Παράγοντες διαμόρφωσης και εξέλιξη των πολιτιστικών σχέσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ελλάδας
Η εξωτερική πολιτιστική πολιτική της Δυτικής Γερμανίας αναβαθμίστηκε στο πλαίσιο της Realpolitik ως «τρίτος πυλώνας της εξωτερικής πολιτικής»1Πρόκειται για μια διάσημη, πολύ συχνά αναφερόμενη, διατύπωση του Willy Brandt (1969). δίπλα στην οικονομία και τη διπλωματία (1969) (Neumann/Hexelschneider, 1982, 2–7), αν και στην πράξη αποτέλεσε μόνο επικουρικό παράγοντα και μέσο για την επίτευξη των οικονομικών και διπλωματικών στόχων της. Ειδικότερα, η δυτικογερμανική εξωτερική πολιτική έναντι του καθεστώτος των συνταγματαρχών επιδίωκε δύο αντιφατικούς στόχους–: αφενός τη φιλελευθεροποίηση ή κατάργηση του απριλιανού καθεστώτος και αφετέρου την εξυπηρέτηση των στρατηγικών, οικονομικών και πολιτιστικών συμφερόντων της (Rock, 2010, 118–119). Φοβικές εκτιμήσεις, όπως αυτή του πρέσβη Oskar Hermann Artur Schlitter (1964-1969), ότι δηλαδή η άσκηση πίεσης θα εκλαμβανόταν ως απόπειρα ανάμειξης στα εσωτερικά της Ελλάδας και θα οδηγούσε σε απομόνωση και ριζοσπαστική στροφή ή σε πολιτική ουδετερότητας στην εξωτερική πολιτική της Χούντας, είχαν ως αποτέλεσμα μια αρχικά μετριοπαθή στάση της κυβέρνησης και διάφορων πολιτικών δυνάμεων της ΟΔΓ έναντι του καθεστώτος. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές ήταν απόρροια καθεστωτικής προπαγάνδας και αβάσιμες, όπως αποδείχθηκε στη διάρκεια της επταετίας.2Φλάισερ, 2016, 360–361, 371–372· ΡΑΑΑ, ΙΑ 4 81 00/894.8, Botschafter Schlitter, Athen, den 26. Mai 1967, Aufzeichnung, betr.: Griechenland; hier: Analyse der Lage nach dem Militärputsch vom 20–21.. April 1967, 11· ΡΑΑΑ, Abteilung I – I A 4- 82.00/94.08, Referent: VLR I Schwörbel, Bonn, 24.08.1967, Aufzeichnung, betr.: Die deutsche Haltung gegenüber Griechenland, 3-4. Στο ερώτημα αν θα μπορούσε η πολιτική της ΟΔΓ να γίνει περισσότερο πιεστική έναντι της Χούντας η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, διότι αυτή επηρεαζόταν από διάφορους παράγοντες που δρούσαν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Οι παράγοντες αυτοί ήταν η ανάγκη προώθησης των αμυντικών και οικονομικών συμφερόντων της χώρας, η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και οι αναγκαιότητες του ΝΑΤΟ, η απουσία ενιαίας γραμμής στην πολιτική των συμμάχων από τη Δύση απέναντι στο απριλιανό καθεστώς,3Ανάμεσα στην πολιτική που συνίσταται στην άνευ όρων αποδοχή του καθεστώτος των συνταγματαρχών και εφάρμοσαν οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Τουρκία και την ασυμβίβαστη έντονα κριτική τάση της Ολλανδίας και των σκανδιναβικών χωρών, το Υπουργείο Εξωτερικών της ΟΔΓ χάραξε μια μετριοπαθή μέση οδό. Για την έλλειψη κοινής γραμμής της Δύσης έναντι της Χούντας, βλ. AAPD 1971, Nr. 15.01.1971, 79-80: «Die bisherigen Versuche des Westens, Griechenland auf dem Wege zur Redemokratisierung ein schnelleres Vorgehen aufzuzwingen, sind gescheitert. Nachdem durch den Austritt aus dem Europarat Griechenlands (12.12.1969) Verbündeten das einzige legale Mittel der Einwirkung genommen worden ist, wird jeder weitere Versuch als Einmischung in innergriechische Angelegenheiten energisch zurückgewiesen. Das gleiche gilt auch für westliche Bemühungen, das Schicksal von politischen Gefangenen zu bessern. […] Westliche Bemühungen in der vorgeschilderten Richtung sind im Übrigen solange zum Scheitern verurteilt, als es keine einheitliche Griechenlandpolitik der Verbündeten gibt. […] Der griechischen Regierung ist es ein leichtes, die einzelnen Verbündeten gegeneinander auszuspielen…» [Οι μέχρι τώρα προσπάθειες της Δύσης να επιβάλουν στην Ελλάδα την επάνοδο στον δρόμο του εκδημοκρατισμού απέτυχαν. Αφού οι Σύμμαχοι, με την έξοδο της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης (12.12.1969), στερήθηκαν το μοναδικό νόμιμο μέσο άσκησης επιρροής επ’ αυτής, κάθε προσπάθεια ανάμειξης στις εσωτερικές ελληνικές υποθέσεις αποκρούεται με ενεργητικό τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για τις προσπάθειες της Δύσης να βελτιώσει τη μοίρα των πολιτικών κρατουμένων. […] Οι δυτικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή είναι καταδικασμένες να αποτύχουν, όσο δεν υπάρχει ενιαία πολιτική των Συμμάχων έναντι της Ελλάδας. […] Για την ελληνική κυβέρνηση είναι εύκολη υπόθεση να στρέψει μερικούς από τους Συμμάχους εναντίον άλλων.] η πίεση των επιμέρους παραγόντων της εσωτερικής δυτικογερμανικής πολιτικής ζωής (συνδικάτα, τύπος, κοινοβούλιο κ.λπ.), η ανειλικρινής, αδιάλλακτα άκαμπτη και μικρόψυχη νοοτροπία των στελεχών του απριλιανού καθεστώτος.4Ο Κων/νος Καραμανλής κατήγγειλε με δριμύτητα την ανειλικρίνεια του καθεστώτος και την επιχείρηση «φενακισμού» του λαού στη Βραδυνή (23.04.1973) (Βουρνάς, 2011, 225–226). Ο Ιωαννίδης ήταν αρχηγός της ομάδας των «σκληρών», στους οποίους συγκαταλέγονταν οι Λαδάς και Ασλανίδης [«Heirat verboten», στο: Der Spiegel 49 (03.12.1973), 118–122]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αγενούς συμπεριφοράς αποτελεί η μεταχείριση που επιφύλαξε ο Παττακός στους βουλευτές του SPD [«Platz des Jammerns», στο: Der Spiegel 9 (26.02.1968), 28–29· Rock, 2010, 64].
Έντονες αντιδράσεις στην ΟΔΓ προκάλεσε η ακαδημαϊκή πολιτική του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Στη διάρκεια της τριετίας 1967–1970, η Χούντα εξέδωσε κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, επέβαλε λογοκρισία, διέλυσε τις φοιτητικές οργανώσεις, κατάργησε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο5ΡAAA, B 97/365, Botschaft der BRD, Athen, IV 1‒80, Bericht Nr. 162/68, Athen, den 22. Februar 1968, an das AA, Bonn, betr: Kulturpolitischer Jahresbericht 1967, 2. Βλ. και Μακεδονία, 30.06.1967, 7. και την ακαδημαϊκή ελευθερία και προέβη σε απολύσεις, διώξεις και εκτοπίσεις καθηγητών. Αυτή η πολιτική καταστολής της πνευματικής ελευθερίας οδήγησε στην παρακμή της πολιτιστικής ζωής της χώρας και περιόρισε τις πολιτιστικές σχέσεις με το εξωτερικό. Οι απολύσεις καθηγητών και οι περιορισμοί της ελευθερίας της σκέψης προκάλεσαν τις επικρίσεις πανεπιστημιακών κύκλων της ΟΔΓ και του γερμανικού και διεθνούς Τύπου, καθώς και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, της νεολαίας και των διανοουμένων της Ευρώπης, και ενέτειναν τη διεθνή πολιτισμική απομόνωση της χώρας, η οποία εκφράστηκε με σοβαρή μείωση του αριθμού των ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών, οι οποίοι επισκέπτονταν την Ελλάδα.6ΡAAA, B 97/365, Botschaft der BRD, Athen, IV 4 8, Bericht Nr. 179/69, Athen, den 28.02.1969, an das AA, Bonn, betr: Kulturpolitischer Jahresbericht 1968, 1–2. Κορυφαία έκφραση αντίδρασης υπήρξε η έκκληση της συνδιάσκεψης των γερμανών πρυτάνεων προς τους επιστήμονες της Ευρώπης και των ΗΠΑ να μποϊκοτάρουν το καθεστώς απέχοντας από τα συνέδριά του.7ΡAAA, B 26/433, Botschaft der BRD, I A 4 – 81, Bericht Nr. 208/71, Athen, den 27.02.1971, an das AA, Bonn, betr.: Zusammenstellung der wichtigsten Daten der Gastländer nach dem Stand vom 01.01.1971, 16. Βλ. και Φλάισερ, 2016, 365. Η έκκληση αυτή ήταν ένας από τους παράγοντες που συντέλεσαν στην ακύρωση ή χρονική μετάθεση πολλών συνεδρίων, ενώ παράλληλα περιορίστηκαν και οι εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών.8ΡAAA, B 97/365, Botschaft der BRD, Athen, IV 4 8, Bericht Nr. 179/69, Athen, den 28.02.1969, an das AA, Bonn, betr: Kulturpolitischer Jahresbericht 1968, 13. Το καθεστώς προσπάθησε να αναπληρώσει το κενό με κάποιες δαπανηρές εκδηλώσεις, όπως το Διεθνές Φεστιβάλ Ελαφράς Μουσικής «Απολλωνία», οι οποίες υπαγορεύονταν από το δόγμα panem et circenses [άρτος και θεάματα] και αντιστοιχούσαν στην αισθητική της μάζας.9ΡAAA, B 97/365, Botschaft der BRD, Athen, IV 4 8, Bericht Nr. 179/69, Athen, den 28.02.1969, an das AA, Bonn, betr: Kulturpolitischer Jahresbericht 1968, 3–4. Από το έτος 1969, πάντως, η συμμετοχή ξένων στο Φεστιβάλ Αθηνών και σε συνέδρια αυξήθηκε και ανήλθε στα προδικτατορικά επίπεδα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση για την πολιτιστική πολιτική της ΟΔΓ κατά το έτος 1969,10ΡAAA, B 97/365, Botschaft der BRD, Athen, IV 4-8, Bericht Nr. 179/70, Athen, den 26.02.1970, an das AA, Bonn, betr: Kulturpolitischer Jahresbericht N1969, 7–9. ενώ πραγματοποιήθηκαν και ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, όπως οι Ένατοι Πανευρωπαϊκοί Αγώνες Στίβου.11ΡAAA, B 97/365, Botschaft der BRD, Athen, IV 4-8, Bericht Nr. 179/70, Athen, den 26.02.1970, an das AA, Bonn, betr: Kulturpolitischer Jahresbericht 1969, 7–8. Η αύξηση της ξένης συμμετοχής οφειλόταν κυρίως στην πολιτική των «χορηγιών» και των «δώρων» που εφάρμοσε το καθεστώς,12Το σύνθημα εφαρμογής αυτής της πολιτικής έδωσε στις αρχές του 1968 ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Τύπου Αποστολίδης με τη φράση: «Χρήματα έχουμε αρκετά. Μπορούμε να αγοράσουμε τους πάντες», προτρέποντας τους ακολούθους Τύπου διαφόρων ελληνικών πρεσβειών να εξαγοράζουν ξένους δημοσιογράφους για να εξασφαλίζουν έτσι ευνοϊκή για το καθεστώς ειδησεογραφία [«Aufwand für Veröffentlichungen», στο: Der Spiegel 45 (01.11.1976), 161–182 (164)].συνειδητοποιώντας τη διεθνή του απομόνωση, καθώς και στην άρση της προληπτικής λογοκρισίας (Οκτώβριος 1969) και στην κατάργηση του καταλόγου απαγορευμένων βιβλίων (καλοκαίρι του 1970).13Το πλήρες κείμενο του νέου περί Τύπου νόμου παρατίθεται στις εφημερίδες της 18ης Νοεμβρίου του 1969 (Μακεδονία, 18.11.1969, 5, 9).
