Εισαγωγή
Η αιματηρή γερμανική Κατοχή που διήρκεσε τριάμισι χρόνια (Απρίλιος 1941 -Οκτώβριος 1944) άφησε στην Ελλάδα πολλές πληγές –ανθρώπινες, κοινωνικές, ψυχολογικές και οικονομικές– αποτελώντας μαύρη σελίδα στην ιστορία των σχέσεων Ελλήνων και Γερμανών. Η καταπίεση και η εξαθλίωση, που ήλθαν ως αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της χώρας από τις δυνάμεις κατοχής, στιγμάτισαν τη μεταπολεμική πορεία της χώρας, ενώ οι εκτελέσεις αμάχων ως στρατιωτικά αντίποινα για την απώλεια γερμανών αξιωματικών και στρατιωτών από αντιστασιακές ενέργειες ‒και μάλιστα με εφαρμογή της λεγόμενης «ποσοτικής αναλογίας» (Sühnequote) 1:10, 1:50 ή ακόμα και 1:100 (Fleischer, 1979, 187 κ.ε.) ‒ έχουν μείνει μέχρι και σήμερα ανεξίτηλες στη συλλογική μνήμη. Μόνο στο διάστημα ανάμεσα στον Ιούνιο του 1943 και τον Σεπτέμβριο του 1944, που αποτελεί την κατ’ εξοχήν περίοδο εφαρμογής των γερμανικών αντιποίνων, οι εκτελεσθέντες με σκοπό τον εξιλασμό και την παραδειγματική τιμωρία ξεπέρασαν τους 25.000 (Fleischer, 1991, 86), ενώ περίπου άλλοι τόσοι φυλακίσθηκαν. Αμέτρητοι ήταν και εκείνοι που μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή τους επιβλήθηκε καταναγκαστική εργασία, ενώ δεν πρέπει να ξεχνά κανείς και την εξόντωση περισσότερων των πενήντα χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν και οι θάνατοι από πείνα και ασθένειες, αλλά και η μείωση των γεννήσεων, με αποτέλεσμα οι συνολικές απώλειες του ελληνικού πληθυσμού να ανέλθουν στο τέλος της Κατοχής σε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες (μεταξύ άλλων Fleischer, 1986, 117 κ.ε.· Eichholtz, 1999, 45).
Αλλά και οι υλικές καταστροφές ήταν ανυπολόγιστες. Στο τέλος του πολέμου εκατοντάδες χωριά και επαρχιακές πόλεις είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά, περισσότερο από ένα εκατομμύριο πολίτες ήταν άστεγοι (η χώρα έχασε το 23% του οικοδομικού της πλούτου από εμπρησμούς και βομβαρδισμούς), περίπου 5.000 σχολεία είχαν βομβαρδιστεί, καεί ή λεηλατηθεί, αφού είχαν χρησιμοποιηθεί ως φυλακές, στρατώνες κ.λ.π. Επιπλέον, λειτουργούσε μόνον το ¼ του σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ κάθε είδους υποδομές –οδοί, γέφυρες, η διώρυγα της Κορίνθου και τα τόσο σημαντικά για τη χώρα λιμάνια– είχαν υποστεί τεράστιες ζημιές. Ως εκ τούτου, η καταστροφή της οικονομίας της χώρας μετά από τέσσερα χρόνια πολέμου και Κατοχής ήταν αδιανόητη. Ο εθνικός πλούτος της κυριολεκτικά εξαφανίστηκε, αφού χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη των αναγκών του Τρίτου Ράιχ, με αποτέλεσμα το 1944 η Ελλάδα, κατεστραμμένη και με ανύπαρκτα οικονομικά μέσα, να αδυνατεί να θρέψει ακόμη και τον κατά περίπου 10% μειωμένο πληθυσμό της. Η γεωργική παραγωγή και η κτηνοτροφία υπέστησαν ιδιαίτερες ζημίες. Στο εξωτερικό εμπόριο οι καταστροφές που προκλήθηκαν ήταν επίσης ανυπολόγιστες, ενώ και το εμπορικό ναυτικό διαλύθηκε, αφού από τα 583 εμπορικά πλοία, που είχε η χώρα το 1939, χάθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου τα 434 και μαζί τους 3.000 έλληνες ναυτικοί. Στο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, η ζημιά ήταν ολοκληρωτική. Ακόμα και ο τόσο σημαντικός πολιτιστικός πλούτος λεηλατήθηκε, καθώς εκατοντάδες μνημεία καταστράφηκαν και χιλιάδες αρχαία κλάπηκαν. Ως αποτέλεσμα της λεηλασίας της χώρας, ο πληθωρισμός αυξήθηκε 15,3 εκατομμύρια φορές, ενώ για την αποκατάσταση των καταστροφών η Ελλάδα θα χρειαζόταν 33 φορές το εθνικό εισόδημα του 1946 (Δοξιάδης, 1945· Eckert, 1988, 238 κ.ε.· Ετμεκτσόγλου, 2000, 63). Αυτή η «κληρονομιά» της ναζιστικής Κατοχής δεν απέτρεψε, ωστόσο, την επανέναρξη των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Γερμανίας, και μάλιστα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά τον πόλεμο, όταν πλέον στα τέλη της δεκαετίας του 1940 έληξε ο εμφύλιος στην Ελλάδα και ιδρύθηκε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η μεταξύ τους προσέγγιση ευνοήθηκε κυρίως λόγω της πρόσδεσης και των δύο χωρών στον δυτικό συνασπισμό δυνάμεων στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Παράλληλα, οι Γερμανοί παρατηρούσαν ότι η μεσολάβηση του αιματηρού εμφυλίου πολέμου είχε κάπως αμβλύνει τις μνήμες της Κατοχής, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για την προσέγγιση των δύο χωρών. Το 1951 ο γερμανός πρεσβευτής Hermann Knoke ανέφερε προς την κυβέρνησή του στη Βόννη ότι χάρη στα εγκλήματα των «συμμοριτών», οι αναμνήσεις των εγκλημάτων των SS «έχουν ξεθωριάσει λίγο στην Ελλάδα». Η πεποίθηση αυτή καλλιεργήθηκε από τις γερμανικές υπηρεσίες τα επόμενα χρόνια, σε σημείο που ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος, Theodor Heuss, ενόψει της επίσκεψής του στην Ελλάδα το 1956, ενημερώθηκε ότι «ευτυχώς, τα γεγονότα της γερμανικής κατοχής έχουν καλυφθεί από τις φρικαλεότητες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου» (Fleischer, 15.10.1999). Καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου οι διμερείς σχέσεις καθορίστηκαν σημαντικά από τα οικονομικά συμφέροντα των δύο χωρών. Η οικονομική συνεργασία ήταν το ουδέτερο πεδίο στο οποίο μπορούσε εύκολα να στηριχθεί η επανεκκίνηση των διμερών επαφών σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μετά τον πόλεμο, ενώ η εξομάλυνση των σχέσεων με αφορμή τα οικονομικά συμφέροντα ευνοούσε και την πρόσδεση στη Δύση.
