Νέα αρχιτεκτονική
Ο αρχιτεκτονικός μοντερνισμός, ή, αλλιώς, μοντέρνο κίνημα, αποτελεί μια νέα κίνηση στον αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σχεδιασμό των αρχών του 20ού αιώνα. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική έχει τις ρίζες της στη Βιομηχανική Επανάσταση και στις αλλαγές που η τελευταία επέφερε στην οικονομία, αλλά και σε επίπεδο υλικών, κατασκευής, χωρικής και κοινωνικής οργάνωσης. Η κορύφωση της μοντέρνας στροφής στην αρχιτεκτονική εντοπίζεται μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν στις νέες συνθήκες αναδύονται σε πολλά μέρη ταυτόχρονα καινοτόμες τάσεις.1Στη Γερμανία ιδρύεται το Κρατικό Μπάουχαους (1919). Στη Βιέννη ο Adolf Loos [Άντολφ Λόος] συμμετέχει στο χτίσιμο των συνοικισμών της Rote Wien. Στη Γαλλία ο Le Corbusier [Λε Κορμπυζιέ] χτίζει τα πρώτα τουριστικά κτίρια. Στην Ολλανδία ο J. J. P. Oud [Γ. Γ. Π. Άουντ] χτίζει λιτές παραθαλάσσιες εργατικές κατοικίες (Oud, 1926). Η νέα αυτή μοντέρνα αρχιτεκτονική παραγωγή παίρνει στη Γερμανία το όνομα Neues Bauen, ενώ συχνά συνδέεται με σοσιαλιστικές πολιτικές που σχεδιάζουν νέα οικιστικά σύνολα, σχολεία, νοσοκομεία και άλλα κτίρια που εξυπηρετούν λαϊκές [Volks-] και κοινωνικές [Social-] λειτουργίες. Σε αυτό το πλαίσιο, ο σχεδιασμός της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του Neues Bauen βασίζεται σε αρχές όπως η λειτουργικότητα, η οικονομία μέσων και υλικών, η απλότητα των μορφών, με απόρριψη της αρχιτεκτονικής των στιλ και του διάκοσμου του κλασικισμού. Μία βασική θέση των μοντέρνων αρχιτεκτόνων και του Neues Bauen είναι η απόρριψη των στιλ που μιμούνταν την αρχιτεκτονική του παρελθόντος. Έτσι, η νεοκλασική αρχιτεκτονική, βασισμένη στη λογική των παραδεδομένων ρυθμών και μορφών, έχοντας συχνά ως πρότυπο την αρχαία Ελλάδα, τοποθετείται στον αντίποδα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η δε μοντέρνα αρχιτεκτονική θεωρείται συχνά αντίπαλος του κλασικισμού, καθώς απέρριπτε τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς του παρελθόντος, και μαζί τους τον ιστορικισμό και τον ακαδημαϊσμό που τους ανέδειξαν. Με δεδομένη την κλασική παιδεία των αρχαιολόγων και τη συστηματική τους μελέτη για το παρελθόν, φαίνεται επόμενο να στέκουν, αν όχι πολέμιοι, τουλάχιστον σκεπτικοί απέναντι στους μοντέρνους αρχιτέκτονες, οι οποίοι απορρίπτουν την αρχιτεκτονική του παρελθόντος και σχεδιάζουν ένα δυναμικό διάνυσμα αποκλειστικά προς το μέλλον. Η σχέση της αρχαιολογίας και μοντέρνας αρχιτεκτονικής, ωστόσο, δεν ήταν τόσο μονοδιάστατη, αλλά πολύ πιο σύνθετη, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Deutsches Archäologisches Institut
Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (DAI) ιδρύει το παράρτημά του στην Αθήνα το 1874 και είναι το δεύτερο αρχαιολογικό ινστιτούτο που ιδρύεται στην Ελλάδα.2Η πρώτη ξένη αρχαιολογική σχολή στην Ελλάδα είναι η Γαλλική Σχολή Αθηνών (École française d’ Athènes ‒ EFA), που ιδρύεται το 1846. Μετά την ίδρυση του ΓΑΙ το 1874, ακολουθούν η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (1881), η Βρετανική Σχολή Αθηνών (1886) και το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (1898). Μία από τις σημαντικότερες ανασκαφές του DAI και, κατά κάποιον τρόπο, «μήλον της Έριδος» για πολλούς και διαφορετικούς λόγους αποτέλεσε η Ολυμπία (Marchand, 1996, 77-91). Ανάμεσα στα κεντρικά πρόσωπα των ανασκαφών στην Ολυμπία ήταν ο καθηγητής αρχιτεκτονικής στην Bauakademie του Βερολίνου Friedrich Adler [Φρίντριχ Άντλερ], ο οποίος ενέταξε στην ομάδα τον προστατευόμενο μαθητή και γαμπρό του Wilhelm Dörpfeld [Βίλχελμ Ντέρπφελντ (1853‒1940)]. Ο Dörpfeld αποτελεί πρόσωπο-κλειδί για πολλαπλά ελληνογερμανικά δίκτυα (Sporn, 2019· Kankeleit, 2019). Μαζί με τον Ernst Ziller [Έρνστ Τσίλερ] σχεδίασε την κατασκευή του αρχικού κτιρίου DAI (1887‒1897), που χρηματοδοτήθηκε από τον Heinrich Schliemann [Ερρίκος Σλήμαν] (Korka, 2019, 7). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι o Dörpfeld είναι ιδρυτής της Γερμανικής Σχολής Αθηνών (ΓΣΑ), ενώ σχεδίασε και το πρώτο της κτίριο, που άνοιξε τις πόρτες του το 1897, καθώς ο γερμανός αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος είχε μετακομίσει ήδη στην Αθήνα με την οικογένειά του και τα παιδιά του συγκαταλέχθηκαν στους πρώτους μαθητές της ΓΣΑ. Τα κτίρια που σχεδίαζε ο Dörpfeld στα τέλη του 19ου αιώνα εντάσσονται στον κλασικισμό, ρυθμό που ακολουθούσε η επώνυμη αρχιτεκτονική της εποχής. Ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός σχεδιασμός αλλάζει σταδιακά κατεύθυνση μετά το γύρισμα του αιώνα, για να ενταθεί ως μοντέρνα στροφή στον Μεσοπόλεμο.
