Η Χημεία στην Ελλάδα και το γερμανικό παράδειγμα (1860–1904)

  • Veröffentlicht 04.05.21

Με ποιον τρόπο επηρέασαν οι πρακτικές της γερμανικής χημικής κοινότητας την ανάπτυξη της Χημείας στην Ελλάδα; Ποιες οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ελλήνων και γερμανών χημικών; Ποια γερμανικά βιβλία Χημείας εμφανίστηκαν στην Ελλάδα και με ποιον τρόπο;

Inhalt

    Εισαγωγή

    Η Χημεία ήταν μια από τις πρώτες Φυσικές Επιστήμες που αυτονομήθηκε ως επιστημονικό αντικείμενο. Η εντατική θεωρητική και πειραματική εργασία του 17ου και 18ου αιώνα κατέληξε στην ανάπτυξη, εντός του 19ου αιώνα, των πρακτικών και εννοιών που χαρακτηρίζουν τη Χημεία ως επιστήμη μέχρι σήμερα. Ο Περιοδικός Πίνακας, η χημική ονοματολογία, ο διαχωρισμός της Χημείας σε οργανική και ανόργανη με βάση τις ιδιότητες του άνθρακα, ο νόμος των σταθερών αναλογιών και οι περισσότερες από τις υπόλοιπες χημικές γνώσεις που θα βρει κανείς σε ένα σύγχρονο σχολικό εγχειρίδιο είτε προτάθηκαν, είτε εδραιώθηκαν κατά τον 19ο αιώνα (Levere, 2001, 80–120). Η εμφάνιση νέων ιδεών συνοδεύτηκε με την εμφάνιση νέων ιδρυματικών δομών και εκπαιδευτικών πρακτικών. Η ανεξαρτητοποίηση της Χημείας από την Ιατρική και τη Φαρμακολογία συνοδεύτηκε με την εμφάνιση εδρών αφιερωμένων στη Χημεία στα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα ανώτατα ιδρύματα, καθώς και με έναν πιο σφιχτό εναγκαλισμό της χημικής έρευνας με τη βιομηχανία της εποχής. Ταυτόχρονα, ο Justus von Liebig (1803–1873) στο Πανεπιστήμιο του Gießen εισήγαγε έναν νέο τρόπο εκπαίδευσης των φοιτητών σε εργαστήρια, ο οποίος μετά μεταπήδησε και στη Φυσική και αποτελεί το θεμέλιο της επιστημονικής ακαδημαϊκής εκπαίδευσης μέχρι και σήμερα (Brock, 2002). Τέλος, η Χημεία έγινε αντικείμενο εθνικών και εθνικιστικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας.

    Γάλλοι, γερμανοί και βρετανοί χημικοί υπερασπίζονταν σθεναρά τα εθνικά χημικά πρωτεία, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη χρηματοδότηση για χημικές έρευνες με το να προπαγανδίζουν τα χημικά επιτεύγματα άλλων εθνών (Paul, 1972· Rocke, 1992, 2001). Χημικές κοινότητες άλλων χωρών, ακόμα και αν ήταν πολυπληθείς και ενεργότατες, πολύ συχνά έφταναν στο σημείο να χρησιμοποιούν τα γερμανικά ή τα γαλλικά στις μεταξύ τους επικοινωνίες (Gordin, 2015). Όσον αφορά την ιστορία της Χημείας στο ελληνικό κράτος, αυτή δεν έχει γραφτεί, όπως άλλωστε και μια συνθετική ιστορία των Φυσικών Επιστημών εν γένει. Οι ερευνητές που έχουν ασχοληθεί εντατικά με την ιστοριογραφία των επιστημών στον ελληνικό χώρο είναι λίγοι (Vlahakis, 1999· Dialetis/Gavroglu/Patiniotis, 1999· Καράς, 2003· Patiniotis, 2007· Nikolaidis, 2011).

    Από αυτούς, αναλογικά ακόμα λιγότεροι έχουν ασχοληθεί με τις Φυσικές Επιστήμες στο σύγχρονο ελληνικό κράτος (Chatzis /Nikolaidis, 2003· Καρκάνης, 2012· Tampakis, 2014, 2015· Tampakis/Vlahakis, 2016). Ως εκ τούτου, η επιρροή της γερμανικής επιστήμης και σκέψης στην Ελλάδα τελεί ακόμα υπό καθεστώς περιφερειακής μόνο συζήτησης. Η παρούσα εργασία αποσκοπεί στο να ιχνηλατήσει και να περιγράψει τις γερμανικές επιρροές στη θέσπιση της επιστήμης της Χημείας στην Ελλάδα, την εποχή ακριβώς που η Χημεία αποκτά παγκοσμίως τη σύγχρονη ιδρυματική και θεωρητική της μορφή.

