Η γερμανική τεχνολογική υπεροχή στην Ελλάδα, 1900-1940: Πρακτικές και αντιλήψεις

  • Veröffentlicht 01.07.21

Πριν από μερικά χρόνια, σε μια επίσκεψή μου στο Λαύριο, ένας παλαιός εργάτης μού είπε πως όταν έρχονταν οι τεχνικοί του πειραϊκού μηχανουργείου Κούπα, που ιδρύθηκε το 1882 και έκλεισε το 1989, για να εγκαταστήσουν ή να επιδιορθώσουν τις μηχανές του μεταλλουργείου, «εμείς λέγαμε: ‘Έρχονται οι Γερμανοί’». Στο ερώτημά μου, γιατί το έλεγαν αυτό, μου απάντησε ότι ο Κούπας ήταν ένα εξαιρετικό μηχανουργείο και οι άνθρωποί του έκαναν τη δουλειά με ταχύτητα και υψηλή ακρίβεια. Τι είχε συμβεί και οι ιδιότητες αυτές ταυτίζονταν τόσο αυθόρμητα με τους Γερμανούς, ώστε να αποκαλούνται Γερμανοί οι έλληνες τεχνικοί; Αναμφίβολα, οι επιδόσεις της Γερμανίας στο τεχνολογικό πεδίο χαίρουν παγκόσμιας αναγνώρισης, χάρη στη δύναμη, την καινοτομική ικανότητα και τη διεθνή επέκταση της γερμανικής βιομηχανίας. Εξάλλου, η εξάρτηση του μηχανουργείου Κούπα από τη γερμανική τεχνολογία ήταν επίσης γνωστή την εποχή εκείνη (μεταπολεμικά ο εξοπλισμός του ήταν γερμανικής προέλευσης, ενώ πιστοποιούσε τους λέβητες που κατασκεύαζε στο γερμανικό Lloyd του Αμβούργου). Αλλά με ποιο τρόπο η παγκόσμια αυτή αναγνώριση συνδέεται με ένα ελληνικό βιομηχανικό περιβάλλον; Αυτό είναι το ερώτημα που επιχειρώ να απαντήσω εδώ, αναζητώντας την ιστορική διαδρομή του ιδιαίτερου δεσμού που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε ανάμεσα στη γερμανική τεχνολογία και την ελληνική βιομηχανία.

Inhalt

    Πρώιμες επαφές, 19ος αιώνας

    Οι διαδρομές ανάμεσα στη γερμανική τεχνολογία και την ελληνική βιομηχανία εγκαινιάζονται στο τέλος του 19ου αιώνα. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα αυτού, η Γερμανία –με την έννοια της εθνοπολιτισμικής κοινότητας πριν από το 1871– ήταν για τους Έλληνες η χώρα του Goethe, του Schiller ή του Hegel, της φιλοσοφίας και της ποίησης, της νομικής σκέψης και της ιστοριογραφίας του Leopold von Ranke, όπως και της ρομαντικής νεοκλασικής σχολής των Schinkel και Klenze του Μονάχου. Η χώρα, με δυο λόγια, των ανθρωπιστικών σπουδών, όπου η μελέτη του αρχαιοελληνικού κόσμου είχε εξέχουσα θέση. Ωστόσο, ο ιδρυτής του Σχολείου των Τεχνών το 1837, του προγόνου του Πολυτεχνείου της Αθήνας, ο άνθρωπος που πρώτος δίδαξε το μάθημα της Μηχανικής στο νέο κράτος, ήταν ο βαυαρός λοχαγός του μηχανικού Friedrich von Zentner. Όμως το πρωτοποριακό, για την Ελλάδα της εποχής, διάβημά του ουσιαστικά ακυρώθηκε από την «καλλιτεχνική στροφή» που δόθηκε στην εκπαίδευση στο Σχολείον των Τεχνών από τον νέο διευθυντή, τον αρχιτέκτονα Λύσανδρο Καυταντζόγλου, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση το 1843 μετά την εκδίωξη του von Zentner, όπως και όλων των «ετεροχθόνων», από τις ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες. Η επόμενη «στροφή» του Σχολείου προς την τεχνική και πρακτική εκπαίδευση, μετά το 1863, ουσιαστικά πραγματοποιήθηκε υπό την ηγεσία του Δημητρίου Σκαλιστήρη, που είχε σπουδάσει στη Γαλλία, όπως και οι περισσότεροι έλληνες μηχανικοί του 19ου αιώνα, καταδικάζοντας έτσι στη λήθη τον πρωτοπόρο ιδρυτή του Πολυτεχνείου (Αντωνίου, 2006, 91–104). Τον μνημόνευσε πολλά χρόνια αργότερα ο γερμανός πρέσβης Viktor Erbach-Schönberg, πιθανόν σε αναζήτηση ιστορικής νομιμοποίησης της παρουσίας του στον εορτασμό της εκατονταετίας του Πολυτεχνείου το 1937, προτείνοντας μάλιστα να δημιουργηθεί ένα εργαστήριο στο όνομά του.1Ανων., «Η εκατονταετηρίς του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου», Τεχνικά Χρονικά, τ. 16, τχ. 181 (01.07.1939), 31.

