Η επιδημία πανώλης στον Πόρο το 1837: Φόβος, συγκρούσεις, παιχνίδια εξουσίας και πόλωση για μια βέβαιη καταστροφή που δεν συνέβη

Σε ένα από τα τελευταία ξεσπάσματα της επιδημίας πανώλης, της λεγόμενης Δεύτερης Πανδημίας [Second Plague Pandemic], που εκδηλώθηκε στην Ευρώπη σε αλλεπάλληλα κύματα που ξεκίνησαν το μεσαίωνα (περ. 1346-1347) και διήρκησαν περίπου μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος που φιλοδοξούσε να γίνει μέρος της πολιτισμένης Δύσης, κλήθηκε να αντιμετωπίσει έναν επιδημιολογικό εφιάλτη που είχε στοιχειώσει τη συλλογική μνήμη ως Μαύρος Θάνατος. Τρεις μαρτυρίες περιγράφουν το χρονικό της φοβερής επιδημίας στο νησί του Πόρου το 1837 με διαφορετικό, σχεδόν αντιφατικό τρόπο, η καθεμία. Γιατί οι αφηγήσεις δεν συμφωνούν μεταξύ τους στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε –επιτυχώς τελικά– η επιδημία, η πρώτη σοβαρή υγειονομική κρίση της νεότερης Ελλάδας; Ποια ήταν τα πρόσωπα που μας έχουν διασώσει το χρονικό; Ποιες ήταν οι προκλήσεις που θα αντιμετώπιζε η κυβέρνηση του Όθωνα, προκειμένου να περιορίσει την επιδημία στο νησί και να σώσει την ενδοχώρα από μια υγειονομική καταστροφή, αποδεικνύοντας πως το νεόκοπο ελληνικό κράτος υπό τη βασιλεία του μπορούσε να γίνει ένα σύγχρονο και πολιτισμένο κράτος στα πρότυπα της Ευρώπης; Πώς διασταυρώθηκαν μέσα σε αυτό το πλαίσιο Έλληνες και Γερμανοί επιστήμονες, νοοτροπίες και εν τέλει εξουσίες, που διαμόρφωσαν στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους το πλαίσιο εξυγίανσης του πληθυσμού, που παλινδρομούσε μεταξύ προόδου και στασιμότητας;

Inhalt

    Ένα ύποπτο «εμπόρευμα» φτάνει στο νησί του Πόρου1Η αφήγηση των γεγονότων στις τρεις βασικές πηγές είναι αποσπασματική, αντιφατική σε αρκετά σημεία και σε αναντιστοιχία μεταξύ των κειμένων σε κάποιες ημερομηνίες. Οι ξένες πηγές παρουσιάζουν και αυτές διαφοροποιήσεις στις ημερομηνίες των γεγονότων, οι οποίες σημειώθηκαν, όπου κρίθηκε απαραίτητο.

    Μια συνηθισμένη ανοιξιάτικη μέρα, παραμονές του Πάσχα στις 16 Μαρτίου 1837, ένα μικρό ελληνικό καράβι με πενταμελές πλήρωμα και καπετάνιο τον Γιώργο Φάρσο ή Φάρσα, ελλιμενίζεται στον Πόρο, ένα μικρό νησί νοτιοδυτικά της Αττικής (Rohatzsch, 1844, 18)2Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τη συνάδελφο Ηelene Dorfner για την πολύτιμη υπόδειξη αυτής της πηγής, η οποία περιέχει πολύτιμα στοιχεία για την επιδημία στο νησί. . Εκτός από τα συνηθισμένα εμπορεύματα, το καράβι μετέφερε και ένα αόρατο επικίνδυνο φορτίο, την πανώλη. Φέρεται να είχε αποπλεύσει από έναν κολπίσκο στο βορειοανατολικό μέρος του λεγόμενου Καραγάστιου ή Καραγάτσια ή Μεγαλολίμνης, όπως λεγόταν τότε η σημερινή Αμμουλιανή, το μικρό νησί της Χαλκιδικής που βρίσκεται απέναντι από το Άγιο Όρος (Wibmer, 27.08.1842, 289).3Σε άλλη πηγή αναφέρεται πως το πλοίο απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη, είτε παραλείποντας να αναφέρει τον ενδιάμεσο σταθμό της Μακεδονίας είτε αναπαράγοντας την πεποίθηση της εποχής ότι η πανώλη προερχόταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία η ασθένεια θεωρούταν ενδημική, με την Κων/πολη να έχει τη φήμη της πρωτεύουσας της πανώλης τον 19ο αιώνα (Sander, 1838, 265). Βλέπε επίσης Varlik, 2017, 57-86. Ωστόσο, το ταξίδι εξελίχθηκε δύσκολο, λόγω της θαλασσοταραχής, αλλά και ενός άλλου πολύ ανησυχητικού περιστατικού, του ξαφνικού θανάτου ενός ναύτη, ονόματι Ανδρέας Στεργίου. Λίγες μέρες αφότου το καράβι έδεσε στο λιμάνι του Πόρου, στις 20 Μαρτίου, διατάχθηκε από τον Λιμενάρχη Πόρου, σύμφωνα με τον ισχύοντα κανονισμό, ένορκη εξέταση του καπετάνιου και όλων των ναυτικών, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο ναύτης πνίγηκε όντως εν πλω. Αν και αρχικά οι μαρτυρίες ανέφεραν τη μέθη ως αιτία θανάτου, αργότερα ο δεύτερος καπετάνιος4Πηδαλιούχος. και οι ναύτες κατέθεσαν πως ο άνδρας πέθανε από κάποια μυστηριώδη ασθένεια που εκδηλώθηκε με πονοκέφαλο, ρίγη, αδυναμία και άλλα συμπτώματα (Rohatzsch, 1844, 18-19· Link, 1839, 95Η πηγή είναι αποσπασματική.). Και ενώ το καράβι είχε δέσει στο λιμάνι για την προβλεπόμενη καραντίνα των 17 ημερών, ένας ακόμη ναύτης, ο Ιωάννης Κατζαράπης, εκδήλωσε στις 24 Μαρτίου τα ίδια συμπτώματα, που όμως τώρα αξιολογήθηκαν ως ύποπτα για πανώλη.

    Εκείνη την εποχή στον Πόρο δεν υπήρχε λοιμοκαθαρτήριο, ενώ το λιμάνι βρισκόταν μέσα στην πόλη. Επιπλέον, λόγω της εγγύτητας του νησιού με την ηπειρωτική Ελλάδα και της ύπαρξης ναυπηγείου, σημαντικότατης υποδομής για την οικονομία και ασφάλεια της χώρας, απαγορευόταν η αποβίβαση χωρίς άδεια, ενώ τα εμπορικά πλοία έπρεπε να περάσουν την καραντίνα αρόδου, στα ανοιχτά του λιμανιού. Δυστυχώς, φαίνεται πως ο κανόνας αυτός παραβιάστηκε, όταν ο επιτετραμμένος της κυβέρνησης για τα ιατρικά ζητήματα, Καρλ Βίμπμερ, πρώτος τη τάξει αυλικός γιατρός του Όθωνα και πρόεδρος του Βασιλικού Ιατροσυμβουλίου6Ήταν μάλιστα ο πρώτος πρόεδρος από την ίδρυσή του το 1834., απουσίαζε από τα καθήκοντά του εκείνη την περίοδο, καθώς συνόδευε τον Όθωνα σε ταξίδι του στη Γερμανία. Έτσι, πλοία που έφταναν στον Πόρο έπαιρναν ειδική άδεια ελλιμενισμού από το υπουργείο Εσωτερικών ήδη από τον Αύγουστο του 1836 και μέχρι και τη στιγμή που ξέσπασε η επιδημία και επέστρεψε ο γερμανός αξιωματούχος στην Ελλάδα (Wibmer, 27.08.1842, 289· Ηπίτης, 1837, 3).

    Η απουσία του Βίμπμερ φαίνεται πως άνοιξε την κερκόπορτα στον επιδημικό εφιάλτη για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ο οποίος αποτέλεσε σοβαρή δοκιμασία για τη διαμορφούμενη νέα εικόνα της Ελλάδας ως ένα πολιτισμένο, δυτικότροπο και διοικητικά αποτελεσματικό κράτος. Μια τέτοια μαρτυρία μάς δίνει ένας γερμανός αξιωματικός της εποχής στην Ελλάδα, ονόματι Χ. Σάντερ. Ο αξιωματικός αναφέρει στις Αναμνήσεις του, σε μάλλον υποτιμητικό τόνο, πως, ενώ σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα κάθε πλοίο που απέπλεε από περιοχή όπου η πανώλη ήταν ενδημική έπρεπε απαραίτητα να περάσει από σχολαστική υγειονομική έρευνα, στην περίπτωση της Ελλάδας «όλα επιτρέπονταν» [in Griechenland geht ja alles], υπονοώντας πως το νεοσύστατο ελληνικό κράτος απείχε ακόμη αρκετά από τους ευρωπαϊκούς κανόνες (Sander, 1838, 266).7Για τον ρόλο της ιατρικής στη συζήτηση μεταξύ πολιτισμένης Ευρώπης και οπισθοδρομικής Ανατολής και τη θέση της Ελλάδας βλ. Zarifi, 2014 & 2017.

    Μέσα σε λίγες μέρες εκδηλώθηκαν και άλλα κρούσματα στο πλήρωμα του πλοίου, τα οποία όμως αποκρύφθηκαν από τον καπετάνιο, προκειμένου να αποφύγει επιπλέον καραντίνα (Sander, 1838, 265). Λίγο πριν το τέλος της 17ήμερης καραντίνας, την 1 Απριλίου, αρρωσταίνει ένας ακόμη ναύτης, που ήταν ο πρώτος που εξετάστηκε από κάποιον υγειονομικό, έναν εμπειρικό γιατρό ουγγρικής καταγωγής, τον Σ. Κοκκώλη8Αλλού Κοκκόλης., ο οποίος όμως δεν ανήκε σε κάποια υπηρεσία επιφορτισμένη με την προστασία της δημόσιας υγείας στο νησί. Ο Κοκκώλης, ωστόσο, αξιολόγησε το κρούσμα ως «μη ύποπτο» και έτσι δόθηκε άδεια ελλιμενισμού, δηλαδή ελεύθερη διέλευση πληρώματος και εμπορεύματος [libera pratica] στην πόλη (Wibmer, 27.08.1842, 290· Link, 1839, 9). Το βράδυ της ίδιας μέρας ο άρρωστος ναύτης άφησε την τελευταία του πνοή στην πόλη του Πόρου, γεγονός που προκάλεσε σοβαρή ανησυχία για τη μολυσματικότητα της νόσου. Τη σορό κλήθηκαν τώρα να εξετάσουν και άλλοι γιατροί, μεταξύ των οποίων ο Κ. Βερναρδής, ο οποίος ήταν γιατρός-χειρουργός και διευθυντής του Ναυτικού Νοσοκομείου του Ναυστάθμου στον Πόρο.9Διορίστηκε διευθυντής με βασιλική απόφαση της 24ης Ιουνίου 1834. Επίσης, ήταν ο γιατρός του Γ΄ Βασιλικού Τάγματος (Link, 1839, 9). Όλοι όμως αποφάνθηκαν ομόφωνα πως δεν επρόκειτο για ύποπτο κρούσμα πανώλης.

    Το βράδυ της 4ης Απριλίου και έχοντας ολοκληρώσει την προβλεπόμενη καραντίνα το πλοίο, πεθαίνει ένα ακόμη ναύτης (Rohatzsch, 1844, 19). Το τελευταίο αυτό κρούσμα φέρεται να είχε εξεταστεί μόνο από τον Βερναρδή. Ωστόσο, και πάλι βεβαιώθηκε πως δεν επρόκειτο για πανώλη με αποτέλεσμα ο αρμόδιος υγειονόμος να  επικυρώσει το καθεστώς της libera pratica και οι ναύτες να ξεχυθούν στο νησί (Wibmer, 27.08.1842, 290· Ηπίτης, 1837, 2). Γερμανική πηγή, ωστόσο, αναφέρει πως ο Βερναρδής δεν ήταν σε θέση να βγάλει πόρισμα πριν περάσουν 24 ώρες και ζήτησε να μπει το πλοίο και πάλι σε καραντίνα. Κάτι τέτοιο, όμως, τελικά δεν συνέβη (Link, 1839, 9). Έτσι η απόφαση για libera pratica σφράγισε οριστικά την τύχη του νησιού και η επιδημία άρχισε να εξαπλώνεται. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως οι συνέπειες για το νεαρό ελληνικό κράτος, με σχεδόν ανύπαρκτες υγειονομικές υποδομές, θα ήταν απόλυτα καταστροφικές, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της βασιλείας του Όθωνα και διακυβεύοντας εντέλει την εικόνα της Ελλάδας στην «πολιτισμένη» Ευρώπη.

    Έγιναν πράγματι «πολλές αισχρές και αξιόποινες πράξεις από ανθρώπους που είχαν σταλεί στον Πόρο», οι οποίοι «έφεραν τον όλεθρο και τον αφανισμό» (Ηπίτης, 1837, β΄); Ποιος και γιατί κατηγορήθηκε ότι κινήθηκε «καθώς φαίνεται από κενοδοξία και φθόνο, […] τόλμησε να εκδώσει διατριβή που περιέχει ψέματα, συκοφαντίες και ύβρεις που δεν στηρίζονται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο […] ενώ εκθειάζει τον εαυτό του και τους συνεργάτες του ως σωτήρες του λαού κατασυκοφαντώντας την Κυβέρνηση» (Βίπμερ, 1837, Πρόλογος); Ίσχυε όντως η κατηγορία πως ο αρμόδιος της κυβέρνησης για τα υγειονομικά «μη ιδών ποτέ πούποτε, μέχρι ταύτης της ώρας, ταύτην την ασθένειαν, […] ήταν φυσικώς και ηθικώς αδύνατο να είναι σε θέση να συγγράψει αληθινήν ιστορίαν των κατ’ εκείνην την εποχήν εις ταύτην την νήσον διατρεξάντων»; Γιατί κατηγορήθηκαν «οι γράψαντες εκείνα τα έγγραφα [ότι] είναι αυτοί ούτοι οι βλάψαντες πολλά υποκείμενα και καταστρέψαντες πολλά πράγματα εις Πόρον» (Κιατίπης, 1837, 2-3); Τι πραγματικά συνέβη ώστε να δημιουργηθεί πόλωση στην τοπική κοινωνία του νησιού, αλλά και στους κυβερνητικούς και επιστημονικούς κύκλους της Αθήνας;

    «Τούτο είναι φοβερό πανούκλα!»

