Φιλελληνισμός στον αστερισμό της οικονομικής κρίσης του 2008

  • Veröffentlicht 13.12.22

Μπορεί κανείς να ονομάσει φιλελληνική την ποίηση του Γκύντερ Γκρας για την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης ή του Ντουρς Γκρύνμπαϊν για την Ακρόπολη; Ή, μήπως, όροι όπως φιλελληνική λογοτεχνία ή και φιλελληνικός λόγος θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για έργα και πρακτικές του πρώτου μισού του 19ου αιώνα; Και σύμφωνα με ποια κριτήρια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αυτά τα ποιήματα φιλελληνικά; Επιχειρώντας να δώσω απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, θα προσπαθήσω καταρχήν να προσδιορίσω σε ένα θεωρητικό πλαίσιο τη δυνατότητα διαχρονικής χρήσης του όρου φιλελληνισμός σε φιλολογικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα, ώστε στη συνέχεια να καταλήξω στην παραδειγματική ανάλυση ορισμένων κειμένων. Μια συγκριτολογική ματιά στην Ιταλία και στη σχέση της με την Ελλάδα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, καθώς και μια αναφορά στην Κασσάνδρα της Κρίστα Βολφ θα βοηθήσουν στη διερεύνηση της συνέχειας του (όχι μόνο γερμανικού) φιλελληνικού λόγου μέχρι και στις μέρες μας. Τέλος, ως αντίθεση, θα αναφέρω Το μεγάλο κόλπο (Der große Plan, 2019) του Βόλφγκανγκ Σόρλαου, ένα ενδιαφέρον και εξαιρετικά επιτυχημένο αστυνομικό μυθιστόρημα.

Inhalt

    Εισαγωγή: μια θεωρητική παρατήρηση στον όρο φιλελληνισμός

    Στην πρόσφατη έρευνα πληθαίνουν οι απόπειρες συστηματικής εξέτασης αυτού του περίπλοκου φαινομένου στο θεωρητικό επίπεδο,1 Η βιβλιογραφία για τον φιλελληνισμό είναι εντυπωσιακή. Για μια πρώτη ταξινόμηση και περιοδολόγηση του φαινομένου, συνθετική παρουσίαση διάφορων θεωρητικών προσεγγίσεων και συζήτηση των προβλημάτων του όρου (αλλά και κυρίως μια εκτενή βιβλιογραφία στις πρώτες υποσημειώσεις), βλ. Tolias, 2016. με το εξής βασικό ερώτημα ως προς το ποια μεθοδολογία και ποια ορολογία θα υιοθετηθούν για τη διασαφήνιση του χρονικού πλαισίου να βρίσκεται στο προσκήνιο: Κατά πόσο είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για φιλελληνισμό και εκτός πλαισίου της πολιτισμικής, θρησκευτικής, στρατιωτικής και οικονομικής αλληλεγγύης, η οποία εξασφάλισε σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς και στην Αμερική, ουσιαστική βοήθεια στους εξεγερμένους κατά τη δεκαετία του 1820;2 Για τις διαφορές ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και στον λιγότερο πολιτικό όσο, μάλλον, γενικά φιλανθρωπικό φιλελληνισμό στις ΗΠΑ, βλ. Maras, 2012, 118-123. Με άλλα λόγια, κατά πόσο μπορούν να κατηγοριοποιηθούν επίσης πρώιμες και όψιμες εκφάνσεις ενθουσιασμού υπέρ του ελληνικού πολιτισμού ως φιλελληνικές;

    Αν επιθυμούσαμε να δώσουμε μια επισκόπηση της φιλολογίας γύρω από τις δυνατές χρήσεις του όρου φιλελληνισμός, θα ξεπερνούσαμε τα όρια αυτού του άρθρου. Εν συντομία μπορεί να λεχθεί το εξής: Οι πιο ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις είναι, κατά τη γνώμη μου, εκείνες που αντιμετωπίζουν τον όρο ως διαχρονία, τονίζοντας τη συνέχεια του φιλελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.3 Όπως, π.χ., ο Τόλιας, ο οποίος χρησιμοποιεί μια πειστική διατύπωση: «Philhellenism […] had deep roots and cast a long shadow» (Tolias, 2016, 53). Ως προς τη δυνατότητα χρήσης του όρου για την αρχαία Ελλάδα, η θέση των Vöhler, Αλέκου και Πεχλιβάνου είναι ακραία: «The long and complex history of philhellenism spans the period from antiquity to the present» (Vöhler u.a., 2021, 1). Στο σχήμα που προτείνει η Γκύτενκε, η αρχαιότητα αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αφού στον όρο ελληνισμός εντάσσει πολλά στοιχεία: «the positive investment of ancient Greece as a cultural system, the political Philhellenism of the eighteenth and nineteenth centuries, and the imagination of modern Greece, or neo-Hellenism, both outside and within Greece» (Güthenke, 2008, 11). Παρόμοια είναι και η θέση της Ζαχαρία, η οποία ονομάζει Hellenismus έναν τόμο με δοκίμια για θέματα που εκτείνονται από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας (Zacharia, 2008). Η αντιμετώπιση του φιλελληνισμού ως δομικού στοιχείου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, οι ρίζες του οποίου βρίσκονται στην κλασική αρχαιότητα, επιτρέπει την επέκταση του χρονικού ορίζοντα προς τα εμπρός, με αποτέλεσμα ο φιλελληνισμός του πρώτου μισού του 19ου αιώνα να αντιμετωπίζεται απλώς ως μία μόνο παραλλαγή ενός φαινομένου που εξελίσσεται διαρκώς κατά τη διάρκεια χιλιετιών.