    Στη λήθη περιέπεσαν και οι βαυαροί τεχνίτες που εργάστηκαν στην Αθήνα στα 1830–40 και συνέβαλαν στην εισαγωγή ή βελτίωση αρκετών τεχνικών επαγγελμάτων. Τον ρόλο τους υπενθύμισε περίπου έναν αιώνα αργότερα ο Ξενοφών Ζολώτας (1926, 11), ο γνωστός οικονομολόγος και συγγραφέας του πρώτου έργου για την ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας. Η λησμονιά αυτή δεν είναι ανεξήγητη. Δεν υπάρχει, πράγματι, γραμμική συνέχεια ανάμεσα σε αυτές τις πρώιμες, σποραδικές επαφές Ελλήνων και Γερμανών στο τεχνικό πεδίο, και τη μεταγενέστερη μαζική διείσδυση της γερμανικής τεχνολογίας στην ελληνική αγορά. Στις πρώιμες αυτές επαφές συμπεριλαμβάνω και τους λιγοστούς γερμανούς επιχειρηματίες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και δημιούργησαν νέες βιομηχανίες, όπως ο Gustav Clauss και ο Albert Hamburger. Και οι δύο διέπρεψαν στον τομέα της οινοποιίας, η οποία δεν συνδέεται με κάποια ιδιαιτέρως γερμανική τεχνολογία. Το μαρτυρά, άλλωστε, η διαφημιστική αφίσα των κρασιών Hamburger, που παραπέμπει στο ειδυλιακό περιβάλλον της παραδοσιακής ελληνικής υπαίθρου (εικόνα 1). Η μόνη περίπτωση μιας παλαιότερης γερμανικής τεχνολογικής παράδοσης, που γεφυρώνει, κατά κάποιο τρόπο, τον 19ο με τον 20ό αιώνα, είναι εκείνη της ζυθοποιίας, την οποία εισήγαγε στην Ελλάδα η οικογένεια Fix, ξεκινώντας από τη μικρή μπυραρία του Johann Fix στο Κολωνάκι το 1860 για να καταλήξει στο μεγάλο εργοστάσιο του Καρόλου Φιξ στη λεωφόρο Συγγρού το 1893. Αυτό που συνέβη λοιπόν με τη γερμανική τεχνολογική επιρροή στην Ελλάδα από το τέλος του 19ου αιώνα και με αυξανόμενη ένταση στη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα δεν είχε προηγούμενο. Γενικότερα, η μετεωρική άνοδος της Γερμανίας στη θέση της μεγάλης οικονομικής δύναμης ήταν κάτι που κανείς δεν φανταζόταν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. O ελληνικός οικονομικός τύπος της εποχής παρακολουθούσε σχεδόν με κατάπληξη αυτή την εντυπωσιακή άνοδο της Γερμανίας στη διεθνή βιομηχανική σκηνή.2Βλ. για παράδειγμα Οικονομική Ελλάς, 1902–1913, με ειδήσεις για τη γερμανική οικονομία σε κάθε τεύχος.

