.15LeipzigerZeitung, 24 Μαρτίου 1824, 750. Σύμφωνα με τον «Ονομαστικό κατάλογο Λειψίας για το έτος 1823» (μέρος δεύτερο, σ. 48), ο Αθανάσιος Μ. Ράδον εμπορευόταν τουρκική κόκκινη κλωστή και μαλλί καμήλας και κατά τη διάρκεια των εμπορικών εκθέσεων της Λειψίας διέμενε στον αρ. 389 της Katharinenstraße, πολύ κοντά στην ελληνική εκκλησία.

    Οι δράσεις οικονομικής και πρακτικής υποστήριξης το 1823 μπορούν να θεωρηθούν η πιο εξέχουσα μορφή εκδήλωσης του σαξονικού φιλελληνισμού στη δεύτερη φάση του (από το 1822 έως το 1825). Στη δημόσια σφαίρα κυκλοφόρησαν εκδόσεις όπως ένα βιβλίο με ποιήματα, που εξέδωσαν τη χρονιά εκείνη ο Heinrich Stieglitz [Χάινριχ Στίγκλιτς] και ο Ernst Große [Ερνστ Γκρόσε] «ως οβολό» για την υποστήριξη του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα. (Stieglitz/Große, 1823). Άλλες δραστηριότητες, όπως η μετάβαση εθελοντών στην Ελλάδα, η επικοινωνία με φιλελληνικά κομιτάτα στη νότια και νοτιοδυτική Γερμανία και την Ελβετία ή και εκδηλώσεις φιλελληνικές ή σχετικές16Λόγου χάρη, ο εστιάτορας J. C. Starke [Γ. Κ. Στάρκε] από το Thonberg (κοντά στη Λειψία) κάλεσε στις 12 Αυγούστου «όλους τους φίλους του και τους φίλους των Ελλήνων, με τη μέγιστη αφοσίωση, […] σε μια εκδήλωση σκοποβολής […], όπου θα αναπαρασταθεί η έφοδος στο φρούριο της Πάτρας στην Ελλάδα» (LeipzigerZeitung, 8 Αυγούστου 1822, 1800). Μια παρόμοια εκδήλωση σκοποβολής, όπου οι καλεσμένοι μπορούσαν να λάβουν μέρος από ασφαλή απόσταση στην πολεμική σκηνή της Ελλάδας, «με καλό φαγητό και ποτό», οργανώθηκε στις 8 Αυγούστου 1825· ωστόσο, στον τίτλο «Καταστροφή ενός τουρκικού πολεμικό πλοίο από μια ελληνική φρεγάτα», η επεξήγηση ότι «και στα δύο πλοία υπάρχουν αρκετοί Τούρκοι και Έλληνες για να πέσουν από τα πυρά των συμμετεχόντων» φανερώνει την πολιτική αδιαφορία και τον κυνισμό του διοργανωτή εστιάτορα J. G. Pötzsch [Γ. Γκ. Πετς  – LeipzigerZeitung, 5 Αυγούστου 1825, 2024).με την Ελλάδα εκτυλίχθηκαν κυρίως μέσα σε ιδιωτικούς ή ημιδημόσιους κύκλους και δεν έχουμε πρόσβαση παρά σε αποσπασματικές πληροφορίες.

    Έτσι, διαφωτιστική είναι η αλληλογραφία ανάμεσα στον σάξονα φιλέλληνα Bernhard Moßdorf [Μπέρνχαρντ Μόσντορφ] στη Δρέσδη και τον Theodor Kind [Τέοντορ Κιντ] στη Λειψία,17Σημειώνουμε ότι υπάρχουν μόνο τα γράμματα του Kind προς τον Moßdorf από τον Μάρτιο του 1824 έως τον Νοέμβριο του 1829. Η αλληλογραφία τους πριν και μετά από αυτό το διάστημα, καθώς και τα γράμματα του Moßdorf στον Kind, φαίνεται ότι έχουν χαθεί. γιατί δείχνει πώς λειτουργούσαν αυτά τα φιλελληνικά δίκτυα.18Για τον Moßdorf (Ruhland, 1992)· για τον Kind (Grimm, 1977). Περίπου συνομήλικοι, προερχόμενοι από οικογένειες της αστικής τάξης, ο Kind και ο Moßdorf πρέπει να γνωρίστηκαν το 1818, όταν σπούδαζαν νομικά στη Λειψία. Στο τέλος του καλοκαιριού ή το φθινόπωρο του 1821 ο Moßdorf πήγε στην Ελλάδα για να συμμετέχει στον απελευθερωτικό αγώνα, και γύρισε τον Ιούνιο του 1822 στη Σαξονία. Καταρχήν γίνεται σαφές κάτι που είναι γνωστό: ότι ο σαξονικός φιλελληνισμός ήταν μέρος ενός εθνικού και διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης. Ο Kind δεν αλληλογραφούσε μόνο με τον Moßdorf στη Δρέσδη, αλλά και με ομοϊδεάτες του στη Βρέμη, το Ντάρμσταντ, το Μόναχο και τη Στουτγκάρδη, αλλά και στο Παρίσι και το Λονδίνο. Επίσης, οι επαφές δεν εξαντλούνταν στην αλληλογραφία, αλλά συνίσταντο και σε προφορικές πληροφορίες από τρίτους, σε ταξίδια και προσωπικές γνωριμίες. Μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας είναι αφιερωμένο σε εκδόσεις φιλελληνικές ή σχετικές με την Ελλάδα που κυκλοφόρησαν εκείνο τον καιρό, μεταξύ των οποίων άρθρα σε περιοδικά και μεταφράσεις των ίδιων των Kind και Moßdorf. Ακόμη, αναφορά γίνεται στο σχέδιο του Moßdorf να κατέβει ξανά να πολεμήσει στην Ελλάδα – το πλάνο του αυτό αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει για άγνωστους λόγους το 1824 (όταν βρισκόταν πια στην Ελβετία). Ενώ ο Moßdorf ανήκε στους λίγους εκείνους φιλέλληνες που η ωμή πραγματικότητα στην Ελλάδα δεν τους αποθάρρυνε από μια επόμενη συμμετοχή στον αγώνα, ο φιλελληνισμός του Kind ήταν πιο αισθητικός-λογοτεχνικός, και προσανατολιζόταν περισσότερο στη συλλογή πληροφοριών και τη λογοτεχνική ενασχόληση. Για τον Kind, η Ελλάδα δεν ήταν τόσο τόπος ή αποδέκτης απτής βοήθειας και δράσης (αν και ο ίδιος είχε εκφράσει τις αμφιβολίες του για τη χρησιμότητα συλλογής χρημάτων για τους Έλληνες), αλλά πολύ περισσότερο αντικείμενο μιας ενθουσιώδους ονειροπόλησης, την οποία δεν προτίθετο να μετατρέψει σε ωμή πραγματικότητα. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδιζε τον Kind και τον Moßdorf να συζητούν διά αλληλογραφίας και να αναλύουν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τη στάση των ευρωπαϊκών υπερδυνάμεων. Συμφωνούσαν στις φιλελεύθερες απόψεις τους, καθώς και στην απόρριψη της κατασταλτικής πολιτικής της Ιεράς Συμμαχίας· στον αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία διέκριναν έναν σημαντικό μοχλό για την ανάπτυξη ενός νοτιοευρωπαϊκού απελευθερωτικού κινήματος, το οποίο θα έφερνε φως και ελευθερία στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία, αλλά τελικά και στην Αυστρία και τη Γερμανία (SächsStA-D, 10034, 32).

