Εισαγωγή
Το παρόν δοκίμιο πραγματεύεται την περίπτωση του αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλου και τον ρόλο που εκείνος διαδραμάτισε στις ελληνογερμανικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, όσον αφορά το πεδίο της Αρχιτεκτονικής. Τούτο γίνεται μέσα από την παρουσίαση τριών ξεχωριστών παραδειγμάτων, τα οποία, στο πλαίσιο του ευρέως φάσματος των ελληνογερμανικών σχέσεων της εποχής, λειτουργούν ως μια περίπτωση «μικρής κλίμακας» –για να δανειστούμε έναν αρχιτεκτονικό όρο–, μιας και αναφερόμαστε στη δράση και τις πρωτοβουλίες ενός συγκεκριμένου αρχιτέκτονα που πίστευε στο ισχυρό κοινωνικό καθήκον του επαγγέλματός του. Σε επίπεδο περιεχομένου, το δοκίμιο διέπεται από τρία στοιχεία: το πρώτο στοιχείο είναι ότι αυτό δεν αναφέρεται αποκλειστικά σε ένα εξειδικευμένο αρχιτεκτονικό κοινό, αλλά, αντίθετα, σε ένα διεπιστημονικό, το οποίο ασχολείται με τα θέματα που σχετίζονται με τις ελληνογερμανικές σχέσεις σε όλα τα επίπεδα. Το δεύτερο στοιχείο αφορά τον τρόπο που οι σχέσεις αυτές εξετάζονται. Ειδικότερα, η εξέτασή τους ακολουθεί δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη κινείται «από το γενικό προς το ειδικό» και η δεύτερη αντίθετα. Η πρώτη κατεύθυνση ακολουθεί το γενικότερο ελληνογερμανικό πλαίσιο της εποχής, το οποίο οριζόταν πρωτίστως από τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες με τη σειρά τους επηρέαζαν άμεσα τα υπόλοιπα πεδία των ελληνογερμανικών σχέσεων, όπως αυτό της αρχιτεκτονικής. Η δεύτερη κατεύθυνση εστιάζει, αντιστρόφως, στον τρόπο που μια μονάδα, εν προκειμένω ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Δεσποτόπουλος, ανέπτυξε μια σειρά δραστηριοτήτων που ακολούθως ενίσχυσαν τις ευρύτερες ελληνογερμανικές σχέσεις της περιόδου. Η διαφορά εδώ έγκειται στο γεγονός πως αυτές οι δραστηριότητες του Δεσποτόπουλου δεν υπαγορεύονταν από τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις, αλλά από λόγους οι οποίοι σχετίζονταν άμεσα με τον τρόπο που εκείνος όριζε την ταυτότητά του και το πως αντιλαμβανόταν, εν γένει, τον ρόλο που έπρεπε να έχει ένας αρχιτέκτονας στην κοινωνία. Τέλος, το τρίτο στοιχείο ξεκινά από μια διαπίστωση: Όταν αναφερόμαστε στις ελληνογερμανικές σχέσεις, θεωρούμε συνήθως ως αυτονόητο ότι η Ελλάδα είναι αποδέκτης των ενεργειών μιας ισχυρότερης Γερμανίας. Ακόμα κι αν δεχόμασταν ότι η παραπάνω διαπίστωση ισχύει, εξακολουθεί, εν τούτοις, να απομένει το ερώτημα, σχετικά με το ποιες ήταν και οι πιθανές επιρροές που δέχτηκαν η Γερμανία και οι γερμανοί πολίτες από την Ελλάδα και τους έλληνες πολίτες, αντίστοιχα. Στις παρακάτω αναλύσεις, η διάσταση αυτή λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη. Προτού όμως προχωρήσουμε στην αναλυτική παρουσίαση των τριών παραδειγμάτων που αφορούν τη δράση του αρχιτέκτονα Δεσποτόπουλου, χρειάζεται πρώτα να κάνουμε μια μικρή και συνοπτική αναφορά σε βιογραφικά στοιχεία και στο γενικότερο έργο αυτού του σημαντικού αρχιτέκτονα, ώστε να καταστεί κατανοητό το ευρύτερο πλαίσιο της δράσης του και των αναφορών του.
Ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος
Ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος1Για το ίδιο ζήτημα με διαφορετική προσέγγιση βλ. και το δοκίμιο της Λ. Δήμα, Ελληνογερμανικές διασυνδέσεις αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Για ένα αναλυτικό βιογραφικό του Ιωάννη Δεσποτόπουλου βλ. Μπαρτατίλας, 2019.συνιστά μια προσωπικότητα που αντικατοπτρίζει τον 20ό αιώνα, όχι μόνο με όρους «βιολογικούς», καθώς έζησε στο μεγαλύτερο μέρους του (1903-1992), αλλά κυρίως γιατί κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, η πολυτάραχη ζωή του διασταυρώθηκε με όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Ευρώπης και της Ελλάδας, επηρεάζοντας άμεσα τον ίδιο και κατ’ επέκταση το έργο του.
Ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1903. Μεγάλωσε στη Χίο και στις αρχές της δεκαετίας του 1920 βρέθηκε, ως ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός, να είναι μέρος ενός κύκλου ριζοσπαστών βενιζελικών παιδαγωγών και καλλιτεχνών της εποχής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν ο Μίλτος Κουντουράς,2Για τη σχέση Δεσποτόπουλου-Κουντουρά βλ. Κουντουράς, 1921, Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής (εφεξής ΑΝΑ) – Μουσείο Μπενάκη. ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μιχάλης Τόμπρος, ο Μάρκος Τσιριμώκος και άλλοι. Μάλιστα αρκετοί από αυτούς είχαν ήδη αναπτύξει σχέσεις με τη Γερμανία από πριν, επομένως μπορούμε να πούμε ότι εδώ διαφαίνεται μια συνέχεια γενεών στο χώρο της παιδείας και των τεχνών με άξονα τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Στη διάρκεια του ταραχώδους έτους του 1922 και λίγο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Δεσποτόπουλος αναζήτησε τον ακαδημαϊκό του δρόμο στη Γερμανία, φτάνοντας «έπειτα από απίστευτες περιπέτειες» στη Βαϊμάρη (Δεσποτόπουλος, 2019). Στην πόλη αυτή λειτουργούσε την ίδια περίοδο η φημισμένη σχολή του Βauhaus. Η Βαϊμάρη ήταν, λοιπόν, η πρώτη του εμπειρία από τη Γερμανία3Για τις πρώτες εμπειρίες του Δεσποτόπουλου στη Γερμανία βλ. Μπαρτατίλας, 2021.. Στη συνέχεια, σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Αννόβερο και έζησε για δύο χρόνια στο Βερολίνο, έως το 1930 που επέστρεψε στην Ελλάδα. Όλη αυτή η άμεση εμπειρία του από το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης τον καθόρισε και τον διαμόρφωσε ιδεολογικά, ενώ παράλληλα επηρέασε καθοριστικά το έργο του. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, και ενώ είχε προηγηθεί μία δεκαετία ενασχόλησής του με την αρχιτεκτονική πρακτική, σχεδιάζοντας και χτίζοντας κυρίως σανατόρια (Αθανασίου, 2019), ξεκίνησε τη διδασκαλία του στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Ε.Μ.Π.).4Ο Δεσποτόπουλος κατέθεσε την υποψηφιότητά του στις 3 Οκτωβρίου 1941, αλλά εκλέχτηκε και ξεκίνησε τη διδασκαλία του πολύ αργότερα, και συγκεκριμένα το χειμερινό εξάμηνο του 1943. Για το χρονικό της εκλογής του εν μέσω κατοχής βλ. Δήμα, 2015. Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε στον κύκλο των φιλελεύθερων αριστερών, σοσιαλιστών και πρώην βενιζελικών διανοουμένων και επιστημόνων της εποχής, οι οποίοι μέσα στο κλίμα της αντίστασης σχεδίαζαν ήδη την Ελλάδα της απελευθέρωσης. Συμμετείχε επίσης στη συντακτική ομάδα του επιστημονικού περιοδικού Ανταίος, δημοσιεύοντας κείμενα με θέμα τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση (Δεσποτόπουλος, 1945). Παράλληλα, διετέλεσε αντιπρόεδρος της επιστημονικής εταιρείας μελέτης των νεοελληνικών προβλημάτων με την επωνυμία Επιστήμη-Ανοικοδόμηση5Η εταιρεία Επιστήμη-Ανοικοδόμηση, γνωστή και ως ΕΠ.ΑΝ., ιδρύθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1945 και οι έξι σκοποί της δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Ανταίος, τεύχος 8, Αθήνα 20-9-1945, σελ. 184. Γενικός γραμματέας της ΕΠ.ΑΝ. ήταν ο Νίκος Κιτσίκης, Πρύτανης του Ε.Μ.Π. εκείνη την περίοδο. Πρόεδρος, ο Δημήτρης Καββάδας, αντιπροέδροι, από κοινού ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος και ο Πέτρος Κόκκαλης, και ταμίας ο Δημήτρης Μπάτσης., τα μέλη της οποίας προέρχονταν από τον κύκλο του Ανταίου. Τη θέση του αντιπροέδρου μοιραζόταν, μάλιστα, από κοινού με τον ιατρό και ακαδημαϊκό (με σπουδές στη Γερμανία) Πέτρο Κόκκαλη, ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο συνδέθηκε κι αυτό μεταπολεμικά με τη Γερμανία, αυτή τη φορά την Ανατολική.
Σε συνθήκες κλιμάκωσης της εμφυλιοπολεμικής έντασης, μετά τα γεγονότα των Δεκεμβριανών και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τον Οκτώβριο του 1946 ο Δεσποτόπουλος, μέσα από το λεγόμενο Πρόγραμμα Εξυγίανσης Δημοσίων Υπηρεσιών, απολύθηκε από τη θέση του στο Ε.Μ.Π. λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων.6Ριζοσπάστης, 1946, απόκομμα από το Αρχείο Δεσποτόπουλου, ΑΝΑ – Μουσείο Μπενάκη. Με ορατό πλέον τον κίνδυνο της εξορίας,7Πράγματι, το γεγονός αυτό δεν αποφεύχθηκε για μέλη της οικογένειας του, όπως ο πρώτος του ξάδερφος και γνωστός ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος. διέφυγε για τη Σουηδία στις αρχές του 1947. Πρόσωπο κλειδί στην αναχώρησή του ήταν ο Fred Forbat, φίλος του από τον κύκλο του Βauhaus και των μεσοπολεμικών Διεθνών Συνεδρίων της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (γνωστά και ως CIAM), ο οποίος βρισκόταν ήδη από το 1938 στη Σουηδία.8Αναλυτικά για τη σχέση του Δεσποτόπουλου με τον Forbat και τη σχέση του τελευταίου με την Ελλάδα σε Forbat, 2019. Η φυγή αυτή έχει και μια επιπρόσθετη σημασία στο πλαίσιο των ελληνογερμανικών σχέσεων της περιόδου, καθώς αποτελεί τη μοναδική γνωστή έως τώρα περίπτωση έλληνα πανεπιστημιακού, ο οποίος με τη βοήθεια του γερμανικού δικτύου σχέσεων που διατηρούσε, κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό κατά την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Το γεγονός αυτό βρίσκεται εξάλλου σε πλήρη αντιστοιχία με την ιστορία άλλων ελλήνων διανοουμένων που διέφυγαν, περίπου την ίδια εποχή, προς τη Γαλλία με το γνωστό ταξίδι του πλοίου Ματαρόα (Μανιτάκης, 2018). Από τη Σουηδία, όπου και παρέμεινε τα επόμενα 14 χρόνια,9Ο Δεσποτόπουλος διέμεινε στη Σουηδία από τον Φεβρουάριο του 1947 έως τον Σεπτέμβριο του 1961, Έγγραφο της Σουηδικής Πρεσβείας στην Αθήνα, Αρχείο Δεσποτόπουλου, ΑΝΑ – Μουσείο Μπενάκη. ο Δεσποτόπουλος συμμετείχε ενεργά στον αρχιτεκτονικό διάλογο της δεκαετίας του 1950 σχετικά με τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση των πόλεων της Δυτικής Ευρώπης, ενώ ήρθε εκ νέου σε επαφή με την ελίτ των γερμανών μοντέρνων αρχιτεκτόνων της περιόδου. Οι σχέσεις που ανέπτυξε με το γερμανικό περιβάλλον, τον οδήγησαν το 1960 στην εκλογή του ως καθηγητή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και στην εκλογή του ως προσωρινού μέλους της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου το 1964.10Αρχείο: Akademie der Künste [AdK], Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου: Pers-AdK-W, Nr. 245, Jan Despotopoulos, 1964-1992, φύλλο 26. Στην Ελλάδα, βραβεύτηκε το 1959 για την πολεοδομική μελέτη του Πνευματικού Κέντρου Αθηνών, από την οποία υλοποιήθηκε αργότερα μόνο το κτίριο του Ωδείου Αθηνών, που είναι και το γνωστότερό του έργο. Απεβίωσε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1992.
