Βιογραφικό υπόβαθρο
Προσπαθώντας κανείς να διερευνήσει τη διάχυση και απήχηση των ακροδεξιών ιδεών κατά την περίοδο της επέλασης του «ιστορικού φασισμού» από τα τέλη του Α΄ μέχρι τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διαπιστώνει σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες μια έντονη επιλεκτικότητα της συλλογικής μνήμης. Συχνά επικράτησαν τάσεις απόσεισης των ευθυνών για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις χειρότερες ακρότητες του φασισμού. Παράλληλα, παγιώθηκαν συναφείς εθνικοί μύθοι, όπως αυτός του «καλού Ιταλού»1«Italiani brava gente»· βλ. επί παραδείγματι Fogu, 2006., ή ανορθώθηκαν τείχη σιωπής –ή και άρνησης– σαν τη θέση περί της (υποτιθέμενα φυσικής και αυτονόητης) απουσίας του φασισμού από την προπολεμική Γαλλία λόγω «ανοσίας» της γαλλικής κοινωνίας σε τέτοια φαινόμενα.2Επρόκειτο για μία επικρατούσα άποψη που, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, κατάφεραν σταδιακά να διαρρήξουν με το έργο τους κυρίως μη γάλλοι μελετητές, όπως ο Ζεέβ Στέρνχελ [Zeev Sternhell], ο Ρόμπερτ Σουσύ [Robert Soucy] και ο Κέβιν Πάσμορ [Kevin Passmore]. Βλ. Jenkins 2015, 6–8 για μία πρόσφατη πραγμάτευση του λεγόμενου immunitythesis στο πλαίσιο της συζήτησης για τη στιγμή των σημαντικότερων και βιαιότερων πολιτικών κινητοποιήσεων στη μεσοπολεμική Γαλλία, ήτοι για το Φεβρουάριο του 1934, η ανάλυση του οποίου είναι κομβική για την κατανόηση του γαλλικού φασισμού. Βλ. και μία επισκόπηση του ιστοριογραφικού διαλόγου γύρω από το ζήτημα μέχρι περίπου το 2010 σε Angenot, 2011.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι ροπές αυτές διαπλέχθηκαν με –και περιπλέχθηκαν από– το ιστορικό γεγονός της στοίχισης της χώρας με το στρατόπεδο των Συμμάχων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ιστοριογραφική τάση να προσεγγίζεται η μεταξική δικτατορία ως αυταρχικό καθεστώς με μόνο εξωτερικές ομοιότητες προς το φασισμό. Η κατάσταση αυτή συνέτεινε στην ιδιαιτέρως ανεπαρκή γνώση για εκείνους που προωθούσαν μια ελληνική εκδοχή του φασισμού μέχρι το 1945. Το παρόν κείμενο φιλοδοξεί να προσθέσει μια ψηφίδα στη θραυσματική εικόνα του ελληνικού μεσοπολεμικού φασισμού, ανατρέχοντας στο μεταφραστικό έργο μιας ελληνίδας διανοούμενης που έδρασε ως δίαυλος για τη μεταφορά ακροδεξιάς και κυρίως εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας από τη Γερμανία στην Ελλάδα.
Η Σίτσα Καραϊσκάκη (1897-1987) γεννήθηκε στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας και κατέφυγε στη Μυτιλήνη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπου συνδέθηκε με τους τοπικούς λογοτέχνες και διανοουμένους. Έναν χρόνο αργότερα, με τη βοήθεια του νεοελληνιστή και γραμματέα του ελληνικού Προξενείου του Μονάχου, Αλεξάντερ Στάινμετς [Alexander Steinmetz],3Στοιχεία για τον βίο και τη σχετική με την Ελλάδα δράση του Στάινμετς βλ. Κριαράς, 2001· Schellinger, 2010. εγκαταστάθηκε στο Μόναχο για σπουδές, εργαζόμενη παράλληλα και αυτή ως προξενική υπάλληλος (Αρχείο Μεταξά, φάκ. 43, φ. 121). Σύμφωνα με όσα δηλώνει η ίδια στο βιογραφικό που απέστειλε στον Ιωάννη Μεταξά κατά τη διάρκεια της τεταρταυγουστιανής δικτατορίας, η Καραϊσκάκη αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου του Μονάχου το 1928, ενώ η κατάρτισή της, που προεκτεινόταν στα πεδία της παιδαγωγικής, ψυχολογίας και δημοσιογραφίας, συμπληρώθηκε στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης, της Βιέννης και της Πράγας (Αρχείο Μεταξά, φάκ. 43, φ. 121). Στα 1938 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα (Αρχείο Μεταξά, φάκ. 43, φ. 120), όπου και παρέμεινε μέχρι το 1944, συνεργαζόμενη μετά την εισβολή της Βέρμαχτ με τις αρχές κατοχής. Έπειτα ακολούθησε τη λεγόμενη Κυβέρνηση Τσιρονίκου στη φυγή της προς το Ράιχ, αρχικά στη Βιέννη και μετά στην ανατολική Γερμανία. Καθώς στην Ελλάδα καταδικάστηκε ερήμην δις εις θάνατον για καταδοτική και προπαγανδιστική δράση (Κουσουρής, 2014, 472), δεν επέστρεψε παρά μόνο μετά από παροχή αμνηστίας στη δεκαετία του ‘60 (Ποσάντζη, 2015, 489).