    Κίνημα δωρεών και φιλελληνικά κομιτάτα, 1826–1828

    Στα τέλη Μαΐου του 1826 τελειώνει η εποχή του σιωπηλού φιλελληνισμού στη Σαξονία. Όπως στη Γερμανία και την Ευρώπη, μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο ενθουσιασμός για την Ελλάδα γνώρισε νέα άνθηση, αναγνωρίστηκε επίσημα και ξεπέρασε σε ένταση και διάδοση τον αρχικό ενθουσιασμό του 1821. Εναρκτήριο λάκτισμα του δεύτερου αυτού κύματος στη Σαξονία ήταν η «Παράκληση και προτροπή για την υποστήριξη των χρηζόντων βοήθεια Χριστιανών στο Λεβάντε» –όπως ονομάζονταν με περισσή προσοχή αρχικά οι Έλληνες–, που δημοσιεύτηκε στις 29 Μαΐου στην εφημερίδα Abend-Zeitung της Δρέσδης.19Abend-Zeitung, 29 Μαΐου 1826, 508. Στη LeipzigerZeitung η έκκληση δημοσιεύτηκε στις 31 Μαΐου 1826 (σ. 1415).

    Προφανώς η καταχώριση αυτή αποτελούσε απόκριση σε ανάλογες εκκλήσεις σε άλλες γερμανικές χώρες, όπως πρώτα στην Πρωσία (25 Απριλίου), έπειτα και στη Βαυαρία (26 Απριλίου), στη Βυρτεμβέργη (9 Μαΐου) και τη Βάδη (12 Μαΐου) (Irmscher, 1966, 35· Spaenle, 1990, 95· Hauser, 1990, 103, 106). Είναι επίσης προφανές ότι η δημοσίευση στον Τύπο και η εκεί ανακοινωθείσα ίδρυση κομιτάτου δεν θα ήταν εφικτές χωρίς τη γνώση και την έγκριση των κρατικών αρχών. Γραπτά αποτυπώματα της ανάλογης άδειας δεν έχουν βρεθεί ως τώρα στα αρχεία των κεντρικών υπηρεσιών της Δρέσδης,20Αυτό αφορά κυρίως τα παραδεδομένα αρχεία του Μυστικοσυμβουλίου, το οποίο, ως η ανώτατη κυβερνητική υπηρεσία, εμπλεκόταν σε όλα τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα. συνεπώς δεν είναι σαφής η προετοιμασία και η διαδικασία ίδρυσης του κομιτάτου. Δεν αποκλείεται η άδεια να δόθηκε ανεπίσημα ή προφορικά και άρα να μην καταγράφηκε στα αρχεία.

