Εισαγωγή: Δυτικοί ταξιδιώτες στα ίχνη του Βυζαντίου
Στις ταξιδιωτικές αφηγήσεις για την Ελλάδα ήδη από τον 19ο αιώνα και εξής οι περιγραφές αρχαίων τόπων συνυπάρχουν με περιγραφές σύγχρονων οικισμών, ανθρώπων και εθίμων. Η εικόνα της νεότερης Ελλάδας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αναφορές σε βυζαντινές εκκλησίες και μονές, καθώς και την περιγραφές των εντυπώσεων που προκαλούσε στους ταξιδιώτες το ορθόδοξο τελετουργικό. Ως εκ τούτου, παράλληλα με την εξιδανίκευση της αρχαίας Ελλάδας αναδύεται κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ένας άλλος λόγος που λαμβάνει υπόψη του και τη βυζαντινή, ορθόδοξη παράδοση. Παρότι θα περίμενε κανείς ότι για τον δυτικό ταξιδιώτη η βυζαντινή κληρονομιά θα ήταν –τόσο από χρονική όσο και από θεολογική άποψη– πιο οικεία από εκείνη της μακρινής αρχαιότητας, αποδεικνύεται εν προκειμένω ότι, αντιθέτως, η αίσθηση της ξενότητας αυξάνεται. Οι ψαλμωδίες και το ορθόδοξο τελετουργικό φαντάζουν ανοίκεια στον παρατηρητή και οι μαυροφορεμένοι ιερείς παραλληλίζονται συχνά με μάγους1Βλ. για παράδειγμα τα ταξιδιωτικά χρονικά στην Ελλάδα του Hauptmann, 1996 (1908), 19, και του Hofmannsthal, 1917, 11.. Είναι ενδιαφέρον ότι αρκετά από αυτά τα κείμενα προκειμένου να φέρουν κοντά στον αναγνώστη τον κόσμο της ορθοδοξίας, τον συνδέουν με τον λόγο περί αρχαιότητας και με την αρχή της «πνευματικής πατρίδας» των Ευρωπαίων. Στον Χόφμανσταλ, για παράδειγμα, το ελληνικό μοναστήρι εξορκίζεται σαν έναν παράθυρο στον χρόνο, μέσα απ’ το οποίο μπορεί κανείς να δει την αρχαιότητα:
«Κοιτάς στα βάθη των αιώνων σαν σε μια στέρνα κι εκεί κάτω, σε βάθη ονειρικά, βλέπεις το απρόσιτο. Αλλά εδώ, αυτό το απρόσιτο είναι κοντά σου. […] Η ίδια γη, ο ίδιος αέρας, οι ίδιες πράξεις, η ίδια απραξία.» (Hofmannstal, 1917, 11)
Συνεπώς, η νοσταλγία των γερμανών ταξιδιωτών για την αρχαία Ελλάδα καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν τη βυζαντινή της όψη, όπως καταδεικνύουν, αρκετά χρόνια μετά τον Χόφμανσταλ, τα όλο πάθος λόγια του Τέοντορ Ντόιμπλερ [Theodor Däubler]: «Μη σταματάς στους αρχαίους Έλληνες, καρδιά μου, προχώρα στο Βυζάντιο» (Däubler, 1922, 14)2Για τη γοητεία που άσκησε ο Άθως στον Ντόιμπλερ, βλ. επίσης Werner, 2010.
