Ο Λουδοβίκος Α΄ και ο φιλελληνισμός στην ταφική τέχνη του Μονάχου – αρχαιοελληνικά ταφικά μνημεία για «νεοέλληνες ήρωες»

  • Veröffentlicht 18.01.23

Το παρόν άρθρο σκοπεύει να ασχοληθεί με το ερώτημα κατά πόσο το Παλαιό Νότιο Νεκροταφείο του Μονάχου, το οποίο εξελίχθηκε σε κεντρικό νεκροταφείο της πόλης τον 19ο αιώνα, δεν ήταν μόνο ο καθρέφτης της κοινωνίας της πόλης του Μονάχου, αλλά με τα ταφικά μνημεία «σε ελληνικό στιλ» αποτελεί παραβλεφθείσα έως τώρα μαρτυρία ενός φιλελληνισμού που στη Βαυαρία είχε και μια διάσταση έμπρακτης πολιτικής. Θέλουμε, λοιπόν, να προτείνουμε έναν νέο τρόπο ανάγνωσης των ταφικών μνημείων, που είναι σαφώς επηρεασμένα από την ελληνική αρχαιότητα και αφιερωμένα σε πρόσωπα από το άμεσο πολιτικό, αλλά και καλλιτεχνικό περιβάλλον του Λουδοβίκου, και να θέσουμε το ερώτημα: μπορούν οι χτυπητές στιλιστικές αναφορές, πέρα από την επικρατούσα μόδα του κλασικισμού, να ερμηνευτούν και στο πλαίσιο του λουδοβίκειου φιλελληνισμού; Ουσιαστικά το ερώτημα αυτό τίθεται με αφορμή δύο αρχαιοπρεπή έγχρωμα τιμητικά ταφικά μνημεία, τα οποία ο Λουδοβίκος Α΄ αφιέρωσε από νωρίς στη μνήμη δύο νεαρών Ελλήνων που μπορούν να συνδεθούν με τον αγώνα ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία. Με βάση αυτό το παράδειγμα θέλουμε να εξετάσουμε εδώ πολύ συγκεκριμένα την υπόθεση ότι με αυτό το –ξεχασμένο σήμερα– κοινό «φιλελληνικό» πρόγραμμα, το οποίο υλοποίησε ο Λουδοβίκος Α΄ μαζί με τον Friedrich Wilhelm von Thiersch [Φρίντριχ Βίλχελμ φον Τιρς] και τον Leo von Klenze [Λέο φον Κλέντσε], κατά κάποιον τρόπο μεταφέρθηκε ένα «κομμάτι» αρχαίας Ελλάδας στο κεντρικό νεκροταφείο του Μονάχου;

Inhalt

    Το Παλαιό Νότιο Νεκροταφείο, τόπος τιμής για καταξιωμένους φιλέλληνες: τα ταφικά μνημεία των μελών του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας

    Όπως είναι γνωστό, ο γερμανικός φιλελληνισμός, που στη Βαυαρία υπό τον Λουδοβίκο Α΄ εκφραζόταν σε ένα ευρύ φάσμα, από ενθουσιώδεις μιμήσεις έως την εθνικιστική ιδεολογία της «μεγάλης ιδέας» (Mitsou, 2005, § 10), απέκτησε μια έμπρακτη πολιτική διάσταση με την ανακήρυξη του δευτερότοκου βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα (1815–1867) σε βασιλιά της απελευθερωμένης Ελλάδας.1Για τα θεμελιώδη του λουδοβίκειου κρατικού φιλελληνισμού (Spaenle, 1990). Οι εκπρόσωποι του φιλελληνισμού στη Βαυαρία, με πρώτους τον Λουδοβίκο Α΄, τον αρχαιοελληνιστή Thiersch [Τιρς] και τον νομικό Georg Ludwig von Maurer [Γκέοργκ Λούντβιγκ φον Μάουρερ], θεωρούσαν την προσπάθεια για την «αναγέννηση» της πτωχευμένης και υπανάπτυκτης χώρας ως μια υπόθεση γερμανική και πατριωτική (Espagne, 2005, § 13). Η πολιτική στράτευση οδήγησε σε μια στενή και αμοιβαία ανταλλαγή ανάμεσα στη Βαυαρία και την Ελλάδα, ειδικά όσον αφορά ιδέες για την αισθητική και τον αστικό σχεδιασμό, οι οποίες χαρακτηρίζουν ακόμη και σήμερα την εικόνα του Μονάχου ως Αθήνας του Ίζαρ και της Αθήνας ως νέας πρωτεύουσας.2Για περισσότερα βλ. Baumstark/Buttlar,1999. Ενώ το Μόναχο απέκτησε κτίρια, τα οποία, ως αποτέλεσμα της φιλότεχνης βασιλείας που προσπαθούσε να προβάλλει ο Λουδοβίκος Α΄, αναφέρονταν κυρίως στη λαμπρή εποχή της ελληνικής αρχαιότητας και άρα έβαζαν την πόλη σε αυτήν τη «γραμμή της παράδοσης», η Αθήνα απέκτησε μια κλασικιστική όψη, βασισμένη σε αρχαία πρότυπα, μέσω μιας «επανεισαγωγής της τέχνης» και με την αποφασιστική συμμετοχή των ίδιων βαυαρών πρωταγωνιστών, δηλαδή του βασιλιά καθώς και, κυρίως, των αρχιτεκτόνων του Friedrich von Gärtner [Φρίντριχ φον Γκέρτνερ] και Leo von Klenze. Ασφαλώς αυτό έγινε στην προσπάθεια να συνδεθεί ξανά με αυτόν τον τρόπο η Αθήνα με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν της.