Bauhütten, Bauhaus και Ελλάδα
Στη Γερμανία, η μοντέρνα στροφή στην αρχιτεκτονική, που σχετιζόταν άμεσα με την εκβιομηχάνιση της χώρας, αφορούσε τόσο την καλλιτεχνική και τεχνική εκπαίδευση (Maciuika, 2006), όσο και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στα αστικά κέντρα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ίδρυση του Bauhaus τον Απρίλιο του 1919, ως συνένωση της Δουκικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και της Δουκικής Σχολής Διακοσμητικών Τεχνών στη Βαϊμάρη, φανερώνει μια απομάκρυνση από την κλασικιστική ακαδημαϊκή παιδεία, προς μια περισσότερο εφαρμοσμένη και συνεργατική εκπαίδευση, στην παράδοση των μεσαιωνικών συντεχνιών Bauhütten (Whitford, 1984, 29-30). Αυτή η πρώτη φάση του κρατικού Bauhaus, επηρεασμένη ακόμα από την τραυματική εμπειρία του πολέμου, είχε έντονα εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά. Όταν, λοιπόν, το 1920 ο Walter Gropius [Βάλτερ Γκρόπιους] γράφει το σύντομο άρθρο «Neues Bauen», βλέπει μέσα από την καταστροφή και τον πόλεμο να αναδύονται νέες δυνατότητες για «χτίσιμο» [Βauen], με την πνευματική και την υλική σημασία της λέξης, εξαίροντας τις μοναδικές δυνατότητες του ξύλου (Gropius, 1920). Δεν είναι τυχαίο ότι την εποχή εκείνη συνεργάζεται με τον επιχειρηματία, κατασκευαστή και έμπορο ξυλείας Adolf Sommerfeld [Άντολφ Σόμερφελντ], ο οποίος του ανέθεσε να σχεδιάσει την προσωπική του οικία στο Βερολίνο. Το έργο εξελίχτηκε σε ένα από τα πρώτα δείγματα της συνεργασίας μεταξύ των διαφορετικών εργαστηρίων του Bauhaus. Την κατασκευή επέβλεψε ο ούγγρος συνεργάτης τού Gropius, Fred Forbat [Φρεντ Φόρμπατ], ο οποίος μετέπειτα θα αναδειχτεί σε βασικό κόμβο των ελληνογερμανικών αρχιτεκτονικών δικτύων.
Το 1923, με την ευκαιρία της πρώτης μεγάλης έκθεσης του Bauhaus, ο Walter Gropius χρησιμοποίησε το μότο «Τέχνη και τεχνική: μια νέα ενότητα» πραγματοποιώντας μια στροφή από τον αρχικό εξπρεσιονιστικό και ρομαντικό χαρακτήρα της σχολής προς μια μάλλον τεχνοκρατική και λειτουργική αντιμετώπιση του σχεδιασμού, επιθυμώντας πιο στενή συνεργασία με τη βιομηχανική παραγωγή, στο πλαίσιο της γενικότερης τάσης για τυποποίηση.3Για τη στροφή αυτή στην ιστορία του Bauhaus (Whitford, 1984, 121· Φοργκάς, 1999, 135-153· Droste, 2006, 54-61 & 105-114· Wick, 2000, 40). Το 1924, έναν χρόνο μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) ανέθεσε στη θυγατρική εταιρεία του Sommerfeld «Dehatege» την κατασκευή 10.000 ξύλινων σπιτιών στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, προκειμένου να στεγαστούν οι μικρασιάτες πρόσφυγες, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.4Το όνομα «Dehatege» προέρχεται από τα αρχικά D.H.T.G. [Danziger Hoch- und Tiefbaugesellschaft mbH]. Πρόκειται για την εταιρεία με έδρα το Βελιγράδι που ίδρυσε ο Adolf Sommerfeld όταν ανέλαβε το έργο για την κατασκευή των τυποποιημένων ξύλινων προσφυγικών οικίσκων στη Μακεδονία (Kress, 2011, 129-131). Στα ελληνικά ονομαζόταν ΔΕΧΑΤΕΓΕ, ενώ στον Τύπο και τη βιβλιογραφία της εποχής συναντάται και ως «Δεχάτεγκε» ή «Δεχατεγκέ» (Νοταράς, 1934, 65). Η ονομασία «Δεχάτεγκε» παρέμεινε ως αναγνωριστικό της αρχιτεκτονικής τυπολογίας των προσφυγικών κατοικιών (Γαβράς, 2009, 219). Τη διεύθυνση της «Dehatege» ανέλαβε ο Forbat, που αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο του 1924 και έμεινε στην Ελλάδα έως τον Μάιο του 1925. Στην Ελλάδα γνώρισε και συνεργάστηκε με τον γιο τού Wilhelm Dörpfeld, Fritz Dörpfeld [Φριτς Ντέρπφελντ (1892‒1966)], ο οποίος ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και εργαζόταν επίσης για τον Sommerfeld (Forbat, 2019). Η γενική συζήτηση για την τυποποίηση της κατασκευής είχε ξεκινήσει στη Γερμανία πριν από τον πόλεμο. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, αποκτά σταδιακά βαρύνουσα σημασία, καθώς η τυποποίηση προσφέρει οικονομία χρόνου, υλικού και κόστους. Τα σχέδια της εταιρείας του Sommerfeld βασίζονταν στην τυποποίηση των ξύλινων κατασκευών, προσφέροντας και τις πρώτες ύλες. Μέσω του τυποποιημένου αυτού συστήματος «Δεχάτεγκε» έγινε δυνατό το χτίσιμο χιλιάδων κατοικιών για τη στέγαση των προσφύγων στη Μακεδονία μέσα σε λίγους μόνο μήνες.5Η μαζική κατασκευή των οικίσκων «Δεχάτεγκε» προκάλεσε έντονες συζητήσεις ως προς το κατά πόσο υπήρξε οικονομική και συμφέρουσα για το ελληνικό κράτος (Νοταράς, 1934, 81). Εντέλει, ασκήθηκε και δίωξη εναντίον ανώτερων υπαλλήλων της γενικής διεύθυνσης εποικισμού Μακεδονίας («Σημειώματα», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, Κυριακή, 25.7.1925).