    Το μοιραίο καράβι μετέφερε, σύμφωνα με την καταγραφή του τελωνείου του Πόρου, 30 ζωνάρια, 130 αμπάδες (μάλλινες κάπες), 24 φέσια και κάποια τρόφιμα, μεταξύ των οποίων και καφέ (Βίπμερ, 1837, 1· Wibmer, 27.08.1842, 289). Το φορτίο αυτό θεωρούταν εξαιρετικά επικίνδυνο για τη διάδοση της νόσου, αφού ήταν γνωστό πως το μαλλί από το οποίο αποτελούταν ο παραπάνω ρουχισμός ήταν εξαιρετικό υλικό μεταφοράς του δολοφονικού ψύλλου Xenopsylla cheopis, που είναι ο φορέας του βακίλου της πανώλης, Yersinia pestis. Για προληπτικούς λόγους ο αρμόδιος υγειονόμος διέταξε να μείνει ο ρουχισμός βυθισμένος για 24 ώρες στο νερό για απολύμανση. Δεν διευκρινίζεται, ωστόσο, αν επρόκειτο για θαλασσινό νερό ή αν το νερό περιείχε κάποιο χημικό διάλυμα. Κατόπιν, ο ρουχισμός αυτός έπρεπε να απλωθεί στα σχοινιά του καραβιού μέχρι τη μέρα που θα δινόταν άδεια για ελεύθερη επικοινωνία με την πόλη του Πόρου. Καθώς ξεκινούσε η Μεγάλη Εβδομάδα του Ορθόδοξου Πάσχα, τα μέλη του πληρώματος ανυπομονούσαν να βρεθούν με τις οικογένειές τους και τους συγγενείς τους, στους οποίους έφερναν δώρα –πιθανότατα κάποια από το επικίνδυνο φορτίο–, ενώ ήταν βέβαιο πως θα συμμετείχαν και σε όλες τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις (Sander, 1838, 266 και αλλού). Επομένως, η εσπευσμένη άρση της καραντίνας πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία φαίνεται πως έγινε υπό μια τέτοια πίεση και ασφαλώς η απουσία του Βίμπμερ στη Γερμανία ευνόησε τη χαλάρωση του ελέγχου για την τήρηση του πρωτοκόλλου. Οι συνέπειες ήταν άμεσες καθώς η πανώλη εξαπλώθηκε αστραπιαία.

    Ένα μήνα περίπου μετά την άφιξη του πλοίου, στις 16 Απριλίου, εκδηλώθηκαν τα πρώτα κρούσματα στους νησιώτες με πρώτο θύμα έναν 11χρονο. Το αγόρι αυτό ήταν ο γιος της γυναίκας που φρόντιζε τον πρώτο ναύτη που νόσησε στον Πόρο, τον Ιωάννη Κατζαράπη, ο οποίος πεθαίνει 11 μέρες αργότερα, ενώ το παιδί πέθανε ανήμερα του Πάσχα, μόλις δύο μέρες μετά την εκδήλωση της νόσου. Αρχικά η νεκροψία έδειξε πως ο 11χρονος πέθανε εξαιτίας κάποιας μόλυνσης, όμως αργότερα ο γιατρός που τον εξέτασε, και ο οποίος δεν κατονομάζεται, εντόπισε οίδημα στην αριστερή παρωτίδα, κλασικό σημάδι της τρομερής νόσου.

    Την εποχή εκείνη ο Πόρος φέρεται να αριθμούσε 3.000-4.000 κατοίκους μαζί με τους υπηρετούντες στον Ναύσταθμο του νησιού (Rohatzsch, 1844, 20· Link, 1839, 14),10Συγκεκριμένα αναφέρονται 3.316 κάτοικοι. Ο Ηπίτης αναφέρει 8.000 κατοίκους (Ηπίτης, 1837, 39), κάτι που είναι μάλλον υπερβολικό αν αναλογιστεί κανείς πως ο δήμος Ύδρας αριθμεί, το 1867, 9.666 κατοίκους, και ο δήμος Τροιζήνας 7.243 (Μανσόλας, 1867, 29). Ο Πόρος ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Ύδρας και είναι πιθανόν ο Ηπίτης να είχε υπόψη του τον τότε πληθυσμό του δήμου Ύδρας. τον πρώτο Ναύσταθμο της ελεύθερης Ελλάδας που ιδρύθηκε το 1827. Ονομαζόταν και Ρωσικός Ναύσταθμος και διέθετε νοσοκομείο, τη διεύθυνση του οποίου είχε αναλάβει από το 1834 ο γάλλος γιατρός Δουμών [Dumont], μέλος του Ιατροσυνεδρίου, του ανώτατου κρατικού οργάνου για όλα τα ζητήματα υγιεινής και δημόσιας υγείας. Το Ιατροσυνέδριο ήταν επίσης αρμόδιο για την επαγγελματοποίηση της ιατρικής και των συγγενών τομέων, και συνεπώς του ελέγχου της αντίστοιχης επιστημονικής κοινότητας (Zarifi, 2014 & 2017).11Επισήμως το Ιατροσυνέδριο ιδρύθηκε το 1834 και τελούσε υπό την αιγίδα του υπουργείου των Εσωτερικών. Όταν ο Δουμών αποχώρησε, τη διεύθυνση του συγκεκριμένου νοσοκομείου ανέλαβε ο Βερναρδής, Γάλλος πιθανόν και εκείνος. Και οι δύο αυτοί αξιωματούχοι θα ενεπλάκησαν στην αντιμετώπιση της πανώλης στον Πόρο με τρόπο εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες κυρίως από το Ημερολόγιο του Πέτρου Ηπίτη. Ο Ηπίτης ήταν γνωστός Φιλικός γεννημένος στην Πάργα, επιφανής και εξαιρετικά έμπειρος γιατρός με σπουδές στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη. Έζησε στην Οδησσό (1818-1830), σε εκείνο το διάστημα διετέλεσε προσωπικός γιατρός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας (Δρούλια, 2000· Χατζόπουλος, 1988). Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, δίδαξε στο Ιατρικό Σχολείο στην Αθήνα πριν ακόμη συσταθεί το Οθώνειο Πανεπιστήμιο (ΦΕΚ, 1835.23, 164-165), ενώ διετέλεσε τακτικός δημοτικός σύμβουλος του Δήμου της Αθήνας και επίσης μέλος του Ιατροσυμβουλίου. Ο Ηπίτης θα συγκρουστεί ευθέως με τον επικεφαλής της Κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης στον Πόρο, Βίμπμερ, μέσω του Δουμών και του Βερναρδή, ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η επιδημία στο νησί.

    Στο μεταξύ, τα κρούσματα και οι νεκροί αυξάνονταν ραγδαία. Μέσα σε δέκα μέρες νόσησαν και πέθαναν οκτώ νησιώτες μεταξύ των οποίων τρία παιδιά (Βίπμερ 1837, 3-4· Link, 1839, 9-10). Ο φόβος είχε πλέον απλωθεί στο νησί και οι Ποριώτες, βέβαιοι πλέον πως πρόκειται για πανώλη, πήραν την πρωτοβουλία και άρχισαν να εφαρμόζουν όλα τα μέτρα που γνώριζαν για την αποτροπή εξάπλωσης της λοιμώδους νόσου. Απομόνωσαν τους ασθενείς στα σπίτια τους και ανακάλεσαν την άδεια ελλιμενισμού, δηλαδή της διέλευσης του πληρώματος και του εμπορεύματος στην πόλη. Ωστόσο, καμία επίσημη ανακοίνωση δεν υπήρξε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, από κάποιον υγειονομικό εκπρόσωπο της κυβέρνησης. Είναι σαφές πως όχι μόνο ο Κοκκώλης αλλά και οι επίσημοι υγειονομικοί αξιωματούχοι του νησιού, ο Βερναρδής και ο Dumont, απέτυχαν να διαγνώσουν έγκαιρα την ασθένεια. Αυτήν την επιστημονική ανεπάρκεια και ολιγωρία την καταγγέλλουν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Η αποτυχία αυτή των αρμόδιων της κυβέρνησης, που ουσιαστικά αντανακλά τη διαχείριση του Βίμπμερ, είναι δηλωτική της ευθραυστότητας του συστήματος υγείας του νεόκοπου ελληνικού κράτους, αλλά και της προβληματικής οργάνωσης της ιεραρχίας της υγείας (Μπαρλαγιάννης, 2018, κεφ. 2). Κυρίως, όμως, συνέβαλε στη δημιουργία έλλειψης εμπιστοσύνης προς τις αρχές, οι οποίες στη συνέχεια εφάρμοσαν σκληρά μέτρα περιορισμού και πρακτικές αντιμετώπισης της νόσου που προκάλεσαν αντιδράσεις στους ντόπιους, αλλά και σε μερίδα της ελληνικής ιατρικής κοινότητας. Ο Βίμπμερ ωστόσο έδωσε τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα στην Ιστορική Έκθεσή του, όπου περιγράφει το χρονικό περισσότερο σαν απλός παρατηρητής, καθώς δεν πήγε ποτέ ο ίδιος στον Πόρο κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Αυτή η μαρτυρία έγινε αφορμή για σκληρή κριτική από τον γιατρό της πρώτης γραμμής στον Πόρο, τον Ηπίτη, αλλά και από έναν τρίτο χρονικογράφο της επιδημίας, με το όνομα Βασίλειος Κιατίπης, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των τρομερών γεγονότων και υπερασπίστηκε τον Έλληνα γιατρό.12Πρόκειται μάλλον για ψευδώνυμο. Μέχρι τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, δεν κατέστη γνωστό το πρόσωπο που πιθανόν κρύβεται πίσω από αυτό το όνομα,. Πιθανόν να ήταν μέλος της τοπικής Υγειονομικής Επιτροπής που συστάθηκε επί τούτου στον Πόρο ή κάποιος που εργαζόταν δίπλα στον Ηπίτη.

    Η επανειλημμένη ανικανότητα του Βερναρδή να διαγνώσει τη νόσο ως πανώλη, σε αντίθεση με τον «ανίατρο» νεκροσκόπο, τον νεκροθάφτη ακόμη και τους ιερείς (!), όπως παρατηρεί ο Ηπίτης, ήταν καταστροφική. Με καθυστέρηση ενός μήνα αποφασίστηκε τελικά ο αποκλεισμός του Ναυστάθμου και οι κάτοικοι έπρεπε να περιορίσουν τις επαφές και τις μετακινήσεις τους. Ταυτόχρονα φτάνει στο νησί ο διοικητής της Ύδρας, Α. Πάμκωρ, στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκε και ο Πόρος, έχοντας μαζί του τον γιατρό του Λαζαρέτου της Ύδρας, Ν. Ξάνθο. Μόνο τότε αναγνωρίστηκε θετικά η νόσος ως πανώλη και δόθηκε εντολή να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της. Τα μέτρα αυτά ήταν σύμφωνα με τη συνήθη διεθνή πρακτική εκείνη την περίοδο και οπωσδήποτε σύμφωνα με αυτά που υιοθετούσε η Γερμανία (Rohatzsch, 1844, 18), και που απηχούσαν τις αντιλήψεις των υποστηρικτών της «θεωρίας μετάδοσης» [contagionists], που ήταν υπέρ της επιβολής της καραντίνας και του αποκλεισμού.13Οι υποστηρικτές της θεωρίας του μιάσματος [miasmatists ήanti-contagionists] αποτέλεσαν το αντίπαλο δέος των «μεταδοτικών» [contagionists], στη διαμόρφωση της πολιτικής για τη δημόσια υγεία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, κυρίως στη Βρετανία, και οι οποίοι αντιτίθεντο σφοδρά στα μέτρα της καραντίνας. Υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία για το θέμα, ενδεικτικά αναφέρω το κλασικό έργο του Baldwin (1999, 2005, ιδιαίτερα 1-36), το κλασικό άρθρο του Ackerknecht (1948), καθώς και τη διατριβή του Mendelsohn (1996).

    Πιο συγκεκριμένα, ο Ξάνθος απαγόρευσε τον απόπλου όλων των πλοίων από τον Πόρο, ενώ τοποθέτησε φύλακες στις ακτές της ενδοχώρας ακριβώς απέναντι από το νησί, δημιουργώντας τη λεγόμενη «υγειονομική γραμμή» [cordon]. Η υγειονομική γραμμή αποκλεισμού είχε θερμούς υποστηρικτές στη Γερμανία, όπως μαρτυρούν και οι πηγές που σχολιάζουν τα συμβάντα στον Πόρο, που όμως αναπαρήγαγαν τα χαρακτηριστικά του πολιτισμικού διαχωρισμού μεταξύ Ανατολής και Δύσης (C. J. Lorinser, 1837.47, 739). Επιπλέον, ο Ξάνθος αποφάσισε το σφράγισμα των κατοικιών των νοσούντων, έβαλε φύλακες σε αυτά, ενώ τους ίδιους τους απομάκρυνε από την πόλη του Πόρου. Επίσης, ενημέρωσε αμέσως την κυβέρνηση για τα τεκταινόμενα, ζητώντας άμεσα βοήθεια, συγκεκριμέναχρήματα, τρόφιμα, καθώς και έναν έμπειρο γιατρό (Wibmer, 27.08.1842, 290). Πριν ακόμη εγκατασταθεί ο Πάμκωρ στον Πόρο, εκείνος που ενημέρωνε την κυβέρνηση ήταν ο διοικητής του Ναύσταθμου, Βερναρδής, ο οποίος είχε αναφέρει τις ενέργειες στις οποίες είχε ο ίδιος προβεί, δηλαδή τον αποκλεισμό του Ναυστάθμου, καθώς και τη δρομολόγηση των απαραίτητων εργασιών για την τοποθέτηση δύο κανονιοφόρων, οι οποίες θα απέτρεπαν οποιαδήποτε σύνδεση του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί πως η υιοθέτηση αυτών και άλλων σκληρών μέτρων θεωρήθηκε αναγκαία, καθώς, σύμφωνα με τον Βίμπμερ, η επιδημία είχε ξεσπάσει σε μια περίοδο που είχαν προγραμματιστεί εκλογές στο νησί, γεγονός που επέβαλε τη διάλυση των τοπικών αρχών, δημιουργώντας έτσι κενό εξουσίας σε μια περίοδο σοβαρής υγειονομικής κρίσης. Καθώς δεν υπήρχε στρατός ή άλλη παρόμοια δύναμη που να είναι σε θέση να επιβάλει την τάξη και με τον κίνδυνο εγκατάλειψης του νησιού από τους κατοίκους του –ιδιαίτερα από τους πιο εύπορους– με όλο το νοικοκυριό και τα ζώα τους προς την ενδοχώρα συνεχώς να μεγαλώνει, η κυβέρνηση της Αθήνας έπρεπε να δράσει γρήγορα επιβάλλοντας αυστηρά μέτρα (Wibmer, 27.08.1842, 290).

    Μια μέρα μετά τον αποκλεισμό του Ναυστάθμου, συγκλήθηκε το Ιατροσυνέδριο το οποίο ουσιαστικά επικύρωσε την απόφαση του Ξάνθου να αποκλειστεί όλος ο Πόρος από ξηρά και θάλασσα. Επίσης, αποφάσισε να λοιμοκαθαρθούν όλα τα λιμάνια που είχαν επικοινωνία- με το νησί από την 1η Απριλίου και εξής, να σταλεί γιατρός και να εφαρμοστούν όλες οι σχετικές υγειονομικές διατάξεις. Ακόμη, το ίδιο το Ιατροσυνέδριο αποφάσισε να συνεδριάζει καθημερινά και υπογράμμισε πως το αρμόδιο υπουργείο των Εσωτερικών θα έπρεπε να εφαρμόζει όλες τις αποφάσεις του θεσμικού αυτού οργάνου (Wibmer, 27.08.1842, 290). Να σημειωθεί πως τις αποφάσεις αυτές, και φυσικά και τα αυστηρά μέτρα, τα υπέγραψε και ο Πέτρος Ηπίτης, όντας και ο ίδιος μέλος του Ιατροσυνεδρίου, ο οποίος επρόκειτο να σταλεί τελικά, ως υγειονομικός πρώτης γραμμής, στον Πόρο.