Το πρώτο μέτρο οδήγησε στην αισθητή αύξηση των συνεδρίων και των συνέδρων, το δεύτερο σε μια εκδοτική έκρηξη βιβλίων και περιοδικών-φορέων μιας πρωτόγνωρης κουλτούρας,14Kamarinea-Rosenthal, 1974, 54· Δικτατορία, 1967–1974. Η έντυπη αντίσταση, 2010, 40. καθώς και στην παρουσίαση ποιοτικών θεατρικών παραστάσεων και εκθέσεων σύγχρονης τέχνης.15ΡΑΑΑ, B 26/101424, den 13.09.1973, Landesbericht Griechenland: VI. Deutsch-griechische Kulturbeziehungen, 20.
Επιπλέον, η πορεία των διμερών πολιτιστικών σχέσεων επηρεάστηκε από την εξέλιξη των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών. Γεγονότα-ορόσημα που επιδείνωσαν αυτές τις σχέσεις ήταν το πάγωμα της συμφωνίας σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ, το οποίο είχε σοβαρές οικονομικές και άλλες συνέπειες για τη χώρα,16Αυτές ήταν η αναστολή της οικονομικής βοήθειας, η διακοπή της διαδικασίας εναρμόνισης της αγροτικής πολιτικής και η αναβολή των διαπραγματεύσεων σύνδεσης και προσχώρησης [«Kommt nicht in Frage», στο: Der Spiegel 52 (18.12.1972), 76–78· AAPD1971, Nr. 18: Botschafter Limbourg, Athen, an das AA, Z B 6-1-10158/71, Fernschreiben Nr. 16 (15.01.1971), betr: Deutsche Griechenlandpolitik, 81, σημ. 13]. η αναστολή της στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ,17PAAA, B 26/101427, 203, Bonn, den 13.02.1973, Aufzeichnung: Geplanter Besuch des Bundesaußenministers in Griechenland; hier: Vorgeschichte und Beweggründe, 2. Κατά το AAPD 1971, Nr. 18, 15.01.1971, 80–81, σημ. 12, η κοινοβουλευτική επιτροπή του SPD ζήτησε στις 29.06.1967 την αναστολή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα μέχρι να αποκατασταθεί η δημοκρατία. Η αίτηση έγινε δεκτή από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων στις 14.02.1968, με τη διευκρινιστική προσθήκη ότι επιτρέπονται μόνο προμήθειες στρατιωτικής βοήθειας βάσει των από μακρού υφιστάμενων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η Βουλή ενέκρινε την αίτηση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων. Η είδηση δημοσιοποιήθηκε στις 15.03.1968 (IAΥΕ, Φ. 12, υποφάκ. 6, Β. Πρεσβεία εν Βόννη, Βόννη 15.03.1968, Β22Α-3, προς το YE, Δ/νσιν ΝΑΤΟ, Γραφείον Υπουργού, Β΄ Πολιτικήν Δ/νσιν: «Καθ’ α αναγράφεται εις σημερινόν φύλλον Frankfurter Allgemeine Zeitung ελήφθη υπό Επιτροπής Προϋπολογισμού Ομοσπονδιακής Βουλής ομοφώνως απόφασις υπέρ αναστολής χορηγήσεως γερμανικής στρατιωτικής βοηθείας εκ 18.4 εκατομ. γερμανικών μάρκων διά 1968 και 24 διά 1969. Δεν προκύπτει αν η αναστολή είναι προσωρινή ή οριστική»). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία ότι από το 1964 μέχρι το τέλος του 1968 η αμυντική βοήθεια της ΟΔΓ προς την Ελλάδα, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ανήλθε σε 90.000.000 μάρκα, ενώ μέχρι το τέλος του 1969 η Ελλάδα είχε να λάβει ακόμη 75.000.000 μάρκα (IAYE, Φ. 12, υποφάκ. 6, YEA, Αθήναι, 07.12.1967, Β22Α-1, Προς το YE, Β΄ Πολιτικήν Δ/νσιν). το «διαζύγιο» της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης.18PAAA, B 26/101427, 203, Bonn, den 13.02.1973, Aufzeichnung: Geplanter Besuch des Bundesaußenministers in Griechenland; hier: Vorgeschichte und Beweggründe, 2. Η Ελλάδα, για να προλάβει αποπομπή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αποχώρησε απ’ αυτό στις 12.12.1969. Η ΟΔΓ συντάχθηκε στο ζήτημα αυτό με άλλες δέκα ευρωπαϊκές χώρες και ευθυγραμμίστηκε με τη βούληση της δυτικογερμανικής κοινής γνώμης (AAPD1969, Nr. 401: Aufzeichnung des Staatssekretärs Duckwitz, St.S. 1174/69 VS-vertraulich, 17.12.1969, 1418, σημ. 1· AAPD 1970, Nr. 43, Botschafter Limbourg an das AA, ΖΒ 6-1-10708/70 VS-vertraulich, Fernschreiben Nr. 122, 09.02.1970, 188, σημ. 6· «Scheidung auf Englisch», στο: Der Spiegel 51 (15.12.1969), 27· Rock, 2010, 84. Επισημαίνει ο Rock ότι ο Μακαρέζος απείλησε με οικονομικά αντίμετρα και όχι με το ενδεχόμενο στροφής της Ελλάδας προς τον Ανατολικό Συνασπισμό, πρόσχημα το οποίο η Βόννη συνήθιζε να επικαλείται για να αποφύγει μια «σκληρότερη» μεταχείριση του απριλιανού καθεστώτος. Με αφορμή την αποχώρηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Χούντα έκανε λόγο για «υπερήφανη πράξη», ενώ ο Παττακός απείλησε να μποϊκοτάρει τα προϊόντα των χωρών που ήταν έτοιμες να ψηφίσουν στην Επιτροπή Υπουργών την αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο («Athen spricht von einer stolzenTat», στο: DieZeit, 19.12.1969).
H επανάληψη της αμυντικής βοήθειας, η ψήφιση του «περί μεταβολής της προστασίας του Συντάγματος» νόμου, η επανενεργοποίηση της διπλωματίας των επισκέψεων,19PAAA, B 26/421, Botschaft der BRD, I A 4-82, Bericht Nr. 591/69, Athen, den 05.09.1969, an das AA, Besuch von Staatssekretär Dr. Sackmann, München, in Athen· PAAA, B 26/421, Der Staatssekretär des AA an Herrn Staatsminister Fr. Heubl, 21.10.1969, 1–4. οι παρεμβάσεις δυτικογερμανών κυβερνητικών παραγόντων σε πολιτιστικά ζητήματα και άλλα μέτρα απέβλεπαν στη βελτίωση των πολιτιστικών σχέσεων και ανταλλαγών. Παρά ταύτα, στις αρχές του έτους 1971, ο πρέσβης Peter Limbourg διαπίστωνε ότι η πολιτιστική και οικονομική επιρροή της ΟΔΓ στην Ελλάδα είχε αισθητά μειωθεί σε σχέση με το προδικτατορικό παρελθόν.20AAPD 1971, Nr. 18, 15.01.1971, 80: «Die Bunderepublik hat insbesondere auf wirtschaftlichem und kulturellem Gebiet erhebliche Einbußen ihres bisherigen einzigartigen Einflusses in diesem Land hinnehmen müssen». [Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας χρειάστηκε να υποστεί σοβαρές απώλειες στη μοναδική μέχρι σήμερα επιρροή της σ’ αυτήν τη χώρα (ενν. την Ελλάδα), ιδιαίτερα στον οικονομικό και πολιτισμικό τομέα]. Η πορεία ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο χωρών δεν ολοκληρώθηκε, καθώς αρκετά γεγονότα δημιούργησαν νέα σύννεφα σ’ αυτές. Ένα παράδειγμα αποτελεί η αλυσίδα των αντιδράσεων η οποία ενεργοποιήθηκε με τις σκληρές δηλώσεις του υπουργού Πεζόπουλου στον ελληνικό και διεθνή Τύπο με αφορμή τη συμφωνία Siemens-ΔΕΗ (φθινόπωρο 71). Ο Πεζόπουλος απείλησε με οικονομικά και άλλα αντίποινα για την πολιτική που εφάρμοζε η ΟΔΓ στους διεθνείς οργανισμούς.21«Η στάσις της Βόννης επί του Ελληνικού επεκρίθη δημοσία», στο: Μακεδονία, 13.10.1971, 1, 7.