    Η Χημεία στην Ελλάδα μέχρι το 1860

    Οι νέες χημικές γνώσεις του 18ου αιώνα εμφανίζονται στους ορθόδοξους ελληνόφωνους πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Ευρώπης μέσω του κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (Vlahakis, 1995). Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε το έργο Χημείας Επιτομή του Κ.Μ. Κούμα, το οποίο εκδόθηκε στη Βιέννη το 1808, και τη μετάφραση από τον Θεοδόσιο Ηλιάδη της Χημικής Φιλοσοφίας του Fourcroy το 1802. Η Χημεία εμφανίζεται ως μέρος των σπουδών την ίδια περίπου περίοδο στα σχολεία τα οποία διδάσκουν λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Μαθήματα χημικών γνώσεων εμφανίζονται στο Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης, στην Ακαδημία των Κυδωνιών, στην Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου και αλλού. Οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι λόγιοι της εποχής θα επιχειρήσουν να ακολουθήσουν τις ραγδαίες εξελίξεις στις θεωρίες της Χημείας αρθρογραφώντας στον Λόγιο Ερμή, με σκοπό πάντα να γίνουν προσβάσιμα τα πρακτικά οφέλη της νέας επιστήμης στους ελληνόφωνους ορθόδοξους πληθυσμούς (Παπαδημητρίου/Βλαχάκης, 2003). Η εμφάνιση ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους το 1830 και η ίδρυση των Στρατιωτικών Σχολών, του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πολυτεχνείου Αθηνών οδήγησε στην εμφάνιση των πρώτων εδρών ειδικά για Φυσικές Επιστήμες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και αυτές της Χημείας (Κιμουρτζής, 2001). Από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των Σχολών και για πολλές δεκαετίες, οι ίδιοι καθηγητές θα διδάσκουν τις Φυσικές Επιστήμες, τόσο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όσο και στο Πολυτεχνείο Αθηνών και τις Στρατιωτικές Σχολές.

    Ο πρώτος καθηγητής Χημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Σχολείο των Τεχνών, το μετέπειτα Πολυτεχνείο, ήταν ο Xaver Johannes Landerer (1809–1885). Αν και η πλήρης διερεύνηση του έργου του Ξαβέριου Λάνδερερ –όπως έμεινε γνωστός– ξεφεύγει από τη σκοποθεσία της παρούσας εργασίας, είναι απαραίτητη μια αναφορά στη δράση του, αφού με αυτή εγκαινιάζεται η πρακτική της Χημείας στο ελληνικό κράτος. O Ξ. Λάνδερερ σπούδασε Φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και ήρθε στην Ελλάδα ως αρχιφαρμακοποιός της αυλής του Όθωνα. Η Χημεία, λοιπόν, έρχεται στην Ελλάδα ως θεραπαινίδα της Φαρμακολογίας, όπως άλλωστε ήταν σε όλα σχεδόν τα Πανεπιστήμια της Ευρώπης της εποχή εκείνη. Ο Ξ. Λάνδερερ δίδαξε Χημεία στο Πανεπιστήμιο και στο μετέπειτα Πολυτεχνείο, έγραψε πολλά άρθρα για τη Φαρμακευτική και τη Χημεία στον τύπο της εποχής, αλλά και συνέγραψε κάποιες από τις πρώτες Φαρμακοποιίες και Χημείες της εποχής, με επανεκδόσεις μέχρι και το 1868. Ταυτόχρονα, ήταν από τα πρώτα μέλη του Ιατροσυνεδρίου και με συνεχή παρουσία σε αποστολές για τη μελέτη ιαματικών πηγών, κρουσμάτων πανώλης, ακόμα και μελέτης ευρημάτων στο Αρχαιολογικό Μουσείο (Καρκάνης, 2012, 471–475). Σημείο της δημοφιλίας του ήταν ότι, παρόλο που παύτηκε από τη θέση του με το Σύνταγμα του 1843, πολύ γρήγορα επανήρθε ως καθηγητής. Στην πολυσχιδή δράση του Λάνδερερ μπορούμε να ανιχνεύσουμε τα βασικά σημεία της μετέπειτα παρουσίας της Χημείας στο ελληνικό κράτος: χρήση γερμανικών εγχειριδίων και πρακτικών ως πρότυπα, χρήση χημικών γνώσεων σε πολλά επίπεδα –Ιατρική, Αρχαιολογία, Φυσιογνωσία– αλλά και στενή σχέση με τη Φαρμακολογία. Ο Αλέξανδρος Βενιζέλος (1812–1862), ο οποίος διορίστηκε το 1840 ως υφηγητής στη Χημεία και αργότερα ως καθηγητής Γενικής Πειραματικής Χημείας το 1843 για να καλύψει το βραχύβιο κενό του Λάνδερερ, είχε μια πολύ πιο χαμηλών τόνων παρουσία. Παρόλο που είχε και ο ίδιος υψηλού επιπέδου σπουδές στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Λειψίας, ο Αλ. Βενιζέλος δρούσε στη σκιά του Λάνδερερ, τόσο επιστημονικά όσο και διδακτικά. Το 1860 άφησε εντελώς τη διδασκαλία, λόγω μακρόχρονης ασθένειας (Στεφανίδης, 1952, 8).

    Η ταυτότητα του έλληνα χημικού από το 1860 και μετά

    Οι εξελίξεις ενός επιστημονικού κλάδου δεν ακολουθούν αναγκαστικά τις πολιτικές αλλαγές, παρόλο που επηρεάζονται από αυτές. Παρ’ όλα αυτά, τη δεκαετία του 1860, η πρακτική των Φυσικών Επιστημών στην Ελλάδα άλλαξε ουσιαστικά. Ο βασικός λόγος ήταν ότι κατά την περίοδο αυτή, εκτός από τη στέψη του Γουλιέλμου Γλύξμπουργκ της Δανίας ως Γεωργίο Α’ της Ελλάδας το 1863, συνταξιοδοτήθηκαν λόγω ηλικίας πολλοί από τους πρώτους διδάσκοντες στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, οι οποίοι είχαν διοριστεί τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης τους (Γαβρόγλου/Καραμανωλάκης/Μπάρκουλα, 2014). Κατά συνέπεια, από τη δεκαετία του 1860 και μετά, νεότεροι χημικοί ανέλαβαν θέσεις και έδρες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πολυτεχνείο και τις Στρατιωτικές Σχολές.