    Ωστόσο, δεν ήταν αυτός που είχε επιλεγεί αρχικά να πάει στο νησί, αν και όπως αναφέρει ο Βίμπμερ η θέση είχε προσφερθεί σε αρκετούς γιατρούς, μεταξύ των οποίων και στον ίδιο τον Ηπίτη, αφήνοντας αιχμές ότι ο τελευταίος ζήτησε ανταλλάγματα. Τελικά η κυβέρνηση έστειλε ως έκτακτο εκπρόσωπο έναν Έλληνα γιατρό, τον Τομπακάκη, ο οποίος είχε αναγνωρισμένη δράση εναντίον των Τούρκων κατά τη διάρκεια του αγώνα, παρέχοντάς του και αρκετές χιλιάδες δραχμές για την εφαρμογή των υγειονομικών μέτρων που είχαν αποφασιστεί (Βίπμερ, 1837, 7). Ο Τομπακάκης θα γίνει πρόεδρος του τοπικού ιατροσυμβουλίου στο νησί, ενώ ο γιατρός Δουμών, που είχε στο μεταξύ επιστρέψει στο νησί, θα επιφορτιστεί με την οργάνωση, εφαρμογή και επιβολή των μέτρων.14Μάλιστα αναφέρεται από τον Wibmer (1837, 7· 27.08.1842, 290), πως ο Dumont πήγε στον Πόρο οικειοθελώς, καθώς Έλληνες γιατροί απέρριψαν την πρόταση που τους έγινε. Ο τελευταίος φέρεται να είχε λάβει μέρος και σε άλλη παρόμοια αποστολή το 1828, χωρίς όμως να αναφέρεται πού είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του (Wibmer, 10.09.1842, 291). Στο μεταξύ, ενισχύθηκε η ηπειρωτική χώρα απέναντι από τον Πόρο με στρατιωτική δύναμη και με εντολή να χρησιμοποιήσει ακόμη και τη βία, προκειμένου να εμποδίσει την επαφή της μολυσμένης περιοχής με την Πελοπόννησο (Wibmer, 27.08.1842, 291). Δυστυχώς, όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια ο Δουμών τελικά δεν φαίνεται να διέθετε την κατάλληλη εμπειρία. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ανεπαρκής, θέτοντας σε κίνδυνο το υπόλοιπο κράτος, αφού με τους χειρισμούς του η νόσος πέρασε τελικά στην απέναντι ακτή της Πελοποννήσου (Ηπίτης, 1837, 5-6).

    Με την άφιξη στο νησί του Τομπακάκη και του Δουμών, τέθηκε σε εφαρμογή μια υγειονομική πολιτική έκτακτης ανάγκης που είχε αποφασιστεί από την κυβέρνηση και, σε γενικές γραμμές, ακολουθούσε τις συστάσεις του Ιατροσυνεδρίου. Έτσι, το νησί χωρίστηκε σε τέσσερα τμήματα που θα εποπτεύονταν από επιμέρους υγειονομικές επιτροπές αποτελούμενες από συνολικά 26 πολίτες,15Αλλού αναφέρεται ο αριθμός 20 (Link, 1839.80.VI, 11). ελέγχοντας την κατάσταση της υγείας των κατοίκων δύο φορές τη μέρα. Επιπλέον, σε κάθε τμήμα διορίστηκε ένας γιατρός, τρεις εμπειρικοί γιατροί και ο Βερναρδής ως επικεφαλής (Link, 1839, 11). Οι γιατροί αυτοί έπρεπε να αναφέρουν καθημερινά στον Δουμών την υγειονομική κατάσταση του τομέα τους, αλλά και των δύο ακατοίκητων νησίδων νοτιοανατολικά της πόλης του Πόρου, της Σφακτηρίας ή Κασαπιού και του Κάστρου Εϋδέκ,16Χτίστηκε επί Καποδίστρια το 1826 από τον βαυαρό φιλέλληνα Καρλ Βίλχελμ φον Εϋδέκ, όταν ήταν πρόεδρος της επιτροπής Εράνων. όπου θα συγκεντρώνονταν τα ύποπτα κρούσματα και οι νοσούντες σε καταλύματα που είχαν πρόχειρα φτιαχτεί για αυτόν τον σκοπό. Ο Δουμών είχε την εποπτεία των δύο αυτών νησίδων, καθώς και το κομμάτι της Πελοποννήσου απέναντι από την πόλη του Πόρου. Επιπλέον, δόθηκαν οδηγίες για το πώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν τα κρούσματα, ώστε να προστατευτεί η υπόλοιπη κοινότητα. Σύμφωνα με αυτές τα ύποπτα κρούσματα θα μεταφέρονταν σε καθορισμένο μέρος απέναντι από το νησί του Πόρου, στην Αλυκή της Πελοποννήσου, ενώ τα σπίτια τους θα έπρεπε να σφραγιστούν μαζί με όλα τα υπάρχοντά τους, μέχρι να διαπιστωθεί ότι όντως νοσούν από πανώλη. Αυτή η απομάκρυνση των νησιωτών από τις εστίες τους και η εγκατάστασή τους σε ακατοίκητα νησιά,σε ακατάλληλα καταλύματα και χωρίς καμία άλλη υποδομή, ήταν το πιο αμφιλεγόμενο μέτρο, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Τη φροντίδα των νοσούντων  θα αναλάμβαναν ένας ή δύο απόλοιμοι ή μόρτηδες, όπως λέγονταν, οι οποίοι είχαν προηγουμένως νοσήσει, είχαν επιζήσει και θεωρούνταν πως είχαν ανοσία. Στην ίδια την πόλη του Πόρου θα παρέμενε ένας απόλοιμος για την αντιμετώπιση των κρουσμάτων εκεί (Wibmer, 27.08.1842, 290).

    Στο μεταξύ, κάποιες οικογένειες είχαν προλάβει να περάσουν στις απέναντι ακτές, όπου είχαν τα κτήματά τους. Για να αποφευχθεί νέο κύμα εξόδου των κατοίκων, τοποθετήθηκαν 30 επιπλέον φύλακες σε ολόκληρη σχεδόν την ανατολική ακτή της Πελοποννήσου, ενώ διατηρήθηκε η υγειονομική γραμμή αποκλεισμού που είχε επιβληθεί αρχικά με εντολή Ξάνθου και κατόπιν με επικύρωση του Ιατροσυνεδρίου (Wibmer, 27.08.1842, 291· Sander, 1838, 266· Link, 1839, 11). Συνολικά 40 στρατιώτες και άνδρες του στόλου ήταν υπό τις διαταγές του Τομπακάκη, από τους οποίους οι μισοί ήταν καθημερινά συνεχώς σε υπηρεσία. Αυτοί είτε επιτηρούσαν όσους είχαν μολυνθεί, καθώς και τα σπίτια τους που είχαν σφραγιστεί,17Ένας φύλακας για κάθε έξι σπίτια. είτε περιπολούσαν στην πόλη18Σε δύο ομάδες των πέντε με έναν χωροφύλακα. διατάζοντας τους κατοίκους να καθαρίζουν τους δρόμους και να καίνε όλο το βιός τους. Επίσης,  απαγορεύθηκαν οι συναθροίσεις στην αγορά και στα μαγαζιά, που, ούτως ή άλλως, έπρεπε να παραμείνουν κλειστά εκτός από αυτά που πωλούσαν τρόφιμα. Τέλος, στις εκκλησίες και τις κηδείες επιτρεπόταν να παραβρίσκεται μόνο ο ιερέας (Βίπμερ, 1837, 11· Wibmer, 27.08.1842, 291· Link, 1839, 11).

    Παρά τα αυστηρά υγειονομικά μέτρα, μόλις δύο μέρες μετά την άφιξη των Τομπακάκη και Δουμών, τα κρούσματα πολλαπλασιάστηκαν και απεβίωσαν τέσσερα ακόμη άτομα. Η θνησιμότητα αυξανόταν συνεχώς . Περίπου δέκα μέρες μετά τα πρώτα κρούσματα στο νησί, από τους 26 που νόσησαν συνολικά, πέθαναν οι 19. Λόγω υποψίας πιθανής μεταφοράς της νόσου στα κοντινά νησιά, τη Σαλαμίνα, την Αίγινα με τα οποία επικοινωνούσε συστηματικά ο Πόρος, αλλά και τα Μέγαρα, διατάχθηκε επισταμένη έρευνα και εφαρμογή των απαραίτητων μέτρων εκεί. Ανάλογη έρευνα έγινε στον Πειραιά και την Αθήνα, αλλά διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος ούτε λόγος ανησυχίας. Προληπτικά, ωστόσο, δόθηκε διαταγή σε όλους τους διοικητές και υποδιοικητές του βασιλείου σε όσες περιοχές είχαν φτάσει αντικείμενα από τον Πόρο να τα κάψουν και οι περιοχές αυτές να αποκλειστούν (Wibmer, 27.08.1842, 291). Παρ’ όλα αυτά, ο φόβος για την εξάπλωση της νόσου στην Πελοπόννησο εξακολουθούσε να παραμένει. Γι’ αυτό αποφασίστηκε να δημιουργηθεί και μια δεύτερη υγειονομική γραμμή αποκλεισμού, απόστασης μιας ώρας από την πρώτη, και συγκεκριμένα στο τμήμα μεταξύ Επιδαύρου και Τολού, ενώ όσα πλοία έφταναν στις ακτές της Πελοποννήσου θα έπρεπε να μπαίνουν σε επταήμερη καραντίνα. Παρά τα δρακόντεια περιοριστικά μέτρα, στις αρχές Μαΐου εμφανίστηκαν τρία κρούσματα. Αν και είχαν ήδη κατασκευαστεί, σύμφωνα με τον Δουμών, 20 καλύβες για τα ύποπτα κρούσματα στα δύο νησάκια του Πόρου, εντούτοις δεν επαρκούσαν, αφήνοντας πολλούς «πανωλισμένους» χωρίς βοήθεια. Για τον λόγο αυτό στάλθηκαν στον Πόροχωροφύλακες, δύο επιπλέον επιθεωρητές, τρόφιμα, χρήματα, αλλά και βδέλλες, ως μέσο ανακούφισης σε όσους είχαν πρησμένους λεμφαδένες (Wibmer, 27.08.1842, 291).

    Λόγω της θέσης εποπτείας που κατείχε, αρχικά ο Δουμών είχε περιορισμένη ιατρική εμπλοκή με κρούσματα πανώλης, όπως αναφέρει ο Βίμπμερ. Κυρίως ασχολήθηκε με τις καλπάζουσες και θανατηφόρες περιπτώσεις, και οι παρατηρήσεις του επικεντρώθηκαν στην εφαρμογή βδελλών και άλλων (παρασιτικών) εντόμων [Vesicantien] στους λεμφαδένες και στις φλύκταινες που προκαλούσε η πανώλη σε προχωρημένο στάδιο (Wibmer, 10.09.1842, 305). Αυτή ήταν μια πάγια «θεραπευτική» πρακτική που εφαρμοζόταν από την εποχή της Μεγάλης Πανώλης ή Μαύρου Θανάτου και που βασιζόταν στη θεωρία του Γαληνού των τεσσάρων χυμών και της ισορροπίας μεταξύ τους. Σύμφωνα με αυτή, η βασική αρχή της θεραπείας ήταν να βοηθηθεί το σώμα να αποβάλει τον χυμό εκείνο ή το δηλητήριο που ήταν υπεύθυνο για τη νόσο. Η δουλειά του γιατρού ήταν να βοηθήσει τη φύση, δηλαδή το ίδιο το σώμα, που προσπαθούσε ήδη να αποβάλλει το δηλητήριο με έμετο, ιδρώτα και διάρροια. Η πρόκληση αιμορραγίας ήταν μια δημοφιλής θεραπεία και η χρήση βδελλών αποτελούσε το «φυσικό» μέσο.

    Παρόλ’ αυτά, πολύ σύντομα, ο Δουμών από ανίκανος να διαγνώσει τη νόσο θα αρχίσει να αποφαίνεται με εξαιρετική ευκολία την ύπαρξή της, κάθε φορά που έβλεπε κάποια κηλίδα, μια ελιά ή ένα μεγάλο σπυρί σε κάτοικο του Πόρου, φωνάζοντας σε σπαστά ελληνικά: «τούτο είναι φοβερό πανούκλα!», προκαλώντας τρόμο στους κατοίκους, όπως περιγράφεται στο Ημερολόγιο του Ηπίτη (Ηπίτης, 1837, 11 & 36). Την πρόκληση φόβου από τον ξένο υγειονομικό  θα καταγγείλλει ο Έλληνας γιατρός περιγράφοντας διάφορα φοβερά γεγονότα, αντιδιαστέλλοντας σε αυτή τη σκληρή στάση  τη δική του συμπονετική αντιμετώπιση. Στα λεγόμενα «κυνήγια της πανώλης», όπως δηκτικά τα περιγράφει ο Ηπίτης, ο Χέρμαν, στρατιωτικός γιατρός που ήρθε από την Τρίπολη και συνόδευσε τον Ηπίτη, καθώς και ο Βερναρδής και ο Δουμών αποφαίνονταν πως νοσούσαν οι ταλαίπωροι νησιώτες από τη φοβερή νόσο, χωρίς καν να τους εξετάσουν. Αυτό συνέβη τουλάχιστον σε πέντε περιπτώσεις, οι οποίες αποδείχθηκε πως υπέφεραν από διαλείποντα κακοήθη πυρετό και γαστρικό πυρετό και που μέσα σε λίγες μέρες κατάφεραν να αναρρώσουν πλήρως. Μια χαρακτηριστική περίπτωση της ιατρικής επιπολαιότητας των ξένων υγειονομικών ήταν μια 15χρονη, η οποία κοιμόταν πάνω σε πετρώδες έδαφος και είχε εμφανίσει ένα κακοπαθημένο σπυρί στο χέρι της. Σε αυτήν την περίπτωση οι Χέρμαν, Δουμών και Βερναρδής αποφάσισαν να στείλουν την κοπέλα στο λοιμοκομείο στο Κασαπιό, εκθέτοντάς την ευθέως στην πανώλη και συνεπώς στον θάνατο. Την ίδια τύχη είχαν και πολλοί άλλοι Ποριώτες, οι οποίοι έπασχαν από συνήθη νοσήματα. Όμως η απειρία, η άγνοια και ακόμη ο φόβος που προκαλούσαν οι απεσταλμένοι του Βίμπμερ είχαν ως αποτέλεσμα να τους καταδικάζουν σε θάνατο με τις εσφαλμένες διαγνώσεις τους (Ηπίτης, 1837, 36-37).