    Μαζική διείσδυση, 1900–1940

    Στην ελληνική αγορά η Γερμανία διείσδυσε μέσω των νέων τεχνολογιών αιχμής της λεγόμενης δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης: με τον ηλεκτρισμό, τους κινητήρες και τις εργαλειομηχανές και με τα χημικά προϊόντα. Τα εξαγόμενα γερμανικά προϊόντα –πετρελαιομηχανές, εξαρτήματα μηχανημάτων και άλλα ενδιάμεσα προϊόντα της μεταλλουργίας και της χημικής βιομηχανίας– απευθύνονταν σχεδόν αποκλειστικά στη νεοσύστατη και ταχύτατα αναπτυσσόμενη, τότε, ελληνική βιομηχανία (Αγριαντώνη, 2002). Σε αυτή την αγορά του βιομηχανικού εξοπλισμού η Γερμανία θα κατακτούσε εντέλει το μεγαλύτερο μερίδιο κατά τον Μεσοπόλεμο. Επικεντρώνομαι εδώ στον ιδιωτικό τομέα και δεν θα αναφερθώ στις αγορές των κρατικών προμηθειών, των δημοσίων έργων ή του κρατικού δανεισμού. Πρόσφατες έρευνες (Δημητριάδου-Λουμάκη, 2010, Χατζημιχάλη, 2008), όπως και το πρωτοπόρο έργο του Mogens Pelt (1998), έχουν μελετήσει σε βάθος τα θέματα αυτά, ειδικότερα για τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Σήμερα γνωρίζουμε καλύτερα τα καθέκαστα της σύμβασης Siemens-Halske για το τηλεφωνικό δίκτυο της χώρας το 1930, των προμηθειών στρατιωτικού εξοπλισμού από την Krupp και την Rheinmetall-Borsig ιδίως μετά το 1936, ή τα της συμμετοχής των εταιρειών Siemens-Bauunion και Gruen & Bilfinger στην κατασκευή του αθηναϊκού μετρό το 1925. Σημειώνω απλώς ότι συνολικά οι Γερμανοί δεν σημείωσαν ιδιαίτερη επιτυχία σε αυτή την κατηγορία αγορών πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας από τους λόγους ήταν το γεγονός ότι η Ελλάδα εξαρτιόταν από τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία για τον εξωτερικό της δανεισμό, και αυτές οι πιστώτριες χώρες συνήθως ζητούσαν ως αντάλλαγμα την προτίμηση των δικών τους επιχειρήσεων. Εξάλλου, οι πρώιμες επιτυχίες των Γερμανών στις προμήθειες όπλων στην Ελλάδα ανεστάλησαν με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων (Δορδανάς, 2016, 122). Ένας άλλος λόγος ήταν το ότι κατά τη δεκαετία του 1920, όταν εγκαινιάστηκαν πολλά δημόσια έργα στην Ελλάδα, οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν χρηματοδοτική υποστήριξη από το κράτος τους.

    Αντίθετα, στον ιδιωτικό τομέα, η Γερμανία διεύρυνε σταθερά την πελατεία της στον χώρο της ελληνικής βιομηχανίας, συστηματικά και σχεδόν αθόρυβα. Ήδη το 1907 οι Γάλλοι, πάντοτε δυσαρεστημένοι με τις επιδόσεις της χώρας τους, διαπίστωναν ότι οι κινητήρες εισάγονταν πλέον στην Ελλάδα σχεδόν αποκλειστικά από τη Γερμανία.3Archives Nationales, F12 7254, Légation de France à Athènes : J. de Peretti de la Rocca, vice-consul, «Rapport pour l’année 1907», Athènes 10.09.1908. Για την αμέσως μεταπολεμική εποχή βλ. και F12 9421, Dussap (Consul de France à Athènes) au Ministre des Affaires Etrangères, Athènes, 03.02.1921

    Ορισμένες βιομηχανίες προμηθεύονταν το σύνολο του εξοπλισμού τους από τη Γερμανία (ΕΔΔΕ, 1908, 41), άλλες μετακαλούσαν και γερμανούς τεχνίτες για την εγκατάσταση νέων εργοστασίων (Καράς, 1925, 2). Οι διαστάσεις που είχε ήδη πάρει τότε η γερμανική διείσδυση επισημοποιήθηκαν το 1908 με την επίσκεψη που πραγματοποίησε ομάδα ενενήντα γερμανών εμπόρων και βιομηχάνων από το Βερολίνο στα νεότερα εργοστάσια του Πειραιά και της Ελευσίνας, ύστερα από πρόσκληση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου του Πειραιά.4Αναλυτικές περιγραφές της επίσκεψης στην εφημερίδα Ακρόπολις, 4, 5,6, και 7 Απριλίου 1908 και στην εβδομαδιαία επιθεώρηση Αλήθεια, 13 Απριλίου 1908.

