Τα Δοκίμια της Επιτομής διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες, τις Μικροϊστορίες (θεματικά και χρονικά εστιασμένες μελέτες περίπτωσης), τις Μακροδιαδικασίες (πρακτικές διαμεσολάβησης, δίκτυα, πολιτικές και δομές), τα Μετα-αφηγήματα (έννοιες, ερμηνευτικά σχήματα, στερεότυπα) και τις Παρουσιάσεις (λ.χ. ερευνητικά προγράμματα ή και βιβλιοκρισίες).
Τα εγκυκλοπαιδικά Άρθρα προσφέρουν σύντομες πληροφορίες για πρόσωπα, θεσμούς, τόπους, μέσα και αντικείμενα των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων.
Οι Φάκελοι συγκεντρώνουν επιλεγμένα δοκίμια και άρθρα ώστε να προσφερθεί εποπτική εικόνα για συγκεκριμένες θεματικές ενότητες.
Νέα δοκίμια
Ελληνογερμανικές διασυνδέσεις αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησε η προσπάθεια επαναπροσέγγισης της Ελλάδας και της Δυτικής Γερμανίας, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ελληνογερμανικό δίκτυο αρχιτεκτόνων που αναπτύχθηκε σε αυτήν τη συγκυρία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το δοκίμιο επιχειρεί να αναδείξει πρόσωπα-κλειδιά και μικρο-ιστορίες αυτού του δικτύου με χαρακτηριστική σημασία για την ελληνική και γερμανική μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Οι επαφές ελλήνων αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, όπως ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης ή ο Προκόπης Βασιλειάδης, με γερμανούς συναδέλφους τους, όπως ο Werner Hebebrand (καθηγητής και ανώτατος πολεοδομικός διευθυντής [Oberbaudirektor] του Αμβούργου) και ο Sep Ruf (καθηγητής αρχιτεκτονικής στην Ακαδημία του Μονάχου και προσωπικός φίλος του Ludwig Erhard) διαμόρφωσαν ένα πλέγμα σχέσεων και δράσεων, μάλλον άγνωστο στη σχετική έρευνα, καθώς οι ιδέες και τα σχέδια που διακινούνταν σε μεγάλο βαθμό δεν πραγματοποιήθηκαν. Το σύνθετο αυτό πλέγμα επιχειρούμε να κατανοήσουμε και να ξεδιαλύνουμε, ακολουθώντας κυρίως τη δραστηριότητα και τις επαφές του Δεσποτόπουλου, του οποίου οι μακροχρόνιες προσπάθειες και οι διασυνδέσεις που έκανε όσο ήταν στη Σουηδία καθ’ όλη τη δεκαετία του 1950, απέδωσαν καρπούς. Το 1959 απέσπασε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό για το Πνευματικό Κέντρο των Αθηνών, το 1960 διορίστηκε καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, ενώ το 1961 επέστρεψε ως καθηγητής στη θέση του στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Επιπλέον, το 1964 ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών του Δυτικού Βερολίνου, αποτελώντας μάλιστα ένα από τα πρώτα μέλη εκτός Γερμανίας. Τον Απρίλιο του 1967, η συνεδρίαση του Αρχιτεκτονικού Τμήματος της Ακαδημίας Τεχνών του Δυτικού Βερολίνου διοργανώθηκε στην Αθήνα, έπειτα από πρόταση του Δεσποτόπουλου, ο οποίος ανέλαβε και ολόκληρη την οργάνωση. Την εναρκτήρια διάλεξη έδωσε ο διάσημος φιλόσοφος και μέλος της Ακαδημίας Τεχνών του Δ. Βερολίνου (Τμήμα Λογοτεχνίας) Martin Heidegger. Ο τίτλος της διάλεξης ήταν: Η καταγωγή της τέχνης και ο προορισμός της σκέψης [Die Herkunft der Kunst und die Bestimmung des Denkens]. Στις συνεδριάσεις, οι αρχιτέκτονες της γερμανικής ακαδημίας τεχνών ασχολήθηκαν με διάφορα ζητήματα, όπως η πολεοδομική ανάπτυξη των Αθηνών, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των πανεπιστημίων, αλλά και άλλα ευρύτερα θέματα που αφορούσαν τις θεμελιώδεις αρχές της Αρχιτεκτονικής. Οι συζητήσεις αυτές της Ακαδημίας εντάσσονται στη δυναμική και το ευρύτερο δημιουργικό κλίμα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, το οποίο διακόπηκε βίαια στην Ελλάδα λίγες μέρες αργότερα λόγω της επιβολής της χούντας των συνταγματαρχών.
