Ο Καρλ Ντίτεριχ (Karl Dieterich, 1869–1935) ήταν γερμανός βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής.
Ο Ντίτεριχ, γόνος εμπόρου από το Βερολίνο, παρακολούθησε μαθήματα νέων ελληνικών από τον Ιωάννη Μητσοτάκη στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών, και στη συνέχεια σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου συγκριτική γλωσσολογία και σύγχρονες γλώσσες την περίοδο 1890–1895. Έπειτα, κατά τα έτη 1895-1898, μαθήτευσε δίπλα στον Karl Krumbacher στο Μόναχο, σπουδάζοντας την ακόμη νεαρή επιστήμη της μεσαιωνικής και νεοελληνικής φιλολογίας. Το 1898 ανακηρύχτηκε διδάκτωρ με την διατριβή Έρευνες στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας από την ελληνιστική περίοδο μέχρι τον 10ο αιώνα (Untersuchungen zur Geschichte der griechischen Sprache von der hellenistischen Zeit bis zum X. Jahrhundert).
Στο Μόναχο ο Ντίτεριχ γνώρισε μέσω του ελληνιστή John Schmitt τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, και είχε επαφές και με άλλους λογοτέχνες της Γενιάς του 1880 όπως ο Κώστας Πασαγιάννης, ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο Γιάννης Καμπύσης. Οι επαφές αυτές έγιναν στενότερες και οι σχέσεις βάθυναν το 1898, όταν ο Ντίτεριχ παρέμεινε επί μακρό χρονικό διάστημα για έρευνα στην Αθήνα, συχνάζοντας στα λογοτεχνικά σαλόνια του Κωστή Παλαμά και της Καλιρρόης Παρρέν.
Μετά την υφηγεσία του στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας (1909) εργάστηκε εκεί –στην αρχή ως υφηγητής και από το 1922 ως την συνταξιοδότησή του το 1935 ως έκτακτος καθηγητής με αντικείμενο την Μεσαιωνική και Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία. Η δραστηριότητά του αυτή διακόπηκε τα έτη 1916–1918, κατά τα οποία ο Ντίτεριχ εργάστηκε πρώτα ως γραμματέας και διευθυντής τομέα στο Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στο Σαράγιεβο, κι ακολούθως ως διερμηνέας στη Σχολή Διερμηνέων στο Βερολίνο. Το 1917 συμμετείχε στην αποστολή διανοουμένων και επιστημόνων με ελληνικά αντικείμενα ενδιαφέροντος, οι οποίοι πήγαν κατά τη διάρκεια του Α΄ΠΠ στο Γκέρλιτς (Görlitz) για γλωσσολογικές, μουσικολογικές και άλλες μελέτες, αξιοποιώντας τη στάθμευση ενός ελληνικού στρατεύματος. Το Επίτομο λεξικό της νεοελληνικής ομιλούμενης και γραπτής γλώσσας (Taschenwörterbuch der neugriechischen Umgangs- und Schriftsprache) εθεωρείτο για καιρό ως έργο αναφοράς και κυκλοφορούσε σε διαρκείς επανεκδώσεις.
Τόσο ως ερευνητής όσο και ως διαμεσολαβητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας και γλώσσας ο Ντίτεριχ εκπροσωπούσε σαφώς τις θέσεις των δημοτικιστών όπως και της λογοτεχνικής Γενιάς του 1880, η οποία τασσόταν υπέρ μιας ρεαλιστικής τέχνης, μιας τέχνης προσανατολισμένης στον σύγχρονο ελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Στο έργο του Ιστορία της βυζαντινής και νεοελληνικής λογοτεχνίας (1902) ο Ντίτεριχ επιστεγάζει τον αυτοπροσδιορισμό αυτής της γενιάς στην ιστορία της λογοτεχνίας, προβάλλοντας ιδιαίτερα την μέχρι τότε παραγνωρισμένη παράδοση της δημοτικής ποίησης και της επτανησιακής λογοτεχνίας, και αναβαθμίζοντάς τες έτσι έναντι του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Παράλληλα με το επιστημονικό του έργο, ο Ντίτεριχ αφιερώθηκε και ως μεταφραστής στην προώθηση των συγγραφέων της Νέας Αθηναϊκής Σχολής: το 1907 κυκλοφόρησε η συλλογή Griechische Volkserzählungen (Ελληνικά Δημοτικά Διηγήματα) του Ανδρέα Καρκαβίτσα, και γύρω στο 1910 η συλλογή Neugriechiche Erzählungen (Νεοελληνικά διηγήματα) με μεταφράσεις που ο Ντίτεριχ είχε δημοσιεύσει σε διάφορα περιοδικά από το 1890 και ύστερα. Ως το σημαντικότερο προϊόν της μεταφραστικής του δραστηριότητας θεωρείται σήμερα η ανθολογία Neugriechische Lyriker (Νεοέλληνες ποιητές), με εισαγωγή του Γκέρχαρντ Χάουπτμαν (Gerhard Hauptmann), η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε το 1928 και επανεκδόθηκε ήδη το 1931 σε αναθεωρημένη μορφή, η οποία αποτελεί «την πρώτη απόπειρα κανονικοποίησης της σύγχρονης ελληνικής ποίησης στη δημοτική για το γερμανικό αναγνωστικό κοινό.» (Μητσού 2010, 243)
Μετάφραση από τα γερμανικά: Αντώνης Οικονόμου