Ο νεοελληνιστής και μεταφραστής Αλεξάντερ Στάινμετς (Alexander Steinmetz, 1879–1973) ήταν ελληνογερμανός διαμεσολαβητής στους τομείς του πολιτισμού, της λογοτεχνίας και της γλώσσας.
Αφού αποφοίτησε από το Κλασικό Γυμνάσιο στην Τσάιτς και την Ιένα και έχοντας σπουδάσει ένα μόνο έτος στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, ο Στάινμετς μετέβη το 1902 στην Ελλάδα, όπου έμεινε μέχρι το 1916, εργαζόμενος αρχικά στην Αθήνα ως καθηγητής της γερμανικής γλώσσας, και αργότερα στη Σύρο ως καθηγητής στην Κρατική Εμπορική Σχολή. Σε αυτό το διάστημα, ο Στάινμετς απέκτησε οικογένεια και δημιούργησε στενές σχέσεις με τον τοπικό λογοτεχνικό κύκλο του Δημήτριου Ταγκόπουλου και το περιοδικό του Ο Νουμάς, στο οποίο συμμετείχε με μικρές μεταφράσεις και δημοσιογραφικά κείμενα.
Αφού υπηρέτησε στον Στρατό της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1920 μετέβη στο Μόναχο, όπου σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία με καθηγητή τον August Heisenberg και ολοκλήρωσε τις σπουδές του με τη διατριβή Untersuchungen zu den Klephtenliedern (Μελέτες για τα Κλέφτικα Τραγούδια). Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας στο Ελληνικό Γενικό Προξενείο του Μονάχου, όπου διετέλεσε αρμόδιος για την παροχή πληροφοριών προς έλληνες φοιτητές που σπούδαζαν εκεί, όπως ο γλωσσολόγος Εμμανουήλ Κριαράς.
Το 1933 ο Στάινμετς επέστρεψε στην Ελλάδα, αναλαμβάνοντας υπηρεσία στην Γερμανική Ακαδημία (Deutsche Akademie) ως επικεφαλής των μαθημάτων εκμάθησης γλώσσας στα Χανιά και στο Ηράκλειο. Το 1935 ξαναπήγε στο Μόναχο και εργάστηκε στο πανεπιστήμιο ως εκπρόσωπος τύπου και δάσκαλος νέων ελληνικών. Η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον έφερε και πάλι στην Ελλάδα, αρχικά ως καθηγητή ελληνικών στην Καβάλα, αργότερα ως επικεφαλής του Αθηναϊκού Γραφείου Ελληνογερμανικών Πολιτιστικών Ανταλλαγών, και μετά το 1943 ως επικεφαλής του γλωσσικού τμήματος στο Γερμανικό Επιστημονικό Ινστιτούτο (Deutsches Wissenschaftliches Institut – DWI) υπό τη διεύθυνση του Rudolf Fahrner. Μέχρι στιγμής λίγα είναι γνωστά για τον ακριβή ρόλο του ως διαμεσολαβητή, «κατακερματισμένου» (Schellinger, 2010) ανάμεσα στην πολιτιστική πολιτική των εθνικοσοσιαλιστών και την στενή προσωπική του σχέση με την Ελλάδα. Περί τα τέλη του 1944 ο Στάινμετς επέστρεψε με περιπετειώδη τρόπο στη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στην Ορεινή Βαυαρία (Oberbayern), όπου συνέχισε να δραστηριοποιείται στο πλαίσιο των αμοιβαίων ελληνογερμανικών ανταλλαγών ως μεταφραστής, λεξικογράφος και δημοσιογράφος.
Από τη μακρόχρονη ενασχόλησή του στο πεδίο των ελληνογερμανικών πολιτιστικών ανταλλαγών οφείλει αδιαμφισβήτητα να τονιστεί η συνεισφορά του ως καθηγητή ελληνικών και γερμανικών. Το Langenscheidts praktisches Lehrbuch Neugriechisch (Πρακτικό Εγχειρίδιο της Νεοελληνικής, εκδ. Langenscheidt) που επεξεργάστηκε και κυκλοφόρησε το 1958, κυκλοφορούσε μέχρι και το 2002 στην 18η έκδοσή του. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Στάινμετς υπήρξαν όμως οι μεταφράσεις του από την ελληνική λογοτεχνία. Αυτή του η δραστηριότητα ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1920 με πολλές μικρές δημοσιεύσεις σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά και συμπεριελάμβανε πολυάριθμους αντιπροσωπευτικούς έλληνες συγγραφείς όπως οι Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Λορέντζος Μαβίλης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Κωστής Παλαμάς, έχοντας ωστόσο αγνοήσει τη νεαρή «Γενιά του ’30» του Σεφέρη και του Ελύτη. Η σημαντικότερη συμβολή του στη μετάφραση νεοελληνικής λογοτεχνίας υπήρξε σίγουρα η μετάφραση του μυθιστορήματος Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη (1952) που έγινε σχετικά νωρίς και αποτέλεσε τα επόμενα χρόνια το κομβικό κείμενο για την πρόσληψη της Ελλάδας από την πλευρά των Γερμανών.
Μετάφραση από τα γερμανικά: Αντώνης Οικονόμου