    Η περίοδος αυτή είναι στο επίκεντρο της μελέτης. Είναι λοιπόν αναγκαίο να αναλυθεί σε μεγαλύτερο βάθος η ταυτότητα των ελλήνων χημικών το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στην μέχρι τώρα ανάλυσή μας ελλοχεύει η άρρητη παραδοχή ότι η Χημεία στην Ελλάδα, ως μια ταχέως συγκροτούμενη επιστήμη, θεραπεύεται μόνο στα ανώτατα ιδρύματα. Σε διεθνές επίπεδο, μια τέτοια ιστοριογραφική προσέγγιση θα ήταν αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, μια που την περίοδο αυτή εμφανίζεται παγκοσμίως η χημική βιομηχανία, η οποία θα απασχολήσει χιλιάδες χημικούς μέχρι το 1900 (Misa, 2011, 151–157). Στο ελληνικό κράτος, όμως, η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, από την έναρξη της λειτουργίας του ως και το 1867, δεν θα παράξει ούτε έναν διπλωματούχο Φυσικών Επιστημών. Το 1868 ο πρώτος θα είναι ο Κωνσταντίνος Μητσόπουλος (1844–1911), ανιψιός του παλαιότερου καθηγητή Φυσιογραφίας και Ορυκτολογίας Ηρακλή Μητσόπουλου (1816–1892) και μετέπειτα καθηγητής Φυσιογραφίας ο ίδιος, Πρύτανης στο Πολυτεχνείο και εισηγητής της σύγχρονης Γεωλογίας στην Ελλάδα. Θα περάσουν άλλα δέκα χρόνια, το 1877, για να εμφανιστούν οι επόμενοι δυο πτυχιούχοι, πέντε θα ακολουθήσουν το 1878 και μέχρι το τέλος του αιώνα θα έχουν αποφοιτήσει συνολικά 127 άτομα, η πλειονότητα των οποίων μετά το 1890 (Λάππας, 2004, 410–412). Είναι λοιπόν σαφές ότι οι φυσικοί επιστήμονες στην Ελλάδα, πόσο μάλλον οι χημικοί, είναι ελάχιστοι για όλη σχεδόν την περίοδο που μας ενδιαφέρει και ταυτίζονται με τους διδάσκοντες στα ανώτατα ιδρύματα. Αντίστοιχα, δεν αναπτύχθηκε αξιόλογη χημική βιομηχανία που θα μπορούσε να απασχολήσει χημικούς εκτός του Πανεπιστημίου και των άλλων σχολών. Για παράδειγμα, οι πρώτες ζυθοποιίες, όπως αυτή του Ιωάννη Φιξ και του Λορέντζου Μάμου, θα εμφανιστούν και αυτές το 1864 και το 1876, και θα αποκτήσουν βιομηχανικές διαστάσεις προς τα τέλη του αιώνα. Τα φαρμακεία, από την άλλη, είναι αυτά που θα καλύπτουν τις ανάγκες σε βασικά πρωτόλεια χημικά σκευάσματα και σε φάρμακα.

    Οι έλληνες χημικοί, λοιπόν, οι οποίοι διαπιστευμένα μπορούν να φέρουν αυτή την ιδιότητα και δραστηριοποιούνται αυτή την περίοδο, παρουσιάζονται στον παρακάτω Πίνακα 1. Αναφέρονται επίσης οι σπουδές τους, το αντικείμενό τους και τα ιδρύματα που εργάστηκαν. Το συμπέρασμα που αμέσως βγαίνει είναι ότι, όσον αφορά την ελληνική επιστημονική κοινότητα, η Χημεία ήταν μια γερμανογαλλική επιστήμη. Όχι μόνο αυτό, αλλά τα αντικείμενα είναι μοιρασμένα, με ελάχιστες εξαιρέσεις: Σπουδές στη Γαλλία έχουν κάνει κυρίως όσοι ασχολήθηκαν με τη Φαρμακευτική Χημεία, ενώ Γενική Χημεία, η οποία τότε περιλάμβανε σχεδόν κάθε άλλο κλάδο, διδάσκουν ως καθηγητές μόνο όσοι είχαν σπουδές στη Γερμανία. Η εξαίρεση του Αριστείδη Βουσάκη, ο οποίος δίδαξε στο Πολυτεχνείο, δεν αλλάζει ουσιαστικά την εικόνα, μια που ο ίδιος ήταν γνωστός φαρμακοποιός των Αθηνών αλλά χωρίς διδακτορικό δίπλωμα. Για αυτό άλλωστε δεν του δόθηκε και υφηγεσία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1879, παρά την αντίστοιχη πρόταση της Ιατρικής Σχόλης (ΠΣΦΣ, 28.12.1879). Αντίθετο παράδειγμα είναι ο Αναστάσιος Δαμβέργης, ο οποίος είχε μια μακριά και αναγνωρισμένη πορεία στην ελληνική επιστημονική κοινότητα. Παρόλο που δίδαξε, μεταξύ άλλων, Φαρμακευτική Χημεία και παρόλο που ήταν ένας από τους πιο γνωστούς φαρμακοποιούς της εποχής του και ιδρυτής μιας από τις πρώτες φαρμακευτικές βιομηχανίες στην Ελλάδα, οι σπουδές του ήταν σε γερμανικά πανεπιστήμια (Καραμαλούδη, 2013).
     