    Η ίδρυση του κομιτάτου στη Δρέσδη αναδιοργάνωσε τον σαξονικό φιλελληνισμό από πολλές απόψεις. Η μετάθεση του οργανωτικού κέντρου στη Δρέσδη είχε ως συνέπεια ότι στη θέση των ακτιβιστών της πρώτης περιόδου, που προέρχονταν από τους ακαδημαϊκούς κύκλους της Λειψίας, εμφανίστηκαν τώρα άτομα με διαφορετικό κοινωνικό και πολιτικό προσανατολισμό. Οι ιδρυτές του κομιτάτου της Δρέσδης δεν μπορούν μεν να προσμετρηθούν στους «κύκλους της αυλικής κοινότητας της Δρέσδης» (Hauser, 1990, 100), γιατί τα οκτώ ιδρυτικά μέλη –ένας γιατρός, δύο ποιητές, ένας πρώην αξιωματικός, δύο ιδιώτες και δύο τραπεζίτες–21Heinrich Wilhelm Bassenge και συνοδεία, Peter W. Julius von Classen, Graf Friedrich Kalckreuth, Joachim Christoph Kayser, Gustav Ludwig Preußer, Heinrich Schütze, Christoph August Tiedge και Karl Christian Leberecht Weigel. δεν είχαν ιδιαίτερα στενές επαφές με τη βασιλική αυλή της Δρέσδης. Ωστόσο, φαίνεται πως ο εκ Πρωσίας προερχόμενος λογοτέχνης κόμης Friedrich von Kalckreuth [Φρίντριχ φον Κάλκροϊτ] και ο εγγύς του ρώσος ίλαρχος Peter Wilhelm Julius [von] Classen [Πέτερ Βίλχελμ Γιούλιους (φον) Κλάσσεν] ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στο κομιτάτο, και έτσι ενισχύθηκε η σύνδεση με τους συντηρητικούς και τους ευγενείς και το κομιτάτο έγινε ευκολότερα αποδεκτό από τη σαξονική κυβερνητική ηγεσία. Η τάση αυτή ενισχύθηκε με την ένταξη του ανώτατου κληρικού της αυλής Christoph Friedrich von Ammon [Κρίστοφ Φρίντριχ φον Άμμον] αμέσως μετά την ίδρυση του κομιτάτου. Μια δεύτερη αλλαγή κατεύθυνσης ήταν η πολιτική εγκράτεια του κομιτάτου, το οποίο περιορίστηκε σε αγαθοεργίες και δεν ήθελε ούτε να σχολιάζει ούτε να επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, τη Γερμανία και τη Σαξονία. Οι φιλέλληνες εκείνοι που το 1821–1822 εξέφραζαν ισχυρές φιλελεύθερες απόψεις και έβλεπαν στον αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία κυρίως ένα κίνημα πολιτικό, εθνικό και απελευθερωτικό, δεν έπαιζαν πια κανένα ρόλο στο κίνημα του 1826–1827. Οι ακτιβιστές του πρώτου κύματος από τη Λειψία, όπως ο Wilhelm Traugott Krug και Heinrich Gottlob Tzschirner αντιλήφθηκαν την εξέλιξη αυτή και ίδρυσαν στις 10 Ιουνίου 1826 ένα δικό τους κομιτάτο στη Λειψία, που έθεσε ως στόχο του τη δημιουργία ενός ταμείου στήριξης των ελλήνων φοιτητών στη Λειψία, και άρα χάραξε μια δική του πορεία, τόσο ως προς τον τόπο όσο και ως προς το περιεχόμενο της δράσης του.22Leipziger Zeitung, 14 Ιουνίου 1826, 1542.

    Στη Δρέσδη, σε στενή συνεργασία με αρχές, αξιωματικούς και ιδιώτες, το «Κομιτάτο για την υποστήριξη των χρηζόντων βοήθεια Ελλήνων» οργάνωσε γρήγορα μια συλλογή χρημάτων και συγκέντρωσε σεβαστά ποσά. Έως τις αρχές Μαΐου του 1827 το ύψος των δωρεών στη Δρέσδη ανερχόταν σε 13.157 τάλερ, 19 γκρόσεν και τρία πφένιγκ (Beiträge, 1827, 174), και ως το τέλος Ιανουαρίου 1828 έφτασαν τα 15.535 τάλερ, οκτώ γκρόσεν και έξι πφένιγκ.23Leipziger Tageblatt, 23 Φεβρουαρίου 1828, 287.

    Από το 1826 ως το 1828 είχαν συγκεντρωθεί περισσότερα χρήματα ανά κάτοικο στη Σαξονία απ’ όσα στη Βάδη, το Αννόβερο, την Έσση ή τη Βυρτεμβέργη, λιγότερα ωστόσο απ’ ό,τι στη Βαυαρία και σχεδόν τα μισά απ’ όσα στην Πρωσία (Hauser, 1990, 101).

    Στο παρόν άρθρο δεν μπορούμε να αναλύσουμε βαθύτερα τις δωρεές στη Σαξονία – αυτό θα έπρεπε να γίνει αργότερα, σε άλλο πλαίσιο. Μπορούμε ωστόσο να δώσουμε ορισμένες πρώτες παρατηρήσεις από το υλικό που εξετάστηκε. Αρχικά, θα λέγαμε ότι τα μέλη του βασιλικού οίκου της Σαξονίας δεν συμμετείχαν εμφανώς στις δωρεές, σε αντίθεση με άλλους οίκους της Γερμανίας.24Για τον πρωσικό βασιλικό οίκο (Erler, 1906, 51). Απείχαν επίσης και οι ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι: ο κόμης von Einsiedel, ως αρχηγός της κυβέρνησης, δεσμεύτηκε σε ετήσια συνδρομή δύο τάλερ, ποσό που θεωρήθηκε ντροπιαστικά μικρό, με δεδομένη την κεντρική πολιτική του θέση και τα ιδιωτικά του έσοδα. Από τους υπόλοιπους υπουργούς και μυστικοσυμβούλους δεν βρίσκουμε ούτε τους μισούς στις λίστες των δωρεών, ενώ οι υπόλοιποι έδιναν τρία ή τέσσερα τάλερ τον χρόνο. Ο κύριος κορμός των δωρεών προερχόταν, όπως και σε άλλες γερμανικές χώρες, από την αστική τάξη των λόγιων, των δημοσίων υπαλλήλων και των οικονομικά εύρωστων πολιτών· συμμετείχαν όμως και ευγενείς, αγρότες, ακόμη και γυναίκες και παιδιά. Εντυπωσιακές είναι οι συλλογικές δωρεές από συντεχνίες, προσωπικό εργοστασίων και κατοίκους χωριών· υποθέτουμε ωστόσο ότι οι αρχιμάστορες, οι εργοστασιάρχες και οι παπάδες ασκούσαν κοινωνικό έλεγχο και πίεση για συμμόρφωση με την πλειοψηφία. Από γεωγραφική άποψη, οι περισσότερες δωρεές προέρχονταν από τις δύο μεγάλες πόλεις της Σαξονίας, τη Λειψία και τη Δρέσδη. Καλή εκπροσώπηση είχαν και οι περιφέρειές τους, καθώς και η περιοχή της κεντρικής Σαξονίας. Αντίθετα, μικρές ήταν οι δωρεές από το Chemnitz και από την περιοχή παραγωγής υφασμάτων στη δυτική Σαξονία. Εδώ φαίνεται ότι είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 1826, αλλά και μια αποστασιοποίηση για οικονομικούς λόγους από τον ελληνικό αγώνα ανεξαρτησίας, που από το 1821 έθετε σε σκληρή δοκιμασία τις εμπορικές σχέσεις με τη νότια Ευρώπη και την Τουρκία.25AllgemeineZeitung, 26 Νοεμβρίου 1822, ένθετο, 785· 6 Ιουνίου 1823, ένθετο, 361-362· 22 Νοεμβρίου 1823, ένθετο, 785· 30 Νοεμβρίου 1826, ένθετο, 1333.

