Ερωτήματα
«Ένας από τους αναμενόμενους στόχους της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα ήταν να μετατρέψει την οικονομική της υπεροχή, σε πολιτική υπεροχή. Για τον σκοπό αυτό, η πολιτιστική πολιτική συνιστούσε ένα κατάλληλο εργαλείο» (Koutsoukou, 2008, 89). «Οι σπουδές στη Γερμανία επέτρεπαν αναμφίβολα μια αμεσότερη πρόσβαση στη γερμανική κουλτούρα» (Koutsoukou, 2008, 96), ενώ «ήδη πριν από το ξέσπασμα του Πολέμου, οι απόφοιτοι γερμανικών πανεπιστημίων, συνεισέφεραν καθοριστικά στην ανάπτυξη των αμφίπλευρων οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων (Koutsoukou, 2008, 97), όπως αναφέρεται στην μονογραφία της Φαίδρας Κουτσούκου σχετικά με τη γερμανική πολιτιστική πολιτική στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της ναζιστικής περιόδου (βλ. επίσης Koutsoukou, 2010). Στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, το οποίο γιόρτασε το 2019 την 100η επέτειο της ίδρυσής του, υπήρχε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου ένας ορισμένος αριθμός ελλήνων/ίδων υποψηφίων διδακτόρων. Η επέτειος έδωσε την αφορμή και προσέφερε ερευνητικά εργαλεία για ιστορικές μελέτες πάνω στο Πανεπιστήμιο, κάνοντας εφικτή την εξακρίβωση των ελλήνων/ίδων υποψηφίων διδακτόρων πριν από το 1941 και βοηθώντας να ερευνηθεί το βιογραφικό τους υπόβαθρο, οι τίτλοι των διατριβών τους, τα γνωστικά πεδία και τα ονόματα των επιβλεπόντων καθηγητών και εξεταστών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να μελετηθούν αντίτυπα των διατριβών τους και έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία της διδακτορικής διατριβής.1Θέλω να εκφράσω εδώ ρητά τις ευχαριστίες μου προς τους συνεργάτες/ιδες του Αρχείου του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και ιδιαίτερα προς τον κ. Γενς Γκάινιτς (Jens Geinitz), ο οποίος όχι μόνο μου προσκόμισε αρχειακό υλικό, αλλά και με καθοδήγησε με εξαιρετική επάρκεια στην αναζήτηση αυτού, προς τους συνεργάτες/ιδες του Κρατικού Αρχείου της πόλης του Αμβούργου, καθώς και προς τους συνεργάτες/ιδες στην Κρατική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη του Αμβούργου, στην οποία εξέτασα τα αντίτυπα των διατριβών.
Πέρα από την απλή καταγραφή των στοιχείων –για ερευνητικούς σκοπούς επί παραδείγματι– τίθενται ποικίλα ερωτήματα: κατά πόσο σχετιζόταν η ελκυστικότητα του νεοϊδρυθέντος πανεπιστημίου για τους/τις Έλληνες/ίδες με συγκεκριμένες σχολές, γνωστικά πεδία ή ακόμη και συγκεκριμένους επιβλέποντες καθηγητές. Κατά πόσο το Αμβούργο προσείλκυε φοιτητές/τριες και υποψήφιους/ες διδάκτορες και άλλων χωρών. Κατά πόσο το Αμβούργο προσείλκυε κυρίως Έλληνες του εξωτερικού, οι οποίοι βρίσκονταν ούτως ή άλλως στη Γερμανία ή ενδεχομένως και στο Αμβούργο, ή είχαν στενή σχέση με τη χανσεατική πόλη (κάτι που θα τροποποιούσε τη σημασία των αριθμών). Το Πανεπιστήμιο ασκούσε ιδιαίτερη έλξη στους/στις Έλληνες/ίδες της «παλαιάς Ελλάδας» ή σε εκείνους που προέρχονταν από τις «Νέες Χώρες» (ή μήπως δεν υπήρχε καμία συνάφεια). Και φυσικά τίθεται το επιπρόσθετο ερώτημα –το οποίο ενισχύεται μετά το 1933–, κατά πόσο η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Αμβούργο συνεπάγονταν μια εγγύτητα προς τις ιδεολογίες που επικρατούσαν στη Γερμανία της εποχής –στο βαθμό που μπορούμε γενικά σήμερα να διακρίνουμε κάτι τέτοιο. Το τελευταίο αυτό ερώτημα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις περιπτώσεις που οι επιβλέποντες καθηγητές ήταν δηλωμένοι εθνικοσοσιαλιστές. Και επιπλέον θα είχε ενδιαφέρον να μάθει κανείς το είδος των σχέσεων μεταξύ των υποψήφιων διδακτόρων, αν δηλαδή υπάρχουν πληροφορίες για δίκτυα και αν μπορούμε εμείς να ανακαλύψουμε, έστω και σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ενδείξεις για τη στάση των σχετικών προσώπων τουλάχιστον από τον Απρίλιο του 1941 και μετά.
Τα συμφέροντα της χανσεατικής πόλης και του νεαρού πανεπιστημίου της στην Ελλάδα
Το Χανσεατικό Πανεπιστήμιο, όπως ονομαζόταν αρχικά, είχε τοποθετηθεί εξ αρχής σε θέματα που σχετίζονταν με την Ελλάδα, με γνώμονα το εξωτερικό εμπόριο του Αμβούργου. Η Γερμανική Ακτοπλοΐα Ανατολικής Μεσογείου (Deutsche Levante-Linie) καλλιέργησε κατά την περίοδο της ίδρυσης του Πανεπιστημίου την εικόνα μιας στενής σχέσης με την Ελλάδα, ενώ κατά την περίοδο 1919 – 1941 το Αμβούργο εξελίχτηκε με την εταιρία Ρίμτσμα (Reemtsma) σε κέντρο επεξεργασίας καπνού και παραγωγής τσιγάρων. Ο καθηγητής αρχαίας ιστορίας Έριχ Τσίμπαρτ φαίνεται ότι διαδραματίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στη σχέση του Πανεπιστημίου με την Ελλάδα. Ο Τσίμπαρτ αναγορεύτηκε σε καθηγητή με την ίδρυση του Πανεπιστημίου. Ο δήμαρχος του Αμβούργου φον Μέλλε, στον οποίο πρέπει να πιστωθούν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μεμονωμένο πρόσωπο η ίδρυση και η διαμόρφωση του πανεπιστημιακού ιδρύματος μιας πόλης σαφώς προσανατολισμένης στο παρόν, επέμεινε να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα σπουδών χωρών του εξωτερικού και η σύγχρονη Ελλάδα, παράλληλα με τη μελέτη της αρχαίας. Ο Τσίμπαρτ, που εργαζόταν σε γυμνάσιο του Αμβούργου (χωρίς να έχει καταθέσει υφηγεσία), φάνηκε ως ο κατάλληλος υποψήφιος: είχε σπουδάσει με υποτροφία τόσο στο Βασίλειο της Ελλάδος όσο και σε ελληνόφωνες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· ως επιστήμονας ήταν ειδικός στην Επιγραφική, ενώ ακόμη και σήμερα θεωρείται πρωτοπόρος της Αρχαίας Ιστορίας (Rieß, 2019). Ο Τσίμπαρτ είχε διδάξει προηγουμένως ελληνική γλώσσα στο Αποικιακό Ινστιτούτο (Kolonialinstitut), πρόδρομο του Πανεπιστημίου, και επίσης έδινε μαθήματα σχετικά με τον ελληνικό πολιτισμό.
Επιπλέον είχε δημοσιεύσει άρθρα του στο έντυπο Deutsche Levante Zeitung (Γερμανική Εφημερίδα Ανατολικής Μεσογείου) ήδη κατά τη δεκαετία του 1910, για θέματα τουριστικού ενδιαφέροντος Το 1913/14 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνογερμανικής Εταιρίας (Deutsch-Griechischen Gesellschaft, DGG) και όταν αυτή ανασυστάθηκε μετά το 1918 ως Σύνδεσμος πλέον των τοπικών ενώσεων, το Αμβούργο ήταν η πρώτη έδρα μιας τέτοιας τοπικής ένωσης και ο Τσίμπαρτ ο πρώτος της της πρόεδρος (Γερμανοελληνική Εταιρεία Αμβούργου, DGGHH). Το 1921 ο Έριχ Τσίμπαρτ εξελέγη πρόεδρος της Παγγερμανικής Γερμανοελληνικής Εταιρείας (DDGG, Moennig, 2016; Moennig, 2021).
Με αυτή του την ιδιότητα εξέδιδε κατά την περίοδο 1921-1928 το Περιοδικό Hellas και από το 1929 την επετηρίδα Hellas-Jahrbuch. Η τελευταία κυκλοφόρησε ακανόνιστα –μετά τη δεύτερη χρονιά (1930) ακολούθησε μια διακοπή έξι χρόνων.2Η Ζαρίφη (Zarifi, 2005: 105) αντιλαμβάνεται την ιστορία και τη δομή της DGG με άστοχο τρόπο, κάτι που αναμφίβολα οφείλεται στην αποσπασματικότητα του υλικού, το οποίο βρίσκεται στο ομοσπονδιακό αρχείο του Koblenz (Provenienz: Deutsches Auslands-Institut). Τα κίνητρα για την επανέκδοσή της το 1936 αποσαφηνίζονται ήδη στον πρόλογο, όπου γίνεται εμφανής η διπλή όψη των δραστηριοτήτων του Τσίμπαρτ, ο οποίος αξιοποιεί τα προσωπικά του συμφέροντα προς όφελος του Πανεπιστημίου και αντιστρόφως: Σε τούτη την ευνοϊκή συγκυρία, κατά την οποία οι αθλητές όλων των πολιτισμένων εθνών προετοιμάζονται για τη συμμετοχή τους στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου και το βλέμμα όλων είναι στραμμένο στην Ελλάδα, την πατρίδα των Ολυμπιακών Αγώνων, επανακυκλοφορεί και το ‘Hellas-Jahrbuch’.
Στον τόμο υπάρχουν επίσης εορταστικά αφιερώματα στην Δικτατορία του Μεταξά και στις ελληνογερμανικές σχέσεις – κυρίως όμως στις σχέσεις της Ελλάδας με το Αμβούργο. Όποιος γνωρίζει τα εσωτερικά του χανσεατικού Πανεπιστημίου κατά το έτος 1936, μπορεί εύκολα να καταλάβει ότι ο πρόσφατα συνταξιοδοτηθείς Τσίμπαρτ προσπαθεί από εξωπανεπιστημιακή θέση –ως πρόεδρος της DDGG- να υποστηρίξει την καθιέρωση Έδρας Νέων Ελληνικών στο Αμβούργο (Moennig, 2021).
H ίδρυση της Ακαδημαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων (Auslandsstelle) και η δραστηριότητα της Helene Fera
Η στρατηγική του Πανεπιστημίου πάνω στα διεθνή θέματα άλλαξε κατεύθυνση περί το 1936, παίρνοντας μια σαφή στροφή σε εθνικά ζητήματα. Ανεξάρτητα πάντως από αυτό, η εν λόγω στρατηγική εμφανίζεται ως συνέχιση μιας πολιτικής που είχε καθιερωθεί ήδη από την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η οποία δεν είχε ασφαλώς να κάνει αποκλειστικά με το Αμβούργο. Οι παράγραφοι που ακολουθούν βασίζονται πάνω σε μια αξιολόγηση των φακέλων που αναφέρονται στην ίδρυση της Ακαδημαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων (Auslandsstelle) το 1928 3StAHH 364-5 I, K 20.01.2/1 (Akademische Auslandsstelle, 31.12.1927–29.3.1934), Φύλλα χωρίς αρίθμηση· StAHH 364-5 I, K 20.01.2/2 (Akademische Auslandsstelle, 4.6.1934–26.2.1945), Φύλλα χωρίς αρίθμηση. Για την παρούσα μελέτη είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η έμπορος Ελένε Φέρα (Helene Fera) ήταν μέλος της Επιτροπής (Trägergremium) της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων, το 1933 έγινε μάλιστα μέλος του τετραμελούς προεδρείου4Η εκλογή έγινε στις 2 Μαΐου 1933 (StAHH 364-5 I, K 20.01.2/1, o.N.). και το 1934 -μετά την αναδόμηση της επιτροπής, που πήρε πλέον τη μορφή Συλλόγου (Verein)- εμφανίζεται ως «Προεδρεύουσα της Επιτροπής Γυναικών».5Υπάρχει ένα καταστατικό χωρίς ακριβή ημερομηνία, σίγουρα όμως του 1934, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή Φορέων θα ονομάζεται στο εξής «Συμβούλιο» ενώ δεν θα υπάρχει πλέον Προεδρείο αλλά ως διάδοχη κατάσταση τρεις λειτουργίες (StAHH 364-5 I, K 20.01.2/2, o.N.).
Υπάρχει ένας κατάλογος μελών του Συμβουλίου της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων χωρίς ημερομηνία, που διαμορφώθηκε με βάση διάφορα έγγραφα, αρχειοθετημένα μεταξύ Νοεμβρίου 1935 και Φεβρουαρίου 1936· στον δακτυλογραφημένο αυτό κατάλογο το όνομά της επισημαίνεται με ένα χειρόγραφο ερωτηματικό –και αυτό είναι το τελευταίο ίχνος που έχει αφήσει στα έγγραφα της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων.6StAHH 364-5 I, K 20.01.2/2, o.N.
Η Ελένε Φέρα είναι ευρέως γνωστή ως ιδρυτικό μέλος της DGGHH και επί μακρόν μέλος της Ένωσης· η ενεργός συμμετοχή της στις δίγλωσσες Ενώσεις και η ταυτόχρονη εργασία της στην Υπηρεσία Εξωτερικών Υποθέσεων επιβεβαιώνουν την αρμονική συνύπαρξη Πανεπιστημίου και ελληνογερμανικής κοινότητας.7Σύμφωνα με τα Πρακτικά η Φέρα πήρε μέρος στη Συνέλευση των μελών της DGGHH στις 4 Ιουλίου 1918, καθώς και στην καταστατική Συνέλευση των μελών της 18ης Σεπτεμβρίου 1918. Στη συνέλευση της 18ης Σεπτεμβρίου εμφανίζεται ως συνυπογράφουσα στο καταστατικό της ένωσης, το οποίο κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο του Αμβούργου προκειμένου να εγγραφεί στον μητρώο των ενώσεων. Στις 20 Νοεμβρίου 1928, η ένωση ανακήρυξε την «αξιότιμη, καλή κυρία» σε επίτιμο μέλος (Belege: Archiv DGGHH, Ordner 1918–1937, Blätter o.N.). Ο Σέζαρ Φέρα (Caesar Fera), σύζυγος της Ελένε Φέρα, διετέλεσε επί μακρόν μέλος του Προεδρείου της DGGHH. Ο τότε πρόεδρος της DGGHH Μπρούνο Σνελ (Bruno Snell) τον κατονομάζει με αυτή την ιδιότητα ενώπιον της βρετανικής στρατιωτικής κυβέρνησης. Το όνομα της Φέρα βρίσκεται για τελευταία φορά στον κατάλογο των μελών της DGGHH του 1953 με την χειρόγραφη παρατήρηση «θανούσα το 1953» (Belege: Archiv DGGHH, Ordner 1945–1955, Blätter o.N.).
Στα αρχειακά έγγραφα πληροφορούμαστε για το ποιος είχε στις αρχές του 1928 προσκληθεί και ποιος είχε υποχρεωθεί από τον πρύτανη Μπλάσκε (Blaschke) να γίνει μέλος της Επιτροπής (Trägergremium). Από το Διδακτικό Προσωπικό εμφανίζεται μόνον ο καθηγητής ιατρικής Πέτερ Μύλενς (Peter Mühlens), από τις Διοικητικό Προσωπικό ο Δρ. φον Βρόχεμ (Dr. von Wrochem)· πέραν αυτών υπάρχει ένας αριθμός «κυρίων», μεταξύ των οποίων γνωστά ονόματα όπως Νταρμπόβεν (Darboven), Μερκ (Merck) και Βάρμπουργκ (Warburg), εκπρόσωποι γνωστών εταιριών, όπως της Hamburg-Amerika Linie και της Riensch und Held, καθώς και διπλωμάτες όπως ο ρουμάνος Γενικός Πρόξενος Γκούτμαν (Guttmann). Η ιδέα να συνδεθεί η εξωτερική πολιτική του Πανεπιστημίου με τα οικονομικά συμφέροντα της χανσεατικής πόλης δεν φαίνεται λοιπόν να είναι κάποια μέριμνα που αφορά ειδικά την Ελλάδα8Alle Belege StAHH 364-5 I, K 20.01.2/1, o.N.