    Η εξαγωγική ορμή της Γερμανίας αναγνωριζόταν και από την πολιτική ηγεσία στις παραμονές του Πολέμου: Το 1913 ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Ανδρέας Μιχαλακόπουλος δημοσίευσε ένα άρθρο σε εφημερίδα του Βερολίνου με την προφανή πρόθεση να καθησυχάσει τους Γερμανούς σχετικά με τις ελληνικές νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους, λέγοντας ότι οι περιφέρειες που προσαρτήθηκαν τότε στην Ελλάδα προσέφεραν νέες ευκαιρίες για τις γερμανικές εξαγωγές (Μιχαλακόπουλος, 1913). Σημείωνε επίσης ότι η Γερμανία, ενώ είχε την τέταρτη θέση στο σύνολο των ελληνικών εισαγωγών, είχε την πρώτη θέση στις εισαγωγές μηχανημάτων και χημικών.

    Μετά τη διαταραχή που προκάλεσε ο Μεγάλος Πόλεμος στις συναλλαγές –και ειδικότερα με τη Γερμανία, καθώς η Ελλάδα συντάχθηκε εντέλει με τις δυνάμεις της Entente– οι γερμανικές εξαγωγές στην Ελλάδα ανέκαμψαν γρήγορα, παρακολουθώντας τη νέα επέκταση της ελληνικής βιομηχανίας καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920. Μπορεί η βρετανική Power & Traction να κέρδισε τη σύμβαση για την ηλεκτροδότηση της Αθήνας το 1925, την ίδια στιγμή όμως η AEG, μέσω της θυγατρικής της στην Ελλάδα, κυριαρχούσε στη διαδικασία μετάβασης των σημαντικότερων ελληνικών βιομηχανιών από τον ατμό στον ηλεκτρισμό και αναλάμβανε την εγκατάσταση του ηλεκτρικού δικτύου σε δευτερεύουσες πόλεις της χώρας (Ηράκλειο, Τήνος). Συγχρόνως ο κινητήρας πετρελαίου Diesel έγινε το σύμβολο της βιομηχανικής προόδου. τέτοιοι κινητήρες δεν εισάγονταν μόνο από τη Γερμανία, αλλά ταυτίζονταν με τη γερμανική τεχνολογία, ακριβώς όπως η ατμομηχανή του Watt είχε ταυτιστεί τον 19ο αιώνα με την υπεροχή της βρετανικής τεχνολογίας. Οι γερμανικές πετρελαιομηχανές της M.A.N (Maschinenfabrik Augsburg-Nurnberg) και της Deutz κυριαρχούσαν στην αγορά. Γερμανικά μηχανήματα εισάγονταν τώρα σε περισσότερες βιομηχανίες, όπως η βυρσοδεψία και οι βιομηχανίες χαρτιού και ξύλου, και κυρίως οι νέοι κλάδοι της ρεγιόν και του ελαστικού. Η Βρετανία διατήρησε την πρωτοκαθεδρία της στην κλωστοϋφαντουργία βάμβακος, την πιο εκτεταμένη βιομηχανία της χώρας, αν και ούτε αυτήν την μονοπωλούσε πλέον, καθώς οι νεότερες πλεκτομηχανές εισάγονταν από το Chemnitz, ενώ ένας από τους σημαντικότερους βιομήχανους της βαμβακουργίας, ο Χριστόφορος Κατσάμπας, έφερε το 1925 τον πρώτο εξοπλισμό του νηματουργείου του στην Πάτρα από τη Γερμανία (Κατσάμπας, 1966, 118–130). Η προτίμηση που έδειχναν όλο και περισσότεροι βιομήχανοι για τα γερμανικά μηχανήματα προκάλεσε την αντίδραση του συντάκτη του τεχνικού περιοδικού Έργα (1925–1932), στο πρώτο κιόλας τεύχος: ««παρετηρήσαμεν ότι ζητούνται προσφοραί μηχανημάτων μόνον από την Γερμανίαν […] ίσως διότι οι επιστήμονές μας εν τη βιομηχανία προέρχονται πολλάκις εκ γερμανικών σχολών. Το τοιούτον είναι απολύτως ασύμφορον δια την ελληνικήν βιομηχανίαν…».5«Η γνώμη της συντάξεως», περ. Έργα, τ. 1/1 (15.06.1925), 21.