Η στροφή προς την τεχνολογία, τη βιομηχανική παραγωγή και την τυποποίηση σήμανε τη ριζοσπαστικοποίηση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη Γερμανία, η οποία ονομάστηκε Neue Sachlichkeit ή Neues Bauen.Το νέο σχεδιαστικό παράδειγμα [neue Gestaltung] στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία του Μεσοπολέμου ήρθε πιο κοντά στα προπολεμικά βιομηχανικά κτίρια, παράγοντας νέα οικιστικά σύνολα, σταθμούς μέσων μεταφοράς, εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και εμπορικά κτίρια, εγκαταστάσεις για δομές υγείας και αναψυχής, μεταμορφώνοντας το χτισμένο περιβάλλον σύμφωνα με μια νέα, απλή, χωρίς διακοσμητικά στοιχεία, καθαρά λειτουργική, οικονομική και υγιεινή προσέγγιση, ακολουθώντας μια καθαρή, ευάερη και ευήλια αισθητική. Αυτό το νέο ρεύμα του Neues Bauen έφτασε και στην Ελλάδα μέσω των ελληνογερμανικών δικτύων.6Στα κτίρια αυτά αποδίδεται συχνά η ταμπέλα «στιλ Μπάουχαους», κάτι το οποίο είναι μάλλον αδόκιμο, καθώς όπως αναφέρθηκε η μοντέρνα αρχιτεκτονική απέρριπτε την έννοια του στιλ. Επιπλέον, το πρόγραμμα της σχολής Μπάουχαους δεν περιλάμβανε καν μαθήματα αρχιτεκτονικής, πάρα μόνο αποσπασματικά και οπωσδήποτε προς το τέλος, μετά το 1927 (Δήμα, 2021).
Το 1926 ανατέθηκαν στον Carl Bensel [Καρλ Μπένσελ (1878‒1949)] τα σχέδια για το Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού στους Αμπελοκήπους (Lubitz, 2016). Για το έργο, που εγκαινιάστηκε το 1930, το γραφείο «Bensel & Kamps» από το Αμβούργο συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Γεώργιο Διαμαντόπουλο.7Γεώργιος Διαμαντόπουλος (1890‒1941): αρχιτέκτονας Technische Hochschule München (1913). Αδερφός Μόσχος Διαμαντόπουλος (1886‒1964): πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ (1907) & Technische Hochschule München (1912), μηχανικός(προϊστάμενος μπετόν αρμέ) της εταιρείας «Σ. Αγαπητός και Σία» και στη συνέχεια διευθυντής Τεχνικής Εταιρείας «Εργοληπτική» Α.Ε, βλ. https://engineers.ims.forth.gr/engineer/ [26.9.2020]· Λάμπρου, 2018, 31. Την ίδια περίοδο (1928‒1929), η ΓΣΑ επεκτείνει το σχολικό συγκρότημα της οδού Αραχώβης, με την προσθήκη στο παλιό, νεοκλασικό κτίριο του Dörpfeld ενός εντελώς μοντέρνου κτιρίου, απόλυτη έκφραση του Neues Bauen. Τα σχέδια είναι του γερμανού αρχιτέκτονα Gustav Eglau [Γκούσταβ Εγκλάου], ο οποίος συνεργάζεται με τον Διαμαντόπουλο, ενώ αλλού αναφέρεται και ο Bensel ως μέλος της ομάδας αρχιτεκτόνων του νέου κτιρίου. Θα περίμενε κανείς η προσθήκη αυτή να ενοχλήσει τον Dörpfeld, αλλά στην πραγματικότητα συνέβη ακριβώς το αντίθετο: ο ίδιος επέλεξε το σχέδιο αυτό του Eglau (Hansen, 2018, 29· Kankeleit, 2019, 286). Ο Eglau συνεργαζόταν με τον Διαμαντόπουλο και ένα μεγάλο μέρος των έργων προερχόταν από τις διασυνδέσεις τους με την Deutsche Kolonie στην Αθήνα.8Την κατάσταση των επαγγελματικών τους στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’30 περιγράφει ο Eglau σε δύο επιστολές του προς τον Forbat [1.2.1932 & 1.12.1933] (Αρχείο Fred Forbat, ArkDes, Stockholm, AM1970-13-112). Ο Eglau δίδασκε, επίσης, στη Σιβιτανίδειο Σχολή, μία από τις λίγες ανώτερες τεχνικές σχολές στην Ελλάδα που βασίζονταν στο γερμανικό σύστημα τεχνικής εκπαίδευσης.9[Deutsche Ausschuss für Technisches Schulwesen (DATSCH)]. Ο γερμανός αρχιτέκτονας εκφράζεται πολύ θετικά για τους έλληνες νέους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται, θεωρεί, από μεγάλη αντιληπτικότητα, δίψα για μάθηση, ενώ ταυτόχρονα δεν χάνουν την αστεία και χαρούμενη διάθεσή τους.10Πρβ. επιστολή Eglau προς Forbat, Αθήνα, 23.12. 1932· Αρχείο Forbat, AM1970-13-112. Λίγα μέτρα πιο πάνω από τη ΓΣΑ, στον λόφο του Λυκαβηττού, χτίζονται σε σχέδια των Bensel & Kamps η Ευαγγελική εκκλησία και το παρακείμενο οίκημα της ενορίας. Πρόκειται, επίσης, για ρηξικέλευθα παραδείγματα του Neues Bauen, τα οποία ήρθαν στις αρχές της δεκαετίας του ’30 να περιστοιχίσουν τη Γαλλική Σχολή της Αθήνας. Το 1931 χτίζεται δίπλα στην Ευαγγελική εκκλησία το Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια, το μοναδικό ίσως αυστηρά μοντέρνο έργο του Δημήτρη Πικιώνη.11Δημήτρης Πικιώνης (1887–1968), πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ (1908), 1908-1909: σπουδές ελεύθερου σχεδίου και γλυπτικής στο Μόναχο, 1909-1912: σπουδές σχεδίου και ζωγραφικής (Akadémie de la Grande Chaumière), μαθήματα αρχιτεκτονικών συνθέσεων (εργαστήριο αρχιτέκτονα G. Chifflot, École des Beaux Arts), Παρίσι. 1925-1958: καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή ΕΜΠ. 1966: Εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (τάξη Γραμμάτων & Τεχνών, έδρα Αρχιτεκτονικής).