    Αν και επιγραμματικές, αυτές οι εισαγωγικές παρατηρήσεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό κειμένων όπως αυτά που πρόκειται να εξεταστούν εδώ ως φιλελληνικά. Γιατί και σε αυτά λειτουργεί αυτό που –πέρα από τις χρονικά πεπερασμένες, τυπολογικές διαφορές από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα– αποτελεί έναν τρόπον τινά δομικό κανόνα, το θεμέλιο του φιλελληνικού λόγου κάθε εποχής: την εξιδανίκευση της Ελλάδας. Αυτή η εξιδανίκευση εμφανίζεται από τον 18ο αι. μέχρι σήμερα κυρίως σε τέσσερις μορφές: η κλασική Ελλάς ως ιδανικό πολιτισμικής και αισθητικής πληρότητας (Βίνκελμαν)· το σύγχρονο ελληνικό κράτος, που προκύπτει από τον Αγώνα εναντίον των Οθωμανών, ως ενσάρκωση επαναστατικών δυνατοτήτων και προπύργιο του χριστιανισμού· ο εξωτικός «περιφερειακός» τόπος για εναλλακτικούς αναχωρητές που αναζητούσαν την απομόνωση από τη δεκαετία του 1960 μέχρι του 1980 (Corrado, 2021, 99-100)· ο τόπος των ανταγωνιστικών τοποθετήσεων εναντίον της παγκοσμιοποίησης και της ισχύος των τραπεζών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών.4Σύμφωνα με τους Παναγιωτόπουλο και Σωτηρόπουλο, ο θαυμασμός για τη δυναμική της αντίστασης που έδειξαν πολιτικά στρατευμένοι και εναλλακτικοί κύκλοι στην Ελλάδα ενάντια στα σκληρά μέτρα λιτότητας, κατά την τελευταία οικονομική κρίση, έχει τις ρίζες του στον εξωτισμό (εδώ σε μια ανανεωμένη μορφή) που πάντα συνόδευε τον φιλελληνισμό. Οι σελίδες που αφιερώνουν στον εξωτισμό του δυτικοευρωπαϊκού βλέμματος στην Ελλάδα των ημερών μας είναι διαφωτιστικές (Panagiotopoulos/Sotiropoulos, 2020, 3-5)· πειστικός είναι κυρίως ο ορισμός του φιλελληνισμού ως συνολικού φαινομένου (παρά τις διάφορες φάσεις που έχει περάσει κατά τους τελευταίους αιώνες) – του φιλελληνισμού, ο οποίος «has never been about the real Greeks, not then and not now» (ό.π., 3). Στην ουσία, κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των τόπων είναι η μέχρι και την παντελή άρνηση απαξίωση της πραγματικής χώρας – της «υπαρκτής Ελλάδας», θα λέγαμε, χρησιμοποιώντας μια τυπική έκφραση που είναι το φυσικό επακόλουθο κάθε εξιδανίκευσης.5 Σύμφωνα με τους Παναγιωτόπουλο και Σωτηρόπουλο, η έλλειψη γνώσης (και ενσυναίσθησης) για την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 1960 φαίνεται και στην τρομερή γοητεία που άσκησε στο μη ελληνικό κοινό η προμοντερνιστική φιγούρα του Ζορμπά – στην ταινία του Κακογιάννη με τον Άντονι Κουίν (1964) βασισμένη στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη (1946), σε μια εποχή που η Ελλάδα, μετά τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, βρισκόταν σε φάση ανοικοδόμησης και εκσυγχρονισμού (ό.π., 4), σε σημείο που ο Ζορμπάς «could […] be declared the most authentic Greek of modern philhellenism» (ό.π.). Για την απογοήτευση των λόγιων φιλελλήνων που δεν συνάντησαν επιτόπου την αρχαία Ελλάδα, βλ. Eideneier, 2010, 41. Σύμφωνα με τον Ούλριχ, ούτε και ο θρησκευτικός λόγος δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς τα αισθήματα συμπάθειας και αλληλεγγύης με τον χριστιανικό πληθυσμό που υπέφερε υπό την οθωμανική κυριαρχία δεν χαρακτηρίζονταν από «άμεση σχέση με τις συγκεκριμένες συνθήκες ζωής των Ελλήνων» (Ullrich, 2012, 93). Σύμφωνα με τον Μάρα, ο οποίος αναφέρεται στο πρόβλημα της «διαφοράς ανάμεσα στην ιστορική γνώση και στην εμπειρία του παρόντος» (Maras, 2012, 58) για τους ταξιδιώτες των αρχών του 19ου αι., η «ελληνοποίηση του τοπίου και του λαού» (ό.π.) έχει αφήσει σαφή ίχνη στην εικονογραφία. Για το χάσμα ανάμεσα στο ιδανικό και την πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα, βλ. και Rassidakis, 2019, 110.

    Μια ματιά στην Ιταλία: Ο μύθος του ΣΥΡΙΖΑ

    Το ερώτημα που τέθηκε στην αρχή μπορεί να διατυπωθεί και διαφορετικά: Παραμένει ο φιλελληνισμός και σήμερα ζωντανός, έστω και με διαφορετικές μορφές, σε σχέση με τον 18ο και τον 19ο αιώνα; Καταρχήν θα επιχειρήσω να μην αναζητήσω την απάντηση σε γερμανικό αλλά σε ένα άλλο πολιτισμικό περιβάλλον, ρίχνοντας μια σύντομη ματιά στην Ιταλία, η οποία ανέκαθεν θεωρούσε τον εαυτό της ως άμεσο κληρονόμο του ελληνικού πολιτισμού, εφόσον άλλωστε το νότιο κομμάτι της (Magna Grecia) αποικίστηκε από τους Έλληνες. Η Ιταλία είναι ένα φιλελληνικό έθνος. Νομίζω ότι δεν υπάρχει εκπαιδευτικό σύστημα σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα στο οποίο το κλασικό γυμνάσιο να κατέχει μέχρι σήμερα έναν τόσο κεντρικό ρόλο και μια τόσο εξέχουσα σημασία στην κοινωνία όσο στην Ιταλία. Παρά την αυξανόμενη τεχνοκρατία εις βάρος της ανθρωπιστικής κληρονομιάς της κλασικής αρχαιότητας, το Liceo Classico, με τις τέσσερις (παλιότερα μάλιστα πέντε) διδακτικές ώρες αρχαίων ελληνικών ανά εβδομάδα, εξακολουθεί να περιβάλλεται από μια αίγλη. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι τα αρχαία ελληνικά έχουν περιοριστεί σε κλιτικούς κανόνες, γεγονός που τους στερεί κάθε ίχνος ζωντάνιας· αυτό που απομένει είναι ένα μοντέλο που βασίζεται στη γραμματική, παραφουσκωμένο ρητορικά και γι’ αυτό αποκομμένο από την εποχή του, που φυσικά δεν έχει ουδεμία σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα, αν και οι εκπαιδευτικές εκδρομές στους Δελφούς και στην Αθήνα αποτελούν υποχρεωτικό μέρος του σχολικού προγράμματος.