    Πολλοί παράγοντες συνέτρεξαν στην επιτυχή κατάκτηση της ελληνικής αγοράς βιομηχανικού εξοπλισμού από τη Γερμανία. Τρεις από αυτούς είναι κατά τη γνώμη μου οι σημαντικότεροι: Πρώτον, οι οικονομίες των δύο χωρών, ιδίως όσον αφορά το εξαγωγικό εμπόριο, είχαν στοιχεία συμπληρωματικότητας, καθώς η Γερμανία είχε γίνει ο κύριος προορισμός των ελληνικών εξαγωγών καπνού, ενώ η Ελλάδα χρειαζόταν τις γερμανικές μηχανές για τη βιομηχανία της. Η ιδέα της συμπληρωματικότητας αναπτύχθηκε από νωρίς στην ίδια τη Γερμανία, ως τμήμα της θεωρίας του Grossraumwirtschaft (Pelt, 1998, 35–38). Προβλήθηκε και κωδικοποιήθηκε κατάλληλα: «Η Γερμανία είναι κατ’ εξοχήν βιομηχανικόν, η Ελλάς κατ’ εξοχήν γεωργικόν Κράτος».6Το παράθεμα, από το Δελτίον του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου εν Γερμανία, τ.1/1, Αύγουστος 1924, 29, όπως δημοσιεύεται στο ΕΕBE/DGIH, 1999, 36.

    Πρόκειται για το πλέον ανθεκτικό στον χρόνο στερεότυπο για τις σχέσεις των δύο χωρών. Η εικονιζόμενη διαφήμιση της AEG (εικόνα 2) αναπαριστά με διαυγή τρόπο τον οικονομικό ρόλο αλλά και το αντίστοιχο κοινωνικό πρότυπο που αποδίδεται στην κάθε χώρα: γεννήτριες έναντι καπνού, και εργάτες έναντι χωρικών. Οι ανταλλαγές αυτού του τύπου μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας κορυφώθηκαν μετά το 1932 με τις συμφωνίες clearing, οδηγώντας όμως σταδιακά σε σημαντικές στρεβλώσεις: Μετά το 1936 το πλεόνασμα της Ελλάδας στον λογαριασμό clearing με τη Γερμανία καλύφθηκε μόνο χάρη στις εισαγωγές όπλων από τη Γερμανία (Pelt, 1998, 102–125, 145–156).

    Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με την επιθετική πολιτική που εφάρμοζε η αυτοκρατορική Γερμανία στο εξωτερικό εμπόριο, επιδιώκοντας να κερδίσει μερίδια στις εξωτερικές αγορές με δύο τρόπους: (1) με τη γνωστή μέθοδο του dumping, δηλαδή την πώληση των προϊόντων της στο εξωτερικό με πολύ χαμηλές τιμές, κάτω του κόστους μερικές φορές, ώστε να εκτοπιστούν οι ανταγωνιστές, και (2) με τη χορήγηση πιστώσεων και άλλων ευκολιών πληρωμής στους αγοραστές. Οι έλληνες βιομήχανοι, που δεν διέθεταν επαρκή μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση από τις ελληνικές τράπεζες, εκτιμούσαν ιδιαίτερα και τις δύο αυτές πρακτικές. Ο τρίτος και ενδεχομένως ο σημαντικότερος παράγοντας ήταν οι άνθρωποι. Οι «εν τη βιομηχανία επιστήμονες» που αναφέρθηκαν πιο πάνω αντιπροσωπεύουν ένα νέο τύπο εκπαιδευμένου βιομήχανου (μηχανικού ή χημικού) που εμφανίστηκε στην Ελλάδα στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτού του τύπου είναι οι ηγετικές φυσιογνωμίες ενός στενού κύκλου επιχειρηματιών που δημιούργησαν τις πιο σημαντικές ελληνικές βιομηχανίες στις αρχές του 20ού αιώνα, στους νέους τομείς των χημικών λιπασμάτων, του τσιμέντου, των χημικών χρωμάτων, των φαρμάκων και της μηχανουργίας. Ο Λεόντιος Οικονομίδης, ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, ο Αλέξανδρος Ζαχαρίου, ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος είναι μερικά από τα πιο γνωστά μέλη αυτού του κύκλου, ο οποίος περιλάμβανε επίσης την οικογένεια Ζάννου, τον Επαμεινώνδα Χαρίλαο και μερικούς ακόμα. Σχεδόν όλοι είχαν σπουδάσει σε γερμανόφωνα πανεπιστήμια. η πρώτη γενιά κυρίως στη Ζυρίχη, καθώς την εποχή εκείνη (δεκαετία 1880) η τεχνική εκπαίδευση στη Γερμανία βρισκόταν σε διαδικασία μεταρρύθμισης, με τις Polytechnische Schulen να μετατρέπονται σταδιακά, μεταξύ 1879 και 1890, σε Technische Hochschulen. Η Eidgenössische Technische Hochschule της Ζυρίχης ήταν ένα είδος προτύπου για τη διαδικασία αυτή (König, 2007, 74). Αρκετοί έλληνες μηχανικοί εργάστηκαν επίσης στη Γερμανία, κάποιοι παντρεύτηκαν Γερμανίδες και έτσι δημιούργησαν στενούς δεσμούς με τη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό αυτών των δεσμών το ότι ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών, που ιδρύθηκε το 1907 και βρισκόταν υπό τον έλεγχο των βιομηχάνων αυτών, τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της ουδετερότητας της Ελλάδας με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Οικονομίδης, 1914), ενώ μερικοί από αυτούς μπήκαν στη μαύρη λίστα των Συμμάχων κατά τον Πόλεμο.