Δικαστικό Μέγαρο: αρχαία ελληνική και μοντέρνα αρχιτεκτονική
Ένα γεγονός που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι συμφιλιώνει τους δύο πόλους του κλασικισμού και του μοντερνισμού –ίσως μια μεσοπολεμική εκδοχή της παλιάς «διαμάχης των αρχαίων και των μοντέρνων»–12Για την αντίθεση «μοντέρνο/αρχαίο» και τη λεγόμενη «Διαμάχη των Αρχαίων και των Μοντέρνων» (Calinescu, 2011, 51-68). είναι η οργανωμένη διεθνής κατακραυγή ενάντια στην ανέγερση του Δικαστικού Μεγάρου στους πρόποδες της Ακρόπολης, σε σχέδια του Αλέξανδρου Νικολούδη. Η αντιπαράθεση που ξέσπασε το 1930 είχε έντονες πολιτικές προεκτάσεις, καθώς το δικαστικό μέγαρο ήταν μέρος του βενιζελικού οράματος για το Κράτος Δικαίου (Κωτσάκη, 2017). Στη δημοσιοποίηση και διεθνοποίηση του ζητήματος αυτού, με δεδομένο το ενδιαφέρον της Δυτικής Ευρώπης για την προστασία της Ακρόπολης των Αθηνών ως συστατικού στοιχείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, αναπτύχθηκε μια γενικότερη σύμπνοια απόψεων, στην οποία συμμετείχαν γερμανοί αρχιτέκτονες και αρχαιολόγοι. Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο κινητοποιήθηκε στα τέλη του Απριλίου του 1931, συντάσσοντας κείμενο διαμαρτυρίας, στο οποίο εξέφραζαν την ανησυχία τους περισσότεροι από 20 καθηγητές από όλους τους κλάδους της μελέτης της αρχαιότητας.13Δακτυλογραφημένο κείμενο, στο τέλος του οποίου εμφανίζονται τα ονόματα: «Behrens. Borchardt. Bulle. Dörpfeld. Dragendorff. Fabricius. Freytag. Jaeger. Karo. Koch. Langlotz. von Luecken. Noack. Rodenwaldt. Sauer. Schäfer. Schubert. Schuchhardt. Steindorff. Watzinger. Wiegand. von Wilamowitz-Moellendorff. Wolters. Zahn» [Deutsches Archäologisches Institut – Athen Archiv, Ordner K8 (alte Nr 34)].
Την ίδια εποχή, ο πρωτοποριακός αρχιτέκτονας του Neues Bauen Erich Mendelsohn [Έριχ Μέντελσον] ασχολείται επίσης με το θέμα του Δικαστικού Μεγάρου, γράφοντας άρθρο στην εφημερίδα «Berliner Tageblatt» με τίτλο: «Η Ακρόπολη σε κίνδυνο» (Mendelsohn, 24.04.1931). Παράλληλα, ο Σύλλογος Γερμανών Αρχιτεκτόνων [Bund Deutscher Architekten – BDA], του οποίου ενεργό μέλος ήταν και o Mendelsohn, εξέδωσε ένα κείμενο διαμαρτυρίας καταλήγοντας: «Η σημερινή αρχιτεκτονική κοινότητα έχει απελευθερωθεί από τις έννοιες μιας λανθασμένης μνημειακότητας προς όφελος μιας αληθινής, μιας πραγματικής ζωής».14Ανώνυμο δακτυλογραφημένο προσχέδιο κειμένου με τίτλο «Entwurf. Kundgebung des Bundes Deutscher Architekten» με θέμα το Δικαστικό Μέγαρο στην περιοχή της Ακρόπολης, χωρίς ημερομηνία [Erich Mendelsohn-Archiv (EMA), Kunstbibliothek, Staatliche Museen zu Berlin, V/8a]. Tον Μάιο του 1931, ακριβώς στο αποκορύφωμα της διεθνούς κατακραυγής για το Δικαστικό Μέγαρο, ο Mendelsohn επισκέφτηκε την Ελλάδα και έμεινε για κάποιο διάστημα, δημοσιεύοντας άλλα τέσσερα κείμενα ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Berliner Tageblatt». Τα άρθρα αυτά του Mendelsohn, γραμμένα σε επιστολόχαρτα του ξενοδοχείου «Le Petit Palais Athènes», φυλάσσονται στο αρχείο του στην Kunstbibliothek του Βερολίνου.15Erich Mendelsohn-Archiv (EMA), Kunstbibliothek, Staatliche Museen zu Berlin, Mss 16. Κατά τη διαμονή του στην Ελλάδα, ο Mendelsohn πραγματοποίησε επίσης τρεις διαλέξεις στην Αθήνα. Η πρώτη διάλεξη έγινε στις 9 Μαΐου 1931 στην αίθουσα Παρνασσός και είχε τον τίτλο «Architektur unserer Zeit» [«Αρχιτεκτονική της εποχής μας»].16Χειρόγραφο κείμενο της διάλεξης, Erich Mendelsohn-Archiv (EMA), Kunstbibliothek, Staatliche Museen zu Berlin, V30. Η δεύτερη ομιλία έγινε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο με θέμα την αρχιτεκτονική σε δύο αντίθετες ιδεολογικά χώρες: τη Ρωσία και την Αμερική. Η τρίτη διάλεξη διοργανώθηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος στις 18 Μαΐου 1931 στην αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, παρουσία του υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου, ξένων πρεσβευτών, μελών των ξένων Αρχαιολογικών Σχολών της Αθήνας, πολλών επιστημόνων και μελών του τεχνικού κόσμου.17Για τις διαλέξεις του Mendelsohn στην Αθήνα το 1931 (Ανώνυμος αρχιτέκτων, 1931). Θέμα της τελευταίας διάλεξης ήταν οι αρχές, οι νόμοι και οι προϋποθέσεις της νέας μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Από τα κατάλοιπα του Mendelsohn δεν προκύπτει αν το περιεχόμενο των τριών διαλέξεων συνέπιπτε εν μέρει, ωστόσο από τα δημοσιεύματα της εποχής διαφαίνεται ότι ειδικά η τελευταία διάλεξη αποτέλεσε σημαντικό γεγονός και προκάλεσε πολλές εντυπώσεις. Όπως γράφουν χαρακτηριστικά, χάρη στις διαλέξεις του Mendelsohn, ο τεχνικός κόσμος είχε την ευκαιρία για πρώτη ίσως φορά να επικοινωνήσει τόσο άμεσα με τις ζυμώσεις των σύγχρονων αρχιτεκτονικών επιδιώξεων της Ευρώπης (Ανώνυμος αρχιτέκτων, 1931, 49).