Αυτό που αξίζει να κρατηθεί από τη βιογραφία του Δεσποτόπουλου, και το οποίο σχετίζεται άμεσα με τη διάσταση της ταυτότητας που αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι πως είτε από δική του επιλογή, είτε εξ’ αιτίας των καταστάσεων, βρέθηκε μετακινούμενος μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας σχεδόν για ολόκληρο τον βίο του. Γνώρισε, λοιπόν, πολύ καλά την εξέλιξη της Γερμανίας, σε όλη τη διάρκεια εκείνης της φοβερής, από κάθε σκοπιά, τριαντακονταετίας (1920-1950). Ήταν, ακόμη, ένας από τους πρωτοπόρους διαμεσολαβητές ανάμεσα στις δύο χώρες και κουλτούρες, μπορώντας να στέκεται εξίσου καλά και στα δύο περιβάλλοντα. Για τον λόγο αυτόν, τονίστηκε και η ξεχωριστή διάσταση της περίπτωσής του, καθώς ήταν η μακρόχρονη εμπειρία του από τη ζωή στη Γερμανία, που τον έκανε να δρα εκ του φυσικού μέσα στο πλαίσιο των μεταπολεμικών ελληνογερμανικών σχέσεων, και όχι επειδή κάτι τέτοιο επιβαλλόταν από την επίσημη πολιτική της δεκαετίας του 1950. Το πρώτο παράδειγμα που αναδεικνύει τον ρόλο του Δεσποτόπουλου στην εμβάθυνση των ελληνογερμανικών σχέσεων κατά τη δεκαετία του 1960, εντάσσεται στις περιπτώσεις βοήθειας της Γερμανίας προς την Ελλάδα, και αφορά στη μεσολάβηση του Δεσποτοπούλου για την πρόσκληση του γερμανού πολεοδόμου Werner Hebebrand, ως ειδικού εξωτερικού συμβούλου του Υπουργείου Δημοσίων Έργων για τη διαμόρφωση του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Μείζονος Περιοχής Αθηνών. Το δεύτερο παράδειγμα είναι ένα παράδειγμα συμβολικής ή πνευματικής υποστήριξης προς τη Γερμανία από έναν Έλληνα, και αφορά στη διάλεξη του Δεσποτόπουλου στο Βερολίνο με τίτλο: «Η ιδεολογική διαμόρφωση των πόλεων». Το τρίτο παράδειγμα αποτελεί μια περίπτωση ισότιμης ανταλλαγής μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, που στάθηκε χρήσιμη και για τις δύο πλευρές. Αυτή ήταν η τακτική συνάντηση των μελών του τμήματος Αρχιτεκτονικής της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1967, λίγες μόνο μέρες πριν την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας.
Η επαφή του Δεσποτόπουλου με τον Werner Hebebrand
Όσο ο Δεσποτόπουλος βρισκόταν στη Σουηδία, διατήρησε τις επαφές του με έλληνες συναδέλφους και γενικώς ενημερωνόταν για την κατάσταση των πραγμάτων στη χώρα. Τακτικός του συνομιλητής ήταν ο αρχιτέκτονας Προκόπης Βασιλειάδης, ο οποίος κατά τα χρόνια 1943-1946 υπήρξε επιμελητής του στο Ε.Μ.Π. Ο Βασιλειάδης εκτελούσε από το 1952 χρέη διευθυντή της Υπηρεσίας Οικισμού του Υπουργείου Δημοσίων Έργων.11Αναλυτικότερα για τον Προκόπη Βασειλιάδη βλ. Φεσσά, 2020. Υπήρξε δηλαδή το δεξί χέρι του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την εποχή που εκείνος ήταν υπουργός δημοσίων έργων και στη συνέχεια πρωθυπουργός. Παράλληλα, η δεκαετία του 1950 ήταν μια εποχή, κατά την οποία η Αθήνα εκσυγχρονίζονταν σε επίπεδο υποδομών, θέλοντας να μετατραπεί σε μία ανεπτυγμένη δυτικοευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Τότε ξεκίνησαν να σχεδιάζονται και να υλοποιούνται τα γνωστά έργα-σύμβολα εξέλιξης της πόλης, όπως τα ξενοδοχεία Χίλτον και Μον Παρνές, οι παραθεριστικές εγκαταστάσεις στη Βουλιαγμένη, το αεροδρόμιο του Ελληνικού και οι διαμορφώσεις γύρω από την Ακρόπολη και τον Λόφο του Φιλοπάππου.12Για μια αναλυτική παρουσίαση των εμβληματικών έργων της περιόδου βλ. Σημαιοφορίδης & Αίσωπος (επιμ.), 1999. Την ίδια στιγμή, όμως, επρόκειτο και για την εποχή της μαζικής εσωτερικής μετανάστευσης, ένα γεγονός που συνέβαλε στη δημογραφική έκρηξη της Αθήνας. Το άμεσο στεγαστικό ζήτημα, που προέκυψε από τη μαζική εισροή πληθυσμού στην πρωτεύουσα, έθετε την επιτακτική ανάγκη σχεδιασμού της επέκτασης της πόλης, μέσα από ένα ανανεωμένο πολεοδομικό σχέδιο, το λεγόμενο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Μείζονος Περιοχής Αθηνών. Για την αντιμετώπιση της εν λόγω πολεοδομικής πρόκλησης, ο Βασιλειάδης, έπειτα από προτροπή του Δεσποτόπουλου, ζήτησε τη βοήθεια του γερμανού αρχιτέκτονα Werner Hebebrand για την εκπόνηση του.