    Εξίσου σύντομα θα αναφερθούμε και στα φιλελληνικά κομιτάτα: εκτός από τη Δρέσδη (με κεντρικό ρόλο) και τη Λειψία (ιδρύθηκε ξεχωριστά), κομιτάτα υπήρχαν και στις περιοχές Borna, Geringswalde, Großhartmannsdorf, Meißen, Waldenburg και Wurzen, καθώς και σε ορισμένες μικρότερες πόλεις και χωριά (Beiträge, 1827, 18).26Ο Erler (1906, 60) αναφέρει φιλελληνικά κομιτάτα και σε άλλες πόλεις της Σαξονίας, ωστόσο οι αναφερόμενες στο Bericht (1826, 14-17) τοπικές συλλογές χρημάτων λανθασμένα θεωρούνται ιδρύσεις κομιτάτων. Η έκκληση του κομιτάτου της Δρέσδης για «Σχηματισμό μικρών εξειδικευμένων κομιτάτων, σε όλες τις πόλεις και τα χωριά […] όπου το θρησκευτικό και το κοινωφελές ενδιαφέρον βρίσκουν πρόσφορο έδαφος» είχε περιορισμένη μόνο απήχηση, κι έτσι το σχέδιο για την οικοδόμηση μιας πανσαξονικής οργάνωσης με τοπικές και περιφερειακές επιτροπές, κατά το πρότυπο άλλων χωρών, παρέμεινε ανεκπλήρωτο όνειρο. Έχουμε ήδη αναφέρει την απομόνωση των φιλελλήνων που κατάγονται από τη Λειψία, η οποία οφειλόταν προφανώς σε πολιτικά αίτια· το ίδιο πρέπει να συνέβη και σε άλλες πόλεις και περιοχές της Σαξονίας, αφού η σύνθεση του κομιτάτου της Δρέσδης δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στη φιλελεύθερη αστική τάξη, γιατί οι δύο γραμματείς του, ο Kalckreuth και ο Classen, ήταν ευγενείς με καταγωγή εκτός Σαξονίας, και στον Christoph Friedrich von Ammon [Κρίστροφ Φρίντριχ φον Άμμον], τον ανώτατο κληρικό της αυλής που εντάχθηκε στο κομιτάτο αμέσως μετά την ίδρυσή του, είχαν να προσάψουν υπερβολικά πολλές παραχωρήσεις στην αναχρονιστική πορεία του υπουργού Einsiedel (Lau, 1953).27Ο Wilhelm Traugott Krug θεωρούσε τον Ammon «Ανώτατο ποιμένα των σαξόνων προτεσταντών, ένα πράγμα διπρόσωπο και άνευ χαρακτήρα» και ο ίδιος είχε αναλάβει τον ρόλο του ορκισμένου αντιπάλου του (Sächsische Landesbibliothek – Staats- und Universitätsbibliothek Dresden, Nachlass C. A. Böttiger, Mscr.Dresd.h.37,4°, Bd.112, επιστολή της 5ης Ιουλίου 1826, Mscr.Dresd.h.37, 4°, Bd.113, επιστολή της 28ης Ιανουαρίου 1827). Αλλά και ο αποκλειστικός χαρακτήρας του κομιτάτου της Δρέσδης, που προφανώς δεν επέτρεπε την εγγραφή νέων μελών και εκτός από τους ιδρυτές έκανε δεκτά μόνο τρία ακόμη άτομα,28Τον ανώτατο κληρικό της αυλής Christoph Friedrich von Ammon, τον δικηγόρο Friedrich Adolf Kuhn [Φρίντριχ Άντολφ Κουν] και τον ελβετό τραπεζίτη Jean-Gabriel Eynard [Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος] (Erster Bericht, 1826, 11· Beiträge, 1827, 3-4). σίγουρα δεν ήταν ωφέλιμος. Με τη διαφαινόμενη πολιτική λύση του ελληνικού ζητήματος μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (στις 20 Οκτωβρίου 1827), το κίνημα των δωρεών άρχισε να καταλαγιάζει και στη Σαξονία. Η έως τώρα τελευταία γνωστή ανακοίνωση του φιλελληνικού κομιτάτου της Δρέσδης στον Τύπο δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1828.29LeipzigerTageblatt, 25 Σεπτεμβρίου 1828, 458-459.

    Δεν είναι ακόμη σαφές πότε διαλύθηκε και επισήμως το κομιτάτο αυτό και τα κομιτάτα στις μικρότερες πόλεις. Πάντως το φιλελληνικό κομιτάτο στη Λειψία υπήρχε ως το 1832 και τον Αύγουστο της χρονιάς αυτής παρέδωσε στο Πανεπιστήμιο προς διαχείριση 845 τάλερ και οκτώ γκρόσεν ως «Ταμείο Ελληνικών Υποτροφιών», ώστε να διευκολυνθούν οι σπουδές νεαρών Ελλήνων στη Λειψία (Löschburg, 1959, 220-221).