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατάφερε σύντομα μετά τον πόλεμο να ανασυγκροτηθεί και ήδη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 μπορούσε να υποστηρίξει την Ελλάδα στην εκμετάλλευση πρώτων υλών και στη δημιουργία βιομηχανικής και δημόσιας υποδομής. Τα οφέλη ήταν σημαντικά όχι μόνον για την Ελλάδα, που πάσχιζε να βρει τον βηματισμό της μετά την καταστροφική δεκαετία του 1940, αλλά και για τη Δυτική Γερμανία, η βιομηχανία της οποίας βρισκόταν σε φάση ανάρρωσης και ασφαλώς μπορούσε να κερδίσει από την ελληνική ανοικοδόμηση. Αν και οι οικονομικές παράμετροι ήταν ιδιαίτερα ελκυστικές, προτεραιότητα της Βόννης ήταν τα πολιτικά οφέλη. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Konrad Adenauer, οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις έβλεπαν στην Ελλάδα έναν «ακρογωνιαίο λίθο του ΝΑΤΟ», μια έπαλξη απέναντι στον κομμουνισμό.1«Griechenland – Eckpfeiler der freien Welt», in: Bulle-tin des Presse- und Informationsamtes der Bundesregierung, vom 11. März 1954, Nr. 47, 377. Με τις στενές οικονομικές επαφές η Βόννη εξασφάλιζε το ανεκτίμητο πλεονέκτημα, να έχει ανεπιφύλακτη υποστήριξη εκ μέρους όλων των μεταπολεμικών ελληνικών κυβερνήσεων σχετικά με το «Γερμανικό Ζήτημα» στα διεθνή φόρα (Apostolopoulos, 2004, 136). Συνεπώς, το όφελος ήταν κυρίως πολιτικό για τη Δυτική Γερμανία, αφού με τη στενή συνεργασία με την Ελλάδα ενίσχυε διεθνώς το προφίλ μιας φιλειρηνικής χώρας, αφοσιωμένης στη Δύση, εξασφαλίζοντας ακόμη έναν ευρωπαίο σύμμαχο. Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσπαθούσε να επιλύσει και τα διμερή ζητήματα που είχαν σχέση με το πολεμικό παρελθόν.
Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν με τον πιο χειροπιαστό τρόπο κατά την επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Βόννη, την περίοδο 10-12 Νοεμβρίου 1958. Αποτελώντας ίσως τη σημαντικότερη τομή στις μεταπολεμικές διμερείς σχέσεις, η επίσκεψη ήταν μεγάλη επιτυχία του έλληνα πρωθυπουργού, ιδίως σε οικονομικό επίπεδο, λόγω της εξασφάλισης δανείου ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων και της παροχής επενδύσεων ύψους 100 εκατομμυρίων, αλλά και επιπλέον τεχνικής βοήθειας.2«Ανακοινωθέν επί τη επισκέψει του Έλληνος πρωθυπουργού», Νοέμβριος 1958, σε: Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή / Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, Φάκελος 7Α / 001046.
Η Αθήνα αποκτούσε έτσι πρόσβαση σε σημαντικά κεφάλαια, μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν ήταν εύκολο, ενώ παράλληλα μπορούσε να μετριάσει κάπως την οικονομική και ταυτόχρονα πολιτική εξάρτησή της αποκλειστικά από τις Η.Π.Α. (Apostolopoulos, 2004, 77 κ.ε.). Με την οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα η γερμανική κυβέρνηση θέλησε να ενισχύσει την κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία βρισκόταν σε δύσκολη θέση, απομονωμένη στο πλαίσιο της Δυτικής Συμμαχίας λόγω του Κυπριακού. Έδειχνε έτσι ότι αναγνώριζε τον κρίσιμο ρόλο της χώρας στην αντιπαράθεση δυτικού-ανατολικού μπλοκ, και ταυτόχρονα βέβαια προσπαθούσε να δημιουργήσει την εικόνα μιας νέας Γερμανίας, που διέφερε ριζικά από το Τρίτο Ράιχ.
Εξομάλυνση του πολεμικού παρελθόντος (Vergangenheitsbewältigung)
Με βάση τα παραπάνω, η διαδικασία εξομάλυνσης του πολεμικού παρελθόντος, που έχει καθιερωθεί στη γερμανική ιστοριογραφία με τον όρο Vergangenheitsbewältigung,3Εκτός από «εξομάλυνση του πολεμικού παρελθόντος», ο όρος θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά και ως «συμφιλίωση με το (σκοτεινό) παρελθόν» ή «διαχείριση-εξομάλυνση του πολεμικού παρελθόντος». Σχετικά με την Vergangenheitsbewältigung βλ. Fleischer, 2008, 65 κ.ε., και γενικά Fischer / Matthias, 2008· Reichel, 2007 και Frei, 1996.ευνοήθηκε και επιταχύνθηκε από το νέο μεταπολεμικό περιβάλλον. Δύο ήταν τα κύρια ζητήματα αυτής της διαδικασίας για τις ελληνογερμανικές σχέσεις: Το πρώτο αφορούσε στη δίωξη των εγκληματιών πολέμου και το δεύτερο στις πολεμικές αποζημιώσεις.
Ζήτημα εγκληματιών πολέμου
Η δίωξη και η τιμωρία όσων Γερμανών ήταν υπεύθυνοι για σκληρά εγκλήματα και αντίποινα απέναντι στον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αποτέλεσε ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια των διμερών σχέσεων. Η κατάληξή του ζητήματος αποτυπώνει ενδεικτικά το πώς επρόκειτο η κάθε πλευρά να αντιμετωπίσει το ιστορικό τραύμα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Η ελληνική πλευρά το αντιμετώπισε στη βάση του ρεαλισμού, προσπαθώντας να αποκομίσει οικονομικά ανταλλάγματα, και η γερμανική επεδίωξε τη λήθη και την «εξαφάνιση» των πειστηρίων των εγκλημάτων, προκειμένου να γυρίσει σελίδα και να προχωρήσει. Οι ένοχοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν πλήρωσαν για τις πράξεις τους, ούτε καν διώχθηκαν, αφού οι υποθέσεις που διαβιβάστηκαν από την ελληνική δικαιοσύνη στη γερμανική, δεν έφτασαν ποτέ στα δικαστήρια, ενώ μέχρι το 1970 έκλεισαν όλες χωρίς κανένα αποτέλεσμα, κατά τη συνήθη πρακτική της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που επεδίωκε να φέρει την ηρεμία στο εσωτερικό της, «προστατεύοντας» τους υπηκόους της που διώκονταν για τις πράξεις τους κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Δορδανάς, 2007, 569· Κωνσταντινάκου, 2015, 370).4Ο Δορδανάς (2007, 569) αναφέρει πως: «οι Γερμανικές Εισαγγελικές Αρχές, με μεγάλη ευκολία έκλειναν υποθέσεις με επαρκή στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι κατηγορούμενοι θα μπορούσαν να προσαχθούν ενώπιον της δικαιοσύνης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη φτάσει καμία υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου της Δυτικής Γερμανίας». Σχετικά με τις προφάσεις της γερμανικής Δικαιοσύνης για λάθη των ελληνικών αρχών στην αναγραφή ονομάτων και γενικά στοιχείων που είχαν σχέση με την ταυτοποίηση των δραστών, η Κωνσταντινάκου (2015, 356) σημειώνει: «Αυτές οι παραλείψεις και τα λάθη (σχετικά με τα στοιχεία των εγκληματιών πολέμου) αποτέλεσαν ένα «καλοδεχούμενο άλλοθι» για τις κυβερνήσεις, κυρίως της Γερμανίας, αλλά και της Ιταλίας, όταν αργότερα κλήθηκαν να διαχειριστούν οι ίδιες την τιμωρία των υπηκόων τους που κατηγορούνταν ως εγκληματίες». Χαρακτηριστικό παράδειγμα κωλυσιεργίας της Δυτικής Γερμανίας στις δικαστικές διαδικασίες εναντίον υπηκόων της ήταν η περίπτωση του άλλοτε πληρεξούσιου του Ράιχ στην Ελλάδα, Günther Altenburg. Η δίωξη εναντίον του ανεστάλη στα τέλη της δεκαετίας του 1950 από την Εισαγγελία του Koblenz με την αιτιολογία ότι ήταν αγνώστου διαμονής. Την ίδια περίοδο ο Altenburg κατείχε επίσημη θέση στο Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο της Κολωνίας (!) (Κωνσταντινάκου, 2015, 481). Έχοντας ήδη εγκαινιάσει τις διπλωματικές σχέσεις τους και συνάψει την πρώτη οικονομική συμφωνία για τα καπνά το 1950, Αθήνα και Βόννη επεδίωξαν να συνεργαστούν στο θέμα των εγκληματιών πολέμου ήδη από την πρώτη περίοδο των μεταπολεμικών διμερών τους σχέσεων. Η ελληνική κυβέρνηση, ενώ είχε στη διάθεσή της τους φακέλους των 800 και πλέον υποθέσεων που είχε στοιχειοθετήσει το Ελληνικόν Εθνικόν Γραφείον Εγκλημάτων Πολέμου (Ε.