Ο Hebebrand ήταν ένας από τους πιο γνωστούς αρχιτέκτονες-πολεοδόμους στη Γερμανία13Περισσότερες πληροφορίες για το έργο του Werner Hebebrand σε: http://www.architekten-portrait.de/werner_hebebrand/index.html [τελευταία ανάκτηση: 10.02.2021].. Είχε εργαστεί, την πενταετία 1925-1930, στο πρόγραμμα της Νέας Φρανκφούρτης, ένα από τα σημαντικότερα και διασημότερα αρχιτεκτονικά προγράμματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, υπό τον αρχιτέκτονα Έρνστ Μάυ.14Για το έργο του Ερνστ Μάυ στη Φρανκφούρτη υπάρχουν πάρα πολλές βιβλιογραφικές αναφορές, ειδικά στη γερμανική βιβλιογραφία. Ένας σύντομος οδηγός με βιβλιογραφικές κατευθύνσεις είναι: Welzbache, 2016. Το 1930, ο Hebebrand ακολούθησε τον Μάυ στη Σοβιετική Ένωση, στο πλαίσιο του λεγόμενου πενταετούς προγράμματος, προκειμένου να σχεδιάσουν εκεί τις νέες σοσιαλιστικές πόλεις.15Για το έργο του Ερνστ Μάυ στη Σοβιετική Ένωση βλ. Flierl, 2012. Στη Σοβιετική Ένωση εργάστηκε αρχικά ως πολεοδόμος και στη συνέχεια ως αρχιτέκτονας για την κατασκευή σειράς λαϊκών νοσοκομείων σε όλη την επικράτεια της. Το 1937 συνελήφθη από το σταλινικό καθεστώς, και έπειτα από εξάμηνη φυλάκιση επέστρεψε στη ναζιστική πλέον Γερμανία, όπου και συνέχισε την αρχιτεκτονική του δραστηριότητα. Το 1952 ξεκίνησε να εργάζεται ως διευθυντής του πολεοδομικού γραφείου της πόλης του Αμβούργου (Oberbaudirektor), και υπεύθυνος για τον σχεδιασμό της επέκτασης της πόλης, και ειδικότερα της περιοχής του City-Nord. Το έργο αυτό γνώρισε μεγάλη αναγνώριση, όντας στο πνεύμα των αρχών της πολεοδομίας εκείνης της εποχής16Για το πολεοδομικό και θεωρητικό έργο του Hebebrand βλ. Hebebrand, 1969.. Με τον Δεσποτόπουλο γνωρίστηκαν στο προπαρασκευαστικό συνέδριο του CIAM το 1952 στην πόλη Σιγκτούνα της Σουηδίας, και διατήρησαν έκτοτε στενή επαφή.17Akademie der Künste [AdK], Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 515, φύλλο 2. Ο Hebebrand έγραψε, μάλιστα, συστατική επιστολή για τον Δεσποτόπουλο, προκειμένου εκείνος να λάβει θέση καθηγητή στο Μόναχο, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως στο όνομα ενός κοινού ευρωπαϊκού πνεύματος θα ήταν πραγματικά σημαντικό ο Δεσποτόπουλος να διδάξει σε ένα γερμανικό ίδρυμα18AdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 515, φύλλο 3.. Η αλληλογραφία μεταξύ των δύο, όπως αυτή υπάρχει στο αρχείο της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου19AdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 79. και παρουσιάζεται δημοσίως από το παρόν δοκίμιο για πρώτη φορά, ξεκινάει τον Απρίλιο του 1959. Ο Δεσποτόπουλος, όσο ζούσε ακόμα στη Στοκχόλμη, ενημέρωσε τον Hebebrand ότι το υπουργείο στην Ελλάδα σκόπευε να δημιουργήσει ένα ινστιτούτο πολεοδομίας και χωροταξίας20AdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 79, φύλλο 6.. Για τον λόγο αυτό, σχεδιαζόταν να συσταθεί μια επιτροπή ειδικών που θα συνέβαλαν ως σύμβουλοι στα πρώτα βήματα του ινστιτούτου. Ο Δεσποτόπουλος του ανέφερε, επίσης, πως μια πιθανή συμμετοχή του θα ήταν ιδιαιτέρως επιθυμητή, ακόμα περισσότερο εάν αυτή εντασσόταν στην τότε ελληνογερμανική συνεργασία.21AdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 79, φύλλο 6. Ο Hebebrand του απάντησε συγχαίροντάς τον αρχικά για τις πρωτοβουλίες που είχε αναλάβει με σκοπό να βοηθήσει τη χώρα του, ακόμα και από μακριά.22AdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 79, φύλλο 8. Σε άλλο γράμμα του, τον Ιανουάριο του 1960, και αφού καθίσταται φανερό πως έχει προηγηθεί η επίσημη πρόταση επίσκεψης του Hebebrand στην Ελλάδα από τον Βασιλειάδη, ο Δεσποτόπουλος του ανέφερε πως προγραμματιζόταν ταξίδι του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, στη Βόννη, μαζί με τον ίδιο, ώστε να έχουν συνομιλίες με οικονομικούς παράγοντες από τη Γερμανία στο πλαίσιο της ελληνογερμανικής συνεργασίας.23AdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 79, φύλλο 19. Από επόμενη επιστολή προκύπτει πως όλοι αυτοί συναντήθηκαν με τον αντικαγκελάριο Erhard, τον, επίσης πολύ γνωστό, αρχιτέκτονα Sep Ruf και τον έλληνα πρέσβη Θωμά Υψηλάντη, και συζήτησαν σχετικά με το θέμα της ανοικοδόμησης της Αθήνας.24AdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 79, φύλλο 22.