Neues Bauen und Archäologie. Deutsch-griechische Architektennetzwerke in der Zwischenkriegszeit
Der Beitrag untersucht die deutsch-griechischen Architektennetzwerke in der Zwischenkriegszeit, die Besuche deutschsprachiger Architekten in Griechenland und die Aktivitäten griechischer Architekten, die im deutschsprachigen Raum studiert hatten oder dort arbeiteten und dabei die deutsch-griechischen Beziehungen und den gegenseitigen Austausch förderten. Die Agilität deutscher Architekten in Griechenland zu Beginn des 20. Jahrhunderts stand in direktem Zusammenhang mit der Erstellung technischer Projekte und der Archäologie. Interessant ist die Art und Weise, wie diese deutsch-griechischen Architektennetzwerke zustande kamen. In der Zwischenkriegszeit begann man in Griechenland die moderne Architektur durch sozialpolitische Maßnahmen offiziell zu fördern, etwa durch Wiederaufbauprogramme für Schulen, Krankenhäuser und Sozialwohnungen. Auf diese Weise wurde die staatliche Architektur modernisiert und löste sich von den neoklassizistischen und eklektizistischen Vorbildern und Stilen, die sie zuvor kennzeichneten. Im Zusammenhang mit dieser Wende werden griechische Architekten, die in Deutschland studierten, wie Ioannis Despotopoulos, Alexandros Dragoumis und Jeorjios Diamantopoulos, sowie ihre Beziehungen untersucht. Ebenso werden deutschsprachige Architekten behandelt, die in Griechenland baulich tätig waren, wie Wilhelm Dörpfeld, der vor allem als Archäologe bekannt ist, und andere, weniger bekannte wie Fred Forbat, Heinz Johannes, Gustav Eglau, Carl Bensel und andere. Vorgestellt werden auch deutschsprachige Architekten, die Griechenland besuchten – sei es aus beruflichen Gründen, als Touristen oder als Durchreisende – und die Netzwerke, die bei ihren Aktivitäten eine Rolle spielten. So besuchte Erich Mendelsohn 1931 in Absprache mit dem DAI Griechenland, um nach dem internationalen Aufschrei über den Bau eines Gerichtsgebäudes nahe der Akropolis einige Artikel für das Berliner Tageblatt zu schreiben und drei Vorträge zu halten. Der 4. Congrès Internationaux d’Architecture Moderne IV (CIAM IV), der im Sommer 1933 an Bord eines Schiffes stattfand, das von Marseille nach Athen fuhr, war für die moderne Architektur von katalytischer Bedeutung. Mitte der 1930er Jahre traten junge Architekten mit deutschen Verbindungen wie Konstantinos Doxiadis auf den Plan, während deutsche Architekten wie Martin Wagner (ehemaliger Berliner Stadtbaudirektor) oder Werner March (Schöpfer des Berliner Olympiastadions) zu Vorträgen nach Griechenland eingeladen wurden. Die Wirtschaftskrise, der konservative Wandel, der zu Beginn der 1930er Jahre in ganz Europa einsetzte, und die Machtübernahme durch die Nationalsozialisten in Deutschland gingen auch an Griechenland nicht spurlos vorbei.