Η ιδιαιτερότητα του Άθω ως ταξιδιωτικού προορισμού
Στο ενδιαφέρον αυτό για τη βυζαντινή παράδοση ξεχωριστή θέση κατέχει o Άθως3Το όρος «Άθως» θεωρείται ιερό, όχι επειδή αναφέρεται στη Βίβλο, αλλά ως κατοικία χαρισματικών μοναχών και ασκητών. Η ακτινοβολία του ωστόσο ξεπερνά κατά πολύ αυτή των βουνών της Βίβλου και συνιστά το ιερότερο βουνό της Ορθοδοξίας (della Dora, 2011, 25)., το «Άγιον Όρος», όπου από τον 9o αιώνα ασκούνται αμφότεροι οι δύο βασικοί τύποι της χριστιανικής μοναστηριακής ζωής· ο αναχωρητισμός/ερημιτισμός και ο κοινοβιοτισμός4Για μια σύντομη και περιεκτική παρουσίαση της μοναστικής κοινότητας βλ. Müller, 2005.. Στην πορεία των αιώνων, και με την υποστήριξη βυζαντινών αυτοκρατόρων και ορθόδοξων βασιλέων από τη Ρωσία και τα Βαλκάνια, ακμάζουν μεγαλόπρεπα μοναστήρια, πλάι στις αναρίθμητες σπηλιές και τις καλύβες των αναχωρητών και των ασκητών. Στην περίπτωση του Άθω συγκλίνουν οι δύο συμβολικοί τόποι της αγιοσύνης· η κορυφή (η σκάλα που οδηγεί στον ουρανό) και ο κήπος (η άγρια φύση που τιθασεύεται με τη βοήθεια του Θεού) (della Dora, 2016.2, 148). Η επιβλητική βουνοκορφή ύψους 2033 μέτρων υψώνεται στη μέση μιας μαγευτικής φύσης, η οποία «εξημερώθηκε» προκειμένου να ανεγερθούν οι μονές και να καλυφθούν οι ανάγκες των μοναχών και των ερημιτών5Έτσι, στη μαρτυρία του Αγ. Αθανασίου, ιδρυτή της Μονής της Αγίας Λαύρας, η οποία βρίσκεται σε ένα ιδιαίτερα δύσβατο σημείο της χερσονήσου, παραλληλίζεται η προσπάθεια τιθάσευσης της φύσης με τον αγώνα να κατανικηθούν οι εσωτερικοί δαίμονες (πρβλ. della Dora, 2016.2, 170)..
Αν και απαγορευμένη για τον γυναικείο πληθυσμό, και γενικότερα δυσπρόσιτη μέχρι τον 19ο αιώνα, η μοναστική κοινότητα του Άθω είναι εδώ και πάνω από μια χιλιετία ένας από τους συχνότερα περιγραφόμενους τόπους της Μεσογείου (della Dora, 2011, 9). Το «ιερό βουνό» της Ορθοδοξίας είναι έμμεσα γνωστό τόσο στον ανατολικό όσο και στον δυτικό κόσμο μέσα από τις περιγραφές και τις εικονογραφήσεις ταξιδιωτών και προσκυνητών. Το ενδιαφέρον της Δύσης για τον Άθω τεκμηριώνεται ήδη κατά τον 14ο αιώνα (Reichert/Schenk, 2001, καθώς και Llewellyn Smith 2003), με τα κίνητρα των ταξιδιωτών να παρουσιάζουν έντονες διαφοροποιήσεις: Εκτός από τους λόγιους που αναζητούν στο Άγιο Όρος την κληρονομιά της αρχαιότητας6Για παράδειγμα ο ιταλός ανθρωπιστής Κριστόφορο Μπουοντελμόντι [Cristoforo Buendelmonti] (ca. 1385-1430) και ο ιταλός έμπορος και συλλέκτης Κυριακό της Αγκόνας [Ciriaco de Ancona] (1391-1452)., ανάμεσα στους επισκέπτες συγκαταλέγονται φυσιοδίφες που ενδιαφέρονται κατά κύριο λόγο για τη μορφολογία του εδάφους, τη χλωρίδα και την πανίδα
7Ενδεικτικά ο γάλλος διπλωμάτης και φυσιοδίφης Πιερ Μπελόν [Pierr Belon] (1517–1564), ο οποίος το 1553 δημοσίευσε το έργο του Ταξίδι στον Λεβάντε (Voyage au Levant), ή ο βρετανός βοτανολόγος Τζον Σίμπχορπ [John Sibthorp] (1758–1796), ο οποίος περιλαμβάνει στο έργο του Η Χλωρίδα της Ελλάδας (Flora Graeca) περιγραφές της χλωρίδας του Άθω (1806).