Καθώς προχωρούσε ο χρόνος προς τις εθνικές εκλογές του 1961, άρχισε ο αντίλογος και η πίεση από την αντιπολίτευση προς κάθε πτυχή της κυβέρνησης Καραμανλή. Σε γράμμα του, τον Οκτώβριο του 1960, ο Δεσποτόπουλος ενημέρωνε τον Hebebrand ότι υπήρχε σειρά άρθρων σε εφημερίδες που κατέφευγαν σε παραλληλισμούς με την ναζιστική Γερμανία και ότι η επόμενη επίσκεψη του στην Αθήνα πιθανώς να μην ήταν τόσο εύκολη.25AdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 79, φύλλο 28. Στο ίδιο γράμμα, τόνιζε, επίσης, πως μια τέτοια εξέλιξη, δηλαδή μια επαναφορά της μνήμης της ναζιστικής κατοχής, θα ήταν καταστροφική για τις ελληνογερμανικές σχέσεις, οι οποίες τότε είχαν αρχίσει να θεμελιώνονται σε νέες βάσεις, υπόδειξη εναρμονισμένη με την Realpolitik της περιόδου. Ο Δεσποτόπουλος τόνιζε στην επιστολή αυτή προς τον Hebebrand πως οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν θα έπρεπε να τον επηρεάσουν, καθώς αυτός γνώριζε πόσο παλαιός και ειλικρινής δημοκράτης ήταν, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά. Εδώ ο Δεσποτόπουλος επικαλούνταν, προφανώς τις εμπειρίες του Hebebrand από τη συμμετοχή του στα έργα της Νέας Φρανκφούρτης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της προ-σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης. Από επόμενες επιστολές μεταξύ των δύο ανδρών, αλλά και μεταξύ του Hebebrand και του υπουργού δημοσίων έργων, Σόλωνα Γκίκα,26AdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 79, φύλλο 51. προκύπτει ότι υπήρξε μια προσπάθεια μέσω του τύπου να ξεκαθαριστούν οι όροι του τρόπου συμμετοχής του Hebebrand στο Ρυθμιστικό Σχέδιο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μιλώντας με σημερινούς όρους, βλέπουμε πως υπήρξε ενορχηστρωμένη διασπορά fake news, όπου «άλλα κέντρα», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Δεσποτόπουλος, πολιτικά και αρχιτεκτονικά, καλλιεργούσαν εσκεμμένα την εντύπωση ότι ο Hebebrand είχε προσκληθεί ως ιδιώτης για να αναλάβει το έργο επ’ αμοιβή, πράγμα που φυσικά δεν ίσχυε. Όπως σαφώς προκύπτει από την αλληλογραφία, φαίνεται ότι αναφέρεται ρητά πως η εργασία που θα παρείχε ο Hebebrand στο υπουργείο αποτελούσε μέρος των καθηκόντων της θέσης του στο Αμβούργο.27ΑdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 79, φύλλο 47. Με την έλευση του 1963, και χωρίς ακόμα να έχει υπάρξει κάποια σαφής εξέλιξη σχετικά με το Ρυθμιστικό Σχέδιο, ο Δεσποτόπουλος έκανε αναφορά στην πρόθεση του υπουργείου να αναμείξει ενεργά αμερικανούς πολεοδόμους σε αυτό,28AdK, Berlin, Werner-Hebebrand-Archiv, Αριθμός φακέλου 79, φύλλο 42. γεγονός που αποδεικνύει το ισχυρότερο έρεισμα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων εκείνης της περιόδου έναντι των ελληνογερμανικών. Επίσης, στο ίδιο γράμμα, ο Δεσποτόπουλος σημείωνε προφητικά πως εξαιτίας της πολιτικής παράλυσης της χώρας, κανένα έργο που αφορούσε τα μεγάλα προβλήματά της δεν επρόκειτο να προχωρήσει. Το ρυθμιστικό σχέδιο θα πραγματοποιούνταν τελικά το 1965 και ένα χρόνο αργότερα ο Hebebrand θα απεβίωνε στο Αμβούργο.
Η διάλεξη του Δεσποτόπουλου με τίτλο: «Η ιδεολογική διαμόρφωση των πόλεων»
Το δεύτερο παράδειγμα εμβάθυνσης των ελληνογερμανικών σχέσεων είναι η διάλεξη του Δεσποτόπουλου με τίτλο: «Η ιδεολογική διαμόρφωση των πόλεων».29Στον πρωτότυπο γερμανικό τίτλο χρησιμοποιείται ο όρος Prägung. Στο ελληνικό κείμενο, γραμμένο επίσης από τον ίδιο τον Δεσποτόπουλο, ο όρος έχει αποδοθεί με τη λέξη Διαμόρφωση. Για τη χρήση του όρου Prägung και την απόδοσή του ως Διαμόρφωση στα ελληνικά βλ. Λουκάς Μπαρτατίλας, 2014.
Ο Δεσποτόπουλος εκλέχτηκε προσωρινό μέλος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου το 1964. Στην ευχαριστήρια απαντητική επιστολή του προς τον πρόεδρο του Τμήματος Αρχιτεκτονικής της Ακαδημίας, Max Taut, έγραφε πως εκλάμβανε την εκλογή του ως τιμή όχι μόνο προς το πρόσωπό του, αλλά και προς την χώρα του.30AdK, Berlin, AdK (West), Φάκελος: Pers-AdK-W,Nr. 245, Jan Despotopoulos 1964-1992, φύλλο 27. Αυτό είναι ένα ακόμα δείγμα του πως ο ίδιος αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στις δύο χώρες, και της αίσθησης του καθήκοντος που τον διακατείχε απέναντι στη χώρα του. Στην τακτική συνέλευση των μελών της Ακαδημίας το 1965, του ζητήθηκε, ανάμεσα στις συζητήσεις για τα επίκαιρα ζητήματα, να κάνει μια θεωρητική εισήγηση31AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-05, φύλλο 9., πράγμα που συνηθιζόταν να κάνουν τα μέλη. Τελικά, αποφασίστηκε η διάλεξή του να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της Εβδομάδας Αρχιτεκτονικής του Βερολίνου (Berliner Bauwoche), η οποία επρόκειτο να λάβει χώρα τον Σεπτέμβριο του 1966.32AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 1964-Jan Despotopoulos, φύλλο 51-52.
