Ο θεσμός των υποτροφιών
Από την εποχή της κυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια υποτροφίες δίνονταν σε άριστους άπορους μαθητές, οι οποίοι ήταν παιδιά αγωνιστών και είχαν εξαιρετικό ήθος (Κωνσταντοπούλου, 2009, 1). Βαρύτητα στην εκπαίδευση δόθηκε και από εύπορους ιδιώτες ελληνικής καταγωγής, οι οποίοι από την πρώτη στιγμή ανέλαβαν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στο ελληνικό δημόσιο (Παπαγεωργίου, 1997, 24). Τον ίδιο υποστηρικτικό ρόλο προς το ελληνικό κράτος είχε και το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, το οποίο από την πρώτη στιγμή της επίσημης λειτουργίας του έδειξε έντονη κοινωνική δράση. Το Ίδρυμα της Τήνου, έχοντας αποκτήσει σημαντική περιουσία από τις δωρεές των πιστών που προσέτρεχαν σε αυτό, αναδείχτηκε σε υπολογίσιμο φορέα στήριξης και παροχής βοήθειας. Ανέλαβε, μεταξύ άλλων, τη χρηματοδότηση σχολείων εξασφαλίζοντας τις απαραίτητες πρώτες ύλες για τη λειτουργία τους, αλλά και τη μισθοδοσία των διδασκάλων, ενώ ταυτόχρονα παρείχε υποτροφίες σε επιστήμονες, σε όσους ακολουθούσαν εκκλησιαστικές σπουδές και σε καλλιτέχνες (Ημερολόγιον της Μεγαλόχαρης, 1973, 109–106). Το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου αποτελεί το μοναδικό ευαγές ίδρυμα της χώρας, το οποίο από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στήριξε συστηματικά καλλιτέχνες, αρχικά με την παροχή υποτροφιών και στη συνέχεια με τη συλλογή έργων τέχνης. Το κράτος, από την πλευρά του, προκειμένου να έχει τον έλεγχο του Ιδρύματος και αναγνωρίζοντας την επιρροή του στους πιστούς, το 1834 μέσω της Γραμματείας του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, στην οποία υπόκειντο όλες οι εκκλησιαστικές αρχές, τα σχολεία και τα δημόσια καταστήματα για τις τέχνες και τις επιστήμες, αναγνώρισε με νόμο το Πανελλήνιο Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου ως δημόσιο ίδρυμα, θέτοντάς το υπό την επιτήρησή του (Σακελλίων – Φιλιππίδης, 1928, 203). Με τα έσοδα του Ιδρύματος, πραγματοποιήθηκε πλήθος έργων τόσο σε εθνικό επίπεδο, όπως η ίδρυση σχολείων και η ενίσχυση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, όσο και σε τοπικό με τη χρηματοδότηση της κατασκευής δημόσιων έργων στο νησί της Τήνου, όπως ήταν η κατασκευή δρόμων και του λιμανιού.
Η παροχή υποτροφιών ξεκίνησε το 1840 όταν δύο φοιτητές, οι Αντώνιος Γ. Σιώτος, φοιτητής φιλολογίας, και Σπυρίδων Αλβέρτης, φοιτητής ιατρικής, ζήτησαν οικονομική στήριξη για την ολοκλήρωση των σπουδών τους (Καγιαδάκη, 2020, 60–61). Ο Σιώτος ήταν σπουδαστής στην Αθήνα, ενώ ο Αλβέρτης στη Γερμανία, γεγονός που τον καθιστά τον πρώτο φοιτητή σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού που αναλαμβάνει το Ίδρυμα. Ορμώμενος από το ευνοϊκό κλίμα της παροχής υποτροφιών και έχοντας προηγηθεί η χρηματοδότηση την ίδια χρονιά από το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας προς την Εταιρεία των Ωραίων Τεχνών (Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Απόρρητο τμήμα, Φάκελος Ετών 1845, αρ. 2281 και αρ. 97/164 επιστολές της Εταιρείας των Ωραίων Τεχνών), ο διευθυντής του Σχολείου των Τεχνών Λύσανδρος Καυταντζόγλου αιτείται το 1845 τη χορήγηση υποτροφιών σε σπουδαστές του Σχολείου με καταγωγή από την Τήνο, και πιο συγκεκριμένα στον σπουδαστή γλυπτικής Ιωάννη Βιδάλη:
[…] Όθεν οι διέποντες τα της νήσου οφείλουσι να ενθαρρύνωσι τους μετερχομένους την τέχνην ταύτην, αναπτύσοντες ούτω την βιομηχανίαν ταύτην,και αποκαθιστώντες ταύτην εγχώριον· διότι και κατά το παρόν οι Τήνιοι τεχνίται υπερέχουσιν κατά την τέχνην ταύτην των λοιπών Ελλήνων. Όλα δε τα των Αθηνών λιθοξοΐα υπό Τηνίων διευθύνονται. Μεταξύ λοιπόν τούτων αξιοσύστατος είνε και ο εν τω Β. Πολυτεχνείω μαθητεύων και ευδοκιμών Ιω. Βιδάλης δια τε την επιμέλειαν και τον ζήλον αυτού εις την λιθοξοΐαν, των άλλων πάντων ανώτερος ανεδείχθη. Αλλ͗ ηναγκάσθη όθεν ο ζήλος αυτού να υποστηριχθή δι͗ ανηκούσης βοηθείας, υπό των εαυτού συνδημοτών, οίτινες πρόκειται να δώσωσι πρώτοι το παράδειγμα της εμψυχώσεως της εγχωρίου βιομηχανίας, παρασκευάζοντες πόρον αξιόλογον εις την πατρίδα των.