Ε.Γ.Ε.Π.)5Το Ελληνικόν Εθνικόν Γραφείον Εγκλημάτων Πολέμου (Ε.Ε.Γ.Ε.Π.) συστάθηκε με τον αναγκαστικό νόμο 384 της 8.6.1945 με σκοπό την εξακρίβωση εγκλημάτων πολέμου που είχαν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από όργανα των εχθρικών κρατών κατά φυσικών ή νομικών προσώπων εντός της ελληνικής επικράτειας και ελλήνων υπηκόων στο εξωτερικό (άρθρο 1). Το άρθρο 7 εξειδίκευε τους σκοπούς ίδρυσης του Γραφείου: «Αι κατά τα ανωτέρω συνιστώμεναι υπηρεσίαι σκοπόν έχουσι την εξακρίβωσιν των κατά τον παρόντα πόλεμον διαπραχθέντων εγκλημάτων πολέμου, τον τόπον και χρόνον διαπράξεώς των και των υπαιτίων τούτων κατά τα ειδικώτερον δια του παρόντος οριζόμενα και δια Διατάγματος ορισθησόμενα». Το Γραφείο τελούσε υπό την εποπτεία του υπουργού Δικαιοσύνης. Ο νόμος τροποποιήθηκε με τη συντακτική πράξη 73 της 8ης Οκτωβρίου 1945 «Περί κολασμού και εκδικάσεως των εγκλημάτων πολέμου και τροποποιήσεως του υπ’ αριθ. 384/1945 Αναγκαστικού Νόμου», η οποία εξειδίκευε την έννοια του εγκλήματος πολέμου και όριζε την τιμωρία των ενόχων κατά περίπτωση. Στη συντακτική πράξη οριζόταν η διαδικασία που θα ακολουθούσε το Γραφείο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, και συνιστούσε στην Αθήνα Ειδικό Στρατοδικείο. Η δίωξη των εγκληματιών πολέμου ασκήθηκε με βάση τις διατάξεις αυτής της συντακτικής πράξης.Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του το Γραφείο στοιχειοθέτησε κατηγορίες και άσκησε διώξεις για περισσότερες από 800 περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου από γερμανούς στρατιωτικούς (Γενικά Αρχεία του Κράτους, 2011, https://greekarchivesinventory.gak.gr/index.php/u-u-485).με επικεφαλής τον μετέπειτα αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τούση, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να οδηγήσει τους θύτες στα ελληνικά δικαστήρια, αφού αυτοί βρίσκονταν πλέον σε γερμανικό έδαφος. Γι’ αυτό, από το 1952, με τον νόμο 2058/1952, ξεκίνησε να διαβιβάζει τις σχετικές υποθέσεις στις γερμανικές αρχές για περαιτέρω δίωξη. Η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια και έπρεπε να διεκπεραιώνεται με προσοχή απέναντι στην κοινή γνώμη και χωρίς να προκαλείται η προσοχή της δημοσιότητας, όπως αναφέρεται και στο από 18 Δεκεμβρίου του 1954 υπόμνημα της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα (Apostolopoulos, 2004, 144 κ. ε.).
Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, η Αθήνα φάνηκε έτοιμη για την οριστική ρύθμιση του ζητήματος. Όταν όμως πρότεινε στη δυτικογερμανική κυβέρνηση να διαβιβάσει επιπλέον υποθέσεις στις γερμανικές αρχές για περαιτέρω ενέργειες, εκείνη απέρριψε αρχικά την ελληνική πρόταση και έδειξε ότι προτιμούσε μια νομική ρύθμιση του ζητήματος από την ίδια την ελληνική κυβέρνηση, με το πρόσχημα ότι η πρόταση της ελληνικής πλευράς όχι μόνο θα επιβάρυνε σημαντικά τη γερμανική δικαιοσύνη, αλλά θα προκαλούσε και την κοινή γνώμη! Η αντίδραση της Βόννης στην πρόταση της Αθήνας φανέρωνε, σε κάθε περίπτωση, ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επιθυμούσε να κλείσει το ζήτημα, και όχι να προχωρήσει σε δικαστικές διαδικασίες και διώξεις επί γερμανικού εδάφους. Στις διμερείς διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα τον Ιούνιο του 1956 στη δυτικογερμανική πρωτεύουσα, και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αναβληθούν για κάποιους μήνες οι διώξεις κατά των εγκληματιών πολέμου μέχρι την ολοκλήρωση σχετικής έρευνας από τις γερμανικές αρχές, ώστε στο προσεχές διάστημα να ρυθμιστεί το θέμα οριστικά (Fleischer, 2001, 215 κ.ε.). Μετά τη λήξη της αναβολής των διώξεων και με τη γερμανική δυστοκία διεκπεραίωσης των υποθέσεων να εξακολουθεί, προέκυψε η περιβόητη υπόθεση Merten, η οποία πήρε μεγάλες διαστάσεις με αναλυτικά δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής, επιβαρύνοντας σημαντικά τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Ο Max Merten, μη γνωρίζοντας τη λήξη της αναβολής της δίωξης των εγκληματιών πολέμου, συνελήφθη με εντολή του Ανδρέα Τούση τον Απρίλιο του 1957 κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στην Ελλάδα. Το πρόσωπό του βάρυναν διάφορες κατηγορίες και κυρίως η συμμετοχή του στη μεταφορά χιλιάδων Εβραίων της Θεσσαλονίκης σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ανακίνηση του ζητήματος των εγκληματιών πολέμου με τη σύλληψη του Merten και η έκταση που δόθηκε στην υπόθεση, ήρθαν μάλλον ως απάντηση της ελληνικής πλευράς στη γερμανική κωλυσιεργία, προκειμένου το ζήτημα να ρυθμιστεί οριστικά. Εντάσσονται, δε, προφανώς στο πλαίσιο της επικείμενης τότε επίσκεψης του έλληνα πρωθυπουργού στη Γερμανία τον Νοέμβριο του 1958, που προαναφέραμε.
Η Αθήνα, η οποία δεν μπορούσε να πιέσει τη Βόννη με διώξεις εγκληματιών σε ελληνικά δικαστήρια, αφού αυτοί βρίσκονταν στη Γερμανία, βλέποντας ότι η άλλη πλευρά ήθελε να αποσιωπήσει το ζήτημα, χωρίς να είναι διατεθειμένη να αναλάβει ‒έστω προσχηματικά και τυπικά‒ τις δικαστικές διαδικασίες, αποφάσισε με τη σύλληψη του Merten να υπενθυμίσει ότι δεν ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί τόσο εύκολα από την όλη υπόθεση. Και αφού η επί της ουσίας δίωξη εγκληματιών φαινόταν ότι δεν είχε μέλλον (και σίγουρα δεν ήταν στο χέρι της Αθήνας), η ελληνική κυβέρνηση, σε μία επίδειξη Realpolitik, θα δεχόταν να κλείσει το ζήτημα εξασφαλίζοντας οικονομικά οφέλη. Με την επίσκεψη Καραμανλή, το θέμα των εγκληματιών πολέμου και η πολύ επίκαιρη τότε υπόθεση Merten έκλεισαν οριστικά (Αποστολόπουλος, 2018, 351). Η δίωξη των εγκληματιών πολέμου ανεστάλη στις αρχές του 1959 και το Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου καταργήθηκε στα τέλη του ίδιου έτους.6Το Ελληνικόν Εθνικόν Γραφείον Εγκλημάτων Πολέμου (Ε.Ε.Γ.Ε.Π.) καταργήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 4016 της 3ης Νοεμβρίου 1959 «Περί τροποποιήσεως της περί εγκληματιών πολέμου νομοθεσίας». Με αυτό, καταργούνταν ο νόμος 384/1945 και η συντακτική πράξη 73/1945, και οι αρμοδιότητες, τα αρχεία, οι δικογραφίες κατά των εγκληματιών πολέμου και ό,τι σχετιζόταν με τη δικαστική λειτουργία του Γραφείου μεταβιβάζονταν στο Εφετείο Αθηνών (Γενικά Αρχεία του Κράτους, 2011, https://greekarchivesinventory.gak.gr/index.php/u-u-485).
