Έλληνες επιστήμονες σε γερμανικά πανεπιστήμια. Το παράδειγμα των καθηγητών της Γεωπονικής Σχολής Αθηνών

  • Veröffentlicht 12.07.22

Πότε ιδρύθηκε η Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών (ΑΓΣΑ); Πότε παρατηρούμε για πρώτη φορά επαφές και διασταυρώσεις με τα γερμανικά πανεπιστήμια και ιδρύματα στο πεδίο της γεωπονικής επιστήμης; Ποιος ήταν ο ρόλος των υποτροφιών στην εκπαίδευση ή τη μετεκπαίδευση των ελλήνων επιστημόνων στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα; Ποια ήταν η επίδραση που άσκησαν τα γερμανικά πανεπιστήμια και γενικότερα τα ιδρύματα και τα ινστιτούτα γεωπονικής κατεύθυνσης, στα οποία εκπαιδεύονται ή μετεκπαιδεύονται οι έλληνες επιστήμονες, στις ερευνητικές και εκπαιδευτικές πρακτικές και υποδομές στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980; Πόσο επιφανειακός, συγκυριακός ή μη, υπήρξε ο χαρακτήρας αυτών των επαφών και πόσο επηρέασε τις επιμέρους πτυχές της επιστημονικής και ερευνητικής μετακένωσης της ακαδημαϊκής γνώσης και εμπειρίας;

Inhalt

    Εισαγωγή: Τα ορόσημα της Γεωπονικής Σχολής

    Oι διαδρομές και οι ποικίλες τροχιές των επιστημόνων συγκροτούν μικροϊστορίες που διασταυρώνονται (συγκλίνουν ή αποκλίνουν) με τις ατομικές και τις συλλογικές τροχιές άλλων ιστορικών και κοινωνικών υποκειμένων προσδίδοντας νόημα και περιεχόμενο στη «μεγάλη» ιστορία, εν προκειμένω στην ιστορία μιας θεσμικής μακροδιαδικασίας. Στο επίκεντρο της ανάλυσής μας, συγκεκριμένα, είναι η Γεωπονική Σχολή και οι καθηγητές της ενώ η περίοδος που θα μας απασχολήσει εκτείνεται κυρίως από την ίδρυση της ΑΓΣΑ το 1920 μέχρι το 1982. Για τις ανάγκες της ανάλυσης θα τη χωρίσουμε σε δύο υποπεριόδους (1920-1960 και 1961-1982), που σηματοδοτούν δύο αρκετά ομοιογενή και συμπαγή αναλυτικά υποδείγματα, κι αυτά με τη σειρά τους καθορίζονται από δύο σημαντικά ορόσημα.1Να σημειώσουμε προκαταβολικά ότι η κατάταξη των καθηγητών στα δύο υποσύνολα έγινε με βάση την ημερομηνία εκλογής ή διορισμού τους στην ΑΓΣΑ. Η πρώτη περίοδος (1920-1960) σηματοδοτείται εν πολλοίς από την αποχώρηση της Γεωπονικής Σχολής από το Υπουργείο Γεωργίας το 1959 στο οποίο ανήκε μέχρι τότε, και την υπαγωγή της στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Παιδείας. Επιπλέον, στο ίδιο διάστημα συντελείται και η αποχώρηση της πλειοψηφίας του καθηγητικού σώματος της πρώτης και δεύτερης μεσοπολεμικής γενιάς, το οποίο ήταν φορέας μιας διαφορετικής, περισσότερο ηθικοβιωματικής, αντίληψης για τον ρόλο και την αποστολή των γεωπόνων.2Στο διάστημα αυτό περιλαμβάνεται και η εξάχρονη (1937-1943) κατάργηση και «εξορία» της ΑΓΣΑ στη Θεσσαλονίκη από το μεταξικό καθεστώς (Παναγιωτόπουλος, 2004˙ Panagiotopoulos-Carmona-Zabala, 2019). Η δεύτερη περίοδος (1961-1982) εγκαινιάζεται με μιας μεγάλης κλίμακας αλλαγή στον εκπαιδευτικό και επιστημονικό προσανατολισμό της ΑΓΣΑ, που επιταχύνεται με την εισδοχή στη Σχολή μιας νέας γενιάς καθηγητών, περισσότερο ταυτισμένης με αυτό που θα ονομάζαμε τεχνοκρατικό ιδεώδες3Η πρόσληψη της νεοτερικότητας που κάνει την εμφάνισή της από το Μεσοπόλεμο οδηγεί στη σύζευξη επιστήμης και τεχνολογίας. (Μπογιατζής, 2013, 140-148)., και στην περίπτωσή μας χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη εξοικείωση με την ερευνητική πρακτική και τη διεθνή επιστημονική πραγματικότητα. Επιπλέον, η γενιά αυτή παρουσιάζει μεγαλύτερη εξωστρέφεια και σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά τις σπουδές και τους επιστημονικούς και ερευνητικούς προσανατολισμούς των καθηγητών της. Η περίοδος κλείνει με μια άλλη σημαντική τομή που ορίζεται από τη νέα πραγματικότητα στη δομή και στη λειτουργία των ανώτατων ιδρυμάτων που επιφέρει ο νόμος-πλαίσιο του 1982.

    Οι καθηγητές και οι σπουδές τους

    Η Γεωπονική Σχολή οργανώθηκε εξαρχής σύμφωνα με τα γαλλικά πρότυπα, αφού τόσο ο διευθυντής όσο και πολλά από τα μέλη που ανέλαβαν τη μελέτη και την αρχική της οργάνωση ήταν κατά κύριο λόγο γαλλοσπουδαγμένοι (Παναγιωτόπουλος, 2004, 55-96). Εντούτοις, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, την πρώτη περίοδο, και τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Μεσοπολέμου, η επιρροή και η επίδραση όσων είχαν σπουδάσει ή μετεκπαιδευτεί στη Γερμανία δεν ήταν καθόλου αμελητέες. Εστιάζοντας, επομένως, στα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για τις σπουδές και τη σταδιοδρομία του καθηγητικού σώματος, θα παρατηρήσουμε ότι στην πρώτη περίοδο (1920-1960) η απόκλιση της αναλογίας των καθηγητών που ακολούθησαν προπτυχιακές σπουδές εντός της Ελλάδας σε σχέση με αυτούς που αποφοίτησαν από κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού παρουσιάζει κάποια απόκλιση, δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο τη δεύτερη περίοδο κατά την οποία η αναλογία σαφώς ανατρέπεται υπέρ των ελληνικών πανεπιστημίων (Πίνακας 1).4Να σημειωθεί ότι όλα τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το Αρχείο του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΑΓΠΑ), ταξινομημένο από τον συγγραφέα. Ο ίδιος συνέταξε και τις αντίστοιχες βάσεις δεδομένων (βιογραφικά καθηγητών, διδάκτορες και υφηγητές, εκλογές παλαιών εδρών, βάση δεδομένων φοιτητών: εισακτέοι/απόφοιτοι). Οι πίνακες αντίστοιχα περιέχουν επεξεργασμένα στοιχεία των βάσεων αυτών. Στο στοιχείο αυτό αντανακλάται η ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας, και ιδίως στην περίπτωσή μας η ίδρυση και η εμπέδωση του τομέα της γεωπονικής εκπαίδευσης, με τις δύο γεωπονικές σχολές (Αθηνών και Θεσσαλονίκης) που λειτουργούσαν τότε.

    Την πρώτη περίοδο η πλειοψηφία του καθηγητικού σώματος αποτελούταν από γεωπόνους οι οποίοι, στο σύνολό τους σχεδόν, είχαν κάνει βασικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (κυρίως στη Φυσικομαθηματική Σχολή) ή στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) και κατόπιν μετεκπαιδεύτηκαν σε κάποια γεωπονική σχολή στο εξωτερικό, αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές γεωπονίας ή άλλων σχετικών κλάδων στην Ελλάδα. Πολλοί από τους καθηγητές αυτούς αποτελούν τον «σκληρό» ιδρυτικό πυρήνα της ΑΓΣΑ, ο οποίος θα διαχειριστεί τις υποθέσεις της Σχολής μέχρι το 1960 περίπου και θα κατορθώσει να ενισχύσει τους μηχανισμούς ενδογενούς αναπαραγωγής δυναμικού. Τη δεύτερη περίοδο περιορίζεται αισθητά η «προσφυγή» σε σχολές του εξωτερικού για προπτυχιακές σπουδές, ενώ αντίθετα ενισχύονται η μετεκπαίδευση και η εξειδίκευση του βοηθητικού κυρίως προσωπικού της Σχολής, οι οποίες πραγματοποιούνται, κατά κύριο λόγο, σε πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού, σε πολλές περιπτώσεις με την προτροπή και τη στήριξη των καθηγητών και της Σχολής.

    Αναλυτικά, την πρώτη περίοδο, από τους 27 καθηγητές που αποφοίτησαν από ελληνικά πανεπιστήμια, οι περισσότεροι προέρχονταν από το πανεπιστήμιο Αθηνών (14 απόφοιτοι της Φυσικομαθηματικής και πέντε της Νομικής σχολής) ή ήταν μηχανολόγοι/μηχανικοί του ΕΜΠ. Επρόκειτο, κυρίως, για ειδικότητες στις οποίες υπήρχε ήδη αρκετά μεγάλη παράδοση στα ελληνικά πανεπιστήμια, επομένως δεν υπήρχε ανάγκη «προσφυγής» σε ξένα ιδρύματα. Η ΑΓΣΑ μετέχει, επίσης, με τρεις αποφοίτους της, οι οποίοι εντάχθηκαν στο καθηγητικό σώμα την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Αντίθετα, στην περίπτωση των 19 καθηγητών που σπούδασαν στο εξωτερικό, οι 18 αφορούν γεωπόνους, γεωπόνους-μηχανικούς ή κτηνιάτρους, οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν ανάλογες σπουδές στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι τον Μεσοπόλεμο και την ίδρυση των δύο ανώτατων γεωπονικών σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης το 1920 και το 1927 αντίστοιχα.5Η διαπίστωση ισχύει για το σύνολο σχεδόν των γεωπόνων που αποφοίτησαν από κάποια σχολή του εξωτερικού τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα. Για το ίδιο θέμα, βλ. και τον Κατάλογο Γεωπόνων του 19ου αιώνα (Καλλιβρετάκης, 1990, 146-148). Για το Ινστιτούτο του Gembloux, βλ. αναλυτικό Κατάλογο Αποφοίτων 1861-1909 (Gembloux, 1910, 232-254). Εδώ το προβάδισμα κατέχει αναμφισβήτητα η Γαλλία και ακολουθούν το Βέλγιο και η Γερμανία, όπου υπήρχαν αξιόλογες και διάσημες γεωπονικές ή άλλες τεχνικές σχολές, όπως, π.χ., η Γεωπονική Σχολή του Μονπελιέ στη Γαλλία, η Γεωπονική Σχολή του Gembloux (Γκεμπλού) στο Βέλγιο ή η Ανωτέρα Γεωργική Ακαδημία στη Βόννη.

    Πίνακας 1: ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΑΓΣΑ (1920-1982)

    null

    1. Γεωπονική και Δασολογική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 2. Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ)

    Πηγή: Αρχείο ΓΠΑ Βάση Δεδομένων – Βιογραφικά καθηγητών

    Οι σπουδές καθηγητών στη Γερμανία

    Εστιάζοντας στο θέμα μας, βασικές σπουδές στη Γερμανία ακολούθησαν την πρώτη περίοδο τρεις μόνο καθηγητές και τη δεύτερη δύο. Ο Ιωάννης Δημακόπουλος, καθηγητής Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας και Γαλακτοκομίας από το 1920, υπήρξε ένας από τους πιο επιδραστικούς καθηγητές, μια ισχυρή προσωπικότητα με μεγάλη επιρροή εντός και εκτός της Σχολής από την ίδρυσή της μέχρι και τη συνταξιοδότησή του το 1965. Η έδρα, εξάλλου, της Ζωοτεχνίας ήταν μία από τις βασικές έδρες της Σχολής και μία από αυτές που οι σπουδές των καθηγητών τους ήταν σταθερά προσανατολισμένες σε γερμανικά πανεπιστήμια, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια. Ο Ι. Δημακόπουλος προερχόταν από αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας), ακολούθησε βασικές σπουδές στη Γεωργική Ακαδημία της Βόννης, με υποτροφία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, και παρέμεινε ακόμη ένα έτος στη Γεωργική Ακαδημία της Βόννης όπου ειδικεύτηκε στη ζωοτεχνία. Δεν απέκτησε κάποιον άλλον ακαδημαϊκό τίτλο ή διδακτορικό δίπλωμα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1919 και το επόμενο έτος διορίστηκε νομογεωπόνος Λασιθίου Κρήτης ενώ το ίδιο έτος αποσπάστηκε στην ΑΓΣΑ, που μόλις είχε ιδρυθεί, και εκλέχτηκε έμμισθος καθηγητής, ένας από τους λίγους πλήρους απασχόλησης την πρώτη περίοδο. Ο Δημακόπουλος διαχειρίστηκε για μεγάλο διάστημα τις υποθέσεις της Σχολής αφού εκλέχτηκε τέσσερις φορές πρύτανης με συνολική θητεία στο πρυτανικό αξίωμα επτά έτη, ρεκόρ στη θέση αυτή, Παναγιωτόπουλος, 2004, 210-212), ενώ γενικά συνέβαλε στην εμπέδωση του κλάδου της ζωοτεχνίας, ο οποίος ήταν (και παραμένει) ένας από τους βασικούς κλάδους σπουδών στην ΑΓΣΑ.6Η φυτική και ζωική παραγωγή αποτελούσαν βασικούς άξονες σπουδών στην ΑΓΣΑ καθ’ όλη την περίοδο που μελετάμε στο κείμενο αυτό.