Με δεδομένη την παρουσία αρχαιολόγων στην τελευταία διάλεξη, μπορούμε να την ξεχωρίσουμε ως μια ιδιαίτερη στιγμή συνάντησης της αρχαιολογικής επιστημονικής κοινότητας με το Neues Bauen. Τη συνάντηση αυτή εμπλουτίζουν ακόμη περισσότερο οι δηλώσεις του Mendelsohn σε εφημερίδα της εποχής, σύμφωνα με τις οποίες η μοντέρνα αρχιτεκτονική είναι πιο κοντά στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική απ’ ό,τι στην αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα που μιμούνταν την ελληνική αρχιτεκτονική. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική για τον Mendelsohn είναι ανεξάρτητη, ελεύθερη, αποβλέποντας μόνο στο να εκφράσει την εποχή της, δηλαδή τη ζωή, όλη τη ζωή. Στο σημείο αυτό, σύμφωνα με τον Mendelsohn, συναντιούνται μοντέρνα και ελληνική αρχιτεκτονική: στις μεγάλες, θεμελιώδεις γραμμές, στο ότι δηλαδή και οι δύο εκφράζουν ελεύθερα την εποχή τους, την εκάστοτε ζωή συνολικά. Η μοντέρνα κριτική, συνεχίζει, κατάργησε τις διακοσμήσεις, οι οποίες αποτελούν παρεξήγηση της αρχαίας αρχιτεκτονικής. «Το περιττόν δεν ημπορεί να είνε ωραίον, διότι δεν είνε αληθινό», παρατίθενται τα λόγια του γερμανού πρωτοπόρου αρχιτέκτονα στο δημοσίευμα [Δ.Σ.Δ. (Διονύσης Σ. Δεβάρης), 19.05.1931]. Βέβαια, στην τελευταία του διάλεξη, ο Mendelsohn δεν δίστασε να ασκήσει δριμεία κριτική στη θλιβερή κατάσταση της ελληνικής πρωτεύουσας. Όπως είχε γράψει και στο άρθρο του «Neu-Athen» [«Νέα Αθήνα»],18Mendelsohn, 5.6.1931· Heinze-Greenberg/Stephan, 2000, 118-119· (στα ελληνικά) Mendelsohn, 1987· Stephan, 2003, 59-60· Μέντελσον, 2019. η Αθήνα ξέχασε τα πρότυπά της, παρουσιάζοντας ένα γκροτέσκο θέαμα και πρέπει να αποφασίσει αν ανήκει στην Ανατολή ή τη Δύση. Θεωρώντας δεδομένο ότι «η μητέρα της Ευρώπης» έχει ανεξάντλητες πηγές, o Mendelsohn σημειώνει ότι δεν χρειάζεται ούτε ανησυχία ούτε αλαζονεία, καθώς ο νόμος είναι αιώνιος και μια στέρεη γέφυρα ενώνει το παλιό με το καινούριο, ενώ τα στοιχεία παραμένουν αναλλοίωτα: μονάχα οι μορφές που τα εκφράζουν αλλάζουν σε κάθε εποχή. Έτσι, θεωρεί τη Νέα Αθήνα μια αποστολή, μεγάλη και πανανθρώπινη, με στόχο να σταθεί αντάξια του ένδοξου παρελθόντος της, με την Ακρόπολη να στέκει ψηλά, ως θεμελιώδης λύση, σημαίνοντας την πρωταρχική πόλη.
Neues Bauen, αρχαιολογία και παραδοσιακή αρχιτεκτονική
Την ίδια ακριβώς εποχή, στο Βερολίνο γίνεται η μεγάλη Γερμανική Αρχιτεκτονική Έκθεση (Deutsche Bauausstellung, 1931), η οποία προωθεί τη νέα μοντέρνα αρχιτεκτονική, ενώ ένα τμήμα της φέρει τον τίτλο «Neues Bauen». Τον τίτλο «Νeues Βauen in Berlin» δίνει και ο αρχιτέκτονας Heinz Johannes [Χάιντς Γιοχάνες (1901–1945)] στον οδηγό για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική στο Βερολίνο που κυκλοφορεί το 1931. Στις σελίδες του παρουσιάζεται η βερολινέζικη αρχιτεκτονική παραγωγή του Neues Bauen, με τη μορφή αναλυτικού καταλόγου 118 κτιριακών κατασκευών όλων των ειδών, όπου κάθε έργο συνοδεύεται από μια εικόνα, χρονολογία και αναλυτικά στοιχεία. Πολλά κτίρια του Mendelsohn εμφανίζονται στις σελίδες της έκδοσης, καθώς είναι ένας από τους πιο σημαντικούς μοντέρνους αρχιτέκτονες στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου. Την ίδια χρονιά, ο Johannes εργάζεται πάνω στα πρώτα σχέδια για ένα νέο κτίριο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αθήνας στην οδό Ρηγίλλης, στα οποία είναι εμφανής η επιρροή του από το Neues Bauen. Έχει ήδη εργαστεί από το 1927 έως και το 1930 σε ανασκαφές στην Ελλάδα, ενώ από το 1931 έως και το 1938 εργάζεται ως συνεργάτης του ΓΑΙ.19Ο Johannes σχεδίασε επίσης το Μουσείο του Κεραμεικού (1936–1938), το οποίο χρηματοδότησε ο Gustav Oberländer [Γκούσταβ Όμπερλεντερ (1867–1936)] (Sporn, 2019, 53· Hellner, 2019, 84). Ευχαριστώ θερμά τον Δημήτρη Γρηγορόπουλο από το ΓΑΙ για τις πληροφορίες σχετικά με τον Η. Johannes και την υπόδειξη του άρθρου του Nils Hellner [Νιλς Χέλνερ]. Ο Johannes, από την άλλη πλευρά, διοργανώνει μαζί με τον Κώστα Μπίρη, το 1938, την πρώτη έκθεση στην Ελλάδα για την αθηναϊκή αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα στις αίθουσες του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου.20Η έκθεση διήρκησε από 24 Μαΐου – 6 Ιουνίου 1938 και ο Ελληνογερμανικός Σύνδεσμος ήταν στην οδό Ασκληπιού, αρ. 3 («Αι Αθήναι του Κλασσικισμού», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, Τρίτη, 24.5.1938, 2· Μπίρης, 2015, 56-57).