    Οι εικόνες πανικού και τρόμου των κατοίκων, καθώς και οι τραγικές σκηνές απογύμνωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που περιγράφονται στο Ημερολόγιο, απηχούν τα μοτίβα της συλλογικής μνήμης του Μαύρου Θανάτου με τις γλαφυρές περιγραφές των εικόνων βιβλικής κολάσεως του Μαρκιόνε ντι Κόπο Στέφανι, ο οποίος περιγράφει τη Μαύρη Πανούκλα στη Φλωρεντία το 1348 (Rodolico, 1903), ή ακόμη του Ημερολογίου του έτους της πανώλης του Ντάνιελ Ντεφό, όπου περιγράφεται το χρονικό της μεγάλης πανούκλας του Λονδίνου το 1665 (Defoe, 1722). Η μιασματική οντολογία της νόσου εκείνη την εποχή είχε σαν αποτέλεσμα μια σειρά συμπτωμάτων να ταυτίζονται όχι μόνο με την πανώλη, αλλά και με άλλες νόσους. Γι’ αυτόν τον λόγο, οποιαδήποτε άλλη ασθένεια εκδηλωνόταν στο διάστημα κάποιας επιδημίας υποτασσόταν νοητικά σε αυτή, ταυτιζόταν, δηλαδή, με την ασθένεια που προκαλούσε τον μεγαλύτερο φόβο και τη μεγαλύτερη καταστροφή (Κωστής, 2013, 19). Μόνο που σε μια τέτοια «διάγνωση» φαίνεται πως περισσότερο επιρρεπείς ήταν οι «ανίατροι», όπως χαρακτηρίζει ο Ηπίτης τους νεαρούς Βαυαρούς στρατιωτικούς γιατρούς, αλλά και τον Τομπακάκη με τον Δουμών! Ωστόσο, ο πιο έμπειρος Ηπίτης, όταν ασκεί κριτική στους ξενόφερτους υγειονομικούς, δεν διαφωνεί τόσο με τις σκληρές πρακτικές που εφαρμόστηκαν στον Πόρο για τον περιορισμό της εξάπλωσης της νόσου, αλλά με την έκταση που αυτές έλαβαν, προκαλώντας αχρείαστες, όπως λέει, καταστροφές. Συγκεκριμένα, στηλιτεύει την καύση του ρουχισμού, αλλά και των προμηθειών που ήταν σφραγισμένες πολλούς μήνες πριν από το ξέσπασμα της νόσου, όπως ήταν η ζάχαρη, ο καφές, το ρύζι, το κριθάρι, το σιτάρι, το χαβιάρι και οι σαρδέλες, ακόμη και τα ξύλινα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες, θέτοντας έτσι σε άμεσο κίνδυνο την επιβίωση των κατοίκων. Μάλιστα, αυτή η πρακτική δεν περιορίστηκε μόνο στα ύποπτα ή επαληθευμένα κρούσματα, αλλά και στους γείτονές τους, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σε μια αρκετά μακριά λίστα στο Ημερολόγιο του Έλληνα γιατρού (Ηπίτης, 1837, 12-13). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποκρύπτουν οι κάτοικοι ύποπτα συμπτώματα ή ότι νοσούν μέχρι το σημείο που δεν μπορούσε να μείνει άλλο κρυφό. Συγχρόνως, οι κηδείες γίνονταν πλέον σε απομακρυσμένα και δύσβατα μέρη, δυσκολεύοντας έτσι την ακριβή εκτίμηση της έκτασης της νόσου και του αριθμού των νεκρών (Ηπίτης, 1837, 14).

    Στις 4 Μαΐου ο Τομπακάκης δήλωσε την ανάγκη να αποσταλούν στο νησί επιπλέον 50 στρατιώτες και φρουροί εξαιτίας των ταραχών που είχαν ξεσπάσει στο νησί και λόγω των επικείμενων τοπικών εκλογών. Ο Τομπακάκης έκανε λόγο για ανυπακοή, έντονη αντίσταση και απειθαρχία των Ποριωτών στα μέτρα που είχαν ληφθεί, θέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία (Wibmer, 27.08.1842, 291· Link, 1839, 12). Μέσα σε λίγες μέρες μεταξύ των θυμάτων της πανώλης αναφέρθηκε και ένας απόλοιμος, γεγονός που ήταν εξαιρετικά ανησυχητικό, καθώς θεωρούνταν πως οι απόλοιμοι ή μόρτηδες είχαν αποκτήσει ανοσία (Wibmer, 03.09.1842, 296). Η εξάπλωση της νόσου ανάγκασε το υπουργικό συμβούλιο σε έκτακτη σύγκληση,19Στις 2 ή 3 Μαΐου. στο οποίο κλήθηκαν να συμμετάσχουν και δύο προσωπικοί γιατροί του βασιλιά. Εκτός από την ενίσχυση των υφιστάμενων μέτρων, αποφασίστηκε με τη σύμφωνη γνώμη του Ιατροσυνεδρίου η σύσταση μιας έκτακτης τοπικής επιτροπής στον Πόρο για την καλύτερη αντιμετώπιση της επιδημίας. Σε αυτή θα συμμετείχαν ένας υπάλληλος του υπουργείου Πολέμου και ένας ακόμη από το υπουργείο Ναυτικών, ώστε όλα τα μέτρα που είχαν ληφθεί να εφαρμοστούν απαρέγκλιτα και ταυτόχρονα από όλα τα υπουργεία. Επίσης, αποφασίστηκε να πάει στο νησί ο γιατρός Δρόσος Μανσόλας ως έκτακτος πληρεξούσιος της κυβέρνησης για να πράξει τα αναγκαία. Η επιλογή αυτή φαίνεται πως ήταν μια εύστοχη επιλογή, καθώς ο Μανσόλας εκτός από αναγνωρισμένος γιατρός ήταν πρώην υπουργός και σύμβουλος επικρατείας, επομένως είχε και διοικητική εμπειρία.

    Ο Πόρος είχε πλέον διαιρεθεί σε 20 τμήματα από τέσσερα που ήταν, ενώ οι περιορισμοί ενισχύθηκαν, απαγορεύοντας την έξοδο των κατοίκων από τα σπίτια τους χωρίς προηγούμενη άδεια από τις αρχές. Επίσης, όλα τα αδέσποτα θα θανατώνονταν, ενώ το τμήμα της πόλης όπου έμενε ο καπετάνιος και οι ναύτες του πλοίου που έφερε την πανώλη στο νησί, έστω και με αρκετή καθυστέρηση, αποκλείστηκε από την υπόλοιπη πόλη. Επιπλέον. όλες οι οικογένειες που ζούσαν σε εκείνη τη γειτονιά μεταφέρθηκαν προληπτικά απέναντι στην ενδοχώρα, στη Μπούγια, σε σκηνές κάτω από αυστηρή επιτήρηση, ενώ τα σπίτια τους και οι δρόμοι θα απολυμαίνονταν σχολαστικά και για αυτή την υγειονομική καθαριότητα επιστρατεύτηκαν 30 άτομα. Ωστόσο, αυτό το μέτρο της προληπτικής απομάκρυνσης των κατοίκων επικρίθηκε σφοδρά από τον Ηπίτη, γιατί αφενός έθετε σε κίνδυνο την υπόλοιπη Ελλάδα, ακόμη και με την επιβολή της υγειονομικής γραμμής, κυρίως όμως γιατί οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης εξέθεταν τις υγιείς οικογένειες σε άλλες αρρώστιες και βέβαια στη φρικτή πανώλη. Η ζωή στην πόλη άλλαξε επίσης δραματικά. Τα μαγαζιά που επιτρέπονταν να πωλούν τρόφιμα περιορίστηκαν σε μόνο έξι, τα οποίαθα επιτηρούνταν από χωροφύλακες. Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην κυκλοφορία των κατοίκων επεκτάθηκαν και στον τρόπο με τον οποίο θα προμηθεύονταν τα βασικά αγαθά, καθώς επιτρεπόταν μόνο σε ένα μέλος κάθε οικογένειας να βγαίνει για ψώνια και μόνο μία φορά τη μέρα. Το ίδιο ίσχυε και για όσους διέμεναν απέναντι, στην Μπούγια, και χρησιμοποιούσαν τις βάρκες τους για τις μετακινήσεις προς το νησί. Τα αυστηρά μέτρα δεν εξαιρούσαν ούτε τους απόλοιμους, οι οποίοι διανυκτέρευαν, επιτηρούμενοι πλέον, σε σκάφος, ενώ την ημέρα, πάλι επιτηρούμενοι, συνέδραμαν στη μεταφορά αρρώστων και νεκρών και στην απολύμανση των σπιτιών.

    Ωστόσο, τα πράγματα στο λεγόμενο Φρούριο Εϋδέκ δεν εξελίχθηκαν καλά. Τους νοσούντες που είχαν μεταφερθεί εκεί τους φρόντιζε ένας απόλοιμος σύμφωνα με τις εντολές του εκεί επιτετραμμένου γιατρού, ενώ την επίβλεψη την είχε, όπως αναφέρθηκε, ο Δουμών. Όμως το Κάστρο φιλοξενούσε και οικογένειες που ήταν απλώς ύποπτες για πανώλη, και οι οποίες δεν είχαν εκδηλώσει κανένα κρούσμα για 20 μέρες (Wibmer, 03.09.1842, 296). Αυτή η εξέλιξη ερχόταν σε αντίθεση με όσα είχαν συζητηθεί και αποφασιστεί, λίγες μόνο μέρες πριν από το υπουργικό συμβούλιο για τη χρήση του Κάστρου, στο οποίο έπρεπε να βρίσκονται αποκλειστικά νοσούντες. Η ανάμειξη υγιών και νοσούντων δήλωνε όχι μόνο επιπολαιότητα ή άγνοια αλλά συνηγορούσε και στη φήμη που είχε διαδοθεί στον Πόρο, ότι ο Βίμπμερ έλεγε: «ας χαθούν όλοι οι Πόριοι, μόνο το Ελληνικό Κράτος να γλυτώσει από την Πανώλη» (Ηπίτης, 1837, 34). Η εγκατάλειψη των θυμάτων της πανώλης από τους ιθύνοντες του κράτους ήταν η συνέπεια του τρόμου απέναντι στην αρρώστια και της αδυναμίας ελέγχου της, προκαλώντας εν τέλει το σπάσιμο των κοινωνικών δεσμών, όπως περιγράφει γλαφυρά ο Βοκκάκιος στο Δεκαήμερο για την πανώλη στη Φλωρεντία το 1348 (24 Grammata, 2013, 8), που στην περίπτωση του Πόρου φαίνεται πως η ρήξη αφορούσε το κράτος/κηδεμόνα με την κοινωνία του Πόρου/κηδεμονευομένου.

    Μέχρι τα μέσα Μαΐου, σχεδόν δύο μήνες από την άφιξη του μολυσμένου πλοίου στο νησί, οι νοσήσαντες είχαν φτάσει στους 81 ενώ οι νεκροί τους 66. Η συνεχής αύξηση των κρουσμάτων έφερε ακόμη πιο σκληρά μέτρα. Αποφασίστηκε τελικά η καθολική εκκένωση της πόλης του Πόρου και όλες οι οικογένειες θα μεταφέρονταν είτε στα απέναντι παράλια, είτε σε σημεία του νησιού κοντά στη θάλασσα, ενώ τα σπίτια τους θα επιτηρούνταν από φύλακες και θα απολυμαίνονταν. Κανείς πλέον δεν μπορούσε να επιστρέψει στην πόλη. Μέχρι τα τέλη του μήνα είχαν απομείνει ελάχιστες οικογένειες και μερικοί αξιωματικοί, ενώ όλοι τους έπρεπε να εφαρμόζουν αυστηρά μέτρα καθαριότητας και να απολυμαίνουν τα σπίτια τους, σύμφωνα με τις οδηγίες των υγειονομικών (Wibmer, 03.09.1842, 296).

    «Βία και βαγιονέτα»

    Οι περιγραφές του Ηπίτη για τον τρόπο που αντιμετώπισαν το ξέσπασμα της επιδημίας οι «φίλοι» και ευνοούμενοι του Βίμπμερ, όπως τους αποκαλεί, δηλαδή ο Τομπακάκης, ο Δουμών, ο Βερναρδής και αργότερα ο Χέρμαν, συναγωνίζονται αυτές του Βοκκάκιου. Η γλώσσα του ακραία ρεαλιστική περιγράφει τη βιαιότητα, την αγριότητα, τα βασανιστήρια, τον ευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ακόμη και τον εξανδραποδισμό, όπως διαβάζουμε στο Ημερολόγιο (Ηπίτης, 1837, 14). Ενδεικτική είναι η περίπτωση ενός κατοίκου του νησιού, ο οποίος αναγκάστηκε από τους Δουμών και Τομπακάκη να σύρει το νεκρό σώμα της γυναίκας του για να το θάψει σε ορεινό και βραχώδες σημείο του Πόρου, δένοντάς το από τον λαιμό με ένα μακρύ σχοινί, ώστε να μην μπορεί να έρθει σε επαφή με αυτό. Το νεκρό σώμα έφτασε σε άθλια κατάσταση, κατασχισμένο, ματωμένο, με ανοιχτό κρανίο και παραδόθηκε σε αυτήν την ειδεχθή και αναξιοπρεπή κατάσταση προς ταφή σε έναν μόρτη. Αυτή η σοκαριστική ασέβεια προς το σώμα της νεκρής, μόλις λίγες μέρες από το πρώτο κρούσμα, στις 26 Απριλίου, προκάλεσε τρόμο στους κατοίκους του νησιού και, όπως φαίνεται, εχθρική στάση απέναντι στους ξένους απεσταλμένους της κυβέρνησης (Ηπίτης, 1837, 6). Αυτό το επεισόδιο φαίνεται πως έκανε πολλούς από τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη και να σκορπιστούν στα βουνά, άλλους να αμπαρωθούν στα σπίτια τους και να διακόψουν κάθε επαφή με τους συμπολίτες τους, ενώ οι λίγοι ευκατάστατοι κατέφυγαν στους κήπους και στα αμπέλια τους.

    Δυστυχώς αυτό το φρικτό περιστατικό με την άτυχη νεκρή δεν ήταν το μόνο. Την ίδια τύχη είχε και ακόμη μία γυναίκα, το σώμα της οποίας έδεσαν από τον λαιμό και το έσυραν από κάποιο σημείο ψηλά στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου μέχρι τη θάλασσα. Εκεί έδεσαν το σκοινί στην πρύμνη μιας λέμβου και τραβώντας την μέσα στο νερό την έφεραν στον λεγόμενο βόθρο, δίπλα στην Αλυκή (Ηπίτης, 1837, 11). Ο Ηπίτης κάνει ιδιαίτερη μνεία στην Αλυκή, ένα σημείο στην ακτή της Πελοποννήσου πολύ κοντά τον Πόρο. Σύμφωνα με τον Έλληνα γιατρό η Αλυκή, που σήμερα είναι μια από τις δημοφιλέστερες ακτές για τους λουόμενους, ήταν το πιο δυσώδες και νοσηρό μέρος, λόγω της υψηλής συγκέντρωσης φυκιών και λιμναζόντων υδάτων και πηγή δηλητηριωδών και θανατηφόρων αναθυμιάσεων, που σύμφωνα με τη μιασματική θεωρία μπορούσαν να προκαλέσουν και άλλες λοιμώδεις ασθένειες.20Η όλη στρατηγική αντιμετώπισης της νόσου, υιοθέτησε στοιχεία τόσο από τη μιασματική θεωρία (καλές πρακτικές υγιεινής) όσο και τη θεωρία της μεταδοτικότητας (καραντίνα και περιορισμός κινήσεων), που είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος πριν τη διατύπωση της θεωρίας των μικροβίων. Η περιοχή αποτέλεσε τόπο μαρτυρίου για τους Ποριώτες καθώς σε εκείνον τον ελώδη τόπο βρέθηκαν ανακατεμένοι νεκροί που είχαν μείνει άταφοι και ζωντανοί, τους οποίους έστελνε εκεί ο Δουμών. Εκεί εναπόθεταν οι απόλοιμοι τους νεκρούς χωρίς τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα, χωρίς μια «χούφταν χώμα ή άσβεστον», στερώντας και το τελευταίο στοιχείο αξιοπρέπειας στα θύματα της πανώλης (Ηπίτης, 1837, 7). Ο Ηπίτης αναφέρει, επίσης, πως εκτός από τους νεκρούς –και όχι μόνο από πανώλη– μεταφέρονταν εκεί οι υγιείς συγγενείς και συγκάτοικοι των νοσούντων ή των θανόντων, όντες μόνο ύποπτοι πανώλης, χωρίς προηγουμένως να έχουν πλυθεί ή απολυμανθεί ούτε οι ίδιοι ούτε τα πράγματά τους. Στην Αλυκή δεν υπήρχε κανενός είδους κατάλυμα, ούτε καν νερό, κάνοντας τη διαβίωση στο ύπαιθρο μέσα στην αφόρητη ζέστη πραγματική κόλαση, προκαλώντας τον θάνατο και από άλλες αιτίες, όπως αφυδάτωση ή θερμοπληξία. Ωστόσο, ο Δουμών απέδιδε τον θάνατο όλων στην πανώλη και όχι στις απάνθρωπες συνθήκες στις οποίες διαβιούσαν, όπως καταγγέλλει ο Έλληνας γιατρός (Ηπίτης, 1837, 8). Οι συνθήκες διαβίωσης των Ποριωτών που μεταφέρθηκαν με τη βία στην Αλυκή έθεταν σε κίνδυνο αυτόν ακριβώς τον σκοπό που είχε τεθεί για τον περιορισμό της νόσου στην περιοχή. Και αυτό γιατί οι φτωχοί κάτοικοι του νησιού, πολλοί από τους οποίους είχαν πολεμήσει χίλιους Τούρκους ο καθένας («οίτινες ποτέ εις επολέμησε με χιλίους [Τούρκους]»), εξαχρειωμένοι αλλά και εξαγριωμένοι από την αντιμετώπιση της κατάστασης από τους Τομπακάκη και Δουμών, θα μπορούσαν εύκολα να περάσουν το βουνό που χώριζε την Αλυκή από την υπόλοιπη Πελοπόννησο. Για τον λόγο αυτό, όταν έφτασε στον Πόρο ο Ηπίτης, μετέφερε όλον αυτόν τον εξαθλιωμένο πληθυσμό στον χώρο γύρω από την περιοχή του Μοναστηριού, μια περιοχή που ήταν πιο ασφαλής τόσο για τους ίδιους τους νησιώτες όσο και για τις ακτές απέναντι στην Πελοπόννησο, καθώς χωρίζονταν από θάλασσα που φυλασσόταν πολύ καλά από τις ελληνικές ακταιωρούς (Ηπίτης, 1837, 8-9). Η παρέμβαση αυτή του Ηπίτη χαρακτηρίστηκε σωτήρια, φιλεύσπλαχνη και ανθρώπινη, σε αντίθεση με εκείνη των ξένων.