     
    Πίνακας 2: ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΑΓΣΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ (1920-1982)

     Πηγή: Αρχείο ΓΠΑ Βάση Δεδομένων – Βιογραφικά καθηγητών

    Οι άλλοι δύο που είχαν σπουδάσει προπολεμικά στη Γερμανία ήταν ο γεωπόνος-μηχανικός Μάρκος Συράκος (Ανώτερη Τεχνική Σχολή του Μονάχου), καθώς και ο χημικός Ιούλιος Δαλιέτος, ο οποίος φέρεται να σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου. Ο Συράκος έλαβε το πτυχίο του μηχανικού το 1915 και διορίστηκε καθηγητής Γεωργικής Υδραυλικής και Οικοδομικής στην ΑΓΣΑ από την ίδρυσή της το 1920 μέχρι το 1924 και για μικρό διάστημα αργότερα. Από το 1924 που αποχώρησε από τη Γεωπονική μέχρι και το 1930 δημιούργησε ιδιωτική γεωργική επιχείρηση, ολοκλήρωσε όμως την καριέρα του από τη θέση του επιθεωρητή Διευθύνσεως Τεχνικών Έργων του Υπουργείου Γεωργίας (1930-1950). Από την άλλη, ο Ι. Δαλιέτος σπούδασε χημικός στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, υπήρξε επίσης διδάκτωρ του ίδιου πανεπιστημίου, αφού κατέθεσε ειδική μελέτη με θέμα σχετικό με τη ζυμοχημεία και γενικά την τεχνική των ζυμώσεων, ενώ διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης (επιμελητής) του ειδικού καθηγητή Ζυμοτεχνίας στο Πολυτεχνείο του Μονάχου επί διετία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, εκλέχτηκε καθηγητής Οινολογίας, Οινοπνευματοποιίας, Ζυθοποιίας και Ζυμοτεχνίας στην ΑΓΣΑ από το 1921 μέχρι το 1923.7Ο Ι. Δαλιέτος απολύθηκε με Βασιλικό Διάταγμα (ΒΔ) στις 23/05/1923, επειδή κρίθηκε «ως μη ειδικός, μηδενός άλλου λόγου συντρέχοντος». Είχε διοριστεί στη θέση του Κων/ου Καλούδη, ο οποίος τον διαδέχτηκε μάλιστα στη θέση μετά την απομάκρυνσή του. Η απόλυσή του ενδεχομένως οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, πράγμα όχι σπάνιο την περίοδο εκείνη, αλλά επ’ αυτού δεν διαθέτουμε περισσότερα στοιχεία.

    Την επόμενη περίοδο (1961-1982), από τους δύο καθηγητές που σπούδασαν στη Γερμανία, ο Γεώργιος Νικολίτσας θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στην προπολεμική γενιά. Ο λόγος είναι ότι τόσο οι σπουδές του στη Γερμανία όσο και η εκλογή του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έλαβαν χώρα προπολεμικά, ενώ στην ΑΓΣΑ εκλέχτηκε μόλις το 1964 και η θητεία του στη Σχολή υπήρξε μικρή, όπως και η επίδρασή του στην εξέλιξή της. Ο Νικολίτσας καταγόταν από το Σχινοχώριο Άργους, σπούδασε μηχανικός στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε για ένα διάστημα (1928-1931) ως μηχανικός στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, και συγκεκριμένα στην κατασκευή της γραμμής Καλαμπάκας – Βέροιας. Από το 1934 μέχρι την εκλογή του, το 1964, στην ΑΓΣΑ υπήρξε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Αντίθετα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Εμμανουήλ Ρογδάκη, ο οποίος –άραγε τυχαία;– κατέλαβε την έδρα που κατείχε ο Ι. Δημακόπουλος (Γενικής και Ειδικής Ζωοτεχνίας). Ο Ρογδάκης, ο οποίος καταγόταν από αγροτική οικογένεια από τις Γκαγκάλες Ηρακλείου Κρήτης, έλαβε το 1968 το πτυχίο του από την Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Χόχενχαϊμ (Hohenheim) και από το ίδιο πανεπιστήμιο το διδακτορικό του το 1972. Διετέλεσε, επίσης, διευθυντής του Βιοχημικού Τμήματος του Ινστιτούτου Διατροφής και Φροντίδας Ζώων του Πανεπιστημίου Χόχενχαϊμ πριν εκλεγεί στην ΑΓΣΑ το 1979. Ο Ρογδάκης ήταν επίσης ένας επιστήμονας που άφησε έντονο αποτύπωμα τόσο στην επιστήμη της ζωοτεχνίας όσο και στη Γεωπονική Σχολή. Για κανέναν από τους δύο δεν γνωρίζουμε αν είχαν λάβει υποτροφία από κάποιον φορέα για τις σπουδές τους.

    Από το μικρό αυτό δείγμα διαπιστώνουμε ότι, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίοδο, στη Γερμανία «προσφεύγουν» κυρίως για ανώτερες τεχνικές σπουδές, καθώς και για σπουδές στον κλάδο της ζωοτεχνίας ή της διατροφής ζώων, αλλά και της κτηνιατρικής, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Πρόκειται για ειδικεύσεις πέρα από το κλασικό πρότυπο του γεωπόνου-φυτοτέχνη, το οποίο, τουλάχιστον προπολεμικά, αναπαράγεται κυρίως στις γαλλικές σχολές που κατέχουν την πρωτοκαθεδρία στους κλασικούς τομείς του γεωπόνου φυτικής παραγωγής με τις διάφορες επιμέρους ειδικεύσεις: αμπελουργίας, φυτοτεχνίας, φυτοπαθολογίας, ελαιοκομίας κτλ. Επομένως, το αναμφισβήτητο πρωτείο σε αυτές τις ειδικεύσεις κατέχει η Γαλλία και ακολουθεί η Ιταλία ή ακόμη το Βέλγιο, το οποίο προτιμούσαν όσοι ήθελαν να σπουδάσουν γεωπόνοι-μηχανικοί.8Ή «αγρονόμοι-μηχανικοί», όπως ήταν τότε ο τρέχων όρος. Αυτοί προτιμούσαν ιδίως το Αγρονομικό Ινστιτούτο Gembloux στο Βέλγιο, όπου σπούδασαν σπουδαίοι γεωπόνοι και καθηγητές της ΑΓΣΑ, όπως ο Σταύρος Παπανδρέου, ο Γεράσιμος Μολφέτας, ο Ιωάννης Κοκκώνης, ο Επαμεινώνδας Κυπριάδης, ο Νικόλαος Χριστοδούλου, ο Κωνσταντίνος Ισαακίδης, ή ακόμη ο Ιωάννης Παπαδάκης και ο Πέτρος Καναγκίνης που συνδέονται με τη Σχολή (Παναγιωτόπουλος, 2013, 39-46).

    Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι από τους καθηγητές που αποκτούν το βασικό τους πτυχίο σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, η πλειοψηφία δεν κατείχε άλλον μεταπτυχιακό τίτλο, ιδίως την πρώτη περίοδο (1920-1960).9Εκτός από δύο καθηγητές που απέκτησαν διδακτορικό δίπλωμα στο εξωτερικό, ακόμη δύο που έλαβαν διδακτορικό από σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών (ο ένας μάλιστα ενόσω ήταν ήδη καθηγητής στην ΑΓΣΑ) και τέσσερις ακόμη που ακολούθησαν κάποια ειδίκευση στο εξωτερικό. Με άλλα λόγια, κατά την πρώτη περίοδο, ακόμη και μια βασική εκπαίδευση στο εξωτερικό ήταν αρκετή να οδηγήσει μέχρι και την ανώτερη ακαδημαϊκή βαθμίδα, αφού, όπως διαπιστώνεται και από τη διαδικασία επιλογής των καθηγητών των γεωπονικών κυρίως μαθημάτων, αυτό που βάραινε ήταν το κύρος και η αποκτημένη από την εφαρμογή της επιστήμης εμπειρία. Ιδιαίτερα διαφωτιστικές στο σημείο αυτό είναι οι απόψεις που εκφράζουν τα μέλη του Διδακτικού Συμβουλίου κατά τη διαδικασία κρίσης των υποψήφιων καθηγητών (Παναγιωτόπουλος, 2004, 103-120).

    Η εικόνα αυτή ανατρέπεται μετά το 1960 όταν οι καθηγητές που εκλέγονται έχουν αποφοιτήσει στη μεγάλη τους πλειοψηφία από ελληνικά πανεπιστήμια. Στο σημείο αυτό φαίνεται η επίδραση της ανάπτυξης πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδών στην Ελλάδα, γεγονός που συνετέλεσε στο να μην καταφεύγουν για προπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, ακόμη και σε κλάδους όπως η γεωπονία. Σημαντικό ποσοστό των καθηγητών έχει αποφοιτήσει από την ΑΓΣΑ, όπως και από το Γεωπονικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αυτό μας οδηγεί σε μια ακόμη διαπίστωση, η (απαραίτητη) μετεκπαίδευση και η εξειδίκευση γίνονται πλέον σε μεταπτυχιακό επίπεδο, κυρίως, στο εξωτερικό, γεγονός που επέτρεπε την παρακολούθηση των προόδων που συντελούνται στον χώρο της επιστήμης και τη μεγαλύτερη εξοικείωση με τη διεθνή πραγματικότητα, αλλά και την εξειδίκευση σε επιμέρους τομείς της έρευνας και της επιστήμης. Το γεγονός αυτό είχε θετικό αντίκτυπο στη βελτίωση του επίπεδου σπουδών στο εσωτερικό, αλλά και στην εμπέδωση των εξειδικευμένων γνώσεων που απαιτούνταν για την ανάπτυξη των επιμέρους κλάδων της παραγωγής και της επιστήμης, όπως ήταν ο γεωργικός πειραματισμός, η βελτίωση φυτών και ζώων, η γενετική μηχανική κ.ο.κ.

    Μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία

    Παίρνοντας αφορμή από την παραπάνω παρατήρηση, ας δούμε συγκεκριμένα τα μεταπτυχιακά εφόδια των καθηγητών της ΑΓΣΑ. Προκαταβολικά αναφέρουμε ότι μεταπτυχιακό τίτλο (μεταπτυχιακή ειδίκευση ή διδακτορικό δίπλωμα) διέθετε το 76,5% των καθηγητών της πρώτης περιόδου και το 92,9% της περιόδου μετά το 1960 (Πίνακας 3). Παρατηρείται, δηλαδή, μια σαφής τάση εξειδίκευσης στη δεύτερη περίοδο, η οποία ανιχνεύεται ήδη από την πρώτη μεταπολεμική γενιά καθηγητών. Την πρώτη περίοδο (1920-1960), εξαιτίας της απουσίας οργανωμένων μεταπτυχιακών σπουδών στο εσωτερικό, όσοι είχαν ακολουθήσει μια –σύντομη συνήθως– μεταπτυχιακή ειδίκευση μετά τις βασικές τους σπουδές, την είχαν ακολουθήσει στο εξωτερικό. Το σημαντικό όμως στην περίπτωση αυτή είναι ότι το αναμφισβήτητο προβάδισμα κατέχει η Γερμανία και ακολουθούν η Γαλλία και το Βέλγιο. Την ίδια περίοδο εγκαινιάζεται η επαφή με τα αγγλικά και τα αμερικανικά πανεπιστήμια, τα οποία κατά τη δεύτερη περίοδο θα πάρουν εκείνα το προβάδισμα. Πράγματι, μετά το 1960, παρατηρείται σημαντική αύξηση καθηγητών με σπουδές σε αμερικανικά και αγγλικά πανεπιστήμια και υποχώρηση της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης και επιρροής (κυρίως της γερμανικής και, λιγότερο, της γαλλικής), γεγονός που θα έχει ποικίλες επιπτώσεις στον χαρακτήρα και στο περιεχόμενο των σπουδών.10Γενικά, μεταπολεμικά αυξάνουν οι επαφές και οι συνεργασίες των καθηγητών με αγγλικά και αμερικανικά, ιδίως, ιδρύματα και οργανισμούς (Κριμπάς, 1993, 169-183, 186-223). Από την άλλη, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, «αδειάζουν» και τα γερμανικά πανεπιστήμια εξαιτίας της ανόδου του ναζισμού, που θα έχει ως επίπτωση και την πτώση της ποιότητας των γερμανικών πανεπιστημίων, ενώ ο βασικός ωφελημένος θα είναι τα αμερικανικά πανεπιστήμια (Paulus, 2002, 241-253).
     
    Πίνακας 3: ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΑΓΣΑ (1920-1982)

    Μ (μεταπτυχιακό) / Δ (διδακτορικό) / Μ + Δ (μεταπτυχιακό + διδακτορικό)

     Πηγή: Αρχείο ΓΠΑ Βάση Δεδομένων – Βιογραφικά καθηγητών

    Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι η μετεκπαίδευση γίνεται με κάποια, κρατική κυρίως, χρηματοδότηση. Οι υποτροφίες δίνονταν συνήθως έπειτα από διαγωνισμό, κυμαίνονταν από ένα έως τρία χρόνια και αφορούσαν τη συνέχιση των σπουδών σε μεταπτυχιακό επίπεδο και σε συγκεκριμένη ειδίκευση ή απλώς στην απόκτηση εμπειρίας σε κάποιον επιστημονικό κλάδο.11Συγκεκριμένα, 14 καθηγητές της πρώτης περιόδου και 26 της δεύτερης σπούδασαν στο εξωτερικό με υποτροφία. Οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται σε όσους κατάφερα να εντοπίσω και γνωρίζω θετικά τον φορέα της υποτροφίας και, επομένως, δεν αποκλείεται να είναι περισσότεροι. Την πρώτη περίοδο, ως φορέας, αναφέρεται άλλοτε γενικά το «ελληνικό κράτος» ή η «ελληνική Κυβέρνηση» (πέντε περιπτώσεις), και άλλοτε, συγκεκριμένα, το Υπ. Γεωργίας (τρεις) ή το Υπ. Εθνικής Οικονομίας (μία), το Πολυτεχνείο (τρεις), το Πανεπιστήμιο Αθηνών (μία) ή το ίδρυμα Ροκφέλερ (μία). Να σημειωθεί ότι το Ι.Κ.Υ., που αποτελεί τον βασικό (και μαζικότερο) φορέα χορήγησης υποτροφιών τη δεύτερη περίοδο, ιδρύθηκε το 1951. Έτσι, την περίοδο 1961-1982 ως φορέας υποτροφίας αναφέρεται το Ι.Κ.Υ. (δέκα υποτροφίες), το Υπ. Γεωργίας (δύο υποτροφίες), η ΑΤΕ (μία υποτροφία) ή διάφορα ξένα πανεπιστήμια ή κυβερνήσεις, καθώς και διάφορα κληροδοτήματα (14 υποτροφίες). Συχνή, τέλος, ήταν η χορήγηση υποτροφίας για βασικές σπουδές, κάτι που ίσχυε σε μεγάλο βαθμό για τους καθηγητές της πρώτης γενιάς, κυρίως για σπουδές γεωπονίας. Κάποιες φορές, μάλιστα, οι βασικές σπουδές παρατείνονταν για να περιλάβουν και τη μεταπτυχιακή ειδίκευση.

    Επομένως, η πολιτική αυτή υπαγορευόταν από δύο βασικές παραμέτρους: πρώτον από την απουσία σχετικής παράδοσης στον χώρο, τουλάχιστον των γεωπονικών σπουδών, και δεύτερον από την επείγουσα σχεδόν ανάγκη δημιουργίας των κατάλληλων υποδομών και υποδοχών στη χώρα μας για την ανάπτυξη της επιστήμης, πρωτίστως όμως τη διεύρυνση αυτής σε νέα πεδία και αντικείμενα, καθώς και την καλύτερη διασύνδεσή της με τις πραγματικές (και σε πολλές περιπτώσεις επείγουσες) ανάγκες της οικονομίας και της γεωργικής παραγωγής (Πίνακας 4).