. Επιπλέον, κατά την περίοδο της ομολογιοποίησης πολλοί από τους δυτικούς ταξιδιώτες είχαν αναλάβει το καθήκον να παρέχουν στους ευγενείς και στον κλήρο της δυτικής Ευρώπης μέσα από τις ταξιδιωτικές αφηγήσεις τους πληροφορίες σχετικά με την ορθόδοξη παράδοση8Για παράδειγμα ο Γάλλος Φρανσουά Μπρακονιέρ [François Braconnier] (1656-1716), ή ο Βρετανός Τζον Κόβελ [John Covel] (1638-1722). Πρβλ. Reichert/Schenk, 2001, 56.. Οι επισκέπτες αυτοί επικεντρώνονται στα μοναστήρια καθαυτά, και από τα κείμενά τους γίνεται σαφές ότι, ακόμη κι αν ως απεσταλμένοι των εκκλησιών του δυτικού κόσμου εκτιμούν τον θρησκευτικό ζήλο των μοναχών, αντιμετωπίζουν εντούτοις την ορθόδοξη παράδοση με περιφρόνηση και υπεροψία: Απορρίπτουν τις ορθόδοξες διδασκαλίες ως παραπλανητικές, χλευάζουν τους θρύλους και συμβάλλουν στη διάδοση των προκαταλήψεων περί της ισχυρογνωμοσύνης, της ροπής προς το ψέμα και της δολιότητας των Ελλήνων. (Reichert/Schenk, 2001, 57) Κατά τον 19o αιώνα εντείνεται το κυνήγι σπάνιων χειρόγραφων στον Άθω, με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται κυρίως σε κείμενα της αρχαιότητας και των ελληνιστικών χρόνων. Αυτό αφορά, για παράδειγμα, τον βρετανό ευγενή Ρόμπερτ Κέρτσον [Robert Curtzon], ο οποίος το 1849 στο οδοιπορικό του με τίτλο Επισκέψεις σε Μοναστήρια στο Λεβάντε [Visits to Monasteries in the Levant], καταγράφει τις «κυνηγητικές εξορμήσεις» του, καθιερώνοντας έτσι την εικόνα του αδαούς μοναχού, ο οποίος δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τους θησαυρούς που έχει στην κατοχή του. (Reichert/Schenk, 2001, 61)
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, συναντώνται επίσης και γερμανόφωνα οδοιπορικά για τον Άθω, στα οποία γίνεται σαφές ότι το Άγιο Όρος, ως ταξιδιωτικός προορισμός, συνιστά μια απόκλιση από τη συνήθη εξιδανίκευση αρχαίων ερειπίων: Αυτό που οδηγεί τον δυτικό επισκέπτη στη μοναστική πολιτεία είναι ένα άλλο είδος νοσταλγίας. Στα κείμενα αυτά δεν γίνεται επίκληση της αρχαιότητας, αλλά επιδιώκεται μια πρώτη επαφή με το μακραίωνο ορθόδοξο τελετουργικό (Llewellyn Smith, 2003, 42), ενώ η εμπειρία της φυγής από τα εγκόσμια και η σαγήνη του τοπίου –το βουνό ορθώνεται απότομα μέσα από τη θάλασσα αποπνέοντας έντονη δραματικότητα (βλ. della Dora, 2016.2, 12)– συμβάλλουν καθοριστικά στην ιδιαίτερη έλξη που ασκεί ο Άθως. Σε οδοιπορικά γερμανόφωνων περιηγητών του μεσοπολέμου, όπως, για παράδειγμα, του Ντόιμπλερ και του Φραντς Σπούντα [Franz Spunda]
9Όσον αφορά τις λογοτεχνικές ταξιδιωτικές αφηγήσεις των Ντόιμπλερ (Der heilige Berg Athos: eine Symphonie, 1922) και Σπούντα (Der heilige Berg Athos, 1928) πρόκειται κατά κύριο λόγο για μυστικιστικής υφής αναζητήσεις ενός εναλλακτικού προς αυτόν της δύσης πολιτισμού.