Η Ελένε Φέρα συμμετείχε ενεργά και διέθεσε επανειλημμένως και σε διαφορετικές περιστάσεις την κατοικία της, που βρισκόταν στην αριστοκρατική διεύθυνση Bellevue 8. Στην πρόσκληση για συνεργασία που της είχε στείλει ο Νομικός Σύμβουλος του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, η Φέρα απαντά στις 20 Φεβρουαρίου του 1928:
Επειδή εδώ και 26 χρόνια –είτε μέσω των εισαγωγών του συζύγου μου είτε μέσω των δικών μου εξαγωγών– βρίσκομαι σε διαρκή επαφή με ξένους ανθρώπους από χώρες εντός και εκτός της Ευρώπης, πιστεύω ότι ασφαλώς και είμαι σε θέση να υποστηρίξω με τη συνεργασία μου τους στόχους της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων.9StAHH 364-5 I, K 20.01.2/1, o.N.
Όσον αφορά την δραστηριότητά της υπάρχει μια χαρακτηριστική επιστολή με ημερομηνία 20 Μαΐου 1934 (όπου γίνεται λόγος για υποψηφιότητες υποτροφιών προς Ινδούς, ο αριθμός των οποίων υπερβαίνει τις διατιθέμενες υποτροφίες): «Είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι θα καταφέρω να εξασφαλίσω τα απαραίτητα χρήματα για δύο έως τρεις υποτροφίες»· η αναφορά αυτή γίνεται πιθανώς στην θετική στάση κύκλων εμπόρων του Αμβούργου, κάτι που καθιστά περισσότερο κατανοητή τη χορηγία Πιζάνη (Pisanis, βλ. παρακάτω).10StAHH 364-5 I, K 20.01.2/1, o.N. Σε μιαν άλλη αναφορά της χωρίς ημερομηνία, «για την προσωπική της δραστηριότητα κατά το χειμερινό εξάμηνο 1933/34», όπου ανάμεσα σε άλλα γίνεται λόγος για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της σχετικά με έλληνες σπουδαστές, διαβάζουμε:
Κατά τη διάρκεια του χειμερινού εξαμήνου οι έλληνες σπουδαστές ήταν εκείνοι που έπαιξαν τον κύριο ρόλο στο σπίτι μου. Αυτό έγινε για δύο λόγους: πρώτον, επειδή από τον Δεκέμβριο μέχρι το τέλος Μαρτίου φιλοξενούσα στο σπίτι μου ένα πολύ ωραίο κορίτσι, το οποίο ασκούσε μεγάλη έλξη. Και δεύτερον, επειδή ο Σύλλογος των Ελλήνων Φοιτητών διοργάνωσε τον Φεβρουάριο μια εσπερίδα, για την οποία απαιτούνταν πολλές προετοιμασίες. Οι πρόβες χορού πραγματοποιήθηκαν συχνά στο σπίτι μου. Ευχαριστώντας με για την φιλοξενία αλλά και για τη λοιπή βοήθεια που τους είχα προσφέρει, ο Σύλλογος των Ελλήνων Φοιτητών με ανακήρυξε τιμητικό μέλος.11StAHH 364-5 I, K 20.01.2/1, o.N.
Στη λίστα του Συμβουλίου του Ιουλίου του 1934 βρίσκεται ένα όνομα, το οποίο θα περίμενε κανείς να είχε συναντήσει νωρίτερα: αυτό του Έριχ Τσίμπαρτ.12StAHH 364-5 I, K 20.01.2/2, o.N. Η Υπηρεσία Εξωτερικών Υποθέσεων εξέδωσε μετά την ίδρυσή της ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Studien- und Lebensverhältnisse an der hamburgischen Universität. Ein Führer für ausländische Studenten. Für das Jahr 1928/29 herausgegeben von der Akademischen Auslandsstelle, Hamburg (Σπουδές και Ζωή στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Ένας Οδηγός για σπουδαστές από το εξωτερικό. Για το έτος 1928/29. Έκδοση της Ακαδημαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων, Αμβούργο). Στο φυλλάδιο προβάλλονται οι εμπορικές σχέσεις της πόλης και γενικά ο διεθνής χαρακτήρας της. Βρίσκει επίσης κανείς έναν «αριθμό ξένων που σπουδάζουν στο Αμβούργο»· κατά το Χειμερινό Εξάμηνο 1927/28 επρόκειτο για 100 άντρες (σε σύνολο 1925) και 24 γυναίκες (σε σύνολο 480). Ακολουθεί μια κατάταξη ανάλογα με τις χώρες προέλευσης –από την Ελλάδα υπήρχαν 7 άντρες φοιτητές και καμιά (0) γυναίκα. Σύμφωνα με το φυλλάδιο οι περισσότεροι/ες ξένοι/ες φοιτητές σπούδαζαν στη Σχολή Επιστημών του Δικαίου και του Κράτους (RSF: 47Α/3Θ), ακολουθούσαν η Ιατρική Σχολή (Med.-Fak: 25Α/7Θ), η Φιλοσοφική (Phil.-Fak: 19/5), ενώ τελευταία σε προτιμήσεις ερχόταν η Σχολή Μαθηματικών και Φυσικών επιστημών (Mat.-Nat.), στην οποία σπούδαζαν 13 άντρες και 5 γυναίκες από το εξωτερικό.13StAHH 364-5 I, K 20.01.2/1, o.N.
Υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των γερμανικών πανεπιστημίων για την προσέλκυση ελλήνων φοιτητών κατά τη δεκαετία του 1930;
Στην επετηρίδα Hellas–Jahrbuch του 1936 υπάρχει ένα ανώνυμο άρθρο, γραμμένο όμως χωρίς αμφιβολία από τον Τσίμπαρτ, το οποίο αναφέρεται στα πλεονεκτήματα της στατιστικής των σπουδαστών («Για ένα κράτος, το οποίο θέλει να βαδίζει μ’ αυστηρά προμελετημένο σχέδιο, η σημασία που έχει η στατιστική των σπουδαστών του δεν είναι λιγότερο σημαντική από τις λοιπές»). Παράδειγμα: «Έλληνες σπουδαστές σε γερμανικά πανεπιστήμια 1931-35» („Griechische Studenten an deutschen Hochschulen 1931–35“, Ziebarth, 1936/2). Το κείμενο αναφέρει κατά βάση ότι το νεαρότατο ακόμη Πανεπιστήμιο του Αμβούργου είναι έτοιμο να καταλάβει την τρίτη θέση, που κατέχει το Πανεπιστήμιο της Λειψίας όσον αφορά την εγγραφή ελλήνων φοιτητών, όπου ο όρος «φοιτητές» συμπεριλαμβάνει και τους υποψήφιους διδάκτορες: «Πριν το 1945 σε ξένα Πανεπιστήμια πήγαιναν κατά κύριο λόγο μόνο για μεταπτυχιακές σπουδές» (Koutsoukou, 2008, 98). Στο άρθρο και ειδικότερα στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται κατ’ αρχάς οι αριθμοί των σπουδαστών από τις βαλκανικές χώρες (Αλβανία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Τουρκία) για τα χρόνια από το 1930 μέχρι το 1934/35, κατανεμημένοι σε εξάμηνα. Πληροφορούμαστε παρεμπιπτόντως ότι είναι πολλοί οι Βούλγαροι που σπουδάζουν σε Γερμανικά (αλλά και σε Γαλλικά) Πανεπιστήμια. Ο Πίνακας 2 δείχνει την «κατανομή των ελλήνων σπουδαστών στη Γερμανία ανάλογα με την κατεύθυνση σπουδών» (ο πίνακας αυτός είναι οργανωμένος επίσης σε εξάμηνα από το 1930 μέχρι το 1934/35). Περισσότερο ελκυστικές είναι σύμφωνα με τον πίνακα η Μηχανολογία, η Ιατρική, το Δίκαιο, η Φιλοσοφία, η Παιδαγωγική, το «Κράτος» (σήμερα θα τις ονομάζαμε Οικονομικές Επιστήμες) και η Χημεία. Ο Πίνακας 3 δείχνει την «κατανομή των ελλήνων σπουδαστών» στα Γερμανικά Ιδρύματα (διαχωρισμένα σε πανεπιστήμια και ανώτατες σχολές – τέτοιες δεν διέθετε εκείνη την εποχή το Αμβούργο), κατά σειρά: Βερολίνο, Μόναχο, Λειψία, Αμβούργο και Δρέσδη. Όσον αφορά αποκλειστικά τα πανεπιστήμια (διότι στον χάρτη των ανωτάτων σχολών εμφανίζονται επιπλέον η Καρλσρούη και το Ντάρμστατ) προκύπτει ότι το Αμβούργο βρίσκεται στην τέταρτη θέση μόνο το θερινό εξάμηνο (Θ.Ε.) του 1930 και κατόπιν πάλι το χειμερινό εξάμηνο (Χ.Ε.) του 1934/35, ενώ τα εξάμηνα Θ.Ε. 1931, Χ.Ε. 1931/32, Θ.Ε. 1932, Χ.Ε. 1932/33, Θ.Ε. 1933, Χ.Ε. 1933/34, Θ.Ε. 1934 περνάει στην τρίτη θέση πάνω από τη Λειψία και μάλιστα κάποιες φορές με σαφή διαφορά (δεν δίνονται στοιχεία για το χειμερινό εξάμηνο 1930/31). Όσον αφορά την πρώτη θέση, το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου είναι μέχρι το Θ.Ε. του 1933 αδιαφιλονίκητα στην πρώτη θέση, μπροστά από το Μόναχο, ενώ το Χ.Ε. 1933/34 η σχέση αντιστρέφεται. Στις Ανώτατες Σχολές προηγείται το Βερολίνο μέχρι το Θ.Ε. του 1931, το Χ.Ε. του 1931/32 το φτάνει η Δρέσδη, η οποία παίρνει πλέον την πρώτη θέση από το Θ.Ε. του 1932.
Οι αριθμοί για το Αμβούργο δίδονται στον πίνακα που ακολουθεί: 14Ως χαρακτηριστική για την εποχή της πηγή παραπέμπω εδώ στον Ziebarth, 1936/1• οι αριθμοί που μας δίνει η Φαίδρα Κουτσούκου σε συνεργασία με την Μαρία Ζαρίφη και αναφέρονται σε μια κάπως μεταγενέστερη χρονική περίοδο («Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων σπουδαστών στη Γερμανία αυξάνεται από 107 το Θ.Ε. του 1936 σε 172 το Θ.Ε. του 1938 […] Σε γερμανικά πανεπιστήμια και τεχνικές ανώτατες σχολές εκπόνησαν μεταξύ 1933 και 1939 διδακτορικές διατριβές 108 Έλληνες» [Koutsoukou, 2010, 145]) μου φαίνονται πιο αξιόπιστοι. Ανεξάρτητα απ’ αυτό πραγματική εικόνα των πραγμάτων θα μας δώσει μια αναλυτική ονομαστική καταγραφή, δεδομένου ότι πολλοί σπουδαστές «περιφέρονταν» και τα όνοματά τους εμφανίζονται στους καταλόγους εγγεγραμμένων περισσότερων Πανεπιστημίων.
1930: 14, 1931: 9, 1931/32: 10, 1932: 8, 1932/33: 8, 1933: 8, 1933/34: 10, 1934: 10, 1934/35: 6.
Ποιοι/ες είναι οι έλληνες/ίδες υποψήφιοι/ες διδάκτορες;
Οι ερευνητικές δυνατότητες που προσφέρει το πανεπιστήμιο επιτρέπουν την εξακρίβωση εγγεγραμμένων φοιτητών με ελληνική υπηκοότητα. Δεν είναι φυσικά όλοι/ες οι εγγεγραμμένοι/ες υποψήφιοι/ες διδάκτορες. Δεν μπορεί επίσης να εξακριβωθεί ποιος είχε εγγραφεί με στόχο την εκπόνηση διατριβής. Υπάρχουν εντούτοις τρόποι να εξακριβωθεί το ποιος δήλωσε συμμετοχή για διδακτορικές εξετάσεις, ποιοι ήταν οι εξεταστές και ποιο το αποτέλεσμα της εξέτασης, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονταν στα βιβλία των αιτήσεων για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής που τηρούσε κάθε σχολή. Οι δυνατότητες εξακρίβωσης δεν είναι βεβαίως ίδιες για όλες τις σχολές: τα βιβλία των αιτήσεων για την εκπόνηση διατριβής της Φιλοσοφικής και της Φυσικομαθηματικής Σχολής έχουν διατηρηθεί στο ακέραιο,15Αυτό της Φυσικομαθηματικής δεν περιλαμβάνει κανένα ελληνικό όνομα. από της Σχολής Νομικών, Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών (RSF) υπάρχει μια μεταγραφή, στην οποία δεν έχουν περάσει όλα τα στοιχεία, ενώ το βιβλίο των αιτήσεων εκπόνησης διατριβής της Ιατρικής Σχολής για το έτος 1945 έχει δυστυχώς χαθεί. Τα βιβλία αυτά συνιστούν ένα αρχικό υλικό που επιτρέπει σε κάποιον να σχηματίσει μιαν εικόνα για το ποιοι ήταν οι καθηγητές στους οποίους εκπονούσαν διατριβές οι έλληνες/ίδες υποψήφιοι/ες διδάκτορες και ποια θέματα πραγματεύονταν. Τα βιβλία εκπόνησης των διατριβών οδηγούν στα κατατεθειμένα αντίτυπα των εργασιών –κι εκεί βρίσκεται σχετικό υλικό όπως βιογραφικά σημειώματα, αφιερώσεις σε υποστηρικτές/χορηγούς των διατριβών, ονόματα πραγματογνωμόνων κλπ.- ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να φτάσουμε ακόμη και στους ίδιους τους φακέλους με την πορεία εκπόνησης της διατριβής, όπου περιλαμβάνονται οι επιστημονικές κρίσεις και ενδεχομένως άλλου είδους αλληλογραφία. Η εξέταση των φακέλων είναι μια χρονοβόρα διαδικασία και ως εκ τούτου δεν έκανα πάντα χρήση της σχετικής δυνατότητας που μου δινόταν, προπάντων όταν η διατριβή ήταν δημοσιευμένη σε κάποια εξειδικευμένη επιστημονική σειρά και μάλιστα χωρίς τα ονόματα των εξεταστών και χωρίς βιογραφικό, ή όταν η αναζήτηση αντιτύπων της διατριβής αποδείχθηκε ατελέσφορη, ή όταν κάποια επιπλέον ερωτήματα παρέμειναν αναπάντητα. Οι φάκελοι των διατριβών της Ιατρικής Σχολής έχουν δυστυχώς επίσης χαθεί. Για τα πρόσωπα που ενδιαφέρουν εδώ υπάρχουν στοιχεία κυρίως στις περιπτώσεις που αυτά εργάστηκαν αργότερα ως υπάλληλοι στο Πανεπιστήμιο ή εκπόνησαν υφηγεσία.