    Αλλά και στο Παλαιό Νότιο Νεκροταφείο στο Μόναχο σώζονται σήμερα αποδείξεις αυτής της στενής αλληλεπίδρασης των δύο χωρών. Ο Λουδοβίκος Α΄ αναγνώρισε από νωρίς ότι ο νέος κεντρικός χώρος ταφής της βαυαρικής πρωτεύουσας είχε μια σημασία που ξεπερνούσε την προσωπική μνήμη.3Για τα παρακάτω βλ. αναλυτικά Denk/Ziesemer, 2014. Ο βασιλιάς παρήγγειλε να στηθούν εδώ πολλά τιμητικά ταφικά μνημεία, δίνοντας στην επέκταση του νεκροταφείου τον χαρακτήρα ενός τιμητικού campo santo [ιερού τόπου] με αψίδες, έτσι όπως το είχε φανταστεί (εικ. 1). Με το νεκροταφείο, η βασιλική έδρα απέκτησε έναν νέο δημόσιο χώρο μνήμης, ο οποίος στεκόταν ισάξια (κι όμως χωρίς την αντίστοιχη αναγνώριση μέχρι και σήμερα) δίπλα στα μεγάλα βασιλικά έργα μνημειακής αρχιτεκτονικής, όπως η βαυαρική Αίθουσα της Δόξας, χτισμένη εκεί κοντά (εικ. 2), και η Βαλχάλα κοντά στο Ρέγκενσμπουργκ. Δεν προξενεί εντύπωση που σημαντικοί φιλέλληνες από το περιβάλλον του Λουδοβίκου Α΄ και του Όθωνα Α΄ χρησιμοποίησαν αυτόν τον νέο «τόπο μνήμης», όπως τον έλεγαν τότε, για τα πολυτελή ταφικά μνημεία τους. Οι τιμητικοί τάφοι που παρήγγειλε ο βασιλιάς Λουδοβίκος για τους δύο Έλληνες που πέθαναν στο Μόναχο –σήμερα, έχοντας χάσει το χρώμα τους, δεν είναι τόσο εντυπωσιακοί–, εντάσσονται σε μια σειρά αξιόλογων ταφικών μνημείων για σημαίνοντες φιλέλληνες στο Παλαιό Νότιο Νεκροταφείο. Από τους πολιτικούς κύκλους, αναφέρουμε καταρχήν τους εκπροσώπους του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας. Όπως είναι εν πολλοίς γνωστό, έως ότου ενθρονιστεί ο Όθων το 1835, τις κρατικές υποθέσεις τις διαχειριζόταν το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας, ορισμένο από τον βαυαρό βασιλιά, και συγκεκριμένα ο προσωρινός πρόεδρος του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας και καγκελάριος του ελληνικού κράτους, Joseph Ludwig von Armansperg [Γιόσεφ Λούντβιγκ φον Άρμανσπεργκ, 1787–1853], ο κρατικός και αυτοκρατορικός σύμβουλος και καθηγητής γαλλικού δικαίου Georg Ludwig von Maurer [Γκέοργκ Λούντβιγκ φον Μάουρερ, 1790–1872] και ο υποστράτηγος και καλλιτέχνης Carl Wilhelm Freiherr von Heideck [Καρλ Βίλχελμ Βαρόνος φον Χάιντεκ, 1788–1861]. Ενώ για τον κόμη von Armansperg ανεγέρθηκε μετά τον θάνατό του το 1853 ένα –χαμένο σήμερα– μνημείο σε μεικτό γοτθικό-αναγεννησιακό στιλ (Denk/Ziesemer, 2014, 120), τα ταφικά μνημεία των άλλων δύο μελών του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας, του Maurer και του Heideck, καθορίζονται σαφώς από σχηματικές και εικονογραφικές αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα. Αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση τυχαίο, πρόκειται για συνειδητή επιλογή στιλ, η οποία χρήζει μεγαλύτερης ανάλυσης.

    Λίγο πριν γίνει μέλος του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας το 1832, ο Georg Ludwig von Maurer, ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές της «Μεγάλης Ιδέας» (Mitsou, 2005, § 10),4ADB 20, 699 κ.ε. (Georg Ludwig von Maurer). παρήγγειλε το 1831, την ίδια χρονιά που είχε γνωρίσει τον Thiersch, φιλόλογο και μέγα υποστηρικτή της Ελλάδας, ένα πολυτελές ταφικό μνημείο για την εκλιπούσα σύζυγό του Friederike Wilhelmine [Φριντερίκε Βιλχελμίνε], με ανάγλυφη παράσταση του θανάτου στην αριστερή πλευρά. Όπως μαρτυρά και ένα σωζόμενο σχέδιο (εικ. 3), πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για έργο του Ludwig von Schwanthaler [Λούντβιγκ φον Σβαντάλερ],5Μουσείο της Πόλης του Μονάχου, Συλλογή Σχεδίων, Αρ. Απογρ. S 1951, L. v. Schwanthaler, αραιωμένο μελάνι και μολύβι, 36,5 x 26,1 εκ. (η φανταστική επιγραφή ίσως να παραπέμπει στο ότι αρχικά προοριζόταν για το ταφικό μνημείο της οικογένειας Kerstorf [Κέρστορφ]). αλλά και για ένα πρώιμο παράδειγμα χρήσης της αρχαιοελληνικής εικονογραφίας του θανάτου στο νεκροταφείο. Σε αρχαιοελληνικό στιλ έγινε, εξάλλου, και η αναδιαμόρφωση του ταφικού μνημείου που έγινε μετά τον θάνατο του Maurer, εις μνήμην του (εικ. 4). Κατά την αναδιαμόρφωση αυτή, που έγινε μετά το 1872, διατηρήθηκε το πολύτιμο «ελληνικό» ανάγλυφο με τον θάνατο και τοποθετήθηκε πάνω του μια ερμαϊκή στήλη με την προτομή του Maurer – ένας τύπος προτομής πρωτογενώς αρχαιοελληνικός. Η προτομή απεικονίζει τον Maurer όχι ηλικιωμένο, αλλά σε μέση ηλικία, όταν ως νομικός σύμβουλος στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας συνέβαλε στην εκ νέου ίδρυση του ελληνικού κράτους. Μπορούμε με βεβαιότητα να συμπεράνουμε ότι ο –εντέλει και πολιτικός– δεσμός του Maurer με την Ελλάδα αποτυπώνεται και στη διαμόρφωση του μνημείου του οικογενειακού του τάφου. Ακόμη κι αν δεν πρόκειται για αντίγραφο ενός αρχαιοελληνικού ταφικού μνημείου, τα κύρια μέρη του, δηλαδή το ανάγλυφο με τον θάνατο και η (υστερότερη) ερμαϊκή στήλη, μπορούν να εκληφθούν ως αναγνώριση «φιλελληνισμού» από τους σύγχρονούς του. Το ταφικό μνημείο της οικογένειας του βαρόνου von Heideck (εικ. 5), που στήθηκε αργότερα και είναι μακράν πιο «αρχαιοελληνικό», επιβεβαιώνει μια τέτοια σκοπούμενη «φιλελληνική» ανάγνωση. Η αναφορά εδώ είναι προγραμματική γιατί, εκτός από την αρχιτεκτονική του μορφή, τη διακόσμηση και την εικονογραφία, ήταν και η χαμένη σήμερα πολυχρωμία του που μαρτυρούσε τη στενότατη σχέση με τα αρχαιοελληνικά πρότυπα. Ο υψηλόβαθμος στρατιωτικός και ζωγράφος Heideck, αποκαλούμενος Heidegger [Χάιντεγκερ], που ως μακροχρόνια έμπιστος του Λουδοβίκου Α΄ είχε επηρεαστεί από τον φιλελληνισμό του, συμμετείχε στον αγώνα της ανεξαρτησίας των Ελλήνων και, όπως είναι γνωστό, διακρίθηκε για τα κατορθώματά του. Το 1828 έγινε διοικητής του Ναυπλίου, λίγο αργότερα στρατιωτικός διοικητής του Άργους και τελικά επέστρεψε στην πατρίδα του με ηρωικές τιμές (Seewald, 2009, 34–35, 46–47). Όταν ο ανήλικος πρίγκιπας Όθωνας ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας, ο Heideck γύρισε το 1832 ως απεσταλμένος στην Ελλάδα, για να συμμετέχει μαζί με τον Armansperg και τον Maurer ως σύμβουλος του Όθωνα στο εν λόγω Συμβούλιο της Αντιβασιλείας έως το 1835.6Για τον σχηματισμό του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας (Seewald, 2009, 96–101).