Ο Διευθυντής του Β. Πολυτεχνείου Λύσανδρος Καυταντζόγλου1Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Απόρρητο τμήμα Αρχείου, Φάκελος ετών 1845–1846. Στο κείμενο έχει διατηρηθεί η ορθογραφία αλλά όχι ο τονισμός.
Η χρονιά που στέλνεται η επιστολή στο Ίδρυμα είναι η ίδια που ο Καυταντζόγλου ξεκινάει τους καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς στο Σχολείο των Τεχνών (Μπίρης, 1957, 94). Υποτροφίες δίνονταν και όταν ήταν στη διεύθυνση ο Φρειδερίκος Τσέτνερ [Friedrich von Zentner], ο οποίος είχε ανοίξει και βιβλίο δωρεών ζητώντας βοήθεια από το εσωτερικό και το εξωτερικό. Με το σύστημα των διαγωνισμών και το έπαθλο των υποτροφιών, ανοίγεται ο δρόμος για τη δημιουργία καλλιτεχνικών δικτύων σε Ιταλία και Μόναχο. Σύμφωνα με τη Δήμητρα Τσούχλου και τον Ασαντούρ Μπαχαριάν, το Μόναχο ήταν αυτό που υπερτέρησε τελικά των σχολών της Ιταλίας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καθώς οι σπουδαστές θεωρούσαν πως, μετά τις σπουδές τους σε αυτό, θα μπορούσαν ευκολότερα να βρουν θέση εργασίας στην Ελλάδα (Τσούχλου – Μπαχαριάν, 1984, 39). Ο Καυταντζόγλου δεν απευθύνθηκε μόνο στο Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας, αλλά και σε πλούσιους ομογενείς του εξωτερικού όπως ο Αλέξανδρος Ιωνίδης και ο Γεώργιος Αβέρωφ. Ακόμα ο διευθυντής του Σχολείου των Τεχνών ζήτησε και πέτυχε την κρατική χορήγηση ύψους 8.000 δρχ. κατ’ έτος ώστε να σπουδάζουν οι νέοι στο εξωτερικό, κονδύλιο που καταργήθηκε το 1880 ένεκα οικονομικών δυσχερειών (Βιζυηνός, 1888, 4). Το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας ξεκίνησε, ωστόσο, να παρέχει συστηματική στήριξη στους καλλιτέχνες 18 χρόνια μετά το αίτημα του Καυταντζόγλου, με το Βασιλικό Ψήφισμα του 1863,2Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Ετών 1863 Α–Β, αρ. 2300 Κοινοποίηση Θεσπίσματος Προσωρινής Κυβέρνησης Περί Υποτρόφων. όταν ο ίδιος θα έχει πλέον απομακρυνθεί από τη θέση του διευθυντή και αφού είχε προηγηθεί τρία χρόνια πριν η διαμαρτυρία του πως οι υποτροφίες πήγαιναν σε σπουδαστές που έχαιραν εύνοιας υπουργών και όχι αξιοκρατικά (Καγιαδάκη, 2020, 34). Σύμφωνα με το ψήφισμα του 1863, από τα χρήματα του ταμείου του Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, θα μπορούσαν να χορηγηθούν δέκα ευεργετήματα για την εκπαίδευση/τις σπουδές μηχανικών και καλλιτεχνών στο Πολυτεχνείο καθώς θεωρείτο ότι εκεί έπασχε το έθνος. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται πως, εάν οι καθηγητές των υποτρόφων το έκριναν απαραίτητο, τότε θα μπορούσε η υποτροφία να παραταθεί για τέσσερα έτη για σπουδές στο εξωτερικό, με τις δαπάνες να καλύπτονται από το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας.3Ό.π.