Η απουσία βιβλίων ή φακέλων για τις διατριβές που εκπονήθηκαν στην Ιατρική, δεν σημαίνει ότι όσον αφορά τους έλληνες διδάκτορες είμαστε καταδικασμένοι να ψάχνουμε στο σκοτάδι: Τα μητρώα που ήδη αναφέρθηκαν και τα οποία έχουν περάσει σε μια Τράπεζα Δεδομένων (HMP) εν όψει του Ιωβηλαίου του Πανεπιστημίου είναι ένα επιπλέον βοηθητικό στοιχείο. Πολλοί (όχι όμως όλοι) σπουδαστές και υποψήφιοι διδάκτορες, που δεν ήταν γερμανοί πολίτες, εμφανίζονται στα Μητρώα Αλλοδαπών, αυτό όμως συμβαίνει μετά το Θερινό Εξάμηνο του 1928 (κάτι που συναρτάται με την ίδρυση της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων) και επιπλέον χωρίς να αναφέρεται η σχολή στην οποία είχαν εγγραφεί. Το πλεονέκτημα του Μητρώου Αλλοδαπών συνίσταται στο ότι μπορεί κανείς να αναζητήσει τις χώρες προέλευσης, υπάρχει ως εκ τούτου ένα κριτήριο αναζήτησης. Η εισαγωγή της λέξης «Ελλάδα» οδήγησε σε 77 εγγραφές. Η εισαγωγή της λέξης «Έλληνας» έδωσε άλλες 10. Μερικά ονόματα εμφανίζονται διπλά, κάτι που σημαίνει ότι ο αριθμός των ονομάτων, τα οποία εντοπίζονται μέσω των Μητρώων Αλλοδαπών, είναι στην πραγματικότητα χαμηλότερος. Πολλοί (όχι όμως όλοι) από αυτούς που συμπεριλαμβάνονται στο Μητρώο Αλλοδαπών εμφανίζονται ξανά στο Μεγάλο Μητρώο, απ’ όπου προκύπτει και η Σχολή τους. Το σύνολο των αποτελεσμάτων της αναζήτησης πρέπει λοιπόν να περιοριστεί αισθητά.16Μετά την αναφορά του Ziebarth, 1936/1, στη Βουλγαρία ως χώρα προέλευσης για την εκπόνηση διδακτορικής εργασίας σε Γερμανικά Πανεπιστήμια: στο portal των εγγεγραμμένων του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, η εισαγωγή της λέξης «Βουλγαρία» οδήγησε σε 36 αποτελέσματα (συμπεριλαμβανομένων των διπλοεγγραφών και των γυναικείων ονομάτων), η λέξη «Βούλγαρος» σε επιπλέον 6 και η λέξη «Βουλγάρα» σε κανένα.
Σ’ ένα επόμενο βήμα εισήγαγα στον κατάλογο του Campus του Πανεπιστημίου του Αμβούργου (UHH) τα ονόματα που είχα εντοπίσει. Επιπροσθέτως εξέτασα τους Ετήσιους Καταλόγους των Γερμανικών Πανεπιστημιακών Συγγραμμάτων (Jahresverzeichnisse der deutschen Hochschulschriften, 1926–1936 και 1937–1978). Με αυτόν τον τρόπο εντόπισα και έναν αριθμό ιατρικών διατριβών και μπόρεσα έτσι να καλύψω τουλάχιστον εν μέρει την απώλεια του Βιβλίου των Εκπονούμενων Διατριβών. Σε μία περίπτωση και παρότι υπάρχει δημοσιευμένη διατριβή, δεν φαίνεται, για αδιευκρίνιστους λόγους, να υπάρχει η διδακτορική εξέταση στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου (Χαράλαμπος Φραγκίστας, Σχολή Νομικών, Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών, RSF). Σε μιαν άλλη περίπτωση, παρά την επιτυχή έκβαση της εξέτασης, δεν έχουμε δημοσίευση της εργασίας, ενώ δεν εξεδόθη ποτέ σχετικό πιστοποιητικό ούτε αποδόθηκε ο τίτλος του διδάκτορα (Βασίλειος Έξαρχος, Φιλοσοφική Σχολή). Πρέπει εδώ να αναφερθεί και ένα ακόμη ερευνητικό μέσο: το Αρχείο της DGGHH. Όλα ξεκινούν από το γεγονός ότι ένα μέλος της DGGHH, ο έμπορος Όμηρος Πιζάνης, ίδρυσε μια Φοιτητική Εστία:
Προσφάτως έχει δημιουργηθεί για τους έλληνες σπουδαστές ένα σταθερό σημείο αναφοράς στο Πανεπιστήμιο […] μέσω της γενναιόδωρης ίδρυσης της Φοιτητικής Εστίας ‘Μινέρβα’ από τον κύριο Όμηρο Πιζάνη, ένα από τα παλαιότερα μέλη της ελληνογερμανικής κοινότητας του Αμβούργου. Στον εν λόγω οίκο, επί της Brahmsallee 7, γίνονται κάθε φορά δεκτοί ανά εξάδες σπουδαστές από τα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, επιλεγμένοι από τους καθηγητές τους· τους παρέχεται πλήρης φιλοξενία με σκοπό την συνέχιση των σπουδών στις ειδικότητές τους (Ziebarth, 1936/2, 78).
Μερικοί από τους σπουδαστές, τους οποίους στήριζε ο Πιζάνης –δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί αν πρόκειται για όλους–, εμφανίζονται τουλάχιστον μια φορά σε κάποια Συνέλευση των μελών της DGGHH.
Μερικούς μπορεί κανείς να τους αναγνωρίσει από την διεύθυνση που δίνουν στη λίστα συμμετεχόντων (Brahmsallee 7). Πολλοί από τους φιλοξενούμενους στην Εστία, στο βαθμό που έχουν ολοκληρώσει την διατριβή τους και υπάρχει στα αρχεία της DGGHH πιστοποιητικό (επιτυχούς) εξέτασης ή/και αντίτυπο της εργασίας τους, εκφράζουν τις ευχαριστίες τους προς τον Πιζάνη στον πρόλογο, στην αφιέρωση ή στο βιογραφικό τους σημείωμα. Ο Στυλιανός Καρακαντάς και ο Αιμίλιος Μπεντερμάχερ είναι οι μόνοι που ενώ φαίνεται να συμπεριλαμβάνονται στους υποστηριχθέντες, δεν αναφέρουν τον Πιζάνη· αντίτυπο της εργασίας του Παναγιώτη Νασούφη δεν μπόρεσα να εξετάσω και στην περίπτωσή του δεν ξέρω αν αναφέρει τον Πιζάνη.
Στο παρόν δοκίμιο υπάρχει το Παράρτημα 1 με στοιχεία για τις διδακτορικές διατριβές για τις οποίες τουλάχιστον είτε α) υπάρχει εγγραφή σε κάποιο βιβλίο εκπόνησης διατριβών είτε β) έχει ληφθεί ή τεκμηριώνεται μια δακτυλογραφημένη ή δημοσιευμένη διδακτορική εργασία – πρόκειται για συνολικά 36 διδακτορικά. Στο παράρτημα αυτό εισήχθησαν επίσης και όσα δεδομένα ήταν διαθέσιμα από τα μητρώα του πανεπιστημίου, καθώς και όσα προέκυψαν από την εξέταση των φακέλων των εκπονούμενων εργασιών και –σε μεμονωμένες περιπτώσεις– των προσωπικών φακέλων (για τους Σέργιο Σεφέρη και Παναγιώτη Νασούφη). Υπάρχει επιπλέον και το Παράρτημα 2, όπου έχουν συμπεριληφθεί μόνον εκείνοι οι Έλληνες και Ελληνίδες για τους/τις οποίους/ες υπάρχει μεν εγγραφή στα μητρώα του πανεπιστημίου, αλλά δεν υπάρχει αναφορά σε αίτηση για διδακτορική εξέταση. Το Παράρτημα είναι διαρθρωμένο κατά Σχολές, η σειρά σύμφωνα με την ημερομηνία της πρώτης εγγραφής στο Μητρώο· λείπουν φυσιολογικά στοιχεία για τη Φυσικομαθηματική Σχολή. Πριν απ’ όλα γίνεται πάντως μια συνολική αξιολόγηση των στοιχείων.
Στην διδακτορική της διατριβή του 2005, η Μαρία Ζαρίφη έχει ανακαλύψει υλικό για κάποια από τα πρόσωπα που διαπραγματευόμαστε εδώ και σε άλλες πηγές. Το υλικό του Αμβούργου είναι πιο πλήρες, ενώ τόσο όσον αφορά την ακρίβεια του περιεχομένου των πληροφοριών, όσο και την αφορμή της συλλογής τους, φαίνεται πιο σαφές. Με την έρευνα των φακέλων του Αμβούργου, επιβεβαιώνεται κάτι το οποίο φαίνεται καθαρά και από τις μελέτες των Ζαρίφη (2005) και Κουτσούκου (2008): κατά τη δεκαετία του 1930, ο όρος «πολιτισμική πολιτική» (Kulturpolitik) συμπεριελάμβανε και αυτό το οποίο θα ονομάζαμε σήμερα «μεταφορά γνώσεων» (Wissenschaftstransfer). Συνέπεια στην πραγμάτευση ελληνικών ονομάτων σημαίνει στην προκειμένη περίπτωση ότι τα παραθέτουμε σε κάποια ορισμένη παραλλαγή. Αυτό οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι τα ονόματα παρουσιάζονται με ποικιλόμορφο τρόπο ήδη στις ίδιες τις πηγές (κάποτε σε πιο έντονα φωνητική γραφή, κάποτε άλλοτε περισσότερο υπό τη μορφή γραφήματος· κάποτε στην επίσημη γραφή των ονομάτων, κάποτε άλλοτε στην πιο χρηστική μορφή τους)· και αφετέρου στο ότι από την περίοδο του μεσοπολέμου έχουν αλλάξει πλέον ορισμένες συμβάσεις. Τότε επί παραδείγματι γράφαμε το ελληνικό «Κάππα» σχεδόν πάντα ως “C”, ενώ σήμερα το γράφουμε συνήθως ως “K”. Στα Παραρτήματα μεταφέρω τα ονόματα όπως εμφανίζονται στις πηγές, στο υπόλοιπο δοκίμιο σύμφωνα με τις σημερινές συμβάσεις.
Αξιολόγηση 1η: Η ελκυστικότητα του νεαρού Πανεπιστημίου του Αμβούργου
Όσον αφορά την επιλογή του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, φαίνεται ότι είναι θεμελιώδες το ερώτημα κατά πόσον οι έλληνες/ίδες υποψήφιοι/ες διδάκτορες είχαν (ήδη) κάποια οικογενειακή ή ακόμη και επαγγελματική σχέση με το Λιμάνι, κατά πόσον δηλαδή δευτερογενή κριτήρια ευνοούσαν την επιλογή. Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος (1925/26)17Οι αριθμοί σε παρένθεση αναφέρονται στο εξάμηνο της πρώτης εγγραφής. είχε έρθει ο ίδιος για σπουδές στο Αμβούργο και από το 1928 εργάστηκε στο Ελληνικό Γενικό Προξενείο· το ότι τα αδέλφια του Ευριπίδης (1929/30), Ματούλα (1931/32), Δημήτριος (1933/34) και Γεώργιος (1938) ήρθαν στο Αμβούργο για να εκπονήσουν τη διατριβές τους δεν πρέπει ασφαλώς να θεωρηθεί ως ανεξάρτητο γεγονός. Η καταγωγή της οικογένειας ήταν ελληνική. Ο Λέων Πιζάνης (1926/27) ήταν προφανώς ανιψιός του εδρεύοντος στο Αμβούργο επιτυχημένου εμπόρου Όμηρου Πιζάνη, τον οποίο και διαδέχθηκε αργότερα στην εταιρία. Ο Δημήτριος Δημητρίου (1927/28), γιος έλληνα εμπόρου, είχε γεννηθεί στη Δρέσδη· τελείωσε όμως το Γυμνάσιο στο Αμβούργο, επειδή η οικογένειά του μετακόμισε εκεί. Οι αδελφοί Σταμάτης Βοϊβόδας (1929) και Νικόλαος Βοϊβόδας (1936) γεννήθηκαν αμφότεροι στην Κωνσταντινούπολη και δηλώνουν ότι ο πατέρα τους εργαζόταν σε ιδιωτική τράπεζα· δραστηριοποιήθηκαν σε διευθυντικές θέσεις στην εταιρία Macedonian Trading Co.m.b.h. (ΕΠΕ), στο Αμβούργο, χωρίς όμως να διευκρινίζεται αν ο πατέρας τους ήταν σ’ αυτήν εταίρος ή αν υπήρχε οιαδήποτε άλλη οικογενειακή σχέση με την εταιρία. Οι αδελφοί Βασίλειος Μαλάμος (1925/26) και Σπύρος Μαλάμος (1932/33)18Ο αναφερόμενος στο Hamburger Fremdenblatt της 18ης Δεκεμβρίου 1934 (αρ. 349, σελ. 6) φοιτητής Μαλάμος πρέπει να είναι ο Σπύρος Μαλάμος: «Μιλώντας για τους αλλοδαπούς φοιτητές, ο έλληνας φοιτητής Μαλάμος τόνισε ότι δεν είχαν έρθει στη Γερμανία μόνο για να σπουδάσουν, αλλά και για να αποκαταστήσουν με τους γερμανούς συναδέλφους τους μια στενή προσωπική σχέση. Ως ένα χαρμόσυνο δείγμα της αμοιβαίας κατανόησης η εθνική φοιτητική ένωση Ελλάδος και οι Γερμανοί Φοιτητές με την υποστήριξη του Υπουργείου Προπαγάνδας του Ράιχ έχουν ετοιμάσει για τον επόμενο χρόνο μια σειρά ανταλλαγών μεταξύ ελλήνων και γερμανών φοιτητών» (StAHH 364-5 I, K 20.01.2/2, o.N.). Ο Ziebarth, 1936/3, αναφέρεται προφανώς σ’ αυτή την επίσκεψη στην Ελλάδα. ήταν γιοι ενός πρώην ναυάρχου του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού· η οικογένεια ζούσε από το 1924 στο Αμβούργο, όπου ο πατέρας τους Κωνσταντίνος Μαλάμος δραστηριοποιούνταν ως έμπορος.19Προφανώς στην ιδρυθείσα από τον Ηλία Πανταζόπουλο (θαν. 1925) εταιρία· υπάρχει μια χειρόγραφη επιστολή του, που απευθύνεται προς τον πρόεδρο της DGGHH RA David Wolfhagen, με ημερομηνία 22 Νοεμβρίου 1928 σε επιστολόχαρτο της εταιρίας Πανταζόπουλος (Archiv DGGHH, Ordner 1918–1937, Blätter o.N.). Στις πηγές αναφέρεται παντού ως Ναύαρχος ε.α. –ακόμη και στον κατάλογο μελών της DGGHH του Ιανουαρίου του 1937 (Archiv DGGHH, Ordner 1918–1937, Blätter o.N.). Στον κατάλογο μελών της 15ης Σεπτεμβρίου 1937 επιβεβαιώνεται η θέση του ως μέλους του προεδρείου, στα πρακτικά της Συνέλευσης το πρώτο του όνομα καταγράφεται ως Κωνσταντίνος (Archiv DGGHH, Ordner 1937–1945, Blätter o.N.). Στον κατάλογο μελών της 23ης Σεπτεμβρίου 1939 επιβεβαιώνεται η θέση του Κωνσταντίνου Μαλάμου ως μέλους του προεδρείου. Στα πρακτικά της Συνέλευσης της 18ης Νοεμβρίου του 1941 διαβάζουμε: «Το μέχρι τούδε προεδρείο επανεξελέγη δια βοής, παρ’ ότι οι Έλληνες-μέλη του δεν βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στο Αμβούργο· ο προεδρεύων παρατηρεί ότι όταν αργότερα αποσαφηνιστεί οριστικά το ζήτημα της απουσίας, θα καταστεί δυνατόν να εκλεγούν νέα μέλη του προεδρείου από την ελληνική πλευρά.» (Archiv DGGHH, Ordner 1937–1945, Blätter o.N.).