Εξασφαλίζοντας σημαντικά οικονομικά ανταλλάγματα, ο έλληνας πρωθυπουργός προφανώς υποσχέθηκε το οριστικό κλείσιμο του ζητήματος και τους επόμενους μήνες το επέβαλε με συνέπεια, παρά τις αντιδράσεις στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Σε λιγότερο από τρεις μήνες από την επίσκεψή του στη Δυτική Γερμανία, στις 18 Φεβρουαρίου 1959, ο Καραμανλής πέρασε από τη Βουλή των Ελλήνων τον νόμο 3933/1959 «Περί αναστολής διώξεως εγκληματιών πολέμου», με τον οποίο ανεστάλη «αυτοδικαίως» κάθε δίωξη γερμανών υπηκόων. Ο νόμος όριζε ότι αντίγραφα των δικογραφιών θα αποστέλλονταν στις γερμανικές δικαστικές αρχές. Με το δεύτερο άρθρο του νόμου, εξάλλου, αποφυλακίζονταν όσοι εξέτιαν ποινές, και οριζόταν το αδύνατο της επανόδου τους στην Ελλάδα. Με την παραίτηση της Αθήνας από τη δίωξη εγκληματιών πολέμου μπήκε μια τελεία στο ζήτημα της αντιπαράθεσης με το πολεμικό παρελθόν.
Ζήτημα αποζημιώσεων – Κατοχικό Δάνειο
Σε αντίθεση με το θέμα των εγκληματιών πολέμου, η γερμανική πλευρά δεν κατάφερε, όπως ήταν προγραμματισμένο, κατά την επίσκεψη Καραμανλή το 1958, να αποσπάσει από τον έλληνα πρωθυπουργό την υπόσχεσή του για μια οριστική παραίτηση της Ελλάδας από τις αξιώσεις της για πολεμικές αποζημιώσεις, γεγονός που είναι καταγεγραμμένο σε επίσημα γερμανικά έγγραφα. Σε ενημερωτικό σημείωμα του δυτικογερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών από το 1966, καταγράφεται παραδοχή του συμβούλου πρεσβείας α΄ βαθμού, Hermann, που είχε συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις του 1958, κατά την οποία ενώ στο γερμανικό προσχέδιο της συμφωνίας υπήρχε ρητή αναφορά στην ελληνική παραίτηση από τις αποζημιώσεις, η αναφορά αυτή εξαλείφθηκε για «άγνωστους λόγους».7Βλ. το από 23.12.1966 έγγραφο του Ομοσπονδιακού Υπουργείου των Εξωτερικών (V7 – 82.03/1/94.08) προς τα υπουργεία Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Οικονομίας, με θέμα τις ελληνικές αξιώσεις από τον Β΄ Π. Π., σε: BA, Ref. B102, Bd. 135788. Έτσι, διαψεύδεται η πεποίθηση γερμανών ιθυνόντων (η οποία έχει αναφερθεί και πρόσφατα) ότι το ζήτημα των αποζημιώσεων συμψηφίστηκε με το δάνειο των 200 εκατομμυρίων μάρκων που εξασφάλισε η κυβέρνηση Καραμανλή κατά τη διάρκεια των οικονομικών διαπραγματεύσεων του 1958 –δάνειο το οποίο βέβαια δεν χαρίστηκε, αλλά αποπληρώθηκε κανονικά.
Ένα άλλο επιχείρημα της γερμανικής πλευράς στη σχετική συζήτηση, που επανέρχεται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αφορά στην καθυστερημένη ανακίνησή του ζητήματος, υπό την έννοια ότι μισό και πλέον αιώνα αργότερα δεν μπορεί να τίθεται θέμα επανορθώσεων. Η Αθήνα, όμως, είχε εγκαίρως διεκδικήσει –ήδη μετά τη λήξη του πολέμου, κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης των Παρισίων για τις πολεμικές αποζημιώσεις τον Οκτώβριο του 1945– το ποσό των 17,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τότε, η ελληνική πλευρά, μετά από ενέργειες και των Συμμάχων, έλαβε από την ηττημένη Γερμανία 25 εκατομμύρια δολάρια σε είδος, δηλαδή υπό τη μορφή αγαθών (βιομηχανικό υλικό, μηχανήματα κλπ.). Έλαβε, συνεπώς, το 0,12 % των αξιώσεών της.8Βλ. το από 02.03.1997 υπ’ αρίθμ. 225-57 υπόμνημα της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, με θέμα σχετική συζήτηση στην ελληνική βουλή, σε: PA AA, Ref. 206, Bd. 20. Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έλαβε ουσιαστικά καθόλου πολεμικές επανορθώσεις επιβεβαιώνεται και από την αμερικανική πλευρά, βλ. National Archives and Records Administration, Rg 59, POL 27MILITARY OPERATIONS Z/1/63 GREECE: Airgram from American Embassy Athens to Department of State, “Congressional Inquiry: Status of War Reparations due Greece”, 1963.
Η κυριότερη εξέλιξη για το ζήτημα των επανορθώσεων ήρθε λίγα χρόνια αργότερα, αφού είχαν ιδρυθεί η Δυτική και η Ανατολική Γερμανία, και σε μία κρίσιμη καμπή του Ψυχρού Πολέμου. Στις 27 Φεβρουαρίου 1953 και υπό τη δυναμική παρέμβαση των Η.Π.Α., που ήθελαν μια ισχυρή οικονομικά Δυτική Γερμανία στο κέντρο της Ευρώπης, υπογράφτηκε η Συμφωνία του Λονδίνου,9Στα γερμανικά αποδίδεται ως Londoner Schuldenabkommen, ενώ είναι διεθνώς γνωστή ως London Debt Agreement (Agreement on German External Debts, London, February 27, 1953). Το κείμενο της συνθήκης διαθέσιμο σε: German_Ext_Debts_Pt_1.pdf (publishing.service.gov.uk).το άρθρο 5 εδ. β΄ της οποίας απάλλασσε τη Δυτική Γερμανία από την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων για τον τελευταίο πόλεμο μέχρι την οριστική ρύθμιση του «Γερμανικού Ζητήματος». Η συμφωνία συνομολογήθηκε από την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και από τις κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ιταλίας, της Δανίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας, της Ιρλανδίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ελβετίας, του Λουξεμβούργου, του Λιχτενστάιν, της Γιουγκοσλαβίας, του Καναδά, της Κεϋλάνης, του Ιράν, του Πακιστάν και της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης. Ειδικά όσον αφορά στις υποχρεώσεις της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η γερμανική αντιπροσωπία –επικεφαλής της οποίας ήταν ο τραπεζίτης Hermann Josef Abs, μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος της Δυτικής Γερμανίας– πέτυχε να αποδώσει μόνον ένα μικρό μέρος των οφειλών της και μόνον προς τις Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, που αποτελούσαν τότε τις τρεις δυτικές δυνάμεις κατοχής της. Το σκεπτικό πίσω από αυτήν τη συμφωνία ήταν ότι για τα πολεμικά χρέη του Τρίτου Ράιχ την ευθύνη, μετά τον πόλεμο, έφερε όλη η Γερμανία και όχι μόνον η Δυτική, απέναντι στην οποία ήγειραν αξιώσεις οι νέοι δυτικοί σύμμαχοί της. Με τα δεδομένα της δεκαετίας του 1950 και την παγιωμένη ψυχροπολεμική διαίρεση του κόσμου σε Δύση και Ανατολή, η υπόθεση παραπέμφθηκε στις «ελληνικές καλένδες» (Fleischer, 2000, 363). Στο εξής, κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, οι απαιτήσεις της ελληνικής πλευράς από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα απορρίπτονταν από τη γερμανική πλευρά με την υπόμνηση της Συμφωνίας του Λονδίνου και το επιχείρημα ότι το ζήτημα των επανορθώσεων έπρεπε να εξεταστεί μετά τη γερμανική ενοποίηση. Ωστόσο, και μετά το 1990, η ενωμένη πλέον Γερμανία εξακολουθεί να αποφεύγει συστηματικά τη σχετική συζήτηση (Surmann / Schröder, 1999, 116).10Η επανένωση της Γερμανίας επήλθε με τη Συμφωνία 2+4 (Zwei plus Vier Vertrag ή Moskauer Vertrag), που υπεγράφη στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 στη Μόσχα αφενός από τα δύο γερμανικά κράτη (Δυτική και Ανατολική Γερμανία) και αφετέρου από τις τέσσερις νικήτριες δυνάμεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Η.Π.Α., Σοβιετική Ένωση, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία). Το κείμενο της συνθήκης διαθέσιμο σε: documentArchiv.de – Zwei-plus-Vier-Vertrag (12.09.1990).