Η διαδικασία επιλογής των υποτρόφων ήταν αδιαφανής, τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια των υποτροφιών. Οι υπότροφοι προτείνονταν από κάποιο πρόσωπο με επιρροή και κύρος τόσο από το νησί όσο και από την κεντρική πολιτική. Συνήθως ο υποψήφιος υπότροφος έστελνε ένα αίτημα στη Διοικούσα Επιτροπή του Ιδρύματος, ώστε να υπάρχει και η τυπική διαδικασία έγκρισης, όμως τον τελικό λόγο είχε το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Στα πρώτα χρόνια θέσπισης των υποτροφιών, δε λάμβαναν απαραίτητα οι πρώτοι σε βαθμολογία φοιτητές το χρηματικό βοήθημα, όπως συνέβη και με τον Νικόλαο Γύζη ο οποίος βγήκε δεύτερος σε βαθμολογία στο τελευταίο έτος σπουδών του, αλλά έλαβε τελικά υποτροφία εξωτερικού (Καλλιγάς, 1981, 25). Σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα, οι υποτροφίες ήταν δύο ειδών, εσωτερικού και εξωτερικού, με τις δεύτερες να είναι περιζήτητες, σε σημείο να δημιουργούνται διαμαρτυρίες και διαμάχες μεταξύ των υποψηφίων.4Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Κοσμάς Απέργης, επιστολή Αρ. 162/29 24 Απριλίου 1864. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το παρασκήνιο της θεσμοθέτησης των υποτροφιών. Οι σχέσεις μεταξύ της Χώρας Τήνου, στην οποία βρίσκεται το Ίδρυμα, με τα λεγόμενα Έξω Μέρη του νησιού, τα απομακρυσμένα δηλαδή χωριά από τη Χώρα από τα οποία κατάγονταν οι καλλιτέχνες, ήταν πάντοτε τεταμένες εξαιτίας πολιτικών διαφορών. Για τον λόγο αυτό, τα χρήματα του Ιδρύματος σπάνια διατίθεντο προς τους κατοίκους των κατοίκων των χωριών εκτός Χώρας, προκαλώντας εύλογες αντιδράσεις. Το 1862 ο βουλευτής και μέλος της Εν Αθήναις Β΄ Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως, Γρηγόριος Μαυρομαράς, με καταγωγή από τον Πύργο της Τήνου, είχε εισηγηθεί τη θεσμοθέτηση των υποτροφιών σε καλλιτέχνες (Σακελλίων, 1994, 93–94). Με την κίνησή του αυτή, ο προοδευτικός πολιτικός, θέλησε να στηρίξει τα πιο απομακρυσμένα από τη Χώρα της Τήνου χωριά, τα λεγόμενα και Έξω Μέρη, περιορίζοντας, όσο ήταν δυνατόν, τη μονομερή διάθεση των εσόδων του Ιδρύματος σε μια μερίδα του νησιού. Με έγγραφο που φέρει ημερομηνία 25η Μαρτίου του 1862 αναφέρεται για πρώτη φορά και επίσημα η θέσπιση των υποτροφιών για καλλιτέχνες από το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας. Στο έγγραφο αυτό τονίζεται ο εθνωφελής σκοπός των υποτροφιών και η ανάγκη για το καλό της κοινωνίας να πηγαίνουν στις καλές τέχνες.5Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Γεώργιος Βιτάλης, έγγραφο Αρ. 1650 25 Μαρτίου 1862.
Η θέσπιση των καλλιτεχνικών υποτροφιών εξωτερικού από το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου
Οι υποτροφίες εξωτερικού από το Ίδρυμα Ευαγγελίστριας Τήνου συνετέλεσαν στο να κατορθώσει ένας σημαντικός αριθμός καλλιτεχνών να μετεκπαιδευτεί στο εξωτερικό και να δημιουργηθεί ένα ισχυρό δίκτυο με τα καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης. Ο συγκεκριμένος θεσμός ξεφεύγει από τα πλαίσια των φιλανθρωπικών δράσεων του Ιδρύματος, καθώς οι διαστάσεις του φαινομένου είναι πολυεπίπεδες. Με τη δράση αυτή το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας αναδεικνύεται σε σημαντικό αρωγό των τεχνών, ενώ αποκτά τους πρώτους σημαντικούς δεσμούς με τους καλλιτέχνες που θα οδηγήσουν στον πρώτο πυρήνα της συλλογής έργων κοσμικής τέχνης. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι ξεκινάει μια ουσιαστική σχέση συνεργασίας, άλλοτε αγαστή και άλλοτε με προστριβές, ανάμεσα στο Ίδρυμα και την κεντρική εξουσία, επεμβαίνοντας, στο μέτρο του δυνατού, στα εικαστικά δρώμενα. Επιπροσθέτως, σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία οι διακρίσεις και η αναγνώριση των καλλιτεχνών στο εξωτερικό ισοδυναμούσαν με την αναγνώριση της εθνικής τέχνης της χώρας, ο θεσμός των υποτροφιών εξωτερικού ανάγει την τηνιακή καλλιτεχνία σε «Εθνική Καλλιτεχνία». Πιο συγκεκριμένα, καθώς οι διακρίσεις των καλλιτεχνών μεταξύ συναδέλφων τους σε διεθνείς εκθέσεις και διαγωνισμούς ενίσχυαν το κοινό αίσθημα της ιστορικής συνέχειας του έθνους, ζήτημα μείζονος σημασίας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι συχνές βραβεύσεις των τηνιακών καλλιτεχνών οδήγησαν στην παγίωση της φήμης πως το νησί «παράγει» καλλιτέχνες.