    Ακόμα πιο κρίσιμος ήταν ο ρόλος των μηχανικών που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία, σε αυξανόμενους αριθμούς κατά τον Μεσοπόλεμο. Από τους 2034 μηχανικούς που ήταν μέλη του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος το 1933, οι 260 (12,8%) είχαν σπουδάσει σε γερμανικά πανεπιστήμια (Τεχνική Επετηρίς, 1934). Σχεδόν ένας στους τέσσερις (68 άτομα), είχε αποφοιτήσει πριν από το 1914. Μερικοί από αυτούς, όσοι είχαν επιχειρηματικές φιλοδοξίες, ανέλαβαν την αντιπροσωπεία γερμανικών επιχειρήσεων μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Ο Αλέξανδρος Ζαχαρίου, εξέχων μηχανικός και βιομήχανος, ένας από τους ιδρυτές της τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ στην Ελευσίνα (1902), εγκαινίασε την πρακτική αυτή αντιπροσωπεύοντας τη Siemens ήδη από το 1899. Μετά τον Πόλεμο, η εταιρεία «Α. Ζαχαρίου & Σία» ήταν αντιπρόσωπος τεσσάρων ακόμα γερμανικών εταιρειών, εκτός της Siemens (ανάμεσά τους η M.A.N και η Telefunken). Μηχανικοί του αθηναϊκού Πολυτεχνείου αλλά και άλλοι επιχειρηματίες, πέραν των σπουδασμένων στη Γερμανία, ακολούθησαν το παράδειγμά του: ο Ιωάννης Κυριακίδης, που είχε εργαστεί στην ΤΙΤΑΝ, ανέλαβε με τον αδελφό του την αντιπροσωπεία της AEG, ενώ ο επιχειρηματίας Αριστοτέλης Γ. Μακρής αντιπροσώπευε επίσης πέντε γερμανικές εταιρείες τον Μεσοπόλεμο, μεταξύ των οποίων και την Κρουπ. Οι εταιρείες Bosch, Bayer, Daimler, Zeiss, I.G. Farben, Junkers και πολλές άλλες είχαν επίσης αντιπροσώπους και διαφημίζονταν σταθερά στον ελληνικό τεχνικό και οικονομικό τύπο, πολύ πιο συχνά από τις επιχειρήσεις οποιασδήποτε άλλης χώρας. Το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, που ιδρύθηκε στο Βερολίνο το 1924 και μεταφέρθηκε στην Αθήνα περί το 1931, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προώθηση αυτών των συνεργασιών (ΕΕBΕ/DGIH, 1999, 32, 50).

