Ο Γιόχαν Γκέοργκ φον Χάαν (Johann Georg von Hahn, 1811–1869) έπαιξε σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στο γερμανόφωνο και τον ελληνόφωνο χώρο όχι μόνον ως νομικός, αλλά και ως διπλωμάτης, εθνολόγος και μεταφραστής.
Μετά από τις νομικές σπουδές του στο Γκίσεν και τη Χαϊδελβέργη, ο Χάαν εντάχθηκε στην υπηρεσία του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδας. Εκεί συμμετείχε αρχικά από τη θέση υπουργικού δημοσίου υπαλλήλου στην οικοδόμηση του ελληνικού δικαίου. Στη συνέχεια λειτούργησε ως δικαστής στην Πελοπόννησο (Ναύπλιο και Τριπολιτσά) και στην Εύβοια (Χαλκίδα), μέχρι να απολυθεί από τη θέση του ως συνέπεια της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Κατά τα επόμενα χρόνια, ο Χάαν εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα ως εντεταλμένος διοικητής του πρωσικού προξενείου στην Αθήνα, μέχρι να αναγορευτεί το 1847, μετά από σύσταση του Άντον Πρόκες φον Όστεν (Anton Prokesch von Osten), σε υποπρόξενο της Αυστρίας στα Ιωάννινα, να αναβαθμισθεί ακολούθως το 1851 σε πρόξενο στη Σύρο και τελικά, το 1868, σε Γενικό Πρόξενο στην Αθήνα.
Κατά τη θητεία του ως αυστριακού διπλωμάτη προώθησε διάφορα συγκοινωνιακά έργα όπως την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής από το Βελιγράδι στη Θεσσαλονίκη, τη βελτίωση των ακτοπλοϊκών συνδέσεων της Τεργέστης και την έναρξη της κατασκευής της διώρυγας της Κορίνθου (που ολοκληρώθηκε τελικά μόλις περί τα τέλη του 19ου αιώνα), αλλά και τη δημιουργία ενός δικτύου μετεωρολογικών παρατηρήσεων στο Αιγαίο Πέλαγος.
Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης παραμονής του στην Ελλάδα και την περιοχή της υπό οθωμανικής κυριαρχίας Ηπείρου, ο Χάαν ανέπτυξε ταυτόχρονα και μια ευρεία επιστημονική δραστηριότητα, που δεν περιοριζόταν μόνο στην ελληνική αλλά επεκτεινόταν προπάντων και στην αλβανική γλωσσολογία, λαογραφία και σε τοπικές σπουδές. Στο πλαίσιο αυτό προέκυψαν μεταξύ άλλων το Ταξίδι από το Βελιγράδι στη Θεσσαλονίνη (Reise von Belgrad nach Salonik,1858) και το Ταξίδι μέσω των περιοχών του Δρίνου και του Βαρδάρη (Reise durch die Gebiete des Drin und Wardar, 1863), κυρίως όμως η δίτομη έκδοση Ελληνικά και Αλβανικά Παραμύθια (Griechische und albanesische Märchen, 1864). Η τελευταία δεν ήταν απλώς η πρώτη έκδοση ελληνικών (και αλβανικών) παραμυθιών σε γερμανική μετάφραση, αλλά με την εισαγωγή της πάνω στην θεωρία του παραμυθιού και την ευρύτατη βιβλιογραφία και τις υποσημειώσεις της, ικανοποιούσε τις απαιτήσεις και του επιστημονικά εξειδικευμένου κοινού. Για τη σημασία αυτού του από επιστημονική-μεταφραστική άποψη ‘πρωτοποριακού επιτεύγματος’ ο Gerhard Grimm, βιογράφος του Χάαν, παρατηρεί: «Ο πλούτος του σε επιμελώς σημειούμενες λεπτομέρειες είναι πραγματικά ανεξάντλητος, αξίζει δε ακόμη μεγαλύτερης αναγνώρισης, δεδομένου ότι ο συγγραφέας τους, υπηρετώντας σε θέσεις ευθύνης, ήταν αποκομμένος από τις μεγάλες βιβλιοθήκες και τη λόγια συζήτηση» (Grimm 1976, σελ. 114).
Μετάφραση από τα γερμανικά: Αντώνης Οικονόμου