, παρατηρούμε έναν ενθουσιασμό για τον Άθω που συνάδει με την πολιτιστική κριτική και τις πνευματικές αναζητήσεις της δεκαετίας του 192010Στη σχέση μυστικισμού και νεωτερικότητας είναι αφιερωμένος ο συλλογικός τόμος των Baßler/ Chatellier 1998.. (Meid, 2012, 202) Μια από τις πρώτες γερμανόφωνες ταξιδιωτικές αφηγήσεις για τον Άθω είναι αυτή του Γιάκομπ Φαλμεράυερ. Πρόκειται για το γλαφυρό οδοιπορικό Το Άγιον Όρος ή το ιερό βουνό Άθως [Hagion Oros oder der Heilige Berg Athos].
Ο Γιάκομπ Φαλμεράυερ ως περιηγητής του Άθω
Ο λόγιος Γιάκομπ Φαλμεράυερ (Jacob Fallmerayer, 1790-1861) γεννήθηκε στο Νότιο Τιρόλο, ειδικεύθηκε στην ιστορία του Βυζαντίου και στις σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ενώ ήδη από τη δεκαετία του 1830 προκάλεσε αίσθηση με τη θεωρία του περί σλαβικής καταγωγής των Νεοελλήνων. (Dascalov, 2013, 227) O Φαλμεράυερ επισκέφτηκε το 1841 το Άγιον όρος κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του στην Ανατολή (1840-42). Στο οδοιπορικό του περιγράφει συνοπτικά την ιστορία της μοναστικής πολιτείας, εξηγεί τις διαφορετικές οργανωτικές δομές των μοναστηριακών κοινοτήτων, αλλά ασχολείται ελάχιστα με τις θρησκευτικές πρακτικές και δεν ενδιαφέρεται για την ορθόδοξη τέχνη. Σε αντίθεση με τους ορθόδοξους προσκυνητές που περιγράφουν λεπτομερώς εικόνες, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, επεξηγούν τους συμβολισμούς της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής και παραθέτουν αναρίθμητους θρύλους και ιστορίες αγίων, το κείμενο του Φαλμεράυερ καθιστά σαφές ότι έχουμε να κάνουμε πρωτίστως μ’ έναν (ευρωπαίο) λόγιο: Αναζητώντας σπάνια χειρόγραφα, επιδιώκει την πρόσβαση σε βιβλιοθήκες και, χάρη στη γλωσσομάθειά του, συνομιλεί με τους μοναχούς και συλλέγει πληροφορίες για την ιστορία της μοναστικής πολιτείας.