    Η ανάλυση του ταφικού μνημείου του Heideck στο Παλαιό Νότιο Νεκροταφείο οφείλει να γίνει υπό το πρίσμα της στράτευσής του για μια νέα Ελλάδα, για την οποία μάλιστα τού απονεμήθηκε και η ελληνική υπηκοότητα. Το ταφικό του μνημείο το παρήγγειλε ο ίδιος αμέσως μόλις επέστρεψε στη Βαυαρία. Ο πρόωρος θάνατος της συζύγου του Caroline, το 1838, είχε ως αποτέλεσμα να καταφέρει να αποκτήσει ο ίδιος έναν οικογενειακό τάφο σε προνομιακό σημείο, στην κατεστραμμένη σήμερα αψιδωτή στοά, τη λεγόμενη Παλαιά Στοά. Έφτιαξε εκεί ένα εντυπωσιακό ταφικό μνημείο, το οποίο αντικατόπτριζε την αυτοεικόνα του ως στρατευμένου φιλέλληνα, αλλά και ως καλλιτέχνη. Με σαφώς μεγαλύτερη συνέπεια απ’ όση διακρίνουμε στο οικογενειακό ταφικό μνημείο των Maurer, ο Heideck θέλησε να δημιουργήσει άμεση σύνδεση με τις αρχαιοελληνικές επιτύμβιες στήλες, αν και σε μνημειώδη μεγέθυνση. Χρησιμοποίησε, λοιπόν, τη βασική μορφή των αρχαιοελληνικών ανθεμωτών στηλών.7Για τις αρχαιοελληνικές ανθεμωτές στήλες πρβ. Hildebrandt, 2006, ιδίως τον αρ. κατ. 9.1. Τα διακοσμητικά στοιχεία όπως το κυμάτιο και ο αστράγαλος, καθώς και η εικονογραφία, αντανακλούν επίσης τα αρχαιοελληνικά πρότυπα: στην κάψα της μηκώνου στην ανθεμωτή επίστεψη συναντιούνται η πεταλούδα ως απεικόνιση της αθάνατης ψυχής και η παράσταση του θανάτου ως αδελφού του ύπνου. Στον θάνατο αναφέρεται επίσης ο αναποδογυρισμένος πυρσός στον πλαϊνό στύλο της επιμήκους βάσης. Για τον σχεδιασμό της περίπλοκης επιτύμβιας στήλης ο Heideck επέλεξε πολύ συνειδητά τον Eduard Metzger [Έντουαρντ Μέτσγκερ], έναν αρχιτέκτονα που σήμερα είναι πλέον σχεδόν άγνωστος, γνώριζε όμως πολύ καλά την τέχνη και την αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας και έλαβε ενεργά μέρος στη φλογερή συζήτηση για την πολυχρωμία.8Την πνευματική ιδιοκτησία του Metzger μαρτυρούν η υπογραφή του, χαραγμένη στην ανθεμωτή επίστεψη, καθώς και ο Marggraff [Μάργκραφ] (1846, 265)· για την «έγχρωμη» αρχαιότητα (Brinkmann/ Wünsche, 2003). Ο Metzger, μαθητής του Klenze και του Gärtner, έκανε το 1831/1832 μαζί με τον Thiersch ένα ερευνητικό ταξίδι στην Ελλάδα για να μελετήσει επιτόπου τα διακοσμητικά στοιχεία και τις αρχιτεκτονικές φόρμες, αλλά και την αρχαιοελληνική πολυχρωμία, το οποίο τον επηρέασε βαθιά.9Για το ταξίδι του στην Ελλάδα (Metzger, 1833, 92–95· Sternke, 2008, 23). Μετά την επιστροφή του δημοσίευσε το 1833 ένα άρθρο στο Kunst-Blatt «Για την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική», και στη διαμάχη για την πολυχρωμία τάχθηκε με την πλευρά του Klenze. Και οι δύο υποστήριζαν την άποψη ότι η αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική ήταν εν μέρει μόνο έγχρωμη και όχι πλήρως, όπως θεωρούσε, λόγου χάρη, ο Gottfried Semper [Γκότφριντ Ζέμπερ] (Semper· Denk/Ziesemer, 2014, 161–162). Ο Metzger δημοσίευσε το σχέδιο του ταφικού μνημείου, ήδη από το 1841, στην έκδοση Διακοσμητικά στοιχεία από φυτά της Γερμανίας για χρήση στη γλυπτική και τη ζωγραφική [Ornamente aus deutschen Gewächsen zum Gebrauch für Plastik und Malerei], μία φορά σε ασπρόμαυρη λιθογραφία της πρόσθιας όψης και της στενής πλευράς, και μία ακόμη σε έγχρωμη λιθογραφία (εικ. 6).