Ο Αθανάσιος Δομένικος (1927) γράφει στη βιογραφία του ότι είχε έρθει στη Γερμανία, αρχικά στη Λειψία, ως συνεργάτης της εταιρίας του θείου του. Ο Πέτρος Κουλμάσης (Coulmas, όχι εγγεγραμμένος), ήταν γιος έλληνα εμπόρου με έδρα τη Δρέσδη. Αφού φοίτησε σε διάφορα Πανεπιστήμια της Γερμανίας, έφτασε τελικά στο Αμβούργο το 1939 για την εκπόνηση διατριβής. Αυτό σημαίνει ότι σε τουλάχιστον 14 από τις καταγεγραμμένες στο Παράρτημα 1 διδακτορικές διατριβές μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν ήταν (ή δεν ήταν αποκλειστικά) επιστημονικοί οι λόγοι που οδήγησαν τους ανθρώπους στο Αμβούργο. Στις περιπτώσεις αυτές η εκπόνηση της διδακτορικής τους εργασίας μόνον υπό προϋποθέσεις αντιπροσωπεύσει παράδειγμα «μεταφοράς επιστήμης» μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας.
Τείνει κανείς να σκεφτεί ότι η υποστήριξη που προσέφερε ο Όμηρος Πιζάνης ενίσχυσε την ελκυστικότητα του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Ο τότε πρόεδρος της DGGHH David Wolfhagen ανακοινώνει στη Συνέλευση των μελών της Ένωσης στις 24 Ιουνίου 1935 την δωρεά, με τρεις υποτρόφους (βλ. υποσημείωση 23) να είναι παρόντες.20Archiv DGGHH, Ordner 1918–1937, Blätter o.N. Δίνω εδώ τα γνωστά σε μένα ή πιθανολογούμενα ονόματα των υποτρόφων, ανεξάρτητα από το αν αυτοί ολοκλήρωσαν την εκπόνηση της διατριβής τους, κάτι που δεν κατόρθωσαν όλοι· οι αριθμοί σε παρένθεση αναφέρονται στην πρώτη εγγραφή στα μητρώα εγγεγραμμένων· δίνω επίσης, στο βαθμό που αυτά είναι γνωστά, τη Σχολή καθώς και την προέλευση ή/και τον τόπο γέννησης: 1) Ιωάννης Ιωαννίδης (1934, από την περιοχή του Πόντου, Φιλοσοφική Σχολή), 2) Στυλιανός Καρακαντάς21Βλ. υποσημείωση 10. (1935, από τα Τρίκαλα, Σχολή Νομικών και Κοινωνικών Επιστημών – RSF), 3) Γεώργιος Δημητράκος (1935/36, από την Προύσσα, Φιλοσοφική Σχολή),22Ο Δημητράκος ήταν (στάτους: Ιανουάριος 1937) μέλος της DGGHH δηλωμένος στη διεύθυνση Brahmsallee 7 (Archiv DGGHH, Ordner 1918–1937, Blätter o.N.). 4) Γρηγόριος Λαμπαδαρίδης23Βλ. επόμενη υποσημείωση. (1935/36), 5) ‚Αγγελος Πιστοφίδης (1935/36, από το Μπατούμ της Ρωσίας, Ιατρική Σχολή), 6) Κυριάκος/Τάκης Μουζενίδης (1936, από την Τραπεζούντα, πιθανώς Φιλοσοφική Σχολή)24Οι Καρακαντάς, Λαμπαδαρίδης και Μουζενίδης πήραν μέρος σύμφωνα με τη σχετική λίστα στη Συνέλευση των μελών της DGGHH στις 24 Ιουνίου 1935 (Archiv DGGHH, Ordner 1918–1937, Blätter o.N.). Όλοι τους δηλώνουν ως διεύθυνση την Brahmsallee 7, κάτι που σημαίνει ότι ήταν υπότροφοι του ιδρύματος του Homère Pisani., 7) Αντώνιος Σουρμελής25Σύμφωνα με τη λίστα συμμετεχόντων ο Σουρμελής πήρε μέρος στη Συνέλευση των μελών της 15ης Σεπτεμβρίου 1937 (Archiv DGGHH, Ordner 1918–1937, Blätter o.N.). Ο Σουρμελής παρακολούθησε τα σεμινάρια ελληνικών του Σαρρή, κάτι που θα πρέπει να θεωρηθεί ως φιλική χειρονομία. Οι κατάλογοι των συμμετεχόντων βρίσκονται σε έναν προσωπικό φάκελο, που αφορά τον Σαρρή (StAHH, 364-5 I, A 130.02. Heft 10, Bl. 32–35). Ο διευθυντής της Υπηρεσίας εξωτερικών υποθέσεων Ρόλαντ Αντόλφι (Roland Adolphi), με επιστολή του της 20ης Μαΐου του 1939, η οποία απευθύνεται προφανώς στον Άντολφ Ράιν (Adolf Rein) με την ιδιότητά του ως προέδρου της Ακαδημαϊκής υπηρεσίας εξωτερικών υποθέσεων, παίρνει θέση πάνω σε μια κατηγορία γερμανών κατοίκων της Φοιτητικής Εστίας, όπου διέμεναν και Γερμανοί και αλλοδαποί, και αναφέρει εκεί τον Σουρμελή ως παλαιό φοιτητή του Χανσεατικού Πανεπιστημίου, που του είχε ευχηθεί για τα Χριστούγεννα του 1937 ή/και του 1938. (StAHH 364-5 I, K 20.01.2/1, o.N.). (1936/37, πιθανώς από την Κερασούντα), 8) Παναγιώτης Νασούφης (1937, από την Αθήνα, Ιατρική Σχολή) 9) Παναγιώτης Γρηγοριάδης (1937/38, Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, Ιατρική Σχολή), 10) Κωνσταντίνος Νικολαΐδης (1937/38, δεν δίδεται ο τόπος γέννησης, Ιατρική Σχολή), 11) Αιμίλιος Μπέντερμαχερ (1938, από την Πάτρα, Σχολή Νομικών και Κοινωνικών Επιστημών – RSF), 12) Ευθύμιος Παπαγεωργίου (1938/39, από τη Δωρίδα, Σχολή Νομικών και Κοινωνικών Επιστημών – RSF).
Τουλάχιστον εννέα από τις δώδεκα διαδικασίες εκπόνησης διδακτορικής εργασίας που καταγράφονται στο Παράρτημα 1, έλαβαν λοιπόν κάποια ενίσχυση από το Ίδρυμα Πιζάνη. Κάνει εντύπωση το υψηλό ποσοστό ελλήνων πολιτών που είχαν γεννηθεί εκτός του Βασιλείου της Ελλάδας και των οποίων οι οικογένειες αναγκάστηκαν για λόγους που σχετίζονται με τις εκεί πολιτικές μεταβολές να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Θα μπορούσε ως εκ τούτου να σκεφτεί κανείς ότι ο Πιζάνης, η οικογένεια του οποίου καταγόταν από την περιοχή του Πόντου, υποστήριζε κατά προτίμηση Έλληνες, των οποίων οι οικογένειες είχαν χάσει την πατρίδα τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από εκείνους που ούτε είχαν οικογένεια ή επαγγελματικά συμφέροντα στο Αμβούργο ή τη Γερμανία, ούτε υποστηρίχθηκαν οικονομικά από τον Πιζάνη, οι παρακάτω είχαν επίσης γεννηθεί εκτός των συνόρων του Βασιλείου της Ελλάδας (κατά ημερομηνία και τόπο γέννησης): Σέργιος Σερέφης (1895 στη Σμύρνη), Νικόλας Κερεστετζόπουλος-Κούρσης (1896 στη Σμύρνη), Εμμανουήλ Σαρρής (1899 στη Σάμο), Θεόδωρος Δεληγιώργης (1907 στην Κερασούντα), Φαίδων Σαχζαμάνογλου (1912 στη Σμύρνη). Όλοι φαίνεται πως ήρθαν στο Αμβούργο για επαγγελματικούς λόγους, ακόμη κι αν αυτούς δεν μπορώ πάντα να τους ταυτοποιήσω, όπως μπορώ να το κάνω στην περίπτωση φερ’ ειπείν του Φαίδωνα Σαχζαμάνογλου: αυτός, μετά την διατριβή του, ασχολήθηκε με το εμπόριο καπνού στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα, διατηρώντας εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία και το Αμβούργο.
Εκτός του Πιζάνη, υπάρχει κι ένας δεύτερος έλληνας ευεργέτης, επίσης μέλος της DGGHH και έμπορος καπνού, ο Κωνσταντίνος Κυριαζής. Ο Δημήτριος Δημητρίου (1927/28) εκφράζει το 1935 τις ευχαριστίες του για την «μεγαλόψυχη βοήθεια» και «την εκτύπωση της εργασίας». Ο Καρακαντάς (1935) –για τον οποίο πρέπει, όπως ειπώθηκε, να θεωρήσουμε ότι ήταν υπότροφος του Πιζάνη– αφιερώνει την διατριβή του με απεριόριστο «σεβασμό» στον Κυριαζή. Ο Αθανάσιος Καραγιάννης (1931/32) αφιερώνει επίσης την διατριβή του στον Κυριαζή «με ευγνωμοσύνη». Ο Holger Impekoven γράφει ότι το Ίδρυμα Humboldt της περιόδου 1925–1945 ήταν ένα πρόγραμμα υποτροφιών, χρηματοδοτούμενο από το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών· «η ιστορία του Ιδρύματος Alexander von Humboldt είναι ως εκ τούτου σε μεγάλο βαθμό μια μερική όψη της ιστορίας της γερμανικής εξωτερικής πολιτιστικής πολιτικής» (Impekoven, 2013, 20). Η Κουτσούκου γράφει ότι ο κατάλογος των υποτρόφων του Ιδρύματος AvH είναι σήμερα δύσκολο να ανασυσταθεί (2010, 148). Αυτό συναρτάται ασφαλώς με το γεγονός ότι τα Αρχεία «θεωρούνται σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένα»· πρέπει να καταστράφηκαν σε κάποιον βομβαρδισμό του Νοεμβρίου (Impekoven, 2013, 30). Ο Impekoven εργάζεται κατά συνέπεια με αυτό που ονομάζει υλικό «παραδεδομένο από την απέναντι πλευρά», με τα έγγραφα δηλαδή που έχουν παραλάβει οι αποδέκτες των υποτροφιών του Ιδρύματος AvH –τέτοια έγγραφα της «απέναντι πλευράς» αναζήτησα μάταια στο Αμβούργο. Σε ό,τι έχει να κάνει με την παρούσα μελέτη, αυτό που ενισχύει την αβεβαιότητα όσον αφορά τους υποτρόφους του Ιδρύματος AvH, είναι ότι η αναφορά της οικονομικής υποστήριξης στα συνοδευτικά κείμενα της δημοσιευμένης διατριβής δεν ήταν τόσο προφανής όσο σήμερα. Θεωρώ εξαιρετικά πιθανό να υπάρχουν ανάμεσα στους έλληνες διδάκτορες, που αναφέρονται ονομαστικά στο Παράρτημα 1, και επιπλέον υπότροφοι του Ιδρύματος AvH, για την υποτροφία των οποίων δεν κατάφερα να μάθω κάτι. Δεν έχω καμιά απολύτως ένδειξη για υποτρόφους του Γερμανικού Ιδρύματος της Κεντροευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης (Mitteleuropäischer Wirtschaftstag-MEWT, βλ. Koutsoukou, 2010, 147) στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Οι υποτροφίες του Ιδρύματος Alexander von Humboldt για την περίοδο που εξετάζουμε (1927–1931, 1928–1930, 1929–32, 1938–40, ±1940, 1943)26Τα στοιχεία έχουν ληφθεί από τα βιογραφικά των υποτρόφων όπως και από διάφορες αλληλογραφίες, που περιέχονται σε φακέλους εκπόνησης διδακτορικών εργασιών. Στο αρχείο της DGGHH (Ordner 1937–1945, Blätter o.N.) περιέχεται μια επιστολή του Γενικού Γραμματέα της DGG, της οργάνωσης-ομπρέλας που επιβλήθηκε αναγκαστικά από τη ναζιστική κυβέρνηση, με ημερομηνία 5 Ιουνίου 1943 προς τον πρόεδρο της DGGHH Μπρούνο Σνελ: «Η Γερμανική Μέριμνα Σπουδών για αλλοδαπούς μας ανακοίνωσε σήμερα ότι οι κάτωθι κύριοι έλαβαν την υποτροφία του Ιδρύματος Χούμπολτ και σπουδάζουν στο Αμβούργο: 1. Κωνσταντόπουλος Γεώργιος, Νομικές Επιστήμες, Hamburg 13, Rothenbaumchaussee 44. 2. Γεωργακόπουλος Λουδοβίκος, Ιατρική, Hamburg 33, Allg. Krankenhaus Barmbek, Hartzloh 26. 3. Ιωαννίδης Ιωάννης, Σωματική αγωγή, Αρχαιολογία, Hamburg 30, Wrangelstr. 61. Σας ενημερώνουμε σχετικά με την παράκληση να μεριμνήσετε κι εσείς από τη μεριά σας τους εν λόγω κυρίους και να τους προσελκύετε σε εκδηλώσεις»., φτάνουν συνολικά τις 7, κάτι που δεν προκαλεί εντύπωση. Οι τρεις από τις υποτροφίες αυτές δόθηκαν πριν από το 1933, αριθμός σχετικά υψηλός.27Την περίοδο 1925–1932/33 δόθηκαν -σύμφωνα με τον Impekoven και «στο βαθμό που κάτι τέτοιο έγινε δυνατό να εξακριβωθεί»- συνολικά μόλις δεκατρείς υποτροφίες σε Έλληνες υποψήφιους (Impekoven, 2013, 226). Φαίνεται όμως ότι το νεαρό Πανεπιστήμιο του Αμβούργου δεν επωφελήθηκε από την διεύρυνση της οικονομικής ενίσχυσης ελλήνων/ίδων υποψήφιων διδακτόρων μετά το 1933.28Για την διεύρυνση αυτή βλ. Koutsoukou, 2010, 145–148. Για τα χρόνια 1933/34 – 1938/39 ο Impekoven αναφέρει 127 υποτροφίες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της MEWT (Impekoven 2013: 226). Επίσης, πάντα κατά τον Impekoven, στη συνολική «πίτα» των υποτρόφων των ετών 1925-1936/37 του ιδρύματος AvH, το Αμβούργο κατείχε ένα μερίδιο της τάξης του 3.47%. Συγκριτικά: όλα τα ιδρύματα του Βερολίνου μαζί κατείχαν ένα μερίδιο της τάξης του 39,89%, όλα τα αντίστοιχα του Μονάχου 20,41% (Impekoven, 2013, 142). Κάνει επίσης εντύπωση ότι και οι δύο υπότροφοι του Ιδρύματος AvH, σεσημασμένοι λόγω της συμπάθειάς τους προς τον εθνικοσοσιαλισμό, –ο Βασίλειος Έξαρχος και ο Ευριπίδης Κωνσταντόπουλος– είχαν δώσει τις εξετάσεις για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος ήδη πριν ή λίγο μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Όσον αφορά τον Ιωαννίδη, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στη φοίτησή του στη Γυμναστική Ακαδημία της ναζιστικής σχολής (Führerschule) του Νόιστερλιτς (Neusterlitz) το 1936 και στην υποτροφία του από το Ίδρυμα AvH (1938–1940), δεδομένου μάλιστα ότι ήταν ήδη «υποστηριζόμενος» από το ίδρυμα Πιζάνη·29Το 1940/41 υπήρχαν 60 έλληνες υπότροφοι στη Γερμανία (Impekoven, 2013, 317). η νέα υποτροφία του 1943 προέκυψε αμέσως μετά την έκδοση του πιστοποιητικού της διδακτορικής εργασίας, κάτι που σήμαινε ότι οι δεσμοί του με τη Γερμανία έμελλε να ενισχυθούν.30«Η χορήγηση υποτροφιών προς την Ελλάδα επανήλθε βαθμιαία σε κανονική τροχιά την ακαδημαϊκή χρονιά 1942/43 […] Οι πρώτες υποτροφίες τέθηκαν ξανά στη διάθεση των ενδιαφερομένων ‘προκειμένου να εκπαιδευτεί άμεσα και επειγόντως στη Γερμανία το κατάλληλο εργατικό δυναμικό σε συγκεκριμένα πεδία οργανωτικών ειδικοτήτων με στόχο τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας’» (Impekoven, 2013, 318). Ο Γεώργιος Κωνσταντόπουλος, όπως και ο αδελφός του Δημήτριος, πέρασε τα χρόνια της κατοχής της Ελλάδας στη Γερμανία. Ο Λουδοβίκος Γεωργακόπουλος, που έλαβε υποτροφία το 1943 και η περίπτωσή του δεν εμπίπτει ως εκ τούτου στην περίοδο που εξετάζει η παρούσα μελέτη, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1948 στην Ιατρική Σχολή με μια εργασία που είχε θέμα της την Ελονοσία και την καταπολέμησή της στην Ελλάδα. Ο Σαρρής γύρισε το 1941 στην Ελλάδα και παρέμεινε εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια γερμανικής κατοχής. Το 1948 επέστρεψε από την Αίγυπτο, όπου δίδασκε σε κάποιο σχολείο, για να αναλάβει πάλι στο Αμβούργο τη θέση, για την οποία είχε λάβει άδεια (και στην οποία είχε αντικατασταθεί από τον Δ. Κωνσταντόπουλο). Στην Αίγυπτο είχε φτάσει ως αιχμάλωτος πολέμου, κάτι που αποτελεί ένδειξη ότι μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας εθεωρείτο εκεί ύποπτος.