Στη δεκαετία του 1920 η Καραϊσκάκη φλέρταρε για ένα διάστημα με τον κομμουνισμό (Πετρόπουλος, 30.12.2015), για να καταλήξει εμμανής ναζίστρια, ιδιότητα την οποία δεν αποκήρυξε έως το τέλος της ζωής της. Ενώ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920 εμφανιζόταν συχνά σε έντυπα όπως Ο Νουμάς και η Καμπάνα του Στράτη Μυριβήλη με λογοτεχνικές απόπειρες ή άρθρα και ανταποκρίσεις, τα επόμενα χρόνια φαίνεται να ήταν κάπως αποστασιοποιημένη από τα ελληνικά πράγματα, μέχρι τουλάχιστον την αναρρίχηση του Χίτλερ στην καγκελαρία. Παρά τις πληροφορίες που αναπαράγονται κυρίως σε βιβλία δημοσιογραφίζουσας ιστοριογραφίας που αφορούν στις ελληνικές φασιστικές οργανώσεις του Μεσοπολέμου ή/και στην περίοδο της Κατοχής (π.χ. Χονδροματίδης, 2013, Κούκουνας, 2015), αδιερεύνητες κατ’ ουσίαν παραμένουν πολλές πτυχές της δράσης της Καραϊσκάκη. Ζητήματα που χρήζουν επαλήθευσης είναι επί παραδείγματι το καθεστώς και η διάρκεια απασχόλησής της από το γερμανικό Υπουργείο Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας, καθώς και οι ακριβείς σχέσεις της με το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP) και με υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος, ιδίως τους Γιόζεφ Γκέμπελς [Joseph Goebbels] και Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ [Alfred Rosenberg]. Βεβαιότερο πάντως είναι ότι διέμεινε για κάποια χρόνια στο Βερολίνο,4Βλ. ενδεικτικά τον κατάλογο διευθύνσεων κατοίκων και επιχειρήσεων του Βερολίνου μεταξύ 1935 και 1937 (BerlinerAdreßbuch,1935, 1166, BerlinerAdreßbuch, 1936, 1199, και BerlinerAdreßbuch,1937, 1228). όπου ανέλαβε μάλιστα να συνδράμει την ελληνική αντιπροσωπεία κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936.5Για σχετικές πληροφορίες και φωτογραφική καταγραφή της Καραϊσκάκη με μέλη της ελληνικής αθλητικής αποστολής βλ. Χονδροματίδης, 2013· Κούκουνας, 2015· Πετρόπουλος, 30.12.2015.
Οργάνωση Εθνικού Κυρίαρχου Κράτους (Ο.Ε.Κ.Κ.)
Η Καραϊσκάκη άρχισε περιστασιακά να κάνει την εμφάνισή της στις επιφυλλίδες της εφημερίδας Πρωία από τις αρχές του 1933 (Καραϊσκάκη, 27.1.1933) μέχρι τουλάχιστον το θέρος της ίδιας χρονιάς (Καραϊσκάκη, 8.8.1933). Παράλληλα, επιδόθηκε σε ζωηρή παρασκηνιακή δραστηριότητα με προσπάθεια συμπόρευσης με τον Γιώργο Θεοτοκά και τον κύκλο του περιοδικού Ιδέα μέσω επιστολών (Λαδογιάννη, 2007, 315), ενώ σε συντονισμό με αξιωματούχους της Ορθόδοξης Εκκλησίας επιδίωξε τη δημιουργία μιας «πανευρωπαϊκής χριστιανικής αντικομμουνιστικής συνεργασίας» (Χονδροματίδης, 2013, 223). Ιδιαίτερα έντονη ήταν η δράση της το 1934, όταν εμφανίσθηκε ως ιδρυτικό στέλεχος της Ο.Ε.Κ.Κ. και προέβη σε πολλαπλές πρωτοβουλίες προπαγανδιστικού χαρακτήρα. Συνδεδεμένη με την οργάνωση ήταν όχι μόνο η εφημερίδα Κράτος, που συστηνόταν ως «όργανον της Ο.Ε.Κ.Κ.» και στην οποία η Καραϊσκάκη συνέβαλλε με άρθρα και ανταποκρίσεις από τη Γερμανία, αλλά και ο εκδοτικός οίκος Νέα Γενεά που η ίδια είχε ιδρύσει με τους Ευάγγελο Κυριάκη και Κυριάκο Καραμάνο. Από τον εκδοτικό αυτό οίκο η Καραϊσκάκη εξέδωσε το 1934 τέσσερα βιβλία, τα δύο από τα οποία θα συζητηθούν παρακάτω.
Όπως σημειώνει ο Δημοσθένης Κούκουνας (2015, 29–30), τα βιβλία που η Καραϊσκάκη εξέδωσε στη Νέα Γενεά αποτελούσαν διασκευές ξένων κειμένων. Τούτο θα μπορούσε να εξηγήσει την υποτιθέμενη συγγραφική συνεργασία της με τον Ιβάν Ιλγίν [Ivan Ilyin] το 1934, αλλά και τον πλαγιαρισμό από το βιβλίο του Ρόζενμπεργκ αργότερα, κατά τη μεταξική δικτατορία. Η Καραϊσκάκη, με άλλα λόγια, ήταν μάλλον συνηθισμένη σε τέτοιες πρακτικές μετάφρασης, μεταποίησης, διασκευής και συμπίλησης, που παραπέμπουν σε συγγραφικές τακτικές παλαιότερων εποχών. Οι τακτικές αυτές τίθενται σε όλο και μεγαλύτερη αμφισβήτηση κατά τον 20ό αιώνα, όταν παγιώνεται και ρυθμίζεται νομοθετικά η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ανάμεσα στα βιβλία που εκδίδει η Καραϊσκάκη το 1934 δύο εμφανίζονται ως αποτέλεσμα συνεργατικής γραφής με γερμανόφωνους ακροδεξιούς διανοούμενους. Στην πραγματικότητα, αποτελούν απλώς μεταφράσεις/διασκευές της Καραϊσκάκη και προϊδεάζουν για τη μεταγενέστερη αντιγραφή από τον Ρόζενμπεργκ. Πρόκειται για τα: Ψυχικό και πνευματικό δηλητήριο: Η ουσία και το πνεύμα του μπολσεβικισμού, και Εβραίοι και κομμουνισμός: Τα αίτια και οι σκοποί της συνεργασίας των. Στην πρώτη περίπτωση, στη σελίδα τίτλου προηγείται το όνομα της Σίτσας Καραϊσκάκη με το χαρακτηρισμό «Δρος της φιλοσοφίας» και ακολουθεί από κάτω αυτό του Ι. Ιλγίν, «Καθηγητού του Πανεπιστημίου». Στη δεύτερη περίπτωση, τα ονόματα των υποτιθεμένων συν-συγγραφέων αναγράφονται στην ίδια σειρά, με πρώτο αυτό του Χέρμαν Φεστ [Herman Fehst] και δεύτερο της Σίτσας Καραϊσκάκη.