    Όμως αυτού του είδους η εξιδανίκευση αφορά, όπως επισημάνθηκε πιο πάνω, και τη σύγχρονη Ελλάδα, όπως φαίνεται από ένα επεισόδιο της πολιτικής κατά τη διάρκεια της οξείας οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών. Λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 2015 και τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, περίπου 200 άτομα από τον χώρο της ιταλικής αριστεράς πέταξαν στην Αθήνα για να ζήσουν από κοντά τις τελευταίες μέρες του προεκλογικού αγώνα, μαζί με «τ@ συντρόφους τους» από την Ελλάδα. Με μια δόση αυτοειρωνείας είχαν, μάλιστα, βαφτιστεί Ταξιαρχία Καλημέρα – ήταν μια ομάδα πολιτικών και δημοσιογράφων, όπως και μελών διάφορων μη κομματικών οργανώσεων, δηλαδή μια ομάδα (ας το πούμε γενικά) εναλλακτικών αριστερών (Saviano, 22.01.2015).

    Τι γύρευαν στην Αθήνα; Φυσικά, εκείνες τις μέρες ολόκληρη η ευρωπαϊκή αριστερά, όχι μόνο η ιταλική, έτρεφε μεγάλες ελπίδες για μια πολιτική αλλαγή. Όμως αυτό το επεισόδιο μπορεί να διαβαστεί και διαφορετικά απ’ ό,τι ως μια απλή έκφραση πολιτικής αλληλεγγύης: Πιστεύω, μάλιστα, ότι στην ελληνική αριστερά, και ιδιαίτερα στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ως γνωστόν, δεν είναι ούτε σοσιαλδημοκρατικό ούτε κομμουνιστικό κόμμα, είδαν πολλοί ένα νέο πολιτικό υποκείμενο – το υποκείμενο, για το οποίο σ’ εκείνη τη φάση δεν μπορούσε να βρεθεί θέση στην Ιταλία (και στην Ευρώπη). Η αναζήτηση, επομένως, αφορούσε κάτι το οποίο στην Ιταλία είχε πλέον χαθεί: τον ενθουσιασμό της συμμετοχής στην πολιτική, την κοινότητα των ομοιοπαθών, την αυθεντικότητα και τον αυθορμητισμό της στράτευσης, τον ενθουσιασμό για την πολιτική στράτευση. Φαινόταν πως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να επανενεργοποιήσει όλες αυτές τις μορφές και τους τρόπους της πολιτικής δράσης.

    Και σε αυτό το ταξίδι στην Αθήνα ενυπάρχει –νομίζω– μια φιλελληνική όψη. Για τους/τις συμμετέχοντες/συμμετέχουσες η σύγχρονη Ελλάδα μπορεί να μην έκρυβε κάποια απογοήτευση, καθώς οι ελπίδες τους δεν προέρχονταν από την κλασική αρχαιότητα ως εγγυήτρια μιας αναγέννησης· ωστόσο, και αυτοί είχαν ταυτιστεί με μια εξιδανικευμένη Ελλάδα –όπως και οι συναγωνιστές τους ακριβώς 200 χρόνια πιο πριν– χωρίς όμως φιλολογικές και κλασικιστικές εξάρσεις, και μάλιστα εξιδανικευμένη σύμφωνα με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά που αποτελούσαν ανέκαθεν την ελληνική κλασική αρχαιότητα: την αυθεντικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, της κοινωνικής ζωής, της ανθρώπινης επικοινωνίας.

    Η Ελλάδα ως μια χαμένη Ιταλία της δεκαετίας του 1970 – εδώ επανεμφανίζεται ο μηχανισμός της αυτοπροβολής στην (επανα)μυθοποίηση του ελληνικού πολιτισμού. Οι Έλληνες ως διδάσκαλοι: «Ήρθαμε για να διδαχτούμε» απάντησαν κάποια μέλη της ομάδας στην ερώτηση για τα κίνητρά τους. Και «για να εισπνεύσουμε τον ενθουσιασμό μιας νικηφόρας αριστεράς», γιατί υπάρχουν επίσης και διονυσιακές εκστατικές στιγμές που σφράγισαν το συλλογικό βίωμα: «Ήρθαμε για να καπνίσουμε ένα τσιγαριλίκι, ένα πολιτικό τσιγαριλίκι, ήρθαμε για να μεθύσουμε και να ενθουσιαστούμε» απάντησε η Λουτσιάνα Καστελίνα, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και γνωστές πολιτικούς της ιταλικής ριζοσπαστικής αριστεράς. Μέθη και παιδαγωγική, έκσταση και αυθεντική πολιτική στην Ελλάδα, στην πηγή από την οποία μπορεί να αντληθεί ό,τι έχει χαθεί – με άλλα λόγια: απόλυτος φιλελληνισμός.

    «Η ντροπή της Ευρώπης» του Γκύντερ Γκρας

    Και τώρα είναι η στιγμή να μιλήσω για τις ελληνογερμανικές σχέσεις στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης του 2008, η οποία λίγα χρόνια αργότερα θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την Ελλάδα. Γνωρίζουμε ότι η αδιάλλακτη στάση της γερμανικής κυβέρνησης, όσον αφορά τις οικονομικές δυσκολίες της Ελλάδας, εγκαινίασε μια νέα, εξαιρετικά προβληματική φάση. Σε αυτήν την αμείλικτη στάση είδαν πολλοί το οριστικό τέλος του γερμανικού φιλελληνισμού, πράγμα που ήταν λάθος καθώς στη Γερμανία δημιουργούταν επίσης ένα κύμα συμπαράστασης στην Ελλάδα.

    Στις γνωστότερες εκφράσεις αλληλεγγύης μπορεί κανείς σίγουρα να συμπεριλάβει το ποίημα «Η ντροπή της Ευρώπης» του Γκύντερ Γκρας (Grass, 25.05.2012), το οποίο προκάλεσε αντικρουόμενες αντιδράσεις: Κάποιοι, μεταξύ των οποίων και ο Μάρκαρης, υπογράμμισαν τη σημασία της πράξης, με την οποία ένας παγκοσμίου φήμης γερμανός συγγραφέας και νομπελίστας πέτυχε να περιγράψει την ευθύνη της Ευρώπης για το δράμα της Ελλάδας· άλλοι πάλι είδαν μια υπεραπλουστευτική λαϊκίστικη τοποθέτηση ή και ένα κακότεχνο ποίημα.