Με πολύ μεγάλη δυσκολία επίσης είναι δυνατόν να συσχετισθούν μεταξύ τους τα στοιχεία που προκύπτουν από τα συνοδευτικά κείμενα της διδακτορικής εργασίας του Γεωργακόπουλου (υπάρχει εκτός των άλλων και μια αξιοπρόσεκτη παραλλαγή του ονόματός του: στο βιογραφικό της διατριβής του ονομάζεται «Κωνσταντίνος Λουδοβίκος Γεωργακόπουλος», ενώ στο εξώφυλλο «Γεώργιος Λουδοβίκος Τζώρτζης Γεωργακόπουλος»), ο οποίος είχε γεννηθεί στη Νέα Υόρκη το 1912 και ήρθε «για πρώτη φορά στη Γερμανία» το 1932. Γράφει ότι στις 11 Δεκεμβρίου 1941 συνελήφθη από την Γκεστάπο λόγω της εισόδου των ΗΠΑ στον πόλεμο και τέθηκε σε απομόνωση. Τον Μάιο του 1942 θεωρήθηκε ύποπτος κατασκοπίας. Πέρασε 9 μήνες στη φυλακή και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλτ, για να εκδοθεί κατόπιν στην Ελλάδα. «Το 1943 μπόρεσα ως υπότροφος του Ιδρύματος Alexander v. Humboldt να γυρίσω στη Γερμανία […] Μετά το τέλος του πολέμου υπηρέτησα ως Ιατρός Στρατοπέδου στο U.N.R.R.A. και το 1947 ολοκλήρωσα τις εξετάσεις μου στην Ιατρική».31Georgis 1944: 74–75. Στον πρόλογό του, που ακολουθεί την αφιέρωση στη μητέρα του με ημερομηνία 25 Νοεμβρίου 1944, ευχαριστεί τον έλληνα ειδικό στην ελονοσία Γρηγόριο Λιβαδά, «ο οποίος έθεσε στη διάθεσή μου με μοναδικό τρόπο το σύνολο του υλικού όχι μόνο της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών αλλά και του Υπουργείου Υγείας». Και στη συνέχεια γράφει: «Τα πολύτιμα στοιχεία για τα μέτρα αντιμετώπισης της ελονοσίας που ελήφθησαν από τη Γερμανική Βέρμαχτ στην Ελλάδα, οφείλονται στον επικεφαλής αξιωματικό του Υγειονομικού της Κατοχικής Διοίκησης της Ελλάδας, Αρχίατρο Δρ. Κρολ». Πιθανώς τα διάφορα συνοδευτικά κείμενα της διατριβής να γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και ένα παλαιότερο βιογραφικό να αντικαταστάθηκε πριν από το τελικό δέσιμο της εργασίας.
Από τα βασικά μαθήματα που απευθύνονταν προς τους υποψήφιους διδάκτορες στη Φιλοσοφική Σχολή τρία εμφανίζονται από δύο φορές: η Παιδαγωγική (1928, 1931/32), η Αρχαία Ιστορία (1029/30, 1935/36) και η Κοινωνιολογία (1938/39, 1939). Από μια φορά εκπροσωπούνται η Ψυχολογία (1929) και η Αθλητική Επιστήμη (1934) – Σαρρής και Ιωαννίδης, χρησιμοποίησαν αμφότεροι τις αποκτηθείσες δεξιότητες για να ασκήσουν επάγγελμα στο χώρο της παιδαγωγικής επιστήμης. Ο Σαρρής τόνιζε όποτε δινόταν η ευκαιρία τις επιτυχίες του στα παιδαγωγικά (Moening, 2021), και εγκατέλειψε την θέση του λέκτορα στο Αμβούργο, ανταποκρινόμενος σε μια πρόσκληση από την Παιδαγωγική Ακαδημία στη Φλώρινα (Eliadu-Tachu/Orphanu, 2017, 18–21). Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι τα μαθήματα που σχετίζονται με την μελέτη της αρχαιότητας εμφανίζονται συχνότερα ως δευτερεύουσες επιλογές των οκτώ προσώπων, υποψηφίων διδακτόρων, οι οποίοι αιτούνται συμμετοχή στις εξετάσεις της Φιλοσοφικής Σχολής: Η Αρχαία Ιστορία τέσσερις φορές, η Αρχαιολογία τρεις, η Κλασική Φιλολογία δύο. Τέσσερις φορές εκπροσωπείται πάντως επίσης η Παιδαγωγική και τρεις το μάθημα της Φιλοσοφίας (μαθήματα που εμφανίζονται μόνο μια φορά δεν βρήκα εδώ).Στη Σχολή Νομικών και Κοινωνικών Επιστημών (RSF) πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε Νομικούς (έντεκα) και Οικονομολόγους (επτά). Αν μπορούμε να εντοπίσουμε κάπου ένα είδος επιστημονικής συστάδας (cluster) αυτό είναι στις διδακτορικές εργασίες των οικονομικών επιστημών: είναι εν προκειμένω αξιοπρόσεκτο ότι πέντε από τις επτά διατριβές έγιναν υπό την επίβλεψη του καθηγητή Paul Schulz-Kiesow.
Με εξαίρεση τη διατριβή του Νικόλα Βοϊβόδα, όλες οι άλλες ασχολούνται με την Ελληνική Οικονομία και την Αγροτική Οικονομία και μάλιστα με όψεις τους, που είχαν άμεσο ενδιαφέρον για το γερμανικό εμπόριο –θα μπορούσε κανείς στο σημείο αυτό να αναρωτηθεί αν ο εμπορικός κόσμος του Αμβούργου αναζήτησε σ’ αυτές τις εργασίες πληροφορίες για την Ελλάδα ως εταίρο. Εκτός του Φαίδωνα Σαχσαμάνογλου (1933), όλοι οι άλλοι (Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, 1925/26, Σταμάτης Βοϊβόδας, 1929 και Θεόδωρος Δεληγιώργης, 1936) συνέχισαν, ανάμεσα στην εγγραφή τους και την επιτυχία στις εξετάσεις τους για την απόκτηση διδακτορικού, να ασκούν κάποιο επάγγελμα και μάλιστα σε τομείς συναφείς προς το θέμα της διατριβής τους. Το σχέδιο της εργασίας του Λέοντα Πιζάνη (1926/27), όπου το θέμα ήταν η γερμανική αγορά (στην οποία δραστηριοποιούνταν ο ίδιος), είχε ως επιβλέποντα τον Τέοντορ Πλάουτ (Theodor Plaut)· τη διατριβή του Ευθύμιου Παπαγεωργίου για την Αγροτική οικονομία επέβλεπε ο Βάλντεμαρ Τσίμερμαν (Waldemar Zimmermann). Ο Schulz-Kiesow είναι έτσι ο «τοπ σκόρερ» μεταξύ αυτών που επιβλέπουν διατριβές Ελλήνων· και σ’ αυτές τις εργασίες πρόκειται κατά προτίμηση για θέματα που σχετίζονται με την Ελλάδα.
Από τις έντεκα νομικές διατριβές, δύο επιβλέπονται από τον Wüstendörfer (Εμπορικό Δίκαιο και Δίκαιο της ναυσιπλοΐας), δύο από τον Laun (η μία στο Διεθνές Δίκαιο) και δύο από τον Raape (Αστικό Δίκαιο, Διεθνές Ιδιωτικό Δίκαιο). Ο Κυριάκος Σπηλιόπουλος αναφέρει στο βιογραφικό του ρητά τον λόγο για τον οποίο επέλεξε να έρθει στο Αμβούργο: «επειδή ενδιαφερόμουν ιδιαίτερα για το Δίκαιο της Θάλασσας». Συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη τους εξεταστές και στα δευτερεύοντα μαθήματα, διαπιστώνουμε σαφώς ότι για τους έλληνες υποψήφιους διδάκτορες είχε ενδιαφέρον όλο το φάσμα των νομικών μαθημάτων.
Στην Ιατρική Σχολή είναι σχεδόν αδύνατο να αναγνωρίσουμε κάποιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο: δεν υπάρχει για παράδειγμα διπλή εμφάνιση ενός μαθήματος ή κάποιου επιβλέποντα. Οι παράλληλες πορείες, που αναδεικνύονται στα βιογραφικά τους, υποδηλώνουν ότι ο Σέργιος Σερέφης (1922/23) και ο Νικόλαος Κερεστετζόπουλος-Κουρσής (1922/23) δεν είχαν έρθει στο Αμβούργο ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Μερικοί είχαν σπουδάσει προηγουμένως Ιατρική στην Αθήνα (Αθανάσιος Δομένικος, 1927· Άγγελος Πιστοφίδης, 1935/36· Παναγιώτης Γρηγοριάδης, 1937/38· Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, 1937/38). Απ’ ευθείας από ελληνικό γυμνάσιο σε γερμανικό πανεπιστήμιο (Μόναχο) ήρθε μόνον ο Αθανάσιος Καραγιάννης (1931/32). Ο Ziebarth (1936/2, 79) αναφέρει ως έλληνες επιστήμονες στην Ιατρική Σχολή τους Σέργιο Σερέφη, Βασίλειο Μαλάμο και Νικόλαο Κερετσετζόπουλο-Κουρσή63Έψαξα μάταια για την ανεύρεση κάποιου προσωπικού φακέλου.– σχετικά με τους Σερέφη και Μαλάμο βλ. το επόμενο υποκεφάλαιο. Αναφέρει επιπροσθέτως τα ονόματα του γυναικολόγου Τσακύρογλου και του Φαρμακίδη (οι οποίοι δεν εντοπίζονται στον κατάλογο των εγγεγραμμένων). Όσον αφορά τον τελευταίο, πρόκειται μάλλον για τον Σωτήριο Φαρμακίδη, που ανακηρύχθηκε τελικά σε διδάκτορα το 1939 στο Ερλάνγκεν, και ο οποίος στο χαρακτηριστικό ύφος (Duktus) της εποχής εξέδωσε το 1937 το τομίδιο με τον τίτλο Hamburg. Antlitz und Seele. Betrachtungen eines Griechen (Αμβούργο. Όψη και Ψυχή. Παρατηρήσεις ενός Έλληνα). Εκεί γράφει για τον εαυτό του: «ένα κομμάτι της ζωής μου, ένα κομμάτι της καρδιάς μου έμεινε πίσω, όταν εγκατέλειψα τη Βαυαρία για να συναντήσω στο Αμβούργο, ως μαθητής πλέον του Ασκληπιού, το επόμενο στάδιο της ωριμότητας».
Σε πολλά βιογραφικά διαβάζουμε ότι οι περί ων ο λόγος είχαν σπουδάσει προηγουμένως και σε άλλα Πανεπιστήμια της Γερμανίας ή του εξωτερικού (Σαρρής, Κούλμας, Σπηλιόπουλος, Πιζάνης, Δημητρίου, Τσιριντάνης, Εμμανουήλ, Νικόλας Βοϊβόδας, Ντελούκας, Σερέφης, Κερεστετζόπουλος-Κούρσης, Καραγιάννης)· είναι λοιπόν πιθανό, μερικοί από τους αναφερόμενους να έγιναν διδάκτορες σε άλλα (γερμανικά) πανεπιστήμια. Οι περισσότεροι από όσους δεν είχαν σπουδάσει προηγουμένως στη Γερμανία, ήρθαν φυσικά με πρώτο πτυχίο από την Αθήνα ή σε κάποιες περιπτώσεις από τη Θεσσαλονίκη.
Από τους γνωστούς σε μένα υποψηφίους, που απέκτησαν τον τίτλο του διδάκτορα, είναι όλοι άνδρες. Στο υλικό των πηγών που εξέτασα υπάρχουν συνολικά εννιά ονόματα γυναικών, σε δύο απ’ αυτές μόνο το αρχικό του μικρού τους ονόματος, που σημαίνει ότι θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται και εδώ για άντρες: Α. Χριστοδούλου (Χ.Ε. 1930/31 – το μικρό όνομα δεν δίνεται ολογράφως), Α. Χρυσοβέργη (Χ.Ε. 1932/33 – το μικρό όνομα δεν δίνεται ολογράφως), Σοφία Γεδεών (Θ.Ε. 1932), Ηρώ Καρίπη (Θ.Ε. 1937), Ματούλα Κωνσταντοπούλου (Θ.Ε. 1938) = Ματούλα Κωνσταντοπούλου (Χ.Ε. 1931/32), Σταυρούλα Κωνσταντοπούλου (Θ.Ε. 1939), Κωνσταντίνα Κυριαζοπούλου (Χ.Ε. 1929/30), Έλλη Νάντζου (Θ.Ε. 1934) και Ελένη Σκούρα (Θ.Ε. 1931). Για κανένα από τα παραπάνω άτομα δεν κατόρθωσα να πιστοποιήσω την ύπαρξη δημοσιευμένης διατριβής. Μόνο το όνομα της Ματούλας Σ. Κωνσταντοπούλου βρήκα στο Βιβλίο εκπονούμενων διατριβών της Φιλοσοφικής Σχολής. Είχε γεννηθεί στις 12 Απριλίου 1912 στην Ανδρίτσαινα και στις υποχρεωτικές επί διδακτορικώ διπλώματι εξετάσεις μαθημάτων (που σημαίνει: τις επιλεχθείσες προφορικές εξετάσεις) πέρασε επιτυχώς, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1939, τα μαθήματα της Παιδαγωγικής Επιστήμης, της Αρχαιολογίας και της Αρχαίας Ιστορίας –με εξεταστές τους καθηγητές Flitner, von Mercklin και Rudolph. Ο λόγος της αποτυχίας της στη συνολική διαδικασία έγκειται στο γεγονός ότι δεν υπέβαλλε ποτέ τη διατριβή της.
Αξιολόγηση 2: Η διαπλοκή πολιτιστικής και επιστημονικής πολιτικής
«Η κατάληψη της εξουσίας (‘Machtergreifung’) το 1933 δεν σηματοδότησε εξ αρχής κάποια τομή για τους επίσημους φορείς της γερμανικής πολιτιστικής πολιτικής, τις Γερμανικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης και το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, οι οποίοι συνέχισαν σιωπηρά την παράδοση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» (Koutsoukou, 2010, 140). Η εξέταση των εγγράφων που αφορούν τους έλληνες/ίδες υποψήφιους/ες διδάκτορες, τους υπότροφους και μερικώς επίσης τους υπαλλήλους του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, κυρίως όμως τα επιχειρήματα με τα οποία αυτοί υποστηρίζονταν ή αποκτούσαν κατά περίπτωση προνόμια, θέτουν το ερώτημα κατά πόσον η λεγόμενη πολιτιστική πολιτική της ναζιστικής περιόδου συνολικά δεν ήταν ενδεχομένως παρά μια συνέχιση και περαιτέρω ανάπτυξη της αντίστοιχης από την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης· μια τέτοια περαιτέρω εξέλιξη επί παραδείγματι συνίστατο στο ότι ειδικά οι συνθήκες του να είναι κανείς αλλοδαπός επιδεινώθηκαν σαφώς μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939 και ιδίως μετά την έναρξη του πολέμου.