Το πρώτο βιβλίο είναι μετάφραση του τομιδίου του Ιλγίν, Gift: Geist und Wesen des Bolschewismus, που εκδόθηκε το 1932 από τον εκδοτικό οίκο Eckart.6Στοιχεία για τον εκδοτικό οίκο <i>Eckart</i><i>-</i><i>Verlag</i> και κυρίως για το χριστιανικού-προτεσταντικού προσανατολισμού ομώνυμο περιοδικό <i>Eckart</i><i> </i>που εκδιδόταν από το 1906 μέχρι το 1960 βλ. σε Bühler, 1973. Στο βιβλιαράκι του Ιλγίν αναγράφονται τα εξής: «Heft 9» και «Notreihe – Fortlaufende Abhandlungen über Wesen und Wirken des Bolschewismus»· αποτελεί δηλαδή το 9ο μέρος εκδοτικής σειράς που εγκαινιάστηκε το 1932 (Bühler, 1973, 346).
Ο Ιβάν Ιλγίν ήταν μεταξύ των 160 ανεπιθύμητων διανοουμένων που απελάθηκαν από την επαναστατική Ρωσία το φθινόπωρο του 1922 με τα λεγόμενα «πλοία των φιλοσόφων» (Chamberlain, 2006). Ο ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ [Timothy Snyder] (2018, 18) τον θεωρεί ως τον σημαντικότερο φασίστα διανοητή από αυτούς που με την εκ νέου άνοδο της ακροδεξιάς σε παγκόσμιο επίπεδο ζουν μια τρόπον τινά δεύτερη ζωή στον 21ό αιώνα. Κατά την εποχή της έκδοσης του εν λόγω βιβλίου και μέχρι το 1934 ο Ιλγίν ήταν καθηγητής στο Ρωσικό Επιστημονικό Ινστιτούτο του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Όττο Χόετς [Otto Hoetzsch].7Μια ευσύνοπτη παρουσίαση του βίου, των ιδεών και της ανάσυρσης του Ίλγιν από την αφάνεια στη σημερινή Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν μπορεί να βρει κανείς σε Barbashin & Thoburn, 2015· Snyder, 2018, και του ίδιου, 16.03.2018. Για τον Όττο Χόετς και το Ρωσικό Επιστημονικό Ινστιτούτο βλ. Voigt, 1995· Schlögel, 2005. Ο τρόπος προσέγγισης του γερμανικού κειμένου από την Καραϊσκάκη συνίσταται ως επί το πλείστον στην κατά γράμμα μετάφραση· συχνά παρεισφρέουν όμως αλλαγές που σχετίζονται με το διαφορετικό κοινό-στόχο, καθώς και προσθήκες σε ύφος λαϊκότερο και καυστικότερο, που αναλύουν ή προχωρούν ένα βήμα παραπέρα τις παρατηρήσεις του πρωτοτύπου. Ήδη σημεία από τη μετάφραση της πρώτης σελίδας του κειμένου του Ιλγίν δίνουν το στίγμα της μεταφραστικής πρακτικής της Καραϊσκάκη:
Η ανθρωπότης του παρόντος αντιμετωπίζει σήμερον μίαν νέαν κίνησιν –η οποία πότε τρικυμιώδης και πότε ύπουλος– κυριαρχεί της ψυχής των μαζών. Είναι ο ονομαζόμενος μπολσεβικισμός δια την ουσίαν του οποίου ο Ελληνικός λαός καθώς και άλλοι λαοί δεν έχουν καμμίαν απολύτως σαφή και καθαράν ιδέαν. Δεν εννοεί ούτε την πηγήν της γενέσεώς του, ούτε την εσωτερικήν του σύνθεσιν. Δεν γνωρίζει ούτε την κοσμοθεωρίαν του, ούτε τους σκοπούς και μεθόδους του. Μία ασάφεια κυριαρχεί εις τας λαϊκάς τάξεις αι οποίαι ως εκ τούτου πιστεύουν εις όλα όσα τους λέγονται και σχηματίζουν ελπίδας που ποτέ δεν εκπληρούνται και δεν είναι δυνατόν κατ’ αυτόν τον τρόπον να εκπληρωθούν.
(Καραϊσκάκη και Ιλγίν, 1934, 3· έμφαση στο πρωτότυπο)
Die Menschheit der Gegenwart hat mit einer neuen Bewegung zu rechnen und zu tun, die sich – bald stürmisch, bald schleichend – der Massenseele bemächtigt. Es ist der sogenannte B o l s c h e w i s m u s, von dessen Wesen das deutsche Volk, sowie auch andere Völker, sich bis jetzt noch keinen Begriff gemacht haben. Man begreift weder sein Entstehen, noch sein Wesen; man kennt weder seine Weltanschauung, noch seine Ziele und Methoden; man schwebt im Unklaren und ist schon deswegen allein bereit, an a l l e s zu glauben und das B e s t e zu hoffen.