Ο Φαλμεράυερ δικαιολογεί το ενδιαφέρον του για τον Άθω μέσω της μοναδικότητας του, χαρακτηρίζοντάς τον σε μια αποστροφή του: «Βατικανό της Ανατολής […] το μοναδικό τμήμα της ορθόδοξης μοναρχίας που δεν βεβηλώθηκε ποτέ από τους βάρβαρους». (Fallmerayer, 1949, 15) Ενώ σκοπός του ταξιδιού του είναι η ανεύρεση σπάνιων ιστορικών τεκμηρίων, ο στόχος του οδοιπορικού του, όπως αναφέρει ρητά ο ίδιος, είναι να παρουσιάσει «εντυπώσεις, εικόνες και σκηνές, περιοχές, ανθρώπους και πάθη», και έτσι να προσφέρει όχι κάποιο λεπτομερές ταξιδιωτικό χρονικό, αλλά έναν «πίνακα ηθών και εθίμων». (Fallmerayer, 1949, 122)
Ο Φαλμεράυερ ανήκει σ’ εκείνους τους συγγραφείς που δεν εγκαταλείπουν ποτέ τον αναγνώστη: Η ταξιδιωτική του αφήγηση θα ενταχθεί στην επιτυχημένη σειρά των «Αποσπασμάτων» του
11«Αποσπάσματα» αποκαλεί ο Φαλμεράυερ τις επιτυχημένες ταξιδιωτικές αφηγήσεις του, τις οποίες δημοσιεύει από το 1839 και έπειτα στην εφημερίδα «Allgemeine Augsburger Zeitung». Το οδοιπορικό στον Άθω περιλαμβάνεται στον δεύτερο τόμο των Αποσπασμάτων από την Ανατολή, ο οποίος εκδίδεται το 1845 από τον εκδοτικό οίκο Cotta Verlag.
και θα δημοσιευτεί στην Allgemeine Augsburger Zeitung μεταξύ Οκτωβρίου του 1842 και Μαρτίου του 1843. Απευθύνεται συχνά άμεσα στους αναγνώστες του, «τους παίρνει από το χέρι» και τους προσκαλεί όχι απλώς να πληροφορηθούν για το Άγιο Όρος, αλλά να μοιρασθούν τις εντυπώσεις του συγγραφέα:
Μην ξεχνάτε τι έγραφα παραπάνω για την τεράστια ποικιλία του φυτικού βασιλείου σ’ αυτήν την περιοχή. Σκεφτείτε μαζί μ’ αυτό και το ηλιόλουστο, θερμό μεσημέρι […] και το βαθύ μπλε πανόραμα της θάλασσας […] και θα καταλάβετε τι μπορεί να έχει νιώσει κάποιος κατά τη διάρκεια μιας τρίωρης διαδρομής σ’ ένα τέτοιο τοπίο. (Fallmerayer, 1949, 83)
Η περιγραφή του τοπίου δίνει στον συγγραφέα την ευκαιρία να εκφράσει τις εντυπώσεις του, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του μπροστά στη θέα της ξεχωριστής φύσης του Άθω (Weber, 2010, 164). Ταυτόχρονα, όπως είθισται στις δυτικές ταξιδιωτικές αφηγήσεις, αναφέρονται τόσο οι αρχαίες όσο και οι σύγχρονες πηγές, οι οποίες χρησιμεύουν ως οδοδείκτες και ταξιδιωτικοί οδηγοί, και δίνονται ακριβείς πληροφορίες ως προς το υψόμετρο, τις αποστάσεις και τα μεταφορικά μέσα. Ο Φαλμεράυερ εξυμνεί και την ίδια στιγμή χαρτογραφεί τον Άθω· η ένταση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο είδη πρόσληψης της αθωνικής εμπειρίας συγκροτεί τον γοητευτικό χαρακτήρα του κειμένου του.