Στην ίδια συγκυρία η Χούντα απαγόρευσε επαφές των διαπιστευμένων στην Αθήνα ξένων διπλωματών με την εκτός νόμου αντιπολίτευση. Ωστόσο, με επιδεικτικό τρόπο ο πρέσβης Peter Limbourg έσπευσε να συναντηθεί με τους γνωστούς πολιτικούς Γεώργιο Μαύρο (Ένωση Κέντρου ̶ ΕΚ) και Παναγιώτη Κανελλόπουλο (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις ̶ ΕΡΕ). Η Εστία χαρακτήρισε τις συναντήσεις ως «ανάρμοστες και θρασείς πολιτικές εκδηλώσεις» και θύμισε στον Limbourg τα πεπραγμένα της ναζιστικής κυριαρχίας, ενώ ο δήμαρχος Αθηναίων κατέθεσε στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη στην 27η επέτειο απελευθέρωσης της Αθήνας από τον «γερμανικό ζυγό», όπως έγραφε ο Ελεύθερος Κόσμος, το φερέφωνο του καθεστώτος.22«Ungehörig und frech», στο: Der Spiegel 43 (18.10.1971), 130-132 (130).
Οι πράξεις αυτές ισοδυναμούσαν με κεκαλυμμένη απειλή ότι η Χούντα θα υποδαύλιζε τα αντιγερμανικά αισθήματα του ελληνικού λαού αν η ΟΔΓ συνέχιζε τις εχθρικές ενέργειες εναντίον της. Η απειλή πραγματοποιήθηκε με το γύρισμα ταινιών τύπου Υπολοχαγός Νατάσα (Φλάισερ, 2016, 362). Αντίθετα, ουδέποτε έγινε πράξη η απειλή οικονομικών αντιποίνων, λόγω της εξάρτησης της οικονομίας της Ελλάδας από την ΟΔΓ και της κυριαρχίας του αντικομμουνιστικού συνδρόμου στις τάξεις του απριλιανού καθεστώτος.
Εντάσεις, μικρής ή μεγάλης διάρκειας, στις διμερείς πολιτικές και πολιτιστικές σχέσεις κατά το έτος 1972 προκάλεσαν οι υποθέσεις Günter Grass και Γεωργίου Μαγκάκη. Η ομιλία του Grass στο θέατρο ΑΛΦΑ στις 20.03.197223Στα γεγονότα αυτά και στη σημασία τους αναφέρεται σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ο Grass («Offenheit schafft Glaubwürdigkeit», 60 JahreGoethe-Institut, URL: https://www.goethe.de/uun/prj/60j/sti/en7883402.htm). αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων ως η κορυφαία στιγμή γερμανικής πνευματικής αλληλεγγύης και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις (Φλάισερ, 2016, 367· Jürgs, 2007, 265). Από την άλλη πλευρά, η ομιλία προκάλεσε την οργή της Χούντας, η οποία έσπευσε να διαλύσει την αντιπολιτευτική Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ), που είχε οργανώσει την εκδήλωση, και να συλλάβει τα μέλη της. Αποτέλεσμα της ίδιας ομιλίας ήταν και η αντίδραση της γερμανικής πρεσβείας, η οποία είχε προσπαθήσει να υπονομεύσει την εκδήλωση και αποσιώπησε εντελώς την ομιλία του Grass στην ετήσια έκθεσή της για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Σκληρή κριτική στον συγγραφέα άσκησαν ο υπουργός Προπαγάνδας της Χούντας και αργυρώνητοι δυτικογερμανοί φιλοχουντικοί δημοσιογράφοι, όπως ο Peter Hornung της εφημερίδας Bayernkurier. Οι αναμενόμενες δυσάρεστες περιπλοκές αποτράπηκαν πάντως, καθώς ο καγκελάριος Brandt έσπευσε να καταδικάσει τον «δημοκρατικό παρεμβατισμό του συγγραφέα», ισχυριζόμενος ότι «ουδείς δικαιούται να προκαταλάβει ή να υπερκεράσει την πολιτική της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης» (Brandt, 2013, 956–957· Φλάισερ, 2016, 368). Πολύ σοβαρότερες συνέπειες είχε η αστυνομικής υφής υπόθεση της φυγάδευσης του καθηγητή Μαγκάκη (15.04.1972) (Μακεδονία, 16.04.1972, 1, 19) εξαιτίας της μυστικότητας των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν μεταξύ του δικτάτορα Παπαδόπουλου και του Horst Ehmke, υπουργού Ειδικών Καθηκόντων της ΟΔΓ και φίλου του Μαγκάκη.24«Polit-Krimi zwischen Bonn und Athen», στο: Der Spiegel 18 (24.04.1972), 90-92.
Η βιασύνη του Ehmke και η παράλειψή του να ενημερώσει το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, καθώς και η σκληρή αντίδραση του αντιπροέδρου της Χούντας Παττακού, όταν πληροφορήθηκε τη συμφωνία κατόπιν εορτής, προκάλεσε μια διπλωματική κρίση βραχείας διάρκειας,25«Th. Sommer, Gauner- oder Gangsterstück? Die Hintergründe der Affäre Mangakis», στο: Die Zeit, 28.04.1972, 1· «Γερμανοί συνήργησαν εις την αναχώρησιν του ζεύγους Μαγκάκη», στο: Μακεδονία, 18.04.1972, 1, 13. Με παρόμοιο τρόπο είχαν παρακαμφθεί οι σκληροί της δικτατορίας στην περίπτωση της απόδρασης του Μίκη Θεοδωράκη, χωρίς τότε να αντιδράσουν. Επομένως, η αντίδραση του Παττακού υπέκρυπτε και ένα είδος μνησικακίας κατά του Παπαδόπουλου. Χαρακτηριστικό επί του προκειμένου ήταν το σχόλιο του Παύλου Μπακογιάννη: «Οι αδιάλλακτοι θεωρούν εξευτελιστικά για το κύρος του καθεστώτος γεγονότα, όπως τη δραστηριότητα του Σερβάν-Σρεμπέρ, την απελευθέρωση του Μ. Θεοδωράκη και την απόδραση της οικογένειας Θεοδωράκη. Η δυσφορία αυτή αυξάνεται από το γεγονός ότι στην υπόθεση Σρεμπέρ-Θεοδωράκη αναμείχτηκαν ενεργά οι Ωνάσης και Ανδρεάδης που παρέσυραν τον πρωθυπουργό σε μια περιπέτεια δοκιμασίας του γοήτρου του καθεστώτος» (ΙΑΥΕΚΥ 1970, Φ. 3, υποφάκ. 6, ΠΚ, Γενική Δ/νσις Τύπου, Αθήναι, 23.05.1970, ΒΔΓ 71-18, Προς το ΥΕ, Β΄ Πολιτ. Δ/νσιν, «Διαβίβασις δελτίων περιεχόντων ραδιοφωνικά σχόλια Π. Μπακογιάννη», 21.05.1970: «Εξελίξεις στην Ελλάδα», 4). η οποία τερματίστηκε με την απέλαση του γερμανού πρέσβη Peter Limbourg (Φλάισερ, 2016, 367–368· Μακεδονία, 19.04.1972, 1, 8· Μακεδονία, 23.04.1972, 1· Μακεδονία, 21.04.1972, 1, 7). Το κλίμα επιβάρυναν τα προσβλητικά σχόλια της Εστίας για την ηγεσία της ΟΔΓ και ο συνεχιζόμενος ραδιοφωνικός πόλεμος. Οι επαφές στο πλαίσιο του ΝΑΤO και η επίσκεψη του υφυπουργού Τύπου Peter Frank στην Ελλάδα λειτούργησαν κατευναστικά και το επεισόδιο ξεχάστηκε. Στην ελληνική πλευρά απέμεινε, ωστόσο, μια υπερβολική νευρικότητα, η οποία εκδηλωνόταν έκτοτε με την παραμικρή αφορμή. Οι παράγοντες που αναφέρθηκαν ανωτέρω επηρέασαν διαφορετικά τη δράση και τον χαρακτήρα των φορέων, των οργανώσεων και των θεσμών πολιτιστικής πολιτικής.26PAAA, B 26/101424, Anlage zum Bericht der Botschaft Athen vom 02.02.1973, Nr. 140/73, Politischer Jahresbericht für das Jahr 1972, 11–12: «Auf griechischer Seite ist eine übergroße Empfindlichkeit zurückgeblieben, die auch bei verhältnismäßig geringem Anlass leicht das beiderseitige Verhältnis belastet – ein Beispiel: die griechische Reaktion auf die von uns nicht zu verantwortende Einholung der griechischen Fahne anlässlich des Zusammentreffens derNordatlantischen Versammlung in Bonn (November 1972)». [Στην ελληνική πλευρά απέμεινε μια υπερβολική ευαισθησία, η οποία ακόμη και με την παραμικρή αφορμή επιβαρύνει τις αμοιβαίες σχέσεις. Ένα παράδειγμα αποτελεί η ελληνική αντίδραση στην υποστολή της ελληνικής σημαίας, για την οποία δεν ευθύνεται η ΟΔΓ, με αφορμή τη σύνοδο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στη Βόννη (Νοέμβριος 1972)]. Το θέμα συζητήθηκε στη συνάντηση του γερμανού πρέσβη στην Ελλάδα Dirk Oncken και του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ στη Ρώμη (11.12.1972). Βλ. AAPD 1972, Nr. 404: Botschafter Oncken, Athen, an das AA, ΖΒ 6-1-16229/72 geheim Fernschreiben Nr. 616, Betr.: Besuch bei König Konstantin II. in Rom am 11.12.1972: hier: Gesprächsverlauf, 1814: «Der König bedauerte den Vorgang der Einziehung der griechischen Fahne in Bad Godesberg während der NATO-Parlamentarier-Versammlung. Ein solcher Vorgang verletze die Empfindungen aller Griechen. Ich unterrichtete König Konstantin darüber, dass deutsche Stellen an dem Zwischenfall nicht beteiligt gewesen seien». [Ο βασιλεύς εξέφρασε τη λύπη του για τη διαδικασία υποστολής της ελληνικής σημαίας στο Μπαντ-Γκόντεσμπεργκ στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συνόδου του ΝΑΤΟ, διότι η διαδικασία αυτή έθιγε την ευαισθησία όλων των Ελλήνων. Ενημέρωσα τον βασιλέα ότι γερμανικοί φορείς δεν είχαν λάβει μέρος σ’ αυτήν τη διαδικασία]· Βουκελάτος, 2003, 611–612· «Η κοινοβουλευτική του ΝΑΤΟ διά την Ελλάδα συνιστά την άσκησιν πιέσεων διά την αποκατάστασιν των δημοκρατικών θεσμών», στο: Μακεδονία, 22.11.1972, 1, 7.