    Για τη λογοτεχνική ποιότητα του ποιήματος μπορεί φυσικά κανείς να διαφωνήσει· προσωπικά το βρίσκω εξαιρετικά κακό, αν και οι λόγοι για αυτήν τη λογοτεχνική ανεπάρκεια έχουν να κάνουν με τον φιλελληνικό λόγο:

    Η ντροπή της Ευρώπης

    Είσαι ένα βήμα πριν το χάος, μια και δεν ανταποκρίθηκες στις αγορές,
    είσαι μακριά απ’ τη χώρα, που κάποτε σου δάνεισε το λίκνο.

    Ό,τι με την ψυχή ζητούσες και νόμιζες πως είχες βρει
    τώρα το εξοβελίζεις, για σκουπίδι το περνάς.

    Ολόγυμνη σαν οφειλέτης διαπομπεύεται, υποφέρει η χώρα εκείνη
    που έλεγες και ξανάλεγες πως χάρη της χρωστάς.

    Στη φτώχεια καταδικασμένος τόπος, τόπος που ο πλούτος του
    στολίζει τώρα τα μουσεία: λάφυρα που φυλάς Εσύ.

    Κείνοι που χίμηξαν με τα όπλα στη χώρα την ευλογημένη με νησιά
    στολή φορούσαν κι είχαν τον Χέλντερλιν κρυμμένο στο γυλιό.

    Καμιά ανοχή πια γι’ αυτήν τη χώρα, κι ας ανεχόσουν κάποτε
    σαν σύμμαχους στο σβέρκο της τους κολονέλους.

    Χώρα που ζει πια δίχως δίκιο, με τη δύναμη αυτών που έχουν πάντα δίκιο
    να της σφίγγει κάθε μέρα το ζωνάρι πιο σφιχτά.

    Κι όμως απείθαρχη η Αντιγόνη μαυροφορεί – σ’ όλη τη χώρα
    πενθοφορεί ο λαός της που κάποτε σε είχε φιλέψει, σε είχε δεχθεί.

    Μα η κουστωδία του Κροίσου έχει στοιβάξει έξω απ’ τη χώρα,
    στα δικά σου θησαυροφυλάκια, τα αστραφτερά μαλάματα.

    Πιες, επιτέλους, πιες, αναβοούν των επιτρόπων οι χειροκροτητές,
    μα ο Σωκράτης οργίλος σού γυρνά γεμάτο πίσω το ποτήρι.

    Εν χορώ θα ρίξουν οι θεοί κατάρα σ’ ό,τι σου ανήκει,
    μια κι είναι βούλησή σου τον Όλυμπό τους να πουλήσεις.

    Ανούσια πια θα μαραζώσεις δίχως τη χώρα,
    που το δικό της πνεύμα σε επινόησε, Ευρώπη.

    (απόδοση στα ελληνικά: Σπύρος Μοσκόβου)

    Ο Γκρας θίγει εδώ μερικά βασικά θέματα του διαλόγου για την Ελλάδα και τις ελληνογερμανικές σχέσεις κατά τα χρόνια της κρίσης: τα χρέη, τη γερμανική κατοχή, την Τρόικα, την πολιτική λιτότητας, τα αρχαιολογικά ευρήματα που βγήκαν λαθραία από την Ελλάδα – θέματα που αποτέλεσαν ισχυρή αφορμή για μια έντονα αντιευρωπαϊκή και σαφώς αντιγερμανική δυσαρέσκεια. Πιστοποιεί αυτό το ποίημα του Γκρας κάποιο φιλελληνικό πάθος; Ναι, αλλά αγνοώντας, ως συνήθως, τη σύγχρονη Ελλάδα, την ελληνική πραγματικότητα – όσο παράδοξο και να ακούγεται κάτι τέτοιο για έναν συγγραφέα σαν τον Γκρας. Γιατί, κυρίως, το τέλος με τη δραματική του επίκληση στους θεούς γίνεται σαφές: Οι ολύμπιοι θεοί είναι εκείνοι που θα πάρουν εκδίκηση για την Ελλάδα. Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι και εδώ «λίκνο», το πνεύμα της Ευρώπης· αυτό που νοιάζει περισσότερο τον συγγραφέα, αυτό που φαίνεται να διακυβεύεται δεν είναι τόσο η τύχη της χώρας, αλλά οι απαρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

    Η εικόνα του Σωκράτη που οργισμένος επιστρέφει στην Ευρώπη το ποτήρι με το κώνειο, με την οποία παρουσιάζεται η καταδίκη της χώρας του ως καταστροφή για ολόκληρη την Ευρώπη, και ο φόνος των Ελλήνων και των Ελληνίδων μετατρέπεται σε αυτοκτονία της Ευρώπης – αυτή η εικόνα δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί σε συναισθηματισμό και κιτς. Εδώ εμφανίζεται και πάλι στο προσκήνιο η παλιά προσκόλληση στην αρχαιότητα: Μπορεί μεν να είναι η σύγχρονη Ελλάδα εκείνη που υπερασπίζεται, όμως, μάλλον, λόγω της αξίας της ως αντιπροσώπου, λόγω του ρόλου της ως υποκατάστατου: Γίνεται μια παθιασμένη προσπάθεια να δοθεί ένας τόπος και ένα κορμί στον αρχαίο πολιτισμό, σε έναν πολιτισμό που εξακολουθεί να είναι παράγωγο κλασικής εκπαίδευσης.