(Iljin, 1932, 7· έμφαση στο πρωτότυπο)
Από τοιούτους επισκέπτας της Σοβιετικής Ρωσσίας μαθαίνει ο κοσμάκης τα νέα του ρωσσικού παραδείσου, από τον οποίον θα μεταδοθή κατά την αγγελίαν των, η σωτηρία εις όλον τον κόσμον. Ανίδεοι και απλοί άνθρωποι διαβάζουν κάθε ημέρα τας περιφήμους ανταποκρίσεις των τοιούτου είδους ανταποκριτών και αναλόγως του βαθμού της ευκολοπιστίας των ή της δυνάμεως της κρίσεώς των σχηματίζουν εικόνας που εδημιουργήθησαν δι’ αυτόν τον σκοπόν και που πραγματικά υπάρχουν μόνο στα παραμύθια των συγγραφέων και των δημιουργών του είδους που αναφέραμε παραπάνω. Κατ’ αυτόν τον τρόπον εξελίσσονται από τους απατηθέντας, εις ακουσίους και αθώους απατεώνας που ζητούν να πείσουν και άλλους.
(Καραϊσκάκη και Ίλγιν 1934, 4)
Die Daheimgebliebenen lauschen ihren Erzählungen und lesen ihre Zeitungsberichte, um sich dann dieses minderwertige Material nach der jeweiligen subjektiven Leichtgläubigkeit zuzurechnen. Und so werden die Betrogenen zu unabsichtlichen Betrügern (im besten Fall).
(Iljin, 1932, 7)
Το δεύτερο βιβλίο είναι μετάφραση του μελετήματος του Χέρμαν Φεστ Bolschewismus und Judentum: Das jüdische Element in der Führerschaft des Bolschewismus. Κυκλοφόρησε στα 1934 από τον ίδιο με το προηγούμενο βιβλίο εκδοτικό οίκο, ο οποίος είχε πλέον προσθέσει τη λέξη «Αγών» στην ονομασία του (Eckart-Kampf-Verlag), πιθανόν σε συνάρτηση με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία ένα χρόνο πριν. Ο Φεστ ήταν υφηγητής στη Γερμανική Ακαδημία Πολιτικής του Βερολίνου, η οποία μετεξελίχθηκε μεταπολεμικά στο σημαντικότερο ίδρυμα πολιτικών επιστημών της Γερμανίας, το Ινστιτούτο Όττο Σουρ (Otto-Suhr-Institut für Politikwissenschaft).8Για τις απαρχές της DeutscheHochschulefürPolitik και τις έντονα εθνικιστικές ή και αυταρχικές θέσεις που προέκρινε σημαντική μερίδα των διδασκόντων προπολεμικά, ακόμη και πριν το 1933, βλ. Lehnert, 1989 και Korenblat, 2006.
Καθώς ο Φεστ προέτασσε στο βιβλίο του ένα εισαγωγικό σημείωμα στο οποίο παρείχε κυρίως διευκρινίσεις μεθοδολογικής φύσης, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ακόμη πιο ευκρινώς την προσπάθεια της Καραϊσκάκη να παρουσιασθεί ως συνεργάτιδα του Φεστ αντί για απλή μεταφράστρια. Λ.χ. στην εισαγωγή αυτή βρίσκει κανείς την έκφραση «Der Verfasser der vorliegenden Untersuchung» (Fehst, 1934, 9), που, ενώ σημαίνει κατά λέξη «ο συντάκτης της παρούσας έρευνας», στη μετάφραση μετατρέπεται σε «Οι συγγραφείς της παρούσης ερεύνης» (Φεστ και Καραϊσκάκη, 1934, 3). Από την άλλη, η τελευταία παράγραφος της εν λόγω ενότητας αρχίζει με την εξής δήλωση: «Το είδος και η έκταση της εργασίας κατέστησαν απαραίτητη την αξιοποίηση της συμβολής ορισμένων συνεργατών» («Art und Umfang der Arbeit brachten es mit sich, daß ich die Unterstützung von einigen Mitarbeitern in Anspruch nehmen mußte»· Fehst, 1934, 10). Ακολουθούν ευχαριστίες προς αυτούς, δεν αναφέρονται ωστόσο ονόματα ούτε φαίνεται να πρόκειται για τακτικούς συνεργάτες αλλά για άτομα που παρείχαν κατά καιρούς βοήθεια και πληροφορίες, στα οποία είναι εν πάση περιπτώσει μάλλον απίθανο να περιλαμβανόταν η Καραϊσκάκη. Ως επί το πλείστον, η Καραϊσκάκη απλώς μεταφράζει, ενώ η παρέμβασή της είναι σε μια κατεύθυνση εκλαϊκευτική, γενικευτική και αμεσότερα αντισημιτική, σε αντίθεση με τις επιστημονικές αξιώσεις του πρωτοτύπου, που τόσο με τις γλωσσικές του επιλογές όσο και με τη μεθοδολογία και επιχειρηματολογία του φαίνεται πως δεν επιδιώκει απλώς να αναπαράγει το μύθο του «εβραιομπολσεβικισμού»9Βλ. Gerrits, 2009, όπου μάλιστα συζητείται σύντομα και το υπό εξέταση εδώ «oft-quoted textbook» του Φεστ (Gerrits, 2009, 83)., αλλά και να υπαχθεί στην κατηγορία του «επιστημονικού αντισημιτισμού».10Για την έννοια του επιστημονικού αντισημιτισμού (wissenschaftlicherAntisemitismus) βλ. λ.χ. Guski-Leinwand 2016.