Übersetzung aus dem Griechischen: Athanassios Tsingas
Από τη Φρανκφούρτη στην Αθήνα: Πώς ο Ψυχοπαίδης διαβάζει «κριτική θεωρία»
Ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, έχοντας μαθητεύσει στο περιβάλλον του Αντόρνο και της Σχολής της Φρανκφούρτης, υιοθετεί την ιδιαίτερη «κριτική στάση» που χαρακτηρίζει εκείνη τη σχολή και, ήδη από την εποχή των σπουδών του και της πρώτης πανεπιστημιακής του θητείας στη Γερμανία, συγκροτεί έναν κύκλο φιλοσοφικών και κοινωνικοεπιστημονικών ερευνών που παρεμβαίνει στη διαμόρφωση του ακαδημαϊκού και κατ’ επέκταση πολιτικού τοπίου στην Ελλάδα – ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του το 1981. Επιμένοντας στην ανάδειξη της σημασίας της «πολιτικής μέσα στις έννοιες», επιδίδεται σε έναν συστηματικό και με πάθος αγώνα υπέρ μιας θεωρητικής και συνάμα παρεμβατικής εργασίας προς εξασφάλιση των πολιτικών και κοινωνικών όρων που έχει διακηρύξει ο διαφωτισμός και έχει καταγράψει ως απειλούμενους η μαρξική κριτική αλλά και η ίδια η σύγχρονη πραγματικότητα. Με αυτή τη στοχοθεσία ο Ψυχοπαίδης αξιοποιεί όλον τον κριτικό εννοιολογικό εξοπλισμό που του παρέχει η «κριτική θεωρία» και ιδίως η αντορνική της εκδοχή, προσαρμόζοντας και επενερμηνεύοντας θέσεις της με βάση τις δικές του πρόσθετες, καντιανές κυρίως, προκείμενες. Επεκτείνει έτσι το κεντρικό δίκτυο της φρανκφουρτιανής προβληματικής, που οργανώνεται γύρω από μια σύλληψη της κριτικής ως συμπεριφοράς και ως πρακτικής θεμελιωμένης στην προσδιορισμένη άρνηση, οξύνοντας αλλά και γενικεύοντας την απαίτηση αξιακού προσανατολισμού της θεωρίας. Αυτή η έμφαση προσδίδει στη συγκεκριμένη εκδοχή «κριτικής θεωρίας» μια ιδιαίτερη χροιά, που, σε κάποιο βαθμό, τη διαφοροποιεί από εκείνη του Αντόρνο, επιτρέποντάς της ταυτοχρόνως να συνομιλήσει κριτικά με σύγχρονες κανονιστικές θεωρίες. Κυρίως όμως, το έργο του Ψυχοπαίδη αξιώνει, χάρη σε αυτόν τον ιδιαίτερο προσανατολισμό, να ελέγξει τα ανορθολογικά στοιχεία σχετικιστικών προγραμμάτων που ευδοκίμησαν στην Ελλάδα αλλά και στη Γερμανία κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Νέα άρθρα
Ludwig Thiersch
Ludwig Thiersch (1825–1909), ein Münchener Maler aus evangelischem, griechenland- und antikenbegeisterten Elternhaus, fand ab 1852 sowohl in seiner Eigenschaft als Lehrer der Malerei an der AthenerΝίκος Μανούσσης
Ο Νίκος Μανούσης, γεννημένος το 1923 στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) το 1950,Εμάνουελ Γκάιμπελ
Ο Φραντς Εμάνουελ Άουγκουστ Γκάιμπελ (Franz Emanuel August Geibel, 1815–1882) ήταν γερμανός ποιητής και μεταφραστής, το πρώιμΝέοι φάκελοι
Die deutsch-griechischen Verflechtungen zur Zeit König Ottos
In keiner Phase der jüngeren und jüngsten Geschichte Griechenlands hat die Einführung staatlicher Institutionen zu einer vergleichbaren gesellschaftlichen und kulturellen Transformation beigetragen wie in den drei Jahrzehnten unter der Herrschaft von König Otto.
Die deutschen Philhellenismen
Das Dossier umfasst verschiedene Felder der deutsch-griechischen Verflechtungen, die bislang für gewöhnlich unter dem einheitlichen Begriff des deutschen Philhellenismus (bzw. des Mishellenismus) subsummiert wurden. Den ersten Angelpunkt der Konferenz bildet die Neubewertung der Rezeptionen von 1821 in den deutschsprachigen Ländern und die Mobilisierung, die sie in Verbindung mit den politischen Bewegungen nördlich der Alpen hervorriefen. In diesen Bewegungen waren freilich von vornherein eine politische und eine kulturelle Komponente miteinander verflochten, die politische Bewegung des Philhellenismus und die aus der einschlägigen Literatur bekannte „Tyrannei Griechenlands über Deutschland“. Selbstverständlich darf die Rolle der griechischen Gemeinden des deutschsprachigen Raumes in diesem Zusammenhang nicht vergessen werden. Den zweiten Angelpunkt bildet die Untersuchung der Transformationen, die diese politisch-kulturelle Verflechtung in den 200 Jahren nach dem Ausbruch der Griechischen Revolution erfuhr.
Deutsch-griechische Verflechtungen vom Deutschen Kaiserreich bis zum Einmarsch der Wehrmacht in Griechenland
Die Sehnsucht der gebildeten Deutschen nach dem, was sie als die Wiege ihrer persönlichen und gesellschaftlichen Identität ansahen, blieb auch in diesen Jahren unvermindert, während sich die Griechen, die auf dem Wege der Bildung zu gesellschaftlicher Reputation gelangen wollten, hauptsächlich (wenn auch nicht ausschließlich) durch die Augen der Deutschen sahen.