    Παρέκβαση: Η Κασσάνδρα της Κρίστα Βολφ

    Στο σημείο αυτό, θεωρώ σκόπιμο να ανατρέξω σε ένα κείμενο της Κρίστα Βολφ, η πολιτική σημασία του οποίου έγκειται στο ότι η συγγραφέας υιοθετεί μια ριζικά κριτική στάση απέναντι στη σύγχρονη Ελλάδα· θα φανεί ότι, στην ουσία, η τοποθέτηση του Γκρας δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό, αλλά μέρος μιας παράδοσης που ενυπάρχει στη γερμανική λογοτεχνία. Πριν από περίπου 40 χρόνια η Βολφ πραγματοποίησε ένα λογοτεχνικό εγχείρημα, εκδίδοντας στον εκδοτικό οίκο Aufbau-Verlag το 1983 έναν τόμο, όπου εκτός από το διάσημο αφήγημα Κασσάνδρα συμπεριλαμβάνονται τέσσερις ακόμη εισαγωγικές διαλέξεις. Οι διαλέξεις, οι οποίες ανάγονται στην έρευνα της Βολφ στο θέμα Κασσάνδρα, δεν είναι λιγότερο ενδιαφέρουσες από το κυρίως κείμενο. Σε αυτά η Βολφ περιγράφει, μεταξύ άλλων, το ταξίδι της στην Αθήνα και στη συνέχεια στην Κρήτη, αναζητώντας τα ίχνη της μυθικής μορφής της Κασσάνδρας·6 Σχετικά με το ταξίδι της Βολφ στην Ελλάδα, βλ. Albrecht, 2021. για τη συγγραφέα, αυτή η αναζήτηση ήταν ταυτόχρονα και το θέμα της, καθώς είχε συνείδηση των περίπλοκων διαδικασιών που είναι απαραίτητες για να δομηθεί μια γόνιμη επαφή με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Και όμως: η Βολφ έχει την πεποίθηση ότι η φιλολογική έρευνα, αλλά και οι προσωπικές της ταξιδιωτικές εμπειρίες, είναι σε θέση να εμφυσήσουν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό μια νέα ζωή, ακόμα και να τον εντάξουν λειτουργικά στους πολιτικούς αγώνες της εποχής της. Από αυτήν την άποψη, η αρχιτεκτονική του τόμου στον Aufbau έχει τη σημασία της: Οι διαλέξεις δεν είναι ούτε λόγιες μελέτες ούτε και πρόκειται για την αυτοβιογραφική περιγραφή ταξιδιωτικών εμπειριών· γι’ αυτόν τον λόγο, δεν λειτουργούν ως επίμετρο, αλλά τοποθετούνται πριν από το διήγημα· πρέπει, λοιπόν, να διαβαστούν πρώτες, ώστε να προετοιμάσουν τη συγγραφέα και τους/τις αναγνώστες/αναγνώστριες για τη συνάντησή τους με την Κασσάνδρα, να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την ανάδυση από το παρελθόν.

    Εδώ ειδικά με ενδιαφέρει η πεποίθηση της Βολφ ότι θα μπορούσε να εμφυσήσει νέα ζωή στον αρχαίο κόσμο μέσω της λογοτεχνίας. Το όνειρο είναι φυσικά πολύ παλιό. Το εγχείρημα κρύβει ωστόσο ενδεχόμενες παγίδες στη σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα. Η πολύ σκληρή –ενίοτε ίσως και υποτιμητικά κριτική– στάση της συγγραφέως απέναντι στην κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα και ειδικά στην Αθήνα, και η οποία επανέρχεται συστηματικά στις διαλέξεις, είναι προβληματική. Η Αθήνα είναι, γράφει, βρόμικη, μια τσιμεντούπολη γεμάτη καυσαέρια, χωρίς να δείχνει διάθεση να κρύψει την δυσφορία της: «Η πόλη […] με άφησε αμήχανη, γιατί δεν ήξερα τι να ψάξω να βρω». Και κυρίως, η Αθήνα είναι μια πόλη της καπιταλιστικής απληστίας, που οι κάτοικοί της ενδιαφέρονται μόνο για το κέρδος και την ιδιοκτησία· μια «πόλη που κατασπαράσσει τον εαυτό της (ό.π., 30), παθιασμένη με το «κυνήγι της δραχμής» (ό.π. 32).

    Διαβάζοντας σήμερα τις διαλέξεις της Βολφ, είναι να απορεί κανείς με την έλλειψη ενδιαφέροντος για τις σύγχρονες συνθήκες, για τη μηδαμινή διαλεκτική ικανότητα που κανονικά χαρακτηρίζουν μια συγγραφέα προσανατολισμένη στην ποιητική του ρεαλισμού όπως η Βολφ. Κυρίως είναι να απορεί κανείς με την αφέλεια αυτής της κρίσης. Και το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο κρίσιμο: Πού οφείλεται αυτή η αποστασιοποιημένη στάση προς την Ελλάδα; Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση βρίσκεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο συνολικό κατασκεύασμα του συστήματος «Κασσάνδρα» της Βολφ: Η σύγχρονη Ελλάδα πρέπει πρώτα να ενταχτεί στο καπιταλιστικό σύστημα της ηθικής κατάπτωσης και της αποξένωσης, ούτως ώστε να ελευθερωθεί ο χώρος για την αναζήτηση της «άλλης», της εναλλακτικής Ελλάδας, που πιστεύει ότι θα βρει όχι στον κλασικό αλλά στον αρχαϊκό πολιτισμό της μητριαρχίας.

    Και εδώ συναντάμε έναν τυπικά φιλελληνικό τρόπο σκέψης, αν και στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου λόγου: Η υποτίμηση της σύγχρονης Ελλάδας ως προϊόν της παρακμής του αρχαίου πολιτισμού. Αυτή η προοπτική έχει υψηλό αντίτιμο: την υποβάθμιση της παρατήρησης σε κοινοτοπία, τη φτωχοποίηση της αντίληψης της καθημερινότητας στην Αθήνα, που από μόνη της είναι αδιάφορη. Το μόνο που είναι ενδιαφέρον στις τυχαίες συναντήσεις στον δρόμο βρίσκεται στους μηχανισμούς, χάρη στους οποίους άνθρωποι και αντικείμενα αναδεικνύονται σε αρχαιοελληνικά ισοδύναμα: η γυναίκα έξω από το κατάστημα που πουλάει μέλι και μπαχαρικά είναι απόγονος των συζύγων των Αχαιών που περίμεναν τον νόστο των πολεμιστών και «θα μπορούσαν να είναι μοντέλα για τις Καρυάτιδες» (ό.π., 30), και οι ψαράδες στην ψαραγορά «δισ-δισέγγονα των θαλασσοπόρων παλιότερων Ελλήνων» (ό.π., 31).