    Πίνακας 1: Έλληνες Χημικοί (1860–1900)1Τα στοιχεία είναι από: Στεφανίδης, 1952· Καρκάνης, 2012· Μπίρης, 1957. Με (Υφ) σημειώνονται όσοι είχαν μόνο Υφηγεσία και όχι έδρα. Δεν έχουν συμπεριληφθεί χημικοί όπως ο Κ. Ζέγγελης (1879– 1957) και Π. Ζαχαρίας (1873–1957), οι οποίοι διορίστηκαν το 1895 και 1901, και οι οποίοι δεν ήταν ουσιαστικά ενεργοί μέσα στον 19ο αιώνα.

    Ο χημικός όμως που καθόρισε περισσότερο από κάθε άλλον την εποχή αυτή ήταν αναμφίβολα ο Αναστάσιος Χρηστομάνος. Ήταν ο πρώτος έλληνας χημικός και ίσως και ο τελευταίος που καθιερώθηκε στη συνείδηση των συγχρόνων του ως «Ο Χημικός», ενώ ταυτόχρονα επέβαλε το ποιος θα ήταν ο ρόλος της Χημείας στην Ελλάδα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Οι μετά από αυτόν έλληνες χημικοί ήταν ή μαθητές του ή προστατευόμενοί του. Καθόλου τυχαία, ο πρώτος ιστορικός των επιστημών στην Ελλάδα Μιχαήλ Στεφανίδης (1868–1957) γράφει ότι:

    Η είσοδος του Χρηστομάνου εις το Πανεπιστήμιον αποτελεί νέον σταθμόν εις την εξέλιξιν της Φυσικομαθηματικής Σχολής…Η του Χρηστομάνου διδασκαλία καθώρισε πλέον σαφώς την θέσιν της χυμικής επιστήμης εν τω ελληνικώ πανεπιστημίω, αφήρεσε την μέχρι τούδε υπάρχουσα σύγχυσιν της την φαρμακευτική εν τω προσώπω του Λάνδερερ, έδωσεν εις την Γενικής Πειρματικήν Χυμείαν την αυτοτέλειαν της, και με την αυτοτέλειαν ακριβώς των χυμικών σπουδών, το Φυσικόν τμήμα κατελάμβανε την παράλληλον της το Μαθηματικόν ισότιμον του θέσιν. (Στεφανίδης, 1948, 16).

    Η καθιέρωση του Χρηστομάνου ως του εθνικού χημικού ανιχνεύεται και από την αναφορά του σατιρικού ποιητή Γεώργιου Σουρή (Σουρής, 1891, ποίημα 44):

    Μια ‘μέρα που δεν είξευρα τι διάβολο να κάνω
    τα δάκρυά μου σε βαθύ εστράγγισα ποτήρι,
    και μια και δυο ‘στον Χημικό τα ‘πήγα Χρηστομάνο
    και κάνε μου, παρακαλώ, του είπα, το χατήρι
    να ταναλύσης και να ‘βρης πώς είναι καμωμένα,
    για να μην κλαίω ‘στο εξής κι’ εγώ εις τα χαμένα,
    Κι’ ο Χημικός μ’ απήντησε «αυτά, ξερό κεφάλι,
    δεν είναι άλλο τίποτε παρά χλωρούχον κάλι».
    Ορίστε και τα δάκρυα, που άφθονα τα χύνεις,
    οπόταν κόμμ’ αντίπαλον βυζαίνει την πατρίδα,
    και συ απ’ έξω κάθεσαι και ξεροκαταπίνεις
    και γίνονται για το ψωμί τα μάτια σου γαρίδα.
    Ορίστε και τα δάκρυα κι’ οι τόσοι κοπετοί!…
    και να θαρρώ το κλάψιμο πως είναι κάτι τι;
    Αν έζης σήμερα και συ, κλαψάρ’ Ιερεμία,
    γέλοιο τρελλό θα σού κανε το κλάμμα η Χημεία.