Η Βόννη δέχτηκε να διαθέσει ως «εθελούσια επανόρθωση» (και όχι ως αποζημίωση, για να μη δημιουργηθεί προηγούμενο) το ποσό των 115 εκατομμυρίων μάρκων μόνον με τη Συμφωνία της 18ης Μαρτίου 1960, και μόνον για τα θύματα του ναζισμού.11Bundesarchiv Koblenz, Ref. B136 – Bun-deskanzleramt, Bd. 1138: „Text des Vertrages zwischen der Bundesrepublik Deutschland und dem Königreich Griechenland über Leistungen zugunsten griechischer Staatsangehöriger, die von nationalso-zialistischen Verfolgungsmaßnahmen betroffen worden sind“. Τέτοιες συμφωνίες συνομολόγησε η Δυτική Γερμανία και με άλλες χώρες. Οι συμφωνίες αυτές αφορούσαν μη γερμανούς πολίτες, που δεν μπορούσαν για τυπικούς λόγους (λ.χ. υπηκοότητας) να εγείρουν αξιώσεις με βάση τις εσωτερικές νομικές ρυθμίσεις περί αποζημιώσεων του δυτικογερμανικού κράτους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η ως άνω συμφωνία αφορούσε κυρίως Έλληνες εβραϊκής καταγωγής και θύματα καταναγκαστικής εργασίας (Αποστολόπουλος, 2018, 355 κ.ε.).12Τη διαδικασία παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και οι Ηνωμένες Πολιτείες, βλ. NARA, RG 59, 662A.81, Microfilm C-0067 (R 2): Foreign Service Dispatch from the American Embassy in Athens to the Department of State, “Greek German Indemnification Agreement”, Athens, 11.5.1960. Σε υπόμνημα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών πριν τη συνεδρίαση της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της γερμανικής βουλής τον Ιανουάριο του 1961 με αναφορά και στη Συμφωνία της 18ης Μαρτίου 1960 καταγράφεται σαφώς ότι το ποσό των 115 εκατομμυρίων μάρκων αφορούσε μόνον στη συγκεκριμένη κατηγορία θυμάτων, αφήνοντας σε εκκρεμότητα τυχόν αξιώσεις για αποζημιώσεις που δεν μπορούσαν ακόμα να επιλυθούν λόγω της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953, που έθετε ως όρο την οριστική επίλυση του «Γερμανικού Ζητήματος».
Επίσης, η γερμανική πλευρά σημείωνε ότι η Αθήνα επιφυλασσόταν να εγείρει αυτές τις αξιώσεις, όταν θα μπορούσε, αποδεχόμενη ως «αυτονόητο ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν μπορεί να την αποκλείσει» αυτήν την επιφύλαξη της Ελλάδας.13Βλ. το από 25 Ιανουαρίου 1961 υπόμνημα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου των Εξωτερικών ενόψει της συνεδρίασης της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της γερμανικής βουλής την 26η Ιανουαρίου 1961, με θέμα, μεταξύ άλλων, τη ψήφιση με νόμο της Συμφωνίας της 18ης Μαρτίου 1960, σε: PA AA, Ref. 206, Bd. 133.
Όπως η γερμανική πλευρά θέλησε να παρουσιάσει τη Συμφωνία του 1960 ως «εξαίρεση» στον «κανόνα» της απαλλαγής από πολεμικές επανορθώσεις μέχρι την επίλυση του «Γερμανικού Ζητήματος», προκειμένου να μην τεθεί εν αμφιβόλω η ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ίδια διαμορφωμένη κατάσταση, έτσι και η ελληνική πλευρά, σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο, φρόντισε να καταστεί σαφές ότι το θέμα των αποζημιώσεων παρέμενε ανοικτό για μελλοντική διευθέτηση. Μάλιστα, σε εκκρεμότητα δεν παρέμεινε μονάχα το κύριο ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων (για θύματα αντιποίνων, ιδιωτικές περιουσίες, δημόσιες υποδομές, κλπ.), αλλά και η περίπτωση του κατοχικού δανείου, το οποίο είχε αποσπάσει το Τρίτο Ράιχ από τη δοσίλογη κυβέρνηση της Αθήνας. Η δανειακή σύμβαση υπεγράφη στη Ρώμη την 14η Μαρτίου 1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, Günther Altenburg και Pellegrino Ghigi αντίστοιχα, έχοντας αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του ίδιου έτους. Η σύναψη του δανείου έγινε χωρίς την παρουσία της ελληνικής πλευράς, η οποία ενημερώθηκε σχετικά εννιά ημέρες αργότερα και στην οποία η δανειακή σύμβαση επιβαλλόταν ως υποχρεωτικά εκτελεστή. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι τα χρήματα του δανείου δεν προορίζονταν για τη συντήρηση των κατοχικών στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια, τα έξοδα των οποίων επιβαρύνουν την κατεχόμενη χώρα και στην προκειμένη περίπτωση είχαν οριστεί στο ποσό του 1,5 δισεκατομμυρίου δραχμών μηνιαίως.14Βλ. το από 23 Σεπτεμβρίου 1964 ενημερωτικό σημείωμα (VI A/1-0 1266 Griech -15-64) του Διευθυντή στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, Dr. Féaux de la Croix, προς τον Διευθυντή στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, Dr. Reinhardt, με θέμα τις ελληνικές αξιώσεις για επανορθώσεις από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε: BA, Ref. B102, Bd. 135788.Το δάνειο αφορούσε πληρωμές εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος για επιπλέον ανάγκες του Τρίτου Ράιχ, με αποτέλεσμα για κάποια περίοδο να χρηματοδοτείται με τον τρόπο αυτόν ακόμα και η εκστρατεία του Erwin Rommel στην Αφρική. Οι δανειακές αναλήψεις είχαν τη μορφή μηνιαίων προκαταβολών, το ύψος και η διάρκεια των οποίων, καθόλου τυχαία, δεν είχαν προσδιοριστεί στη σύμβαση. Σύντομα, θα γινόταν σαφές ότι η γερμανική πλευρά θα έκανε αναλήψεις χωρίς περιορισμούς, ανάλογα με τις ανάγκες της. Είναι χαρακτηριστικό ότι τους τρεις πρώτους μήνες που ακολούθησαν μετά τον Μάρτιο του ’42, οι συνολικές αναλήψεις ξεπέρασαν το δεκαπλάσιο των «εξόδων κατοχής», και τους επόμενους τρεις μήνες το εικοσαπλάσιο. Επόμενο ήταν ότι υπό τέτοιες συνθήκες η ελληνική οικονομία υφίστατο ανυπολόγιστες καταστροφές και η δραχμή σχεδόν έπαυε να υπάρχει ως νόμισμα, γεγονός που επρόκειτο να υποθηκεύσει την οικονομική ζωή της χώρας για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο. Πάντως, η ελληνική κυβέρνηση συμμορφώθηκε άμεσα, με τον υπουργό των Οικονομικών να δίνει εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος να αρχίσει να καταβάλει τις δανειακές προκαταβολές. Με τροποποιήσεις της αρχικής σύμβασης το δάνειο μετατράπηκε από αναγκαστικό σε συμβατικό, ενώ ορίστηκε ότι τα δανειακά ποσά θα ήταν αναπροσαρμοζόμενα και θα άρχιζαν να επιστρέφονται από τον Απρίλιο του 1943. Μάλιστα, ο Άξονας, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, κατέθεσε κάποια ποσά σε δύο ειδικούς λογαριασμούς (Ετμεκτσόγλου, 2000, 66), πράγμα που αποδεικνύει ότι υπολάμβανε τις καταθέσεις αυτές ως εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του έναντι της Ελλάδας.