    Ο φιλελληνισμός και το αστικό-φιλελεύθερο κίνημα στη Σαξονία έως το 1831

    Η δωρεά αυτή έγινε σε μια εποχή όπου στη Σαξονία συντελούνταν θεμελιώδεις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Ως αποτέλεσμα της επανάστασης του 1830–1831, καθιερώθηκε η συνταγματική μοναρχία ως πολίτευμα, το κοινοβούλιο και η διοίκηση εκσυγχρονίστηκαν, και συντελέστηκαν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στους τομείς της γεωργίας, της κοινοτικής διοίκησης, της δικαιοσύνης, του στρατού και της σχολικής εκπαίδευσης. Έχει υπογραμμιστεί, με αφορμή το παράδειγμα άλλων γερμανικών κρατών, πόσο σημαντικό ήταν το φιλελληνικό κίνημα για την οργανωτική συγκρότηση της αστικής-φιλελεύθερης αντιπολίτευσης μετά τις αποφάσεις του Karlsbad (Tischler, 1981, 393–408· Hauser, 1990, 235–237). Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα αν αυτό ισχύει και για τη Σαξονία και κατά πόσον είναι ορατό το αποτύπωμα του φιλελληνισμού στις αλλαγές του 1830–1831.

    Αρχικά, αν εξετάσουμε το στάδιο εξέλιξης αλλά και τις οργανωτικές και εκφραστικές δυνατότητες του αστικού-φιλελεύθερου κινήματος στη δεκαετία του 1820, συγκριτικά στη Σαξονία η κατάσταση υστερούσε. Ασφαλώς, εκπρόσωποι των φιλελεύθερων αντιλήψεων υπήρχαν σε ακαδημαϊκούς κύκλους, μεταξύ των δημόσιων λειτουργών, στην οικονομικά εύρωστη αστική τάξη και εν μέρει μεταξύ των ευγενών, δεν είχαν όμως προγραμματικούς ή οργανωτικούς δεσμούς μεταξύ τους. Εκτός αυτού, η φιλελεύθερη αστική τάξη στη Σαξονία –σε αντίθεση με τη νότια και τη νοτιοδυτική Γερμανία– δεν μπορούσε να εκφράσει την πολιτική της άποψη ούτε στο κοινοβούλιο (απ’ όπου, εξάλλου, ήταν κατά πολύ αποκλεισμένη), αλλά ούτε στα σωματεία ούτε στον Τύπο, γιατί αυτοί οι δύο τομείς ελέγχονταν στενά από την εξουσία, ειδικά μετά τις αποφάσεις του Karlsbad  (Muhs, 1983, 204). Η μεγάλη απήχηση στις φιλελληνικές εκκλήσεις του Krug δείχνει πόσο μεγάλο δυναμικό για κινητοποίηση κρυβόταν σε αυτές τις τάξεις και στη Σαξονία: ήταν λες και περίμεναν το σύνθημα για να εκφράσουν δημόσια την πολιτική δυσαρέσκειά τους και την επιθυμία τους για ελευθερία και συνταγματικότητα. Εξηγεί ταυτόχρονα τις οξείες παρεμβάσεις της σαξονικής κυβέρνησης, η οποία στο νεόφυτο φιλελληνικό κίνημα έβλεπε τον κίνδυνο συσπείρωσης των πολιτικά δυσαρεστημένων. Τα μέτρα που πήρε και η άμεση παρέμβαση στον Krug και σε άλλους ακτιβιστές εμπόδισαν το 1821 τη δημιουργία μιας φιλελληνικής οργανωτικής δομής, και άρα ταυτόχρονα και την πιθανή χρησιμότητά της για τον πρώιμο φιλελευθερισμό. Στην ενδιάμεση περίοδο, από το 1821 ως το 1826, ο φιλελληνισμός δεν μπόρεσε να αποτελέσει οργανωτικό όχημα των φιλελεύθερων της Σαξονίας. Οι αρχές μπορεί το 1823 να έδειξαν ανοχή στο φιλελληνικό κομιτάτο που ιδρύθηκε στη Δρέσδη προς υποστήριξη των διερχόμενων ελλήνων προσφύγων, καθώς και στις κινητοποιήσεις για συγκέντρωση χρημάτων σε διάφορες περιοχές της χώρας, ωστόσο οι δραστηριότητες αυτές παρέμειναν τοπικά και χρονικά περιορισμένες και δεν κατάφεραν να θεσμοποιηθούν. Αυτό συνέβη σε όλη τη χώρα το 1826–1827, όμως τα φιλελληνικά κομιτάτα της Σαξονίας περιόρισαν τη δράση τους σε αγαθοεργίες και συνεργάστηκαν στενά με τις αρχές. Αλλά και η σύνθεση των φιλελληνικών κομιτάτων στη Σαξονία, στον βαθμό που είναι γνωστή, δεν δείχνει να καταλαμβάνουν ηγετικές θέσεις εκπρόσωποι φιλελεύθερων απόψεων. Άρα δεν εξελίχθηκαν, όπως έγινε στη νοτιοδυτική Γερμανία ή στη Ρηνανία, σε προπομπούς της εκπροσώπησης συμφερόντων των φιλελεύθερων αστών· πιο πολύ συνέβαλαν σε μια συμβατή με το σύστημα συνοχή ανάμεσα σε μετριοπαθώς συντηρητικές μερίδες των ευγενών, των δημοσίων υπαλλήλων, των οικονομικά εύρωστων αστών και του κλήρου.