Η δημιουργία της Ελληνικής Κοινότητας στο Μόναχο
Ο πυρήνας της ελληνικής κοινότητας του Μονάχου, όπως είναι γνωστό, δημιουργήθηκε από τους πρώτους υποτρόφους φοιτητές που πήγαν να σπουδάσουν στη βαυαρική πρωτεύουσα ήδη από το 1827 (Akademie der Bildenden Künste München, Matrikelbuch 1, 1809–1841). Στο Μόναχο, του φιλέλληνα Λουδοβίκου του Α ‚ και του Φρίντριχ Τιρς [Friedrich Thiersch], οι έλληνες φοιτητές έγιναν μέτοχοι της βαυαρικής κουλτούρας. Τέσσερα ήταν τα ιδρύματα στα οποία σπούδαζαν οι φοιτητές: το Πανεπιστήμιο Λούντβιχ – Μαξιμίλιαν, το Βασιλικό Εκπαιδευτήριο, το Αγροτικό Ινστιτούτο στο Σλάισχαϊμ και η Ακαδημία Καλών Τεχνών (Μπόντιεκ, 2010, 24). Η φοίτηση στο Μόναχο δεν ήταν μια απλή υπόθεση. Το κόστος ζωής ήταν σε υψηλά επίπεδα –ειδικά σε σχέση με το ελληνικό– και ο ανταγωνισμός μεγάλος καθώς συνέρρεαν σε αυτό σπουδαστές από όλο τον κόσμο (Dossin, Joyeux-Prunel, 2015, 1–24). Όσον αφορά τους καλλιτέχνες, η καλλιτεχνική πολιτική του Λουδοβίκου του Α΄ αποτέλεσε για αυτούς πόλο έλξης. Η αναβάθμιση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, η δημιουργία ενός πρότυπου εκθεσιακού κέντρου, του Glaspalast, καθώς και η Καλλιτεχνική Εταιρεία, και αργότερα ο Καλλιτεχνικός Σύνδεσμος Μονάχου δημιούργησαν ένα αξιοζήλευτο καλλιτεχνικό περιβάλλον (Ζαχαροπούλου, 1998, 41· Παυλόπουλος, 2010, 196· Ρόλφ, 2010, 22). Όπως και οι ξένοι έτσι και οι έλληνες καλλιτέχνες εντάχθηκαν σε καλλιτεχνικούς κύκλους, συμμετείχαν σε ομαδικές εκθέσεις, ήρθαν σε επαφή με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής, μαθήτευσαν κοντά σε σημαντικούς δασκάλους, διακρίθηκαν σε διαγωνισμούς και ξεχώρισαν στον Τύπο ενώ, με τις προσλαμβάνουσες που αποκόμισαν, συντέλεσαν στη διαμόρφωση ενός καλλιτεχνικού ύφους με συγκεκριμένα αισθητικά κριτήρια, που επικράτησε να ονομάζεται Σχολή του Μονάχου, και που στην Ελλάδα καθόρισε το ύφος της νεοελληνικής τέχνης μέχρι και την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα. Η Σχολή αυτή δημιουργήθηκε από καλλιτέχνες, οι οποίοι ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους στη βαυαρική πρωτεύουσα και επέστρεψαν στη χώρα για να διδάξουν ή να δουλέψουν ως ανεξάρτητοι καλλιτέχνες αναλαμβάνοντας παραγγελίες ιδιωτών. Σχολές του Μονάχου απαντώνται την ίδια χρονική περίοδο με την ελληνική και σε άλλες περιοχές, όπως στο Σινσινάτι του Οχάιο και την Πολωνία. Και στις περιπτώσεις αυτών των σχολών, το Μόναχο υπήρξε η πόλη σπουδών των καλλιτεχνών ενώ οι ιστορίες τους ήταν παρεμφερείς με αυτές των Ελλήνων (Wilson, 1999, 3–16).
Η διαδικασία λήψης των υποτροφιών και οι υπότροφοι του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας Τήνου
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη υποτροφίας από το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας ήταν η τηνιακή καταγωγή, το χαμηλό εισόδημα και η καλή διαγωγή. Συνήθως ο ενδιαφερόμενος καλλιτέχνης απευθυνόταν με αίτημα στη Διοικούσα Επιτροπή του Ιδρύματος στην οποία, αφού παρουσίαζε τις υψηλές επιδόσεις και τις συστάσεις των καθηγητών από το Σχολείο των Τεχνών, δήλωνε την επιθυμία του να μετεκπαιδευτεί στο εξωτερικό. Στη συνέχεια, η Διοικούσα Επιτροπή συνεδρίαζε και ενέκρινε ή απέρριπτε το αίτημα του ενδιαφερόμενου. Εκτός των τριών βασικών προϋποθέσεων της υποτροφίας ερχόταν να προστεθεί και η υψηλή βαθμολογία στο Σχολείο των Τεχνών. Ούτε όμως και η υψηλή βαθμολογία από μόνη της αρκούσε για τη λήψη υποτροφίας εξωτερικού, καθώς ήταν απαραίτητη και η σύσταση από ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο το οποίο είτε συνδεόταν με τη Διοικούσα Επιτροπή του Ιδρύματος, είτε ασκούσε την επιρροή του μέσα από το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Καθώς η πολιτική αστάθεια χαρακτηρίζει το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και τα πολιτικά πρόσωπα άλλαζαν συχνά, οι υποτροφίες αναπόφευκτα επηρεάζονταν με καθυστερήσεις ή ακόμα και με απότομη διακοπή. Για τον λόγο αυτό, οι καλλιτέχνες βρίσκονταν συχνά σε πολύ δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης. Η κατάσταση βελτιώθηκε αισθητά στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν το Χρυσοβέργειο βραβείο,που θέσπισε το Σχολείο των Τεχνών, κατοχύρωνε ουσιαστικά πλέον