Η εξύμνηση της φύσης
Οι περιγραφές της φύσης έχουν πρωτεύοντα ρόλο στο λόγο περί Ελλάδας, μιας και το τοπίο παρουσιάζεται συχνά ως εγγυητής της ιστορικής συνέχειας: H παρατήρηση της φύσης, αν όχι η καταβύθιση σ’ αυτήν, επιτρέπει την υπέρβαση της χρονικής απόστασης και μια αίσθηση εγγύτητας προς τις παρελθούσες εποχές. (Πολυκανδριώτη, 2019, 203) Εξάλλου, στην περίπτωση του Άθω έχουμε να κάνουμε με ένα από τα ιερά βουνά του μεσογειακού χώρου, το φυσικό εκτόπισμα του οποίου προκαλεί δέος και θαυμασμό, ενώ ταυτόχρονα συνδέεται ήδη από την αρχαιότητα με πολυάριθμους μύθους και θρύλους12Το ζήτημα των αρχαίων μύθων, αλλά και των θρύλων που σχετίζονται με τον Άθω (βλ. για παράδειγμα τις περιπτώσεις του Ξέρξη και του Μ. Αλεξάνδρου), καθώς και των εξιστορήσεων τους μέσα στους αιώνες πραγματεύεται διεξοδικά η della Dora στο κεφάλαιο περί βουνών του συλλογικού έργου για τα συμβολικά τοπία (della Dora, 2008, 109-131). . Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που οι περιγραφές της φύσης διακρίνονται από ένα θρησκευτικό δέος. (Weber 2010, 164) Ο Φαλμεράυερ περιγράφει τον Άθω ως «τον δασώδη καθεδρικό ναό της ανατολικής χριστιανοσύνης» (Fallmerayer, 1949, 8), και είναι σαφές ότι αναφέρεται στην καθαυτή φύση : «[…] του αθωνικού όρους, αυτού του κολοσσιαίου βυζαντινού ναού, που υψώθηκε από την ίδια τη φύση και ενδύθηκε με άφθαρτη εορταστική περιβολή». (Fallmerayer, 1949, 8) Οι περιγραφές της φύσης καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακό τμήμα του οδοιπορικού του: Η φύση προσλαμβάνεται ως τοπίο (Weber 2010, 4) και εξυμνείται μέσα από μία κομψή πρόζα. Την ίδια στιγμή, επανέρχεται ξανά και ξανά η θέση περί ανεπάρκειας της γλώσσας μπροστά στη θέα του Αγίου Όρους
13Η della Dora σχολιάζει τη θεματική της ανεπάρκειας της γλώσσας σε σχέση με τα ιερά βουνά. Διερευνά την ετυμολογία των όρων heilig (ιερός) και άγιος και εξηγεί ότι η ιστορία των ιερών βουνών καθορίζεται από την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών της αγιοσύνης, τις οποίες και εκφράζουν οι δύο αυτοί όροι: αφενός την αποστασιοποίηση από την καθημερινότητα, αφετέρου την τρομαχτική εγγύτητα του θείου (della Dora, 2019, Mountain, 19). Την θεματική του ανείπωτου ως χαρακτηριστικό των οδοιπορικών για τον Άθω εξετάζει η Δασκαρόλη (Δασκαρόλη, 2019, 183).
:
[…]μπροστά μας ανοίγεται ένα τοπίο, την ομορφιά του οποίου μπορούμε κάλλιστα να αισθανθούμε αλλά όχι να περιγράψουμε. […] Όλες οι λέξεις, όλες οι ζωγραφιές είναι μάταιες, γιατί η γλώσσα είναι πολύ φτωχή και παντελώς ανίκανη για να αποκαλύψει μονομιάς στην ψυχή όλη τη μαγευτική πολυχρωμία ενός τέτοιου πανοράματος. (Fallmerayer, 1949, 10 και 14)