Το συνολικό ύψος του δανείου, κατά τον ίδιο τον Günther Altenburg, πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα, ανερχόταν σε 476 εκατομμύρια μετακατοχικά μάρκα (Fleischer, 2000, 365), και κατά την Τράπεζα της Ελλάδος σε 228 εκατομμύρια δολάρια του 1944 (η αναλογία μάρκου-δολαρίου εκείνη την εποχή ήταν περίπου ένα προς δύο). Σύμφωνα με τον κατοχικό υπουργό Γκοτζαμάνη (1954, 14), η Ιταλία είχε λάβει 64.800.000 δολάρια και η Γερμανία 160.000.000 δολάρια, ενώ ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος (1945, 37 κ.ε.), το 1945, υπολόγισε το εναπομείναν χρέος σε 210.602.400 δολάρια. Το ποσό, γενικά, επιβεβαιώνεται από όλες τις πλευρές. Από τη στιγμή που το επίσημο κεφάλαιο του δανείου είναι καταγεγραμμένο, ο υπολογισμός του χρέους με σημερινές τιμές είναι απλός, εάν υπολογιστούν οι ανατιμήσεις και οι τόκοι. Σύμφωνα με έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το ποσό του κατοχικού δανείου ανέρχεται σήμερα σε περισσότερα από 10 (σχεδόν 11) δισεκατομμύρια ευρώ (Τσώλης, 11.1.2015). Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, που επανέρχεται αρκετά συχνά στη δημόσια συζήτηση (ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, όπως μετά το 2010), αφήνει ανοικτούς λογαριασμούς σε σχέση με το πολεμικό παρελθόν. Μέχρι το 1990, η γερμανική πλευρά μπορούσε εύκολα να απορρίπτει αξιώσεις πρώην κατεχόμενων χωρών, ούσα παράλληλα συνεπής και με το Διεθνές Δίκαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες σε όλα τα ενημερωτικά σημειώματα του Υπουργείου Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας, που αφορούσαν στο ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, προτεινόταν στους εμπλεκόμενους σε διαπραγματεύσεις και διμερείς επαφές αξιωματούχους, κάθε φορά που η ελληνική πλευρά έθετε το εν λόγω θέμα, η γερμανική επιχειρηματολογία να επικεντρώνεται στις ευνοϊκές για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση διατάξεις του Συμφώνου του Λονδίνου του 1953.
Ωστόσο, μετά τη γερμανική επανένωση, όχι μόνον δεν υφίσταται πια κανένα επιχείρημα για αποφυγή της σχετικής διαπραγμάτευσης, ειδικά όσον αφορά στο κατοχικό δάνειο, αλλά θα μπορούσε κανείς να πει ότι η συνεπής επίκληση της Συμφωνίας του Λονδίνου από τη γερμανική πλευρά τόσες δεκαετίες, την δεσμεύει τώρα ξεκάθαρα να φροντίσει για την επίλυση του ζητήματος. Βέβαιο είναι ότι η γερμανική άρνηση αφήνει σε εκκρεμότητα την εξομάλυνση του πολεμικού παρελθόντος (Vergangenheitsbewältigung).
Η πορεία προς την Ενωμένη Ευρώπη
Σε αντίθεση με τις εκκρεμότητες από το πολεμικό παρελθόν, η διμερής συνεργασία υπήρξε απόλυτα επιτυχής στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως ένα από τα έξι ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), το 1957, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιδίωξη της Ελλάδας να ενταχθεί στην Ενωμένη Ευρώπη, ενόσω η Αθήνα ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 επιχειρούσε να εξαργυρώσει και στο πεδίο αυτό τον ρόλο του «ακρογωνιαίου λίθου» του Ν.Α.Τ.Ο. Σχεδόν αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, στις 7 Ιουλίου 1957, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του έλληνα υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, Παναγή Παπαληγούρα, στη Βόννη, και συγκεκριμένα σε συζητήσεις που έλαβαν χώρα στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας, τέθηκε στο τραπέζι των διμερών επαφών η ελληνική επιθυμία για σύνδεση με την Ε.Ο.Κ.15Βλ. το από 16 Ιουλίου 1957 υπόμνημα επί της συζήτησης κατά την επίσκεψη στις 7 Ιουλίου του έλληνα υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας, Παναγή Παπαληγούρα, στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας, σε: PA AA, Ref. 412, Bd. 173. Η ευνοϊκή στάση της Δυτικής Γερμανίας απέναντι σε μία τέτοια προοπτική επέτρεψε στην ελληνική κυβέρνηση δύο χρόνια αργότερα, στις 27 Ιουλίου 1959, να καταθέσει επίσημη αίτηση προς την Κοινότητα. Λίγες ημέρες αργότερα, ο δυτικογερμανός αντικαγκελάριος και υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Ludwig Erhard, χαιρέτισε την κίνηση αυτήν, επιβεβαιώνοντας τη θετική γερμανική στάση για την έναρξη των διαπραγματεύσεων (Σβολόπουλος, 2005.4, 148). Οι όποιες δυσκολίες προέκυψαν, αντιμετωπίστηκαν σε υψηλό επίπεδο και με απευθείας συνεννόηση του έλληνα πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τον ομοσπονδιακό καγκελάριο, Konrad Adenauer. Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε στα τέλη του καλοκαιριού του 1960, και μάλιστα σε μια κρίσιμη καμπή των διαπραγματεύσεων. Σε αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών, ο Καραμανλής ζήτησε, τον Αύγουστο του 1960, την ενεργό υποστήριξη της Βόννης, προκειμένου να υπερκεραστούν οι αρνητικές αντιδράσεις κρατών-μελών της Κοινότητας, και κυρίως της Ιταλίας, στο ζήτημα της εξαγωγής ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Στο αίτημά του για δυτικογερμανική υποστήριξη ο έλληνας πρωθυπουργός τόνιζε εξάλλου τη σημασία της εξαγωγής καπνού προς τη Γερμανία για την ελληνική οικονομία και επιπλέον την ανάγκη επαρκούς χρηματοδότησης, προκειμένου όχι μόνο να ανταποκριθεί η Ελλάδα στις υποχρεώσεις της προς την Ε.Ο.Κ., αλλά κυρίως να μπορεί να παραμείνει σταθερά «δεμένη» στη Δύση (Σβολόπουλος, 2005.4, 386 κ.ε.). Η υποστήριξη της Βόννης υπήρξε ξεκάθαρη σε όλα τα στάδια των διαπραγματεύσεων16Βλ. επιστολή της 28ης Φεβρουαρίου 1961 του ομοσπονδιακού καγκελάριου, Konrad Adenauer, προς τον έλληνα πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή, σε (άκρως απόρρητο) τηλεγράφημα του έλληνα πρέσβη στη Βόννη, Θεμιστοκλή Τσάτσου, μεταφρασμένο από τα γερμανικά σε: Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή / Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, Φάκελος 14Α / 000385. Το ίδιο, επίσης, σε: Bundesarchiv (Koblenz), Ref. B102, 12164-2.και τελικά η ελληνική προσπάθεια ευοδώθηκε στις 9 Ιουλίου 1961, με τη Συμφωνία Σύνδεσης να τίθεται σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1962. Ήταν η πρώτη συμφωνία σύνδεσης της Ε.Ο.Κ. με τρίτο κράτος, γεγονός που έδειχνε τη σημασία που απέδιδαν τα κράτη-μέλη της Κοινότητας, και η Δύση συνολικά, στην Ελλάδα (Μπότσιου, 2010, 307· Botsiou, 2010, 305).