την παροχή των τροφείων στους σπουδαστές και έτσι περιορίστηκαν τα φαινόμενα μη καταβολής τους ή δραματικών καθυστερήσεων, ιδιαίτερα μετά την περίπτωση της υποτροφίας του Νικολάου Λύτρα. Ο Νικηφόρος Λύτρας δεν ήταν υπότροφος του Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας, αλλά υπήρξε ο πρώτος τηνιακός καλλιτέχνης που σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, αρχικά με κρατική υποτροφία από τον Όθωνα (1860–1862) και στη συνέχεια με ιδιωτική (από τον Σ. Σίνα το 1862). Η παρουσία του εκεί, καθώς και τα όσα αποκόμισε και μετέφερε στη συνέχεια, υπήρξαν καταλυτικά ώστε να προσανατολιστούν συντοπίτες του καλλιτέχνες προς τη Γερμανία αντί της Ιταλίας που αποτελούσε μέχρι τότε κυρίαρχη επιλογή (Μισιρλή, 2009, 24). Στο Μόναχο οι έλληνες καλλιτέχνες, όπως είναι λογικό, βρίσκονται μεταξύ τους, συμμετέχουν σε εκθέσεις, επικοινωνούν και, όποτε αυτό είναι εφικτό, αλληλοβοηθούνται. Είναι γνωστό πως ο Νικηφόρος Λύτρας σύστησε τον Νικόλαο Γύζη όχι μόνο στον Νικόλαο Νάζο, αλλά και στον Καρλ φον Πιλότι [Karl von Piloty] (Σώχος, 1925,15), ενώ ο Γύζης από την πλευρά του, και με την ιδιότητα του καθηγητή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου (1888–1901), υπήρξε σύμβουλος και υποστηρικτής πολλών καλλιτεχνών που προέρχονταν από το ελληνικό κράτος (Μισιρλή, 1996, 30).
Στο Μόναχο, επίσης, οι καλλιτέχνες είχαν να αντιμετωπίσουν, πέρα από το υψηλό κόστος διαβίωσης, τις τρομαχτικές καθυστερήσεις των χρημάτων των υποτροφιών. Οι πρώτοι καλλιτέχνες που ορίστηκαν για να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους στο εξωτερικό με χρήματα του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας ήταν οι Γεώργιος Βιτάλης και Νικόλαος Γύζης προς Μόναχο και Κοσμάς Απέργης για Ρώμη. Ο Γύζης υπήρξε υπότροφος του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας από το 1865 έως το 1871, έπειτα από παρέμβαση του Νικόλαου Νάζου, η επιρροή του οποίου παρέκαμψε τις αντιδράσεις του τότε υπουργού Εκκλησιαστικών. Ο καλλιτέχνης έμελλε να αποτελέσει ένα από τα εξέχοντα μέλη της ελληνικής κοινότητας του Μονάχου, τα πρώτα χρόνια παραμονής του, όμως, σε αυτό αποδείχτηκαν εξαιρετικά δύσκολα. Στο εγγυητικό της υποτροφίας του, που υπογράφτηκε στις 3 Μαΐου του 1865, αναφέρεται πως ο νεαρός σπουδαστής επρόκειτο να μεταβεί πρώτα στο Μόναχο της Βαυαρίας για την τελειοποίηση των σπουδών του πάνω στη ζωγραφική και μετέπειτα στη Ρώμη γεγονός που δεν πραγματοποιήθηκε.6Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Νικόλαος Γύζης, έγγραφο Αρ. 66, Εγγυητικό Υποτροφίας. Μεταξύ άλλων, συμφωνείται να λαμβάνει το ποσό των 450 δραχμών ανά τριμηνία. Πέρα από τις καθυστερήσεις, το ποσό των 150 δραχμών τον μήνα ήταν ανεπαρκές και, για τον λόγο αυτό, ο Βιτάλης προβαίνει το 1865 σε αίτηση αύξησης της υποτροφίας κατά 30 δραχμές. Με αρκετά κενά στο αρχείο του Ιδρύματος, καθώς δεν σώζεται ακέραιη η αλληλογραφία με τους υποτρόφους, τα προβλήματα σχετικά με την αποδοχή των χρημάτων της υποτροφίας διαγράφονται αρκετά γλαφυρά μέσα από τις εκκλήσεις του ζωγράφου προς το Ίδρυμα. Ο Γύζης στις επιστολές ζητάει απεγνωσμένος τα χρήματα της υποτροφίας καθώς αναφέρει πως κινδυνεύει να μπει στη φυλακή λόγω χρέους ενώ ζητά να λυπηθούν τους φοιτητές για την κατάσταση στην οποία «τους άφησαν να καταντήσουν», γεγονός που δείχνει πως οι κακουχίες αποτελούσαν κοινό τόπο για τους φοιτητές.7Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Νικόλαος Γύζης, Επιστολή Νικολάου Γύζη με ημερομηνία 27/15 Μαρτίου 1867. Ο Νικόλαος Νάζος βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία και με τον καλλιτέχνη, αλλά και με το Ίδρυμα, προσπαθώντας να επιτύχει την έγκαιρη καταβολή της υποτροφίας στον Γύζη. Το ελληνικό κράτος από την πλευρά του με επιστολή του τον Σεπτέμβριο του 1869 προς τον Έπαρχο της Τήνου, και με αφορμή τις μεγάλες καθυστερήσεις της υποτροφίας του Γύζη, επιπλήττει το Ίδρυμα για τη μη έγκαιρη καταβολή των χρημάτων στους σπουδαστές που δεν έχουν κανέναν άλλο πόρο εισοδήματος στο εξωτερικό και δηλώνει πως αυτή η στάση δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ Ιδρύματος και Κυβέρνησης.8Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Νικόλαος Γύζης, έγγραφο Αρ. 6509.