Σε άλλα σημεία ο τιρολέζος συγγραφέας δηλώνει ότι το τοπίο του θυμίζει την πατρίδα του (Fallmerayer, 1949, 67) – εδώ μπορεί κανείς βεβαίως να κάνει λόγο για το τυπικό στον λόγο περί Ελλάδας μοτίβο της οικειότητας. Ωστόσο, αυτή η αίσθηση δεν εμποδίζει τον Φαλμεράυερ από το να εξάρει τη μοναδικότητα του Αγίου Όρους: «[…]όμως, πουθενά αλλού δεν εφαρμόστηκαν τόσο κομψές αναλογίες, πουθενά αλλού τοιχώματα δεν προβάλλουν τόσο ρομαντικά, πουθενά αλλού η πλάση δεν διαχέεται γλυκά σε τόσο όμορφα σχήματα». (Fallmerayer, 1949, 9) Μια από τις ιδιαιτερότητες του κειμένου έγκειται στον αναστοχασμό του Φαλμεράυερ πάνω στον ενθουσιασμό του για τη φύση: Σχολιάζει τον –σύμφωνα με την δική του διατύπωση τυπικά γερμανικό– ενθουσιώδη χαρακτήρα των περιγραφών του ως εξής:
Είναι βέβαια γνωστό ότι τους Γερμανούς τους περιγελούσαν ανέκαθεν λόγω της ευαισθησίας και του ρομαντικού ενθουσιασμού τους για το μεγαλείο της φύσης και τη μοναξιά των δασών. Αλλά τι άλλο θα μπορούσε να πει κανείς για τη βουνοπλαγιά των Καρυών, με τα ανάλαφρα πεύκα της […], που μοιάζει σαν ένας δεύτερος κήπος της Εδέμ ακόμη και για τις ψυχρές βρετανικές ψυχές, […] που υμνείται σαν επίγειος παράδεισος ακόμη κι από τους απαθείς μοναχούς και τους αναχωρητές του Άθω; Μόνο που όλες οι λέξεις, όλες οι ζωγραφιές είναι μάταιες, γιατί η γλώσσα είναι πολύ φτωχή και παντελώς ανίκανη για να αποκαλύψει μονομιάς στην ψυχή όλη τη μαγευτική πολυχρωμία ενός τέτοιου πανοράματος. (Fallmerayer, 1949, 14)
Ο Άθως ως εναλλακτικός τρόπος ζωής
Στο κείμενο του Φαλμεράυερ απαντά ήδη το στοιχείο της απόδρασης από τα εγκόσμια και της κριτικής στον δυτικό πολιτισμό, το οποίο θα εξελιχθεί σε χαρακτηριστικό γνώρισμα των ταξιδιωτικών αφηγήσεων για το Άγιον Όρος που αυξάνονται σε αριθμό κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα14Ο Meid αποδίδει το αυξανόμενο ενδιαφέρον αφενός στις επικρατούσες πολιτικές συνθήκες, οι οποίες διευκόλυναν τις επισκέψεις στον Άθω (από το 1878 και μετά το Άγιο Όρος ήταν αυτόνομο, ενώ το 1912 προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος) και αφετέρου στο πνεύμα της πολιτιστικής κριτικής και των πνευματικών αναζητήσεων της δεκαετίας του 1920.. Η ήρεμη, αποτραβηγμένη ζωή στον Άθω αντιπαρατίθεται στη ζωή στις πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης, και ο συγγραφέας δράττεται της ευκαιρίας να απαριθμήσει τις ενοχλητικές πτυχές της καθημερινότητάς του εκεί:
[…] η ματαιοδοξία, η αμάθεια, η υπεροψία, η βρώμα και η ανία […]» (Fallmerayer, 1949, 6). «Όποιον, ωστόσο, οι καλπάζουσες ιδέες και ο ανεμοστρόβιλος της Δύσης τον τρομάζουν, ας στρέψει το βλέμμα για παρηγοριά και αντίδοτο προς το αθωνικό όρος, αυτόν τον απολιθωμένο ιδεατό πλούτο […] και την μακάρια άγνοια των μοναχών. (Fallmerayer, 1949, 43)