    Πίνακας 4: ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ (1920-1982)


     
    Πηγή: Αρχείο ΓΠΑ Βάση Δεδομένων – Βιογραφικά καθηγητών

    Έχει πραγματικά ενδιαφέρον να εστιάσει κανείς στην ομάδα των διακεκριμένων καθηγητών που μετεκπαιδεύτηκαν στη Γερμανία, όπως θα ήταν ο σωστός όρος, αφού δεν υπήρχαν ακόμη τότε θεσμοθετημένα μεταπτυχιακές σπουδές στις περισσότερες χώρες (Πίνακας 5). Θα πρέπει, επίσης, να επισημάνουμε ότι και οι 12 καθηγητές της περιόδου 1920-1960 μετεκπαιδεύτηκαν στη Γερμανία πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (κυρίως στον Μεσοπόλεμο).12Σε αυτούς, όπως ήδη αναφέραμε, θα πρέπει να προστεθεί και ο Γ. Νικολίτσας, ο οποίος, αν και εκλέχτηκε στην ΑΓΣΑ το 1964, είχε σπουδάσει στη Γερμανία στον Μεσοπόλεμο. Σε αυτούς περιλαμβάνονται εξέχουσες προσωπικότητες οι οποίες καταξιώθηκαν στον χώρο τους ή/και επηρέασαν καταλυτικά την εισαγωγή και εμπέδωση του αντίστοιχου επιστημονικού πεδίου στη χώρα μας, όπως, για παράδειγμα, ο Ι. Δημακόπουλος που αναφέραμε ήδη. Ξεχωριστή θέση στη χορεία των σπουδαίων σκαπανέων της γεωπονικής επιστήμης που μετεκπαιδεύτηκαν στη Γερμανία κατέχει και ο Σωκράτης Ιασεμίδης, καθηγητής Γεωργικής Οικονομίας και Αγροτικής Πολιτικής αλλά και της Συνεταιριστικής Οικονομίας, τομέα στον οποίο αφοσιώθηκε και συνέβαλε στη θεσμοθέτησή του στην Ελλάδα.

    Ο Σωκράτης Ιασεμίδης γεννήθηκε το 1878 στην Αθήνα και σπούδασε φυσικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου έλαβε και το διδακτορικό του το 1900. Αμέσως μετά, γοητευμένος από το περιεχόμενο και τα επιτεύγματα των συνεταιρισμών στη Γερμανία, παρακολούθησε μαθήματα στη Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βόννης, με υποτροφία του ελληνικού κράτους. Στη Γερμανία παρακολούθησε από κοντά τη συνεταιριστική οργάνωση της χώρας και ενστερνίστηκε τις ιδέες του καθηγητή Bίλι Βιγκοτζίνσκι (Willy Wygodzinski). Ο Ιασεμίδης, μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, ασχολείται συστηματικά και αποκλειστικά σχεδόν με την ανάπτυξη του συνεργατισμού στην Ελλάδα. Το 1904 γράφει τα πρώτα άρθρα για τους γεωργικούς συνεταιρισμούς στην εφημερίδα Ακρόπολη, που είχαν μεγάλη απήχηση, και εκδίδει το πρώτο σύγγραμμά του Περί γεωργικών συνεταιρισμών.13Το έργο αυτό κυκλοφόρησε σε βελτιωμένη έκδοση το 1913 και σε τελική το 1918 (Ιασεμίδης, 1918). Ήταν ο βασικός εισηγητής για την ψήφιση του Νόμου 602 «Περί Συνεταιρισμών» που ψηφίστηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1914, με τον οποίο εισήχθη ο κρίσιμος για τη λειτουργία της αγροτικής εκμετάλλευσης θεσμός στην Ελλάδα. Για την αρτιότερη οργάνωση των συνεταιρισμών εκδόθηκαν πρότυπα καταστατικά διάφορων τύπων από το Υπουργείο, ουσιαστικά από τον ίδιο τον Ιασεμίδη, ο οποίος ήταν τμηματάρχης Γεωργικής Οικονομίας. Στον ίδιο επίσης οφείλονται οι προτάσεις και η προπαρασκευή του Ν. 280 για τη συγκρότηση των γεωργικών επιμελητηρίων.14Την ίδια περίοδο συστάθηκε στο Υπουργείο ειδική υπηρεσία Γεωργικής Οικονομίας στην οποία τέθηκε επικεφαλής. Το 1925 διορίζεται στη θέση του Διευθυντού Γεωργίας απ’ όπου επιτυγχάνει τη σύσταση Ταμείων Πρόνοιας της Παραγωγής, Γραφείου Προστασίας Καπνού, Ταμείου Προστασίας της Κτηνοτροφίας, Αλληλοασφαλιστικών Συνεταιρισμών και του Κεντρικού Ταμείου Ασφαλείας κατά Χαλάζης και Παγετών. Εισηγήθηκε επίσης τους νόμους «περί γεωργικού ενεχυρογράφου» και τον νόμο «περί πλασματικού ενεχύρου καπνού». Τέλος με δική του εισήγηση εκδόθηκε το νομοθετικό διάταγμα (Ν.Δ.) της 12ης Ιανουαρίου 1926 «περί ιδρύσεως Γεωργικών Τραπεζών», καθώς και τα Ν.Δ. «περί ειδικών Ταμείων Προνοίας, Αμύνης και Ασφαλείας Παραγωγής». Εξέδιδε από το 1918 το περιοδικό «Βοηθός των συνεταιρισμών», το οποίο κυκλοφόρησε μέχρι το 1922, ενώ παράλληλα δίδασκε στην ΑΓΣΑ (ήταν από τους πρώτους καθηγητές που είχαν διοριστεί το 1920) μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1929.

    Η περίπτωση του Σ. Ιασεμίδη θα μπορούσε να ιδωθεί σε αντιδιαστολή με αυτήν του καθηγητή Γεωργίου Παμπούκα, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο τον διαδέχτηκε στη συγκεκριμένη έδρα στην ΑΓΣΑ. Η προσωπική και επαγγελματική εξέλιξη των δύο προσωπικοτήτων, των οποίων το μοναδικό κοινό σημείο ήταν η μετεκπαίδευση στη Γερμανία, φωτίζει από μια ενδιαφέρουσα σκοπιά την περίοδο του Μεσοπολέμου σε σχέση και με την επόμενη περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης. Επιπλέον, η μελέτη της πορείας τους βοηθάει στην κατανόηση των βασικών διακυβευμάτων της κάθε εποχής μέσα από την ανάλυση δύο διαφορετικών επιστημονικών και ακαδημαϊκών ιδιοσυγκρασιών που άφησαν το δικό τους αποτύπωμα στην εποχή τους και στη Σχολή:15Ο Γ. Παμπούκας ήταν κατά βάση πολιτικό πρόσωπο που ανήκε στον συντηρητικό χώρο. Γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας το 1890 και ο πατέρας του ήταν δικαστικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία (δεν γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία). Ήταν δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω από το 1922, ενώ διετέλεσε νομικός σύμβουλος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) από το 1926 μέχρι το 1931. Διετέλεσε, επίσης, Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Γεωργίας από το 1932 μέχρι το 1935 και το 1936 εκλέχτηκε βουλευτής Αργολικορινθίας του Λαϊκού Κόμματος. Τέλος, Επίτροπος του Υπουργού Οικονομικών στο Υπ. Γεωργίας (1942) και Υπηρεσιακός Υφυπουργός Γεωργίας (1943-44). Μεταπολεμικά έλαβε επανειλημμένα μέρος στις εκλογές είτε ως ανεξάρτητος με το δικό του Λαϊκό Αγροτικό Κόμμα, που ίδρυσε το 1946, είτε συνεργαζόμενος και κατάφερε να εκλεγεί δύο φορές βουλευτής με τον Ελληνικό Συναγερμό του Αλ. Παπάγου (1951 και 1952). Απεβίωσε το 1976.

    ο πρωτοπόρος του «υγιούς και ορθόδοξου» συνεργατισμού Σ. Ιασεμίδης από τη μια, ο οποίος μάλιστα πίστευε ότι οι συνεταιρισμοί οφείλουν να μένουν μακριά από την πολιτική, και από την άλλη ο Γ. Παμπούκας, κατεξοχήν αναμεμειγμένος με την πολιτική, ο οποίος ολισθαίνει σταδιακά σε ακραία συντηρητικές θέσεις και επιλογές. Μάλιστα, δεν θα διστάσει να διοριστεί υπηρεσιακός υφυπουργός Γεωργίας επί Κατοχής (1943-44), την ίδια ακριβώς περίοδο που μεσολαβεί για την επαναφορά της ΑΓΣΑ από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και ταυτόχρονα εκλέγεται καθηγητής της.16Ο Γ. Παμπούκας διορίστηκε στην ουσία τακτικός έμμισθος καθηγητής Γεωργικής και Συνεταιριστικής Οικονομίας και Αγροτικής Πολιτικής στη διάρκεια της Κατοχής [με το διάταγμα της 7ης Οκτωβρίου 1943 (ΦΕΚ 262/8-10-1943) σε εκτέλεση του νόμου 672/1943, στην ουσία με απόφαση του Προέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Γεωργίας Ι. Ράλλη]. Το 1946, με βάση τον Α.Ν. 632/1945, έγινε η προκήρυξη της έδρας, διότι διορίστηκε χωρίς κανονική εκλογή κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Εκλέχτηκε το 1946 τακτικός καθηγητής και θα παραμείνει στη θέση αυτή μέχρι την παραίτησή του το 1951, λόγω της εκλογής του στο βουλευτικό αξίωμα.

    Πίνακας 5: ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΑΓΣΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ (1920-1982)