Με Βασιλικό Διάταγμα που ψηφίστηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1864 το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως γνωστοποιεί στον Γεώργιο Βιτάλη την τριετή υποτροφία εξωτερικού για σπουδές στο Μόναχο «δαπάναις» του Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου.9Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Γεώργιος Βιτάλης, έγγραφο Αρ. 10450/5897. Είναι φανερό πως ο Βιτάλης απολαμβάνει την εύνοια ισχυρών προσωπικοτήτων της Αθήνας καθώς ο ανταγωνισμός και οι πιέσεις για λήψεις υποτροφίας ήταν μεγάλες. Έτσι με επιστολή του στις 14 Δεκεμβρίου του 1864 ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γεώργιος Σταύρου δίνει συστατική επιστολή στον Βιτάλη για να γνωρίσει τον Σίμωνα Σίνα στη Βιέννη. Οι ισχυρές γνωριμίες εξασφάλιζαν συχνά και δεύτερη υποτροφία, ιδιωτική αυτήν τη φορά, καθώς επίσης και παραγγελίες ή αγορές έργων. Και στην περίπτωση υποτροφίας του Βιτάλη, τα χρήματα έρχονταν πάντοτε εκπρόθεσμα με αποτέλεσμα και αυτός όπως και οι υπόλοιποι υπότροφοι καλλιτέχνες να έρχονται συχνά σε εξαιρετικά δεινή θέση, να καταφεύγουν σε λύσεις δανείων ή να βρίσκονται συχνά στην απόλυτη ένδεια. Πέρα από τις καθυστερήσεις, το ποσό των 120 δραχμών τον μήνα ήταν ανεπαρκές και, για τον λόγο αυτό, ο Βιτάλης προβαίνει το 1865 σε αίτηση αύξησης της υποτροφίας κατά 30 δραχμές. Οι εξαιρετικές επιδόσεις του Βιτάλη στο Μόναχο οδηγούν κατά το ίδιο έτος στο να προβεί η Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου σε αίτημα προς το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας ώστε να παραταθεί η παραμονή του υποτρόφου στο εξωτερικό κατά ένα έτος.10Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος –Γεώργιος Βιτάλης, Πιστοποιητικό Προόδου της Βασιλικής Ακαδημίας του Μονάχου με Αρ. 391 και ημερομηνία 8 Μαΐου 1865. Ο Βιτάλης φοιτά στο εργαστήριο του Μαξ φον Βίντνμαν [Max von Widnmann] με συνεχείς διακρίσεις.11Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος –Γεώργιος Βιτάλης, έγγραφο Αρ. 166 11/1/1866. Οι ισχυρές διασυνδέσεις του καλλιτέχνη, όμως, καθώς είχε ως προστάτες τον Σίμωνα Σίνα και τον Διοικητή της Εθνικής Τραπέζης Γεώργιο Σταύρου, είναι αυτές που οδηγούν στην θετική απόφαση του Υπουργείου Εκκλησιαστικών για την παράταση της υποτροφίας.12Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος –Γεώργιος Βιτάλης, έγγραφο Αρ. 391. Έτσι ο γλύπτης παρατείνει τη διαμονή του όχι κατά ένα αλλά κατά τέσσερα έτη από το1869 έως το 1872. Η εντυπωσιακή εξέλιξη του Βιτάλη κορυφώνεται το 1868 με το Αργυρό Νομισματόσημο που κερδίζει για το άγαλμα του Θησέως σε διαγωνισμό της Ακαδημίας του Μονάχου. Οι καλλιτεχνικές επιδόσεις του Βιτάλη αναγνωρίστηκαν από τους γερμανούς ομοτέχνους του και γι’ αυτό αποτέλεσε τον έτερο καλλιτέχνη μαζί με τον Νικόλαο Γύζη που του προτάθηκε θέση καθηγητή στην Ακαδημία του Μονάχου.13Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος –Γεώργιος Βιτάλης, βιογραφικό σημείωμα χωρίς αριθμό πρωτοκόλλου. Ο καλλιτέχνης, όμως, όπως δηλώνει ο γιος του στο βιογραφικό σημείωμα που έγραψε για τον πατέρα του, ήταν αποφασισμένος να γυρίσει πίσω.14Ό.π. Η επιλογή του να δημιουργήσει το εργαστήριό του στην Ερμούπολη της Σύρου, αντί στην Αθήνα, στην οποία πραγματοποίησε πλήθος δημόσιων και ιδιωτικών παραγγελιών, σχετίζεται με την ύπαρξη αστικής τάξης στο νησί αλλά και με τη γνωριμία του γλύπτη με τον δήμαρχο Σύρου Δημήτριο Βαφιαδάκη που του πρότεινε να ανοίξει εκεί το εργαστήριό του.15Ό.π.