    Η ασέβεια προς τους νεκρούς δεν ήταν το μόνο που έκανε τους κατοίκους του νησιού να κυριευθούν από τρόμο. Σύμφωνα με τον Ηπίτη, μετά τον θάνατο από τη νόσο μιας ακόμη γυναίκας, οι ξένοι απεσταλμένοι της κυβέρνησης διέταξαν τους απόλοιμους να αρπάξουν την άτυχη γυναίκα από τα χέρια του συζύγου της και να τη μεταφέρουν στο νησάκι Σφακτηρία, το λεγόμενο και Κασαπιό. Εκεί φαίνεται πως έκαναν νεκροτομές ο Δουμών και ο  Ζάιφερτ, ένας στρατιωτικός γιατρός που συνόδευε και αυτός, μαζί με τον Χέρμαν, τον Ηπίτη. Από εκείνη τη μέρα και σχεδόν μέχρι την εξαφάνιση της νόσου, όσοι αξιολογούνταν ως επιβεβαιωμένα κρούσματα μεταφέρονταν εκεί «σωρηδόν, μόνον με το υποκάμισον χωρίς στρώματα και σκεπάσματα». Στο νησάκι υπήρχε μόνο ένας οικίσκος, στον οποίο μπορούσαν να μείνουν έξι εφτά άτομα, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάζονταν να διαμείνουν στο ύπαιθρο. Αργότερα κατασκευάστηκαν δύο ακόμη ξύλινα παραπήγματα (Ηπίτης, 1837, 7). Στη Σφακτηρία στέλνονταν οι άρρωστοι, οι σύζυγοί τους και οι συγγενείς τους, χωρίς να νοσούν, με προοπτική, σύμφωνα με τον Ηπίτη, να πεθάνουν! Ένας βασικός λόγος, όπως καταγγέλλει, ήταν πως από το ιατρικό υλικό και τη χλωρίνη που είχε στείλει η Αθήνα, ο Δουμών δεν διέθεσε ούτε ουγκιά για τους «άθλιους της Σφακτηρίας» και τη θεραπεία τους, των οποίων ο αριθμός ανερχόταν στους 20, τη στιγμή που έφτασε ο Έλληνας γιατρός (Ηπίτης, 1837, 9). Οι εικόνες αυτές της «αληπασαϊκής» συμπεριφοράς από τους ξένους γιατρούς, οι οποίοι ασκούσαν εξουσία ζωής και θανάτου (Ηπίτης, 1837, 48), συνεχίστηκαν και για όσο διάστημα ήταν ο ίδιος στο νησί, κάνοντας τη συνεργασία όλων των μελών της αποστολής στον Πόρο εξαιρετικά δύσκολη.

    Για τον Ηπίτη η ανικανότητα των απεσταλμένων της κυβέρνησης δεν περιοριζόταν μόνο στην αρχική αποτυχία να διαγνώσουν τη νόσο, ούτε μόνο στην ανεπαρκή ιατρική φροντίδα, κυρίως όσων είχαν σταλεί στην Αλυκή και τη Σφακτηρία. Ο ίδιος θεωρούσε πως η προστασία των υπόλοιπων κατοίκων από επιμολυσμένα αντικείμενα των νοσούντων που έμεναν αφύλακτα δεν εξασφαλιζόταν από την κυβέρνηση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα τεσσάρων μεθυσμένων Πoριωτών που εισέβαλαν σε μολυσμένη οικία και έκλεψαν αντικείμενα από το νοικοκυριό. Λίγο αργότερα πέθαναν οι τρεις από τους τέσσερις. Το σφράγισμα και η φύλαξη της οικίας αυτής, όπως και των υπολοίπων, ήταν αρμοδιότητα του Τομπακάκη, ο οποίος όμως δεν φαίνεται να αξιοποίησε τους πολλούς φύλακες που του έστειλε η κυβέρνηση και που, όπως καταγγέλλει ο Ηπίτης, πληρώνονταν αδρά (Ηπίτης, 1837, 11). Από την άλλη, το μέτρο της απαγόρευσης της κυκλοφορίας που επιβλήθηκε, ένα διαχρονικό μέτρο το οποίο τήρησαν πειθήνια όσοι από τους κατοίκους του Πόρου δεν διέθεταν υποστατικά ή δεν θέλησαν να μετοικήσουν στην απέναντι ακτή της Πελοποννήσου, υπονομεύθηκε με τον πιο βάρβαρο τρόπο. Με εντολές Τομπακάκη ο υπομοίραρχος Χωροφυλακής, Παλάσκας, έσυρε από τα σπίτια τους αυτούς τους κατοίκους με τη «βία και τη βαγιονέτα […] εις τόπους μολυσμένους με μεμολυσμένας λέμβους». Η εικόνα που περιγράφεται στο Ημερολόγιο αναβιώνει  το μοτίβο της τουρκικής βίας όταν Έλληνες σέρνονταν στα Ψαρά και τη Χίο για εξανδραποδισμό, ανασύροντας την οδυνηρή συλλογική μνήμη στους απελευθερωμένους πλέον Έλληνες που θεωρούσαν πως η συμπεριφορά αυτή τους έκανε εκ νέου υπόδουλους άλλων κατακτητών. Αυτόν, λοιπόν, τον σύγχρονο εξανδραποδισμό φαίνεται να εμπόδισε ο Ηπίτης, σύμφωνα με τον ίδιο, αποκαθιστώντας την αξιοπρέπεια των Ποριωτών (Ηπίτης, 1837, 14-15). Μία ακόμη αποτυχία των κρατικών αξιωματούχων να κατανοήσουν τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και να ενεργήσουν προς ανακούφισή τους είναι όταν ο Παλάσκας, εξυπηρετώντας τον Τομπακάκη, εκμεταλλεύτηκε τις άδειες μετακίνησης και προμηθειών που έπαιρνε από τον Ηπίτη, χωρίς όμως να εκτελεί με ταχύτητα τα αντιλοιμικά μέτρα σύμφωνα με τις εντολές του Έλληνα γιατρού. Αποτέλεσμα ήταν να κάνει ό,τι ήθελε και πολλές φορές ασκούσαν οι χωροφύλακές του ωμή βία, ξυλοκοπώντας και τουφεκίζοντας τους κατοίκους του νησιού και τους απόλοιμους. Η κατάχρηση εξουσίας, με το πρόσχημα του ελέγχου της επιβολής υγειονομικών μέτρων, αποτυπώνεται επίσης στον σοβαρό τραυματισμό του υπηρέτη του Ηπίτη (Ηπίτης, 1837, 26), αλλά και στην παρενόχληση γυναικών, όπως συνέβη με τη γυναίκα του Βαυαρού νοσοκόμου στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, επεισόδιο που παραλίγο να έχει τραγική κατάληξη (Ηπίτης, 1837, 46). Δεν ήταν ακόμη λίγες οι φορές που χωροφύλακες είχαν επαφές με κοινές γυναίκες, τη στιγμή που υπήρχε αυστηρή απαγόρευση επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων. Ο Ηπίτης, από την πρώτη κιόλας μέρα της άφιξής του στο νησί, κατήγγειλε στη γραμματεία της Κυβέρνησης τη συμπεριφορά του Παλάσκα και των χωροφυλάκων του, αλλά και την αδράνειά τους στην εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις διαταγές που τους είχαν δοθεί.

    Η απαξίωση του Ηπίτη προς τον Δουμών αποτυπώνεται γλαφυρά στο Ημερολόγιό του που τον περιγράφει ως καρικατούρα, «μεγαλογένη, ρακένδυτο, άπλυτο (ποτέ δεν ήλλαζεν), ωπλισμένο(ς) με δύω πιστόλια φέρων εις την δεξιά βακτηρίαν σουβλεράν», σπέρνοντας τον τρόμο στους κατοίκους του Πόρου (Ηπίτης, 1837, 11). Η πρόκληση φόβου μέσα από μια εικόνα απεχθή και εχθρική, που συνειδητά είχαν υιοθετήσει οι ξένοι απεσταλμένοι της Κυβέρνησης για την αντιμετώπισή της νόσου, αναπαρήγε εικόνες από τις μεγάλες επιδημίες πανώλης του Μεσαίωνα, και που στα μάτια και τις συνειδήσεις των νησιωτών ταυτιζόταν με τη θεία δίκη, την τιμωρία, τον θάνατο, που απώτερο στόχο είχαν την πειθαρχία στην εξουσία. Ο ερχομός του Ηπίτη στον Πόρο θα κλονίσει αυτήν την τακτική της βίαιης επιβολής της εξουσίας του κεντρικού κράτους, μετατοπίζοντας την έμφαση της εφαρμογής των μέτρων από τον εξαναγκασμό στην ανακούφιση του πολίτη και του πάσχοντα.

    «Ο από μηχανής Θεός»21Ο χαρακτηρισμός αυτός αποδόθηκε ειρωνικά από τον Ηπίτη στον Δουμών (Ηπίτης, 1837, 34)., Ηπίτης

    Είναι γεγονός πως τα μέτρα προφύλαξης και προστασίας –και όχι τα θεραπευτικά– που κλήθηκαν να εφαρμόσουν οι εκπρόσωποι του Βίμπμερ στον Πόρο και που βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στους αυστηρούς ελέγχους, τη βιαιότητα και την ποινικοποίηση οποιασδήποτε αντίθετης συμπεριφοράς, νομιμοποιούνταν από σειρά εγκυκλίων της γραμματείας της Κυβέρνησης, από διατάγματα του Όθωνα, αλλά και σειρά αποφάσεων του ίδιου του Ιατροσυμβουλίου.

    Ο Βίμπμερ φαίνεται να είχε επίγνωση της σκληρότητας των μέτρων, ιδίως αυτών της εξορίας και απομόνωσης των κατοίκων, και φυσικά της διάλυσης της κοινότητας του Πόρου. Ωστόσο, τα μέτρα αν και είχαν ληφθεί με εισήγηση του Ιατροσυμβουλίου και εγκρίθηκαν από το υπουργείο Εσωτερικών με πλήρη ψηφοφορία, δεν κατάφεραν να περιορίσουν την εξάπλωση της νόσου (Wibmer, 03.09.1842, 296). Αντιθέτως, προκάλεσαν τις σφοδρές αντιδράσεις των κατοίκων. Επιπλέον, την κατάσταση επιβάρυνε η εποχική εμφάνιση των διαλειπόντων πυρετών, γεγονός που έκανε την παρουσία περισσότερων γιατρών στο νησί ακόμη πιο επιτακτική. Έτσι, με εντολή του ίδιου του Βίμπμερ έφτασε στο νησί στις 23 Μαΐου του 1837 ένας ακόμη στρατιωτικός γιατρός, ο Ρότλαουφ [Rottlauf], ο οποίος είχε ο ίδιος αιτηθεί να μεταβεί στον Πόρο. Ήταν τακτικό μέλος της Ιατρικής Εταιρίας Αθηνών και συνέδραμε τον Δουμών καταγράφοντας καθημερινά την πορεία της νόσου. Μόνο τότε, και για πρώτη φορά έπειτα από περισσότερο από δύο μήνες από την εκδήλωση της πανώλης, άρχισε να σημειώνεται μείωση των κρουσμάτων. Εντούτοις, η ανάγκη για περισσότερους γιατρούς δεν είχε μειωθεί, καθώς η κυβέρνηση εξακολουθούσε να ανησυχεί για την εξέλιξη της επιδημίας και γι’ αυτό έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Επιπλέον, ο Δουμών χρειαζόταν βοήθεια, καθώς δεν μιλούσε καλά τη γλώσσα και ήταν δύσκολο να συνεννοηθεί με τους τοπικούς επιτετραμμένους, προκειμένου να αντιμετωπίσει, εκτός από την πανώλη, και τους θερινούς διαλείποντες πυρετούς. Τέλος, έπρεπε επίσης να εντατικοποιηθεί η εφαρμογή των μέτρων κάθαρσης και απολύμανσης (Wibmer, 03.09.1842, 296). Παρά την προσδοκία πως οι επιπλέον γιατροί θα διευκόλυναν την επικοινωνία του Δουμών με την τοπική κοινωνία, είναι γεγονός πως ούτε ο Ρότλαουφ ούτε κανένας άλλος από τους νεαρούς στρατιωτικούς γιατρούς που ήταν ήδη στον Πόρο ήταν σε θέση να συνεννοηθεί  πραγματικά στα ελληνικά και κυρίως να κατανοήσει τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού που είχε διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όταν μάλιστα είχε ήδη κλονιστεί σοβαρά η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των ξένων γιατρών και των νησιωτών.