Η έκθεση αποτελείται από σχέδια και φωτογραφίες των Η. Johannes, Hermann Wagner [Χέρμαν Βάγκνερ] και του διευθυντή της υπηρεσίας της πόλεως των Αθηνών Κώστα Μπίρη, ενώ το υλικό εκδόθηκε σε μορφή καταλόγου (Johannes, 1939). Η έκδοση αυτή αποτελεί σημαντικό τεκμήριο, όχι μόνο της νεοκλασικής Αθήνας του 19ου αιώνα, αλλά και της εικόνας της πρωτεύουσας κατά τον Μεσοπόλεμο, καθώς σε πολλές φωτογραφίες εμφανίζονται οι νεόδμητες, τότε μοντέρνες, κατασκευές του ελληνικού Neues Bauen δίπλα σε νεοκλασικά κτίρια, αλλά και σε λαϊκές κατοικίες του προηγούμενου αιώνα (Johannes, 1939, 103, 135, 221, 237, 239).
Ο Heinrich Lauterbach [Χάινριχ Λάουτερμπαχ], στο άρθρο του «Notizen von einer Reise in Griechenland» [«Σημειώσεις από ένα ταξίδι στην Ελλάδα»], παρουσιάζει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, εστιάζοντας στη νέα αρχιτεκτονική κίνηση στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Ο Lauterbach προβάλλει μέσα από το άρθρο τού 1932 στο γερμανικό κοινό διάφορα κτίρια του Neues Bauen, που έχουν γίνει είτε από γερμανούς είτε από έλληνες αρχιτέκτονες που σπούδασαν στη Γερμανία (Lauterbach, 1932). To εξώφυλλο του τεύχους του περιοδικού Die Form, επίσημου οργάνου του Γερμανικού Συνδέσμου [Deutscher Werkbund], κοσμεί μια φωτογραφία του νεόδμητου σπιτιού (1928–1929) του Διαμαντόπουλου στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ενώ το άρθρο ξεκινά με την περιγραφή του αττικού τοπίου από την Ακρόπολη, το «ιερό κάστρο», και συνοδεύεται από τη φωτογραφία του αρχαίου αγάλματος μιας κόρης από το μουσείο της Ακρόπολης. Μετά την αναλυτική παρουσίαση μοντέρνων κτιρίων και των αρχιτεκτόνων τους στην Ελλάδα, ο Lauterbach συνδέει τον ελληνικό μοντερνισμό με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των νησιών του Αιγαίου. Παρατηρεί ότι οι έλληνες αρχιτέκτονες έχουν την τύχη να είναι κοντά στην οικοδομική παράδοση των αιγαιοπελαγίτικων νησιών και να θεωρούν την παράδοση γενεσιουργό και όχι συμβατική. Αναφέρει ότι είχε την τύχη να ταξιδέψει στο Αιγαίο και να μείνει για κάποιο διάστημα στη Σαντορίνη. Κλείνει, λοιπόν, το άρθρο του με μια σειρά φωτογραφιών από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και το ηφαιστειογενές τοπίο της Σαντορίνης, εντυπωσιασμένος από τη μονολιθικότητα και την πλαστικότητα των πρωτογενών γεωμετρικών μορφών.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τονίζεται η αναλογία ανάμεσα στη μοντέρνα αρχιτεκτονική και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των αιγαιοπελαγίτικων νησιών. Από την άλλη, μια συσχέτιση του αρχαίου ναού με το παραδοσιακό αιγινήτικο σπίτι συναντάται ήδη από το 1906 στο βιβλίο του Adolf Furtwängler [Άντολφ Φουρτβένγκλερ] για τον Ναό της Αφαίας στην Αίγινα, όπου παραδοσιακά σπίτια δίπλα στον ναό εξυπηρετούν τις ανάγκες της ανασκαφής, όπως τεκμηριώνεται και φωτογραφικά (Furtwängler, 1906, ΙΧ). Ο Furtwängler στέφει τον τίτλο του πρώτου κεφαλαίου «Ο ναός» με τη φωτογραφία ενός λαϊκού σπιτιού στην Αίγινα (Furtwängler, 1906, 11). Σε αυτήν την παράδοση μπορούμε, ξεκινώντας από τη μελέτη του Πικιώνη για το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα –η ανακάλυψη του οποίου αποδίδεται στον Furtwängler– (Vrieslander, 1934), να τραβήξουμε μια νοητή γραμμή έως το δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια και το αθηναϊκό Neues Bauen. Τότε, αρχαία, παραδοσιακή και μοντέρνα αρχιτεκτονική, αντί να αντιτίθενται μεταξύ τους, έρχονται σε συμφωνία και, ακολουθώντας τη λογική του Mendelsohn που προαναφέρθηκε, συνιστούν τρανταχτά παραδείγματα ζώσας αρχιτεκτονικής, ανταποκρινόμενης στις συνθήκες και τις ανάγκες της εκάστοτε εποχής.
Αρχιτέκτονες του Neues Bauen στην Ελλάδα
Το 1933, ωστόσο, όταν έρχονται στην Ελλάδα τα τρανταχτά ονόματα της διεθνούς σκηνής της μοντέρνας αρχιτεκτονικής για το 4ο Διεθνές Συνέδριο Νέας Αρχιτεκτονικής, το 4οCIAM, ο Δημήτρης Πικιώνης στέκεται κριτικά απέναντί του. Δέχεται την ύψιστη σημασία του θέματος του συνεδρίου Η οργανική πόλις, αλλά παρατηρεί ότι τα ζητήματα αυτά είναι τα πιο πολύπλοκα και λεπτά στη θεωρία και τα πιο δυσεπίλυτα στην πράξη. Ο Πικιώνης ξεκινά, όπως ο Mendelsohn δύο χρόνια πριν, από τον ξεπεσμό της Αθήνας και τη σκληρή σύγκριση της πόλης τόσο με τις ιδανικές λύσεις και τις προσπάθειες της σύγχρονης πολεοδομίας, όσο και με το υψηλό παράδειγμα του πολιτισμού που γέννησε στο παρελθόν ο τόπος αυτός. Ωστόσο, ο Πικιώνης θεωρεί περιοριστικά τα συνθήματα στην τέχνη, όπως εκείνο του ρασιοναλισμού, ή τα δόγματα, όπως αυτό των «σύγχρονων μηχανικών προθέσεων», και τονίζει ότι είναι ανάγκη να αντιμετωπίζουμε πιο στοχαστικά τις λύσεις που προσφέρει η Δύση και που συχνά είναι ασυμβίβαστες με το ελληνικό τοπίο και φως (Πικιώνης, 1933).