Στο επόμενο διάστημα από την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης, η Αθήνα έδειξε ξεκάθαρα ότι αναγνωρίζει τη συμβολή της Βόννης στην όλη διαδικασία και την κατανόηση που έδειξε στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας. Στο επίπεδο των διμερών σχέσεων, η Ελλάδα εξέφραζε την ευγνωμοσύνη της για τον υποδειγματικό τρόπο με τον οποίο η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις. Η δυτικογερμανική αποτίμηση της Συμφωνίας για τις διμερείς σχέσεις συνοψιζόταν σε τηλεγράφημα του Adenauer προς τον Καραμανλή, όπου εξέφραζε την πεποίθηση ότι η σύνδεση της Ελλάδας με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όχι μόνον θα είχε οικονομικά οφέλη για την Ελλάδα και τη Γερμανία, αλλά θα συνεισέφερε και στην ενδυνάμωση της «ελεύθερης Ευρώπης».17„Der Bundeskanzler zur Assoziierung Griechenlands mit der EWG“, in: Bulletin des Presse- und Informationsamtes der Bundesregierung vom 3. November 1962, Nr. 204, 1735. Ο επόμενος γύρος στην πορεία προς την Ενωμένη Ευρώπη, αυτή τη φορά για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ., ξεκίνησε αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, το 1974. Από την ελληνική πλευρά πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον έλληνα πολιτικό επεδίωκε την ένωση με την Ευρώπη όχι μόνον για οικονομικούς, αλλά και για εθνικούς λόγους. Αυτός ήταν άλλωστε και ο κύριος υπεύθυνος για το γεγονός ότι η Ελλάδα προσέγγισε την Κοινότητα ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1950, αμέσως δηλαδή μετά την ίδρυσή της. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα εξασφάλιζε για την Ελλάδα τη σταθερότητα της δημοκρατίας και κυρίως την ασφάλεια (Svolopoulos, 1990, 143). Και στη νέα αυτή προσπάθεια κρίθηκε και πάλι απαραίτητη η συνεισφορά του «γερμανικού παράγοντα», που έπαιζε πλέον ακόμα πιο σημαντικό ρόλο στον ευρωπαϊκό χώρο και στον κόσμο (Pengas, 1992, 49 και Σβολόπουλος, 2005.10, 386 κ.ε.). Στις 12 Ιουνίου 1975 υποβλήθηκε η επίσημη αίτηση της Ελλάδας για πλήρη ένταξη.18Βλ. την από 12 Ιουνίου 1975 επιστολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον G. Fitzgerald, (στα γαλλικά), καθώς και το από 13 Ιουνίου 1975 δελτίο τύπου της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σε: PA AA, Ref. 410, Bd. 105611. Έξι περίπου μήνες αργότερα φάνηκαν οι πρώτες δυσκολίες του εγχειρήματος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωμοδότησε μεν θετικά στις 28 Ιανουαρίου 1976, πρότεινε όμως προενταξιακή μεταβατική περίοδο πριν από την πλήρη θεσμική ενσωμάτωση της χώρας. Το επιχείρημα της Επιτροπής ήταν ότι θα έπρεπε να δοθεί χρόνος, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Η γνωμοδότηση αυτή, εάν υλοποιείτο, ήταν βέβαιο ότι θα καθυστερούσε την ενταξιακή πορεία της Ελλάδας. Γι’ αυτό, ο Καραμανλής, όπως και στο παρελθόν, αξιοποίησε το προσωπικό του κύρος, για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες. Με παρέμβασή του προς τις κυβερνήσεις των εννέα κρατών-μελών, και ιδιαίτερα προς τη γαλλική και τη γερμανική, η πρόταση της Επιτροπής απορρίφθηκε (Μπότσιου, 2010, 311 / Botsiou, 2010, 310). Έτσι, τον Ιούλιο του 1976 άρχισαν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Έναν χρόνο περίπου αργότερα χρειάστηκε νέα παρέμβαση του έλληνα πρωθυπουργού. Αυτή τη φορά, κατά τη διάρκεια του 1977, έπρεπε να αποφευχθεί η συσχέτιση της ελληνικής ένταξης στην Ε.Ο.Κ. με την ένταξη των κρατών της Ιβηρικής Χερσονήσου, αφού περίπου την ίδια περίοδο η Ισπανία και η Πορτογαλία υπέβαλαν σχετικά αιτήματα. Η δυτικογερμανική επιρροή υπήρξε σε αυτή τη φάση ιδιαίτερα καθοριστική για την απρόσκοπτη συνέχιση της ενταξιακής πορείας της Ελλάδας. Ο καγκελάριος Helmut Schmidt διαβεβαίωσε τον Καραμανλή ότι κατανοούσε τις ανησυχίες του, ενώ και ο αντικαγκελάριος και υπουργός των Εξωτερικών Hans Dietrich Genscher διαβεβαίωσε την ελληνική κυβέρνηση σε συζητήσεις κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα ότι μπορούσε να υπολογίζει στην υποστήριξη της Βόννης (Σβολόπουλος, 2005.9, 428 κ.ε.). Οι δηλώσεις των Γερμανών είχαν ιδιαίτερη αξία, αφού αποτύπωναν την εμπιστοσύνη που έδειχναν στις θέσεις του έλληνα πρωθυπουργού. Σημειωτέον ότι ο Καραμανλής είχε μεν κατά κάποιον τρόπο «εξασφαλισμένη» τη γαλλική θετική στάση, λόγω και της μακράς φιλίας του με τον γάλλο πρόεδρο, Valéry Giscard d’Estaing. Ωστόσο, η γνωριμία του με τον Schmidt ήταν ακόμη πρόσφατη στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Πάντως, το γεγονός ότι ο δυτικογερμανός καγκελάριος θεωρούσε δεδομένη την αίσια κατάληξη των διαπραγματεύσεων, φάνηκε ξεκάθαρα κατά την επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στη Δυτική Γερμανία, την άνοιξη του 1978, όταν εξέφρασε την επιθυμία οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις να ολοκληρωθούν, όσο διαρκούσε ακόμη η γερμανική προεδρία στην Κοινότητα, δηλαδή μέχρι το τέλος του ίδιου έτους.19Βλ. το από 3 Μαΐου 1978 σημείωμα επί των συνομιλιών του ομοσπονδιακού καγκελάριου με τον πρωθυπουργό Καραμανλή στην Καγκελαρία, στις 3 Μαΐου 1978, σε: PA AA, Ref. 410, Bd. 121687. Οι τελευταίες δυσκολίες στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις προέκυψαν στην τελική και πιο κρίσιμη φάση, στα τέλη του 1978, όταν έπρεπε να δοθούν ικανοποιητικές λύσεις σε τρία σημαντικά ζητήματα: (α) στη διάρκεια εφαρμογής των μεταβατικών μέτρων, (β) στη γεωργία και (γ) στην κοινωνική πολιτική. Στις 12 Δεκεμβρίου, ο Καραμανλής κάλεσε στο γραφείο του τους ξένους πρέσβεις και τους επέδωσε κοινή επιστολή προς τους ηγέτες των εννέα κρατών-μελών. Στη συνάντηση αυτή κατέστησε σαφές ότι η Ελλάδα επεδίωκε μεν να ενταχθεί στην Ε.Ο.