    Λίγες μέρες μετά την άφιξη του Ρότλαουφ, αναχώρησε από τον Πειραιά στις 29 Μαΐου22Στο ημερολόγιο του Ηπίτη αναφέρεται ως ημερομηνία άφιξης η 28η Ιουνίου, γεγονός μάλλον απίθανο., με απόφαση του Ιατροσυνεδρίου ο ιατροσύμβουλος Πέτρος Ηπίτης, αντικαθιστώντας τον Δρόσο Μανσόλα. Ιεραρχικά θα ήταν ανώτερος του Δουμών, αλλά δεν εστάλη ως πληρεξούσιος της κυβέρνησης, όπως σημειώνει ο Βίμπμερ, παρόλο που ο Μανσόλας είχε διοριστεί έκτακτος επίτροπος στον Πόρο με γενική πληρεξουσιότητα (Βίπμερ, 1837, 20).23Ο Μανσόλας αναχώρησε στις 10 Μαΐου και έφτασε στις 12 του ίδιου μήνα στον Πόρο. Επέστρεψε στον Πειραιά άπραγος δέκα περίπου μέρες αργότερα, στις 22 Μαΐου. Η αποπομπή του Μανσόλα έγινε σύμφωνα με τους χρονικογράφους του Ημερολογίου του Ηπίτη εξαιτίας μιας φήμης που φαίνεται να προήλθε από τον Τομπακάκη. Η φήμη που έφτασε στα αυτιά της Κυβέρνησης αφορούσε ένα σοβαρό περιστατικό σύγκρουσης μεταξύ των χωροφυλάκων και του στρατού στον Πόρο, με αποτέλεσμα να προκληθούν εν μέσω της επιδημίας πανώλης νέες δημοτικές εκλογές. Ωστόσο, ο κυβερνητικός πληρεξούσιος δεν επαλήθευσε κανένα από αυτά τα περιστατικά, ούτε τη σύγκρουση ούτε τις εκλογές, και επέστρεψε στον Πειραιά (Ηπίτης, 1837, 17). Τον Ηπίτη συνόδευαν οι στρατιωτικοί γιατροί Χέρμαν, Ζάιφερτ, ο γιατρός Σγαμπέλα ή Σκαμπέλα, καθώς και ο Ξάβερ Λάνδερερ, αρχιφαρμακοποιός της βασιλικής αυλής, καθηγητής χημείας στο Ιατρικό Σχολείο και επίσης μέλος του Ιατροσυνεδρίου. Ο Λάνδερερ θα ηγείτο του σχεδιασμού για την εντατικοποίηση της απολύμανσης και του καπνισμού των σπιτιών και των αντικειμένων τους. Γι’ αυτόν τον σκοπό, η κυβέρνηση έστειλε χημικά υλικά, όπως χλώριο και ασβέστη, ρούχα, τρόφιμα, χρήματα, καθώς και επιπλέον επιθεωρητές. Ωστόσο, ενώ η συμβολή του Λάνδερερ θα αποδειχθεί ιδιαίτερα πολύτιμη, η συνεργασία του Ηπίτη με τους Ζάιφερτ και Χέρμαν θα αποδειχτεί δύσκολη, τους οποίους ο Έλληνας γιατρός θα χαρακτηρίσει υποτιμητικά ως «ιατρίσκους» (Ηπίτης, 1837, 32). Επίσης, ο Ρότλαουφ αλλά και ο εμπειρικός γιατρός, Κοκκώλης, που πρώτος αντίκρισε τα κρούσματα πανώλης στο νησί, έστω και αν δεν κατάφερε να τα αναγνωρίσει εγκαίρως ως τέτοια, θα συνδράμουν τον Ηπίτη, με τον στρατιωτικό γιατρό, δυστυχώς, να πέφτει θύμα της νόσου στις 21 Ιουνίου και να πεθαίνει (Ηπίτης, 1837, 43). Ο Κοκκώλης, από την άλλη, καθ’ όλη τη διάρκεια της επιδημίας, έκανε επισκέψεις σε νοσούντες παίρνοντας προφυλακτικά μέτρα που θύμιζαν τους γιατρούς της Μαύρης Πανώλης του Μεσαίωνα, με τη γνωστή μαύρη μακριά περιβολή, τη ράβδο με την οποία εξέταζαν από απόσταση τον μολυσμένο, και τη χαρακτηριστική μάσκα με το ράμφος πουλιού, στο οποίο φαίνεται να τοποθετούσαν συνήθως βότανα και σκόρδο για την αντιμετώπιση της θανάσιμης οσμής της νόσου, αλλά και επειδή θεωρούσαν πως σκότωναν το μίασμα.24Η περιβολή του «γιατρού της πανώλης» πρωτοεμφανίζεται τον 17ο αιώνα και ήταν εφεύρεση του γάλλου γιατρού Σαρλ ντε Λ’ Ορμ. Έτσι, ο Κοκκώλης περιγράφεται πως ήταν «από κορυφής μέχρι ποδών μουσαμωμένος και έφερε κολλημένην εις την άκραν της βακτηρίας του μίαν σφαίραν λαβδάνου, μεγέθους κεφαλής παιδός νεογέννητου, εις τον οποίον είχεν σχεδόν διηνεκώς κολλημένους τους μυκτήρας του» (Ηπίτης, 1837, 28).

    Η δυσκολία της συνεργασίας του Ηπίτη με τους υπόλοιπους διορισμένους από τον Βίμπμερ γιατρούς φαίνεται να έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι ο Έλληνας γιατρός, έχοντας δει την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στο νησί και τη βίαιη, απάνθρωπη και εξευτελιστική συμπεριφορά προς τους ντόπιους, αποφάσισε να ενεργήσει με βάση την εμπειρία του και να παραβλέψει την αυστηρή εφαρμογή κάποιων επίσημων υγειονομικών μέτρων, όπως ήταν οι πλήρεις απομονώσεις και η σκληρή μεταχείριση ή η βάρβαρη εξέταση των νοσούντων και των ύποπτων κρουσμάτων, και ο αυστηρός αποκλεισμός των ακτών που απαγόρευε την αλιεία και που οδήγησε τους Ποριώτες σχεδόν σε λιμοκτονία. Ακριβώς αυτή η στάση του Ηπίτη, ο οποίος –να σημειωθεί– είχε λάβει μέρος στην αντιμετώπιση της πανώλης στην Οδησσό και την Κων/πολη (Ηπίτης, 1837, 49),25Στην Οδησσό πιθανόν το 1821, 1828. Στην Πόλη, πιθανόν, εννοεί το 1813. καθώς και η ανυπακοή του προς τις εντολές και τις διαταγές που είχαν δοθεί από τον Βίμπμερ, ενόχλησαν καθώς φαίνεται τον Βαυαρό αξιωματούχο και το αποτέλεσμα ήταν να αλληλοσυκοφαντηθούν για την αλλοίωση της περιγραφής των γεγονότων και να ερίζουν για το ποιος τελικά αντιμετώπισε με επιτυχία την επιδημία στον Πόρο. Είναι γεγονός πως, σύμφωνα με την άποψη του έμπειρου και διακεκριμένου γιατρού C. J. Lorinser (1837, 737), εκείνη την εποχή η πλειοψηφία των εν ζωή Γερμανών γιατρών δεν γνώριζε την πανώλη, ενώ μόνο τυχαία θα ήταν δυνατόν να την είχε συναντήσει κάποιος ή από προσωπικό ερευνητικό ζήλο. Αν και ούτε ο Βερναρδής ούτε ο Δουμών ήταν Γερμανοί και, παρόλο που ο τελευταίος φέρεται να είχε εμπειρία αφού συμμετείχε, όπως αναφέρθηκε, στην αντιμετώπιση επιδημίας πανώλης το 1828, φαίνεται πως η άποψη του Λόρινσερ αφορούσε μεγάλη μερίδα της δυτικής ιατρικής κοινότητας εκείνη την εποχή (βλ. και Varlik, 2017, 66).

    Τη μέρα που αναχώρησε ο Ηπίτης για τον Πόρο, ο Βίμπμερ έλαβε αναφορά από τον Τομπακάκη ότι η νόσος είχε περιορισθεί αισθητά λέγοντας πως είχε εκδηλωθεί μόνο ένα κρούσμα και πως απέναντι στην ακτή της Πελοποννήσου, όπου υπήρχαν 650 άτομα από τις οικογένειες που είχαν καταφύγει εκεί, δεν είχε εκδηλωθεί κρούσμα τις τελευταίες 12 μέρες. Έτσι, τους επετράπη να επιστρέψουν στον Πόρο, δίνοντας ξανά ζωή στην πόλη. Αυτά τα στοιχεία οδήγησαν τον Βίμπμερ στο συμπέρασμα πως και χωρίς τον Ηπίτη θα τα είχε καταφέρει η κυβέρνηση με τους εκεί απεσταλμένους υγειονομικούς και οπωσδήποτε δεν ήταν ο Ηπίτης αυτός που έσωσε το νησί. Οι επόμενες μέρες θα είναι και οι πιο δύσκολες για το νησί καθώς θα πεθάνουν σχεδόν όλοι όσοι είχαν νοσήσει (Ηπίτης, 1837, 18), ενισχύοντας ενδεχομένως την εκτίμηση του Βίμπμερ, μιας και επί ημερών Ηπίτη τα πράγματα έγιναν μάλλον χειρότερα, τουλάχιστον στην αρχή. Τι όμως συνέβη πραγματικά;

    Στις 30 Ιουνίου εκδηλώνεται το πρώτο κρούσμα πανώλης στον Ναύσταθμο, τη μετάδοση του οποίου αντιμετώπισε ο Ηπίτης με επιτυχία, με απομόνωση του περιστατικού στο νοσοκομείο, με καθαριότητα και πλύσεις όλων των ναυτών με θαλασσινό νερό και χλωρίνη δύο φορές τη μέρα. Επίσης όλος ο ρουχισμός, τα πράγματα και το πλοίο που ήταν αγκυροβολημένο καθαρίστηκαν και επιστράφηκαν, ενώ στη φωτιά έριξε μόνο το κρεβάτι του νοσούντος. Η αντιμετώπιση αυτή του περιστατικού που δεν προκάλεσε άλλα κρούσματα, όπως αναφέρει ο Ηπίτης, δεν είχε προηγούμενο στον Πόρο. Μάλιστα αναφέρεται ως παράδειγμα σεβασμού στην αξιοπρέπεια και στην ατομική περιουσία των νοσούντων και των επαφών τους, χωρίς να είναι καταστροφική και απάνθρωπη, όπως συνέβαινε με τους Τομπακάκη και Δουμών, οι οποίοι καταδίκαζαν με την εσφαλμένη εφαρμογή των μέτρων ολόκληρες οικογένειες από τη στιγμή που μολυνόταν ένα μέλος. Ο Ηπίτης εφάρμοσε την ίδια τακτική και σε άλλα κρούσματα, ενώ λέγεται πως έκανε ο ίδιος λουτρό στους νοσούντες με θαλασσινό νερό και χλωρίνη, και κυρίως προσέφερε παρηγοριά με τις συχνές επισκέψεις του (Ηπίτης, 1837, 21, 26-27).

    Πριν από την έλευση του έμπειρου γιατρού στο νησί, οι μόρτηδες κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, διασπείροντας, όπως πίστευαν, τη νόσο -παρόλο που οι ίδιοι είχαν ανοσία- γιατί έρχονταν σε επαφή με πολλούς που είχαν μολυνθεί, αλλά και με ύποπτα κρούσματα ή με συγγενείς των ασθενών. Ήταν επίσης επιφορτισμένοι με τη μεταφορά των νοσούντων στη Σφακτηρία και την ταφή των νεκρών κοντά στην Αλυκή και στο πίσω μέρος του Μοναστηριού, όπου δυστυχώς τους έριχναν σε ανοιχτούς βόθρους, τους οποίους ο Ηπίτης έσπευσε να καλύψει με ασβέστη. Αυτούς, λοιπόν, τους απόλοιμους τους συγκέντρωσε στο Κάστρο και μόνο εκεί μπορούσαν πλέον να φροντίζουν «τα έλκη και τους άνθρακες [sic]» των πασχόντων. Επίσης, διόρισε και έναν ενωμοτάρχη (υπαξιωματικό) της Χωροφυλακής, ο οποίος θα εμπόδιζε τη μετακίνησή τους εκτός του Κάστρου (Ηπίτης, 1837, 22-23).

    Έλεγχος υπήρχε και στους ψαράδες, που πριν από τον Ηπίτη μόνο τέσσερις είχαν πάρει άδεια αλιείας από τον Τομπακάκη, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες των κατοίκων. Η κατανάλωση κρέατος δεν ήταν πλέον δυνατή, καθώς δεν επιτρεπόταν να σφάζονται ζώα, τόσο από τον φόβο εξάπλωσης της νόσου από κάποιο τυχόν άρρωστο ζώο, όσο και για λόγους υγιεινής που ήταν δύσκολο να τηρηθούν. Ο Ηπίτης έδωσε άδειες σε περισσότερους αλιείς, και έτσι αντιμετωπίστηκε η σοβαρή έλλειψη ζωικής πρωτεΐνης. Όμως η πρωτοβουλία του αυτή προκάλεσε την οργή του Τομπακάκη, ο οποίος συνέταξε μια συκοφαντική αναφορά προς τον Βίμπμερ. Σύμφωνα με αυτή, ο Ηπίτης έθεσε σε κίνδυνο όλο το Κράτος, με αποτέλεσμα ο αξιωματούχος της κυβέρνησης να ανακαλέσει τις άδειες και έτσι να καταδικάσει τους κατοίκους του νησιού σε λιμό (Ηπίτης, 1837, 30-31). Η αυταρχική συμπεριφορά του Τομπακάκη απέναντι στους κατοίκους του Πόρου δεν σταμάτησε με την άφιξη του Ηπίτη. Στην προσπάθειά του να ελέγξει το αρνητικό κλίμα που φαίνεται πως είχε αρχίσει να δημιουργείται εναντίον του, διέταξε το κλείσιμο καφενείου όπου ακούγονταν αρνητικά σχόλια για τους γιατρούς του Βίμπμερ, ενώ αντιθέτως μιλούσαν για τη σωτήρια έλευση του Έλληνα γιατρού. (Ηπίτης, 1837, 31).

    Παρόλο που υπήρχε τοπική Υγειονομική Επιτροπή ήδη από την αρχή της επιδημίας, με εντολή Βίμπμερ συστάθηκε, όπως ήδη έχει αναφερθεί, ένα άλλο ιατροσυμβούλιο στον Πόρο με μέλη τους Δουμών, Βερναρδή, Χέρμαν, Σκαμπέλα και Λάνδερερ και πρόεδρο τον «πανεξοχώτατον κύριον Τομπακάκην, τον οποίον φαίνεται ο κύριος Βίτμερ [sic] εδίδαξεν εν κρυπτώ την Ιατρικήν εις την πενταετή πολιτικήν αργίαν και απραξίαν […] εκείνου», όπως ειρωνικά αναφέρει ο Ηπίτης. Ο ίδιος, ωστόσο, φαίνεται πως αρνήθηκε να συμμετάσχει, λέγοντας πως επρόκειτο για Βαβυλωνία, καθώς δεν υπήρχε κοινή γλώσσα συνεννόησης, με τους Δουμών και Βερναρδή να μιλούν γαλλικά, τον Χέρμαν γερμανικά, τον Σκαμπέλα ιταλικά και τον Τομπακάκη ελληνικά (Ηπίτης, 1837, 40)! Για τον Λάνδερερ δεν αναφέρει τίποτα αρνητικό. Μάλιστα τον εξαιρεί μαζί με τον Σκαμπέλα από το υπόλοιπο τοπικό ιατροσυμβούλιο, λέγοντας πως ήταν οι μόνοι που γνώριζαν σχετικά με τη νόσο. Τις συζητήσεις τις περιγράφει ο Ηπίτης με εξαιρετικά απαξιωτικό και άκρως ειρωνικό ύφος, σχετικά με κάποια μέτρα αντιμετώπισης που προτάθηκαν, όπως τον καπνισμό, που είχε εφαρμοστεί στο παρελθόν για τη θεραπεία όχι μόνο της πανώλης, αλλά και άλλων ασθενειών όπως η σύφιλη (Engelmann/Lynteris, 2019, 23-28). Ωστόσο, ο Ηπίτης θεωρούσε την πρακτική αυτή προσβλητική για τους ντόπιους. Σύμφωνα με αυτή θα έπρεπε να δημιουργηθούν ξύλινα κλουβιά, στα οποία θα έπρεπε να μπαίνουν οι Ποριώτες και «να καπνίζονται με χλωρίνην, ως καπνίζουσιν οι Καισσαρείς τους Παστορμάδες και οι Γερμανοί τα χοιρομήρια, ή ως πυροφλέγουσι (καβουρδίζουσι) τον ωμόν καφφέν». Αν πιστέψουμε επίσης τα όσα αναφέρονται στο Ημερολόγιο, ο Τομπακάκης είχε προτείνει να δέσουν χειροπόδαρα τον Ηπίτη, τον οποίο ονόμασε «σκάνδαλο», και να τον ρίξουν στη θάλασσα, ξορκίζοντας έτσι το κακό, όπως κάνουν κάποιοι ναύτες με τους καλόγηρους, όταν έχει μεγάλη φουρτούνα! Έτσι θα μπορούσε να προεδρεύει στο ιατροσυμβούλιο του Πόρου ανενόχλητος (Ηπίτης, 1837, 41).