Πολιτιστική πολιτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα στο πλαίσιο οργανώσεων, θεσμών, φορέων και δράσεων πολιτιστικής πολιτικής
Το Ινστιτούτο Γκαίτε
Τα πρόγραμμα του Ινστιτούτου Γκαίτε, ακρογωνιαίου λίθου της δυτικογερμανικής πολιτιστικής πολιτικής στην Ελλάδα, υπέστη κατά καιρούς προσαρμογές, οφειλόμενες στον χαρακτήρα και την πορεία του καθεστώτος, καθώς και στη μεταρρύθμιση της εξωτερικής πολιτιστικής πολιτικής της ΟΔΓ στο τέλος του 1969 (Kathe, 2005, 291–293). Το πρόγραμμα περιλάμβανε δύο μέρη, τα γλωσσικά τμήματα και το πολιτιστικό πρόγραμμα (διαλέξεις, προβολές ταινιών, καλλιτεχνικές και μουσικές εκδηλώσεις). Η εξέλιξη του αριθμού των επισκεπτών εμφάνιζε κατά κανόνα τάσεις μείωσης, πιθανώς εξαιτίας της προσφοράς ποιοτικών και απαιτητικών προγραμμάτων, με παράλληλο περιορισμό της ποσότητάς τους, αλλά και της στενότατης, από το τέλος του έτους 1969, παρακολούθησης της δράσης του Ινστιτούτου Γκαίτε από τις Υπηρεσίες Ασφαλείας της Χούντας. Εξαίρεση αποτελεί το έτος 1971, οπότε οι επισκέπτες των εκδηλώσεων υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με το 1970. Από τις εκδηλώσεις ιδιαίτερα ελκυστικά ήταν τα κινηματογραφικά αφιερώματα, οι πρωτοποριακές εικαστικές εκθέσεις και οι διαλέξεις με πολιτικό περιεχόμενο. Ο φιλέλληνας διευθυντής προγραμμάτων Johannes Weissert θεωρούσε ότι η πολιτική του Ιδρύματος στην Ελλάδα δεν έπρεπε να αποβλέπει αποκλειστικά και μόνο στην εξαγωγή πολιτισμού αλλά και στην εξαγωγή δημοκρατικού πνεύματος στη χώρα φιλοξενίας (Βάισερτ, 2006, 43–44). Στο πνεύμα αυτό είχαν καθιερωθεί συζητήσεις με το κοινό στο τέλος των διαλέξεων. Μια τέτοια συζήτηση έλαβε χώρα μετά τη διάλεξη του Bender, διηγηματογράφου και εκδότη του περιοδικού Akzente, για την πολιτική ποίηση στο Γκαίτε της Αθήνας τον Νοέμβριο του 1969, αυτό όμως λίγο έλειψε να οδηγήσει σε μια επικίνδυνη κατάσταση εξαιτίας του πολιτικού προσανατολισμού των συζητητών. Στις 02.12.1969 ο ίδιος συγγραφέας πραγματοποίησε διάλεξη στο Γκαίτε της Θεσσαλονίκης με θέμα «Η λογοτεχνική κίνηση στην Ομοσπονδιακή Γερμανία».27Ο Bender επρόκειτο να επισκεφθεί το Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης την 01.12.1969 και ώρα 9.30 μ.μ. (Μακεδονία, 30.11.1969, 15). Ακολούθησε, μία ημέρα αργότερα και ώρα 8:00 μ.μ., η διάλεξή του (Μακεδονία, 02.12.1969, 2).
Γι’ αυτό, τόσο το Ινστιτούτο Γκαίτε, ως πιθανή εστία πνευματικής αντίστασης,28ΡAAA, B 97/365, Botschaft der BRD, Athen, IV 8: Kulturpolitischer Jahresbericht 1969, 16, 18: «In jüngster Zeit mehren sich jedoch die Anzeichen dafür, dass fremde kulturelle Einrichtungen als potentielle geistige Widerstandsherde betrachtet und dementsprechend kontrolliert werden». [Ωστόσο πρόσφατα πολλαπλασιάζονται οι ενδείξεις ότι ξένα πολιτιστικά ιδρύματα θεωρούνται ως πιθανές εστίες πνευματικής αντίστασης και έτσι τίθενται υπό παρακολούθηση]. Βλ. και Βάισερτ, 2006, 43–44. όσο και ο θαρραλέος διευθυντής του, Johannes Weissert, ο οποίος συνεργαζόταν και με στελέχη της αντίστασης και βοήθησε τον συγγραφέα Grass να παρουσιάσει τη διάλεξή του, τον Φεβρουάριο του 1970, άρχισαν να παρακολουθούνται στενά από πράκτορες του καθεστώτος, προτού o Weissert τελικά μετατεθεί δυσμενώς ως «ταραχοποιός» στο Λονδίνο το 1972 (Φλάισερ, 2016, 368).
Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο
Το έργο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών (Deutsches Archäologisches Institut – DAI Athen), ενός άλλου βασικού εργαλείου γερμανικής πολιτιστικής πολιτικής στην Ελλάδα, υπήρξε γόνιμο και πολυσχιδές και μπορεί να χαρακτηρισθεί επιτυχημένο. Μια σκοτεινή πλευρά αυτού του έργου αποτελεί η στενή σύνδεση του πρώτου διευθυντή του DAI, Ulf Jantzen, με τον προϊστάμενο της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και υμνητή της μεταξικής και απριλιανής δικτατορίας29«Μην ενοχλείτε την Ακαδημία», στο: Ελευθεροτυπία, 08.04.2007. Σπυρίδωνα Μαρινάτο (Χαμηλάκης, 2012, 195-196, 225-226, 242). Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως Υπουργός Προεδρίας, ανέθεσε στον Μαρινάτο την «ανόρθωσιν της αρχαιολογικής υπηρεσίας από την φαυλοκρατίαν», δηλαδή την εκκαθάρισή της από τα δημοκρατικά στοιχεία (Πετράκος, 2015, 43). Η σχέση μεταξύ του Ulf Jantzen και του Μαρινάτου εκτεινόταν πέραν της αναγκαίας υπηρεσιακής επικοινωνίας και επέτρεψε στο Ινστιτούτο να προωθήσει τους στόχους του, κάτι που σχολιαζόταν αρνητικά στους κύκλους των αρχαιολόγων της Αθήνας.30ΡAAA, B 97/365, Botschaft der BRD, Athen, IV 8: Kulturpolitischer Jahresbericht 1969, 26.02.1970, 12: «Die enge Verbindung seines 1. Direktors zu dem dem Regime verpflichteten Chef des Griechischen Archäologischen Dienstes wirkte sich zwar für die Tätigkeit des Instituts günstig aus, wird jedoch in den Fachkreisen wenig geschätzt» [Η στενή σχέση του πρώτου Διευθυντή του Ινστιτούτου με τον υποχρεωμένο στο καθεστώς Προϊστάμενο της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είχε βέβαια θετικές συνέπειες για τη δραστηριότητα του Ινστιτούτου, αλλά δεν κέρδισε την εκτίμηση στους κύκλους των αρχαιολόγων]. Υπαινικτικές αμυντικές δηλώσεις,31Ο Ulf Jantzen ανέφερε για τη συνεργασία του DAI Athen με τη γερμανική πρεσβεία επί λέξει τα εξής: «Die bisher praktizierte Form der vertrauensvollen Zusammenarbeit hat sich durchaus bewährt und sollte beibehalten werden. Gegenseitige Unterrichtung über Fakten und Personalien und jeweilige gegenseitige Unterstützung, um sich auf aktuellem kulturpolitischem Gebiet zu bestätigen, liegt nicht in der Arbeitsweise des DAI, dessen Beitrag zur kulturellen Werbung in der eigenen wissenschaftlichen Leistung besteht. Das Institut pflegt die internationalen Kontakte zur griechischen Archäologie, wie zu den sechs ausländischen archäologischen Instituten in Athen. Die Beziehungen haben sich in den letzten Jahren über die engen wissenschaftlichen Kontakte hinaus, teilweise zu persönlichen Freundschaften entwickelt» [Η βασιζόμενη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη συνεργασία που εφαρμόστηκε έως τώρα έχει δικαιωθεί πλήρως και πρέπει να διατηρηθεί. Η αμοιβαία ενημέρωση για στοιχεία και προσωπικά δεδομένα και η αμοιβαία υποστήριξη στο πεδίο της έμπρακτης πολιτιστικής πολιτικής δεν ανήκουν (ωστόσο) στη μέθοδο εργασίας του DAI Athen. Η συμβολή του στην προβολή του πολιτισμού εντοπίζεται στη δική του επιστημονική προσφορά. Το DAI μεριμνά για τις διεθνείς επαφές της ελληνικής αρχαιολογίας και, δη, με τα έξι ξένα αρχαιολογικά ινστιτούτα της Αθήνας. Οι σχέσεις αυτές, κατά τα τελευταία χρόνια, έχουν εξελιχθεί, πέρα από τις στενές επιστημονικές σχέσεις, εν μέρει σε προσωπικές φιλίες]. Βλ. και Archiv DAI Athen, Ordner K 15 B: DAI Korrespondenz 1952-75, Jantzen an Dr. J. Schmidt, Deutsche Botschaft, 26.01.1971. διαγραφή ονομάτων αρχαιολόγων με φρονήματα δημοκρατικά, όπως του Φώτη Πέτσα (βλ. και σημ. 43), η απουσία μέρους της επιστολογραφίας από το αρχείο του Ινστιτούτου υποδεικνύουν ως πολύ πιθανή την παροχή συνδρομής από τον Ulf Jantzen στις πολιτικές επιδιώξεις της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και στις διώξεις (δυσμενείς μεταθέσεις και αποκλεισμούς) των δημοκρατικών ελλήνων αρχαιολόγων, αν και ο ίδιος απέρριπτε τις κατηγορίες.32Archiv DAI Athen, Ordner K21: Bitten um Unterstützung, Desiderate, Allgem. Korrespondenz 1967-1970. Kommission für alte Geschichte und Epigraphik, München, an Prof. Herr Ulf Jantzen (DAI Athen), 01.07.1970. Η Επιτροπή ζητούσε κατάλογο των αρχαιολόγων που ενδιαφέρονταν να λάβουν μέρος στο Έκτο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής και Λατινικής Επιγραφικής στο Μόναχο (18–23.09.1972). Ο κατάλογος, με την υπογραφή του Michael Wörrle, περιείχε δύο ομάδες ελλήνων αρχαιολόγων. Τα ονόματα της πρώτης έχουν γραφεί με γραφομηχανή, της δεύτερης με το χέρι. Το όνομα «Ph. M. Petsas»έχει διαγραφεί και στους δύο καταλόγους. Η διπλή διαγραφή είχε σαφώς πολιτικά κίνητρα. Για τη μετάθεση του Φώτη Πέτσα (Πέτσα, 2013, 240· Τατάκη, 2013, 251).