    Αντίστοιχα, τα μέλη των φιλελληνικών κομιτάτων δεν βγήκαν στο προσκήνιο στη διάρκεια της σαξονικής επανάστασης το 1830–1831· υποθέτουμε ότι παρέμειναν στο παρασκήνιο ή, όπου υπήρχε ανάγκη, συνέβαλαν ώστε το αυθόρμητο λαϊκό κίνημα και τα κατά καιρούς ριζοσπαστικά του αιτήματα να εκτραπούν γρήγορα προς την οδό της μετριοπαθούς συζήτησης και της αλλαγής από τα πάνω.30Για την πολιτική δράση του Heinrich Schütze [Χάινριχ Σύτσε], μέλους της επιτροπής της Δρέσδης, κατά τη διάρκεια της επανάστασης (Georgi, 1861, 98–99, 106–110). Για την έκβαση του κινήματος διαμαρτυρίας τον Σεπτέμβριο του 1830 σε διάφορες περιοχές της χώρας μας ενημερώνει ο Hammer (1997, 121–386). Αυτό ισχύει εν μέρει και για τους φιλέλληνες ακτιβιστές της πρώτης περιόδου, κυρίως για τον Wilhelm Traugott Krug, ο οποίος ως πρύτανης του Πανεπιστημίου κάλεσε τους φοιτητές μετά τις αναταραχές στη Λειψία τον Σεπτέμβριο, για να υποστηρίξει τη νεοϊδρυθείσα κοινοτική φρουρά στην επαναφορά του νόμου και της τάξης (Krug, 1831, 32–33). Φαίνεται ότι λίγοι φιλέλληνες δεν ήταν με την πλευρά των οπαδών του νόμου και της τάξης· ανάμεσά τους κυρίως ο Bernhard Moßdorf, ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα το 1821–1822 και ξαναπήγε για δεύτερη φορά το 1824. Ο ίδιος, καθώς και η επιτροπή πολιτών στη Δρέσδη της οποίας ηγείτο το 1831 είναι πολύ σαφή παραδείγματα της συνέχειας και της ασυνέχειας ανάμεσα στη φιλελληνική δράση και τη φιλελεύθερη στράτευση. Στην αρχή ο Moßdorf ανήκει προφανώς στους ριζοσπάστες φιλελεύθερους φιλέλληνες και όχι μόνο δεν εγκαταλείπει τις πολιτικές του πεποιθήσεις έως τη σαξονική επανάσταση του 1830–1831, αλλά τις ενισχύει κιόλας. Τη στράτευση στο ελληνικό ζήτημα την αντιλαμβάνεται πρωτίστως ως αγώνα για την ελευθερία και τη λαϊκή κυριαρχία και με αυτή τη στάση προσπαθεί την άνοιξη του 1831 να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις στη Σαξονία προς μια επαναστατική-δημοκρατική κατεύθυνση. Χωρίς επιτυχία, βέβαια, γιατί η κυβέρνηση συνέλαβε τον Moßdorf και τους σημαντικότερους οπαδούς του και, μετά την καταδίκη του σε πολύχρονη κάθειρξη, τον φυλάκισε στο φρούριο του Königstein, όπου εκείνος απεβίωσε το 1833 υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες (Ruhland, 1992, 181–182). Σε αντίθεση με το νήμα που διακρίνουμε στην περίπτωση του Moßdorf, το οποίο ενώνει τον πρώιμο σαξονικό φιλελληνισμό με την επανάσταση του 1830–1831, ανάμεσα στα φιλελληνικά κομιτάτα του 1826 και την επιτροπή πολιτών της Δρέσδης του 1831 δεν διαφαίνονται συνέχειες ούτε ως προς τους ανθρώπους ούτε ως προς το περιεχόμενο. Ο ίδιος ο Moßdorf κρατούσε προφανώς αποστάσεις από το φιλελληνικό κομιτάτο της Δρέσδης και δεν αναφέρεται καν στον κατάλογο των δωρεών (σε αντίθεση με τον δι’ αλληλογραφίας φίλο του Theodor Kind, ο οποίος συγκέντρωσε στη Λειψία ορισμένα χρήματα). Η επιτροπή πολιτών του 1831 δεν είχε καμία σχέση με τα φιλελληνικά κομιτάτα του 1826, τα οποία διοικούνταν από ευεργέτες· διαφοροποιούταν από αυτούς επειδή τα μέλη της ήταν μικροαστοί, είχε δημοκρατικούς στόχους και προσπαθούσε να επηρεάσει την πολιτική της χώρας· φυσικά σε αυτό απέτυχε, γιατί δεν βρήκε επαρκή απήχηση στην κοινωνία και η κυβέρνηση δρούσε αποφασιστικά εναντίον της.

    Zusammenfassung

    Έτσι, το ερώτημα που τέθηκε προηγουμένως σχετικά με τους δεσμούς ανάμεσα στον φιλελληνισμό και το αστικό-φιλελεύθερο κίνημα στη Σαξονία απαντάται ως εξής: οι δεσμοί αυτοί φαίνεται να έχουν παίξει περιφερειακό μόνο ρόλο. Παράλληλα, η επίδραση του φιλελληνισμού στην εσωτερική πολιτική της Σαξονίας αποδεικνύεται μάλλον ισχνή. Εδώ υπάρχουν διαφορές αφενός σε σχέση με τη νοτιοδυτική Γερμανία και τα φιλελληνικά ερεθίσματα για τη συγκρότηση οργανώσεων των πολιτών, τα οποία έχει υπογραμμίσει ο Christoph Hauser [Κρίστοφ Χάουζερ], και αφετέρου σε σχέση με τη Βαυαρία και τον κρατικό φιλελληνισμό υπό τον βασιλιά Λουδοβίκο Α΄, τον οποίο έχει περιγράψει ο Ludwig Spaenle [Λούντβιγκ Σπένλε]. Αντίθετα, διακριτοί είναι ορισμένοι παραλληλισμοί με την Πρωσία (όπως η θεσμική αδυναμία της φιλελεύθερης αστικής τάξης, η γρήγορη παρέμβαση της κυβέρνησης ήδη από το καλοκαίρι του 1821 και η επίσημη ανοχή στο κίνημα των δωρεών από το 1826). Ωστόσο, είναι ακόμη πολύ νωρίς για μια συνολική σύγκριση της Σαξονίας με άλλα γερμανικά κράτη· για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να προχωρήσει αισθητά η έρευνα για τον σαξονικό φιλελληνισμό – πράγμα για το οποίο παροτρύνουμε στο κλείσιμο αυτού του κειμένου.