Το επιχείρημα περί υποστήριξης ελλήνων υποψηφίων διδακτόρων προκειμένου να αυξηθεί η επιρροή της γερμανικής επιστήμης στην Ελλάδα, το βρίσκουμε ήδη πριν από το 1933, ενώ η υποστήριξη μέσω κρατικής υποτροφίας μπορούσε κάλλιστα και προ του 1932 να σημαίνει τον συνδυασμό πολιτιστικών και επιστημονικών/πανεπιστημιακών στόχων. Για τα πολιτικά κίνητρα του Πιζάνη, ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά ως χορηγός ιδιωτικών υποτροφιών στα μέσα της δεκαετίας του 1930, δεν γνωρίζουμε δυστυχώς σχεδόν τίποτε. Αποδέκτες γερμανικών υποτροφιών –σύμφωνα με τα στοιχεία όσων φακέλων εξέτασα- ήταν οι προαναφερθέντες υπότροφοι του ιδρύματος Χούμπολτ. Αυτό που έλαβε ο Βασίλειος Μαλάμος δεν ήταν υποτροφία, αλλά η συγχρηματοδότηση (κατά 50%) από την πλευρά του Υπουργείου Εξωτερικών μιας θέσης που εκείνος ανέλαβε, επειδή άπτονταν των «πολιτιστικο-πολιτικών» συμφερόντων του Υπουργείου.
Όσον αφορά την υπόθεση εργασίας ότι η μεταφορά επιστημονικών γνώσεων είχε ως κίνητρο την άσκηση μονόπλευρης επιρροής, ελάχιστα είναι τα ίχνη που βρέθηκαν στα ερευνημένα έγγραφα –δεν εξέτασα όπως είπα όλους τους φακέλους των διατριβών, αλλά από το ίδιο το είδος των εγγράφων, που είναι καταχωρημένα στους φακέλους αυτούς, διαφαίνονται χωρίς να υπάρχει ανάγκη να καταδειχθούν σαφώς, τα κίνητρα βάσει των οποίων υποστηρίχθηκαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα.
Ενδιαφέροντα έγγραφα βρίσκονται ιδίως στους φακέλους εκείνων που τελικά δεν απέκτησαν διδακτορικό τίτλο. Πρόκειται αφενός για τον Βασίλειο Έξαρχο και αφετέρου για όσους θα υπηρετήσουν αργότερα ως υπάλληλοι του Πανεπιστημίου ή θα κάνουν αίτηση για υφηγεσία (Εμμανουήλ Σαρρής, Σέργιος Σερέφης, Βασίλειος Μαλάμος, Δημήτριος Κωνσταντόπουλος, Παναγιώτης Νασούφης). Για τον Πέτρο Κουλμάση, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η ελληνική υπηκοότητα συνέχισε να ισχύει τόσο για την υπαλληλική του σχέση, όσο και αναφορικά με την υφηγεσία του· αυτό δεν λειτούργησε εν τέλει σε βάρος του, το ενδεχόμενο ωστόσο ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί, συζητήθηκε και μάλιστα έντονα. Μεταξύ του διδακτορικού και της υφηγεσίας του, ο Κουλμάσης έπαιξε έναν ρόλο στην Ελλάδα, που ήταν εμφανώς ανεξάρτητος από την ελληνική πολιτική του Πανεπιστημίου του Αμβούργου.32Βλ. Coulmas, 2010.
Μερικά από τα αναφερθέντα πρόσωπα δικαιούνταν νομίζω μια μικροϊστορική μονογραφία, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη και άλλες πηγές που αφορούν την μετέπειτα εξέλιξή τους. Για κάτι τέτοιο θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε υλικό, το οποίο πιθανώς βρίσκεται στους τόπους της μεταγενέστερης δράσης τους και πιθανώς όχι στο Αμβούργο. Στα δύο πρόσωπα που διετέλεσαν αργότερα λέκτορες Νεοελληνικών στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, στους Σαρρή και Δ. Κωνσταντόπουλο, θα αναφερθώ αναλυτικά αλλού, περιοριζόμενος όμως πάλι στο υλικό που βρίσκεται στο Αμβούργο. Στο σημείο αυτό θα εξετασθούν εκείνες οι διατριβές, για τις οποίες οι προσπάθειες απόκτησης επιρροής στην Ελλάδα αποτυπώνονται κατά κάποιον τρόπο στα Αρχεία του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Κι αυτό που έχει εν προκειμένω ενδιαφέρον δεν είναι τόσο οι αναφερόμενοι Έλληνες, όσο τα πρόσωπα που τους υποστήριξαν, τα επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποίησαν για την υποστήριξη τους, καθώς φυσικά και οι μέθοδοι υποστήριξης. Απ’ αυτή την άποψη τρεις είναι οι σχετικές διατριβές που μου έγιναν γνωστές και στις οποίες θα αναφερθώ εδώ εν συντομία και με βάση τη χρονική σειρά εμφάνισης των πρώτων «συμπτωμάτων» τους.
1) Βασίλειος Μαλάμος
Με τον Βασίλειο Μαλάμο έχει ήδη ασχοληθεί η Μαρία Ζαρίφη (2005, 2010)· για την ακρίβεια έχουμε εδώ να κάνουμε με δύο περιπτώσεις: μια πρώτη από το έτος 1932, για την οποία η Ζαρίφη έχει βρει στο Ομοσπονδιακό Αρχείο υλικό λίγο πολύ ταυτόσημο ως προς το περιεχόμενο· και μια δεύτερη, που χρονολογείται τα έτη 1936-37. Και οι δύο καθιστούν σαφές ότι η υποστήριξη ενός πολλά υποσχόμενου επιστήμονα οφειλόταν στο ότι οι υποστηρικτές του έβλεπαν σ’ αυτόν ένα μέσο για άσκηση επιρροής στην Ελλάδα. Στα έγγραφα που αφορούν τον Βασίλειο Μαλάμο, επαναλαμβάνεται σταθερά ότι κατάγεται από μια οικογένεια, η οποία υπήρξε κατά τον Α’ΠΠ φιλική προς τη γερμανική πλευρά: η μητέρα του ήταν κόρη του Σπυρίδωνος Λάμπρου και κουνιάδα του Παναγή Τσαλδάρη.33Ο Σπυρίδων Λάμπρος και ο γαμπρός του είχαν αμφότεροι γερμανική παιδεία. Ο Λάμπρος ανακηρύχθηκε σε διδάκτορα στη Λειψία το 1873. Ο Τσαλδάρης, μετά το διδακτορικό του στην Αθήνα το 1890, επισκέφτηκε για σπουδές το Γκέττινγκεν και το Βερολίνο. Όταν το 1915 επήλθε η ρήξη μεταξύ του Βενιζέλου και του φιλογερμανού βασιλέα Κωνσταντίνου του Α’, δήλωσαν κι οι δύο πίστη στο βασιλιά. Ο Λάμπρος διετέλεσε πρωθυπουργός για έξι περίπου μήνες από τον Οκτώβριο του 1916 μέχρι τον Απρίλιο του 1917, ενώ ο Τσαλδάρης ήταν υπουργός στη βασιλική κυβέρνηση υπό τον Δημήτριο Γούναρη. Μετά το 1917 διώχθηκαν αμφότεροι από την κυβέρνηση Βενιζέλου (όπως και ο Μαλάμος ο πρεσβύτερος). Ο Τσαλδάρης διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός τη Ελλάδος –από 4.11.1932 μέχρι 16.1.1933 και από 10.3.1933 μέχρι 10.10.1935- και υπήρξε ο άμεσος αντίπαλος του Βενιζέλου. Για τον Τσαλδάρη, βλ. Fleischer 2020: 224–228. Όσον αφορά τα πολιτικά κριτήρια της αξιολόγησης της οικογένειας συνολικά, είναι αποκαλυπτική μια έκθεση που περιλαμβάνεται στον προσωπικό φάκελο του Βασίλειου Μαλάμου.34Ο Χάγκεν Φλάισερ (Hagen Fleischer) σκιαγραφεί την εικόνα που είχαν οι Γερμανοί για το Βενιζέλο ανάμεσα στον 1ο και τον 2ο ΠΠ και υποστηρίζει για την περίοδο της πρωθυπουργίας του μεταξύ 1928 και 1932 ότι τόσο ο έλληνας πολιτικός όσο και η Αυστρία με τη Γερμανία θα έπρεπε αυτά τα χρόνια να «αναθεωρήσουν» τις θέσεις τους. Με την παραίτηση Βενιζέλου, τον Μάιο του 1932 (λίγες, δηλαδή, εβδομάδες πριν από την αναφερόμενη εδώ ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Αμβούργου και Βερολίνου), ο γερμανός απεσταλμένος Άιζενρορ (Eisenrohr) δίνει ένα πορτραίτο του κρητικού πολιτικού, με το οποίο «επανέρχεται σε ξεπερασμένα κλισέ» (Fleischer, 2020, 223–225). Η εικόνα της οικογένειας Μαλάμου, όπως σκιαγραφείται στα έγγραφα, μου φαίνεται ότι εξυπηρετεί αυτά ακριβώς τα κλισέ, στα οποία αναφέρεται ο Φλάισερ. Το έγγραφο δεν είναι υπογεγραμμένο και δεν φέρει ημερομηνία, αντικατοπτρίζει όμως μια συγκεκριμένη κατάσταση λίγο πριν το 1930: ο Παναγής Τσαλδάρης χαρακτηρίζεται ως αρχηγός της αντιπολίτευσης (αντίπαλος δηλαδή του Βενιζέλου), ενώ ο αδελφός του Βασιλείου, Σπύρος Μαλάμος εμφανίζεται ως μαθητής ενός σχολείου στο Eppendorf (πήρε το απολυτήριο Γυμνασίου το 1932).35StAHH, IV 1954, Bl. 3–4. Πρόκειται εδώ πιθανώς για το αποτέλεσμα των πληροφοριών που ελήφθησαν από το Αμβούργο και συνιστούν τη βάση για την επιστολή των αρχών του Πανεπιστημίου (δηλαδή του von Wrochem) προς τον Διευθυντή του Υπουργείου Tergente της 16ης Ιουνίου 1932 και την απάντηση του Υπουργείου Εξωτερικών (υπογεγραμμένη ‘κατ’ εξουσιοδότηση’ από τον Freudenberg, συνεργάτη του Tergende) προς τον von Wrochem της 22ας Ιουνίου 1932 (Zarifi, 2005, 126-127; Zarifi, 2010, 160–161).36Οι ίδιες επιστολές βρίσκονται και στο Αμβούργο: StAHH, 361-6, IV 1954, Bl. 5 (επιστολή του von Wrochem προς τον Διευθυντή του Υπουργείου Tergende της 16ης Ιουνίου 1932 –χειρόγραφη εκδοχή)· StAHH, 361-6, IV 1954, Bl. 7 (i.V. Terdenges προς τον von Wrochem).
Στην επιστολή του von Wrochem της 16ης Ιουνίου 1932, αναζητούνται πόροι για να χρηματοδοτηθεί κατά το ήμισυ η παραμονή του Μαλάμου ως βοηθού ιατρού (τη στιγμή εκείνη μέντορας και επιβλέπων καθηγητής του Μαλάμου είναι ο ειδικός παθολόγος Hugo Schottmüller [†1936])37Βλ. συγκριτικά την επιστολή του von Wrochem προς τον Schottmüller, 12 Ιουλίου 1932 (χειρόγραφη), StAHH, 361-6, IV 1954, Bl. 8., κι αυτό εν όψει τόσο της πρόθεσής του να προχωρήσει στην εκπόνηση υφηγεσίας, όσο και της προοπτικής μιας μετάβασής του στην Ελλάδα αργότερα. Το άλλο μισό των απαιτούμενων πόρων θα διατεθεί από την πόλη του Αμβούργου. Στην απαντητική επιστολή του Υπουργείου Εξωτερικών της 22ας Ιουνίου 1932 που απευθύνεται στον von Wrochem, αναφέρεται σχετικά με την χορήγηση των πόρων:
Η απόφαση για τη συνεισφορά του Υπουργείου Εξωτερικών ελήφθη μεταξύ των άλλων και με βάση τις εντυπώσεις, που αποκόμισε στην Ελλάδα ο καθηγητής Poll. Σε συνάρτηση μ’ αυτό επιτρέψτε μου επίσης ν’ αναφερθώ στη συζήτησή σας με τον Δόκτορα Morsbach. Είναι στις προθέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών, σε συνεργασία με τις αρχές του Πανεπιστημίου και την Γερμανική Ακαδημαϊκή Υπηρεσία Ανταλλαγών, να δημιουργήσει μια κατά το δυνατόν σταθερή παράδοση εκπαίδευσης ελλήνων γιατρών στο Αμβούργο (StAHH, 361-6, IV 1954, Bl. 7).38Βλ. συγκριτικά Zarifi, 2005, 126 (η ίδια, σε απόκλιση απ’ αυτό, γράφει: «Το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού είχε ήδη από το 1932 απευθυνόμενο εκδηλώσει ενδιαφέρον προς το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου ότι ‘επιθυμεί τη δημιουργία μιας σταθερής παράδοσης στην εκπαίδευση Ελλήνων ιατρών στο Αμβούργο’», Zarifi, 2010, 160).
Η χορήγηση (και η μετέπειτα χρήση) αφορά τη συγχρηματοδότηση της θέσης βοηθού για τον Μαλάμο. Σ’ αυτήν την πρόθεση συνεργασίας αναφέρεται διεξοδικά η Ζαρίφη (2005, 126). Πιθανώς και η διαχείριση της υπόθεσης του Σέργιου Σερέφη (βλ. παρακάτω) πρέπει να ιδωθεί υπ’ αυτό το πρίσμα. Οι απόλυτοι αριθμοί των ελληνικών διδακτορικών στην ιατρική κατά τη δεκαετία του 1930 με κάνουν να σκεφτώ ότι η παραπάνω δήλωση προθέσεων του 1932 επέδρασε ίσως θετικά στην περίπτωση του Αμβούργου, ουσιαστικά ωστόσο παρέμεινε στο επίπεδο των προθέσεων. Θα άξιζε πάντως οπωσδήποτε να παρακολουθήσει κανείς τις μετέπειτα καριέρες αυτών των ανθρώπων. Ας γυρίσουμε όμως στο Μαλάμο και τη δεύτερη περίπτωση που τον αφορά· το 1936 μετά το διδακτορικό και την υφηγεσία του,39Βλ. την επιστολή του κοσμήτορα της Ιατρικής Σχολής Keeser προς την Αρχή του Πανεπιστημίου, με ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 1936 (Αίτηση για να επιτραπεί η αναγόρευση σε υφηγητή, StAHH, 361-6, IV 1954, Bl. 17) και το σχέδιο του πιστοποιητικού υφηγεσίας από 14 Οκτωβρίου 1936 (StAHH, 361-6, IV 652, Bl. 3). φαίνεται ότι ο πρύτανης Ράιν (Rein) ζήτησε νέα ενημέρωση για την οικογένεια, λαμβάνοντας ως απάντηση εν μέρει τις ίδιες, εν μέρει επικαιροποιημένες πληροφορίες:
Πατέρας του διδάκτορα της ιατρικής Μαλάμου είναι ο πρώην ναύαρχος Κωνσταντίνος Μαλάμος. Ο τελευταίος διαμένει εδώ και χρόνια στο Αμβούργο ως ιδιοκτήτης μιας ευυπόληπτης εταιρίας και από το 1933 είναι εμπορικός ακόλουθος της Ελληνικής Διπλωματικής Αποστολής στο Βερολίνο […] Στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Μαλάμου κυκλοφορούν εκτός από μέλη της ελληνική παροικίας, και πολλοί αξιοσέβαστοι Γερμανοί. Όλα τα μέλη της οικογένειας μιλούν άπταιστα γερμανικά. Οι υπηρεσιακές και προσωπικές συναναστροφές με τον ναύαρχο Μαλάμο ήταν πάντα ευχάριστες.40Hamburgisches Staatsamt/Konsularabteilung προς τον πρύτανη Rein, 23 Οκτωβρίου 1936, StAHH, 361-6, IV 652, Bl. 4.