    Πέρα από τον κυνισμό, τη μισαλλοδοξία και τον ανταγωνισμό εξουσίας που εκδηλώθηκε στην κρίση πανώλης στον Πόρο, θα προστεθεί και η ματαιοδοξία των νεοφερμένων, κυρίως των ξένων γιατρών. Για όλους αυτούς τους λόγους θα αμφισβητηθεί έντονα η επιστημοσύνη και οι αμφιλεγόμενες μέθοδοι που υιοθέτησαν για τη διάγνωση, αλλά κυρίως για την κατανόηση της νόσου, δεδομένης, όπως είπαμε, της απουσίας οποιασδήποτε προηγούμενης εμπειρίας τους με την πανώλη. Αυτό ενδεχομένως να εξηγεί γιατί ο Δουμών με τη βοήθεια κυρίως του Ζάιφερτ εξέταζε τις σορούς των πασχόντων, ώστε να μπορέσει να αναγνωρίσει τα εμφανή σημάδια της νόσου και κατόπιν με πειράματα να βρει κάποιο φάρμακο, «ως Θεός εκ μηχανής», όπως ειρωνικά σημειώνει ο Ηπίτης, όχι μόνο για τους Ποριώτες αλλά για όλη την ανθρωπότητα! Ο Ηπίτης κατηγόρησε, επίσης, τον Δουμών πως «ήνοιξε […] ανατομικόν εργαστήριον… δια να σφάξει και να ανοίξει πτώματα εν υπαίθρω, εις το νησίδιον Σφακτηρίαν (Κασαπιό), ούτως ονομασθέν εκ ταύτης της περιπτώσεως» (Ηπίτης, 1837, 34-35). Είναι αλήθεια πως ο Δουμών έκανε πράγματι νεκροσκοπήσεις και νεκροτομές, τις οποίες περιγράφει ο Βίμπμερ αναλυτικά, καθώς και όλα τα ευρήματά από αυτές (Wibmer, 10.09.1842, 304). Παρόλο που ο ίδιος ο Ηπίτης δεν φαίνεται να ενεπλάκη σε κάποια τέτοια διαδικασία, εντούτοις επιδεικνύει εξαιρετική γνώση της πρακτικής και περιγράφει με λεπτομέρεια το πώς πρέπει να γίνεται η διαδικασία, αμφισβητώντας εμμέσως την επιστημοσύνη των Δουμών και Ζάιφερτ (Ηπίτης, 1837, 51-52).

    Στις 10 Ιουλίου εκδηλώθηκε το τελευταίο κρούσμα πανώλης. Στις 16 του ίδιου μήνα έφτασε στο νησί η Κάρα του Αγίου Ιερόθεου, γεγονός που, ενώ προκάλεσε έντονο συνωστισμό, δεν εκδηλώθηκε κανένα κρούσμα (Ηπίτης, 1837, 43). Στις 15 Σεπτεμβρίου όλος ο Πόρος κηρύχθηκε «ελεύθερος κοινωνίας» με άλλες κοινότητες (Rohatzsch, 1844, 20· Link, 1839, 13). Αντιθέτως, το Κάστρο, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι λοιμόπληκτοι, παρέμεινε σε καραντίνα για άλλους τρεις μήνες (Wibmer, 03.09.1842, 297). Στις 22 Σεπτεμβρίου/4 Οκτωβρίου 1837 ανακοινώθηκε επισήμως στην εφημερίδα της Κυβέρνησης η επιτυχής λήξη της επιδημίας στον Πόρο και η απόδοση τιμών στους πρωταγωνιστές της. Συγκεκριμένα στον Δουμών απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Ιππότη για τα μέτρα του περιορισμού που επέβαλε στο νησί, ενώ ο Τομπακάκης, ο Ηπίτης, ο Λάνδερερ, ο Ζάιφερτ, ο Χέρμαν και ο φαρμακοποιός Παπάζογλου [Papazociglus (sic)], ο οποίος αναφέρεται για πρώτη φορά στις πηγές, έλαβαν ανάλογες τιμές (Regierungs-Blatt, 22.09.1837, 129).

    Ο απολογισμός

    Σύμφωνα με το λεπτομερές χρονικό που παρουσίασε ο Βίμπμερ σε γερμανική ιατρική εφημερίδα σε συνέχειες, η παρουσία του Ηπίτη, παρά την αδιαμφισβήτητη επιστημονική του κατάρτιση, φαίνεται πως προκάλεσε την ενόχληση τόσο των τοπικών αρχών όσο και των υπόλοιπων ξένων γιατρών. Ο λόγος, σύμφωνα με τον Γερμανό αξιωματούχο, ήταν πως ο Ηπίτης θέλησε να καρπωθεί ως δική του επιτυχία τον περιορισμό της νόσου που είχε σχεδόν επιτευχθεί, όταν έφτασε ο Έλληνας γιατρός στον Πόρο. Έπειτα από έντονες αλληλοκατηγορίες μεταξύ του Ηπίτη και των ενοχλημένων γιατρών και ύστερα από ανεπιτυχείς προσπάθειες να αμβλυνθούν οι διαφορές, το Υπουργείο, όπως αναφέρει ο Βίμπμερ, αποφάσισε να απομακρύνει τον Ηπίτη από την αποστολή.

    Η επιδημία στον Πόρο ήταν ίσως η τελευταία επιδημία πανώλης στην Ελλάδα. Διήρκεσε από τις 5 (17) Απριλίου έως τις 11 (23) Ιουλίου 1837. Ο Ηπίτης παραδέχθηκε πως ο πραγματικός αριθμός των νεκρών ήταν δύσκολο να υπολογιστεί, γιατί πολλοί είχαν καταφύγει στα βουνά για να γλιτώσουν τη βαναυσότητα της πρώτης υγειονομικής αποστολής του Βίμπμερ, ενώ άλλοι έθαβαν τους νεκρούς τους κρυφά σε όλο το νησί. Ωστόσο, οι επίσημες μαρτυρίες που περιγράφουν το γεγονός αναφέρουν πως νόσησαν 170 νησιώτες και πέθαναν οι 150, δηλαδή η θνησιμότητα ήταν περισσότερο από 90%, αν και οι αριθμοί αυτοί δηλώνονται κατά προσέγγιση (Βίπμερ, 1837, 61· Wibmer, 03.09.1842, 297· Rohatzsch, 1844, 20· Link, 1839, 14).26Σε άλλη πηγή αναφέρεται πως ο αριθμός των νεκρών στο διάστημα των δύο μηνών που διήρκεσε η επιδημία ήταν 206 (Strong, 1842, 94). Η επιδημία πανώλης στον Πόρο τράβηξε το ενδιαφέρον -εκτός του ιατρικού- και του ημερήσιου γερμανόφωνου Τύπου, όπως της εφημερίδας Kaiserlich Königlich privilegirter Bothe von und für Tirol und Vorarlberg (19.07.1837), της Regensburger Zeitung (20.06.1837), και της Wochenblatt für Zweibrücken Homburg und Cusel (25.06.1837). Όλος ο ξένος Τύπος εστιάζει, όμως, στην τελευταία περίοδο της επιδημίας και στα σκληρά αλλά αναγκαία μέτρα που πάρθηκαν από την Κυβέρνηση, την ετοιμότητα και την επιμέλεια που επέδειξε στην εφαρμογή τους, ώστε να αποτραπεί η διάδοση της φοβερής νόσου στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ανάμεσα στα σκληρά μέτρα που δεν αναφέρονται ρητά σε όλες τις πηγές, ήταν η σύλληψη και η φυλάκιση από τους άντρες του εκεί επικεφαλής αξιωματικού,  Κίρχμαϊερ, οποιουδήποτε επιχειρούσε να περάσει από το νησί στην ηπειρωτική χώρα (Wochenblatt, 25.06.1837· Regensburger Zeitung, 20.06.1837). Την ίδια στιγμή υπήρχε ανησυχία για την εξέγερση που είχε ξεσπάσει στη Θεσσαλία εναντίον των Τούρκων, όπου οι λεγόμενοι κλέφτες μαίνονταν την περιοχή, γεγονός που μπορούσε να προκαλέσει αναταραχή και πιθανό κύμα προσφύγων στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, βάζοντας σε επιπλέον κίνδυνο την υγειονομική ασφάλεια της χώρας. Γι’ αυτόν τον λόγο η σκληρότητα των μέτρων αποκλεισμού του Πόρου θεωρήθηκε πως ήταν η καλύτερη αναγκαία λύση (Wochenblatt, 1837, Regensburger Zeitung, 20.06.1837). Ας μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία έχουμε τα τελευταία ξεσπάσματα του δεύτερου πανδημικού κύματος που διήρκεσε πέντε περίπου αιώνες,27Ιστορικά καταγράφονται τρεις μεγάλες πανδημίες πανώλης. Η πρώτη διήρκεσε δύο αιώνες μετά το 541 μ.Χ. και ονομάστηκε Ιουστινιάνεια Πανώλη. Η δεύτερη εκδηλώθηκε  από τη δεκαετία του 1330 στην Κεντρική Ασία, έφτασε στην Ευρώπη το 1347 και το πρώτο κύμα ονομάστηκε Μαύρος Θάνατος. Διήρκεσε μέχρι και τη δεκαετία του 1830 με πολλά μεγάλα ξεσπάσματα. Η τρίτη πανδημία καταγράφεται από το 1855 έως το 1959 με σοβαρά ξεσπάσματα κυρίως στην Κίνα και στην Ινδία. ενώ η αλλαγή του υγειονομικού παραδείγματος με τη διατύπωση της «θεωρίας των μικροβίων» θα παγιωθεί περί τα 1890 (Pasteur, 1880· Koch, 1884).

    Παρόλο που θα έλεγε κανείς πως η πανώλη στον Πόρο ήταν για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με δυτικοευρωπαϊκό προσανατολισμό «η καταστροφή που δεν συνέβη» αφού περιορίστηκε η νόσος στο νησί, η διαχείρισή της ήταν μάλλον αμφιλεγόμενη. Οπωσδήποτε ήταν η πρώτη σοβαρή δοκιμασία της Κυβέρνησης του Όθωνα απέναντι στην ελληνική κοινωνία, την οποία έπρεπε να κερδίσει. Και εδώ τα πράγματα αποδείχθηκαν μάλλον πιο δύσκολα, αφού στο επίπεδο της ηθικής μέριμνας και πρόνοιας προς τους κατοίκους του Πόρου φαίνεται πως απέτυχε. Και αυτό ακριβώς είναι που καταγγέλλει ο Ηπίτης, οι χρονικογράφοι που συντάσσουν μέρος του Ημερολογίου του, αλλά και ο Κιατίπης στο δικό του χρονογράφημα. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τις γερμανικές πηγές, δεν θα δει πουθενά κάποια κοινωνική αναφορά ή αναφορά στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκαν τα μέτρα και τις συνέπειες που είχαν κυρίως στην αξιοπρέπεια των Ποριωτών, που λίγα χρόνια πριν είχαν αγωνιστεί ενάντια στον ξένο ζυγό για να ελευθερώσουν την πατρίδα τους και που τώρα ήταν πολίτες μιας ελεύθερης Ελλάδας, που κυβερνιόταν ωστόσο πάλι από ξένους. Ταυτόχρονα, πολλοί Έλληνες γιατροί, που είχαν συνδράμει στον αγώνα κατά των Οθωμανών, απαξιώθηκαν με την αποστολή του Δουμών και άλλων ξένων στον Πόρο. Στην απαξίωση συνέβαλε και η διάλυση της εκεί Υγειονομικής Επιτροπής που είχε ήδη συσταθεί με επικεφαλής τον Διοικητή Ύδρας, Πάμκωρ, τον γιατρό του λοιμοκαθαρτηρίου Ύδρας, Ξάνθο, έναν έμπειρο επαρχιακό τοπικό γιατρό, καθώς και 20 κατοίκους του Πόρου που μαζί με τον δήμαρχο ήταν έτοιμοι να δράσουν γρήγορα για τον περιορισμό της νόσου (Ηπίτης, 1837, 5).

    Οι αναφορές του ξένου ιατρικού και ημερήσιου Τύπου στην επιδημία πανώλης στην Ελλάδα θα έλεγε κανείς πως ήταν περισσότερο μια περιγραφή δικαίωσης της πολιτικής του Όθωνα που απέτρεψε τη διάδοση της επιδημίας στην υπόλοιπη επικράτεια, δικαιώνοντας έτσι την προοπτική της Ελλάδας ως ένα σύγχρονο οργανωμένο κράτος με δυτικό προσανατολισμό. Αντιθέτως, ολόκληρο το Ημερολόγιο του Ηπίτη έχει κεντρικό άξονα όχι μόνο την ανηλεή κριτική στους απεσταλμένους της κυβέρνησης πριν από τον ίδιο, αλλά τους ίδιους τους κατοίκους του Πόρου και την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, καθώς θεωρήθηκαν πρόβλημα που έπρεπε να περιοριστεί εκεί με κάθε κόστος. Η πρόνοια προς τους πολίτες του κράτους δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί στην περίπτωση του Πόρου. Δύσκολα, επίσης, θα μπορούσε να βρει κανείς στοιχεία κοινωνικής κρατικής μέριμνας ή «πατρικής» φροντίδας με κοινωνικό πρόσωπο που σεβόταν την αξιοπρέπεια των Ποριωτών της Αλυκής και της Σφακτηρίας (Ηπίτης, 1837, 20-21).

    Σε κάθε περίπτωση, αυτό που συνέβη στον Πόρο προκάλεσε σύγκρουση όχι μόνο μεταξύ Ηπίτη και Βίμπμερ, αλλά και μεταξύ μέρους της ιατρικής κοινότητας της εποχής, των κατοίκων του Πόρου, των τοπικών αρχών και οργάνων της Κυβέρνησης, όπως η χωροφυλακή. Τα «ιατρικά σχεδιάσματα» του τοπικού ιατροσυμβουλίου στον Πόρο, ακόμη και όταν ο Ηπίτης εξουσιοδοτήθηκε να παύσει τη νόσο, φέρνουν στην επιφάνεια την έλλειψη σοβαρής υγειονομικής στελέχωσης και διοικητικής οργάνωσης του κράτους, η οποία ήταν πολύ συχνά σε διαφωνία ή σύγκρουση με την καταξιωμένη ιατρική κοινότητα, αποτελούμενη τόσο από Έλληνες όσο και ξένους επιστήμονες, η οποία συγκροτούσε το βασιλικό Ιατροσυμβούλιο στην Αθήνα (Zarifi, 2017).