    Έχει μεγάλη σημασία το ότι η αναγνώριση επιτυγχάνεται μόνο εφόσον γίνει ταύτιση με τις Καρυάτιδες: Η συγγραφέας εισέρχεται στην αίθουσα με τα αγάλματα και στη συνέχεια, κατεβαίνοντας από την Ακρόπολη, παρατηρεί τους/τις Αθηναίους/αίες με τα μάτια μιας Κόρης: «Μήπως τελικά μου ανοίχτηκαν τα κενά μάτια των Κορών; Με κάτι πανάρχαια μάτια που έτσουζαν [λόγω της όξινης βροχής] περιπλανιόμουν τώρα κι εγώ στην πόλη, κοιτώντας τους σημερινούς ανθρώπους, τους συγχρόνους μου, ως απογόνους» (ό.π., 30). Θα χρειαστεί αυτή η ταύτιση με την κλασική αρχαιότητα για να βρεθεί το κλειδί στο παρόν· όμως η βιωματική και η νοητική αντίληψη του παρόντος είναι παραπάνω από απογοητευτική:

    Το καταλαβαίνω αυτό το βουνό από πέτρες και κόκκαλα. Την καταλαβαίνω αυτήν την πόλη που πνίγεται στον κόσμο, στη βιασύνη, στην όρεξη να σκοτώσει, που αποπνέει καπνούς και καυσαέρια και κυνηγάει λαχανιασμένη το χρήμα, που θέλει μέσα σε χρόνια να προλάβει αυτά που σε κάποιες από τις δυτικές αδερφές της κόστισαν περισσότερο από έναν αιώνα (ό.π.).

    Η σύγχρονη Αθήνα ως πόλη των καπιταλιστικών εγκλημάτων, κατά έναν παράδοξο τρόπο, ακόμα πιο εγκληματική από τις υπόλοιπες δυτικές πόλεις, ακριβώς επειδή δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο εξέλιξης και γι’ αυτό άγεται από φθόνο και κακεντρέχεια.

    Η ελληνική αρχαιότητα προσφέρει ένα μοντέλο, το οποίο αυτή η ταξιδιώτισσα με την κριτική στάση και την πολιτική συνείδηση, αλλά με την ελλιπή εθνογραφική επάρκεια, χρησιμοποιεί ως φίλτρο για την αντίληψη της σύγχρονης Ελλάδας, στιγματίζοντάς την ως ένα εξόχως δραματικό παράδειγμα της παράλογης «βαρβαρότητας της σύγχρονης εποχής» (ό.π.).

    Μια άλλη οπτική της Ελλάδας: Το αστυνομικό μυθιστόρημα Το μεγάλο κόλπο του Σόρλαου

    Στο σημείο αυτό, και σε αντιδιαστολή με τα κείμενα της Βολφ και του Γκρας, θα ήθελα να αναφερθώ στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Σόρλαου για μια περίπτωση που απασχολεί τον επιθεωρητή Ντέγκλερ, έναν από τους πολλούς που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια στο λογοτεχνικό τοπίο της Ευρώπης, όπως και ο Χαρίτος, ο Μονταλμπάνο, ο Μπρουνέτι και άλλοι πολλοί. Ωστόσο, το Μεγάλο κόλπο είναι ένα ιδιαίτερο αστυνομικό μυθιστόρημα με περίπλοκη υπόθεση. Ψυχολογικά κίνητρα (φιλοδοξία, φθόνος, απληστία) συνδυάζονται με μακροοικονομικά ερωτήματα (τα ελληνικά χρέη) σε αυτό το ογκώδες και συναρπαστικό κείμενο το οποίο εντάσσει την ελληνική κρίση των τελευταίων χρόνων και τις ελληνογερμανικές σχέσεις σε ένα επιπλέον, ευρύτερο πλαίσιο, όπου η γερμανική κατοχή κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παίζει έναν ουσιαστικό ρόλο. Αυτό που είναι ιδιαίτερα πειστικό σε αυτό το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ότι δεν φαίνεται απλοϊκό και ότι ρόλοι και εκτιμήσεις δεν κατανέμονται μονοδιάστατα· οι Έλληνες και οι Ελληνίδες δεν είναι οπωσδήποτε αθώ@ σε αυτήν την ιστορία της κρίσης, που ξεκίνησε, ως γνωστόν, το 2008. Εκείνο που, κυρίως, πείθει είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Σόρλαου ανασκευάζει το πλέγμα των υπόγειων προσωπικών και δημόσιων προκαταλήψεων που κατασκευάζουν την αρνητική εικόνα των Γερμανίδων/Γερμανών στα μάτια των Ελληνίδων/Ελλήνων. Τονίζεται καθαρά πως η υποτιμητική εικόνα της Ελλάδας, ως χώρας της σπατάλης, που κυριαρχούσε στα ΜΜΕ (φυσικά και ευτυχώς: μόνο σε ένα μέρος τους) κατά την κρίσιμη φάση της κρίσης έχει μια μακρά προϊστορία. Ο Σόρλαου καταφέρνει να παρουσιάσει το πρόβλημα της πρόσφατης οικονομικής κρίσης σε μια προοπτική, η οποία δείχνει ότι η συντηρητική στάση που στιγμάτιζε την Ελλάδα και την οποία εκπροσώπησε απροκάλυπτα η αδιάλλακτη στάση του Ομοσπονδιακού Υπουργού Οικονομικών Σόιμπλε ήταν απόηχος του αποικιοκρατικού και ρατσιστικού βλέμματος των κατακτητών. Πού βρίσκεται η διαφορά μεταξύ της επικριτικής στάσης του Σόρλαου απέναντι στην εξοργιστική πολιτική της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας και της εξίσου επικριτικής αλλά γεμάτης συναισθηματισμό έκκλησης του Γκρας; Η απάντηση νομίζω ότι είναι ξεκάθαρη: Στο κείμενο του Σόρλαου δεν γίνεται πουθενά λόγος για την αρχαία Ελλάδα. Ωστόσο, αυτή η απάντηση μπορεί να ισχύσει αν επεκταθεί σε μια ειδολογική προοπτική: Εφόσον η λογοτεχνία δεν είναι κοινωνιολογία, δεν είναι πολιτική επιστήμη, αλλά κυρίως ένα ιδιαίτερο είδος κωδικοποίησης με διαφορετική κάθε φορά λειτουργία, ανάλογα με το αντίστοιχο λογοτεχνικό είδος, τότε ορισμένα αφηγήματα εξαρτώνται από το εκάστοτε λογοτεχνικό είδος, καθώς είναι φορείς του απόηχου μιας μορφωτικής και πολιτισμικής παράδοσης.