Οι ελληνόφωνες εκπομπές Μονάχου και Κολωνίας
Σημαντικό κεφάλαιο των διμερών πολιτισμικών, διπλωματικών και επικοινωνιακών σχέσεων αποτελούν και οι ελληνόφωνες εκπομπές των ραδιοσταθμών Κολωνίας (Deutsche Welle) και Μονάχου33Σε έκθεση του προξένου του Μονάχου προς την ελληνική πρεσβεία στη Βόννη (ΙΑΥΕΚΥ 1970, Φ. 3, υποφάκ. 6, Β. Πρεσβεία εν Βόννη, ΒΔΓ400-865, Προς το ΥΕ, «Απόσπασμα εκθέσεως του εν Μονάχω προξένου από υπ’ αριθ. 3312/Β/7 έγγραφον της 28/9/69», 1) τονίζεται ότι ο Παύλος Μπακογιάννης «από την επαύριον της 21ης Απριλίου υιοθέτησε σαφώς γραμμήν αντεθνικήν και αντικυβερνητικήν, τόσον κατά την μετάδοσιν των ειδήσεων όσον και κατά το εβδομαδιαίον σχόλιόν της. Η φθοροποιός επίδρασις της εκπομπής, μεταδιδομένης δι’ ολοκλήρου του ραδιοφωνικού δικτύου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, επί του εθνικού φρονηματισμού των χιλιάδων Ελλήνων εργαζομένων είναι προφανής, μη δυναμένη να αντισταθμισθεί διά της κυκλοφορίας οιουδήποτε εντύπου». Ο Μπακογιάννης καταχωρίστηκε στη μαύρη λίστα των επικινδυνότερων αντιπάλων του καθεστώτος, καθώς, όπως εξηγούσε ο πρόξενος, «άλλοθεν αναληφθείσα προσπάθεια επηρεασμού και μεταστροφής του Έλληνος εκφωνητού ουδέν απέφερεν αποτέλεσμα»., οι οποίες, αποκαλύπτοντας το πραγματικό πρόσωπο της Χούντας, συνέβαλαν στην ορθή πολιτική διαφώτιση εγχώριων και απόδημων Ελλήνων. Η πολιτικοποίηση της ωριαίας εκπομπής της Deutsche Welle πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 1969, όταν ανέλαβε τις τύχες του σταθμού ο σοσιαλδημοκράτης Walter Steigner και τη σύνταξη των ειδήσεων ο δημοσιογράφος Κώστας Νικολάου. Η εκπομπή έγινε πολύ δημοφιλής και είχε τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα στην Ελλάδα. Οι εξαίρετοι συνεργάτες του Νικολάου, K. Παπούλιας, Β. Μαυρίδης, Β. Σακκάτος, Δ. Σαβράμης, Ι. Rosenthal-Kamarinea, Μ. Νικολινάκος, Ε. Τορόση και Α. Σχοινάς ̶ τα δηκτικά σχόλια του οποίου ενοχλούσαν ιδιαίτερα το καθεστώς ̶ , κάλυπταν όλο το πολιτικό φάσμα. Η πίεση της ελληνικής πρεσβείας στη Βόννη για «διορθώσεις» στο πρόγραμμα του ραδιοσταθμού άρχισε να αποδίδει καρπούς το καλοκαίρι του 1972, όταν ο Steigner δέχθηκε πρόσκληση του υπουργού Προπαγάνδας Σταματόπουλου να επισκεφθεί την Αθήνα. Ωστόσο, απέρριψε την προσφορά-δόλωμα της Χούντας για 15ήμερο ταξίδι αναψυχής στην Ελλάδα και επιπλέον αποσαφήνισε στους συνομιλητές του ότι η γενική γραμμή του σταθμού θα παρέμενε αναπόφευκτα αρνητική για το καθεστώς, όσο η χώρα δεν θα επέστρεφε στη δημοκρατία. Στη συνάντηση (12.07.1972) συμφωνήθηκε να αντικατασταθεί από την 01.10.1972 ο Νικολάου με τον ελληνομαθή Heyer στη σύνταξη των ειδήσεων, να επιδιωχθεί «αντικειμενικοποίηση» των εκπομπών, με την αποφυγή μειωτικών χαρακτηρισμών, και να υπάρχει επικοινωνία Σταματόπουλου-Steigner για την άμεση διευθέτηση τυχόν παρεξηγήσεων. Με αφορμή τη συμφωνία, η φιλοκαθεστωτική εφημερίδα Ακρόπολις σχολίασε με θριαμβευτικό ύφος τις εξελίξεις («Ο κ. Στάϊγκνερ, το Ελληνικό ουζάκι και το Γερμανικόν κύμα», Ακρόπολις, 16.07.1972, 2). Σε συνάντηση με τον νέο γερμανό πρέσβη Dirk Oncken (22.09.1972), ο Σταματόπουλος εξέφρασε ικανοποίηση για τον ήπιο τόνο που χαρακτήριζε πλέον το πρόγραμμα της DW. Θετικά εκφράστηκε για τη συμφωνία και ο νέος πρέσβης (25.09.1972). Ωστόσο, όπως έδειξε η συνέχεια, η ελληνόφωνη εκπομπή της DW, αν και υιοθέτησε πιο «κόσμια» γλώσσα και ηπιότερους τόνους, εξακολούθησε να επικρίνει τη Χούντα μέχρι την πτώση της, παραμένοντας ένα μαχητικό βήμα για την αντιδικτατορική αντίσταση και την ενημέρωση του ελληνικού λαού (E. Rondholz, 2007, 40-44· Φίλιας, 61997, 79-81). Όσον αφορά την ελληνόφωνη εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού του Μονάχου, το καθεστώς επιστράτευσε σειρά από επίσημα διαβήματα, παρασκηνιακές ενέργειες και άλλα μέτρα για να εξουδετερώσει ή να «διορθώσει» το περιεχόμενο των εκπομπών του: απειλές, εκβιασμούς, δωροδοκίες (Κατσούλης, 2010, 297),34Για τις απόπειρες εξαγοράς του Μπακογιάννη και την αντίστασή του [«Tür zu», στο: Der Spiegel 39 (23.09.1968), 58-60· «Aufwand für Veröffentlichungen», στο: Der Spiegel 45 (01.11.1976), 161-182 (177)]. παραστάσεις στη διοίκηση του σταθμού35Όταν ο υποδιευθυντής του Γραφείου Τύπου της Πρεσβείας Παναγιωτόπουλος επισκέφθηκε τους ισχυρούς άνδρες της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας Christian Wallenreiter και G. Bogner και παραπονέθηκε ότι ο Μπακογιάννης «εκτρέπεται εις αριστεράν πολιτικολογίαν» (30.01.1969), ο Wallenreiter του ανέγνωσε τον νόμο με βάση τον οποίο λειτουργούσε ο ραδιοσταθμός: «Τα προγράμματα πρέπει να διέπωνται από δημοκρατικόν φρόνημα, πολιτιστικήν συνείδησιν ευθύνης, ανθρωπισμού και αντικειμενικότητα, ως προς δε τα σχόλια, ταύτα βασίζονται επί της αρχής της ελευθεροτυπίας, ήτις είναι ηγγυημένη υπό του Γερμ. Συντάγματος» (ΙΑΥΕΚΥ, Φ. 3, υποφάκ. 6, ΒΓΠ Μονάχου, 13.03.1969, ΒΔΓ400-1222, Προς την εν Βόννη ΒΠ, «Περί ελληνικής εκπομπής Ραδιοφωνικού Σταθμού Μονάχου». Άκρως απόρρητον, 30.01.1969, «Επίσκεψις εις Βαυαρικήν Ραδιοφωνίαν», 1–2). και υψηλά ιστάμενους πολιτικούς, κρυφές συνομιλίες με «φίλους» του καθεστώτος, όπως ήταν ο διευθυντής της Βαυαρικής Καγκελαρίας Huber και ο υφυπουργός Οικονομικών της Βαυαρίας Franz Sackmann,36Ο αξιωματούχος αυτός προέβη τον Νοέμβριο του 1968 σε παράσταση προς τον Γενικό Διευθυντή της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, υποστηρίζοντας την άποψη ότι «ο εχθρικός διά την Ελληνικήν κυβέρνησιν χαρακτήρ της εν λόγω εκπομπής παρεμποδίζει την ανάπτυξιν των Ελληνογερμανικών σχέσεων και, κατά συνέπειαν, ούτω παραβλάπτονται Βαυαρικά οικονομικά συμφέροντα» (IAYEΚΥ, Φ. 3, υποφάκ. 