    Η καριέρα του Χρηστομάνου ήταν μακρόχρονη και πολύπλευρη (Tampakis/Vlahakis, 2016). Πρωτοστάτησε στην ίδρυση χημικού εργαστηρίου, επέβαλε την ύπαρξη επιμελητή, έγραψε και μετέφρασε εγχειρίδια Χημείας, αναλάμβανε χημικές αναλύσεις για ιδιώτες και για κρατικές υπηρεσίες, έλαβε μέρος σε αποστολές και έκανε χημικές μελέτες για το Αρχαιολογικό Μουσείο. Το ουσιώδες όμως, όσον αφορά την παρουσία του γερμανικού παραδείγματος στην ελληνική χημεία, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Χρηστομάνος έφερε σε πέρας όλα αυτά τα καθήκοντα. Προτού έρθει στην Ελλάδα, ο Χρηστομάνος μαθήτευσε δίπλα σε πρωτοπόρους γερμανούς χημικούς, όπως ο Karl Weltzien (1813–1870), o Robert Bunsen (1811–1899) και ο Gustav Kirchhoff (1824–1887), και μετέπειτα εργάστηκε στη βιομηχανική παραγωγή χρωμάτων. Έφερε λοιπόν στην Ελλάδα όχι μόνο νέες χημικές γνώσεις και μεθόδους αλλά και την ιδεολογία της χημικής έρευνας της εποχής του. Αυτή συμπεριελάμβανε την εργαστηριακή εκπαίδευση των φοιτητών –μια καθαρά γερμανική καινοτομία–, το αυστηρό εργαστηριακό εργασιακό ήθος αλλά και την πεποίθηση ότι η Χημεία μπορεί και πρέπει να παίξει οικονομικό και εθνικό ρόλο, ειδικά σε συνάρτηση με τη Μέση Εκπαίδευση. Πιο κάτω θα έχουμε την ευκαιρία να αναπτύξουμε περισσότερο το πώς οι έλληνες χημικοί χρησιμοποιούσαν τη Γερμανία ως υπόδειγμα. Στο σημείο αυτό, αρκεί να αναφέρουμε ότι η διεθνής αναγνώριση του Χρηστομάνου ήταν τέτοια, που ένας από τους πρώτους επιμελητές του Χημείου που ίδρυσε ο Χρηστομάνος ήταν ο Hans Jahn (1853–1906), μετέπειτα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και ειδικός στην ηλεκτροχημεία. Ο Χρηστομάνος επέμενε ότι ο επιμελητής του Χημείου έπρεπε να είναι γερμανικής εκπαίδευσης, και ως διευθυντής του Χημείου, αναπαρήγαγε τον αυταρχικό και εργασιακά απαιτητικό τρόπο διοίκησης των γερμανικών εργαστηρίων. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο λόγος που ο Jahn παραιτήθηκε μετά την τρίτη του χρονιά ως επιμελητής, το 1878. Ο Χρηστομάνος του καταλόγισε ότι χρησιμοποιούσε το Χημείο για επαγγελματικές εργασίες χωρίς την άδειά του και ότι δεν τηρούσε την υποχρεωτική εξάωρη παρουσία του στο εργαστήριο, με τον H. Jahn να υποβάλει ως ανταπάντηση μνημόνιο με τις εργασίες του (ΑΛΕΠ/ΑΓΣ, 24.02.1878). Παρά την αρνητική αυτή εμπειρία, ο Χρηστομάνος επέμενε στη γερμανική παιδεία των συνεργατών του, αιτούμενος το 1899 την πρόσληψη γερμανού επιμελητή για το Χημείο και, μετά την αρνητική απάντηση, την αποστολή του εν ενεργεία επιμελητή στο Βερολίνο για μετεκπαίδευση το 1901 (Καρκάνης, 2012, 612). Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι από την πρόσληψη του Χρηστομάνου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών οι έλληνες χημικοί ακολούθησαν σπουδές κυρίως και πρωτίστως σε γερμανικά πανεπιστήμια και ιδρύματα.

    Τα εγχειρίδια Χημείας στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα

    Τα εγχειρίδια Χημείας είναι ένας προνομιακός δείκτης της λειτουργίας μιας επιστημονικής κοινότητας. Οι πηγές, η θεματολογία και οι αναφορές συνήθως καταδεικνύουν τι θεωρείται, σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ως αρχέτυπο αποδεκτής γνώσης (Brooke, 2000). Με αυτό κατά νου, παρακάτω τα εγχειρίδια που εκδόθηκαν στα ελληνικά μετά το 1860, τα οποία άλλωστε είναι και η μεγάλη πλειοψηφία των χημικών εγχειριδίων του 19ου αιώνα.

    Ελληνικά εγχειρίδια Χημείας (1860–1900)2Ο κατάλογος έχει δημιουργηθεί μετά από έρευνα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη Βιβλιοθήκη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και στη Βιβλιοθήκη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

    Ιωάννης Ιωάννου, 1864
    Στοιχεία Ανοργάνου Χημείας

    Αναστάσιος Χρηστομάνος, 1865
    Αναλυτικοί πίνακες ήτοι μέθοδος της ποιοτικής χημικής αναλύσεως διά της υγράς οδού εις χρησίν των Ιατρών, Φαρμακοποιών και Χημικών

    Ιωάννης Ιωάννου, 1866
    Στοιχεία Οργανικής Χημείας

    Γεώργιος Ζαβιτσάνος, 1867
    Φαρμακευτική Χημεία

    Αναστάσιος Χρηστομάνος, 1871
    Εγχειρίδιον της χημείας κατά τας νεωτάτας της επιστήμης προόδους είς τόμους τρεις μετά πινάκων και ξυλογραφημάτων

    Λέανδρος Δόσιος, 1871
    Στοιχειώδη Μαθήματα Τεχνολογικής Χημείας

    Γεώργιος Ζαβιτσάνος, 1874
    Αι εν τω φαρμακευτικω φροντιστηρίω του Πανεπιστημίου πρακτικαί ασκήσεις

    Henry Roscoe, 1878
    Χημεία (μετάφραση Χρηστομάνου)

    Αριστείδης Βουσάκης, 1882
    Χημείας Μαθήματα

    Αναστάσιος Δαμβέργης, 1883
    Στρατιωτικόν σχολείον Ευελπίδων Μαθήματα χημείας παραδοθέντα κατά το σχολικόν έτος 1882-1883