    Υπό αυτήν την άποψη διατυπώνω την υπόθεση ότι το ποιητικό είδος το οποίο ως προς την Ελλάδα είναι φορτωμένο με την ηχώ του φιλελληνισμού των προηγούμενων αιώνων είναι αυτό που οδήγησε τον Γκρας σε αυτό το επιφανειακό ύφος. Προσπάθησε να συμπυκνώσει τα διάφορα στοιχεία της ιστορίας των ελληνογερμανικών σχέσεων μέσα σε λίγους στίχους με τέτοιον τρόπο, ώστε το ύφος της καταγγελίας και του συναισθηματισμού να αγγίξει τις/τους αναγνώστριες/αναγνώστες του. Προφανώς δεν είναι εύκολο να συμπεριλάβει και να συνδυάσει κανείς μεταξύ τους τόσο πολλές πτυχές σε ένα τόσο σύντομο κείμενο, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο ώστε να επιχειρηματολογήσει όχι απλώς με συναισθηματισμό και υποβλητικότητα, αλλά επίσης κριτικά και διαφωτιστικά. Δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά σίγουρα δυνατή.

    Το «Στην Ακρόπολη» του Ντουρς Γκρύνμπαϊν

    Κλείνω εδώ με ένα ποίημα του Ντουρς Γκρύνμπαϊν από μια ποιητική συλλογή του 2007, λίγο πριν από την οικονομική κρίση (Grünbein, 2008, Bd. III, 173):

    Στην Ακρόπολη

    Ποτέ δεν ήρθε μέχρι εδώ. Ούτε και αυτή, και αυτός κι εκείνος –

    Οι επαρχιώτες Γερμανοί με την Ελλάδα στην καρδιά

    μέχρι τη Σικελία φτάσανε, και το Μπορντό. Στην Ιένα

    κάποιος καλοσκέφτηκε αυτά που είχε μάθει στο σχολείο.

    Μα τελικά απόμεινε μακριά. Σαν υπηρέτες που ψιθυρίζουν στο κατώφλι,

    έτσι συζητούσανε, οι γνώστες, στα φιλοσοφικά.

    Οι πέτρες αγγιγμένες από τουρίστες, τους κυνηγούς με Kodak σήμερα,

    υπάρχουν ακόμη, αυστηρά αριθμημένες, λαμπρότητα που ξέπεσε.

    Μα όμως σιωπούν, οι κίονες, γδαρμένοι, τα σκαλιά.

    Μονάχα ένας το ένιωσε στο σώμα του, το χτύπημα του Απόλλωνα.

    Ψάχνοντας μονίμως κάτι άλλο, μαράζωνε σε μακρινές ακτές.

    Ένας ιερός βράχος και γύρω του τα πούλμαν, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει.

    Οι πατεράδες τριγυρίζουν, χωρίς πατρίδα, και ο άσωτος υιός,

    τυχαία φερμένος από τον αέρα, θα φτάσει κάποτ’ εδώ πάνω.

    Αυτό που βλέπει, ταραγμένος, το ξέρει από πολύ παλιά:

    Σκουπίδια, ένα γαλάζιο φόρεμα, η μέλισσα στα θυμάρια.

    (απόδοση στα ελληνικά: Κώστας Κοσμάς)

    Εδώ ο Γκρύνμπαϊν προσφέρει την επιτομή του γερμανικού κλασικισμού και των φιλελληνικών του τάσεων: Δίχως να τους ονοματίσει, ο Γκρύνμπαϊν παραπέμπει στον Σίλερ, στον Χέλντερλιν, στον Βίνκελμαν – στους «επαρχιώτες Γερμανούς με την Ελλάδα στην καρδιά», που ποτέ τους δεν πάτησαν σε ελληνικό έδαφος. Το κείμενο παρουσιάζει μια εναλλασσόμενη διάρθρωση, η οποία επιτρέπει στον συγγραφέα να μεταφερθεί από τον 18ο αιώνα στο παρόν αυτής της μελαγχολικής επίσκεψης στην Ακρόπολη. Από τους συναισθηματισμούς των φαντασιακών εικόνων στους «κυνηγούς με Kodak», που φωτογραφίζουν τη «λαμπρότητα που ξέπεσε» που έχουν οι πέτρες, και μετά πάλι ξανά από τον Βίνκελμαν στα τουριστικά λεωφορεία κάτω από την Ακρόπολη. Ο κύκλος των σχέσεων της Γερμανίας με την Ελλάδα φαίνεται να κλείνει ανάμεσα στον κλασικισμό και στον μαζικό τουρισμό.

    Και όμως: Αυτό που με μια πρώτη ματιά φαίνεται ως εναλλακτική ή αντιπαραβολή, στους τελευταίους τέσσερις στίχους αποδεικνύεται ως συνέχεια του γερμανικού πολιτισμού – ανάμεσα στον γερμανικό κλασικισμό και στον μαζικό τουρισμό δεν υπάρχει στην ουσία καμία τομή. Οι απάτριδες πατέρες εφηύραν ως υποκατάστατο αυτήν την ιδανική πατρίδα, και αυτή η έλλειψη πατρίδας προβάλλει τη σκιά της στον «ταραγμένο» («verstört[en]»), «άσωτο» («verlorne[n]») γιο που η Ακρόπολη δεν είναι το σπίτι του, που περιπλανιέται άσκοπα σε ολόκληρο τον κόσμο και επιλέγει την Αθήνα τυχαία, ανάμεσα σε άπειρους άλλους πιθανούς ταξιδιωτικούς στόχους. Όμως αυτή η επίσκεψη στην Ακρόπολη δημιουργεί μια ταυτότητα: Με αυτόν τον τρόπο, ο γιος είναι σε θέση να μπει στη μεγαλειώδη παράδοση των πατέρων – είναι επιτέλους σε θέση να βρει την πατρίδα του. Στην ουσία έχει υιοθετήσει την ίδια οπτική των πατεράδων του: Και αυτός βρίσκεται στην Αθήνα μόνο με την ψυχή, γιατί αυτό που ψάχνει δεν είναι η σημερινή Αθήνα και ούτε και η αρχαία Αθήνα, που δεν έχει πρόβλημα να την παραχωρήσει στους τουρίστες καις στις τουρίστριες. Ψάχνει την πατρίδα του, ψάχνει τους πατέρες: Βίνκελμαν, Χέλντερλιν, Σίλερ και Γκαίτε, που επιτέλους τους φέρνει στην Αθήνα. Πιθανότατα την πήρε και αυτός μαζί του, όπως γράφει ο Γκρας, στον εκδρομικό του σάκο, ή μάλλον σε κάποιο ελαφρύ σακίδιο Nike. Αυτό που βλέπει στην Ακρόπολη είναι κάτι κοινότοπο που υπήρχε πάντοτε και θα συνεχίσει να υπάρχει: ένα φόρεμα, μια μέλισσα, σκουπίδια. Δεν έχει αλλάξει τίποτα, ο άσωτος υιός μπορεί με την πολιτιστική του ταυτότητα να ξυπνήσει και πάλι τη ιερότητα που είχε εξαφανίσει ο μαζικός τουρισμός.