    Πηγή: Αρχείο Γ.Π.Α. Βάση Δεδομένων – Βιογραφικά καθηγητών

    Αναφερθήκαμε κάπως εκτεταμένα στην περίπτωση του Σ. Ιασεμίδη προκειμένου να καταδείξουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν την περίοδο του Μεσοπολέμου η γνώση και η εμπειρία από το εξωτερικό και η μετακένωσή τους στο εσωτερικό, όχι με την απλή μίμηση και στεγνή διδασκαλία μόνο, αλλά με την προσωπική εμπλοκή στη διαδικασία θεσμικής συγκρότησης νέων επιστημονικών πεδίων και καινοτόμων για την εποχή παραγωγικών κλάδων και θεσμών όπως ήταν οι συνεταιρισμοί. Εξάλλου, σε συναφή επιστημονικά πεδία, όπως ήταν η πολιτική οικονομία, η αγροτική και συνεταιριστική οικονομία, το συνταγματικό δίκαιο, η αγροτική πολιτική και η κοινωνιολογία, η Γερμανία είχε το προβάδισμα, από κοινού με τη Γαλλία, τουλάχιστον μέχρι τον Μεσοπόλεμο.17Για την εισαγωγή και πρόσληψη ιδεών στην Ελλάδα τον Μεσοπόλεμο και την ενσωμάτωσή τους σε εκσυγχρονιστικές πρακτικές και αντιλήψεις (Κύρτσης 1996, 138-149· Ψαλιδόπουλος, 2013). Πρόκειται για αντικείμενα στα οποία γνωρίζουμε ότι είχαν σπουδάσει και ειδικευτεί πολλά μέλη από τον κύκλο των Κοινωνιολόγων (Αλέξανδρος Δελμούζος, Αλέξανδρος Μυλωνάς), καθώς και ο ίδιος ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο οποίος επηρεάστηκε όχι μόνο από τις σοσιαλιστικές ιδέες, αλλά και από τις ιδέες του συνεργατισμού, από τον θεωρητικό των συνεταιριστικών θεσμών Ότο Γκίρκε (Otto Gierke) και άλλους (Κύρτσης, 1988, 63-77· 2013, 59-72· Αναστασιάδης, 2008, 73-77). Από την άποψη αυτή δεν είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι πολλοί από τους παραπάνω επιστήμονες και καθηγητές, τουλάχιστον στην προπολεμική περίοδο, εμπλέκονται ποικιλοτρόπως στη δημόσια σφαίρα, στην κοινωνική και κάποιες φορές στην πολιτική ζωή. Στην κατηγορία αυτή ασφαλώς εμπίπτει και ο με επιμίσθιο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Δημοσιονομίας Νικόλαος Γουναράκης, ο οποίος προηγείται χρονικά όλων αυτών και τον οποίο ο Δημήτριος Καλιτσουνάκης κατατάσσει στους «από καθέδρας σοσιαλιστάς».18Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι στην κατοχή της έδρας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών εναλλάσσονταν με τον ένθερμο εθνικιστή και κατεξοχήν εκπρόσωπο του πολιτικού ανορθολογισμού στην Ελλάδα Νεοκλή Καζάζη (Θεοχαράκης, 2018, 492-493). Για τους «από καθέδρας σοσιαλιστές» (Kathedersozialisten) (Κύρτσης, 1988, 67-71). Ο Γουναράκης δίδαξε κυρίως στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και για ένα μικρό διάστημα (1920-1921) στην ΑΓΣΑ.19Ο Νικόλαος Γουναράκης (1853-1931) γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε αρχικά στη Νομική Σχολή Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη, το Μόναχο και τη Λειψία. Επιστρέφοντας από τη Γερμανία, διορίστηκε το 1876 πρόεδρος Πρωτοδικών και έπειτα από λίγο παραιτήθηκε για να δικηγορήσει αρχικά στο Μεσολόγγι και κατόπιν στην Αθήνα. Το 1882 διορίστηκε υφηγητής και στη συνέχεια καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Απολύθηκε σχεδόν αμέσως για πολιτικούς λόγους. Στράφηκε στην πολιτική και εκλέχτηκε βουλευτής Αττικής τρεις φορές (1899, 1902, 1905). Διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη και για μικρό χρονικό διάστημα (16/12/1904 -12/06/1905), αναλαμβάνοντας για λίγες μέρες (μετά τη δολοφονία του Δηλιγιάννη) και το Υπ. Εσωτερικών. Το 1907 διορίστηκε τακτικός καθηγητής του Ποινικού Διακαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και απομακρύνθηκε και πάλι το 1910. Το 1911 επαναδιορίστηκε και απολύθηκε και πάλι το 1918. Το 1920 διορίστηκε αρχικά Γενικός Γραμματέας του Υπ. Εθνικής Οικονομίας και σε λίγο καθηγητής του πανεπιστημίου απ’ όπου αποχώρησε το 1923 λόγω ορίου ηλικίας. Εκτός από την ΑΓΣΑ, διετέλεσε καθηγητής και στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή (αργότερα Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών), στην οποία υπήρξε και ο πρώτος Διευθυντής της από την ίδρυσή της το 1920 έως το 1923. Εκτός αυτών, όμως, στη Γερμανία επιλέγουν να μετεκπαιδευτούν επιστήμονες που προέρχονται από τον χώρο των θετικών επιστημών σε τομείς όπως είναι η φυσική, η χημεία, η γεωλογία και η ορυκτολογία, και φυσικά αρκετοί μηχανικοί και μηχανολόγοι. Στην τελευταία αυτή κατηγορία αναφέραμε ήδη την περίπτωση του Γ. Νικολίτσα, αλλά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και αυτή του μηχανολόγου Αλέξανδρου Μιχαλόπουλου, καθηγητή Ανώτερων Μαθηματικών και Θεωρητικής Μηχανικής στην ΑΓΣΑ με επιμίσθιο, αφού ήταν ταυτόχρονα τακτικός καθηγητής στο ΕΜΠ. Ο Αλ. Μιχαλόπουλος μετεκπαιδεύτηκε στην Πολυτεχνική Σχολή του Βερολίνου20Η μετεκπαίδευσή του πραγματοποιήθηκε το διάστημα 1909-1914 στη Σχολή Ναυπηγών-Μηχανικών του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου (Technische Hochschule Berlin-Charlottenburg) (Μιχαλόπουλος, 19.02.2021). και υπήρξε ένας από τους πρώτους και μακροβιότερους καθηγητές της ΑΓΣΑ (1920-1952).21Ο Αλ. Μιχαλόπουλος διορίστηκε στις 10 Μαρτίου 1920 προσωρινός με επιμίσθιο καθηγητής της έδρας Μαθηματικών και Στοιχείων Θεωρητικής Μηχανικής. Στο ΕΜΠ κατείχε την έδρα της Θεωρητικής Μηχανολογίας από το 1917 μέχρι το 1952, όποτε και συνταξιοδοτήθηκε (ταυτόχρονα με την ΑΓΣΑ). Επειδή εμμέσως, έστω, αφορά το θέμα μας, αξίζει να αναφερθούμε σε ένα περιστατικό από την περίοδο της Κατοχής που είναι ενδεικτικό για την εποχή και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ακόμη και οι καθηγητές δημόσιοι-υπάλληλοι. Σε έγγραφο που υπάρχει στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο με ημερομηνία 21.06.1944 (υπογράφεται από τον πρύτανη Πότη Κουτσομητόπουλο και απευθύνεται στο Υπ. Γεωργίας), αναφέρονται τα εξής: «Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι ο καθηγητής της Σχολής κ. Α. Μιχαλόπουλος είναι ασθενής. Επειδή ούτος είναι εκ των αρχαιοτέρων καθηγητών της Σχολής πολλάς παράσχων υπηρεσίας από της ιδρύσεως της, εξ άλλου δε η αμοιβή του δεν είναι ικανοποιητική (δεδομένου ότι λαμβάνει επίδομα επί των αποδοχών της κυρίας του θέσεως εις το Πολυτεχνείο), είναι δε προστάτης πολύτεκνης οικογενείας, παρακαλούμεν όπως εγκρίνετε ίνα εις τούτον παρέχηται, κατά το διάστημα της ασθενείας του και επί ένα το πολύ μήνα διπλασία ποσότης γάλακτος της ήδη κανονικής παρεχομένης εις αυτόν». Και σε άλλο έγγραφο με ημερομηνία 12.10.1944, πάλι προς το Υπουργείο και σε συνέχεια της προηγουμένης αναφοράς, περιλαμβάνονται τα εξής: «επειδή η βαρεία ασθένεια τούτου εξακολουθεί, εγκρίνητε και χορηγήται εις τούτον επί ένα μήνα έν ωόν ημερησίως». Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση του Ιωάννη Θεοφανόπουλου και του γιου του Νικόλαου, που και οι δύο δίδαξαν για σύντομα διαστήματα στην ΑΓΣΑ,22Στην ΑΓΣΑ δίδαξαν ο πρώτος το μάθημα της Γεωργικής Μηχανολογίας, το διάστημα 1920-1923, οπότε και παραιτήθηκε, ενώ ο δεύτερος με ανάθεση (μετά τον θάνατο του Επαμεινώνδα Κυπριάδη) για τα έτη 1958-1959, 1959-60 και 1960-1961. ενώ η βασική τους θέση ήταν στο ΕΜΠ.23Ο Ιωάννης Θεοφανόπουλος διετέλεσε καθηγητής Στοιχείων Μηχανών, Ατμαμαξών και Λεβήτων στο Πολυτεχνείο από το 1907 (ή 1909) μέχρι τον θάνατό του. Μάλιστα στο ΕΜΠ χρημάτισε επανειλημμένως Κοσμήτορας της Σχολής Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων και Πρύτανης το 1941-1943. Την 21η Δεκεμβρίου 1944 «απήχθη ως όμηρος εκ της οικίας του υπό ομάδος κομμουνιστών φοιτητών και αφ’ ου υπέστη τα πάνδεινα, εξετελέσθη υπό των κομμουνιστών την 10ην Ιανουαρίου 1945 παρά την Αράχωβαν» (Αρχείο Βοβολίνη, φάκελος 355, 1997, 79· Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ήλιος», τόμος 9, 569· Μ. Ασημακόπουλος, 2012, 149-155). Ο γιος του Νικόλαος εκλέχτηκε το 1947, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έκτακτος καθηγητής του ΕΜΠ και τακτικός το 1953 στην έδρα Στοιχείων Μηχανών. Εκτός των άλλων, και οι δύο είχαν ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία.24Και οι δύο ήταν πτυχιούχοι μηχανολόγοι του ΕΜΠ και μετεκπαιδεύτηκαν στη Γερμανία. Ο μεν Ιωάννης: «Το 1901 και για μια πενταετία μετέβη στη Γερμανία, όπου εργάστηκε σε διάφορα εργοστάσια και παρακολούθησε μαθήματα σε Πολυτεχνεία» (Αρχείο Βοβολίνη, φάκελος 355, 1997, 79· Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ήλιος», τόμος 9, 569). Ο Νικόλαος, περισσότερο συντονισμένα, ξεκίνησε τις σπουδές του στη Γερμανία το 1938, λαμβάνοντας υποτροφία του Αβερώφειου κληροδοτήματος, παρακολούθησε μαθήματα σε διάφορα πανεπιστήμια και ανακηρύχτηκε διδάκτορας του Πολυτεχνείου του Βερολίνου.

    Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση του Νικόλαου Κρητικού, ο οποίος επίσης ήταν ένας από τους πρώτους καθηγητές της ΑΓΣΑ, αφού διορίστηκε προσωρινός με επιμίσθιο καθηγητής Φυσικής Πειραματικής, Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας το 1920 και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τον θάνατό του το 1947.25Είχε επίσης διοριστεί το 1917 καθηγητής Μετεωρολογίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και το 1919 της Αστρονομίας και Κοσμογραφίας. Από το 1919, επίσης, ήταν καθηγητής Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας στην Ανωτέρα Δασολογική Σχολή Αθηνών, όπου δίδαξε μέχρι το 1928, οπότε η Σχολή μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και αποτέλεσε μία από τις σχολές του νέου πανεπιστημίου. Μια δεκαετία αργότερα μετά τον διορισμό του στην ΑΓΣΑ, ο Ν. Κρητικός εκλέχτηκε το 1930 έκτακτος επικουρικός καθηγητής Σεισμολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1937 τακτικός καθηγητής. Στην ουσία υπήρξε ο εισηγητής του κλάδου της σεισμολογίας στην Ελλάδα. Η έδρα αυτή δημιουργήθηκε κατόπιν εισήγησης των καθηγητών Δ. Αιγινήτου, Κ. Κτενά και Θ. Σκούφου και αφού είχαν προηγηθεί το 1928 οι καταστρεπτικοί σεισμοί της Κορίνθου, που ανέδειξαν πλήθος επιστημονικών και τεχνικών προβλημάτων. Ο Κρητικός ήταν ο μόνος υποψήφιος και ειδικός στο αντικείμενο και κατέστη έτσι ο πρώτος πανεπιστημιακός δάσκαλος σεισμολογίας στην Ελλάδα. Η μετεκπαίδευση του Κρητικού στη Γερμανία έγινε ακριβώς πάνω στον τομέα αυτό. Συγκεκριμένα, το 1922 αναχώρησε για τη Γερμανία όπου εργάστηκε επί διετία στο Γεωφυσικό Ινστιτούτο του Γκέτινγκεν κοντά στον καθηγητή, και έναν από τους δημιουργούς της νεότερης σεισμολογίας, Ε. Βίχερτ (E. Wiechert), και στη συνέχεια στο Αμβούργο στο Ινστιτούτο Θαλασσίων Ερευνών (Deutsche Seewarte) κοντά στους καθηγητές Α. Βέγκενερ (A. Wegener) και Ε. Χάιντκε (E. Heidke). Το 1929, εξάλλου, μετέβη και πάλι στη Γερμανία και έλαβε μέρος στις εργασίες του Κρατικού Ινστιτούτου Σεισμικών Ερευνών της Ιένας, το οποίο βρισκόταν τότε υπό την καθοδήγηση του διάσημου γεωφυσικού Ο. Χέκερ (O. Hecker).26Να σημειωθεί ότι ο Ν. Κρητικός, γεννηθείς στον Πειραιά, ήταν απόφοιτος του Φυσικού Τμήματος της τότε Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1908) ενώ το 1910 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα. Από το 1907 υπηρετούσε ως άμισθος βοηθός του Εργαστηρίου Θεωρητικής Φυσικής του πανεπιστημίου και από το 1909 ως έμμισθος. Το 1912, κατόπιν διαγωνισμού, προσλήφθηκε βοηθός στο Αστρονομικό Εργαστήριο του πανεπιστημίου. Το 1917 διορίστηκε επιμελητής του ίδιου Εργαστηρίου, όπου παρέμεινε μέχρι το 1920, οπότε, αφού προήχθη σε έκτακτο σεισμολόγο, κατέλαβε «την το πρώτον τότε δημιουργηθείσα θέση του προϊσταμένου του Γεωδυναμικού Τμήματος του Αστεροσκοπείου». Το 1929 προήχθη σε τακτικό σεισμολόγο. Φυσικά είχε συγγράψει πλήθος άρθρων και μελετών, τα οποία αναλύονται διεξοδικά στον ειδικό τόμο τον οποίο κυκλοφόρησαν φίλοι και συνάδελφοί του το έτος 1944 με αφορμή τη συμπλήρωση της 35ετούς υπηρεσίας του (Ν. Α. Κρητικός, Επιστημονική Τριακονταπενταετηρίς, 1944).27Να σημειωθεί ότι στον ατομικό του φάκελο, που φυλάσσεται στο Αρχείο του ΓΠΑ, εκθειάζεται σε επικήδειο που εκφώνησε ο Αντισυνταγματάρχης Γ. Ανδρουλάκης η επί τριετία ενεργή δράση του στην Κατοχή (είχε εγκαταστήσει ασύρματο στο εργαστήριό του και έδινε πληροφορίες στους συμμάχους) ενώ, όπως αναφέρει, δεν δέχτηκε καμιά τιμή ή μετάλλιο για αυτές τις υπηρεσίες.

    Μικρότερη σε διάρκεια ήταν η μετεκπαίδευση του καθηγητή Γεωλογίας και Ορυκτολογίας Γεωργίου Βορεάδη (θητεία στην ΑΓΣΑ από το 1949 έως το 1960), αλλά καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξή του.28Η διετής μετεκπαίδευση του Γ. Βορεάδη, τα έτη 1933 και 1934, έγινε στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Βιέννης με θέμα τα γεωτεκτονικά προβλήματα της Αλπικής Ευρώπης και σε ζητήματα κοιτασματολογίας με υποτροφία του Υπ. Εθνικής Οικονομίας. Να σημειωθεί ότι πρόκειται ουσιαστικά για μεταδιδακτορική ειδίκευση, αφού είχε ήδη λάβει το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια αναγορεύτηκε υφηγητής Γεωλογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών (1937) και στο ΕΜΠ (1945), όπου εκλέχτηκε και καθηγητής το 1948 της εκτάκτου έδρας της Κοιτασματολογίας και της Εφηρμοσμένης Γεωλογίας. Τέλος, το 1949 διορίστηκε τακτικός καθηγητής της με επιμίσθιο ή με επίδομα έδρας της Ορυκτολογίας και Γεωλογίας στην ΑΓΣΑ (όπου ήταν επιμελητής από το 1931). Να σημειωθεί ότι ο Βορεάδης διαδέχτηκε στην έδρα και στη Σχολή τον καθηγητή και ακαδημαϊκό Γεώργιο Γεωργαλά, όταν ο τελευταίος αποπέμφθηκε από όλες τις θέσεις που κατείχε εξαιτίας της συμμετοχής του στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ) της οποίας διετέλεσε Πρόεδρος (Παναγιωτόπουλος, 2004, 195-198). Διπλωματούχος Χημικός Μηχανικός του ΕΜΠ (1927) ήταν και ο καθηγητής Γεωργικής και κατόπιν Γενικής Χημείας Χριστόφορος Βασιλειάδης. Ο Χ. Βασιλειάδης καταγόταν από τους Κωνσταντίνους Μεσσηνίας, ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο Βερολίνου, με υποτροφία του ΕΜΠ. Στο Βερολίνο παρέμεινε για τρία χρόνια και έλαβε το 1941 το διδακτορικό του στη Γεωργική Χημεία από την Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Η πορεία του στη συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή και αναμενόμενη.29Εκλέχτηκε υφηγητής στο ΕΜΠ το 1944. Υπηρέτησε σε διάφορες βαθμίδες μέχρι και τον βαθμό του τμηματάρχη στο Κεντρικό Εδαφολογικό Εργαστήριο Αθηνών (το πρώην Γεωπονικό Χημείο που ίδρυσε ο επίσης καθηγητής Γεωργικής Χημείας στην ΑΓΣΑ Φ. Παλιατσέας) του Υπ. Γεωργίας από το 1931 μέχρι το 1954. Το 1949 εκλέχτηκε έκτακτος επί τριετή θητεία καθηγητής της επί μισθώ έδρας Γεωργικής Χημείας, διατηρώντας ταυτόχρονα τη θέση του επιμελητή στο Κεντρικό Εδαφολογικό Εργαστήριο Αθηνών. Τέλος, το 1953 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής Γενικής Χημείας, ανέλαβε από το 1954 και αποχώρησε λόγω ηλικίας τον Αύγουστο 1971. Από το Χημικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών αποφοίτησε το 1920 και ο μετέπειτα καθηγητής Γεωργικών Βιομηχανιών Νικόλαος Πολυμενάκος, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα και ο πατέρας του ήταν στρατηγός. Δεν ακολούθησε οργανωμένες μεταπτυχιακές σπουδές, αλλά κάποιες ειδικεύσεις, αρκετά συνηθισμένες την εποχή εκείνη, στη Γερμανία και τη Γαλλία. Συγκεκριμένα, στη Γερμανία μετέβη το 1923 όπου παρακολούθησε επί διετία μαθήματα Γενικής Χημείας στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου, ειδικευθείς στη χημεία τροφίμων,30Να σημειωθεί ότι το 1923 ίδρυσαν χημικό οινολογικό εργαστήριο στην Αθήνα, από κοινού με τον Β. Κουρτάκη, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το 1935. ενώ στο Πανεπιστήμιο της Ντιζόν ειδικεύτηκε στις Γεωργικές Βιομηχανίες και ειδικότερα στην Οινοποιία. Το διδακτορικό του το έλαβε το 1937 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.31Αξίζει να ανατρέξει κανείς στην πλούσια σταδιοδρομία του για να πάρει μια εικόνα από τη συγκρότηση μιας σειράς παραγωγικών κλάδων στη χώρα μας. Μετά την επιστροφή του από το εξωτερικό, ανέλαβε την τεχνική διεύθυνση του Εργοστασίου Τεχνητής Μετάξης (ΕΤΜΑ). Το 1935 προσλήφθηκε ως έκτακτος και στη συνέχεια μόνιμος επιμελητής του Εργαστηρίου Γενικής Χημείας της ΑΓΣΑ και διατήρησε τη θέση αυτή μέχρι την κατάργηση της Σχολής το 1937 από το καθεστώς Μεταξά. Το 1937 διορίστηκε Χημικός στο Ινστιτούτο Οίνου και Αμπέλου του Υπ. Γεωργίας. Το 1937 αναγορεύτηκε διδάκτορας των Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επιπλέον, διατηρούσε τη θέση του Χημικού και κατόπιν του τεχνικού υποδιευθυντή του Εργοστασίου της Ανωνύμου Εταιρίας Τεχνητής Μετάξης (1928-1936). Το 1944 επανήλθε με μετάταξη στην ΑΓΣΑ και τον ίδιο χρόνο διορίστηκε υφηγητής της Γενικής Χημείας. Εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της επί μισθώ έδρας Γεωργικών Βιομηχανιών το 1951 και αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίας το 1968, ενώ είχε διατελέσει δύο φορές πρύτανης, το έτος 1960-1961 και το 1966-1967.