    Τα τρία κείμενα –του Ηπίτη, του Βίμπμερ και του Κιατίπη– περιγράφουν το χρονικό στον Πόρο το καθένα με κατ’ αντιπαράσταση εξέταση των γεγονότων τέτοια που αναρωτιέται κανείς σε αρκετά σημεία πού ακριβώς είναι η αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα ήταν πως, ενώ πέθαινε κόσμος στο νησί, οι «ξένοι», όπως συχνά αποκαλούνται ο Βίμπμερ και οι απεσταλμένοι του, δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες του πληθυσμού. Αυτό που καταλογίζεται στον Βίμπμερ είναι πως ο Γερμανός αξιωματούχος δεν αντιμετώπισε την υγειονομική κρίση στο πεδίο, ούτε μπήκε στον κόπο να καταλάβει τους κατοίκους του Πόρου, τον χαρακτήρα, τις συνήθειές τους και τις ανάγκες τους και να επιληφθεί κατάλληλα. Αντιθέτως, συμπεριφέρθηκε, όπως συνάγεται, με αλαζονεία αρχιστράτηγου που παρακολουθεί από μακριά και δίνει εντολές, χωρίς να αξιολογεί την ανθρώπινη διάσταση και την ψυχική και υλική ζημιά που τελικά επέφεραν στους κατοίκους του νησιού (Ηπίτης, 1837, 38-39). Πολύ περισσότερο, ρίχνει ούτε λίγο ούτε πολύ στους Ποριώτες την ευθύνη εξάπλωσης της νόσου, εξαιτίας των «φιλονικιών και ραδιουργιών κάποιων Ποριωτών με τη Δημοτική Αρχή» (Βίπμερ, 1837, 18). Η στάση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας, δεν επισκέφτηκε το νησί σε καμιά φάση της νόσου και, όπως αναφέρει ο Ηπίτης, δεν είδε ποτέ πανώλη στη ζωή του. Μάλιστα τον κατηγορεί πως, κατά τα πέντε χρόνια της ηγεσίας του στις ιατρικές υποθέσεις του κράτους, άφησε τη χώρα χωρίς τακτικά υγειονομεία (λοιμοκαθαρτήρια) (Ηπίτης, 1837, 9-10). Ένας σοβαρός λόγος που η επιδημία πήρε διαστάσεις ήταν το γεγονός ότι το καθαρτήριο δεν μεταφέρθηκε εγκαίρως από το κέντρο του νησιού στο Κάστρο, αρμοδιότητα που ήταν του Βίμπμερ. Πολύ περισσότερο η αιτία εμφάνισης της νόσου στο νησί οφειλόταν στην έλλειψη υγειονομικής θωράκισης του τόπου, γεγονός που καταδεικνύει την υγειονομική κατάσταση και την ελλιπή προετοιμασία της χώρας εκείνη την εποχή καθώς διοικητικά ήταν στελεχωμένη από περιορισμένης αποτελεσματικότητας αξιωματούχους. Ο Ηπίτης, όμως, στρέφει και τα πυρά του στο ίδιο το Ιατροσυνέδριο, τονίζοντας την αναγκαιότητα ομαλής συνεργασίας και κατανομής καθηκόντων μεταξύ των μελών του Ιατροσυνεδρίου και των επιφορτισμένων να αντιμετωπίσουν στο πεδίο τη μολυσματική νόσο ιατρών, λέγοντας πως το Ιατροσυνέδριο «δεν έπρεπε πλέον να ανακατόνηται εις ουδέν και να διαταράττη τας εργασίας εκείνου» (Ηπίτης, 1837, 53). Ακόμη, ο ρόλος της χωροφυλακής είτε ως μεσολαβητής μεταξύ κράτους – κυβέρνησης και επιστημόνων – ιατρών, είτε ως αποδέκτης αναφοράς κρουσμάτων, είτε ως επιτηρητής της επιβολής και της βίαιης εφαρμογής των μέτρων προφύλαξης και αντιμετώπισης, αποδείχτηκε εξαιρετικά προβληματικός, σε σημείο που πολλές φορές μόνο κατ’ ευφημισμό ήλεγχε και φρόντιζε για την προφύλαξη από τη νόσο.

    Αν έχει κάποιο δίκιο ο Ηπίτης να κατηγορεί δριμύτατα τον Βίμπμερ και τους πρώτους απεσταλμένους για τα όσα συνέβησαν στον Πόρο, δεν είναι η αποτυχία στον περιορισμό της νόσου, αλλά ο απάνθρωπος τρόπος με τον οποίο το έκαναν, και που ασφαλώς δεν αφορούσε τα μέτρα καραντίνας καθαυτά αλλά την εφαρμογή τους και τη συμπεριφορά των διορισμένων της Κυβέρνησης απέναντι στους κατοίκους του Πόρου. Η αίσθηση ότι οι απελευθερωμένοι και νοικοκυραίοι Έλληνες βρέθηκαν σε αυτήν την τόσο αναξιοπρεπή κατάσταση, εξαιτίας των ξένων αξιωματούχων και κάποιων υποτελών τους, όπως ο Τομπακάκης, ο οποίος περιγράφεται ως επιστημονική καρικατούρα, είναι μάλλον ο βασικότερος λόγος της αφοριστικής περιγραφής που κάνουν και ο Ηπίτης και ο Κιατίπης για τα γεγονότα της πανώλης. Τέλος, αν και αναγνωρίστηκαν οι υπηρεσίες του Ηπίτη από τη γραμματεία των Εσωτερικών με τον διορισμό του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο ιδρύθηκε τη χρονιά της επιδημίας, ως καθηγητής με μισθό 350 δρχ. (Βίπμερ, 1837, 34), ο ίδιος για λόγους ευθιξίας για τα όσα είχαν ειπωθεί εναντίον του, παραιτήθηκε τόσο από τη θέση του καθηγητή όσο και του Ιατροσυμβούλου, ενώ επέστρεψε και το παράσημο που του είχε απονεμηθεί. Μπορεί, λοιπόν, η κυβέρνηση του Όθωνα να κέρδισε τον έπαινο των ξένων επειδή ανταποκρίθηκε με επιτυχία στην πρώτη υγειονομική κρίση που αντιμετώπισε το νεόκοπο Βασίλειο της Ελλάδας και να απέτρεψε μια καταστροφή, δεν κέρδισε όμως και την αποδοχή και συμπάθεια του ντόπιου πληθυσμού, που δεν τον είδε ποτέ ως τον βασιλιά του.

    Zusammenfassung

    Λίγα μόλις χρόνια μετά την ανακήρυξη της Ελλάδας σε ελεύθερο ανεξάρτητο κράτος ξέσπασε σοβαρή επιδημία πανώλης στο νησί του Πόρου, ελάχιστα ναυτικά μίλια από τις βορειο-ανατολικές ακτές της Πελοποννήσου. Η αντιμετώπισή της αποτέλεσε πρόκληση για τον νεαρό μονάρχη Όθωνα που έπρεπε να αποδείξει με τη νεοσυσταθείσα κυβέρνησή του και τους Βαυαρούς αξιωματούχους του ότι ήταν σε θέση να βάλει το νεόκοπο κράτος στην τροχιά της υγειονομικά «πολιτισμένης» Δυτικής Ευρώπης, δημιουργώντας μια σαφή διαχωριστική γραμμή με την «απολίτιστη», οπισθοδρομική, «βρόμικη» Ανατολή. Η πρόκληση αυτή θα φέρει στην επιφάνεια τις διαφορετικές αντιλήψεις και νοοτροπίες των ξένων Βαυαρών και των αυτόχθονων Ελλήνων που θα οδηγήσουν σε αντιδράσεις και συγκρούσεις τα θεσμικά όργανα της Κυβέρνησης και τους υπαλλήλους της με τους γιατρούς και την κοινωνία του Πόρου σε μια περίοδο σοβαρής υγειονομικής κρίσης, που φλέρταρε με την καταστροφή.

    Einzelnachweise

    • 1
      Η αφήγηση των γεγονότων στις τρεις βασικές πηγές είναι αποσπασματική, αντιφατική σε αρκετά σημεία και σε αναντιστοιχία μεταξύ των κειμένων σε κάποιες ημερομηνίες. Οι ξένες πηγές παρουσιάζουν και αυτές διαφοροποιήσεις στις ημερομηνίες των γεγονότων, οι οποίες σημειώθηκαν, όπου κρίθηκε απαραίτητο.
    • 2
      Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τη συνάδελφο Ηelene Dorfner για την πολύτιμη υπόδειξη αυτής της πηγής, η οποία περιέχει πολύτιμα στοιχεία για την επιδημία στο νησί. 
    • 3
      Σε άλλη πηγή αναφέρεται πως το πλοίο απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη, είτε παραλείποντας να αναφέρει τον ενδιάμεσο σταθμό της Μακεδονίας είτε αναπαράγοντας την πεποίθηση της εποχής ότι η πανώλη προερχόταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία η ασθένεια θεωρούταν ενδημική, με την Κων/πολη να έχει τη φήμη της πρωτεύουσας της πανώλης τον 19ο αιώνα (Sander, 1838, 265). Βλέπε επίσης Varlik, 2017, 57-86.
    • 4
      Πηδαλιούχος.
    • 5
      Η πηγή είναι αποσπασματική.
    • 6
      Ήταν μάλιστα ο πρώτος πρόεδρος από την ίδρυσή του το 1834.
    • 7
      Για τον ρόλο της ιατρικής στη συζήτηση μεταξύ πολιτισμένης Ευρώπης και οπισθοδρομικής Ανατολής και τη θέση της Ελλάδας βλ. Zarifi, 2014 & 2017.
    • 8
      Αλλού Κοκκόλης.
    • 9
      Διορίστηκε διευθυντής με βασιλική απόφαση της 24ης Ιουνίου 1834. Επίσης, ήταν ο γιατρός του Γ΄ Βασιλικού Τάγματος (Link, 1839, 9).
    • 10
      Συγκεκριμένα αναφέρονται 3.316 κάτοικοι. Ο Ηπίτης αναφέρει 8.000 κατοίκους (Ηπίτης, 1837, 39), κάτι που είναι μάλλον υπερβολικό αν αναλογιστεί κανείς πως ο δήμος Ύδρας αριθμεί, το 1867, 9.666 κατοίκους, και ο δήμος Τροιζήνας 7.243 (Μανσόλας, 1867, 29). Ο Πόρος ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Ύδρας και είναι πιθανόν ο Ηπίτης να είχε υπόψη του τον τότε πληθυσμό του δήμου Ύδρας.
    • 11
      Επισήμως το Ιατροσυνέδριο ιδρύθηκε το 1834 και τελούσε υπό την αιγίδα του υπουργείου των Εσωτερικών.
    • 12
      Πρόκειται μάλλον για ψευδώνυμο. Μέχρι τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, δεν κατέστη γνωστό το πρόσωπο που πιθανόν κρύβεται πίσω από αυτό το όνομα,. Πιθανόν να ήταν μέλος της τοπικής Υγειονομικής Επιτροπής που συστάθηκε επί τούτου στον Πόρο ή κάποιος που εργαζόταν δίπλα στον Ηπίτη.
    • 13
      Οι υποστηρικτές της θεωρίας του μιάσματος [miasmatists ήanti-contagionists] αποτέλεσαν το αντίπαλο δέος των «μεταδοτικών» [contagionists], στη διαμόρφωση της πολιτικής για τη δημόσια υγεία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, κυρίως στη Βρετανία, και οι οποίοι αντιτίθεντο σφοδρά στα μέτρα της καραντίνας. Υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία για το θέμα, ενδεικτικά αναφέρω το κλασικό έργο του Baldwin (1999, 2005, ιδιαίτερα 1-36), το κλασικό άρθρο του Ackerknecht (1948), καθώς και τη διατριβή του Mendelsohn (1996).
    • 14
      Μάλιστα αναφέρεται από τον Wibmer (1837, 7· 27.08.1842, 290), πως ο Dumont πήγε στον Πόρο οικειοθελώς, καθώς Έλληνες γιατροί απέρριψαν την πρόταση που τους έγινε.
    • 15
      Αλλού αναφέρεται ο αριθμός 20 (Link, 1839.80.VI, 11).
    • 16
      Χτίστηκε επί Καποδίστρια το 1826 από τον βαυαρό φιλέλληνα Καρλ Βίλχελμ φον Εϋδέκ, όταν ήταν πρόεδρος της επιτροπής Εράνων.
    • 17
      Ένας φύλακας για κάθε έξι σπίτια.
    • 18
      Σε δύο ομάδες των πέντε με έναν χωροφύλακα.
    • 19
      Στις 2 ή 3 Μαΐου.
    • 20
      Η όλη στρατηγική αντιμετώπισης της νόσου, υιοθέτησε στοιχεία τόσο από τη μιασματική θεωρία (καλές πρακτικές υγιεινής) όσο και τη θεωρία της μεταδοτικότητας (καραντίνα και περιορισμός κινήσεων), που είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος πριν τη διατύπωση της θεωρίας των μικροβίων.
    • 21
      Ο χαρακτηρισμός αυτός αποδόθηκε ειρωνικά από τον Ηπίτη στον Δουμών (Ηπίτης, 1837, 34).
    • 22
      Στο ημερολόγιο του Ηπίτη αναφέρεται ως ημερομηνία άφιξης η 28η Ιουνίου, γεγονός μάλλον απίθανο.
    • 23
      Ο Μανσόλας αναχώρησε στις 10 Μαΐου και έφτασε στις 12 του ίδιου μήνα στον Πόρο. Επέστρεψε στον Πειραιά άπραγος δέκα περίπου μέρες αργότερα, στις 22 Μαΐου. Η αποπομπή του Μανσόλα έγινε σύμφωνα με τους χρονικογράφους του Ημερολογίου του Ηπίτη εξαιτίας μιας φήμης που φαίνεται να προήλθε από τον Τομπακάκη. Η φήμη που έφτασε στα αυτιά της Κυβέρνησης αφορούσε ένα σοβαρό περιστατικό σύγκρουσης μεταξύ των χωροφυλάκων και του στρατού στον Πόρο, με αποτέλεσμα να προκληθούν εν μέσω της επιδημίας πανώλης νέες δημοτικές εκλογές. Ωστόσο, ο κυβερνητικός πληρεξούσιος δεν επαλήθευσε κανένα από αυτά τα περιστατικά, ούτε τη σύγκρουση ούτε τις εκλογές, και επέστρεψε στον Πειραιά (Ηπίτης, 1837, 17).
    • 24
      Η περιβολή του «γιατρού της πανώλης» πρωτοεμφανίζεται τον 17ο αιώνα και ήταν εφεύρεση του γάλλου γιατρού Σαρλ ντε Λ’ Ορμ.
    • 25
      Στην Οδησσό πιθανόν το 1821, 1828. Στην Πόλη, πιθανόν, εννοεί το 1813.
    • 26
      Σε άλλη πηγή αναφέρεται πως ο αριθμός των νεκρών στο διάστημα των δύο μηνών που διήρκεσε η επιδημία ήταν 206 (Strong, 1842, 94).
    • 27
      Ιστορικά καταγράφονται τρεις μεγάλες πανδημίες πανώλης. Η πρώτη διήρκεσε δύο αιώνες μετά το 541 μ.Χ. και ονομάστηκε Ιουστινιάνεια Πανώλη. Η δεύτερη εκδηλώθηκε  από τη δεκαετία του 1330 στην Κεντρική Ασία, έφτασε στην Ευρώπη το 1347 και το πρώτο κύμα ονομάστηκε Μαύρος Θάνατος. Διήρκεσε μέχρι και τη δεκαετία του 1830 με πολλά μεγάλα ξεσπάσματα. Η τρίτη πανδημία καταγράφεται από το 1855 έως το 1959 με σοβαρά ξεσπάσματα κυρίως στην Κίνα και στην Ινδία.

    Βιβλιογραφία

    Zitierweise

    Maria Zarifi: «Η επιδημία πανώλης στον Πόρο το 1837: Φόβος, συγκρούσεις, παιχνίδια εξουσίας και πόλωση για μια βέβαιη καταστροφή που δεν συνέβη», in: Alexandros-Andreas Kyrtsis und Miltos Pechlivanos (Hg.), Compendium der deutsch-griechischen Verflechtungen, URI : https://comdeg.eu/essay/131162/.