Ενδεικτική αυτής της διαφοράς προσεγγίσεων είναι η μόνη εκτενής προσθήκη της Καραϊσκάκη στην «Εισαγωγή» (όπως αποδίδει την προαναφερθείσα «Vorbemerkung» του πρωτοτύπου), με την οποία και κλείνει το μικρό αυτό προκαταρκτικό κείμενο:
Ο Εβραίος ήτο και είναι το «enfant gâté» [κακομαθημένο παιδί] του μπολσεβικισμού. Ο αντισημιτισμός ευρίσκεται μέσα στην ψυχή του λαού, μόνον που δεν είναι ικανός να βλάψη και να εκδικηθή προς το παρόν τον κυρίαρχόν του Εβραίον, που επέβαλε τας υλιστικάς του θεωρίας επάνω ακριβώς σ’ ένα λαό που αισθάνεται και σκέπτεται μεταφυσικά. Το μεγάλο ερώτημα που υψώνεται τώρα ύστερα από τόσα χρόνια ανωφελών πειραμάτων και εξαντλητικών προσπαθειών μπροστά στη σκέψι του ρωσσικού λαού είναι: «Γιατί κυβερνούν οι Εβραίοι την απέραντον αυτήν χώραν, που ανήκει σε μας τους Ρώσσους;»
(Φεστ και Καραϊσκάκη, 1934, 4)
Μεταξική δικτατορία
Μολονότι υπήρξε ένα υβριδικό καθεστώς που δε θα μπορούσε ανενδοιάστως να ορισθεί ως φασιστικό (βλ. Kallis, 2014), η δικτατορία της 4ης Αυγούστου δανείσθηκε εκτενώς από τα δύο μείζονα ευρωπαϊκά φασιστικά καθεστώτα στον τομέα της προπαγάνδας (πρβλ. Αγγελής, 2006, 37). Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο ρόλος που εναποτέθηκε στη Σίτσα Καραϊσκάκη εντός της δικτατορικής οργάνωσης νεολαίας. Πρώτα, η Καραϊσκάκη προσελήφθη από τον Κυβερνητικό Επίτροπο Νεολαίας, Αλέξανδρο Κανελλόπουλο, για να συγγράψει «μερικά βασικά βιβλία για την ΕΟΝ» (Αρχείο Μεταξά, φάκ. 43, φ. 118). Ορισμένες από τις δεκάδες εκδόσεις της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας, οι περισσότερες εκ των οποίων δε φέρουν όνομα συντάκτη, θα πρέπει επομένως να προέρχονται από τη γραφίδα της. Έπειτα, η Καραϊσκάκη ξεκίνησε να αρθρογραφεί επί πληρωμή στο επίσημο περιοδικό της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας, τη Νεολαία (1938-1941), καθιστάμενη εν τέλει η πλέον σημαντική και τακτική συνεργάτιδα από όσους καταπιάστηκαν (και) με θέματα τέχνης και πολιτισμού. Επιπρόσθετα, υπήρξε η κεντρική συντάκτρια της σταθερής στήλης Οι σελίδες των κοριτσιών.
Ο Γιώργος Ανδρειωμένος (2012, 75) ισχυρίζεται ότι «μολονότι έμεινε γνωστή για τις φυλετικές και φιλοναζιστικές της θέσεις, που την οδήγησαν σε συνεργασία με τους Γερμανούς επί Κατοχής, δεν κατόρθωσε στην ουσία να μπολιάσει το περιοδικό με αυτές· η από μέρους της αναγωγή του Μεταξά στο ουράνιο και κάποιες απόψεις της περί φυλετισμού, που, αντίστοιχα, θύμιζαν το μεσσιανικό πρότυπο του Φύρερ και τις θεωρίες περί ευγονικής, κυρίως έμμεσα διαπερνούσαν τα κείμενά της». Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός, αν και αληθής για αρκετά από τα δεκάδες κείμενα της Καραϊσκάκη στη Νεολαία, δεν αποδίδει ορθά το γενικό ρόλο και στόχο της. Ενώ δηλαδή εργαζόταν επίσημα για το ελληνικό καθεστώς, η Σίτσα Καραϊσκάκη επιδιδόταν σε ένα εγχείρημα πολιτισμικής/ιδεολογικής «μετάφρασης» από γερμανικές, κυρίως εθνικοσοσιαλιστικές πηγές, προβαίνοντας άλλοτε σε εκτεταμένη αντιγραφή ναζιστών ιδεολόγων, σαν τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, και άλλοτε σε τροποποιήσεις που ενέτασσαν το έργο τους στο ελληνικό πλαίσιο. Την πρώτη πρακτική θα παρακολουθήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω. Η δεύτερη εντοπίζεται στην εκ μέρους της Καραϊσκάκη αντιστροφή του αξιολογικού φορτίου που αναλογεί στο κάθε μέρος του διπόλου που επικρατούσε στην εθνικοσοσιαλιστική φαντασιακή γεωγραφία, δηλαδή τον Βορρά και την Ανατολή (Καρ.[αϊσκάκη], 1938), ή όταν παλαιότερα είχε ρητά αντικρούσει την υιοθέτηση από τον Ρόζενμπεργκ της θεωρίας του Φαλμεράυερ [Fallmerayer] ([Καραϊσκάκη] 20.11.1934).