6, ΒΓΠ Μονάχου, Μόναχον, 29.11.1968, ΒΔΓ400-1105, Προς την εν Βόννη ΒΠ. Υπογράφει ο Γενικός Πρόξενος Ν. Ε. Αθανασίου). καθώς και αντίμετρα πολιτιστικής διπλωματίας. Η επιτυχία αυτής της πείσμονος και διαρκούς προσπάθειας, η οποία επιβάρυνε το κλίμα στις διμερείς σχέσεις, παρέμεινε περιορισμένη, επειδή προσέκρουε στο καταστατικό των σταθμών, το οποίο όριζε ότι ο ραδιοσταθμός της Βαυαρίας, όπως και η Deutsche Welle, αποτελούσε οργανισμό με ανεξαρτησία και ελεύθερη λειτουργία, εδραζόμενη στο Σύνταγμα και στη νομοθεσία περί Τύπου και ΜΜΕ (Βουκελάτος, 2003, 276-277). Ωστόσο, η προσήλωση στην ελεύθερη και πολιτικά αδέσμευτη ενημέρωση της κοινής γνώμης περιορίστηκε αισθητά όταν η ελληνική κυβέρνηση πραγματοποίησε τις απειλές της και ανέστειλε παραγγελίες προς δυτικογερμανικές εταιρείες (1972). Τότε μερικοί πολιτικοί των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), όπως οι Walter Scheel και Hans-Dietrich Genscher, καθώς και η κυβέρνηση της Βαυαρίας, επιτέθηκαν κατά μέτωπο στον ραδιοσταθμό. Υπό το βάρος των πιέσεων, ο διευθυντής Christian Wallenreiter κι ο στενός του συνεργάτης Walter von Cube υποχώρησαν και κατάργησαν τα πολύ αιχμηρά πολιτικά σχόλια στο πλαίσιο των ξενόγλωσσων εκπομπών για την Ελλάδα και την Ισπανία. Έτσι, υπό την πίεση των μεσογειακών δικτατοριών και των δυτικογερμανών φίλων τους, η ανεξαρτησία του σταθμού περιορίστηκε σημαντικά (Sala, 2009). Η αλλαγή πλεύσης επιβεβαίωσε για μία ακόμη φορά το δίλημμα που βασάνιζε συνολικά τη γερμανική πολιτική έναντι του απριλιανού καθεστώτος και κατέδειξε την αλληλεπίδραση πολιτικής, οικονομίας και πολιτισμού.
Χορήγηση υποτροφιών και Μεικτή Πολιτιστική Επιτροπή
Σημαντικό όχημα προώθησης των στόχων της εξωτερικής πολιτιστικής πολιτικής της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας αποτελούσε η χορήγηση υποτροφιών σε έλληνες φοιτητές από φορείς όπως η DAAD και τα Ιδρύματα Friedrich-Ebert και Alexander von Humboldt, καθώς οι υπότροφοι γίνονταν πρεσβευτές της ελληνογερμανικής συνεργασίας και φιλίας (DAAD Jahresbericht 1967· 1968· 1969· 1970· 1971· 1972· 1973). Παράλληλα, με τις υποτροφίες η ελληνική νεολαία μπόρεσε να ξεφύγει από την πίεση και καταπίεση της Χούντας, να εξελιχθεί επαγγελματικά και να εκφραστεί ελεύθερα στα δυτικογερμανικά πανεπιστήμια, ενώ το Berliner Künstlerprogramm [Πρόγραμμα Φιλοξενίας Καλλιτεχνών στο Βερολίνο] δέχθηκε ταλαντούχους έλληνες συγγραφείς και καλλιτέχνες, ως επί το πλείστον γεννημένους στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ωστόσο, η πολιτική δραστηριότητα των υποτρόφων προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες του καθεστώτος και «υποχρέωσε» τον υπουργό Εξωτερικών Willy Brandt να απευθύνει παραινέσεις προς το Ίδρυμα Friedrich-Ebert (Φλάισερ, 2016, 363-364). Οι προβλεπόμενες από την Πολιτιστική Συμφωνία του 1956 διμερείς επιστημονικές ανταλλαγές περιορίστηκαν αρκετά από την κατασταλτική ακαδημαϊκή πολιτική της Χούντας και τις ανακλήσεις αντιφρονούντων ελλήνων φοιτητών, οι οποίοι σπούδαζαν στην ΟΔΓ. Η στάση της Χούντας υπαγορευόταν, κυρίως, από πολιτικά κίνητρα, και αυτό αντέφασκε κραυγαλέα με την ιταμή απαίτησή της για διαχωρισμό της πολιτικής από τον πολιτισμό, απαίτηση που προβλήθηκε στις 26.08.1969 από τον πρέσβη Βεϊνόγλου, διευθυντή του πολιτιστικού τμήματος του Υπουργείου Εξωτερικών37Σε ασυνήθιστα οξύ τόνο ο πρέσβης Βεϊνόγλου επισήμανε ότι οι πρόσφατες διαμαρτυρίες πανεπιστημιακών της ΟΔΓ για απολύσεις, διώξεις και συλλήψεις ελλήνων πανεπιστημιακών έπλητταν τις αμοιβαίες σχέσεις, καθώς ήταν αδύνατο να μην επηρεάσουν την κοινή γνώμη στην ΟΔΓ, ενώ αποτελούσαν άκρως ανεπιθύμητη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις ενός φίλιου κράτους. Ως εκ τούτου, ο πρέσβης συνέστησε στη γερμανική πλευρά να απομακρύνει τα πολιτικής υφής κίνητρα από τον χώρο του πολιτισμού. Στην παρατήρηση του αρμόδιου επί των πολιτιστικών τμηματάρχη της δυτικογερμανικής πρεσβείας, με τον οποίο συνομιλούσε, ο Βεϊνόγλου απάντησε ότι ήταν κατανοητό το ενδιαφέρον των γερμανικών πανεπιστημίων για την τύχη ελλήνων καθηγητών, με τους οποίους διατηρούσαν, κατά παράδοση, στενές σχέσεις. Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι η διακυβέρνηση της χώρας ήταν ένα θέμα στο οποίο οι πολίτες ήταν αναγκαίο να προσαρμόζονται, αντί να αντιδρούν με «ακατάλληλες», κατά κανόνα, μεθόδους, όπως με βομβιστικές επιθέσεις, και προειδοποίησε ότι οι γερμανικές διαμαρτυρίες θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τη θέση των συλληφθέντων (ΡΑΑΑ, Β 26/420, B 97/458, Botschaft der BRD Athen I A 4-82, Bericht Nr.563/69, Athen, den 26.08.1969, an das AΑ, Betr.: Deutsch-griechisches Verhältnis, 1–2)., με αφορμή το αίτημα της δυτικογερμανικής πλευράς για αναβολή της συνεδρίας της Μεικτής Πολιτιστικής Επιτροπής.38Σύμφωνα με την πολιτιστική ή μορφωτική σύμβαση ή συμφωνία του 1956, η Μεικτή Πολιτιστική Επιτροπή ή Μόνιμη Μεικτή Επιτροπή [Ständiger Gemischter Ausschuß] αποτελούταν από οκτώ μέλη, εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν Έλληνες και οι άλλοι τέσσερις Γερμανοί. Η Επιτροπή, η οποία ήταν αρμόδια για την εκτέλεση της σύμβασης, συνερχόταν όποτε ήταν αναγκαίο και σε κάθε περίπτωση, ανά διετία, εκ περιτροπής στη μία και στην άλλη χώρα. Υπαγορευόταν, όμως, παράλληλα και από μια λογική αλαζονείας και ισχύος, η οποία περιφρονούσε έμπρακτα την ακαδημαϊκή νομιμότητα της ΟΔΓ. Τα αναφυόμενα εμπόδια που δυσχέραιναν τη συνεργασία θα μπορούσαν εντέλει να αναχθούν στον αυταρχισμό και στις αντίστοιχες πρακτικές του απριλιανού καθεστώτος. Το επίπεδο των επιστημονικών ανταλλαγών, οι οποίες μέχρι το έτος 1971 χώλαιναν με αποκλειστική ευθύνη της Χούντας, βελτιώθηκε με την αποφασιστική παρέμβαση του δυτικογερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, η οποία απέβλεπε στην ενίσχυση των σχέσεων των ΑΕΙ της ΟΔΓ με έλληνες φοιτητές και πανεπιστημιακούς.39Ειδικά στο διάστημα 1972–1973 οι ανταλλαγές βελτιώθηκαν αισθητά, παρά τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις (κατάληψη Νομικής, κίνημα πολεμικού ναυτικού κ.λπ.). Αυξήθηκαν οι προσκλήσεις γερμανών καθηγητών από έλληνες συναδέλφους τους για συμμετοχή σε συνέδρια. Στην ενίσχυση των πνευματικών ανταλλαγών συνέβαλε και η πρεσβεία της ΟΔΓ διαμεσολαβώντας ώστε να επιτευχθούν συνεργασίες και επαφές μεταξύ καθηγητών, επιστημόνων, καλλιτεχνών, εκδοτών, παιδαγωγών, τεχνικών και δημοσιογράφων των δύο χωρών (ΡΑΑΑ, B 26/101424, den 13.09.1973, Landesbericht Griechenland: VI. Deutsch-griechische Kulturbeziehungen, 22–23). Η κατάσταση άλλαξε άρδην μετά την ανατροπή Παπαδόπουλου, καθώς το καθεστώς Ιωαννίδη ενίσχυσε την πολιτική και πολιτισμική απομόνωση της χώρας από το εξωτερικό.