    Μετάφραση από τα γερμανικά: Ιωάννα Μεϊτάνη

    Einzelnachweise

    • 1
      Πρβ. στο Blecher/Wiemers, 2006, μεταξύ άλλων 129 (Kyriakopoulos), 148 (Theochar), 150 (Mauros), 151 (Cordellas), 155 (Comnenos), 210 (Manussi), 224 (Athanas).
    • 2
      Ο Krug δημοσίευσε έναν απολογισμό των δωρεών που είχε λάβει, ύψους 369 τάλερ και 16 γκρόσεν, στην εφημερίδα LeipzigerZeitung της 30ής Οκτωβρίου 1821, 2598.
    • 3
      Αντίθετα, φαίνεται ότι είχε σχηματιστεί ένας σύλλογος αρμένιων εμπόρων για να υποστηρίξει οικονομικά το ταξίδι στρατιωτικών προς την Ελλάδα (AllgemeineZeitung, 19 Αυγούστου 1821, 923).
    • 4
      Προφανώς πρόκειται για τον Samuel von Wertheim [Σάμουελ φον Βέρτχαϊμ] από την Dobruška της Βοημίας (Blecher/Wiemers, 2006, 129). Ο Wertheim σκόπευε να δημοσιεύσει την έκκλησή του στην εφημερίδα LeipzigerTageblatt, τον έκοψε όμως η λογοκρισία (SächsStA-D, 10088, 1730).
    • 5
      Η εκτίμηση του Ιωάννη στα απομνημονεύματά του ότι είχε «διαρκές ενδιαφέρον, όπως πολλές χιλιάδες τότε, για το ελληνικό ζήτημα» (Kretzschmar, 1958, 91), εκφράζεται εκ των υστέρων, επειδή το 1829 τού είχε γίνει η δελεαστική πρόταση του ελληνικού στέμματος, την οποία αρνήθηκε· είναι βέβαιο πως δεν εννοεί έναν τέτοιο ενθουσιασμό για την Ελλάδα όπως αυτόν που ανέπτυξε ο διάδοχος Λουδοβίκος της Βαυαρίας, πόσο μάλλον που δεν υπάρχουν ως τώρα ενδείξεις για μια απτή υποστήριξη των φιλελλήνων στη Σαξονία.
    • 6
      Για το περιοδικό του Klein «Η γέννηση και η εξέλιξη του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων ενάντια στους Τούρκους», ο Beck ζήτησε τέσσερις ολόκληρες φορές να του σταλούν τα τυπογραφικά δοκίμια για να κάνει αλλαγές. Ο Klein απευθύνθηκε διαμαρτυρόμενος για αυτό στο Ανώτατο Συμβούλιο των Καρδιναλίων στις 22 Σεπτεμβρίου 1822, όμως δεν εισακούστηκε (SächsStA-D, 10088, 1730).
    • 7
      Η μετάφραση εκδόθηκε το 1823 στη Λειψία.
    • 8
      Για τη διέλευση των προσφύγων (Hauser, 1990, 89–92· Schott, 1825, 60–65).
    • 9
      Τη διέλευση την επέτρεψαν και τα άλλα εμπλεκόμενα γερμανικά κράτη (Hauser, 1990, 284). Η στάση αυτή άλλαξε το φθινόπωρο του 1823, λόγω του φόβου για νέες ροές προσφύγων από την Οδησσό (Hauser, 1990, 91). Η σαξονική κυβέρνηση, αφότου έλαβε πληροφόρηση για αντίστοιχες απαγορεύσεις εισόδου από την Ελβετία, τη Βυρτεμβέργη και τη Σαξονία-Βαϊμάρη-Άιζεναχ, διέταξε και αυτή την επαναπροώθηση των Ελλήνων στα σύνορα της χώρας (SächsStA-D, 10025, Loc. 6596/4).
    • 10
      LeipzigerZeitung, 19 Δεκεμβρίου 1822, 2989–2990, 2 Ιανουαρίου 1823, 18.
    • 11
      LeipzigerZeitung, 14 Ιουνίου 1823, 1396–1397.
    • 12
      LeipzigerZeitung, 30 Ιουνίου 1823, 1525.
    • 13
      Ο Καντακουζηνός είχε επαφές με την Ελληνική Επιτροπή της Στουτγκάρδης, την ενημέρωσε για την έλευση των προσφύγων και δώρισε χρήματα (Schott, 1825, 61–62).
    • 14
      Πρβ. Deutsches Literaturarchiv Marbach, Cotta-Archiv, Meisel an Cotta, 22 Μαΐου 1823· Ludwig, 2013, 175–176.
    • 15
      LeipzigerZeitung, 24 Μαρτίου 1824, 750. Σύμφωνα με τον «Ονομαστικό κατάλογο Λειψίας για το έτος 1823» (μέρος δεύτερο, σ. 48), ο Αθανάσιος Μ. Ράδον εμπορευόταν τουρκική κόκκινη κλωστή και μαλλί καμήλας και κατά τη διάρκεια των εμπορικών εκθέσεων της Λειψίας διέμενε στον αρ. 389 της Katharinenstraße, πολύ κοντά στην ελληνική εκκλησία.
    • 16