    Εξ αυτών συνάγουμε ότι, σύμφωνα και με τη θέση του στη διαμάχη για την πολυχρωμία και σε συνεννόηση με τον εντολέα του Heideck, για αυτό το οικογενειακό ταφικό μνημείο είχε κατά νου τον μερικό χρωματισμό. Το εξηγεί και η συνοδευτική περιγραφή: «Η στήλη θα στηθεί κάτω από την σκεπαστή αψιδωτή στοά, θα κατασκευαστεί από λευκό μάρμαρο και, σύμφωνα με την επιθυμία του κυρίου στρατηγού, που ως γνωστόν είναι και ο ίδιος καλλιτέχνης, θα χρωματιστεί μερικώς».10Metzger, 1841, τετράδιο II, φύλλο 12 και προσθήκη στο 12. Ο χρωματισμός αυτός όντως έγινε, γιατί ακόμη κι αν σήμερα δεν είναι ορατός με γυμνό μάτι, στη στήλη του Heideck εντοπίζονται ακόμη ίχνη χρωστικών, όπως αποδεικνύουν οι αντίστοιχες αναλύσεις που έγιναν στο πλαίσιο ενός ερευνητικού έργου από το Τμήμα Συντήρησης, Τεχνολογίας της Τέχνης και Διατήρησης του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου, σε συνεργασία με το Ερευνητικό Εργαστήριο Rathgen του Οργανισμού Κρατικών Μουσείων Βερολίνου.11Για τις αναλύσεις των χρωστικών από την οπτική της τέχνης της συντήρησης αλλά και της Φυσικής, βλ. αναλυτικά Denk/Simon/Ziesemer, 2012, 199· Denk/Ziesemer, 2014, 160–163, εικ. 12. Εξάλλου, η εστίαση στα διακοσμητικά στοιχεία της επιτύμβιας στήλης, και ειδικά στην περιοχή της ανθεμωτής επίστεψης, μπορεί να εξηγηθεί και ως προγραμματικός στόχος, αφού ο Metzger κατέβαλλε προσπάθειες για να διατηρήσει τη διακοσμητική τέχνη κατά το αρχαιοελληνικό πρότυπο, το οποίο δεν είχε επιτευχθεί, όπως γράφει.12Ό.π., Πρόλογος [χ.σ.]. Το οικογενειακό ταφικό μνημείο του Heideck, που παραπέμπει σαφέστατα σε αρχαιοελληνικά πρότυπα και ταυτόχρονα μαρτυρά το υψηλό επίπεδο της γλυπτικής τέχνης της εποχής, πριν χάσει την πολυχρωμία του αποτελούσε ένα «σύνολο» μαζί με τα τιμητικά μνημεία για τους δύο Έλληνες που απεβίωσαν στο Μόναχο και θα περιγραφούν παρακάτω. Ως «σύνολο» γινόταν αντιληπτό και τότε. Ο τότε γενικός γραμματέας της Ακαδημίας των Τεχνών του Μονάχου γράφει στην πραγματεία του για τους θησαυρούς της τέχνης στο Μόναχο στα μέσα του αιώνα:

    Αρκετά μνημεία ανήκουν στη νεότερη εποχή, και από αυτά έλκουν την προσοχή μας κυρίως τρεις ταφικές στήλες σε μορφή αρχαιοελληνικού κιονίσκου. Πρόκειται για τα πολύχρωμα επιχρωματισμένα μνημεία δύο Ελλήνων και της οικογένειας Χάιντεκ, το τελευταίο μάλιστα εξέχουσας ομορφιάς στη διαμόρφωση των μελών και στο σχέδιο του ανώτερου διακοσμητικού ανθεμίου (οφειλόμενο στον αρχιτέκτονα Εντ. Μέτσγκερ) (Marggraff, 1846, 265).

    Έγχρωμα ταφικά μνημεία για νεοέλληνες ήρωες

    Η ορατότητα του «βαυαρικού κρατικού φιλελληνισμού» (Spaenle, 1990) είναι ακόμη σαφέστερη στα ταφικά μνημεία που παρήγγειλε ο Λουδοβίκος Α΄ για τους νεαρούς Έλληνες που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτού του άρθρου. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης και ο Λεωνίδας Οδυσσέως Ανδρούτσος, ενώ οι οικογένειές ήταν γνωστές από τον απελευθερωτικό αγώνα, πέθαναν το 1836 μακριά από την πατρίδα τους, όχι συνεπεία του πολέμου, αλλά στον αγώνα εναντίον ενός πολύ διαφορετικού εχθρού, της χολέρας.

    Όπως μαθαίνουμε από τη νεκρολογία στην εφημερίδα Augsburger Allgemeinen Zeitung της 11ης Νοεμβρίου 1836, αλλά και σε ένα έκτακτο ένθετο της ίδιας εφημερίδας για τα «Καλλιτεχνικά μνημεία στο Μόναχο» της 14ης Νοεμβρίου 1837,13Augsburger Allgemeine Zeitung, 11/11/1836 (έκτακτο ένθετο 535–536)· Augsburger Allgemeine Zeitung, 14/11/1837 (έκτακτο ένθετο 563–564).ο Μαυρομιχάλης προερχόταν από ένα παλιό γένος, που στην Ελλάδα έχαιρε υψηλού κύρους και είχε διακριθεί για πολλές γενιές στον αγώνα ενάντια στην οθωμανική κατοχή.14Allgemeine Zeitung von und für Bayern, αρ. 319, 14/11/1836. Περαιτέρω βιογραφικές λεπτομέρειες (Hafner, 2019, 77).

    Επειδή υποστήριζε τον νέο, εκ Βαυαρίας προερχόμενο μονάρχη, ανακηρύχθηκε τελικά υπασπιστής της Μεγαλειότητάς του και συνόδευσε τον βασιλιά στο ταξίδι του στη Γερμανία, που τον οδήγησε και στο Μόναχο. Εκεί πέθανε στις 8 Νοεμβρίου 1836 από την «ασιατική δυσεντερία» και –σύμφωνα με το Χρονικό της Πόλεως– «οδηγήθηκε τιμητικά στον τάφο συνοδευόμενος από τρεις πένθιμες ομοβροντίες […], από τον εν ζωή αυλικό του ακόλουθο, από βαυαρούς και έλληνες αυλικούς, από πυρσούς, δηλαδή από μια εξαιρετικά πολυάριθμη και λαμπρή τιμητική συνοδεία».15Δημοτικά Αρχεία Μονάχου, Χρονικό της Πόλεως, 8/11/1836. Ο Μαυρομιχάλης δεν τιμήθηκε μόνο στο Μόναχο, αλλά και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Μάνη, όπου τον τίμησαν δεόντως μετά θάνατον· το όνομά του πέρασε μάλιστα και στα λαϊκά τραγούδια (Hafner, 2019, 77, σημ. 9). Σε αναλογία με τον βαθμό του ως αξιωματικού του βασιλιά της Ελλάδας, αλλά και κυρίως με τη συμβολική σημασία που του είχε αποδώσει ο βαυαρός βασιλιάς ως εκπροσώπου της νέας Ελλάδας, το μνημείο που στήθηκε για τον Μαυρομιχάλη ξεχωρίζει σαφώς από τα υπόλοιπα γύρω του (εικ. 7): ο Klenze σχεδίασε μια συγκριτικά ψηλή αρχαιοπρεπή στήλη με το ανάγλυφο ενός λέοντα που ξεκουράζεται ή ξεψυχάει, ως σύμβολο στρατιωτικής ανδρείας. Ευθυγραμμίστηκε έτσι με ένα αγαπητό μοτίβο της εποχής: το λιοντάρι απαντάται από την αρχαιότητα, και ξανά πάλι στον κλασικισμό, σε διάφορα ταφικά και τιμητικά μνημεία στρατιωτών.16Το μοτίβο του λιονταριού που ξεκουράζεται απαντάται σε διάφορα μνημεία για πεσόντες στρατιώτες εκείνα τα χρόνια, όπως, λ.χ., στον τάφο του στρατηγού Scharnhorst [Σάρνχορστ] στο νεκροταφείο Invaliden στο Βερολίνο, καθώς και στη Λουκέρνη, στο μνημείο για τους ελβετούς σωματοφύλακες που έπεσαν το 1792 στο Παρίσι, σε σχέδιο του Bertel Thorvaldsen [Μπέρτελ Θόρβαλντσεν] (1819–1821). Λόγου χάρη, περίπου την ίδια εποχή με τον τάφο στο Μόναχο, ο βαυαρός βασιλιάς παρήγγειλε να λαξευτεί στο Ναύπλιο ένας ανάγλυφος λέοντας στον βράχο, μνημείο για τους πεσόντες βαυαρούς στρατιώτες (Denk/Ziesemer, 2014, 159).17Σε κατασκευή Christian Heinrich Siegel [Κρίστιαν Χάινριχ Σίγκελ] (1838–1841).