Γερμανοελληνικές εταιρείες
Στον χώρο των γερμανοελληνικών εταιρειών τέθηκε με έμφαση το ζήτημα της σχέσης πολιτισμού και πολιτικής, το οποίο στην πράξη εμφανίστηκε ως πρόβλημα σχέσης των εταιρειών με το δικτατορικό καθεστώς. Οι απαντήσεις που δόθηκαν στο ερώτημα αυτό απεικονίζονται στην εξέλιξη του περιοδικού Hellenika. Έτσι, ενώ το 1967 το περιοδικό υιοθέτησε στάση αναμονής έναντι της «τομής» της 21ης Απριλίου 1967, ήδη στο πρώτο τεύχος του 1968 προστέθηκαν οι ενημερωτικές στήλες «Ειδήσεις από τη Γερμανία» και «Ειδήσεις από την Ελλάδα». Απώτερος στόχος ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας και του κράτους Δικαίου στην Ελλάδα με το σκεπτικό ότι ο γερμανικός φιλελληνισμός προϋπέθετε το δημοκρατικό στοιχείο ως βάση σύνδεσης των δύο λαών. Υπό το βάρος οικονομικών δυσχερειών και της σφοδρής κριτικής των φιλοχουντικών μελών και προέδρων της Ένωσης και με στόχο την αποτροπή της διάσπασής της, αποφασίστηκε η συντηρητική αναδόμηση του περιεχομένου του περιοδικού. Έτσι, το έτος 1972 απαλείφθηκαν οι επίμαχες στήλες, ενώ το έτος 1973 το περιοδικό κυκλοφόρησε με νέα δομή (Sösemann, 1994, 492–497).
Εκπαιδευτική πολιτική της Χούντας για τους απόδημους Έλληνες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
Οι ελλιπείς γνώσεις μας για το αντικείμενο αυτό θα μπορούσαν να εμπλουτισθούν από τη διερεύνηση των αρχείων του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας, τα οποία όμως παραμένουν απροσπέλαστα στους ερευνητές. Σε γενικές γραμμές το καθεστώς των συνταγματαρχών επιδίωκε τον πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο των αποδήμων με τη βοήθεια μιας εκπαίδευσης βασιζόμενης στο συντηρητικό τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Για την υλοποίηση του σκοπού αυτού, οι αποσπάσεις από την Ελλάδα αφορούσαν αποκλειστικά εθνικόφρονες ιερείς, δασκάλους και καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, οι οποίοι θα αποτελούσαν τους διαμεσολαβητές της ιδεολογίας της Χούντας στους μαθητές.40Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οπόταν στην ΟΔΓ ζούσαν ήδη 395.00 εργάτες και 4.000 φοιτητές από την Ελλάδα, εργάζονταν εκεί 400 έλληνες δημοδιδάσκαλοι [«Dem Araber – dem ist nicht zu trauen», στο: Der Spiegel 39 (18.09.1972), 24–34, (31)· «Ankommen mit der Nostalgia im Gepäck», URL: https://lebenswege.rlp.de/de/sonderausstellungen/50-jahre-anwerbeabkommen-deutschland-griechenland/ankommen-mit-der-nostalgia-im-gepaeck/].
Αυτό προκάλεσε συγκρούσεις στις σχέσεις των διπλωματικών αρχών με τις δημοκρατικές οργανώσεις των απόδημων Ελλήνων και τριβές στις σχέσεις τους με τις γερμανικές αρχές. Ένα άλλο στοιχείο της πολιτικής αυτής ήταν οι ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις των ελληνικών αρχών σε ζητήματα διδασκαλίας, σχολικής μέριμνας και επιτήρησης των ελλήνων εκπαιδευτικών.41Οι πηγές αναφέρουν σποραδικά ιερείς με δημοκρατικά φρονήματα που συγκρούστηκαν με το καθεστώς. Ο μητροπολίτης Πολύευκτος με επιστολή του επέπληττε τον αρχιμανδρίτη και εφημέριο της ενορίας Ανόβερου Καπετανάκη για συμμετοχή σε συγκεντρώσεις και για τις εν γένει πολιτικές του δραστηριότητες, καθώς και για την κατ’ εντολή του παράλειψη του Πολυχρονίου στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας (ΙΑΥΕ, Φ. 42, υποφάκ. 6, Α 022-79, 10.05.1967: «Ο Γερμανίας Πολύευκτος αποστέλλει επιστολήν εις τον αρχιμανδρίτην Αννοβέρου Καπετανάκην»). Ο πρέσβης Αλέξης Κύρου επιβεβαίωσε τη συμμετοχή του Καπετανάκη στην αντιχουντική συγκέντρωση στο Αννόβερο στις 23.04.1967 (IAYΕ, Φ. 42, υποφάκ. 6, Α022-76, Β. Πρεσβεία εν Βόννη, Βόννη, Προς ΥΕ, 06.06.1967). Ένας άλλος «αναρχικός», ο πρωθιερέας Κοντομέρκος, ο οποίος είχε πέσει στη δυσμένεια του πρέσβη Αλέξη Κύρου, παγιδεύτηκε από το καθεστώς και ταξίδεψε στην Αθήνα, την οποία δεν του επιτράπηκε έκτοτε να εγκαταλείψει [«Weh dir», Der Spiegel, 31 (29.07.1968), 76-77]. Στα προαναφερόμενα ζητήματα οι διαμαρτυρίες των ελλήνων γονέων υπήρξαν διαρκείς και έντονες.42Παραθέτουμε δύο παραδείγματα: Στα τέλη Μαΐου του 1971, οι απόδημοι έλληνες εργάτες ενώπιον της Πολιτιστικής Επιτροπής της Βουλής της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας κατηγόρησαν τους έλληνες διπλωμάτες για ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις στα ελληνικά σχολεία (ΡAAA, B 26/101429, IV 4-80.10/1-94.08, Bonn, den 27.09.1971, An das Referat I A, Betr.: Schulische Betreuung der Kinder griechischer Gastarbeiter, hier: Demarche des griechischen Botschafters wegen eines Artikels in der Zeitschrift DasParlament, 1–3). Στις 21.08.1971 το περιοδικό DasParlament δημοσίευσε άρθρο ομάδας εργασίας αποτελούμενης από έλληνες εργάτες, το οποίο υπογράμμιζε: «Die schwierige Schulsituation für die griechischen Kinder ist nicht nur auf den Mangel an Deutschlehrern zurückzuführen. Der Versuch der griechischen Botschaft in Zusammenarbeit mit ihren Konsulaten, die griechischen Lehrer und Eltern unter Druck zu setzen, sich den Anordnungen des Militärregimes zu fügen, ist unerträglich. Es wird verlangt, den Unterricht so zu gestalten, dass die Kinder täglich auf das faschistische Regime eingeschworen werden. Die Botschaft erklärt die griechischen Klassen in deutschen Schulen widerrechtlich zu griechischen Schulen und verändert deutsche Zeugnisse mit eigenen Siegeln. Sie verlangt von den griechischen Lehrern die Missachtung deutscher Richtlinien». [Η δύσκολη από σχολικής πλευράς κατάσταση των ελληνοπαίδων δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην έλλειψη δασκάλων της Γερμανικής. Η προσπάθεια της ελληνικής πρεσβείας, σε συνεργασία με τα προξενεία, να θέσουν υπό πίεση έλληνες μαθητές και γονείς, ώστε να υποταχθούν στις εντολές του στρατιωτικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Η πρεσβεία απαιτεί να διαμορφώνεται το μάθημα έτσι, ώστε καθημερινά τα παιδιά να ορκίζονται πίστη στο φασιστικό καθεστώς, αναβαθμίζει παρανόμως τις ελληνικές τάξεις των γερμανικών σχολείων σε ελληνικά σχολεία, παραποιεί τα γερμανικά πιστοποιητικά σπουδών με την προσθήκη ιδίας σφραγίδας και επιβάλλει στους έλληνες δασκάλους να παραβλέπουν τις γερμανικές παιδαγωγικές κατευθυντήριες γραμμές]. Το περιεχόμενο του δημοσιεύματος επιχείρησε να διαψεύσει ο πρέσβης, ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε η πρεσβεία έθεσε υπό πίεση δασκάλους ή μαθητές, και παρακάλεσε το αρμόδιο τμήμα του ΥΕ να ασκήσει πίεση στην υπηρεσία Bundeszentrale für politische Bildung, ώστε να μην επιτραπεί η δημοσίευση τέτοιων άρθρων στο μέλλον (ΡAAA, B 26/101429, Bonn, den 10.09.1971, An Herrn Referatsleiter I A 4, [Betr.: Schulische Betreuung der Kinder griechischer Gastarbeiter, 1–2).