      Λόγου χάρη, ο εστιάτορας J. C. Starke [Γ. Κ. Στάρκε] από το Thonberg (κοντά στη Λειψία) κάλεσε στις 12 Αυγούστου «όλους τους φίλους του και τους φίλους των Ελλήνων, με τη μέγιστη αφοσίωση, […] σε μια εκδήλωση σκοποβολής […], όπου θα αναπαρασταθεί η έφοδος στο φρούριο της Πάτρας στην Ελλάδα» (LeipzigerZeitung, 8 Αυγούστου 1822, 1800). Μια παρόμοια εκδήλωση σκοποβολής, όπου οι καλεσμένοι μπορούσαν να λάβουν μέρος από ασφαλή απόσταση στην πολεμική σκηνή της Ελλάδας, «με καλό φαγητό και ποτό», οργανώθηκε στις 8 Αυγούστου 1825· ωστόσο, στον τίτλο «Καταστροφή ενός τουρκικού πολεμικό πλοίο από μια ελληνική φρεγάτα», η επεξήγηση ότι «και στα δύο πλοία υπάρχουν αρκετοί Τούρκοι και Έλληνες για να πέσουν από τα πυρά των συμμετεχόντων» φανερώνει την πολιτική αδιαφορία και τον κυνισμό του διοργανωτή εστιάτορα J. G. Pötzsch [Γ. Γκ. Πετς  – LeipzigerZeitung, 5 Αυγούστου 1825, 2024).
    • 17
      Σημειώνουμε ότι υπάρχουν μόνο τα γράμματα του Kind προς τον Moßdorf από τον Μάρτιο του 1824 έως τον Νοέμβριο του 1829. Η αλληλογραφία τους πριν και μετά από αυτό το διάστημα, καθώς και τα γράμματα του Moßdorf στον Kind, φαίνεται ότι έχουν χαθεί.
    • 18
      Για τον Moßdorf (Ruhland, 1992)· για τον Kind (Grimm, 1977). Περίπου συνομήλικοι, προερχόμενοι από οικογένειες της αστικής τάξης, ο Kind και ο Moßdorf πρέπει να γνωρίστηκαν το 1818, όταν σπούδαζαν νομικά στη Λειψία. Στο τέλος του καλοκαιριού ή το φθινόπωρο του 1821 ο Moßdorf πήγε στην Ελλάδα για να συμμετέχει στον απελευθερωτικό αγώνα, και γύρισε τον Ιούνιο του 1822 στη Σαξονία.
    • 19
      Abend-Zeitung, 29 Μαΐου 1826, 508. Στη LeipzigerZeitung η έκκληση δημοσιεύτηκε στις 31 Μαΐου 1826 (σ. 1415).
    • 20
      Αυτό αφορά κυρίως τα παραδεδομένα αρχεία του Μυστικοσυμβουλίου, το οποίο, ως η ανώτατη κυβερνητική υπηρεσία, εμπλεκόταν σε όλα τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα.
    • 21
      Heinrich Wilhelm Bassenge και συνοδεία, Peter W. Julius von Classen, Graf Friedrich Kalckreuth, Joachim Christoph Kayser, Gustav Ludwig Preußer, Heinrich Schütze, Christoph August Tiedge και Karl Christian Leberecht Weigel.
    • 22
      Leipziger Zeitung, 14 Ιουνίου 1826, 1542.
    • 23
      Leipziger Tageblatt, 23 Φεβρουαρίου 1828, 287.
    • 24
      Για τον πρωσικό βασιλικό οίκο (Erler, 1906, 51).
    • 25
      AllgemeineZeitung, 26 Νοεμβρίου 1822, ένθετο, 785· 6 Ιουνίου 1823, ένθετο, 361-362· 22 Νοεμβρίου 1823, ένθετο, 785· 30 Νοεμβρίου 1826, ένθετο, 1333.
    • 26
      Ο Erler (1906, 60) αναφέρει φιλελληνικά κομιτάτα και σε άλλες πόλεις της Σαξονίας, ωστόσο οι αναφερόμενες στο Bericht (1826, 14-17) τοπικές συλλογές χρημάτων λανθασμένα θεωρούνται ιδρύσεις κομιτάτων.
    • 27
      Ο Wilhelm Traugott Krug θεωρούσε τον Ammon «Ανώτατο ποιμένα των σαξόνων προτεσταντών, ένα πράγμα διπρόσωπο και άνευ χαρακτήρα» και ο ίδιος είχε αναλάβει τον ρόλο του ορκισμένου αντιπάλου του (Sächsische Landesbibliothek – Staats- und Universitätsbibliothek Dresden, Nachlass C. A. Böttiger, Mscr.Dresd.h.37,4°, Bd.112, επιστολή της 5ης Ιουλίου 1826, Mscr.Dresd.h.37, 4°, Bd.113, επιστολή της 28ης Ιανουαρίου 1827).
    • 28
      Τον ανώτατο κληρικό της αυλής Christoph Friedrich von Ammon, τον δικηγόρο Friedrich Adolf Kuhn [Φρίντριχ Άντολφ Κουν] και τον ελβετό τραπεζίτη Jean-Gabriel Eynard [Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος] (Erster Bericht, 1826, 11· Beiträge, 1827, 3-4).
    • 29
      LeipzigerTageblatt, 25 Σεπτεμβρίου 1828, 458-459.
    • 30
      Για την πολιτική δράση του Heinrich Schütze [Χάινριχ Σύτσε], μέλους της επιτροπής της Δρέσδης, κατά τη διάρκεια της επανάστασης (Georgi, 1861, 98–99, 106–110). Για την έκβαση του κινήματος διαμαρτυρίας τον Σεπτέμβριο του 1830 σε διάφορες περιοχές της χώρας μας ενημερώνει ο Hammer (1997, 121–386).

    Βιβλιογραφία

    Galerie

    Zitierweise

    Jörg Ludwig: «Ο φιλελληνισμός στη Σαξονία, 1821–1828», in: Alexandros-Andreas Kyrtsis und Miltos Pechlivanos (Hg.), Compendium der deutsch-griechischen Verflechtungen, 02.11.22, URI : https://comdeg.eu/essay/112601/.