Αμέσως μετά το άρθρο του Πικιώνη για το επικείμενο συνέδριο, στο ίδιο τεύχος των Τεχνικών χρονικών ακολουθεί το άρθρο του Ιωάννη Δεσποτόπουλου για το ίδιο θέμα. Το άρθρο του Δεσποτόπουλου φέρει τον ελληνικό τίτλο του συνεδρίου: Η οργανική πόλις [Die funktionelle Stadt].21Για τη σημασία και το περιεχόμενο της απόδοσης του τίτλου DiefunktionelleStadt, ως Η οργανική πόλις στα ελληνικά (Δήμα, 2015).
Ο Δεσποτόπουλος ανήκει στους πρωταγωνιστές του Neues Bauen στην Ελλάδα, καθώς έργα του περιλαμβάνονται στο άρθρο του Lauterbach. Έχει επίσης αναπτύξει ήδη στενή σχέση με τον Forbat, ο οποίος, έπειτα από μια περιήγηση μεταξύ Γερμανίας και Ουγγαρίας, κατέληξε στη Σοβιετική Ένωση να εργάζεται σε μια από τις ομάδες γερμανών αρχιτεκτόνων που μετέβησαν εκεί για την οικοδόμηση των νέων σοσιαλιστικών πόλεων.22Για τις ομάδες γερμανών αρχιτεκτόνων που πήγαν στην ΕΣΣΔ στη δεκαετία του ‘30, τις οποίες ονόμαζαν «ταξιαρχίες» (Gantner, 1933). Αναχώρησε από τη Ρωσία τον Μάρτιο του 1933, προκειμένου να διαμείνει κάποιον καιρό στην Ελλάδα, επιστρέφοντας στη ζωή την οποία γνώριζε ήδη από την εποχή που εργαζόταν για τους προσφυγικούς οικισμούς. Για τον σκοπό αυτό επιστρατεύει όλες τις παλιές του γνωριμίες, μεταξύ των οποίων και τον πατέρα τού Fritz Dörpfeld, μέσω του οποίου βρίσκει θέση και εργάζεται στην Ολυμπία για τα σχέδια του δαπέδου στον Ναό του Δία.23Tα σχέδια του Forbat είναι πίνακες (18, 19 & 20) στο Dörpfeld, 1935. Ταυτόχρονα, αποτελεί κεντρικό πρόσωπο στην αναδιοργάνωση της ελληνικής ομάδας CIAM, η οποία έως τότε είχε πολύ λίγα μέλη και όλα γαλλοτραφή. Με την επέμβαση του Forbat, στην ομάδα εντάσσονται τρία γερμανόφωνα μέλη: ο Δεσποτόπουλος, ο Δραγούμης και ο Eglau. Το 4ο Συνέδριο θα γινόταν αρχικά στη Μόσχα, όπου, όπως αναφέραμε ήδη, είχαν πάει να εργαστούν «Ταξιαρχίες» αρχιτεκτόνων του Neues Bauen και του Bauhaus. Η άνοδος των Ναζί στην εξουσία, σε συνδυασμό με την αναβολή του συνεδρίου από τους Ρώσους, είχε ως αποτέλεσμα να μη συμμετάσχουν τα γερμανικά ηχηρά ονόματα της αρχιτεκτονικής στις εργασίες του 4ουCIAM. Πολλοί γερμανοί αρχιτέκτονες, πάντως, εντός και εκτός CIAM, που είχαν εγκαταλείψει εσπευσμένα τη Γερμανία, ενέτασσαν στο πρόγραμμά τους στη δεκαετία του ’30 μια στάση στην Ελλάδα. Ο Erich Mendelsohn έκανε συχνά στάση στην Ελλάδα κινούμενος μεταξύ Λονδίνου και Ιερουσαλήμ. Ο αρχιτέκτονας του βερολινέζικου Neues Bauen Bruno Taut [Μπρούνο Τάουτ] επισκέφτηκε, επίσης, την Αθήνα το 1933 ταξιδεύοντας από το Βερολίνο για την Ιαπωνία. Η Margarete Schütte-Lihotzky [Μαργκαρέτε Σύττε-Λιχότσκυ], που σχεδίασε την περίφημη μοντέρνα κουζίνα της Φρανκφούρτης, επισκέφτηκε δύο φορές την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, το 1932 και το 1937, ταξιδεύοντας προς την Τουρκία.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Δεσποτόπουλος και ο Δραγούμης διατηρούν αλληλογραφία με τον Forbat και με τον πρώην πολεοδομικό διευθυντή του Βερολίνου Martin Wagner [Μάρτιν Βάγκνερ].24Martin Wagner (1885–1957), αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Σπούδασε στο Βερολίνο και τη Δρέσδη. Εργάστηκε για το «Ευρύτερο Βερολίνο» [Groß-Berlin] σχετικά με τον σχεδιασμό των ελεύθερων χώρων πρασίνου (1914–1918). Πολεοδομικός διευθυντής της συνοικίας του Βερολίνου Schöneberg (1918–1926). Διευθυντής της DEWOG (1925–1926). Το 1926 σχεδίασε μαζί με τον Bruno Taut το συγκρότημα κατοικιών Britz στο Βερολίνο. Διαδέχθηκε τον Ludwig Hoffmann [Λούντβιχ Χόφμαν] στην πολεοδομική διεύθυνση του Βερολίνου (1926–1933). Το 1924 και το 1929 ταξίδεψε στην Αμερική και το 1930 στη Μόσχα. Το 1935 μετανάστευσε στην Τουρκία. Τα χρόνια 1938–1950 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ στην Αμερική.
Ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς είχε τοποθετήσει ψηλά στην ατζέντα του το πολεοδομικό ζήτημα των Αθηνών (Κοτζιάς, 1934). Σε αυτό το πλαίσιο, ο Δραγούμης και ο Δεσποτόπουλος επιχειρούν να μετακληθούν ο Forbat και ο Wagner στην Αθήνα, είτε σε καθηγητικές θέσεις είτε ως σύμβουλοι για το νέο σχέδιο της πρωτεύουσας (Δήμα, 2015, 89-94). Τελικά, ο Wagner στο ενδιάμεσο διορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη ως τεχνικός σύμβουλος για πολεοδομικά θέματα. Ο Κοτζιάς επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκε με τον Wagner και τον προσκάλεσε να δώσει μια διάλεξη, όπως κι έγινε στις 18 Δεκεμβρίου 1935 στο αμφιθέατρο του ΕΜΠ με θέμα την πολεοδομική αναδιοργάνωση της Αθήνας (Wagner, 1936). Οι πολιτικές εξελίξεις της εποχής είναι ραγδαίες, με αποτέλεσμα μεγάλη αστάθεια. Λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1936, θα διοριστεί από τον βασιλιά Γεώργιο η κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά και στις 4 Αυγούστου του 1936 θα επιβληθεί δικτατορία. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θεσμοθέτησε αμέσως τη Διοίκηση Πρωτευούσης, διορίζοντας επικεφαλής τον Κοτζιά στο αξίωμα του υπουργού (Σαρηγιάννης, 2000, 114-115· Μπίρης, 2015, 65-66· Γιακουμακάτος, 2003, 243-295) και οι επαφές με τους γερμανούς εκπροσώπους του Neues Bauen φθίνουν. Οι προσπάθειες των ελλήνων γερμανόφωνων φίλων, όπως ο Δεσποτόπουλος και κυρίως ο Αλέξανδρος Δραγούμης, δεν ευδοκιμούν.
Ταυτόχρονα με τη συντηρητική αυτή στροφή, οι σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας ενισχύονται, ενώ ο Κοτζιάς είχε ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς (Pelt, 1998, 118-124).25Ο Κοτζιάς είχε φιλικές σχέσεις με τον Göring [Γκέρινγκ] και τον Goebbels. Ήταν το μόνο μέλος της ελληνικής κυβέρνησης που είχε γνωρίσει προσωπικά τον Χίτλερ, οι Άγγλοι τον έβλεπαν σαν τον «Έλληνα Göring» και ο Goebbels τον θεωρούσε φίλο του γερμανικού λαού (Pelt, 1998, 186). Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1936 αποτέλεσαν περίτρανη απόδειξη της εργαλειοποίησης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού ως μέσου προπαγάνδας. Η αφή της ολυμπιακής φλόγας στην Ολυμπία και η λαμπαδηδρομία έως το Βερολίνο –που προβλήθηκαν ως αναβίωση του αρχαιοελληνικού πνεύματος, αλλά ήταν στην πραγματικότητα εφευρέσεις της ναζιστικής Γερμανίας– έφεραν την Ελλάδα ως γενέτειρα των Ολυμπιακών Αγώνων στο προσκήνιο (Diem, 1937, 512-594). Με αυτήν την αφορμή, την Αθήνα επισκέφτηκε μετά το πέρας των αγώνων, τον Σεπτέμβριο του 1936, ο υπουργός προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας Josef Goebbels [Γιόζεφ Γκαίμπελς]. Δύο μήνες αργότερα, ο αρχιτέκτονας του Ολυμπιακού Σταδίου του Βερολίνου Werner March [Βέρνερ Μαρχ] έδωσε διάλεξη στην Αθήνα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 ως ζήτημα της αρχιτεκτονικής.26Η διάλεξη του καθηγητή αρχιτέκτονα Werner March (1894–1976) διοργανώθηκε από το ΤΕΕ και έγινε στις 27 Νοεμβρίου 1936, στην αίθουσα του Παρνασσού (March, 1937). Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1936 είχε δημοσιευτεί το άρθρο «Το ολυμπιακόν αθλητικόν συγκρότημα εν Βερολίνω», Τεχνικά χρονικά, τχ. 113 (1 Σεπτεμβρίου 1936), 779-787.
Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του, Otto March [Ότο Μαρχ], ο οποίος κατασκεύασε το 1913 το πρώτο γερμανικό Ολυμπιακό Στάδιο, ο Werner March κέρδισε το 1926 βραβείο στον διαγωνισμό για το Γερμανικό Αθλητικό Κέντρο, ενώ από το 1928 έως το 1933 μελέτησε τη διαμόρφωση του Γερμανικού Σταδίου και του Ολυμπιακού Χωριού. Οι μελέτες αυτές του Werner March παρουσιάστηκαν στη Γερμανική Αρχιτεκτονική Έκθεση (Diem, 1937, 130-134), ενώ κτίριά του περιλαμβάνονται και στον κατάλογο Neues Bauen του Johannes που προαναφέρθηκε (Johannes, 1931, 33-35, 40). Ωστόσο, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο March στην αθηναϊκή του διάλεξη, η συγκέντρωση και η συσχέτιση όλων των χώρων, εορτών και σταδίων σε ένα κοινό πεδίο και η καλλιτεχνική τους διαμόρφωση σε ένα αρμονικό σύνολο «οφείλεται προ παντός εις τον οδηγόν [sic] του Γερμανικού Κράτους Adolf Hitler» (March 1937, 41). Πράγματι, μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, οι επεμβάσεις στα αρχικά σχέδια του March ήταν εκτεταμένες (Meyer, 2017), αλλάζοντας τόσο την κλίμακα, όσο και την αισθητική των κτιρίων, ακολουθώντας τη γιγαντιαία, επιβλητική και αυταρχική κλίμακα, όπως απαιτούσε η προπαγάνδα των ναζιστικών συμβολισμών (Miller Lane, 1968). Η χρήση αυτή της αρχιτεκτονικής από τη ναζιστική προπαγάνδα μπορεί μεν να επικαλείται την κλασική Ελλάδα, αλλά στην ουσία της βρίσκεται στον αντίποδα της ζωντανής αρχιτεκτονικής κάθε εποχής –της αρχαιότητας, της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και του Neues Bauen– όπως την είδαμε στα προηγούμενα. Στον πυρήνα της ναζιστικής αρχιτεκτονικής, αντί για τη ζωή και τις ανάγκες των ανθρώπων, τέθηκε η ιδεολογική επιβολή και το ανατριχιαστικό εγκώμιο του θανάτου (Γεωργιάδης, 2019).