Αντίθετα, οι αντιδράσεις της δυτικογερμανικής πλευράς στο πλαίσιο της Μεικτής Πολιτιστικής Επιτροπής παρέμεναν ουδέτερες, ήπιες και εκτονωτικές.43Με το θέμα «Σχολική μέριμνα για παιδιά ελλήνων εργατών» ασχολήθηκε το Τμήμα IV του ΥΕ της ΟΔΓ και κατέληξε σε πορίσματα που περιγράφουν μια ήπια και ουδέτερη στάση στη διαμάχη της Χούντας με τους απόδημους έλληνες εργάτες. Συγκεκριμένα: 1. Οι γερμανικοί εκπαιδευτικοί θεσμοί ισχύουν και για τους ξένους χωρίς περιορισμό. 2. Στις ελληνικές τάξεις το μάθημα ακολουθεί δυτικογερμανικές κατευθυντήριες γραμμές. 3. Η ελληνική πλευρά έχει το δικαίωμα να διορίζει επιθεωρητές για τη διαχείριση προβλημάτων μαθητικής μέριμνας. 4. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το κατά πόσο η πρεσβεία θέτει υπό πίεση δασκάλους και μαθητές. 5. Η υποχρέωση των μαθητών να ορκίζονται πίστη στο καθεστώς προκύπτει από το περιεχόμενο των ελληνικών σχολικών βιβλίων, σ’ αυτό, δε, μπορεί να παρέμβει η γερμανική πλευρά. 6. Δεν υπάρχουν αποδείξεις για παράνομες ενέργειες της πρεσβείας, π.χ., παραποίηση εγγράφων κ.λπ. (ΡAAA, B 26/101429, Schulische Betreuung der Kinder griechischer Gastarbeiter, 27.09.1971, 2–3). Αποσπάσματα με αντιδραστικό ιδεολογικό περιεχόμενο από τα σχολικά βιβλία της Χούντας παρουσιάστηκαν στο άρθρο «Griechische Rasse» του περιοδικού Der Spiegel 6 (01.02.1971, 18).
Συγχρόνως, όμως, η γερμανική πλευρά, επικαλούμενη την αρχή της ακαδημαϊκής και πνευματικής ελευθερίας, προστάτευσε με αποφασιστικότητα και συνέπεια τους έλληνες δασκάλους και καθηγητές (προφανώς αποσπασμένους προ της 21ης Απριλίου 1967), καθώς και τους φοιτητές, οι οποίοι είχαν στοχοποιηθεί από το απριλιανό καθεστώς και κινδύνευαν με ανάκληση.
Ενημερωτικά ταξίδια
Για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους το καθεστώς έλαβε μέτρα ενίσχυσης του δυτικογερμανικού τουρισμού στην Ελλάδα και ενθάρρυνε τα λεγόμενα «ενημερωτικά ταξίδια», τα οποία συνιστούσαν ένα είδος «πολιτικού τουρισμού» και στα οποία συμμετείχαν πολιτευτές των συντηρητικών κομμάτων CDU και CSU και μέλη της φίλα προσκείμενης κυβέρνησης του κράτους της Βαυαρίας, η οποία δεν συμφωνούσε με την πολιτική απομόνωσης της Χούντας, αλλά και στελέχη της δυτικογερμανικής οικονομίας και συντηρητικοί δημοσιογράφοι.44Σ’ ένα χαρακτηριστικό «ενημερωτικό ταξίδι» στην Ελλάδα, τον Αύγουστο του 1968, συμμετείχαν τρεις βουλευτές από το CDU και τρεις από το FDP, οι οποίοι ταξίδεψαν με τις συζύγους τους κατόπιν προσκλήσεως ενός αμερικανικού πρακτορείου, το οποίο είχε αναλάβει μια πολυδάπανη εκστρατεία προβολής της Χούντας. Οι επισκέπτες απέφυγαν επισκέψεις στη Γυάρο και τη Λέρο, καθώς και συναντήσεις με γηραιούς πολιτικούς, αλλά δεν παρέλειψαν να ευχαριστήσουν το καθεστώς με μία υμνητική για τον Παττακό ανακοίνωση [«Dummes Salz», στο: Der Spiegel 33 (12.08.1968), 19–21]. Η προπαγανδιστική αξιοποίηση της επίσκεψης προκάλεσε αλγεινή εντύπωση στην κοινή γνώμη της ΟΔΓ (PAAA B 26/421, 20.08.1969, 2).: «Es könnte im Übrigen daran erinnert werden, dass die Reise von sechs Bundestagsangeordneten im vergangenen Sommer, die von der Regierung in Athen propagandistisch ausgenutzt wurde, in Deutschland eine sehr schlechte Presse hatte». [Κατά τα άλλα πρέπει να θυμίσουμε ότι το ταξίδι έξι βουλευτών το περασμένο καλοκαίρι, το οποίο αξιοποιήθηκε προπαγανδιστικά από την κυβέρνηση της Αθήνας, προκάλεσε στη Γερμανία πολύ άσχημη εντύπωση].
Προς τούτο το καθεστώς, στο πλαίσιο της μακιαβελικής λογικής «με το χρήμα μπορούμε να εξαγοράσουμε τους πάντες», αξιοποίησε τις αδρά πληρωμένες υπηρεσίες διεθνών οίκων και διέθεσε μεγάλα ποσά για δωρεάν ταξίδια αναψυχής στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα τη δημοσιογραφική προβολή της Χούντας και τη σύναψη επωφελών οικονομικών συμφωνιών. Εκτός των ψευδεπίγραφων υπήρχαν και αυθεντικά ενημερωτικά ταξίδια με πρωταγωνιστές βουλευτές του SPD, οι οποίοι συχνά συγκρούστηκαν με στελέχη του καθεστώτος και προέβησαν σε αποκαλύψεις για τον πραγματικό του χαρακτήρα.45Οι τρεις σοσιαλδημοκράτες βουλευτές επισκέφθηκαν την Ελλάδα, στα μέσα Φεβρουαρίου 1968, χωρίς τη συνοδεία συζύγων και με έξοδα του SPD. Επρόκειτο για ένα αυθεντικό, όχι ψευδεπίγραφο «ενημερωτικό ταξίδι». Οι βουλευτές συνομίλησαν στις 15.02.1968, παρόντος και του Schlitter, με τους υπουργούς Μακαρέζο και Πιπινέλη και άλλα μέλη της κυβέρνησης (Μακεδονία, 15.02.1968, 8). Την επομένη συναντήθηκαν με τον Στυλιανό Παττακό. Αρχικά έγιναν δεκτοί με ασυνήθιστη οικειότητα, αλλά, όταν ζήτησαν να μάθουν πότε θα αρθεί ο στρατιωτικός νόμος, είδαν το πραγματικό πρόσωπο της Χούντας. Όπως εύστοχα επισήμανε το περιοδικό Der Spiegel 9 («Platz des Jammerns», 26.02.1968, 28–29), ο αντιπρόεδρος επέπληξε τους επιφανείς ξένους, «σαν να ήταν ανυπότακτοι νεοσύλλεκτοι», και καταλόγισε σ’ αυτούς πρόθεση ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας και δημιουργίας ενός δεύτερου Βιετνάμ. Παρά ταύτα, οι βουλευτές, με διαμεσολάβηση του πρέσβη, μπόρεσαν να επισκεφθούν τα στρατόπεδα Γυάρου και Λέρου, όπου διαπίστωσαν τις κακές συνθήκες διαβίωσης και τον ψυχολογικό καταναγκασμό των κρατουμένων (AAPD 1968, Nr. 2: Botschafter Schlitter an Staatssekretär Duckwitz Z B 6-1-10049/68, geheim, Fernschreiben Nr. 6, Für den Staatssekretär, 04.01.1968, betr.: Beziehungen zur griechischen Regierung, 6 και σημ. 5).
Παρά την αρνητική διαφήμιση των δυτικογερμανικών ΜΜΕ, οι προσπάθειες της Χούντας στον τομέα του τουρισμού στέφθηκαν από επιτυχία, καθώς, μετά το χρονικό διάστημα 1967-1968, το τουριστικό ρεύμα από τη Δυτική Γερμανία ενισχυόταν συνεχώς με εξαίρεση την περίοδο Ιωαννίδη. Αντίθετα, η προβολή που εξασφάλισε η Χούντα από γερμανούς «φίλους» δεν μπόρεσε να εξισορροπήσει τη γενικότερη αρνητική εικόνα του καθεστώτος στην ΟΔΓ ούτε να επηρεάσει την ψυχρή πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης προς το καθεστώς.
Συμπεράσματα: μια αποτίμηση της πολιτιστικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα
Αποτιμώντας την πολιτιστική πολιτική της ΟΔΓ έναντι της Ελλάδας επί δικτατορίας, ο Fleischer επικρίνει τον καιροσκοπισμό της πολιτικής των ίσων αποστάσεων που εφάρμοσε η Βόννη έναντι των συνταγματαρχών και των θυμάτων τους, προκαλώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, δυσαρέσκειες και στις δύο πλευρές. Προτείνει, όμως, να δείξουμε επιείκεια στις κρίσεις μας γι’ αυτήν την πολιτική, παρομοιάζοντας τη δυσχέρεια του εγχειρήματος με αυτήν του τετραγωνισμού του κύκλου. Μια ανάλογη θετική και επιεική στάση για τη γερμανική πολιτιστική πολιτική προς την Ελλάδα στην περίοδο της δικτατορίας φαίνεται ότι υιοθέτησαν μεταπολιτευτικά ο ελληνικός λαός και η πολιτική του ηγεσία, κρατώντας στη μνήμη τους περισσότερο τις φωτεινές στιγμές αυτής της πολιτικής και τη συχνή έκφραση αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό, η οποία εκδηλώθηκε με τη γερμανική συνδρομή στη φυγάδευση Μαγκάκη, στις εκπομπές της DW και του σταθμού του Μονάχου, στην ομιλία του Grass, στη στάση και τις εκδηλώσεις του Ινστιτούτου Γκαίτε και σε τόσες άλλες περιπτώσεις. Έτσι, κατά παράδοξο τρόπο, η ζοφερή για τον ελληνικό λαό περίοδος της Χούντας των συνταγματαρχών (1967–1974) αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη των ελληνογερμανικών σχέσεων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα αισθήματα ευγνωμοσύνης του ελληνικού λαού προς την ΟΔΓ γι’ αυτήν τη στάση συνέβαλαν στην υπέρβαση της ρήξης, την οποία είχε προκαλέσει η βάρβαρη ναζιστική Κατοχή, και στην ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων των δύο λαών.