Από την ημερομηνία, καθίσταται σαφές πως επρόκειτο χρονικά για μια κρίσιμη καμπή του Ψυχρού Πολέμου. Το Τείχος του Βερολίνου είχε ήδη χτιστεί, η πόλη είχε διαιρεθεί, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ορθοποδήσει και στις δύο πλευρές της. Την εποχή αυτή, χτίστηκαν και δύο χαρακτηριστικά πολεοδομικά έργα εκείνης της περιόδου (ένα από κάθε πλευρά του Τείχους), τα οποία αποδίδουν τη σχέση Αρχιτεκτονικής και Ψυχρού Πολέμου. Στο ανατολικό κομμάτι της πόλης, κατασκευάστηκε η μέχρι και σήμερα εμβληματική σε μέγεθος Karl-Marx-Allee. Στο δυτικό κομμάτι της πόλης, ανοικοδομήθηκε η κατεστραμμένη από τον πόλεμο γειτονιά του Hansaviertel, στην περιοχή του Tiergarten (Bürgerverein Hansaviertel e.V., 2017). Για την ανοικοδόμηση της προσκλήθηκαν διάσημοι αρχιτέκτονες από όλο τον κόσμο, ώστε τα κτίρια να είναι εμβληματικά, συμβολίζοντας μέσα από την αρχιτεκτονική και πολεοδομική τους οργάνωση τον ελεύθερο κόσμο.33Για τη σχέση της γειτονιάς του Hansaviertel με τον δρόμο Karl-Marx-Allee στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο, και την επίδραση αυτού στη σύγχρονη αρχιτεκτονική κληρονομιά του Βερολίνου βλ. Jörg Haspel, Thomas Flierl, 2019. Ως κέντρο της γειτονιάς σχεδιάστηκε το νέο κτίριο της Ακαδημίας Τεχνών,34Για έναν σύντομο οδηγό για το κτίριο της Ακαδημίας Τεχνών και την ιστορία του βλ. Bernau, 2007. περιλαμβάνοντας εκθεσιακούς χώρους, θέατρο και αίθουσες πολλαπλών πολιτιστικών εκδηλώσεων. Η απόφαση να αποτελέσει κέντρο της γειτονιάς ένα κτίριο πολιτισμού, αντανακλά τις αρχές της πολεοδομίας της εποχής, που ήθελε το κέντρο να προσδιορίζεται από ένα κτίριο, όπου ο σύγχρονος πολίτης θα μπορούσε να στοχαστεί πνευματικά και να μορφωθεί. Ο Δεσποτόπουλος παραχώρησε τη διάλεξη του σε αυτό το κτίριο,35AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 1964-Jan Despotopoulos, φύλλο 45. ενώ υπήρξε και ραδιοφωνική μετάδοση.36AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 1964-Jan Despotopoulos, φύλλο 51-52.
Πολύ συνοπτικά, στη διάλεξη αναφέρθηκε στη σημασία του «κέντρου» των πόλεων από την προϊστορία μέχρι εκείνη την εποχή.37Το προσχέδιο της διάλεξης στην ελληνική γλώσσα, από όπου και προέρχονται οι πληροφορίες της παραγράφου, βρίσκεται στο αρχείο της κ. Μηλένης Παναγιωτοπούλου στην Αθήνα, την οποία και ευχαριστώ. Εστίασε στην πολεοδομική οργάνωση της αρχαίας Αθήνας και των αρχαίων ελληνικών πόλεων (λ.χ. Πριήνη, Μίλητος κ.λπ.), αναλύοντας την έννοια της Αγοράς. Επίσης, εξήγησε το πώς μέσα στον χώρο της Αγοράς, δηλαδή του κέντρου της πόλης, το κάθε άτομο μετατρεπόταν σε Πολίτη. Στη συνέχεια, υποστήριξε πως κατά τη ρωμαϊκή εποχή η Αγορά μετατράπηκε σε Φόρουμ, διατηρώντας τα χαρακτηριστικά της, ενώ κατά τη χριστιανική περίοδο, ιδιαίτερα στις πόλεις του Βυζαντίου, σε κοινωνικό κέντρο της πόλης αναδείχθηκε η εκκλησία. Ισχυρίστηκε, δηλαδή, πως, λίγο ή πολύ, η δομή των πόλεων παρέμεινε η ίδια από την προϊστορία ως τον Μεσαίωνα και συγκεκριμένα την περίοδο της εμφάνισης του πρώιμου καπιταλισμού. Έκτοτε, όπως αναφέρει, επικράτησε η αντίληψη του ατόμου ως μονάδας και εμπορεύσιμου αγαθού. Αναστροφή αυτής της εξέλιξης και επιστροφή στη διαχρονική κοινωνική δομή της πόλης –μέσα όμως από τη διαμόρφωση μιας μοντέρνας κοινωνίας– άρχισε να παρατηρείται, όπως διατεινόταν, κατά τον Μεσοπόλεμο και κυρίως στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ιδιαίτερα στο σοσιαλιστικό-δημοκρατικό κράτος της Σουηδίας. Εκεί, τα πολιτιστικά κέντρα ανέκτησαν τον κοινωνικό ρόλο τους για την κοινότητα, παίρνοντας τον χαρακτήρα μιας σύγχρονης και δημοκρατικής Αγοράς (Despo, 1963).