    Διευρυμένη αναπαραγωγή

    Από τα παραπάνω συνάγεται εύκολα, θεωρώ, ότι πρωτίστως στις τεχνικές σχολές και στα πολυτεχνεία της Γερμανίας μετεκπαιδεύονται κυρίως κατά τον Μεσοπόλεμο όσοι προέρχονται από αντίστοιχα πανεπιστήμια και σχολές (τη Φυσικομαθηματική Σχολή και το Πολυτεχνείο στην προκειμένη περίπτωση) και σε κλάδους όπως η μηχανολογία, οι γεωργικές κατασκευές, η γεωργική υδραυλική, η γεωλογία και η ορυκτολογία, τα ανώτερα μαθηματικά, αλλά ακόμη και ιδιαίτεροι κλάδοι της φυσικής, όπως ήταν η γεωφυσική, η σεισμολογία ή η συστηματική βοτανική. Ο κλάδος αυτός, της συστηματικής βοτανικής, ενδιαφέρει το θέμα μας και από μια άλλη σκοπιά, καθώς συνδέεται και φωτίζει (εγκαινιάζοντας στην ουσία) τους μηχανισμούς ενδογενούς αναπαραγωγής της ΑΓΣΑ, που δίνουν τον τόνο στη μεταπολεμική, κυρίως, περίοδο. Πρόκειται για την περίπτωση του Σπυρίδωνα Μαλακατέ, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα και φοίτησε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Φυσικών Επιστημών) απ’ όπου έλαβε το πτυχίο του το 1909. Ο Μαλακατές μετέβη με υποτροφία του κράτους για ειδικές σπουδές στη Γερμανία, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, από το 1922 μέχρι το 1924, έπειτα από προτροπή του καθηγητή που κατείχε την έδρα της Βοτανικής στην ΑΓΣΑ, Νικολάου Μοντεσάντου, και ενώ ήταν ήδη επιμελητής Γεωργικής Φυτοπαθολογίας και Βοτανικής στην ΑΓΣΑ από το 1921.32Ο Σπ. Μαλακατές ήταν επίσης από το 1917 έως το 1922 επιμελητής του Εργαστηρίου Ζωολογίας του Παν. Αθηνών, καθώς και επιμελητής του Εργαστηρίου Φυσικής του Πολυτεχνείου Αθηνών από το 1918 έως το 1920. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό της στήριξης αυτής της μετεκπαίδευσης, το οποίο μας βοηθάει να αντιληφθούμε τον τρόπο συγκρότησης των επιστημονικών κλάδων και ειδικεύσεων στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο. Συγκεκριμένα, ο καθηγητής Ν. Μοντεσάντος προτρέπει τη Σχολή να συναινέσει στη μετεκπαίδευση του Σ. Μαλακατέ «ίνα ειδικοποιηθεί εις τον κλάδον τούτον της Βοτανικής παρά τω εν Μονάχω καθηγητή» καθώς διαπιστώνει «μεγίστη έλλειψις» σχετικών επιστημόνων.33Ο Ν. Μοντεσάντος στην αίτησή του για τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας στον επιμελητή Σπ. Μαλακατέ, που περιέχεται στον υπηρεσιακό φάκελο του τελευταίου, επισημαίνει ότι «υπάρχει μεγίστη έλλειψις παρ’ ημίν επιστημόνων ειδικώς ασχοληθέντων εις την συστηματικήν Βοτανικήν». Αναγνωρίζει ότι υπάρχει ο παλιός επιμελητής Δ. Δημάδης, αλλά λόγω «πολλαπλών ασχολιών του […] αλλά προ παντός λόγω της ηλικίας του δεν θα δυνηθή να παρέχη επί μακρόν τας υπηρεσίας του» και για τον λόγο αυτόν προτείνει να αποσταλεί στο Μόναχο ο Μαλακατές για να ειδικευτεί (Ιστορικό Αρχείο ΓΠΑ, προσωπικός φάκελος Σπ. Μαλακατέ, 10.12.1921). Ο Μαλακατές, επανερχόμενος από το Μόναχο, αναγορεύτηκε το 1927 διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ τον Μάιο του 1929 εκλέχτηκε καθηγητής Συστηματικής Βοτανικής στην ΑΓΣΑ, λίγο αφότου ο Μοντεσάντος αποχώρησε από τη Σχολή καθώς εκλέχτηκε καθηγητής στη Γεωπονοδασολογική Σχολή του νεοσύστατου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.34Αρχικά εκλέχτηκε έκτακτος επί τριετή θητεία καθηγητής και επανεκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής με επιμίσθιο το 1933. Το 1943 διορίστηκε (επειδή διετέλεσε πάνω από πέντε έτη έκτακτος, καθώς αναφέρει το διάταγμα του διορισμού) τακτικός καθηγητής επί μισθώ της έδρας Συστηματικής Βοτανικής από της ανασυστάσεως της Σχολής το 1943 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1950.

    Η ακόλουθη περίπτωση του Περικλή Καλαϊσάκη αφορά την επόμενη περίοδο (1961-82) και είναι χαρακτηριστική για δύο λόγους: Πρώτον διότι συνεχίζει την παράδοση των σπουδών στη Γερμανία σε κλάδους της γεωπονίας όπως η ζωοτεχνία και η διατροφή ζώων, δεύτερον διότι η περίπτωση Καλαϊσάκη σηματοδοτεί κατεξοχήν την πρακτική που μόλις αναλύσαμε, της ενδογενούς και διευρυμένης αναπαραγωγής με τη συμμετοχή του καθηγητικού σώματος. Με άλλα λόγια, την πρακτική του να ενθαρρύνει και να υποστηρίζει η Σχολή την εξειδίκευση στο εξωτερικό επιστημόνων που προέρχονται από το ίδιο το προσωπικό της στο πλαίσιο μιας διαδικασίας διευρυμένης εσωτερικής αναπαραγωγής (Παναγιωτόπουλος, 2004, 147, 254-257). Και αυτή είναι μια κίνηση η οποία απαντάται και σε άλλους κλάδους την ίδια περίοδο. Ο Π. Καλαϊσάκης αποτελεί μία ακόμη εμβληματική μορφή του γεωπονικού κλάδου της μεταπολεμικής γενιάς καθηγητών.35Ο Καλαϊσάκης διορίστηκε αρχικά βοηθός στην έδρα Ζωοτεχνίας της ΑΓΣΑ (1944). Διδάκτωρ της ΑΓΣΑ (1949) και επιμελητής του Εργαστηρίου Ζωοτεχνίας της ΑΓΣΑ (1951).Υφηγητής της ΑΓΣΑ (1958), καθηγητής (1965-1986) στην Έδρα της Θεωρητικής και Εφηρμοσμένης Διατροφής Ζώων και πρύτανης (1975-76). Σπουδαίο ρόλο έπαιξε στην υλοποίηση των σχεδίων ανέγερσης του κτιριακού συγκροτήματος της Ζωοτεχνίας στις εγκαταστάσεις του ΓΠΑ. Εκλέχτηκε και διετέλεσε καθηγητής Θεωρητικής και Εφαρμοσμένης Διατροφής των Ζώων για ένα μεγάλο διάστημα (1965-1985), συνεχίζοντας κατά κάποιον τρόπο την ισχυρή παράδοση που εγκαινίασε στον κλάδο αυτό ο Ιωάννης Δημακόπουλος. Ο Καλαϊσάκης μετεκπαιδεύεται στη Διατροφή των Ζώων και ειδικότερα στη Φυσιολογία Θρέψης στα πανεπιστήμια του Γκέτινγκεν και Χόχενχαϊμ (Hohenheim) το διάστημα 1951-1956. Η μετεκπαίδευση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με τα σημερινά δεδομένα ως μεταδιδακτορική καθώς είχε ήδη λάβει το διδακτορικό του το 1949 από την ΑΓΣΑ (και το βασικό πτυχίο του δέκα χρόνια νωρίτερα από τη Γεωπονοδασολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) και ενώ ήταν επίσης επιμελητής της ΑΓΣΑ από το 1951. Χαρακτηριστική, όμως, είναι και η περίπτωση του άλλου μετεκπαιδευόμενου μεταπολεμικά σε έναν κλάδο στον οποίο σταθερά «προσέφευγαν» στα πανεπιστήμια της Ευρώπης, και ιδίως της Γερμανίας. Πρόκειται για τον Γεώργιο Πασιόκα, ο οποίος αποφοίτησε από την Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών το 1953.36Πατέρας του ήταν ο Χρήστος Πασιόκας που σπούδασε στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νεαπόλεως Ιταλίας (1909), απ’ όπου έλαβε και το διδακτορικό του. Διορίστηκε το 1911 Νομοκτηνίατρος Ιωαννίνων και στη συνέχεια Νομοκτηνίατρος Αττικοβοιωτίας (1915). Το 1918 τοποθετήθηκε στη θέση του Προϊσταμένου της Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας και το 1920 στη θέση του διευθυντή, όπου παρέμεινε για μια εικοσαετία περίπου. Το 1920 διορίστηκε καθηγητής Ανατομίας, Φυσιολογίας, Υγιεινής Αγροτικών Ζώων και στοιχείων Κτηνιατρικής στην ΑΓΣΑ και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 1958. Ακολούθως, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης και αναγορεύτηκε διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών από το ίδιο πανεπιστήμιο το 1957. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αναγορεύεται υφηγητής της έδρας της Πολιτικής Οικονομίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών (1961) και έναν χρόνο αργότερα εκλέγεται καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας από όπου θα αποχωρήσει συνταξιούχος πια το 1984.37Η διδακτορική διατριβή του είχε τον τίτλο «Diebeschaftiguns politikals Konjunkturpolitik»: «Η πολιτική της απασχολήσεως ως πολιτική της οικονομικής συγκυρίας», ενώ η υφηγεσία του «Δυναμική ισορροπία και οικονομικαί διακυμάνσεις». Η περίπτωση του Γ. Πασιόκα υποδηλώνει μια πιο ομαλή και προβλέψιμη διαδικασία πλήρωσης μιας έδρας συνδυάζοντας τα υψηλά ακαδημαϊκά κριτήρια με αυτά της διευρυμένης αναπαραγωγής που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τις εκλογές του ακαδημαϊκού προσωπικού στην ΑΓΣΑ την περίοδο αυτή.38Να σημειώσουμε, τέλος, και την ενδιαφέρουσα περίπτωση του καθηγητή Γεωλογίας και Ορυκτολογίας Ηλία Παρασκευαΐδη, με σπουδές στην Ελλάδα και τη Γαλλία, ο οποίος έλαβε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου το 1940 και διετέλεσε για μικρό διάστημα καθηγητής στην ΑΓΣΑ (1965-1968). Ουσιαστικά διαδέχτηκε στην έδρα τον Γ. Βορεάδη, ενώ τον ίδιο διαδέχτηκε το 1969 η πρώτη γυναίκα που κατέλαβε καθηγητική έδρα στην ΑΓΣΑ, η Ελευθερία Δάβη, με σπουδές στην Αθήνα, τη Γενεύη και τη Ζυρίχη. Το παράδειγμα του Γ. Πασιόκα μας οδηγεί σε μία ακόμη διαπίστωση. Η απόκτηση διδακτορικού διπλώματος σε μια ξένη χώρα όπως η Γερμανία ήταν μια πιο σύνθετη και επίπονη διαδικασία που απαιτούσε μακροχρόνια παραμονή και προσαρμογή, καθώς και μεγαλύτερη εξοικείωση και συνάφεια με την επιστημονική κοινότητα του εξωτερικού. Επιπλέον, απαιτούσε ισχυρή ή, πάντως, επαρκή χρηματοδότηση και εξίσου σημαντικά, αν όχι ισχυρά, μορφωτικά προαπαιτούμενα. Πιθανόν για όλους αυτούς τους λόγους η απόκτηση διδακτορικού από πανεπιστημιακό ίδρυμα της αλλοδαπής ήταν εξαιρετικά περιορισμένη την πρώτη περίοδο. Πολύ περισσότερο, αφού ακόμη και η ολιγόχρονη και, συνήθως, επιδοτούμενη απόκτηση ενός απλού πτυχίου ή μεταπτυχιακού τίτλου ειδίκευσης στο εξωτερικό αποτελούσε αναγκαίο, αλλά και επαρκές, εφόδιο για μια ευδόκιμη σταδιοδρομία στο εσωτερικό.