    Το μνημείο στον τάφο του Μαυρομιχάλη ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες επιτύμβιες στήλες και επειδή είναι προσβάσιμο και από τις δύο πλευρές. Δεν έχει, ως συνήθως, μία όψη για τον θεατή, αλλά δύο ίδιες. Αυτό δεν τονίζει μόνο την οπτική εντύπωση που προκαλεί και την εξέχουσα θέση του στο νεκροταφείο, αλλά διευκολύνει και μια παραλλαγή στην επιγραφή: Στην πλευρά προς τον κύριο δρόμο η επιγραφή είναι στα αρχαία ελληνικά, στην πίσω πλευρά είναι χαραγμένη η γερμανική μετάφραση:

    Όπως ισχυρίστηκε πειστικά προσφάτως ο Μάρκους Χάφνερ [Marcus Hafner], η επιγραφή αυτή, παραγγελία του Λουδοβίκου Α΄, –σε αναλογία με αυτήν του Λεωνίδα– προέρχεται από τον κλασικό φιλόλογο Friedrich Wilhelm von Thiersch, ο οποίος αντλούσε έμπνευση τόσο από τα νεκρικά θέματα στην Anthologia Graeca όσο και από τα ομηρικά έπη. Για τον Hafner αυτό αποτελεί τεκμήριο για την «ενεργή πρόσληψη ελληνικών διαλέκτων στο πλαίσιο του φιλελληνισμού» (Hafner, 2019, 73). Η προβολή της στήλης, λόγω της ειδικής της θέσης στο νεκροταφείο του Μονάχου, ενισχύεται και από την πολυχρωμία της πέτρινης επιφάνειας και στις δύο πλευρές του μνημείου. Όπως φαίνεται από το αντίστοιχο σχέδιο (εικ. 8), ο Klenze βασίστηκε στα χρώματα που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα, χωρίς να προσπαθεί να αντιγράψει τα αρχαιοελληνικά πρότυπα – όπως με τη μορφή του μνημείου. Το κυρίαρχο γαλάζιο του φόντου, που υπήρχε και στον σταυρό, και το λευκό της φυσικής πέτρας μπορούν πιθανόν να εκληφθούν και ως αναφορά στα χρώματα και τη μορφή της σημαίας του ελληνικού αγώνα για την ανεξαρτησία (γαλάζιος σταυρός σε λευκό φόντο).

    Το δεύτερο ταφικό μνημείο για Έλληνα, το οποίο σχεδιάστηκε ταυτόχρονα με το μνημείο του Μαυρομιχάλη από τον Klenze και ολοκληρώθηκε το 1837,18Αναφέρεται επίσης στην εφημερίδα AugsburgerAllgemeineZeitungτης 14ης Νοεμβρίου 1837 (έκτακτο ένθετο, αρ. 563–564).διαφέρει στη μορφή από το πρώτο και είναι σαφώς μικρότερο, έχει ωστόσο σημαντικές ομοιότητες με αυτό. Αναφερόμαστε κυρίως στη διπλή του όψη, στη χρήση μιας ελληνικής και μιας γερμανικής επιγραφής, καθώς και στην αρχικά έγχρωμη εκδοχή του (εικ. 9 και 10). Ο μικρός Λεωνίδας Οδυσσέως πέθανε ακριβώς έναν μήνα μετά τον Ηλία Μαυρομιχάλη, και ήταν μόλις έντεκα ετών. Επειδή η οικογένειά του, από την ηπειρωτική Ελλάδα, είχε αντισταθεί ενεργά στην τουρκική κατοχή, ο Λεωνίδας, έπειτα από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του, είχε γίνει δεκτός στo Σώμα Ευελπίδων του Μονάχου. Ανήκε σε μια ομάδα 36 οικοτρόφων από την Ελλάδα που έγιναν δεκτοί στο Σώμα ανάμεσα στο 1829 και το 1843· τα έξοδα διαμονής τους τα είχαν αναλάβει ο Λουδοβίκος Α΄, με χρήματα του Συμβουλίου του, και το φιλελληνικό κομιτάτο (Braun/Heyl/Gross, 1987, 45 κ.ε.). Με πρωτοβουλία του ελληνικού προξενείου επελέγη, λοιπόν, να ταφεί ο Λεωνίδας σε μια θέση ακριβώς δίπλα στον τάφο του άλλου Έλληνα στο νεκροταφείο. Κατά τον σχεδιασμό του μνημείου αυτού –μιας στήλης με επίπεδο τριγωνικό επιστήλιο–, ο Klenze εμπνεύστηκε αναμφίβολα από μια επιτύμβια στήλη που είχε ανασκαφεί λίγο καιρό πρωτύτερα στον Πειραιά, τη λεγόμενη Στήλη της Καλλιστώς.19Αθήνα, Επιγραφικό Μουσείο, αρ. κατ. 9134. Η αναφορά αυτής της ανασκαφής, μαζί με έγχρωμη απεικόνιση, πρωτοδημοσιεύτηκε μεν το 1838 στο Kunst-Blatt (εικ. 11),20Ross, 1838, 233–234 και έγχρωμη απεικόνιση. μπορούμε όμως να θεωρήσουμε ότι ο Klenze είχε αναλυτικές πληροφορίες ήδη πριν από τη δημοσίευση των ευρημάτων της ανασκαφής. Οι στήλες που βρέθηκαν εκεί παρουσίαζαν μεγάλο ενδιαφέρον και γιατί έφεραν ακόμη «σαφή ίχνη χρωματισμού».21Ό.π., 233· πρβ. επίσης Marggraff, 1846, 265. Με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ όσο στην περίπτωση του Μαυρομιχάλη αποδεικνύεται ότι το επίγραμμα του μνημείου το συνέταξε ο Thiersch, κατόπιν ανάθεσης από τον βασιλιά Λουδοβίκο. Αυτό τεκμηριώνεται από μια αναφορά του βασιλιά σε μια επιστολή προς τον Klenze στα τέλη του 1836, με την οποία ζητούσε:

    το σχέδιο για ένα ταφικό μνημείο του θανόντος αυτές της ημέρες από εξάντληση. Να μου το σχεδιάσουν για τον υιό Οδυσσέως, και να γράφει πως ο πατέρας του γκρεμίστηκε από τους πύργους της Ακρόπολης (των Αθηνών), και τον δικό του πατέρα τον έκαψαν ζωντανό οι Τούρκοι (Αλή Πασάς), στα Γερμανικά και τα Ελληνικά, και την επιγραφή να την συντάξει ο Τιρς.22Glaser, 2004, πρόλογο στο έτος 1836, σ. 643· βλ. επ’ αυτού επίσης Söltl, 1842, 270.