    Μοντέρνα τεχνολογία και εθνικοί μύθοι

    Οι ιδέες που συνόδευσαν, από τις αρχές του 20ού αιώνα, τη διείσδυση της γερμανικής τεχνολογίας στην Ελλάδα παραπέμπουν στους τρόπους με τους οποίους οι διανοούμενοι διαφόρων κοινωνιών ενεργοποίησαν εθνικούς μύθους και παραδόσεις για να νοηματοδοτήσουν και να εγκολπωθούν τη μοντέρνα τεχνολογία (Hard και Jamison, 1998). Κατά την επίσκεψη των γερμανών επιχειρηματιών στην Ελευσίνα το 1908, ο μηχανικός Αθανάσιος Παπαθεοδώρου, απόφοιτος της Technische Hochschule της Στουτγκάρδης και συνέταιρος του Ζαχαρίου, καλωσόρισε τους ξένους επισκέπτες με αυτά τα λόγια: «…ημείς οι άλλοτε φορείς του πολιτισμού, το άλλοτε πρότυπον της τέχνης και της επιστήμης, υποκλινόμεθα σήμερον προ της γερμανικής σοφίας […] Όπως και υμείς υψώσατε τον Ελληνικόν πολιτισμόν εις το εμπρέπον αυτώ επίπεδον έχοντες αυτόν ως πρότυπον δια την περαιτέρω ανάπτυξιν υμών, ούτω και ημείς θέλομεν να είμεθα οι φορείς της σημερινής γερμανικής προόδου […] [Θέλω] να εξάρω την πνευματικήν συγγένειαν ήτις υφίσταται μεταξύ των δύο λαών […] Αμφότεροι βαίνομεν επί παρομοίας οδού».7Ανων., «Οι Γερμανοί εν Ελευσίνι», Ακρόπολις (5.4.1908), 2.

    Ο τόπος ευνοούσε ασφαλώς την αναφορά στο κλασικό ιδεολογικό σχήμα της αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνικού έθνους, θεμελιώδες στοιχείο της συγκρότησης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας: Πριν από τα εργοστάσια, οι προσκεκλημένοι είχαν επισκεφθεί τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας. Η «συγγένεια» των δύο λαών αποκαθίσταται μέσω του κοινού αρχαιοελληνικού «προτύπου». Και η σύγχρονη τεχνολογία ενσωματώνεται στο σχήμα με τη διαμεσολάβηση των Γερμανών, μέσω μιας ισότιμης ανταλλαγής: ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός έναντι της σύγχρονης «προόδου» – έννοια που στο συγκεκριμένο πλαίσιο μπορεί να ταυτιστεί με την τεχνολογία, τον σύγχρονο τεχνικό πολιτισμό. Έτσι, η τεχνολογία, με αυτή τη διαμεσολάβηση, προσαρτάται στο παρελθόν, όπως και η επιστήμη την ίδια εποχή προσαρτήθηκε από τους έλληνες επιστήμονες «στο ελληνικό παρελθόν, και μάλιστα στην πιο λαμπρή εκδοχή του, που δεν είναι άλλη από την αρχαία Ελλάδα» (Κρητικός, 1995, 121). Ωστόσο, στην Ελλάδα η τεχνολογία δεν θα γίνει «κομμάτι της εθνικής ταυτότητας», όπως συνέβη στη Γερμανία (Herf, 1996). Και τούτο όχι μόνον επειδή ήταν εισαγόμενο προϊόν και η χώρα δεν διέθετε ισχυρή τεχνική παράδοση. Η προοπτική της βιομηχανικής κοινωνίας στο σύνολό της δεν έγινε ποτέ καθολικά αποδεκτή.

    Αντιθέτως, η ιδέα της αιωνίως «αγροτικής, εμπορικής και ναυτικής Ελλάδας» είχε βαθιές ρίζες και στηριζόταν από έναν ισχυρό συνδυασμό οικονομικών συμφερόντων, φοβίας του αστικού κόσμου και στρατηγικών επιλογών του ελληνικού κράτους (Χατζηιωσήφ, 1993, 336–349). Η σύμπνοια μεταξύ βιομηχάνων και μηχανικών, που αναπτύχθηκε σε φιλελεύθερο πλαίσιο στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, θα διαρραγεί στο κλίμα του ανερχόμενου κρατισμού και του αυταρχισμού της δεκαετίας του 1930 (Αντωνίου, 2006, 361–408). Η Γερμανία, ωστόσο, θα διατηρήσει έντονη την παρουσία της στα περιβάλλοντα των τεχνικών και των βιομηχάνων: χωρίς états d’âme για το χιτλερικό καθεστώς, το περιοδικό του Τεχνικού Επιμελητηρίου, Τεχνικά Χρονικά, δημοσιεύει συχνά-πυκνά άρθρα σχετικά με τα νέα τεχνολογικά επιτεύγματα και τα μεγάλα τεχνικά έργα της Γερμανίας. Το 1938, περιγράφοντας τον εορτασμό για τα 40 χρόνια της πετρελαιομηχανής του R. Diesel, που πραγματοποιήθηκε στα εργοστάσια της ΜΑΝ στη Νυρεμβέργη, ο συντάκτης του άρθρου σημείωνε: «Η Ελλάς έχει λόγους να ευγνωμονεί τους πρωτεργάτας τούτους αφού το πλείστον της βιομηχανίας αυτής […] κινείται δια κινητήρων Diesel».8Ανων. «Η 40ετηρίς του κινητήρος Diesel», Τεχνικά Χρονικά, τχ. 145, 38.