    Ένα θλιβερό ποίημα, όχι λόγω των εικόνων του, όχι λόγω των σκουπιδιών, αλλά λόγω του ότι αγνοεί την Ελλάδα, η οποία σε ένα τέτοιο κείμενο μοιάζει να εξακολουθεί καταδικασμένη να παραμείνει το ίδιο της το φάντασμα.7 Σχετικά με αυτό το ποίημα, βλ. Kocziszky, 2013· για το θέμα αρχαιότητα στη σύγχρονη γερμανική ποίηση, βλ. Knoblich, 2014.

    Μετάφραση από τα γερμανικά: Κώστας Κοσμάς

    Einzelnachweise

    • 1
      Η βιβλιογραφία για τον φιλελληνισμό είναι εντυπωσιακή. Για μια πρώτη ταξινόμηση και περιοδολόγηση του φαινομένου, συνθετική παρουσίαση διάφορων θεωρητικών προσεγγίσεων και συζήτηση των προβλημάτων του όρου (αλλά και κυρίως μια εκτενή βιβλιογραφία στις πρώτες υποσημειώσεις), βλ. Tolias, 2016.
    • 2
      Για τις διαφορές ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και στον λιγότερο πολιτικό όσο, μάλλον, γενικά φιλανθρωπικό φιλελληνισμό στις ΗΠΑ, βλ. Maras, 2012, 118-123.
    • 3
      Όπως, π.χ., ο Τόλιας, ο οποίος χρησιμοποιεί μια πειστική διατύπωση: «Philhellenism […] had deep roots and cast a long shadow» (Tolias, 2016, 53). Ως προς τη δυνατότητα χρήσης του όρου για την αρχαία Ελλάδα, η θέση των Vöhler, Αλέκου και Πεχλιβάνου είναι ακραία: «The long and complex history of philhellenism spans the period from antiquity to the present» (Vöhler u.a., 2021, 1). Στο σχήμα που προτείνει η Γκύτενκε, η αρχαιότητα αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αφού στον όρο ελληνισμός εντάσσει πολλά στοιχεία: «the positive investment of ancient Greece as a cultural system, the political Philhellenism of the eighteenth and nineteenth centuries, and the imagination of modern Greece, or neo-Hellenism, both outside and within Greece» (Güthenke, 2008, 11). Παρόμοια είναι και η θέση της Ζαχαρία, η οποία ονομάζει Hellenismus έναν τόμο με δοκίμια για θέματα που εκτείνονται από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας (Zacharia, 2008).
    • 4
      Σύμφωνα με τους Παναγιωτόπουλο και Σωτηρόπουλο, ο θαυμασμός για τη δυναμική της αντίστασης που έδειξαν πολιτικά στρατευμένοι και εναλλακτικοί κύκλοι στην Ελλάδα ενάντια στα σκληρά μέτρα λιτότητας, κατά την τελευταία οικονομική κρίση, έχει τις ρίζες του στον εξωτισμό (εδώ σε μια ανανεωμένη μορφή) που πάντα συνόδευε τον φιλελληνισμό. Οι σελίδες που αφιερώνουν στον εξωτισμό του δυτικοευρωπαϊκού βλέμματος στην Ελλάδα των ημερών μας είναι διαφωτιστικές (Panagiotopoulos/Sotiropoulos, 2020, 3-5)· πειστικός είναι κυρίως ο ορισμός του φιλελληνισμού ως συνολικού φαινομένου (παρά τις διάφορες φάσεις που έχει περάσει κατά τους τελευταίους αιώνες) – του φιλελληνισμού, ο οποίος «has never been about the real Greeks, not then and not now» (ό.π., 3).
    • 5
      Σύμφωνα με τους Παναγιωτόπουλο και Σωτηρόπουλο, η έλλειψη γνώσης (και ενσυναίσθησης) για την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 1960 φαίνεται και στην τρομερή γοητεία που άσκησε στο μη ελληνικό κοινό η προμοντερνιστική φιγούρα του Ζορμπά – στην ταινία του Κακογιάννη με τον Άντονι Κουίν (1964) βασισμένη στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη (1946), σε μια εποχή που η Ελλάδα, μετά τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, βρισκόταν σε φάση ανοικοδόμησης και εκσυγχρονισμού (ό.π., 4), σε σημείο που ο Ζορμπάς «could […] be declared the most authentic Greek of modern philhellenism» (ό.π.). Για την απογοήτευση των λόγιων φιλελλήνων που δεν συνάντησαν επιτόπου την αρχαία Ελλάδα, βλ. Eideneier, 2010, 41. Σύμφωνα με τον Ούλριχ, ούτε και ο θρησκευτικός λόγος δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς τα αισθήματα συμπάθειας και αλληλεγγύης με τον χριστιανικό πληθυσμό που υπέφερε υπό την οθωμανική κυριαρχία δεν χαρακτηρίζονταν από «άμεση σχέση με τις συγκεκριμένες συνθήκες ζωής των Ελλήνων» (Ullrich, 2012, 93). Σύμφωνα με τον Μάρα, ο οποίος αναφέρεται στο πρόβλημα της «διαφοράς ανάμεσα στην ιστορική γνώση και στην εμπειρία του παρόντος» (Maras, 2012, 58) για τους ταξιδιώτες των αρχών του 19ου αι., η «ελληνοποίηση του τοπίου και του λαού» (ό.π.) έχει αφήσει σαφή ίχνη στην εικονογραφία. Για το χάσμα ανάμεσα στο ιδανικό και την πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα, βλ. και Rassidakis, 2019, 110.
    • 6
      Σχετικά με το ταξίδι της Βολφ στην Ελλάδα, βλ. Albrecht, 2021.
    • 7
      Σχετικά με αυτό το ποίημα, βλ. Kocziszky, 2013· για το θέμα αρχαιότητα στη σύγχρονη γερμανική ποίηση, βλ. Knoblich, 2014.

    Βιβλιογραφία