    Ο Thiersch έγραψε, λοιπόν, την παρακάτω επιγραφή, βασισμένη σε αρχαιοελληνικά πρότυπα:

    Ο Hafner για το μνημείο αυτό υπογραμμίζει το μοτίβο του immatura mors [πρόωρου θανάτου] που χρησιμοποίησε ο Thiersch, έτσι ώστε, σε αντίθεση με το μνημείο του Μαυρομιχάλη, δεν εξυμνούνται οι ηρωικές πράξεις του θανόντος. Αντ’ αυτού, το επίγραμμα του Λεωνίδα εστιάζει στη γενεαλογία της οικογένειάς του και στον πόνο των συγγενών για τον πρόωρο θάνατό του (Hafner, 2019, 86–88). Για τους φιλέλληνες Λουδοβίκο Α΄, Klenze και Thiersch πρέπει να είχε υψηλή συμβολική αξία η ανέγερση ενός ταφικού μνημείου για ένα αγόρι από την Ελλάδα, μακριά από την πατρίδα του, το οποίο τόσο μέσω της μορφής του όσο και μέσω της γλώσσας του συνδέεται άμεσα με το ένδοξο παρελθόν της χώρας του και του πολιτισμού της. To 1866 το Δημοτικό Συμβούλιο ενημέρωσε τον Λουδοβίκο ότι δεν υπήρχε πλέον μέριμνα για τους τάφους και τα μνημεία τους και ότι έληγαν οι προθεσμίες χρήσης των θέσεων στο νεκροταφείο. Η βαρύνουσα σημασία που είχαν για τον Λουδοβίκο αυτά τα ταφικά μνημεία των Ελλήνων φαίνεται από το γεγονός ότι ο γέρος πια βασιλιάς αποφάσισε τότε να αποκτήσει προσωπικά και λόγω της ιστορικής τους σημασίας τα μνημεία αυτά «εις την αιωνιότητα» και να θεσμοθετήσει ένα ίδρυμα για τη διατήρησή τους.23Αρχείο της Πόλης του Μονάχου, Υπηρεσία Ενταφιασμών 1673, ποικίλα έγγραφα του 1866. Παρά το προληπτικό αυτό μέτρο για τη συντήρηση, η έγχρωμη βαφή στους «τάφους των Ελλήνων» χάθηκε σύντομα, όπως και στο μνημείο του Heideck. Ωστόσο σώζονται έως και σήμερα ίχνη χρωστικών.24Βλ. επ’ αυτού Denk/Simon/Ziesemer, 2012, 199–200 και Denk/Ziesemer, 2014, 162–163 και εικ. 11.

    Ένας «φιλελληνικός» απόηχος στην ταφική τέχνη του Μονάχου: τα ταφικά μνημεία του Thiersch και του Klenze

    Στην ομάδα των «φιλελληνικών» ταφικών μνημείων στο νεκροταφείο εντάσσονται τελικά –κατά κάποιον τρόπο ως ιστορικίζοντες απόηχοι– και τα δύο ταφικά μνημεία για τους αναφερθέντες εκπροσώπους της τέχνης και της επιστήμης, που έφτιαξαν τα ταφικά μνημεία για τους Έλληνες κατά παραγγελία του Λουδοβίκου Α΄, με τις πολύπλευρες αναφορές στην αρχαιοελληνική τέχνη και το μοτίβο των ηρώων. Ο φιλόλογος Thiersch και ο αρχιτέκτονας Klenze βρήκαν την τελευταία κατοικία τους σε διακεκριμένες θέσεις του νεκροταφείου του Μονάχου. Μολονότι το ρεύμα του κλασικισμού είχε παρέλθει προ πολλού όταν φτιάχτηκαν οι τάφοι τους το 1860 και το 1864, και άλλα ρεύματα είχαν κυριαρχήσει στην ταφική τέχνη του Μονάχου, όπως ο νεογοτθικός και ο νεοαναγεννησιακός ρυθμός, γίνεται αμέσως αντιληπτό πως οι δύο στήλες είναι κατασκευασμένες πλήρως σύμφωνα με τον «αρχαιοελληνικό» ρυθμό.

    Ο Thiersch, ως «véritable incarnation du philhellénisme bavarois» [η αυθεντική ενσάρκωση του βαυαρικού φιλελληνισμού] (Espagne, 2005, § 4) και συντάκτης των επιγραμμάτων στα δύο ταφικά μνημεία των Ελλήνων, έμεινε πιστός σε όλη του τη ζωή του στην ιδέα του φιλελληνισμού, μεταξύ άλλων και με την επιρροή που άσκησε στην αρχαιοελληνική εκπαίδευση στη Βαυαρία. Αναλόγως, πολυάριθμες είναι και οι αναφορές σε τιμητικά και διακοσμητικά μοτίβα της αρχαιότητας στον τάφο του, παρά την ύστερη κατασκευή του το 1860 (εικ. 12): Αυτό φαίνεται –όπως και στον Maurer– στην ερμαϊκή στήλη με την προτομή25Στο DeutschesKunstblattτου 1858, στο πλαίσιο της παρουσίασης νεότερων έργων γλυπτικής, αναφέρεται ο «Νεοέλληνας Λεωνίδας Ντορς [Δρόσης]», «ο οποίος έπλασε με επιτυχία και την προτομή του αξιοσέβαστου εορτάζοντα Φρίντριχ φον Τιρς» (DeutschesKunstblatt, 9, 1858, σ. 226). Η χρήση της προτομής μερικά χρόνια αργότερα για το ταφικό μνημείο φαίνεται απολύτως λογική (Denk/Ziesemer, 2014, 495). Βλ. επίσης https://www.bavarikon.de/search?lang=de&terms=Dorsch%2C+Leonidas&sort=&rows=10.ή και στο επιστήλιο που φέρει αρχαιοελληνικό διάκοσμο. Εκτός από τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, αρχαιοελληνικής έμπνευσης είναι και τα εμβληματικά στοιχεία: εκτός από την ανάγλυφη κουκουβάγια στο αέτωμα ως σύμβολο της σοφίας και παραπομπή στη μόρφωση του Thiersch, στο κάτω μέρος της στήλης –όπως περίπου και στο ταφικό μνημείο του Heideck– το ρηχό ανάγλυφο μιας πεταλούδας συμβολίζει την αναστημένη ανθρώπινη ψυχή, καθώς και στη βάση δύο σταυρωτοί χαμηλωμένοι πυρσοί παραπέμπουν στη σβησμένη ζωή. Ο ρόλος του Klenze στον βαυαρικό φιλελληνισμό είναι απολύτως συγκρίσιμος με του Thiersch. Στην ανταλλαγή μεταξύ Βαυαρίας και Ελλάδας είχε μια εξίσου σημαντική και πολύγνωρη «διαμεσολαβητική λειτουργία» στη μετάδοση πολιτισμού μεταξύ των δύο χωρών. Και αυτός πέρασε μεγάλο διάστημα στην Ελλάδα, μέρος αυτού σε πολιτική αποστολή, παρακολούθησε εκεί από επιστημονικό ενδιαφέρον τις αρχαιολογικές ανασκαφές και έλαβε ενεργά μέρος στην ασφάλιση και την επισκευή της Ακρόπολης. Τις αρχιτεκτονικές και αρχαιολογικές του γνώσεις τις εφάρμοσε σε μεγάλο βαθμό στον πολεοδομικό σχεδιασμό του Μονάχου και της Αθήνας (Buttlar/Frese/Hamdorf/Tiede, 1985· σποραδικά· Nerdinger, 2000, σποραδικά· Buttlar, 2016, 230–233).