Αυτές είναι οι θετικές πλευρές (στις οποίες θα αναφερθεί επίσης αργότερα ο Rein)· υπάρχει και μια αρνητική: ο πρεσβύτερος Μαλάμος έθετε τα ελληνικά συμφέροντα σε πρώτο πλάνο:
Ήρθε έτσι σε αρκετά έντονη αντιπαράθεση με τον Δήμαρχο Αθηναίων Κοτζιά, όταν αυτός βρέθηκε για λίγο πριν μερικούς μήνες στο Αμβούργο για την καθέλκυση του ατμόπλοιου ‘Αθήνα’. […] Ο Μαλάμος του υπέδειξε ότι θα ήταν καλύτερα να ενδιαφερθεί για τις Ελληνικές ναυτιλιακές εταιρίες, παρά να έρθει στο Αμβούργο και να προπαγανδίσει την Γερμανικών συμφερόντων ακτοπλοϊκή γραμμή της Ανατολικής Μεσογείου.41Ό.π.
Από τη μια μεριά, λοιπόν, η οικογένεια ανταποκρινόταν στο στερεότυπο της γερμανικής πολιτικής κατά τη δεκαετία του 1930 για τα μέλη της «Πέμπτης Φάλαγγας» στην Ελλάδα, από την άλλη ο πρεσβύτερος Μαλάμος είχε τραβήξει την προσοχή πάνω του με κάτι που δεν ταίριαζε μ’ αυτό το μοντέλο. Ο Ράιν αξιοποιεί την πρώτη πλευρά, και αγνοεί τη δεύτερη. Πρόκειται για την απονομή του τίτλου του υφηγητή: τον Νοέμβριο του 1936 ο πρύτανης προωθεί, εισηγούμενος θετικά, μια σχετική αίτηση του Μαλάμου, λαμβάνοντας υπόψη (κάτι που είχε καταντήσει πλέον κοινότοπο) τη «φιλογερμανική» στάση της οικογένειας αλλά και τις εισηγήσεις του κοσμήτορα της Ιατρικής Σχολής Keeser και των μεντόρων, του ειδικού παθολόγου Schottmüller και του Διευθυντή του Ινστιτούτου καταπολέμησης των τροπικών ασθενειών Peter Mühlen:
Προκύπτει [ενν. από τις αναφερθείσες εισηγήσεις] ότι η απόδοση της θέσης του εξωπανεπιστημιακού λέκτορα στον Δρ. Μαλάμο, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων του Πανεπιστημίου στο εξωτερικό, αλλά και γενικότερων πολιτικών λόγων, θα ήταν εξαιρετικά επιθυμητή.42Επιστολή του πρύτανη Rein προς τον Υπουργό Οικονομικών, Παιδείας και Λαϊκής Επιμόρφωσης του Ράιχ και της Πρωσίας 3 Νοεμβρίου 1936, StAHH, 361-6, IV 652, Bl. 5.
Η εισήγηση του κοσμήτορα:
Αυτός (δηλ. ο Μαλάμος) δεν σκοπεύει να παραμείνει στη Γερμανία, αλλά θέλει να συνεχίσει την ιατρική του δραστηριότητα ως Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Το ότι με τον τρόπο αυτόν ένας εκπρόσωπος της Γερμανικής επιστήμης και φίλος της Γερμανίας θα συμβάλει στην καλλιέργεια στενών πολιτιστικών σχέσεων ανάμεσα στην Γερμανία και την Ελλάδα καθιστά την απόδοση του τίτλου του λέκτορα στον αιτηθέντα Δρ. Μαλάμο σημαντική και από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής.43Κοσμήτορας Keeser προς τον Πρύτανη Rein, 18 Οκτωβρίου 1936, StAHH, 361-6, IV 652, Bl. 6.
Σαφέστερα δεν γίνεται. Στις 15 Απριλίου του 1937 ο Μαλάμος επαναλαμβάνει το αίτημά του, απευθυνόμενος στον Mühlens, με το επιχείρημα ότι του έχει προσφερθεί για την άνοιξη στην Πανεπιστημιακή Κλινική των Αθηνών «θέση βοηθού», και για να είναι επαρκώς προετοιμασμένος, θα ήθελε για το διάστημα μετά τον Ιούλιο του 1937 και για 9-10 μήνες να «εργασθεί πρακτικά» σε κάποια γερμανική Πανεπιστημιακή Κλινική·44StAHH, 361-6, IV 1954, Bl. 27–28. υποστηρίζοντας έναντι της Ιατρικής Σχολής το αίτημα του Μαλάμου, ο Mühlens γράφει: «Προς το συμφέρον των γερμανο-ελληνικών πολιτιστικών σχέσεων είναι επειγόντως επιθυμητή η υποστήριξη του μαθητή της Γερμανίας, κυρίου Μαλάμου, στην επιδίωξή του να γίνει έλληνας πανεπιστημιακός δάσκαλος».45StAHH, 361-6, IV 1954, Bl. 26. Το Υπουργείο απορρίπτει το αίτημα με επιστολή του της 24ης Μαΐου 1937, υπογραφή Fricke: Σύμφωνα με τον ισχύοντα σήμερα Κανονισμό Υφηγεσιών του Ράιχ (R[eichs]Habil[itations]O[rdnung]) η απόκτηση του τίτλου του λέκτορα είναι δυνατή μόνον από γερμανούς υπηκόους […]».46StAHH, 361-1, IV 1954, Bl. 30. Με επιστολή του προς τον Περιφερειακό Κυβερνήτη του Αμβούργου της 19ης Οκτωβρίου 1937, που φέρει «κατ΄ εξουσιοδότηση υπογραφή Zschintzsch», το Υπουργείο του Ράιχ αλλάζει την απόφαση της 24ης Μαΐου 1937 με την εξής αιτιολόγηση:
Μετά την εκ των υστέρων και από πολύ σημαντική πλευρά εξέταση του θέματος για την απόδοση του τίτλου του λέκτορα στον υφηγητή Βασίλειο Μαλάμο και τη θετική σχετική εισήγηση προς το συμφέρον και των πολιτιστικών πολιτικών συμφερόντων της Γερμανίας, δίδεται η έγκριση για την αλλαγή της απόφασης της 24ης Μαΐου ε.ε. […] Προϋπόθεση της έγκρισης είναι η υποχρέωση του κ. Μαλάμου να ασκήσει το έργο της διδασκαλίας στη Γερμανία για 1-2 χρόνια μετά την απόδοση του τίτλου. Η ενασχόληση του ως λέκτορα στη Γερμανία είναι προς το ίδιον συμφέρον και του κ. Μαλάμου, δεδομένου ότι έτσι θα του είναι πολύ ευκολότερο να αποκτήσει θέση καθηγητού στην Ελλάδα […].47StAHH, 361-6, IV 1954, Bl. 38.
Η δοκιμαστική διδασκαλία έλαβε χώρα στις 22 Νοεμβρίου 193748Βλ. Πρόσκληση, StAHH, 361-6, IV 652, Bl. 20. και έτυχε θετικής αξιολόγησης·49StAHH, 361-6, IV 1954, Bl. 40. η απόδοση του τίτλου του λέκτορα και η ανάθεση από το Υπουργείο του Ράιχ του έργου του διδάσκοντος στην Ιατρική Ακαδημία του Ντύσελντορφ γίνεται στις 23 Δεκεμβρίου 1937 «με βάση την §14 του κανονισμού υφηγεσιών του Ράιχ της 13ης Δεκεμβρίου 1934».50StAHH, 361-6, IV 1954, Bl. 42. Έχουμε λοιπόν δύο φορές ιδιαίτερη μεταχείριση του Μαλάμου με το επιχείρημα ότι εθεωρείτο ένα μέσο άσκησης επιρροής στην ελληνική επιστήμη. Το πρόβλημα, από το οποίο βοηθήθηκε να απαλλαγεί ο Μαλάμος –τουλάχιστον όσον αφορά τη διαδικασία του 1936/37- υπήρξε προϊόν μιας νομοθεσίας, η οποία τον αντιμετώπιζε δυσμενώς ως αλλοδαπό. Σε εποχές δημοκρατικού καθεστώτος δεν θα υπήρχε περίπτωση μιας τέτοιας εξαίρεσης ad personam.
2) Σέργιος Σερέφης
Το «μοτίβο» της απόδοσης ενός γερμανικού ακαδημαϊκού τίτλου –αυτή τη φορά του τίτλου του έκτακτου καθηγητή– σε έλληνα γιατρό κατά παράβαση του ισχύοντος νομικού καθεστώτος, ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχίας μιας υποψηφιότητάς του για μια θέση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επαναλαμβάνεται στην περίπτωση του Σέργιου Σερέφη. Εδώ το επιχείρημα είναι ότι η κατοχή μιας καθηγητικής θέσης στο εξωτερικό βελτιώνει ακριβώς τις προϋποθέσεις επιτυχίας μιας έννομης αξίωσης να αναδειχθεί κάποιος καθηγητής στην Ελλάδα («διότι σύμφωνα με τους ισχύοντες εν Ελλάδι κανονισμούς θα αποκτήσει θέση τακτικού καθηγητή και στην Αθήνα»)·51StAHH, 361-6, IV 893, Bl. 2. Η εκτίμηση γίνεται από τον διαπιστευμένο του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP) για την Ελλάδα Ένγκελμαν (Engelmann) και περιέρχεται σε γνώση των αρχών του Πανεπιστημίου του Αμβούργου σε μια επιστολή της 3ης Νοεμβρίου 1934. μια τέτοια ανάδειξη είναι από την άποψη των συμφερόντων του Αμβούργου αναμφίβολα επιθυμητή, διότι έτσι θα μπορούσε να αυξηθεί η επιρροή της γερμανικής ιατρικής επιστήμης στην Ελλάδα κι αυτό μάλιστα να συμβεί σε βάρος της αντίστοιχης γαλλικής, η οποία κατά τα άλλα κυριαρχεί στον τομέα της Δερματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στους δύο προσωπικούς φακέλους από τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 περιλαμβάνονται επιστολές, στις οποίες γίνονται προσπάθειες (και στις οποίες εμφανίζεται ως σημαντικός παράγοντας ο δερματολόγος Paul Mulzer) να εξασφαλίσει ο Σερέφης μια θέση έκτακτου καθηγητή στο Αμβούργο, κι αυτό με σκοπό να τον επιβάλουν [ως καθηγητή] στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Γράφει έτσι ο κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής Keeser, απευθυνόμενος με μια επιστολή του της 28ης Σεπτεμβρίου 1934 προς τον ανώτατο κυβερνητικό σύμβουλο Clausen (Landesunterrichtsbehörde/ Hochschulwesen):
Στην Αθήνα ισχύει η υποχρέωση, ένας υφηγητής του εξωτερικού να προσλαμβάνεται από το πανεπιστήμιο. Λέκτορες που έχουν αναγορευθεί καθηγητές στο εξωτερικό, αντιμετωπίζονται ευνοϊκά στη διαδικασία κάλυψης υψηλόβαθμων θέσεων. Αν λοιπόν ο δρ. Σερέφης αναγορευθεί εδώ καθηγητής, μπορεί όχι μόνον να προσβλέπει σε μια υψηλή θέση σε νοσοκομείο των Αθηνών, αλλά και να έχει σοβαρές ελπίδες ότι θα ληφθεί κατά προτεραιότητα υπόψη για την κατάληψη κάποιας πανεπιστημιακής έδρας στην Ελλάδα. Αυτό είναι μεγάλης σημασίας για τη γερμανική επιστήμη στο βαθμό που –σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλους κλάδους– στη δερματολογία η γαλλική επιρροή είναι καθοριστική. Ο δρ. Σερέφης θα μπορούσε να αντισταθμίσει αυτή την επιρροή.52StAHH, 361-6, I 381, Bl. 6.
Οι προσπάθειες θα συνεχισθούν βέβαια για χρόνια, αλλά δεν θα καρποφορήσουν. Ως εκ τούτου, ενδιαφέρουν περισσότερο οι δρώντες και τα πρότυπα των ενεργειών τους. Χαρακτηριστική για τον τρόπο επιχειρηματολογίας και δράσης είναι μια επιστολή του Mulzer προς τον κοσμήτορα της Ιατρικής Σχολής Keeser της 28ης Οκτωβρίου του 1937:
Για την ένταξη του καθ. Σερέφη στο σώμα των διδασκόντων του Πανεπιστημίου Αθηνών υπάρχει εξαιρετικά υψηλό ενδιαφέρον από την πλευρά της γερμανικής κοινότητας του εξωτερικού. Ο καθηγητής δρ. Φ. Μέρκελ (F. Merkel), Αθήνα, μου γράφει λοιπόν σήμερα […] ότι ο καθηγητής κ. Σερέφης είχε την ατυχία να έρθει στην Αθήνα σε μια χρονική στιγμή, κατά την οποία ειδικά οι Υπουργοί Παιδείας άλλαζαν από μήνα σε μήνα, και ως εκ τούτου οι υποσχέσεις που του εδίδοντο δεν μπορούσαν να εκπληρωθούν, με δεδομένη την ελάχιστη παραμονή των υπουργών στη θέση τους […] Από την άλλη μεριά, εξακολουθούν ακόμη να έχουν εξαιρετική επίδραση στην Ιατρική Σχολή Αθηνών προσπάθειες συγκεκριμένων προσωπικοτήτων, οι οποίες αποβλέπουν στην εξασφάλιση μεγαλύτερης ισχύος για τη Γαλλική σε βάρος της Γερμανικής Σχολής […] Απέναντι στις προσπάθειες αυτές οι γερμανικοί και γερμανόφιλοι κύκλοι στην Αθήνα θέτουν με τον αποφασιστικότερο δυνατό τρόπο τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία της ενίσχυσης της γερμανικής επιρροής στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Για τον λόγο αυτό, όχι μόνο με παρακάλεσαν να φροντίσω ώστε να παραμείνει ο καθηγητής Σερέφης υπό οιεσδήποτε συνθήκες στο Χανσεατικό Πανεπιστήμιο μέχρις ότου τελεσφορήσουν οι προσπάθειες για την πρόσληψή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά με διαβεβαίωσαν επίσης ρητά ότι από τους υφιστάμενους στην Αθήνα γερμανικούς και γερμανόφιλους κύκλους –και με την συνεπικουρία του εκεί πρεσβευτή– πρόκειται να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την πρόσληψη του καθηγητή Σερέφη στο εκεί Πανεπιστήμιο.53StAHH, 361-6, I 381, Bl. 35.
Σε μια λεπτομερή επιστολή του Mulzer προς τον κοσμήτορα Keeser με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 1938, αναφέρονται ακόμη και τα ονόματα των ανταγωνιστών «της Γαλλικής σχολής»: ο καθηγητής [Γεώργιος] Φωτεινός και ο ανηψιός του [Παναγιώτης Φωτεινός].54StAHH, 361-6, I 381, Bl. 38. Όσον αφορά εξάλλου την ανάμειξη της γερμανικής πρεσβείας των Αθηνών υπάρχει εξαιρετικά διαφωτιστικό υλικό· με ημερομηνία 18 Μαΐου 1938 γράφει ο πρέσβης Prinz zu Ehrbach προς τον υπουργό του Ράιχ:
Η πρόσληψη του καθηγητή Σερέφη από την πλευρά του Πανεπιστημίου Αθηνών έχει συζητηθεί με το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας. Ο Υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι η εν λόγω πρόσληψη σκοντάφτει στην σχεδόν ομόθυμη αντίδραση του σώματος των καθηγητών του Πανεπιστημίου, το οποίο έχει την υπόνοια ότι ο καθηγητής Σερέφης πριν από την υποψηφιότητά του στην Ελλάδα διεκδίκησε μια θέση καθηγητή στη Γερμανία.55StAHH, 361-6, I 381, Bl. 41b.