Είναι γνωστό πως το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου υπήρξε αρωγός του Γιαννούλη Χαλεπά σε διάφορες περιόδους της ζωής του γλύπτη, από την εποχή των σπουδών του στο Μόναχο μέχρι και τον θάνατό του. Και ενώ έχει γραφτεί επανειλημμένα πως το Ίδρυμα διέκοψε την παροχή της υποτροφίας του καλλιτέχνη στο Μόναχο, ώστε να δοθεί σε άλλον υπότροφο, παραβλέποντας μάλιστα ακόμα και την επιστολή του επιφανούς καθηγητή της Ακαδημίας του Μονάχου Καρλ φον Πιλότι, τα σωζόμενα αρχεία διαψεύδουν την επικρατούσα άποψη (Δανούσης, 2013, 20). Η φοίτηση του Χαλεπά στο Μόναχο ξεκινάει το 1872, όταν ο τότε βουλευτής Τήνου Ιάκωβος Παξιμάδης τού εξασφάλισε υποτροφία διάρκειας δύο ετών από το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου (Δανούσης, 2013, 22–23). Όπως συνέβαινε με όλους τους υποτρόφους του Ιδρύματος, αφού υπέγραψε το εγγυητικό της υποτροφίας, το συμφωνητικό δηλαδή που κατοχύρωνε τη λήψη της, αναχώρησε τον Αύγουστο του 1873 για το Μόναχο της Βαυαρίας. Στο Μόναχο συνδέεται με τον έλληνα σπουδαστή Γεώργιο Κωνσταντινίδη και, παρόλο που δεν μιλάει τη γλώσσα, καταφέρνει αμέσως να διακριθεί και να ξεχωρίσει στην Ακαδημία. Στον φάκελο αλληλογραφίας του Χαλεπά που βρίσκεται στο Ίδρυμα της Τήνου, και αφορά την υποτροφία του, σώζονται ελάχιστα έγγραφα τα οποία είναι αποδείξεις πληρωμών, το εγγυητικό της υποτροφίας και η επιστολή του Πιλότι για την παράταση της υποτροφίας.16Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Γιαννούλης Χαλεπάς, έγγραφο Αρ. 91 μεταφρασμένο από το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Παρά το ηχηρό όνομα που υπέγραφε την επιστολή … και αν και όπως φαίνεται από τα έγγραφα, το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας παρέτεινε την υποτροφία κατά δύο έτη, το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, το οποίο κατά κύριο λόγο όριζε τους υποτρόφους, έδωσε εντολή για την οριστική διακοπή της υποτροφίας.17Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Γιαννούλης Χαλεπάς, έγγραφο με ημερομηνία 11.02.1876. Ο Ιάκωβος Παξιμάδης, που στήριξε την επιλογή της υποτροφίας Χαλεπά, δεν βρισκόταν πλέον στην εξουσία και έτσι το χρηματικό ποσό δόθηκε στον ήσσονος σημασίας γλύπτη Ιωάννη Βιδάλη.