Εν προκειμένω όμως δεν έχουμε να κάνουμε απλά με το παράπονο ενός λόγιου που νιώθει κατατρεγμένος15Για μια λεπτομερή παρουσίαση των θέσεων του Φαλμεράυερ και της υποδοχής τους βλ. Βελουδής, 1982∙ Dascalov, 2013. Με την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Φαλμεράυερ ασχολείται η Σκοπετέα, 1997.. Σε αντίθεση με άλλους ταξιδιώτες του Άθω, ο Φαλμεράυερ προσπαθεί να παρουσιάσει τη στάση των μοναχών απέναντι στον κόσμο και τη Γνώση ως ένα πειστικό και αυτοτελές σύστημα, ενώ προειδοποιεί ότι αυτός ο κόσμος δεν δύναται να προσεγγιστεί με τα κριτήρια και της απόψεις της δύσης. (Fallmerayer, 1949, 90) Ο Φαλμεράυερ παρουσιάζει στους αναγνώστες του δυο ισότιμα παραδείγματα: Αντιπαραθέτει τη δίψα για γνώση της Δύσης στη συνειδητά επιλεγμένη άγνοια (αμαθία) των μοναχών του Άθω, με την παρουσίασή του να χαρακτηρίζεται από ενσυναίσθηση και αποδοχή:
Η Ανατολή έχει επιλύσει ένα πρόβλημα στο οποίο οι Ευρωπαίοι με όλη τη σοφία και τέχνη τους έχουν αποτύχει. […] Αφήνουμε άλλους να μιλούν για τα στερεοτυπικά, νεκρά διδάγματα της αθωνικής πολιτείας και να υπολογίζουν πόση δύναμη και αξία χάνει μια κοινωνία μόλις θέσει εαυτόν εκτός του πεδίου της προόδου, της διαρκούς βελτίωσης και της δυτικής επιταγής για διαρκή μεταβολή. […] Άνθρωποι που αποτολμούν ν’ καταπολεμήσουν την ύλη δεν μπορεί να είναι εκ προοιμίου ανόητοι, και αν η ελευθερία και η εσωτερική γαλήνη δεν μπορούν να αποκτηθούν παρά μονάχα μέσα από την απάρνηση της επιστήμης, της τέχνης και της κομψότητας του βίου, τότε και ο φιλόσοφος δεν επιτρέπεται να ψέγει ασυλλόγιστα μια τέτοια συναλλαγή (Fallmerayer, 1949, 93). Πόσο διαφορετικά είναι όλα σ’ εμάς! Εμείς έχουμε την τυραννία της εκπαίδευσης, της προόδου, του φιλοσοφικού συστήματος, του ευπρεπούς τόνου […]. (Fallmerayer, 1949, 102)
Συμπεράσματα
Το οδοιπορικό του Φαλμεράυερ για τον Άθω ξεκινά in medias res, με τους μοναχούς να τον καλούν να μείνει μαζί τους:«“Άφησε τον κόσμο και έλα να μείνεις μαζί μας“, είπαν οι μοναχοί, „σε μας θα βρεις την ευτυχία.“». (Fallmerayer, 1949, 5) Η αφήγηση κλείνει κάπου 130 σελίδες παρακάτω με τη διαπίστωση, ότι ο ίδιος δεν κατάφερε να εντυπωσιάσει στο ελάχιστο τους μοναχούς, ενώ η δική του ψυχή «σημαδεύτηκε βαθιά και ανεξίτηλα από τη μελαγχολία των αναχωρητών και τη μαγευτική εικόνα του αιώνια πράσινου παραδείσου»(Fallmerayer, 1949, 124). Οι ενδιάμεσες σελίδες, το καθαυτό δοκίμιο για τον Άθω δηλαδή, αποκαλύπτουν την έλξη που ασκεί ο μοναστικός τρόπος ζωής στην «κουρασμένη από τα εγκόσμια ψυχή» (Fallmerayer, 1949, 5) και την ευαισθησία της τελευταίας μπροστά στην ομορφιά της φύσης. Ταυτόχρονα, οι σελίδες αυτές μαρτυρούν την φιλομάθεια του δυτικού λόγιου (ο οποίος χαίρεται όταν ανακαλύπτει ένα σπάνιο χειρόγραφο), όπως και την τάση του να καταστήσει τον κόσμο μετρήσιμο και κατανοητό μέσω της ακριβούς παρατήρησης και περιγραφής, προσφέροντας μας έτσι και την εξήγηση γιατί ο συγγραφέας γύρισε τελικά την πλάτη του στη «γαλήνη και την αιώνια άνοιξη» του Αγίου Όρους. (Fallmerayer, 1949, 81)