    Αναστάσιος Χρηστομάνος, 1887-1889
    Εγχειρίδιον της χημείας κατά τας νεωτάτας της επιστήμης θεωρίας

    Τηλέμαχος Κομνηνός, 1890
    Εγχειρίδιον Αναλυτικής Χημείας

    Henry Roscoe, 1890
    Χημεία (μετάφραση Ρουσόπουλου)

    Αναστάσιος Δαμβέργης, 1891
    Στοιχεία Χημείας

    Τηλέμαχος Κομνηνός, 1894
    Χημικόν εγκόλπιον Ήτοι συνοπτική στοιχειώδης ανόργανος, οργανική και αναλυτική χημεία

    Προκόπιος Ζαχαρίας, 1898
    Οδηγός ποσοτικής ανάλυσης προς χρήσιν των σπουδαστών της χημείας

    Οι τίτλοι δεν μας επιτρέπουν να ανιχνεύσουμε τις επιρροές των συγγραφέων, αλλά οι εισαγωγές και το ίδιο το κείμενο είναι πιο αποκαλυπτικές. Στο πρώτο εγχειρίδιο του 1864, ο Ιωάννου αναφέρει ρητά ως πηγές τα έργα του Thomas Graham (1805–1869), ο οποίος έγραψε μεν στα αγγλικά και δίδαξε στο Λονδίνο, αλλά τα εγχειρίδια του μεταφράστηκαν στα γερμανικά από τον F. Otto. Τις μεταφράσεις του Otto χρησιμοποιεί ο Ιωάννου, καθώς και εγχειρίδια των Johann Scherrer (1814–1869) και Eugen von Gorup-Besánez (1817–1878). Για την οργανική Χημεία του, όμως, του 1866, το πρότυπό του ήταν το Traité élémentaire de chimie médicale (1864) του γάλλου Adolphe Wurtz (1817–1884). Τα εγχειρίδια του Χρηστομάνου ήταν ενταγμένα πιο σαφώς στη γερμανική χημική παράδοση. Οι Αναλυτικοί Πίνακες του 1865 είναι μια επεξεργασμένη μορφή του αντίστοιχου έργου του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Gießen Heinrich Will (1812–1890), ο οποίος ήταν μια εξέχουσα μορφή της γερμανικής Χημείας. Τα μετέπειτα εγχειρίδια του Χρηστομάνου ήταν βασισμένα στο έργο του Sir Henry Roscoe (1833–1915), τo οποίo άλλωστε μετέφρασε το 1878 και του οποίου μια μεταγενέστερη έκδοση ξαναμετάφρασε το 1890 ο Όθων Ρουσόπουλος. Ο Roscoe ήταν μεν σημαντικός άγγλος χημικός, αλλά ήταν στενός συνεργάτης και μαθητής των γερμανών χημικών Kirchhoff και Bunsen, στα εργαστήρια των οποίων δούλευε την εποχή που σπούδαζε ο Χρηστομάνος. Το εγχειρίδιο του Roscoe μεταφράστηκε πολύ γρήγορα στα γερμανικά, και από τη γερμανική μετάφραση ξαναμεταφράζεται στα ελληνικά. Ως εγχειρίδιο απηχεί γερμανικές χημικές ιδέες και παραδόσεις και μάλιστα ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας της μεταλαμπάδευσής τους στον αγγλικό χώρο. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τα εγχειρίδια του Αναστάσιου Δαμβέργη, ο οποίος είχε σπουδάσει στη Γερμανία και αρθρογραφούσε στα γερμανικά περιοδικά. Τα εγχειρίδια του αναφέρουν ως πηγές ένα εράνισμα γαλλικών και γερμανικών πηγών, αλλά είναι γραμμένα στο πνεύμα των εγχειριδίων του Χρηστομάνου. Τα εγχειρίδια των Λ. Δόσιου και Κομνηνού είναι πιο δύσκολο να μελετηθούν, γιατί οι συγγραφείς δεν αναφέρουν πηγές. Το γεγονός όμως ότι οι συγγραφείς έχουν σπουδάσει στη Γερμανία, καθώς και ότι αρθρογράφησαν στα γερμανικά, καθώς και η χρήση συγκεκριμένων παραδειγμάτων στα εγχειρίδια, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και αυτά τα έργα χρησιμοποιούν γερμανικές κυρίως πηγές. Αυτό μαρτυρεί και ένας λίβελος που δημοσίευσε ο Δημήτριος Γκάστης το 1911, ανταγωνιστής του Κομνηνού για τη θέση του επιμελητή. Σε αυτόν τον λίβελο ο Γκάστης βάσιμα κατηγορεί τον Κομνηνό ότι αντέγραψε το εγχειρίδιο του γερμανού Heinrich August Bernthsen (1855–1931) (Γκάστης, 1911). Εμφανώς επηρεασμένα από τη γαλλική εργογραφία, από την άλλη, είναι τα έργα του Γεώργιου Ζαβιτσάνου και Αριστείδη Βουσάκη. Και οι δυο συγγραφείς είχαν σπουδάσει στη Γαλλία, ο δε Βουσάκης χρησιμοποιεί και γαλλική ορολογία στο εγχειρίδιο του. Τα τρία αυτά εγχειρίδια όμως είναι και τα μόνα που εμφανίζουν σαφείς γαλλικές επιρροές. Εν πολλοίς, λοιπόν, τα εγχειρίδια Χημείας που εκδόθηκαν στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν ερανίσματα, αναπροσαρμογές και σε κάποιες περιπτώσεις, μεταφράσεις γερμανικών εγχειριδίων.