O Κούκουνας (2015, 36) και άλλοι μη ακαδημαϊκοί ιστορικοί (Χονδροματίδης, 2013, 164· Vallianatos, 2014, 164) που ασχολήθηκαν με το χώρο των ελληνικών ακροδεξιών, φασιστικών και δωσιλογικών οργανώσεων του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, επαναλαμβάνουν τον ισχυρισμό πως η Καραϊσκάκη συνεργάστηκε με ένα άλλο σημαίνον φιλομεταξικό περιοδικό, τη Νέα Πολιτική (1937-1940) του καθηγητή της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. (Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών) Ιωάννη Τουρνάκη.11Η ελλιπής τεκμηρίωση και η εξαιρετικά σπάνια χρήση συγκεκριμένων παραπομπών που χαρακτηρίζει αυτή τη «δημοσιογραφίζουσα» μερίδα της ελληνικής ιστοριογραφίας καθιστά συχνά αδύνατη τη διακρίβωση των πηγών της. Εν προκειμένω, δεν αποκλείεται όλες οι αναφορές στη συνεργασία της Καραϊσκάκη με τη Νέα Πολιτική να αναπαράγουν απλώς έναν ισχυρισμό που απαντάται σε προγενέστερες εργασίες του Κούκουνα, ο οποίος ασχολείται με την ιστορία αυτού του χώρου από τις αρχές τουλάχιστον της δεκαετίας του 1980.
Χωρίς να κάνουν ρητή παραπομπή, οι λεπτομέρειες που παραθέτουν σχετικά με τα άρθρα και τις μεταφράσεις που δημοσίευσε εκεί η Καραϊσκάκη υποδεικνύουν πως εννοούν κείμενα που εμφανίζονται συνήθως στις τελευταίες σελίδες των περισσότερων τευχών του 1937 ανυπόγραφα ή με την υπογραφή Σ.Ι.Κ..12Μολονότι χωρίς τελείες (ΣΙΚ) θα μπορούσε να δηλώνει τα δύο πρώτα γράμματα του μικρού ονόματος και το αρχικό του επιθέτου, η υπογραφή Σ.Ι.Κ. είναι αινιγματική, δεδομένου μάλιστα ότι το Ι. δεν μπορεί να είναι πατρώνυμο (το οποίο ήταν Παναγιώτης). Στο παρελθόν η Καραϊσκάκη είχε χρησιμοποιήσει διάφορες υπογραφές, όπως Δρ Σίγμα Κάππα στην εφημερίδα Κράτος ή το ψευδώνυμο Anna Tolys στη γερμανική έκδοση του μυθιστορήματός της για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη που αναφέρεται παρακάτω. Στη Νεολαία υπέγραφε ως Σίτσα Καραϊσκάκη-Νικολάου, Σίτσα Καραϊσκάκη, Σ. Καρ. και Σ. Κ., ενώ στην ίδια φαίνεται πως ανήκουν και ορισμένα κείμενα που υπογράφονται μόνο με ένα Κ. Ελλείψει πειστικών τεκμηρίων, η πληροφορία περί συνεργασίας με τη Νέα Πολιτική μένει μετέωρη.
Αν αυτό ισχύει, η Καραϊσκάκη θα πρέπει να είχε άριστη γνώση και άλλων γλωσσών, καθώς μερικές μεταφράσεις που φέρουν την υπογραφή αυτή δηλώνεται πως έχουν γίνει από γλώσσες πλην των γερμανικών (αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά).13Ο Κούκουνας (2015, 36) την χαρακτηρίζει «πολύγλωσση». Η ίδια δεν αναφέρει κάτι για τη γνώση ξένων γλωσσών στο βιογραφικό που απέστειλε στον Μεταξά το 1940.
Στα χρόνια της δικτατορίας εντοπίζονται και ορισμένες περιστασιακές συνεργασίες με άλλα έντυπα, όπως το φιλομεταξικό λογοτεχνικό περιοδικό Πνευματική Ζωή (1936-1941) του Μελή Νικολαΐδη, μερικές από τις οποίες θα εξετασθούν στη συνέχεια. Το ίδιο διάστημα η Καραϊσκάκη επανήλθε και στην αμιγώς λογοτεχνική παραγωγή, εκδίδοντας μια μυθιστορηματική βιογραφία ή, κατά το χαρακτηρισμό της ιδίας, ένα «ιστορικό ρομάντζο» για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Και εδώ όμως βρισκόμαστε μπροστά στο πολύτροπο μεταφραστικό φαινόμενο. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε πρώτα ψευδωνύμως στα γερμανικά σε μετάφραση Καρλ Βάλτερ Ρούντολφ (Tolys, 1936) και έπειτα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Έθνος (1936-1937). Αργότερα και η ελληνική εκδοχή βγήκε σε βιβλίο, αντίτυπο του οποίου η Καραϊσκάκη επέδωσε στον Μεταξά κατά την προσωπική συνάντησή τους στο γραφείο του το 1940, και, λίγο πριν από την έκδοση, ένα κεφάλαιο προδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στη Νεολαία. Το βιβλίο γνώρισε σημαντική επιτυχία και χαιρετίσθηκε με γενικώς θετικές κριτικές. Η λογοτεχνική αυτή απόπειρα όμως υπαγόταν σε ένα ακραιφνώς πολιτικοϊδεολογικό πλαίσιο, το οποίο η Καραϊσκάκη «μετέφραζε» από τον γερμανόφωνο χώρο. Χαρακτηριστική είναι η επιλογή ως μότο της ελληνικής έκδοσης ενός μεταφρασμένου αποσπάσματος από τον αυστριακό εθνικοσοσιαλιστή συγγραφέα Μίρκο Γιέλουσιτς [Mirko Jelusich], γνωστό κυρίως για τις μυθιστορηματικές βιογραφίες μεγάλων ηγετών, όπου τονίζεται η εθνοπαιδαγωγική στόχευση της συγγραφής ιστορικών αναγνωσμάτων.