    Έτσι, όπως αποτυπώνεται και στους Πίνακες 4 και 6, οι καθηγητές (κάτοχοι διδακτορικού τίτλου στην πλειοψηφία τους), και σε αντίθεση με την απλή μεταπτυχιακή ειδίκευση, προτιμούσαν τα ελληνικά πανεπιστήμια για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, ουσιαστικά το Πανεπιστήμιο Αθηνών, που χορηγούσε ανάλογα διπλώματα ήδη προπολεμικά, και λιγότερο την ΑΓΣΑ, η οποία αρχίζει να απονέμει διδακτορικούς τίτλους από το 1949 και εξής. Αυτό φαίνεται να ανατρέπεται τη δεύτερη περίοδο (1961-1982) προς όφελος πάντως των αγγλοσαξονικών πλέον πανεπιστημίων και λιγότερο των ευρωπαϊκών – και από αυτά ακόμη λιγότερο των γερμανικών. Γενικά, η διαπίστωση είναι ότι την πρώτη περίοδο όσοι είχαν σπουδάσει αποκλειστικά γεωπονία (γεωπόνοι ή γεωπόνοι μηχανικοί), σε κάποια αναγνωρισμένη γεωπονική σχολή του εξωτερικού, δεν ακολουθούσαν ιδιαίτερες μεταπτυχιακές σπουδές, αφού εισέρχονταν κατευθείαν στην παραγωγική διαδικασία, στον δημοσιοϋπαλληλικό στίβο ή στον ακαδημαϊκό χώρο. Από την άλλη, όσοι έχουν σπουδάσει σε ελληνικό πανεπιστήμιο φυσικές ή νομικές επιστήμες, ή ήταν μηχανικοί και μηχανολόγοι του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ακολουθούν στο σύνολό τους σχεδόν μεταπτυχιακές σπουδές σε κάποια χώρα του εξωτερικού, κυρίως τη Γερμανία, ή εκπονούν διδακτορική διατριβή στην Ελλάδα ή σε κάποιες περιπτώσεις και τα δύο. Αντίθετα, τη δεύτερη περίοδο, και σχεδόν ανεξάρτητα από τον κλάδο από τον οποίο προέρχονται, παρατηρείται μια σημαντική αύξηση της μεταπτυχιακής εξειδίκευσης. Επίσης, ανατρέπεται σε σημαντικό βαθμό η τάση της ειδίκευσης στο εξωτερικό και κατόπιν της λήψης διδακτορικού τίτλου από τα ελληνικά πανεπιστήμια. Αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί με μια γενικότερη διαπίστωση που παρατηρείται, την υποχώρηση της «προσφυγής» στις σχολές του εξωτερικού για βασικές σπουδές και την προτίμηση αυτών για μεταπτυχιακές. Το γεγονός αυτό δηλώνει την απαρχή μιας περισσότερο γόνιμης και διαρκούς συνεργασίας με τα ιδρύματα και την πανεπιστημιακή κοινότητα του εξωτερικού, κάτι που οδήγησε σταδιακά στην απρόσκοπτη πρόσληψη των νέων επιστημονικών δεδομένων, στη διεύρυνση της ερευνητικής και επιστημονικής συνεργασίας, αλλά και στην αναβάθμιση του επιπέδου σπουδών στο εσωτερικό. Από την άποψη αυτή, δεν είναι τυχαίο το φαινόμενο της αύξησης του ποσοστού των καθηγητών που κατέχει και τα δύο (μεταπτυχιακή ειδίκευση και διδακτορικό δίπλωμα).39Επίσης, δύο από τους καθηγητές της περιόδου κατείχαν και δεύτερο διδακτορικό. Ο ένας ήταν ο καθηγητής Συγκριτικής Γεωργίας και Γεωργικών Εφαρμογών Αλέξανδρος Φαρδής (τη δεκαετία του 1940 από τη Γαλλία), ενώ η άλλη ήταν η πρώτη γυναίκα που εκλέχτηκε στην ανώτερη βαθμίδα ως καθηγήτρια Ορυκτολογίας και Γεωλογίας Ελευθερία Δάβη (από το πανεπιστήμιο Αθηνών το 1950 και το πανεπιστήμιο της Ζυρίχης το 1955).
     
    Πίνακας 6: ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΑΓΣΑ ΜΕ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ


    Πηγή: Αρχείο Γ.Π.Α. Βάση Δεδομένων – Βιογραφικά καθηγητών

    Επομένως, δύο είναι τα στοιχεία που διακρίνουν τους καθηγητές που εισέρχονται στη Σχολή μετά το 1950 και επιδρούν στο σύνολο, θα λέγαμε, των καθηγητών της περιόδου μετά το 1960: α) ανώτερη μεταπτυχιακή κατάρτιση που συνεπαγόταν ευρύτερη συνάφεια με την επιστημονική κοινότητα του εξωτερικού και εξοικείωση με τα ζητήματα που απασχολούσαν ευρύτερα τον επιστημονικό τους κλάδο και β) σταδιακή ενσωμάτωση και αφομοίωση επιστημονικών μεθόδων και θεμάτων τα οποία προσέγγιζαν τα διεθνή πρότυπα. Γενικότερα, παρατηρείται μια αύξηση της κινητικότητας όσον αφορά τις μεταπτυχιακές σπουδές των καθηγητών με αποτέλεσμα την ενίσχυση και την επικράτηση ενός εξελιγμένου ακαδημαϊκού προτύπου. Έχουμε να κάνουμε με μια αρκετά ασυνήθιστη «υπερεκπαίδευση» που φαίνεται να μεταβάλλει σταδιακά το προφίλ των ίδιων των καθηγητών και της Σχολής, απομακρύνοντάς τους από το προηγούμενο πρότυπο, από την απότομη, δηλαδή, αποκοπή τους από το επιστημονικό περιβάλλον του εξωτερικού, τη μεταφορά στο εσωτερικό των επιστημονικών δεδομένων, όπως αυτά είχαν αποτυπωθεί σε μια δεδομένη στιγμή, και ακολούθως την προσαρμογή τους στην ελληνική πραγματικότητα. Οι καθηγητές προσηλώνονταν στην επίλυση επειγόντων ζητημάτων που ανέκυπταν στο εσωτερικό, τα οποία ιδιαίτερα στον Μεσοπόλεμο ήταν μεγάλα και κρίσιμα (αγροτική μεταρρύθμιση, αποκατάσταση γηγενών και προσφύγων, αύξηση παραγωγής, καταπολέμηση ασθενειών κ.λπ.), και σε αυτά αφιέρωναν και το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας και του επιστημονικού τους βίου. Η μεγαλύτερη αφοσίωση στο καθαρά επιστημονικό και ερευνητικό έργο, που παρατηρείται τη δεύτερη περίοδο, θα έχει ποικίλες επιδράσεις στη φυσιογνωμία της Σχολής. Ο μεγάλος χαμένος από τις μεταπολεμικές αλλαγές είναι σίγουρα τα γερμανικά πανεπιστήμια και τα ιδρύματα αγροτικής ή μη έρευνας.

    Συμπεράσματα

    Διαπιστώσαμε ότι την πρώτη περίοδο (1920-1960) τα γερμανόφωνα ιδρύματα αποτελούν έναν σταθερό πόλο έλξης για σπουδές ανώτερου επιπέδου, κυρίως μεταπτυχιακές, ενώ η τάση αυτή μειώνεται και σχεδόν εξανεμίζεται τη δεύτερη περίοδο (1961-1982). Επιχειρώντας να ερμηνεύσουμε την προτίμηση αυτή, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οφειλόταν στην ακαταμάχητη γοητεία που ασκούσε η χώρα αυτή, ιδίως τον Μεσοπόλεμο, σε ορισμένους κλάδους, οι οποίοι ξέφευγαν από το κλασικό πρότυπο του γεωπόνου φυτικής κατεύθυνσης, το οποίο αναπαραγόταν κυρίως σε σχολές, ιδρύματα και ινστιτούτα της Γαλλίας ακόμη και τα μεταπολεμικά χρόνια. Η Γερμανία φαίνεται να προσελκύει επιστήμονες που επιθυμούν να σπουδάσουν και να ειδικευτούν σε τεχνικές/τεχνολογικές κατευθύνσεις, αλλά και οικονομικές και νομικές ειδικότητες, καθώς και κλάδους της ζωοτεχνίας. Η τάση αυτή ανιχνεύεται και στις σχέσεις και στις επαφές που διατηρούσαν με τον χώρο αυτό και μετά την εκλογή τους στη Γεωπονική Σχολή, π.χ. με τη συμμετοχή σε συνέδρια κ.λπ. Ακόμη διαφαίνεται μέσα και από τη συγκρότηση των εργαστηρίων και τον εργαστηριακό εξοπλισμό, όπως μπορούμε τουλάχιστον να ανιχνεύσουμε με μια πρώτη καταγραφή και αποτύπωση των συλλογών επιστημονικών οργάνων και εγχειριδίων,40Βλ. βάση δεδομένων Συλλογών Γεωργικού Μουσείου του ΓΠΑ (http://sylloges.mouseio.aua.gr/). η οποία χρειάζεται βέβαια περαιτέρω διερεύνηση και επεξεργασία.41Προκειμένου να διαπιστώσουμε αν και κατά πόσο, για παράδειγμα, οι αλλαγές αυτές απηχούν ευρύτερες επιδράσεις από την περίφημη χουμπολτιανή αρχή της ενότητας εκπαίδευσης και έρευνας, πράγμα όχι και τόσο αυτονόητο στην Ελλάδα ακόμη και στον προχωρημένο 20ό αιώνα, ή κατά πόσο η εμπειρία τους αυτή επηρέασε την εισαγωγή καινοτομιών που αποτελούσαν κοινό τόπο στα γερμανικά πανεπιστήμια, όπως η καθιέρωση γραπτής διατριβής, το σύστημα των σεμιναρίων κ.ο.κ. (Clark, 2006). Μεταπολεμικά η προτίμηση αυτή μειώνεται δραματικά. Την περίοδο αυτή συντελείται μια ανανέωση του καθηγητικού προσωπικού που συνδέεται με μια περισσότερο άμεση και γόνιμη επαφή με τα ιδρύματα του εξωτερικού, με σαφή πλέον προτίμηση προς αυτά του αγγλοσαξονικού χώρου. Η αλλαγή αυτή προετοιμάζεται και διαμορφώνεται την πρώτη μεταπολεμική περίοδο και συντελείται με ταχύτερους ρυθμούς στη δεκαετία του ’60 μετά και τη σταδιακή αποχώρηση της προπολεμικής γενιάς καθηγητών.42Μέχρι το 1961 θα αποχωρήσουν οι 16 από τους καθηγητές που είχαν διοριστεί ή εκλεγεί πριν το 1937, ενώ μόνο δύο από αυτούς θα παραμείνουν και στη δεκαετία του ’60, μέχρι και το 1968 που αποχωρεί και ο τελευταίος. Η νέα γενιά διδασκόντων διαθέτει, επίσης, αξιόλογη εργαστηριακή και ερευνητική εμπειρία. Η ανανέωση, που συντελείται υπό την επίδραση και καθοδήγηση των παλαιότερων ή των εναπομείναντων καθηγητών, είναι αργή αλλά σταθερή και συνυφαίνεται με τις αντιστάσεις που προβάλλουν οι τελευταίοι στη μετάβαση αυτή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, συντελείται ερήμην σχεδόν των γερμανικών πανεπιστημίων, η επίδραση και η επιρροή των οποίων φαίνεται να φθίνουν, και σε κάποιους τομείς να εξανεμίζονται τη μεταπολεμική περίοδο.

    Zusammenfassung

    Σκοπός του δοκιμίου είναι η εξέταση των σχέσεων, επιδράσεων και ανταλλαγών που ανέπτυξαν έλληνες επιστήμονες, γεωπόνοι ή μη, οι οποίοι σπούδασαν ή μετεκπαιδεύτηκαν στη Γερμανία από τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Στο πλαίσιο αυτό εξετάσαμε την επίδραση που άσκησε η παραμονή τους στο εξωτερικό, η μικρότερη ή μεγαλύτερη θητεία τους σε ιδρύματα της Γερμανίας, στη μετέπειτα σταδιοδρομία τους, τον τρόπο με τον οποίο η γνώση και η εμπειρία που αποκτήθηκαν στα γερμανόφωνα ιδρύματα επηρέασε την υιοθέτηση πρακτικών και νοοτροπιών, αλλά και τον αντίκτυπο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα σπουδών στο εσωτερικό. Όλα αυτά εντάχθηκαν σε μια συγκριτική προοπτική, τόσο σε σχέση με την προέλευση των βασικών τους σπουδών όσο και με αναφορές στη μετέπειτα πορεία και σταδιοδρομία τους. Επιπλέον, αναλύθηκε συγκριτικά η ομάδα των γερμανοσπουδαγμένων ή «γερμανόφιλων» επιστημόνων και καθηγητών σε σχέση με τις προτιμήσεις και τις επιστημονικές και ακαδημαϊκές τροχιές των υπολοίπων, οι οποίοι επιλέγουν να σπουδάσουν ή να μετεκπαιδευτούν σε άλλες χώρες και πανεπιστήμια του εξωτερικού. Βασική μας επιδίωξη ήταν να σκιαγραφήσουμε και να προσδιορίσουμε τα κριτήρια πίσω από αυτές τις επιλογές, αλλά και την έκταση, το εύρος και τη διάρκεια αυτών των σχέσεων, επιδράσεων και ανταλλαγών.