    Επιχειρήματα και υποδείγματα

    Η εμφάνιση της Χημείας στην Ελλάδα, όπως και κάθε άλλης επιστήμης, συνοδεύτηκε και από μια ρητορική γύρω από τον σκοπό και τη χρησιμότητά της. Οι έλληνες χημικοί έπρεπε να μεταφράσουν και να προσαρμόσουν χημική ορολογία στα ελληνικά, και να εδραιώσουν μια εικόνα για το τι σήμαινε να είναι κάποιος χημικός αλλά και φυσικός επιστήμονας εν γένει (Tampakis, 2015). Παραδείγματα τέτοια, όπως το ποίημα του Σουρή ή η διαφωνία περί δημόσιας χρήσης του χημικού εργαστηρίου, έχουμε ήδη αναφέρει. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και ένα άλλο ποίημα του Σουρή, που το δημοσίευσε στον Ρωμηό το 1906 για να τιμήσει τη τεσσαρακονταετηρίδα του Αν. Χρηστομάνου (Τεσσαρακονταετηρίς, 1906, 33):

    Η Χημεία, προόδου μητέρα
    τριγυρνώντας εδώ κι εκεί πέρα
    υπερήφανο στήνει κεφάλι
    και στεφάνια ‘στο χέρι κρατεί
    και ‘στων φώτων το τέμενος πάλι
    τον κλεινό Χρηστομάνο ζητεί

    Επιστήμη σοφή στεφανόνει
    που σαράντα την ύμνησαν χρόνοι,
    και παιδιά της κυττά να περνάνε
    και να κράζουν: ευοί, Χρηστομάνε.

    H γερμανική χημική πρακτική λειτούργησε και σε αυτή τη διαδικασία παραδειγματικά. Ίσως η πιο εμφανής επιρροή είναι και αυτή που έχει παραδόξως αγνοηθεί περισσότερο: η χημική ονοματολογία η ίδια. Πολλά χημικά στοιχεία ανακαλύφθηκαν τον 19ο αιώνα και το όνομά τους συχνά αντικατοπτρίζει και τη χημική κοινότητα που τα ανακάλυψε. Άλλα στοιχεία όμως ακόμα και σήμερα διατηρούν διαφορετική ονοματολογία σε διαφορετικές γλώσσες. Ο Πίνακας 2 δείχνει τις διαφορές.

    Πίνακας 2: Ονόματα χημικών στοιχείων

    Τα συμπεράσματα είναι άκρως ενδιαφέροντα. Σε στοιχεία που ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, όπως ο άργυρος και ο χαλκός, στην ελληνική Χημεία διατηρήθηκαν τα αρχαία ονόματα. Ομοίως, όσα νέα στοιχεία ονοματοδοτήθηκαν με βάση αρχαιοελληνικές ρίζες, διατήρησαν το όνομά τους στα ελληνικά. Παραδείγματα τέτοιων είναι το υδρογόνο που ταυτοποιήθηκε το 1776 από τον Henry Cavendish (1731–1810), αλλά πήρε το σημερινό του όνομα από τον Antoine Lavoisier (1743– 1794) και το οξυγόνο, που ανακαλύφθηκε από τον Carl Wilhelm Scheele (1742–1786) και ανεξάρτητα από τον Joseph Priestley (1733–1804), αλλά ονοματίστηκε επίσης από τον Lavoisier. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όπως δείχνουν το νάτριο και το κάλιο, η γερμανική ονομασία υπερίσχυσε. Οι γερμανικές επιρροές στη δημόσια εικόνα της Χημείας στην Ελλάδα όμως εκτείνονται πέρα από την ονοματολογία. Όπως είναι μάλλον αναμενόμενο, οι γερμανικής μόρφωσης έλληνες χημικοί, οι οποίοι μεταφράζουν γερμανικά χημικά εγχειρίδια για τη διδασκαλία τους, θα χρησιμοποιούν και γερμανούς χημικούς ως παραδείγματα, τόσο στην επιχειρηματολογία τους όσο και στη δημοσιοποίηση του αντικειμένου τους. Όταν ο Κωνσταντίνος Ζέγγελης θα δώσει την εναρκτήρια ομιλία του το 1896, με θέμα Η Χημεία εν τω παρόντι, σύμφωνα με το έθιμο της εποχής θα την τυπώσει και ως αυτόνομο κείμενο. Οι ήρωες της αφήγησής του θα είναι στην συντριπτική πλειονότητά τους γερμανοί χημικοί, όπως ο Robert Bunsen, o August Kekulé και ο Wilhelm Ostwald. Στην κατάληξη της ομιλίας του, θέλοντας να επιχειρηματολογήσει για την οικονομική και εθνική σημασία της Χημείας, ο Ζέγγελης θα χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα όχι την Αγγλία ή τη Γαλλία αλλά τη Γερμανία και τον Justus Liebig (Ζέγγελης, 1896, 27–28). Στον πρυτανικό του λόγο το 1896, με τίτλο Φυσικαί Επιστήμαι και πρόοδος, ο Αναστάσιος Χρηστομάνος θα καταθέσει μια σειρά από επιχειρήματα για να αποδείξει ότι οι Φυσικές Επιστήμες είναι απαραίτητες για την πρόοδο του έθνους. Σε αυτόν, θα μνημονεύσει μια σειρά από ευρωπαίους επιστήμονες, αλλά στη Χημεία συγκεκριμένα, πέρα από τον ιταλό Amedeo Avogadro (1776–1856), θα αναφέρει μόνο τους γερμανούς Rudolf Clausius (1822–1888) και φυσικά τους δασκάλους του Bunsen και Kirchhoff (Χρηστομάνος, 1897, 12–14]. Και πάλι ο Χρηστομάνος, σε μια δημοσιευμένη επιστολή του στο περιοδικό Παρνασσός με αρχικό παραλήπτη τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Α. Αναγνωστάκη και με θέμα τη διδασκαλία της Χημείας, θα υποστηρίξει την ανάγκη για υλική και εκπαιδευτική αναβάθμιση της Χημείας. Για να αποδείξει τη σπουδαιότητα της επιστήμης του, θα χρησιμοποιήσει ως παραδείγματα την Αυστρία και τη Γερμανία, και ως πρότυπα σωστών εργαστηρίων το χημικό εργαστήριο του Hofmann στο Βερολίνο και το χημικό εργαστήριο του Bunsen στη Χαϊδελβέργη (Χρηστομάνος, 1879). Ομοίως, ο Λέανδρος Δόσιος, στη δική του εναρκτήρια διάλεξη το 1869, ενώ θα μνημονεύσει με θαυμασμό μια σειρά από προπάτορες της σύγχρονης Χημείας όπως ο Lavoisier και ο γερμανός Georg Stahl (1659–1734), όταν θα θελήσει να περιγράψει τη σύγχρονή του Χημεία θα μνημονεύσει τον Liebig (Δόσιος, 1869, 17–18).