    Ενώ ο Λουδοβίκος Α΄ χρηματοδότησε, το 1848, τιμητικό ταφικό μνημείο στις Νέες Στοές του νεκροταφείου για τον κύριο αντίζηλο του Klenze, τον Friedrich von Gärtner  (Friedrich von Gärtner· Denk/Ziesemer, 2014, 468), το 1864 η οικογένεια του Klenze αναγκάστηκε να βρει μόνη της τους πόρους για να αποκτήσει έναν ακριβό τάφο στις Στοές και να αναθέσει την ανέγερση δαπανηρού μνημείου (Denk/Ziesemer, 2014, 463–465).26Σε σχέδιο και εκτέλεση του Anselm Sickinger [Άνζελμ Ζίκινγκερ], προτομή του Johann Halbig [Γιόχαν Χάλμπιγκ]. Όπως και για το μνημείο του Heideck, επιλέχθηκε η μορφή της αρχαιοελληνικής ανθεμωτής στήλης, συνδυασμένης με την ερμαϊκή στήλη με προτομή πάνω σε ψηλό αυλακωτό κίονα (εικ. 13) – και πάλι, δηλαδή, αναφορές σε στοιχεία αρχαιοελληνικών ταφικών μνημείων, εδώ όμως σε μια μάλλον ανιστόρητη σύνθεση, και επιπλέον με πολύ ενισχυμένη τη μνημειακή διάσταση. Με δεδομένα τα σχέδια που είχε φτιάξει για τον Μαυρομιχάλη και τον Λεωνίδα και τον ενθουσιασμό του για την αρχαιοελληνική πολυχρωμία, το μόνο συνεπές θα ήταν να χρωματιστεί και το δικό του ταφικό μνημείο, το οποίο σχεδίασε και κατασκεύασε ο Anselm Sickinger. Ωστόσο, όπως και το ταφικό μνημείο του Thiersch, έτσι και του Klenze έμεινε μονόχρωμο. Λίγα μόλις χρόνια μετά την έγερση των ελληνικών ταφικών μνημείων τη δεκαετία του 1830, έγινε σαφές πως οι διαθέσιμες τεχνικές χρωματισμού δεν άντεχαν το δύσκολο κλίμα του Βορρά και τα χρώματα πολύ γρήγορα υφίσταντο σημαντικές ζημιές (Glaser, 2004–2011, II/3 [2007], 16· Denk/Simon/Ziesemer, 2012, 198–200· Denk/Ziesemer, 2014, 165–166). Ενδιαφέρον έχει ότι σε ένα σχέδιο του αρχιτέκτονα Ludwig Lange [Λούντβιγκ Λάνγκε] –το οποίο τελικά δεν εκτελέστηκε– εξετάστηκε σοβαρά η ιδέα ενός χρωματισμένου ταφικού μνημείου για τον Klenze, σε συνδυασμό μάλιστα με σχήματα σαφώς πλησιέστερα στα αρχαιοελληνικά πρότυπα (εικ. 14). Πάντως τον χρωματισμό ήθελαν να τον πετύχουν με διάφορα υλικά, στοχεύοντας έτσι σε μια, κατά το δυνατόν, μεγαλύτερη διάρκεια της αναμνηστικής αυτής χειρονομίας. Στο μνημείο που κατασκευάστηκε τελικά για τον Klenze η έλλειψη χρωμάτων αποζημιώνεται από τις μνημειώδεις διαστάσεις και τον ιδιαιτέρως πλούσιο διάκοσμο.

    Zusammenfassung

    Σε τι συμπέρασμα μπορούμε να καταλήξουμε; Σίγουρα στο ότι στο Παλαιό Νότιο Νεκροταφείο ο λουδοβίκειος φιλελληνισμός αποτυπώνεται άμεσα και για αρκετές δεκαετίες, κυρίως στα ταφικά εκείνα μνημεία που ήταν αφιερωμένα στη μνήμη προσώπων και των οικογενειών τους από το στενό περιβάλλον του Λουδοβίκου Α΄  : για τα δύο μέλη της Αντιβασιλείας, τον Maurer και τον Heideck, αλλά και για τους δύο Έλληνες που πέθαναν στο Μόναχο, τον Μαυρομιχάλη και τον Λεωνίδα Οδυσσέως. Στα ταφικά αυτά μνημεία διακρίνουμε μια προγραμματική ομολογία στον τότε φιλελληνισμό, μέσα από τη στιλιστική ανάλυση, τη χρήση της αρχαιοελληνικής εικονογραφίας (του θανάτου), αλλά κυρίως από την αποδεδειγμένη άμεση αναφορά σε αρχαιοελληνικά επιτύμβια ευρήματα της εποχής και την υιοθέτηση της αρχαιοελληνικής πολυχρωμίας. Τη σημασία και τη διάρκεια που είχε η ιδέα του φιλελληνισμού για τους πρωταγωνιστές του περιβάλλοντος του Λουδοβίκου Α΄την τεκμηριώνουν οι απόηχοί του στα ταφικά μνημεία του Thiersch και του Klenze. Με τα μνημεία αυτά ο φιλελληνισμός έδωσε και ύστερους καρπούς στην ταφική τέχνη του Μονάχου. Παρά τα αρχαιοελληνικά αποφθέγματα, που τονίστηκαν με τη μεγαλοπρέπεια του ιστορισμού, επικρατούσε διαφορετικό πνεύμα απ’ ό,τι πριν από 30 χρόνια, αφού το ιδεώδες του φιλελληνισμού δεν καθόριζε πλέον το πολιτικό και καλλιτεχνικό γίγνεσθαι στη Βαυαρία και αλλού. Αυτά τα αρχαιοπρεπή ταφικά μνημεία δεν αποτελούσαν, λοιπόν, κατά κύριο λόγο άμεση έκφραση της πρόσδεσης στους μεγάλους στόχους του ελληνικού αγώνα για την ανεξαρτησία, αλλά πολύ περισσότερο μια αναδρομική αναφορά, κυρίως με βιογραφική αξία, στην υπηρεσία της προσωπικής μνήμης των πάλαι ποτέ «υποστηρικτών» της νέας Ελλάδας. Τείνουμε, μάλιστα, να ερμηνεύσουμε αυτά τα ύστερα φιλελληνικά μνημεία μονόπλευρα ως μέσον για να εξασφαλιστεί η υστεροφημία των θανόντων.