Ο γλύπτης Χρήστος Μαλακατές, γιος του Ιάκωβου Μαλακατέ, αποτελεί τη χαρακτηριστική περίπτωση υποτρόφου που, αν και προερχόταν από μια σχετικά ευκατάστατη οικογένεια, καθώς το οικογενειακό Ερμογλυφείον ήταν εξαιρετικά επικερδές με πλήθος παραγγελιών, έλαβε την υποτροφία χωρίς πιστοποιητικό απορίας. Άγνωστη περίπτωση υποτρόφου καλλιτέχνη του Ιδρύματος υπήρξε και αυτή του ζωγράφου Δημήτριου Γεωργαντά (1851–1933). Ο τηνιακής καταγωγής Γεωργαντάς, μετά το πέρας της μαθητείας του στο Σχολείο των Τεχνών, συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο και στη Ρώμη. Ως υπότροφος εξωτερικού διορίζεται στις 15 Μαΐου του 1883. Η υποτροφία του φαίνεται πως ήταν διετής καθώς το 1885 αναφέρεται η λήξη της και η μείωση των χρημάτων από 1500 σε 400 δραχμές, που αναλογούσε στα έξοδα επανόδου από το εξωτερικό. Ο Γεωργαντάς, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την οικονομική βοήθεια του Ιδρύματος, απέστειλε δύο έργα του, μαθητικά αντίγραφα μουσειακών έργων. Το πρώτο είναι αντίγραφο της «Παναγίας του Πέπλου» του Κάρλο Ντόλτσι [Carlo Dolci,1606–1686], το δεύτερο είναι μια Μαντόνα αντιγραφή του Ραφαέλο Σάντσιο [Rapffaello Sanzio,1483–1520] και βρίσκονται στις αποθήκες του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας. Υπότροφος του Ιδρύματος και κατά την περίοδο μαθητείας του στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας και στο Μόναχο υπήρξε και ο Εμμανουήλ Λαμπάκης (από το 1881 έως το 1885), ο οποίος συνδέθηκε στενά με τον Νικόλαο Γύζη. Στο Μόναχο επιλέγει να σπουδάσει στις αρχές του 20ού αιώνα και ο Νικόλαος Λύτρας, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του. Η περίπτωση της υποτροφίας του Λύτρα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αναδεικνύει το ζήτημα εύνοιας ή δυσμένειας στο οποίο ενέπιπταν οι υπότροφοι, ανάλογα με τις πολιτικές προτιμήσεις της εκάστοτε Διοικούσας Επιτροπής. Φαίνεται πως ο ζωγράφος ενεπλάκη άθελά του μέσα στη δίνη μιας πολιτικής αντιπαράθεσης και έτυχε μιας εκδικητικής μεταχείρισης που χρειάστηκε πέρα από πολιτικές παρεμβάσεις και την παρέμβαση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα καταβολής των χρημάτων της υποτροφίας.18Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Νικόλαος Λύτρας, Αρ. 3171, 22 Απριλίου 1911.
Ο Νικόλαος Λύτρας υπήρξε πρώτα υπότροφος εσωτερικού, κατά τα χρόνια 1902–1906, και στη συνέχεια εξωτερικού από το 1907 έως το 1911.Την υποτροφία αιτείται ο πατέρας του Νικηφόρος, όπως αποκαλύπτει έγγραφο του 1902.19Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Νικόλαος Λύτρας, 13/03/1903. Η αίτηση γίνεται δεκτή και ο Λύτρας λαμβάνει κανονικά την υποτροφία μέχρι και τον θάνατο του πατέρα του το 1904. Φαίνεται όμως πως με το θάνατο του Νικηφόρου Λύτρα τελειώνει και η περίοδος χάριτος για τον νεαρό σπουδαστή, ο οποίος σταμάτησε να λαμβάνει τα χρήματα της υποτροφίας του. Έχοντας όμως λάβει το Θωμαΐδειο Βραβείο, δεν άφηνε περιθώρια στη Διοικούσα Επιτροπή να επιλέξει υπότροφο της αρεσκείας της. Έτσι, το 1907, το αίτημα του νεαρού καλλιτέχνη συνόδευε έγγραφο του διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών, που βεβαίωνε για το ταλέντο του νεαρού αλλά και αίτημα της μητέρας του, Ειρήνης Λύτρα, η οποία, γνωρίζοντας την έκρυθμη κατάσταση και προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα της υποτροφίας, προσέφερε ως δωρεά τον Αγιασμό των Υδάτων του Νικηφόρου Λύτρα (Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Πρακτικά Διοικούσας Επιτροπής, αρ. πρ. 112). Η Διοικούσα Επιτροπή αποδέχτηκε τη δωρεά και όρισε τον Νικόλαο Λύτρα υπότροφο εξωτερικού για τέσσερα έτη. Σε όλη τη διάρκεια φοίτησης η παροχή των χρημάτων υπήρξε ιδιαίτερα προβληματική, με τον ζωγράφο να κινδυνεύει να πεθάνει από ασιτία όπως αναφέρει ο ίδιος20Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Νικόλαος Λύτρας, Αρ. 022/31 13/12/1910. ενώ χρειάστηκε η παρέμβαση νομικού συμβούλου ώστε να δίνονται τα τροφεία.21Αρχείο Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Φάκελος Αλληλογραφία Υποτρόφων Κατωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Νεωτέρων Σχολών, Υποτρόφων Καλλιτεχνών και Μηχανικών Παρελθόντος Αιώνος – Νικόλαος Λύτρας, Αρ. 2113/2336 10/2/1911. Παρά το γεγονός της μη τακτικής καταβολής τους, η παροχή υποτροφιών υπήρξε απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να κατορθώσει να σπουδάσει στο Μόναχο ένας καλλιτέχνης. Όπως αναφέρει σε μια από τις επιστολές του ο Νικόλαος Γύζης προς τον Νικόλαο Νάζο, εκτός των απαραίτητων προς το ζην οι σπουδαστές έπρεπε να καλύψουν και τα έξοδα της σχολής καθώς πλήρωναν οι ίδιοι τα μοντέλα που χρησιμοποιούσαν στα μαθήματα (Δροσίνη, 1953, 18). Αν και η απότομη προσγείωση στην ελληνική πραγματικότητα υπήρξε απογοητευτική για αυτούς, το Μόναχο παρέμεινε σημείο αναφοράς στη συνείδησή τους ακόμα και όταν το ίδιο, ως κέντρο, είχε παραδώσει τη σκυτάλη του στο Παρίσι.