Επιστρέφοντας τώρα στην περιοχή του Hansaviertel, η ύπαρξη του κτιρίου της Ακαδημίας, ως κέντρου αυτής της γεμάτης συμβολισμούς για τη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία γειτονιάς, διαμόρφωνε τις συνθήκες ύπαρξης μιας σύγχρονης Αγοράς, με την αρχαία ελληνική έννοια του όρου. Ακόμα κι αν το 1966, την εποχή δηλαδή της διάλεξης, βρισκόμαστε πριν τον Μάη του 1968, οπότε ξεκίνησε μαζικά στην Δυτικη Γερμανία η όλη συζήτηση για την περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, οι μνήμες της ναζιστικής Γερμανίας σαφώς και δεν έπαυαν να αποτελούν πληγή για τη γερμανική κοινωνία. Κοιτάζοντας το πλαίσιο της εποχής και τη διάλεξη του Δεσποτόπουλου με ένα σύγχρονο βλέμμα, μπορούμε να πούμε ότι, μέσα από την ιστορική αναδρομή στην αρχιτεκτονική των πόλεων, ο Δεσποτόπουλος υπονόησε, αναφερόμενος στη δοκιμαζόμενη κοινωνία της Γερμανίας, πως αυτό που είχε ήδη ξεκινήσει να συντελείται σε αυτήν τη συγκεκριμένη γειτονιά ενείχε δημοκρατικές κατευθύνσεις, υπογραμμίζοντας έτσι έμμεσα την πολιτική μετατόπιση της Δυτικής Γερμανίας από τον φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό στην δημοκρατία. Η Ακαδημία Τεχνών αποφάσισε να εκδώσει σε βιβλίο τη διάλεξη,38AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-14, φύλλο 10. γεγονός που συνιστούσε ίσως και μια κίνηση αναγνώρισης της συμβολής του Δεσποτόπουλου στον δημόσιο διάλογο της Δυτικής Γερμανίας. Τούτη η έκδοση έγινε το 1973 (Despo, 1973).
Η συνέλευση της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου στην Αθήνα
Το τρίτο και τελευταίο παράδειγμα εμβάθυνσης των ελληνογερμανικών σχέσεων είναι η πραγματοποίηση της τακτικής συνάντησης των μελών του Τμήματος Αρχιτεκτονικής της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου στην Αθήνα το 1967. Η επίσκεψη έλαβε χώρα μεταξύ 3 και 10 Απριλίου 1967,39AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-10, φύλλα 1-4. μόλις δύο βδομάδες, δηλαδή, πριν την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Από τα αρχεία της Ακαδημίας βλέπουμε πώς ήδη από το 1965 είχε αρχίσει να συζητείται η πιθανότητα διεξαγωγής μιας τακτικής συνάντησης των μελών για πρώτη φορά εκτός Γερμανίας.40AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-05, φύλλο 9. Έπειτα από πρόταση του αρχιτέκτονα Sep Ruf, γνωστού μας ήδη από τη συνάντηση στη Βόννη με τον Hebebrand, αποφασίστηκε ομόφωνα, η συνάντηση να πραγματοποιηθεί στην Αθήνα. Αυτή ήταν μια επιλογή με εξαιρετική συμβολική σημασία, καθώς η Αθήνα είναι η πόλη, όπου δημιουργήθηκε και λειτούργησε η πρώτη Ακαδημία.41Επιστολή του Ι. Δεσποτόπουλου προς το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως, 25.05.1966, Αρχείο Ιωάννη Δεσποτόπουλου, ΑΝΑ – Μουσείο Μπενάκη. Επρόκειτο προφανώς για μια έκφραση φιλελληνισμού, ενώ συνιστά και μια επιπλέον απόδειξη της διαχρονικής επίδρασης της κληρονομιάς της αρχαίας Ελλάδας στους πνευματικούς κύκλους της Γερμανίας. Από το παραπάνω γεγονός καθίσταται, λοιπόν, σαφές, πως μπορεί, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, η Ελλάδα να χρειαζόταν την υποστήριξη της Δυτικής Γερμανίας για την μεταπολεμική της ανασυγκρότηση, αλλά άλλο τόσο χρειαζόταν και η Δυτική Γερμανία τη σύνδεση με το δημοκρατικό και αρχαίο ελληνικό πνεύμα για τους δικούς της λόγους. Ο Δεσποτόπουλος αποτελούσε, επομένως, και στις δύο αυτές περιπτώσεις τον συνδετικό κρίκο.
Ο Δεσποτόπουλος ανέλαβε να κάνει τις απαραίτητες συνεννοήσεις και προετοιμασίες, προκειμένου να έλθουν τα μέλη της Ακαδημίας στην Αθήνα.42AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-06, φύλλο 5. Επικοινώνησε αμέσως με δύο γνωστούς του από τον Μεσοπόλεμο. Αρχικά με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, αναφέροντας την πρόταση του κοινού τους φίλου Sep Ruf, ο οποίος ζητούσε την υποστήριξή του. Όπως του ανέφερε ο Δεσποτόπουλος η εκδήλωση της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου στην Αθήνα, όπως έγραφε χαρακτηριστικά: «φέρει μεγάλη σημασία για τη χώρα».43Επιστολή του Ι. Δεσποτόπουλου προς τον Π. Κανελλόπουλο, 11.05.1966, Αρχείο Ιωάννη Δεσποτόπουλου, ΑΝΑ – Μουσείο Μπενάκη. Στη συνέχεια, ο Δεσποτόπουλος ήρθε σε επαφή και με τον γνωστό πολιτικό Κωνσταντίνο Τσάτσο44Επιστολή του Ι. Δεσποτόπουλου προς τον Κ. Τσάτσο, 29.03.1966, Αρχείο Ιωάννη Δεσποτόπουλου, ΑΝΑ – Μουσείο Μπενάκη. και εξέχων μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, εμπλέκοντας έτσι στη διοργάνωση και την Ακαδημία Αθηνών, με σκοπό να φέρει τις δύο ακαδημίες, Βερολίνου και Αθήνας, σε επαφή. Και οι δύο ανταποκρίθηκαν στο αίτημα του Δεσποτόπουλου με μεγάλο ενθουσιασμό. Στο τέλος, δε, ενεπλάκη και η ίδια η ελληνική κυβέρνηση στο όλο εγχείρημα, απευθύνοντας επίσημη πρόσκληση στα μέλη του τμήματος Αρχιτεκτονικής της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου.45AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-10, φύλλο 44. Μάλιστα αποφασίστηκε να έρθουν στην Αθήνα, τιμητικά, και δύο μέλη από άλλα τμήματα της Ακαδημίας πέραν αυτού της Αρχιτεκτονικής, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο γνωστός φιλόσοφος Martin Heidegger. Ο Heidegger παραχώρησε διάλεξη στην Ακαδημία Αθηνών, η οποία, σύμφωνα με τα αρχεία της Ακαδημίας, έφερε τον προσωρινό τίτλο: «Πώς ζούμε σήμερα στον σύγχρονο ελληνικό κόσμο;» (Wie stehen wir zur modernen griechischen Welt).46AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-10, φύλλο 20. Ο τίτλος αυτός στη συνέχεια άλλαξε και έγινε ως εξής: «Η καταγωγή της Τέχνης και ο προορισμός της σκέψεως» (Die Herkunft der Kunst und die Bestimmung des Denkens).47AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-10, φύλλο 19.