Ο Μύθος του εικοστού αιώνα
Το βιβλίο Der Mythus des 20. Jahrhunderts εκδόθηκε το 1930 και, μολονότι «δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως επίσημο κομματικό έγγραφο […], παραμένει η πιο ολοκληρωμένα διατυπωμένη δήλωση εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας» (Gregor, 2012, 362).14Η απόδοση από τα αγγλικά δική μου. Για το ιδεολογικό υπόβαθρο του Ρόζενμπεργκ και την ανάδειξή του σε κεντρικό ιδεολόγο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος βλ. ενδεικτικά Gregor, 2012, 361–369. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η λαθροχειρία της Καραϊσκάκη φαίνεται να πέρασε ουσιαστικά απαρατήρητη, παρά τη σχετικά ευρεία διάχυση των άρθρων της, υποδεικνύει τον εξαιρετικά χαμηλό αριθμό αναγνωστών του βιβλίου του Ρόζενμπεργκ. Το περιεχόμενό του παρέμενε σχεδόν ολικά άγνωστο στην Ελλάδα, αλλά ίσως αυτό δεν ήταν και τόσο παράξενο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι Ο μύθος του 20ού αιώνα είχε σημειώσει μεν πάνω από ένα εκατομμύριο πωλήσεις μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Γερμανία, δε φαίνεται εντούτοις να είχε διαβαστεί ούτε καν από τα περισσότερα υψηλόβαθμα στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος –συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Χίτλερ.
Το βιβλίο του Ρόζενμπεργκ δεν κυκλοφόρησε σε επίσημη ελληνική μετάφραση κατά τον Μεσοπόλεμο. Κατά μια ειρωνεία της τύχης, οι πρώτες μεταφράσεις του Μύθου του 20ού αιώνα στα ελληνικά είδαν το φως όταν ο ίδιος ο εικοστός αιώνας είχε εκπνεύσει. Και πάλι όμως δεν πρόκειται για μεταφράσεις ολόκληρου του μακροσκελούς πονήματος του εθνικοσοσιαλιστή θεωρητικού αλλά μόνο για τμήματά του, και μάλιστα από το πρώτο βιβλίο, ενώ τα αποσπάσματα που αντιγράφει η Καραϊσκάκη προέρχονται από το δεύτερο βιβλίο. Συγκεκριμένα, ως «Τόμος Α΄» εκδόθηκε το 2003 μόνο το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου («Rasse und Rassenseele», σ. 21-144 στο πρωτότυπο) από τις εκδόσεις του περιοδικού Απολλώνειο Φως15Το Απολλώνειο Φως ήταν υπερεθνικιστικό, φιλοναζιστικό έντυπο υπό τη διεύθυνση του Ιωάννη Χαραλαμπόπουλου, που άρχισε την κυκλοφορία του τον Ιανουάριο του 1996. Φαίνεται ότι έχει σταματήσει από το 2013 να εκδίδεται, αν και κατά καιρούς κυκλοφορούν φυλλάδια που φέρουν τον τίτλο Απολλώνιον Φως, όπως λ.χ. μία σελίδα με το χαρακτηρισμό Εφημερίς τοίχου και ημερομηνία Αύγουστος 2019 (βλ. φωτογραφία και σχολιασμό στο blog του Shades Magazine, 16.09.2019). σε μετάφραση του άλλοτε ηγετικού στελέχους της Χρυσής Αυγής και νυν προέδρου της ακροδεξιάς οργάνωσης ΑΡΜΑ,16Βλ. και τον ιστότοπο της οργάνωσης, στην αρχική σελίδα του οποίου, όπως και σε διάφορα άλλα σημεία του, εμφανίζονται πρώτα-πρώτα –εν είδει εισαγωγής ή προμετωπίδας– αποσπάσματα από το βιβλίο του Ρόζενμπεργκ: ARMAHellas. Στέφανου Γκέκα (Rosenberg, 2003). Από τις εκδόσεις Ρήσος βγήκε το δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου με κεντρικό τίτλο Αγάπη και τιμή («Liebe und Ehre», σ. 145-216 στο πρωτότυπο) σε μετάφραση Χρήστου Νίκα (Rosenberg, 2014).17Οι εκδόσεις Ρήσος είναι υπό τη διεύθυνση του Ιωάννη Χρ. Γιαννάκενα, ο οποίος ίδρυσε το 1985 τις αρκετά γνωστότερες ακροδεξιάς κατεύθυνσης εκδόσεις Πελασγός. Οι τελευταίες έβγαλαν και το βιβλίο του Χονδροματίδη στο οποίο κάνει αναφορά το παρόν δοκίμιο. Βασικές βιογραφικές πληροφορίες για τον εν λόγω εκδότη και πολιτικό βλ. στην ιστοσελίδα GreekHistoryRepository.
Ακόμη και Ο Αγών μου του Αδόλφου Χίτλερ, ενώ είχε κάνει αποσπασματικά την εμφάνισή του στον τύπο, όπως στο περιοδικό Το Φως του Αριστείδη Ανδρόνικου το 1938 (Ψαρράς, 2013, 162), δε διατίθετο εκείνη την εποχή στα ελληνικά σε μορφή βιβλίου. Μάλιστα, μέσα στην Κατοχή αναγγέλθηκε επανειλημμένα η πρόθεση έκδοσης του έργου σε ελληνική μετάφραση, κάτι που όμως δεν υλοποιήθηκε. Έτσι, η έλλειψη επίσημων μεταφράσεων ευνοούσε τακτικές ανομολόγητης αντιγραφής και διασκευής, καθώς ήταν εξαιρετικά μειωμένη η πιθανότητα ανίχνευσης του πλαγιαρισμού.