Σε επιστολή της πρεσβείας προς το Υπουργείο Εξωτερικών, από 2 Ιουνίου 1939, γίνεται λόγος για μια αλλαγή νόμου που είναι δυσμενής για τον Σερέφη· η διαδικασία που διευκόλυνε την πρόσληψη ατόμων τα οποία κατείχαν προηγουμένως καθηγητική θέση στο εξωτερικό, «καταργήθηκε από τα μέσα του προηγούμενου έτους»· ταυτόχρονα αναφέρεται ότι πρόκειται να προκηρυχθούν δύο θέσεις βοηθών στην δερματολογία.56StAHH, 361-6, I 381, Bl. 43. Ενώ η Ιατρική Σχολή δεν χαλαρώνει τη στάση τους, ο Prinz zu Ehrbach παίρνει τις αποστάσεις του: ο Σερέφης δεν έθεσε καν υποψηφιότητα για τις δύο, καταληφθείσες στο μεταξύ, θέσεις βοηθού «και ως εκ τούτου», γράφει στις 5 Ιανουαρίου 1940, «θεωρώ οποιαδήποτε υπηρεσιακή από την πλευρά μου παρέμβαση σχεδόν τελείως μάταιη».57StAHH, 361-6, I 381, Bl. 62. Οι Mulzer και Keeler –ο τελευταίος έχει αναγορευθεί πλέον σε πρύτανη του πανεπιστημίου– επιχειρούν εκ νέου στις 10 Ιουνίου 1941 μια τελευταία προσπάθεια:
Επειδή ο καθηγητής Σερέφης διακατέχονταν ανέκαθεν από γερμανικό φρόνημα και είναι παντρεμένος με Γερμανίδα, γιατρό, κόρη καθηγητή πανεπιστημίου, η οποία έχει διατελέσει παλαιότερα βοηθός στην κλινική μου και της οποίας την αυστηρή και αξιόπιστη εθνικοσοσιαλιστική συνείδηση γνωρίζω πολύ καλά […], επιχειρηματολογεί ο Mulzer εκ μέρους της Ιατρικής Σχολής και του κοσμήτορα, απευθυνόμενος προς το Υπουργείο Εξωτερικών, επειδή «η εκλογή του σε μια αξιοσέβαστη θέση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει υπονομευθεί μέχρι σήμερα λόγω εχθρικών πολιτικών επιρροών» και «επειδή, μετά την μείωση της αγγλογαλλικής επιρροής στην Ελλάδα από την παρουσία της Βέρμαχτ, υπάρχει ακριβώς η δυνατότητα να προσληφθούν Έλληνες φιλικά διακείμενοι προς εμάς, για θέματα οικονομικής και πολιτιστικής συνεργασίας με τη Γερμανία και να αποκτηθούν έτσι δικλείδες ασφαλείας», [για όλους αυτούς τους λόγους] είναι, λοιπόν, ευνοϊκή η συγκυρία ο Σερέφης, «υποστηριζόμενος από την επιρροή που μπορούν να ασκήσουν Γερμανοί υπηρεσιακοί παράγοντες», να αναδειχθεί επιτέλους στη θέση του καθηγητή Δερματολογίας.58StAHH, 361-6, I 381, Bl. 72–74.
Κάποια αντίδραση σ’ όλα αυτά βρίσκουμε τελικά από το Υπουργείο Παιδείας του Ράιχ με ημερομηνία 18 Μαρτίου 1942. Εκεί διαβάζουμε ότι το Υπουργείο Εξωτερικών αναφέρεται σε μια «δήλωση του πληρεξούσιου του Ράιχ για την Ελλάδα, σύμφωνα με την οποία ο καθηγητής Σερέφης έχει οικοδομήσει ήδη μια πολύ καλή καριέρα ιατρού».59StAHH, 361-6, I 381, Bl. 75. Με αναφορά στην ως άνω επιστολή ακολουθεί μια δεύτερη με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου 1942:
Πριν από μερικές μέρες ο Σύμβουλος Πολιτισμού είχε μια μακρά συνομιλία με τον καθηγητή Σερέφη, κατά τη διάρκεια της οποίας προέκυψε σαφώς ότι ο καθηγητής Σερέφης απέχει συνειδητά από την όλη διαδικασία κι ότι δεν επιθυμεί κάποια στήριξη είτε από την τωρινή κυβέρνηση είτε από την αντιπροσωπία του Ράιχ […] Όπως ακούω και από άλλες πλευρές, ο Σερέφης ασκεί με εξαιρετική επιτυχία το ιατρικό επάγγελμα ιδιωτικά κι αυτό τον συντηρεί σήμερα πολύ καλά. Απέναντι σε μέλη της Υπηρεσίας μου συμπεριφέρεται φιλικά και επιδεικνύει μεγάλη προθυμία να βοηθήσει.60StAHH, 361-6, I 381, Bl. 76.
Και έτσι, το φθινόπωρο του 1942, το θέμα έληξε.
3) Βασίλειος Έξαρχος
Η τρίτη περίπτωση αφορά τον Βασίλειο Έξαρχο, ο οποίος μάλιστα είχε έρθει στο Αμβούργο ήδη από τα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ως υπότροφος του ιδρύματος Humboldt. Παρέδωσε την διδακτορική του διατριβή το 1932, ενώ πέρασε με επιτυχία και τις προφορικές εξετάσεις. Οι επιβλέποντες, ιδιαίτερα ο Deuchler, έκαναν εν όψει της εκτύπωσης της εργασίας σοβαρότατες διορθωτικές υποδείξεις. Το αν αυτές οι παρατηρήσεις υπήρξαν η αιτία ή υπήρξαν άλλοι λόγοι για το ότι η εργασία δεν τυπώθηκε ποτέ, παραμένει ένα ανοικτό ερώτημα.
Αποφασιστικής σημασίας είναι ότι δεν είχαμε ποτέ κάποια δημοσίευση ή την εμφάνιση διδακτορικού τίτλου. Τον Σεπτέμβριο του 1940, ο Δρ. Χάιντς Νίτσκε, επικεφαλής του Σώματος Διδασκόντων του Εξωτερικού (Auslandslektorate) της Γερμανικής Ακαδημίας του Μονάχου, απευθύνεται στη Φιλοσοφική Σχολή με την παράκληση να εξετασθεί το ενδεχόμενο, παρά τη μη δημοσίευση της εργασίας, να αποδοθεί ο διδακτορικός τίτλος στον κύριο Έξαρχο· ο κύριος Έξαρχος θεωρείται «ως ένας από τους καλύτερους και πιο αξιόπιστους φίλους της Γερμανίας».61StAHH, 364-13, Phil Fak Prom 339, Blätter o.N. Για τον Nitzschke βλ. Koutsoukou, 2008, passim (π.χ. 134, 144).
Η Σχολή δεν εξέδωσε τέτοιον τίτλο, αλλά μια βεβαίωση περί επιτυχούς επί διδακτορικώ διπλώματι εξέτασης. Ο Έξαρχος ανακηρύχθηκε λοιπόν το 1941 καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης χωρίς να είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου. Σύμφωνα με το τότε ισχύον δίκαιο όσον αφορά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου –για το οποίο η Σχολή, με επιστολή της από 6 Σεπτεμβρίου, τον ενημερώνει ρητά– ο Έξαρχος είχε απωλέσει όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τις επιτυχείς επί διπλώματι εξετάσεις, διότι δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωση της δημοσίευσης της εργασίας μέχρι την 27η Φεβρουαρίου 1933, ούτε είχε κάνει αίτηση για επέκταση της προθεσμίας αυτής· ακόμη και με μια τέτοια αίτηση πάντως δεν θα είχε εγκριθεί η επέκταση της προθεσμίας πέραν της 27ης Φεβρουαρίου 1934. Η βεβαίωση που εξέδωσε γι’ αυτόν η Σχολή του Αμβούργου τον Σεπτέμβριο του 1940 ήταν πιθανόν κατ’ αρχάς η προϋπόθεση για την ανάδειξή του σε καθηγητή της νεοϊδρυθείσας Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης το 1941. Η βεβαίωση αυτή (με ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου 1940) αντέβαινε εμφανώς στον ισχύοντα τότε κανονισμό περί απόκτησης διδακτορικού τίτλου.
Χαρακτηριστική για τη στενή διαπλοκή υποθέσεων που αφορούσαν την πολιτιστική και την πανεπιστημιακή πολιτική, η οποία αποτελεί αντικείμενο του παρόντος υποκεφαλαίου, είναι επίσης η περίπτωση του υποτρόφου του Ιδρύματος Χούμπολτ Δημήτριου Κωνσταντόπουλου, ο οποίος στην αίτησή του της 20ης Δεκεμβρίου 1940 για απαλλαγή ή παροχή έκπτωσης στα εξεταστικά τέλη υποστηρίζει: «Αναφέρω εν προκειμένω ότι οι σπουδές μου στη Γερμανία ανταποκρίνονται στην αποστολή του Ιδρύματος Χούμπολτ, σκοπεύω λοιπόν να συμβάλω στην ανάπτυξη της επιστήμης της πατρίδας μου με τη βοήθεια των γερμανικών επιστημονικών μεθόδων»·62StAHH, 364-13, Prom. Phil. Fak 858, Blätter o.N. Το σημείο αυτό διαβάζεται σαν ο Έξαρχος να ομιλεί εκ μέρους των χρηματοδοτών του.
Διαπιστώσεις/Συμπεράσματα
Εξ όσων γνωρίζω, η παρούσα μελέτη είναι μοναδική στο είδος της, τουλάχιστον σε ότι αφορά τους/τις έλληνες/ίδες υποψήφιους/ες διδάκτορες. Αγνοώ επίσης αν έχουν τηρηθεί και σε άλλα pανεπιστήμια, όπως του Μονάχου, της Λειψίας ή του Πανεπιστημίου Χούμπολτ του Βερολίνου, συγκρίσιμα στοιχεία – αν θα μπορούσε, δηλαδή, κάποιος να διεξαγάγει εκεί αντίστοιχες έρευνες. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήμασταν ίσως σε θέση να πληροφορηθούμε αν η διαπλοκή πανεπιστημιακής εξωτερικής πολιτικής και ιδιωτικοοικονομικών διεθνών συμφερόντων αποτελεί ιδιαιτερότητα του Αμβούργου, ή αν αυτές οι μορφές συνεργειών κατά την περίοδο του μεσοπολέμου ήταν και αλλού συνήθεις. Η παρούσα μελέτη δεν απαντά ακόμη από μόνη της στο ερώτημα κατά πόσον υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στην εκπόνηση διδακτορικών από Έλληνες σε γερμανικά πανεπιστήμια και στη συνεργασία τους κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Ελλάδας τα χρόνια 1941-1944/45. Είναι ωστόσο αφορμή για μια συμπληρωματική μελέτη που θα ακολουθήσει την εξέλιξη των εν λόγω προσώπων μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Για τους Έλληνες που σπούδασαν στη Γερμανία επειδή ζούσαν εκεί, το ερώτημα ασφαλώς δεν τίθεται καν. Για τους Έλληνες που μετά την απόκτηση διδακτορικού στο Αμβούργο διετέλεσαν λέκτορες των Νεοελληνικών (Σαρρής και Δημήτριος Κωνσταντόπουλος) έχω γράψει περισσότερο αναλυτικά σε άλλο σημείο· ο Σαρρής παρέμεινε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και δραστηριοποιήθηκε υποτίθεται σε αντιγερμανική κατεύθυνση – γιατί όμως τότε, ερχόμενος από την Αίγυπτο το 1948, επέστρεψε στο Αμβούργο; Ο Δημήτριος Κωνσταντόπουλος κάνει πριν από το 1945 τα πάντα για να εμφανίζεται ως καλός ναζί και μπορεί επ’ αυτού να προσκομίζει αποδείξεις· και κατά την περίοδο της αποναζιστικοποίησης, το 1946, έχει την άνεση να υποστηρίξει ότι ως αλλοδαπός είχε υποστεί διακρίσεις και διώξεις. Το ερώτημα αν οι δυο τους υπήρξαν αντιφασίστες πριν την κατάρρευση του φασισμού ή αν αναδιαμόρφωσαν εκ των υστέρων τα βιογραφικά τους τίθεται για περισσότερα πρόσωπα. Όσον αφορά τους γιατρούς Μαλάμο και Σερέφη οφείλουμε, για να είμαστε δίκαιοι, να διαπιστώσουμε ότι αμφότεροι εξωθήθηκαν σε συμβιβασμό, ότι τα επιβαρυντικά γι’ αυτούς στοιχεία δεν προκύπτουν καν από τους ίδιους κι ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν τους αντιπροσωπεύουν. Το ότι ο διαβόητος συνεργάτης Έξαρχος δεν απέκτησε ποτέ, σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, διδακτορικό τίτλο αποτελεί ίσως ένα από τα πιο σημαντικά άμεσα συμπεράσματα της παρούσας μελέτης. Η μελέτη αυτή προσκομίζει έτσι κι αλλιώς κατά κύριο λόγο πληροφορίες για τους καθηγητές ή τους υπαλλήλους άλλων σχετικών υπηρεσιών, με τους οποίους έρχονται σε επαφή οι έλληνες/ίδες που εκπονούν διδακτορική εργασία. Στην αρχή της μελέτης επικεντρώνομαι ιδιαίτερα στον Έριχ Τσίμπαρτ, καθώς βρίσκεται στην πρώτη γραμμή όσον αφορά το δημοσιευμένο, προσβάσιμο υλικό, που σχετίζεται με τα ελληνικά ενδιαφέροντα του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, και η αναζήτηση στο αρχειακό υλικό περνάει κατ’ αρχήν απ’ αυτόν. Η έρευνα των φακέλων οδηγεί μάλλον στο συμπέρασμα ότι ο Τσίμπαρτ και πριν την συνταξιοδότησή του δεν διαδραμάτιζε κάποιον σπουδαίο ρόλο στα πανεπιστημιακά πράγματα της δεκαετίας του 1930. Σημαντικό αντιθέτως υπήρξε το Ίδρυμα Πιζάνη – το αν ο Τσίμπαρτ μπορεί, δικαίως ως ένα βαθμό, να διεκδικήσει τη σημασία για τον εαυτό του και την DGGHH, επειδή η DGGHH αντιπροσώπευε τη γέφυρα μεταξύ Πανεπιστημίου και Ελλήνων του Αμβούργου και επειδή το Ίδρυμα μάλλον δεν θα είχε υπάρξει χωρίς την DGGHH, πρέπει να παραμείνει ανοικτό ελλείψει επαρκών τεκμηρίων. Ο Τσίμπαρτ ήταν δηλωμένος ναζί και έτσι έχει περάσει στην ιστορία. Όταν όμως τίθεται τελικά το ερώτημα κατά πόσον η αφοσίωσή του στον εθνικοσοσιαλισμό απέβη σε βάρος κάποιου, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική – τουλάχιστον δεν λειτούργησε έτσι ώστε να είναι σε μένα ορατό κάτι τέτοιο. Ο Τσίμπαρτ αποφαίνεται επί παραδείγματι για τον υποψήφιό του διδάκτορα Δημητράκο, ο οποίος έμελλε να οργανωθεί αργότερα στην αριστερή αντίσταση, πολύ πιο θετικά απ’ ότι για τον επίσης δικό του υποψήφιο διδάκτορα Ευριπίδη Κωνσταντόπουλο, ο οποίος μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα δραστηριοποιήθηκε σε έναν εθνικοσοσιαλιστικό τοπικό σύνδεσμο. Με το βιβλίο του για την Κύπρο το 1940, ο Τσίμπαρτ υπηρετεί την αντιβρετανική ρητορική των εθνικοσοσιαλιστών (Pechlivanos, 2018), δεν κατορθώνει όμως έτσι να εμποδίσει την εχθρική κατάληψη της DDGG από το πολιτιστικό-πολιτικό τμήμα του Υπουργείου Εξωτερικών. Ο Μπρούνο Σνελ απολαμβάνει τη φήμη ότι υπήρξε δηλωμένος αντιναζιστής – εντούτοις στη διαδικασία ανάδειξης του Πέτρου Κουλμάση σε υφηγητή απέχει της ψηφοφορίας, αφού προηγουμένως είχε εκφρασθεί εναντίον της έγκρισης της εργασίας με ένα επιχείρημα που στηριζόταν στις διακρίσεις εις βάρος των αλλοδαπών επιστημόνων.