    Τέλος, ακόμα στις εκθειαστικές νεκρολογίες, η κλίση προς τους γερμανούς χημικούς είναι σαφής. Η μόνη νεκρολογία επιστήμονα που θα γράψει ο Αν. Χρηστομάνος θα είναι του παλιού του δασκάλου Hofmann (Χρηστομάνος, 1892). Οχτώ χρόνια αργότερα, ο Δαμβέργης θα εκφωνήσει στον Παρνασσό και θα εκτυπώσει μια εικοσασέλιδη «επιμνημόσυνο διάλεξη» για τον Robert Bunsen (Δαμβέργης, 1900).

    Συμπεράσματα: To γερμανικό παράδειγμα και η Χημεία στην Ελλάδα

    Η εγκαθίδρυση της Χημείας στην Ελλάδα ως μιας αυτόνομης επιστήμης με τις δικές τις πρακτικές επηρεάστηκε από τη γερμανική Χημεία και τις πρακτικές των γερμανών χημικών. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε από το 1860 και μετά, για λόγους που σχετίζονται με την ανάπτυξη του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πολυτεχνείου και λιγότερο με κάποιες βιομηχανικές ή οικονομικές ανάγκες. Οι έλληνες φυσικοί επιστήμονες που θα μπορούσαν να φέρουν τον τίτλο του χημικού ήταν ελάχιστοι για όλη τη διάρκεια της περιόδου 1860–1905 και ως εκ τούτου επηρέαζαν καθοριστικά τις νόρμες και τις πρακτικές, επιστημονικές, διδακτικές και επαγγελματικές, της ελληνικής Χημείας. Με την εξαίρεση της εμφανούς και καθοριστικής παρουσίας της γαλλικής χημικής παράδοσης στη Φαρμακευτική Χημεία, οι έλληνες χημικοί εκπαιδευτήκαν σε γερμανικά και γερμανόφωνα πανεπιστήμια, μετέφρασαν και συμπίλησαν γερμανικά εγχειρίδια, έγραψαν άρθρα σε γερμανικά περιοδικά και επικαλέστηκαν γερμανικά χημικά παραδείγματα στην επιχειρηματολογία τους. Οι σχέσεις αυτές δεν ήταν μονόδρομες, όπως δείχνει η παρουσία του Χρηστομάνου και του Δαμβέργη σε διεθνή συνέδρια και η παρουσία του Jahn στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, τα πρώτα πενήντα χρόνια της ζωής της, η ελληνική Χημεία τράφηκε και ανατράφηκε στη Γερμανία.

    Einzelnachweise

    • 1
      Τα στοιχεία είναι από: Στεφανίδης, 1952· Καρκάνης, 2012· Μπίρης, 1957. Με (Υφ) σημειώνονται όσοι είχαν μόνο Υφηγεσία και όχι έδρα. Δεν έχουν συμπεριληφθεί χημικοί όπως ο Κ. Ζέγγελης (1879– 1957) και Π. Ζαχαρίας (1873–1957), οι οποίοι διορίστηκαν το 1895 και 1901, και οι οποίοι δεν ήταν ουσιαστικά ενεργοί μέσα στον 19ο αιώνα.
    • 2
      Ο κατάλογος έχει δημιουργηθεί μετά από έρευνα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη Βιβλιοθήκη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και στη Βιβλιοθήκη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

    Βιβλιογραφία

    Zitierweise

    Kostas Tampakis: «Η Χημεία στην Ελλάδα και το γερμανικό παράδειγμα (1860–1904)», in: Alexandros-Andreas Kyrtsis und Miltos Pechlivanos (Hg.), Compendium der deutsch-griechischen Verflechtungen, 04.05.21, URI : https://comdeg.eu/essay/103290/.