Κ., αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει παραχωρήσεις που θα έθιγαν τα συμφέροντα και την εθνική της αξιοπρέπεια. Ο δυτικογερμανός πρέσβης διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνησή του και οι κυβερνήσεις των άλλων κρατών-μελών ήταν διατεθειμένες να κάνουν ό,τι χρειαστεί, προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που ανέκυψαν στο τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων (Σβολόπουλος, 2005.10, 406 κ. ε.). Η στάση αυτή επαληθεύτηκε στις διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα στις Βρυξέλλες στις 20 Δεκεμβρίου 1978, με αποτέλεσμα η συμφωνία για την ένταξη της Ελλάδας, ως δέκατου μέλους της Ε.Ο.Κ., να συνομολογηθεί την επόμενη κιόλας ημέρα. Ο έλληνας πρωθυπουργός, αναγνωρίζοντας τη δυτικογερμανική συμβολή, έστειλε άμεσα, στις 22 Δεκεμβρίου, ευχαριστήρια επιστολή προς τον ομοσπονδιακό υπουργό Εξωτερικών, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στη συμβολή του ιδίου στην επιτυχία των διαπραγματεύσεων.20Βλ. την από 22 Δεκεμβρίου 1978 επιστολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον ομοσπονδιακό υπουργό Εξωτερικών, σε: PA AA, Ref. 410, Bd. 121689. Έτσι, στις 28 Μαΐου του 1979 υπογράφτηκε στην Αθήνα, δεκαοκτώ χρόνια μετά τη Σύνδεση, η Πράξη Προσχώρησης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ., παρουσία των πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών των κρατών-μελών της. Μετά από ενάμιση χρόνο, την 1η Ιανουαρίου 1981 η Ελλάδα έγινε το δέκατο μέλος της Κοινότητας, πέντε χρόνια πριν από την ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι οποίες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπέβαλαν ανάλογη αίτηση σχεδόν μαζί με την Ελλάδα. Με την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. εξέφρασαν την ικανοποίησή τους και οι δύο γερμανοί πρωταγωνιστές, Helmut Schmidt και Hans Dietrich Genscher. Παρά τις οικονομοτεχνικές δυσκολίες, και ενώ η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. θα μεταφραζόταν ασφαλώς σε υψηλότερη γερμανική συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό, η Βόννη τάχθηκε για πολιτικούς λόγους υπέρ της ένταξής της στην Κοινότητα (Αποστολόπουλος, 2010, 286· Apostolopoulos, 2010, 284).
Σημαντικό ρόλο ασφαλώς έπαιξαν και οι διαπροσωπικές σχέσεις. Η προσωπική σχέση του Καραμανλή με τον Schmidt (Schmidt 1990, 407), όπως στο παρελθόν με τον Adenauer, ο σεβασμός, η κατανόηση και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους, και η ασφαλώς θετική επιρροή του γάλλου προέδρου Giscard d’Estaing, ήταν στοιχεία καθοριστικά, όσον αφορά στην τήρηση συγκεκριμένης στάσης εκ μέρους της Γερμανίας. Έτσι, η ελληνική προσπάθεια για ένταξη ευοδώθηκε, καθώς αντιμετωπίστηκε με κριτήρια πολιτικά από τον γαλλο-γερμανικό άξονα (Μπότσιου, 2010, 310· Botsiou, 2010, 309). Από τη δεκαετία του 1980 μέχρι και σήμερα οι σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας (πολιτικές, οικονομικές και πολιτισμικές) εξελίχθηκαν και συνεχίζουν να εξελίσσονται στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Η συνεργασία των δύο χωρών έγινε ιδιαίτερα στενή, παρά τις κατά καιρούς έντονες διαφωνίες, όπως η αντιπαράθεση μεταξύ του έλληνα πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και του καγκελάριου Helmut Kohl σε διάσκεψη κορυφής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με αντικείμενο την ελληνική πρόταση για μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση των ασθενέστερων περιοχών των μεσογειακών χωρών (Αποστολόπουλος, 2010, 287· Apostolopoulos, 2010, 285), ή η διαφωνία σχετικά με το μέλλον των Βαλκανίων στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με τη Γερμανία να επιμένει στην άμεση αναγνώριση από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των δημοκρατιών της Σλοβενίας και της Κροατίας, την ώρα που η Ελλάδα υποστήριζε τη διατήρηση της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας (Αποστολόπουλος, 2015, 614).
Συμπεράσματα
Στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα και σε μια πραγματικά περίπλοκη και δύσκολη συγκυρία για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και όλο τον κόσμο, με προβλήματα οικονομικά και κοινωνικά, και με μια Ευρωπαϊκή Ένωση που, μετά τα άλματα των τελευταίων δεκαετιών, δείχνει τώρα να έχει χάσει τον βηματισμό της, η Ελλάδα και η Γερμανία χρειάζεται να λάβουν υπόψη τους τα κρίσιμα διδάγματα που ανακύπτουν μέσα από τη μελέτη της πορείας των διμερών τους σχέσεων από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έως σήμερα. Στην Ελλάδα, που αρκετές φορές και σε μη ευνοϊκές για τη χώρα καταστάσεις γίνεται αβασάνιστα επίκληση στερεοτύπων που έχουν σχέση με το πολεμικό παρελθόν και την Κατοχή, χρειάζεται να υπενθυμίζεται επαρκώς ότι η στενή συνεργασία με τη Γερμανία –σε οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο– υπήρξε συνειδητή επιλογή των μεταπολεμικών κυβερνήσεων (Ε.Ρ.Ε., Ένωση Κέντρου, Νέα Δημοκρατία, ΠΑ.ΣΟ.Κ., κ.λ.π.). Προφανώς, αυτό έγινε με γνώμονα το συμφέρον της χώρας. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να λαμβάνεται υπόψη ότι, παρά τις διαφορές των δύο χωρών σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (ελληνοτουρκικά, Βαλκάνια κλπ.), στην πορεία της προς την ενωμένη Ευρώπη η Ελλάδα είχε πάντοτε την υποστήριξη της Γερμανίας, του Konrad Adenauer για τη σύνδεση με την Ε.Ο.Κ., του Helmut Schmidt για την πλήρη ένταξη, αλλά και πιο πρόσφατα του Gerhard Schröder για την ένταξη στη ζώνη του ευρώ. Από την άλλη πλευρά, η κοινή γνώμη της Γερμανίας και η κυβέρνηση του Βερολίνου δεν λαμβάνουν υπόψη τους, όσο θα έπρεπε, ότι το παρελθόν του καταστροφικού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είναι τόσο μακριά, όσο κάποιοι θέλουν να νομίζουν, ενώ είναι σαφές ότι η Ελλάδα ποτέ δεν αποζημιώθηκε ουσιαστικά για την ολοσχερή καταστροφή που υπέστη τότε. Η ίδια η ηττημένη Γερμανία αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη επιείκεια στο μεταπολεμικό ψυχροπολεμικό σκηνικό, κυρίως από μεγάλες χώρες, όπως οι Η.Π.Α., αλλά και από μικρές, όπως η Ελλάδα. Όπως είχε άλλωστε επισημάνει το 1987 ο τότε γερμανός πρόεδρος, Richard von Weizsäcker, οι Έλληνες, παρά τις συμφορές του πολέμου και της Κατοχής, ήταν αυτοί που «πρώτοι άπλωσαν το χέρι στον αντίπαλο» μεταπολεμικά (Europa-Archiv, 1987, 133).