    Einzelnachweise

    • 1
      Να σημειώσουμε προκαταβολικά ότι η κατάταξη των καθηγητών στα δύο υποσύνολα έγινε με βάση την ημερομηνία εκλογής ή διορισμού τους στην ΑΓΣΑ.
    • 2
      Στο διάστημα αυτό περιλαμβάνεται και η εξάχρονη (1937-1943) κατάργηση και «εξορία» της ΑΓΣΑ στη Θεσσαλονίκη από το μεταξικό καθεστώς (Παναγιωτόπουλος, 2004˙ Panagiotopoulos-Carmona-Zabala, 2019).
    • 3
      Η πρόσληψη της νεοτερικότητας που κάνει την εμφάνισή της από το Μεσοπόλεμο οδηγεί στη σύζευξη επιστήμης και τεχνολογίας. (Μπογιατζής, 2013, 140-148).
    • 4
      Να σημειωθεί ότι όλα τα στοιχεία έχουν αντληθεί από το Αρχείο του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΑΓΠΑ), ταξινομημένο από τον συγγραφέα. Ο ίδιος συνέταξε και τις αντίστοιχες βάσεις δεδομένων (βιογραφικά καθηγητών, διδάκτορες και υφηγητές, εκλογές παλαιών εδρών, βάση δεδομένων φοιτητών: εισακτέοι/απόφοιτοι). Οι πίνακες αντίστοιχα περιέχουν επεξεργασμένα στοιχεία των βάσεων αυτών.
    • 5
      Η διαπίστωση ισχύει για το σύνολο σχεδόν των γεωπόνων που αποφοίτησαν από κάποια σχολή του εξωτερικού τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα. Για το ίδιο θέμα, βλ. και τον Κατάλογο Γεωπόνων του 19ου αιώνα (Καλλιβρετάκης, 1990, 146-148). Για το Ινστιτούτο του Gembloux, βλ. αναλυτικό Κατάλογο Αποφοίτων 1861-1909 (Gembloux, 1910, 232-254).
    • 6
      Η φυτική και ζωική παραγωγή αποτελούσαν βασικούς άξονες σπουδών στην ΑΓΣΑ καθ’ όλη την περίοδο που μελετάμε στο κείμενο αυτό.
    • 7
      Ο Ι. Δαλιέτος απολύθηκε με Βασιλικό Διάταγμα (ΒΔ) στις 23/05/1923, επειδή κρίθηκε «ως μη ειδικός, μηδενός άλλου λόγου συντρέχοντος». Είχε διοριστεί στη θέση του Κων/ου Καλούδη, ο οποίος τον διαδέχτηκε μάλιστα στη θέση μετά την απομάκρυνσή του. Η απόλυσή του ενδεχομένως οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, πράγμα όχι σπάνιο την περίοδο εκείνη, αλλά επ’ αυτού δεν διαθέτουμε περισσότερα στοιχεία.
    • 8
      Ή «αγρονόμοι-μηχανικοί», όπως ήταν τότε ο τρέχων όρος. Αυτοί προτιμούσαν ιδίως το Αγρονομικό Ινστιτούτο Gembloux στο Βέλγιο, όπου σπούδασαν σπουδαίοι γεωπόνοι και καθηγητές της ΑΓΣΑ, όπως ο Σταύρος Παπανδρέου, ο Γεράσιμος Μολφέτας, ο Ιωάννης Κοκκώνης, ο Επαμεινώνδας Κυπριάδης, ο Νικόλαος Χριστοδούλου, ο Κωνσταντίνος Ισαακίδης, ή ακόμη ο Ιωάννης Παπαδάκης και ο Πέτρος Καναγκίνης που συνδέονται με τη Σχολή (Παναγιωτόπουλος, 2013, 39-46).
    • 9
      Εκτός από δύο καθηγητές που απέκτησαν διδακτορικό δίπλωμα στο εξωτερικό, ακόμη δύο που έλαβαν διδακτορικό από σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών (ο ένας μάλιστα ενόσω ήταν ήδη καθηγητής στην ΑΓΣΑ) και τέσσερις ακόμη που ακολούθησαν κάποια ειδίκευση στο εξωτερικό.
    • 10
      Γενικά, μεταπολεμικά αυξάνουν οι επαφές και οι συνεργασίες των καθηγητών με αγγλικά και αμερικανικά, ιδίως, ιδρύματα και οργανισμούς (Κριμπάς, 1993, 169-183, 186-223). Από την άλλη, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, «αδειάζουν» και τα γερμανικά πανεπιστήμια εξαιτίας της ανόδου του ναζισμού, που θα έχει ως επίπτωση και την πτώση της ποιότητας των γερμανικών πανεπιστημίων, ενώ ο βασικός ωφελημένος θα είναι τα αμερικανικά πανεπιστήμια (Paulus, 2002, 241-253).
    • 11
      Συγκεκριμένα, 14 καθηγητές της πρώτης περιόδου και 26 της δεύτερης σπούδασαν στο εξωτερικό με υποτροφία. Οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται σε όσους κατάφερα να εντοπίσω και γνωρίζω θετικά τον φορέα της υποτροφίας και, επομένως, δεν αποκλείεται να είναι περισσότεροι. Την πρώτη περίοδο, ως φορέας, αναφέρεται άλλοτε γενικά το «ελληνικό κράτος» ή η «ελληνική Κυβέρνηση» (πέντε περιπτώσεις), και άλλοτε, συγκεκριμένα, το Υπ. Γεωργίας (τρεις) ή το Υπ. Εθνικής Οικονομίας (μία), το Πολυτεχνείο (τρεις), το Πανεπιστήμιο Αθηνών (μία) ή το ίδρυμα Ροκφέλερ (μία). Να σημειωθεί ότι το Ι.Κ.Υ., που αποτελεί τον βασικό (και μαζικότερο) φορέα χορήγησης υποτροφιών τη δεύτερη περίοδο, ιδρύθηκε το 1951. Έτσι, την περίοδο 1961-1982 ως φορέας υποτροφίας αναφέρεται το Ι.Κ.Υ. (δέκα υποτροφίες), το Υπ. Γεωργίας (δύο υποτροφίες), η ΑΤΕ (μία υποτροφία) ή διάφορα ξένα πανεπιστήμια ή κυβερνήσεις, καθώς και διάφορα κληροδοτήματα (14 υποτροφίες). Συχνή, τέλος, ήταν η χορήγηση υποτροφίας για βασικές σπουδές, κάτι που ίσχυε σε μεγάλο βαθμό για τους καθηγητές της πρώτης γενιάς, κυρίως για σπουδές γεωπονίας. Κάποιες φορές, μάλιστα, οι βασικές σπουδές παρατείνονταν για να περιλάβουν και τη μεταπτυχιακή ειδίκευση.
    • 12
      Σε αυτούς, όπως ήδη αναφέραμε, θα πρέπει να προστεθεί και ο Γ. Νικολίτσας, ο οποίος, αν και εκλέχτηκε στην ΑΓΣΑ το 1964, είχε σπουδάσει στη Γερμανία στον Μεσοπόλεμο.
    • 13
      Το έργο αυτό κυκλοφόρησε σε βελτιωμένη έκδοση το 1913 και σε τελική το 1918 (Ιασεμίδης, 1918).
    • 14
      Την ίδια περίοδο συστάθηκε στο Υπουργείο ειδική υπηρεσία Γεωργικής Οικονομίας στην οποία τέθηκε επικεφαλής. Το 1925 διορίζεται στη θέση του Διευθυντού Γεωργίας απ’ όπου επιτυγχάνει τη σύσταση Ταμείων Πρόνοιας της Παραγωγής, Γραφείου Προστασίας Καπνού, Ταμείου Προστασίας της Κτηνοτροφίας, Αλληλοασφαλιστικών Συνεταιρισμών και του Κεντρικού Ταμείου Ασφαλείας κατά Χαλάζης και Παγετών. Εισηγήθηκε επίσης τους νόμους «περί γεωργικού ενεχυρογράφου» και τον νόμο «περί πλασματικού ενεχύρου καπνού». Τέλος με δική του εισήγηση εκδόθηκε το νομοθετικό διάταγμα (Ν.Δ.) της 12ης Ιανουαρίου 1926 «περί ιδρύσεως Γεωργικών Τραπεζών», καθώς και τα Ν.Δ. «περί ειδικών Ταμείων Προνοίας, Αμύνης και Ασφαλείας Παραγωγής».
    • 15
      Ο Γ. Παμπούκας ήταν κατά βάση πολιτικό πρόσωπο που ανήκε στον συντηρητικό χώρο. Γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας το 1890 και ο πατέρας του ήταν δικαστικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία (δεν γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία). Ήταν δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω από το 1922, ενώ διετέλεσε νομικός σύμβουλος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) από το 1926 μέχρι το 1931. Διετέλεσε, επίσης, Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Γεωργίας από το 1932 μέχρι το 1935 και το 1936 εκλέχτηκε βουλευτής Αργολικορινθίας του Λαϊκού Κόμματος. Τέλος, Επίτροπος του Υπουργού Οικονομικών στο Υπ. Γεωργίας (1942) και Υπηρεσιακός Υφυπουργός Γεωργίας (1943-44). Μεταπολεμικά έλαβε επανειλημμένα μέρος στις εκλογές είτε ως ανεξάρτητος με το δικό του Λαϊκό Αγροτικό Κόμμα, που ίδρυσε το 1946, είτε συνεργαζόμενος και κατάφερε να εκλεγεί δύο φορές βουλευτής με τον Ελληνικό Συναγερμό του Αλ. Παπάγου (1951 και 1952). Απεβίωσε το 1976.
    • 16
      Ο Γ. Παμπούκας διορίστηκε στην ουσία τακτικός έμμισθος καθηγητής Γεωργικής και Συνεταιριστικής Οικονομίας και Αγροτικής Πολιτικής στη διάρκεια της Κατοχής [με το διάταγμα της 7ης Οκτωβρίου 1943 (ΦΕΚ 262/8-10-1943) σε εκτέλεση του νόμου 672/1943, στην ουσία με απόφαση του Προέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Γεωργίας Ι. Ράλλη]. Το 1946, με βάση τον Α.Ν. 632/1945, έγινε η προκήρυξη της έδρας, διότι διορίστηκε χωρίς κανονική εκλογή κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Εκλέχτηκε το 1946 τακτικός καθηγητής και θα παραμείνει στη θέση αυτή μέχρι την παραίτησή του το 1951, λόγω της εκλογής του στο βουλευτικό αξίωμα.
    • 17
      Για την εισαγωγή και πρόσληψη ιδεών στην Ελλάδα τον Μεσοπόλεμο και την ενσωμάτωσή τους σε εκσυγχρονιστικές πρακτικές και αντιλήψεις (Κύρτσης 1996, 138-149· Ψαλιδόπουλος, 2013).
    • 18
      Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι στην κατοχή της έδρας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών εναλλάσσονταν με τον ένθερμο εθνικιστή και κατεξοχήν εκπρόσωπο του πολιτικού ανορθολογισμού στην Ελλάδα Νεοκλή Καζάζη (Θεοχαράκης, 2018, 492-493). Για τους «από καθέδρας σοσιαλιστές» (Kathedersozialisten) (Κύρτσης, 1988, 67-71).
    • 19
      Ο Νικόλαος Γουναράκης (1853-1931) γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε αρχικά στη Νομική Σχολή Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη, το Μόναχο και τη Λειψία. Επιστρέφοντας από τη Γερμανία, διορίστηκε το 1876 πρόεδρος Πρωτοδικών και έπειτα από λίγο παραιτήθηκε για να δικηγορήσει αρχικά στο Μεσολόγγι και κατόπιν στην Αθήνα. Το 1882 διορίστηκε υφηγητής και στη συνέχεια καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Απολύθηκε σχεδόν αμέσως για πολιτικούς λόγους. Στράφηκε στην πολιτική και εκλέχτηκε βουλευτής Αττικής τρεις φορές (1899, 1902, 1905). Διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών στην Κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη και για μικρό χρονικό διάστημα (16/12/1904 -12/06/1905), αναλαμβάνοντας για λίγες μέρες (μετά τη δολοφονία του Δηλιγιάννη) και το Υπ. Εσωτερικών. Το 1907 διορίστηκε τακτικός καθηγητής του Ποινικού Διακαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και απομακρύνθηκε και πάλι το 1910. Το 1911 επαναδιορίστηκε και απολύθηκε και πάλι το 1918. Το 1920 διορίστηκε αρχικά Γενικός Γραμματέας του Υπ. Εθνικής Οικονομίας και σε λίγο καθηγητής του πανεπιστημίου απ’ όπου αποχώρησε το 1923 λόγω ορίου ηλικίας. Εκτός από την ΑΓΣΑ, διετέλεσε καθηγητής και στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή (αργότερα Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών), στην οποία υπήρξε και ο πρώτος Διευθυντής της από την ίδρυσή της το 1920 έως το 1923.
    • 20
      Η μετεκπαίδευσή του πραγματοποιήθηκε το διάστημα 1909-1914 στη Σχολή Ναυπηγών-Μηχανικών του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου (Technische Hochschule Berlin-Charlottenburg) (Μιχαλόπουλος, 19.02.2021).
    • 21
      Ο Αλ. Μιχαλόπουλος διορίστηκε στις 10 Μαρτίου 1920 προσωρινός με επιμίσθιο καθηγητής της έδρας Μαθηματικών και Στοιχείων Θεωρητικής Μηχανικής. Στο ΕΜΠ κατείχε την έδρα της Θεωρητικής Μηχανολογίας από το 1917 μέχρι το 1952, όποτε και συνταξιοδοτήθηκε (ταυτόχρονα με την ΑΓΣΑ). Επειδή εμμέσως, έστω, αφορά το θέμα μας, αξίζει να αναφερθούμε σε ένα περιστατικό από την περίοδο της Κατοχής που είναι ενδεικτικό για την εποχή και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ακόμη και οι καθηγητές δημόσιοι-υπάλληλοι. Σε έγγραφο που υπάρχει στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο με ημερομηνία 21.06.1944 (υπογράφεται από τον πρύτανη Πότη Κουτσομητόπουλο και απευθύνεται στο Υπ. Γεωργίας), αναφέρονται τα εξής: «Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι ο καθηγητής της Σχολής κ. Α. Μιχαλόπουλος είναι ασθενής. Επειδή ούτος είναι εκ των αρχαιοτέρων καθηγητών της Σχολής πολλάς παράσχων υπηρεσίας από της ιδρύσεως της, εξ άλλου δε η αμοιβή του δεν είναι ικανοποιητική (δεδομένου ότι λαμβάνει επίδομα επί των αποδοχών της κυρίας του θέσεως εις το Πολυτεχνείο), είναι δε προστάτης πολύτεκνης οικογενείας, παρακαλούμεν όπως εγκρίνετε ίνα εις τούτον παρέχηται, κατά το διάστημα της ασθενείας του και επί ένα το πολύ μήνα διπλασία ποσότης γάλακτος της ήδη κανονικής παρεχομένης εις αυτόν». Και σε άλλο έγγραφο με ημερομηνία 12.10.1944, πάλι προς το Υπουργείο και σε συνέχεια της προηγουμένης αναφοράς, περιλαμβάνονται τα εξής: «επειδή η βαρεία ασθένεια τούτου εξακολουθεί, εγκρίνητε και χορηγήται εις τούτον επί ένα μήνα έν ωόν ημερησίως».