    Μετάφραση από τα γερμανικά: Ιωάννα Μεϊτάνη

    Einzelnachweise

    • 1
      Για τα θεμελιώδη του λουδοβίκειου κρατικού φιλελληνισμού (Spaenle, 1990).
    • 2
      Για περισσότερα βλ. Baumstark/Buttlar,1999.
    • 3
      Για τα παρακάτω βλ. αναλυτικά Denk/Ziesemer, 2014.
    • 4
      ADB 20, 699 κ.ε. (Georg Ludwig von Maurer).
    • 5
      Μουσείο της Πόλης του Μονάχου, Συλλογή Σχεδίων, Αρ. Απογρ. S 1951, L. v. Schwanthaler, αραιωμένο μελάνι και μολύβι, 36,5 x 26,1 εκ. (η φανταστική επιγραφή ίσως να παραπέμπει στο ότι αρχικά προοριζόταν για το ταφικό μνημείο της οικογένειας Kerstorf [Κέρστορφ]).
    • 6
      Για τον σχηματισμό του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας (Seewald, 2009, 96–101).
    • 7
      Για τις αρχαιοελληνικές ανθεμωτές στήλες πρβ. Hildebrandt, 2006, ιδίως τον αρ. κατ. 9.1.
    • 8
      Την πνευματική ιδιοκτησία του Metzger μαρτυρούν η υπογραφή του, χαραγμένη στην ανθεμωτή επίστεψη, καθώς και ο Marggraff [Μάργκραφ] (1846, 265)· για την «έγχρωμη» αρχαιότητα (Brinkmann/ Wünsche, 2003).
    • 9
      Για το ταξίδι του στην Ελλάδα (Metzger, 1833, 92–95· Sternke, 2008, 23).
    • 10
      Metzger, 1841, τετράδιο II, φύλλο 12 και προσθήκη στο 12.
    • 11
      Για τις αναλύσεις των χρωστικών από την οπτική της τέχνης της συντήρησης αλλά και της Φυσικής, βλ. αναλυτικά Denk/Simon/Ziesemer, 2012, 199· Denk/Ziesemer, 2014, 160–163, εικ. 12.
    • 12
      Ό.π., Πρόλογος [χ.σ.].
    • 13
      Augsburger Allgemeine Zeitung, 11/11/1836 (έκτακτο ένθετο 535–536)· Augsburger Allgemeine Zeitung, 14/11/1837 (έκτακτο ένθετο 563–564).
    • 14
      Allgemeine Zeitung von und für Bayern, αρ. 319, 14/11/1836. Περαιτέρω βιογραφικές λεπτομέρειες (Hafner, 2019, 77).
    • 15
      Δημοτικά Αρχεία Μονάχου, Χρονικό της Πόλεως, 8/11/1836.
    • 16
      Το μοτίβο του λιονταριού που ξεκουράζεται απαντάται σε διάφορα μνημεία για πεσόντες στρατιώτες εκείνα τα χρόνια, όπως, λ.χ., στον τάφο του στρατηγού Scharnhorst [Σάρνχορστ] στο νεκροταφείο Invaliden στο Βερολίνο, καθώς και στη Λουκέρνη, στο μνημείο για τους ελβετούς σωματοφύλακες που έπεσαν το 1792 στο Παρίσι, σε σχέδιο του Bertel Thorvaldsen [Μπέρτελ Θόρβαλντσεν] (1819–1821).
    • 17
      Σε κατασκευή Christian Heinrich Siegel [Κρίστιαν Χάινριχ Σίγκελ] (1838–1841).
    • 18
      Αναφέρεται επίσης στην εφημερίδα AugsburgerAllgemeineZeitungτης 14ης Νοεμβρίου 1837 (έκτακτο ένθετο, αρ. 563–564).
    • 19
      Αθήνα, Επιγραφικό Μουσείο, αρ. κατ. 9134.
    • 20
      Ross, 1838, 233–234 και έγχρωμη απεικόνιση.
    • 21
      Ό.π., 233· πρβ. επίσης Marggraff, 1846, 265.
    • 22
      Glaser, 2004, πρόλογο στο έτος 1836, σ. 643· βλ. επ’ αυτού επίσης Söltl, 1842, 270.
    • 23
      Αρχείο της Πόλης του Μονάχου, Υπηρεσία Ενταφιασμών 1673, ποικίλα έγγραφα του 1866.
    • 24
      Βλ. επ’ αυτού Denk/Simon/Ziesemer, 2012, 199–200 και Denk/Ziesemer, 2014, 162–163 και εικ. 11.
    • 25
      Στο DeutschesKunstblattτου 1858, στο πλαίσιο της παρουσίασης νεότερων έργων γλυπτικής, αναφέρεται ο «Νεοέλληνας Λεωνίδας Ντορς [Δρόσης]», «ο οποίος έπλασε με επιτυχία και την προτομή του αξιοσέβαστου εορτάζοντα Φρίντριχ φον Τιρς» (DeutschesKunstblatt, 9, 1858, σ. 226). Η χρήση της προτομής μερικά χρόνια αργότερα για το ταφικό μνημείο φαίνεται απολύτως λογική (Denk/Ziesemer, 2014, 495). Βλ. επίσης https://www.bavarikon.de/search?lang=de&terms=Dorsch%2C+Leonidas&sort=&rows=10.
    • 26
      Σε σχέδιο και εκτέλεση του Anselm Sickinger [Άνζελμ Ζίκινγκερ], προτομή του Johann Halbig [Γιόχαν Χάλμπιγκ].

    Βιβλιογραφία

    Galerie

    Zitierweise

    Claudia Denk, John Ziesemer: «Ο Λουδοβίκος Α΄ και ο φιλελληνισμός στην ταφική τέχνη του Μονάχου – αρχαιοελληνικά ταφικά μνημεία για «νεοέλληνες ήρωες»», in: Alexandros-Andreas Kyrtsis und Miltos Pechlivanos (Hg.), Compendium der deutsch-griechischen Verflechtungen, 18.01.23, URI : https://comdeg.eu/essay/112678/.