    Εξάλλου, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι σχέσεις και ανταλλαγές μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας και πάλι αποκαταστάθηκαν γρήγορα, όπως είχε συμβεί και στο τέλος του προηγούμενου Πολέμου, αυτή τη φορά με ισχυρή πολιτική βούληση (Pelt, 2006, Τσάκας, 2015). Η φράση του εργάτη του Λαυρίου μαρτυρεί ότι η παρουσία της γερμανικής τεχνολογίας στην καρδιά, στον «κινητήρα» της ελληνικής βιομηχανίας, άφησε ανθεκτικό αποτύπωμα στη συνείδηση του βιομηχανικού κόσμου – ενός κόσμου, όμως, που δεν θα ηγεμονεύσει ποτέ στην αυτοεικόνα των Ελλήνων.

    Zusammenfassung

    Οι γερμανικές βιομηχανίες άρχισαν να διεισδύουν στην ελληνική αγορά βιομηχανικού εξοπλισμού και χημικών προϊόντων από το τέλος του 19ου αιώνα. Στο δοκίμιο αυτό εξετάζω με ποιους τρόπους και σε ποιες συνθήκες η γερμανική τεχνολογία κέρδισε την πρωτοκαθεδρία στην αγορά αυτή. Το είδος των ανταλλαγών μεταξύ των δύο χωρών διαμόρφωσε εξάλλου και τις αντιλήψεις των εκατέρωθεν εμπλεκομένων για τους άλλους.

    Einzelnachweise

    • 1
      Ανων., «Η εκατονταετηρίς του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου», Τεχνικά Χρονικά, τ. 16, τχ. 181 (01.07.1939), 31.
    • 2
      Βλ. για παράδειγμα Οικονομική Ελλάς, 1902–1913, με ειδήσεις για τη γερμανική οικονομία σε κάθε τεύχος.
    • 3
      Archives Nationales, F12 7254, Légation de France à Athènes : J. de Peretti de la Rocca, vice-consul, «Rapport pour l’année 1907», Athènes 10.09.1908. Για την αμέσως μεταπολεμική εποχή βλ. και F12 9421, Dussap (Consul de France à Athènes) au Ministre des Affaires Etrangères, Athènes, 03.02.1921
    • 4
      Αναλυτικές περιγραφές της επίσκεψης στην εφημερίδα Ακρόπολις, 4, 5,6, και 7 Απριλίου 1908 και στην εβδομαδιαία επιθεώρηση Αλήθεια, 13 Απριλίου 1908.
    • 5
      «Η γνώμη της συντάξεως», περ. Έργα, τ. 1/1 (15.06.1925), 21.
    • 6
      Το παράθεμα, από το Δελτίον του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου εν Γερμανία, τ.1/1, Αύγουστος 1924, 29, όπως δημοσιεύεται στο ΕΕBE/DGIH, 1999, 36.
    • 7
      Ανων., «Οι Γερμανοί εν Ελευσίνι», Ακρόπολις (5.4.1908), 2.
    • 8
      Ανων. «Η 40ετηρίς του κινητήρος Diesel», Τεχνικά Χρονικά, τχ. 145, 38.

    Βιβλιογραφία

    Galerie

    Zitierweise

    Christina Agriantoni: «Η γερμανική τεχνολογική υπεροχή στην Ελλάδα, 1900-1940: Πρακτικές και αντιλήψεις», in: Alexandros-Andreas Kyrtsis und Miltos Pechlivanos (Hg.), Compendium der deutsch-griechischen Verflechtungen, 01.07.21, URI : https://comdeg.eu/essay/104252/.