Στη διάλεξη προσεκλήθησαν σημαντικές προσωπικότητες των Τεχνών της εποχής, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Γιάννης Μόραλης και ο Νίκος Εγγονόπουλος.48Αρχείο Ιωάννη Δεσποτόπουλου, ΑΝΑ – Μουσείο Μπενάκη. Παρευρέθηκε, επίσης, ο ίδιος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, και μάλιστα με την ιδιότητα του πρωθυπουργού. Η διάλεξη προλογίστηκε από τον έλληνα πρώην υπουργό παιδείας και τότε γενικό γραμματέα της Ακαδημίας Αθηνών, κ. Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, σε έναν λόγο όπου εκθειάζονταν οι ανά τα χρόνια πνευματικές συγγένειες των δύο χωρών στο επίπεδο της Τέχνης, της Μουσικής και της Φιλοσοφίας.49AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-10, φύλλο 6-7. Ένα επιπλέον στοιχείο ελληνογερμανικού ενδιαφέροντος στη συνάντηση αυτή ήταν και η κινητοποίηση της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, η οποία προσκάλεσε τα μέλη της Ακαδημίας σε επίσημο δείπνο στην οικεία του γερμανού πρέσβη Oskar Schlitter.50AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-10, φύλλο 22. Τέλος, στο πρόγραμμα της επίσκεψης συμπεριλήφθηκε τριήμερη εκδρομή σε χώρους ιστορικού ενδιαφέροντος, όπως οι Δελφοί, η Επίδαυρος, η Αρχαία Ολυμπία, αλλά και οι βυζαντινές Μονές Δαφνίου και Οσίου Λουκά51AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-10, φύλλο 3-4.. Στην επόμενη τακτική της συνέλευση, η Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου προήγαγε τον Δεσποτόπουλο από προσωρινό σε μόνιμο μέλος.52AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 1964-Jan Despotopoulos, φύλλο 36. Στην απόφαση αυτή συνηγόρησε, προφανώς, η εξαιρετική επιτυχία της επίσκεψης στην Αθήνα και οι τιμές με τις οποίες η Ελλάδα δέχτηκε τα μέλη της Ακαδημίας, έπειτα από τις ενέργειες του Δεσποτόπουλου. Καθώς η Δικτατορία των Συνταγματαρχών είχε μόλις επιβληθεί, φαίνεται πως δεν επιτράπηκε στον Δεσποτόπουλο να ταξιδέψει και να παρευρεθεί σε αυτή τη συνέλευση,53AdK, Berlin, AdK (West), Αριθμός φακέλου 129-10, φύλλο 14. προφανώς λόγω του κινδύνου διαφυγής του από τη χώρα.54Με την επιβολή της δικτατορίας συνάδελφοι και συγγενείς του Δεσποτόπουλου, όπως ο Νίκος Κιτσίκης και ο εξάδελφος του Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, κυνηγήθηκαν από το καθεστώς. Ο μεν πρώτος εξορίστηκε σε ηλικία 80 ετών στη Γυάρο και ο δεύτερος διέφυγε στο Παρίσι. Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανό και ο ίδιος ο Δεσποτόπουλος να είχε εξαρχής στοχοποιηθεί, και έτσι, παρά το γεγονός ότι δεν συνελήφθη, εν τέλει απολύθηκε για δεύτερη φορά από την έδρα του στο Ε.Μ.Π. τον Οκτώβριο του 1968.
Επίλογος
Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι οι τρεις αυτές δραστηριότητες του Δεσποτόπουλου υπερέβησαν το πλαίσιο μιας ίσως εξαιρετικά επιτυχημένης, αλλά αποκλειστικά επαγγελματικής πρακτικής ενός αρχιτέκτονα. Αντίθετα, ενδεικνύουν τον τρόπο που ο ίδιος αντιμετώπισε τη δουλειά του, και τον ρόλο που πίστευε πως ο αρχιτέκτονας έπρεπε να επιτελέσει στην κοινωνία55Ιωάννης Δεσποτόπουλος, «Ο κοινωνικός ρόλος του αρχιτέκτονα», Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, τχ. 3-4, Νοέμβριος 1972, σελ. 85-101.. Επιπλέον, ο τρόπος που αντιμετώπισε τη δουλειά του κατέτεινε στον εμπλουτισμό των ελληνογερμανικών σχέσεων. Παρεμβαίνοντας στην επικαιρότητα, είτε μέσα από τη συνεργασία του με τον Hebebrand, είτε αναλύοντας το ψυχροπολεμικό καθεστώς του Δυτικού Βερολίνου στη διάλεξη του, είτε προκαλώντας την εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης στη συνάντηση της Αθήνας, προσέθεσε, ένα μικρό, αλλά άξιο αναφοράς λιθαράκι στη μακρόχρονη παράδοση των πνευματικών σχέσεων Ελλάδας και Γερμανίας.