    • 22
      Στην ΑΓΣΑ δίδαξαν ο πρώτος το μάθημα της Γεωργικής Μηχανολογίας, το διάστημα 1920-1923, οπότε και παραιτήθηκε, ενώ ο δεύτερος με ανάθεση (μετά τον θάνατο του Επαμεινώνδα Κυπριάδη) για τα έτη 1958-1959, 1959-60 και 1960-1961.
    • 23
      Ο Ιωάννης Θεοφανόπουλος διετέλεσε καθηγητής Στοιχείων Μηχανών, Ατμαμαξών και Λεβήτων στο Πολυτεχνείο από το 1907 (ή 1909) μέχρι τον θάνατό του. Μάλιστα στο ΕΜΠ χρημάτισε επανειλημμένως Κοσμήτορας της Σχολής Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων και Πρύτανης το 1941-1943. Την 21η Δεκεμβρίου 1944 «απήχθη ως όμηρος εκ της οικίας του υπό ομάδος κομμουνιστών φοιτητών και αφ’ ου υπέστη τα πάνδεινα, εξετελέσθη υπό των κομμουνιστών την 10ην Ιανουαρίου 1945 παρά την Αράχωβαν» (Αρχείο Βοβολίνη, φάκελος 355, 1997, 79· Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ήλιος», τόμος 9, 569· Μ. Ασημακόπουλος, 2012, 149-155). Ο γιος του Νικόλαος εκλέχτηκε το 1947, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έκτακτος καθηγητής του ΕΜΠ και τακτικός το 1953 στην έδρα Στοιχείων Μηχανών.
    • 24
      Και οι δύο ήταν πτυχιούχοι μηχανολόγοι του ΕΜΠ και μετεκπαιδεύτηκαν στη Γερμανία. Ο μεν Ιωάννης: «Το 1901 και για μια πενταετία μετέβη στη Γερμανία, όπου εργάστηκε σε διάφορα εργοστάσια και παρακολούθησε μαθήματα σε Πολυτεχνεία» (Αρχείο Βοβολίνη, φάκελος 355, 1997, 79· Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ήλιος», τόμος 9, 569). Ο Νικόλαος, περισσότερο συντονισμένα, ξεκίνησε τις σπουδές του στη Γερμανία το 1938, λαμβάνοντας υποτροφία του Αβερώφειου κληροδοτήματος, παρακολούθησε μαθήματα σε διάφορα πανεπιστήμια και ανακηρύχτηκε διδάκτορας του Πολυτεχνείου του Βερολίνου.
    • 25
      Είχε επίσης διοριστεί το 1917 καθηγητής Μετεωρολογίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και το 1919 της Αστρονομίας και Κοσμογραφίας. Από το 1919, επίσης, ήταν καθηγητής Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας στην Ανωτέρα Δασολογική Σχολή Αθηνών, όπου δίδαξε μέχρι το 1928, οπότε η Σχολή μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και αποτέλεσε μία από τις σχολές του νέου πανεπιστημίου.
    • 26
      Να σημειωθεί ότι ο Ν. Κρητικός, γεννηθείς στον Πειραιά, ήταν απόφοιτος του Φυσικού Τμήματος της τότε Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1908) ενώ το 1910 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα. Από το 1907 υπηρετούσε ως άμισθος βοηθός του Εργαστηρίου Θεωρητικής Φυσικής του πανεπιστημίου και από το 1909 ως έμμισθος. Το 1912, κατόπιν διαγωνισμού, προσλήφθηκε βοηθός στο Αστρονομικό Εργαστήριο του πανεπιστημίου. Το 1917 διορίστηκε επιμελητής του ίδιου Εργαστηρίου, όπου παρέμεινε μέχρι το 1920, οπότε, αφού προήχθη σε έκτακτο σεισμολόγο, κατέλαβε «την το πρώτον τότε δημιουργηθείσα θέση του προϊσταμένου του Γεωδυναμικού Τμήματος του Αστεροσκοπείου». Το 1929 προήχθη σε τακτικό σεισμολόγο.
    • 27
      Να σημειωθεί ότι στον ατομικό του φάκελο, που φυλάσσεται στο Αρχείο του ΓΠΑ, εκθειάζεται σε επικήδειο που εκφώνησε ο Αντισυνταγματάρχης Γ. Ανδρουλάκης η επί τριετία ενεργή δράση του στην Κατοχή (είχε εγκαταστήσει ασύρματο στο εργαστήριό του και έδινε πληροφορίες στους συμμάχους) ενώ, όπως αναφέρει, δεν δέχτηκε καμιά τιμή ή μετάλλιο για αυτές τις υπηρεσίες.
    • 28
      Η διετής μετεκπαίδευση του Γ. Βορεάδη, τα έτη 1933 και 1934, έγινε στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Βιέννης με θέμα τα γεωτεκτονικά προβλήματα της Αλπικής Ευρώπης και σε ζητήματα κοιτασματολογίας με υποτροφία του Υπ. Εθνικής Οικονομίας. Να σημειωθεί ότι πρόκειται ουσιαστικά για μεταδιδακτορική ειδίκευση, αφού είχε ήδη λάβει το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια αναγορεύτηκε υφηγητής Γεωλογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών (1937) και στο ΕΜΠ (1945), όπου εκλέχτηκε και καθηγητής το 1948 της εκτάκτου έδρας της Κοιτασματολογίας και της Εφηρμοσμένης Γεωλογίας. Τέλος, το 1949 διορίστηκε τακτικός καθηγητής της με επιμίσθιο ή με επίδομα έδρας της Ορυκτολογίας και Γεωλογίας στην ΑΓΣΑ (όπου ήταν επιμελητής από το 1931).
    • 29
      Εκλέχτηκε υφηγητής στο ΕΜΠ το 1944. Υπηρέτησε σε διάφορες βαθμίδες μέχρι και τον βαθμό του τμηματάρχη στο Κεντρικό Εδαφολογικό Εργαστήριο Αθηνών (το πρώην Γεωπονικό Χημείο που ίδρυσε ο επίσης καθηγητής Γεωργικής Χημείας στην ΑΓΣΑ Φ. Παλιατσέας) του Υπ. Γεωργίας από το 1931 μέχρι το 1954. Το 1949 εκλέχτηκε έκτακτος επί τριετή θητεία καθηγητής της επί μισθώ έδρας Γεωργικής Χημείας, διατηρώντας ταυτόχρονα τη θέση του επιμελητή στο Κεντρικό Εδαφολογικό Εργαστήριο Αθηνών. Τέλος, το 1953 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής Γενικής Χημείας, ανέλαβε από το 1954 και αποχώρησε λόγω ηλικίας τον Αύγουστο 1971.
    • 30
      Να σημειωθεί ότι το 1923 ίδρυσαν χημικό οινολογικό εργαστήριο στην Αθήνα, από κοινού με τον Β. Κουρτάκη, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το 1935.
    • 31
      Αξίζει να ανατρέξει κανείς στην πλούσια σταδιοδρομία του για να πάρει μια εικόνα από τη συγκρότηση μιας σειράς παραγωγικών κλάδων στη χώρα μας. Μετά την επιστροφή του από το εξωτερικό, ανέλαβε την τεχνική διεύθυνση του Εργοστασίου Τεχνητής Μετάξης (ΕΤΜΑ). Το 1935 προσλήφθηκε ως έκτακτος και στη συνέχεια μόνιμος επιμελητής του Εργαστηρίου Γενικής Χημείας της ΑΓΣΑ και διατήρησε τη θέση αυτή μέχρι την κατάργηση της Σχολής το 1937 από το καθεστώς Μεταξά. Το 1937 διορίστηκε Χημικός στο Ινστιτούτο Οίνου και Αμπέλου του Υπ. Γεωργίας. Το 1937 αναγορεύτηκε διδάκτορας των Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επιπλέον, διατηρούσε τη θέση του Χημικού και κατόπιν του τεχνικού υποδιευθυντή του Εργοστασίου της Ανωνύμου Εταιρίας Τεχνητής Μετάξης (1928-1936). Το 1944 επανήλθε με μετάταξη στην ΑΓΣΑ και τον ίδιο χρόνο διορίστηκε υφηγητής της Γενικής Χημείας. Εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της επί μισθώ έδρας Γεωργικών Βιομηχανιών το 1951 και αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίας το 1968, ενώ είχε διατελέσει δύο φορές πρύτανης, το έτος 1960-1961 και το 1966-1967.
    • 32
      Ο Σπ. Μαλακατές ήταν επίσης από το 1917 έως το 1922 επιμελητής του Εργαστηρίου Ζωολογίας του Παν. Αθηνών, καθώς και επιμελητής του Εργαστηρίου Φυσικής του Πολυτεχνείου Αθηνών από το 1918 έως το 1920.
    • 33
      Ο Ν. Μοντεσάντος στην αίτησή του για τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας στον επιμελητή Σπ. Μαλακατέ, που περιέχεται στον υπηρεσιακό φάκελο του τελευταίου, επισημαίνει ότι «υπάρχει μεγίστη έλλειψις παρ’ ημίν επιστημόνων ειδικώς ασχοληθέντων εις την συστηματικήν Βοτανικήν». Αναγνωρίζει ότι υπάρχει ο παλιός επιμελητής Δ. Δημάδης, αλλά λόγω «πολλαπλών ασχολιών του […] αλλά προ παντός λόγω της ηλικίας του δεν θα δυνηθή να παρέχη επί μακρόν τας υπηρεσίας του» και για τον λόγο αυτόν προτείνει να αποσταλεί στο Μόναχο ο Μαλακατές για να ειδικευτεί (Ιστορικό Αρχείο ΓΠΑ, προσωπικός φάκελος Σπ. Μαλακατέ, 10.12.1921).
    • 34
      Αρχικά εκλέχτηκε έκτακτος επί τριετή θητεία καθηγητής και επανεκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής με επιμίσθιο το 1933. Το 1943 διορίστηκε (επειδή διετέλεσε πάνω από πέντε έτη έκτακτος, καθώς αναφέρει το διάταγμα του διορισμού) τακτικός καθηγητής επί μισθώ της έδρας Συστηματικής Βοτανικής από της ανασυστάσεως της Σχολής το 1943 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1950.
    • 35
      Ο Καλαϊσάκης διορίστηκε αρχικά βοηθός στην έδρα Ζωοτεχνίας της ΑΓΣΑ (1944). Διδάκτωρ της ΑΓΣΑ (1949) και επιμελητής του Εργαστηρίου Ζωοτεχνίας της ΑΓΣΑ (1951).Υφηγητής της ΑΓΣΑ (1958), καθηγητής (1965-1986) στην Έδρα της Θεωρητικής και Εφηρμοσμένης Διατροφής Ζώων και πρύτανης (1975-76). Σπουδαίο ρόλο έπαιξε στην υλοποίηση των σχεδίων ανέγερσης του κτιριακού συγκροτήματος της Ζωοτεχνίας στις εγκαταστάσεις του ΓΠΑ.
    • 36
      Πατέρας του ήταν ο Χρήστος Πασιόκας που σπούδασε στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νεαπόλεως Ιταλίας (1909), απ’ όπου έλαβε και το διδακτορικό του. Διορίστηκε το 1911 Νομοκτηνίατρος Ιωαννίνων και στη συνέχεια Νομοκτηνίατρος Αττικοβοιωτίας (1915). Το 1918 τοποθετήθηκε στη θέση του Προϊσταμένου της Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας και το 1920 στη θέση του διευθυντή, όπου παρέμεινε για μια εικοσαετία περίπου. Το 1920 διορίστηκε καθηγητής Ανατομίας, Φυσιολογίας, Υγιεινής Αγροτικών Ζώων και στοιχείων Κτηνιατρικής στην ΑΓΣΑ και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 1958.
    • 37
      Η διδακτορική διατριβή του είχε τον τίτλο «Diebeschaftiguns politikals Konjunkturpolitik»: «Η πολιτική της απασχολήσεως ως πολιτική της οικονομικής συγκυρίας», ενώ η υφηγεσία του «Δυναμική ισορροπία και οικονομικαί διακυμάνσεις».
    • 38
      Να σημειώσουμε, τέλος, και την ενδιαφέρουσα περίπτωση του καθηγητή Γεωλογίας και Ορυκτολογίας Ηλία Παρασκευαΐδη, με σπουδές στην Ελλάδα και τη Γαλλία, ο οποίος έλαβε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου το 1940 και διετέλεσε για μικρό διάστημα καθηγητής στην ΑΓΣΑ (1965-1968). Ουσιαστικά διαδέχτηκε στην έδρα τον Γ. Βορεάδη, ενώ τον ίδιο διαδέχτηκε το 1969 η πρώτη γυναίκα που κατέλαβε καθηγητική έδρα στην ΑΓΣΑ, η Ελευθερία Δάβη, με σπουδές στην Αθήνα, τη Γενεύη και τη Ζυρίχη.
    • 39
      Επίσης, δύο από τους καθηγητές της περιόδου κατείχαν και δεύτερο διδακτορικό. Ο ένας ήταν ο καθηγητής Συγκριτικής Γεωργίας και Γεωργικών Εφαρμογών Αλέξανδρος Φαρδής (τη δεκαετία του 1940 από τη Γαλλία), ενώ η άλλη ήταν η πρώτη γυναίκα που εκλέχτηκε στην ανώτερη βαθμίδα ως καθηγήτρια Ορυκτολογίας και Γεωλογίας Ελευθερία Δάβη (από το πανεπιστήμιο Αθηνών το 1950 και το πανεπιστήμιο της Ζυρίχης το 1955).
    • 40
      Βλ. βάση δεδομένων Συλλογών Γεωργικού Μουσείου του ΓΠΑ (http://sylloges.mouseio.aua.gr/).
    • 41
      Προκειμένου να διαπιστώσουμε αν και κατά πόσο, για παράδειγμα, οι αλλαγές αυτές απηχούν ευρύτερες επιδράσεις από την περίφημη χουμπολτιανή αρχή της ενότητας εκπαίδευσης και έρευνας, πράγμα όχι και τόσο αυτονόητο στην Ελλάδα ακόμη και στον προχωρημένο 20ό αιώνα, ή κατά πόσο η εμπειρία τους αυτή επηρέασε την εισαγωγή καινοτομιών που αποτελούσαν κοινό τόπο στα γερμανικά πανεπιστήμια, όπως η καθιέρωση γραπτής διατριβής, το σύστημα των σεμιναρίων κ.ο.κ. (Clark, 2006).
    • 42
      Μέχρι το 1961 θα αποχωρήσουν οι 16 από τους καθηγητές που είχαν διοριστεί ή εκλεγεί πριν το 1937, ενώ μόνο δύο από αυτούς θα παραμείνουν και στη δεκαετία του ’60, μέχρι και το 1968 που αποχωρεί και ο τελευταίος.

    Βιβλιογραφία

    Zitierweise

    Dimitris Panagiotopoulos: «Έλληνες επιστήμονες σε γερμανικά πανεπιστήμια. Το παράδειγμα των καθηγητών της Γεωπονικής Σχολής Αθηνών», in: Alexandros-Andreas Kyrtsis und Miltos Pechlivanos (Hg.), Compendium der deutsch-griechischen Verflechtungen, 12.07.22, URI : https://comdeg.eu/essay/111331/.