Η Καραϊσκάκη ενέταξε τον πλαγιαρισμό από τον Ρόζενμπεργκ σε μια προσπάθεια προώθησης στην Ελλάδα της «φυλετικής αισθητικής». Αντιγράφοντας από το συναφές κεφάλαιο του Μύθου («Das rassische Schönheitsideal», σ. 277-322), προέβαλε τη θέση ότι η τέχνη και το ιδεώδες του ωραίου είναι φυλετικά προσδιορισμένα σε άρθρο της που δημοσιεύθηκε στα περιοδικά Πνευματική Ζωή και Η Νεολαία τον Οκτώβριο του 1939 και τον Ιανουάριο του 1940 αντίστοιχα (Καραϊσκάκη 15.10.1939· Καραϊσκάκη, 13.01.1940). Μόνο όταν η καθαρότητα της φυλής και ο δεσμός μεταξύ φυλής και τέχνης διατηρούνται ακέραια, η τέχνη παραμένει γνήσια και δύναται να καταστεί αιώνια. Ενδεικτικό της σχεδόν αυτολεξεί μετάφρασης της αδήλωτης γερμανικής πηγής είναι το κάτωθι απόσπασμα από την εκδοχή που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της ΕΟΝ:
Σχεδόν όλοι οι φιλόσοφοι, που έγραψαν για «αισθητική» ή για την αξιολογία της τέχνης, πέρασαν χωρίς ν’ αγγίξουν το γεγονός ενός φυλετικού ιδεώδους ωραιότητος φυσικής και μιας φυλετικά δεμένης ανωτάτης αξίας ψυχικού είδους. Και όμως είναι τόσο φανερή η διαφορετική επίδρασι, που κάνει πάνω μας η καθαρά ψυχική παράστασι, π.χ. ενός Έλληνος εφήβου από την εικόνα ενός Κινέζου αυτοκράτορος. Κάθε γραμμή στην Κίνα παίρνει μιαν άλλη λειτουργία παρά στην Ελλάδα. Έτσι χωρίς τη γνώσι και την κατανόησι της μορφοποιούσης και φυλετικά ωρισμένης θελήσεως δεν μπορεί η ελληνική τέχνη – και κάθε τέχνη – να ερμηνευθή και να παράσχη αισθητική απόλαυσι.
(Καραϊσκάκη, 13.1.1940, 450)
Fast alle Philosophen, welche über den „aesthetischen Zustand“ oder über die Wertfestlegungen in der Kunst geschrieben haben, sind an der Tatsache eines rassischen Schönheitsideals in physischer Hinsicht und eines rassisch gebundenen Höchstwertes seelischer Art vorübergegangen. Dabei liegt es auf der Hand, daß, wenn überhaupt über das Wesen der Kunst und ihre Wirkung gesprochen werden soll, die rein physische Darstellung z.B. eines Griechen auf uns anders einwirken muß, als etwa das Bildnis eines chinesischen Kaisers. Jede Umrißlinie erhält in China eine andere Funktion als in Hellas, die ohne die Kenntnis des formenden, rassisch bedingten Willens weder zu deuten noch „aesthetisch zu genießen“ ist.
(Rosenberg, 1930, 279)
Όπως ορθά διακρίνει ο Ανδρειωμένος (2012, 367) κατά την καταγραφή του κειμένου αυτού, πρόκειται για «προπαγανδιστικού περιεχομένου δοκίμιο για τον “φυλετικό” χαρακτήρα της (αρχαίας πρωτίστως) ελληνικής τέχνης, που θυμίζει τη ρητορική άλλων ολοκληρωτικών καθεστώτων σε αντίστοιχα θέματα». Και τη θυμίζει βέβαια, γιατί, καθώς είδαμε, αποτελεί ουσιαστικά μετάφρασή από ένα ναζιστικό θεωρητικό έργο. Λίγες μέρες μετά τη δεύτερη δημοσίευση του κειμένου, και πάλι τον Ιανουάριο του 1940, η Καραϊσκάκη έκανε εκ νέου την εμφάνισή της στις σελίδες του περιοδικού Πνευματική Ζωή με πλαγιαρισμό από το βιβλίο του Ρόζενμπεργκ. Στο νέο αυτό κείμενο κεντρική θέση αποτελεί η επαφή του λαού με τη φύση και το με αυτήν συνυφασμένο ωραίο ως προϋπόθεση πολιτισμού. Η Καραϊσκάκη δε δίστασε μάλιστα να αντιγράψει τμήματα από την παρουσίαση του Σωκράτη ως ξένου προς την ελληνική φυλετική ψυχή, που το κήρυγμά του έστρωσε το δρόμο για την παρακμή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού:
Η αριστοκρατική των Αθηναίων, η αληθινή ευγενής δημοκρατία γλυστρούσε. […] Και τότε παρουσιάστηκε ο νέος του ανθρώπου τύπος. […] Ο Σωκράτης με τη διδασκαλία του αγαθού –το ωραίο παραμερίστηκε– μάζεψε γύρω του μια νέα αγωνιώσα γενεά.
(Καραϊσκάκη, 25.1.1940, 9)
Mit Sokrates begann nicht eine neue Epoche g r i e c h i s c h e r Geschichte, sondern mit ihm trat ein ganz a n d e r e r M e n s c h ins hellenische Leben ein. […] Er lebte in einer Zeit, als Athen irrlichterte und seine einst aristokratische Demokratie (die nur Griechen, keine Fremden umfaßte) in Abgründe des Chaos hinabglitt. […] Darüber hinaus sucht er „das Gute“ an sich, predigt die „Gemeinschaft der Guten“ und versammelt um sich ein neues ringendes griechisches Geschlecht.
(Rosenberg, 1930, 284–85· έμφαση στο πρωτότυπο)
Μεταφράσεις και φασισμός
Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής ότι οι μεταφράσεις της Καραϊσκάκη από τον Ρόζενμπεργκ δεν παρουσιάσθηκαν ως τέτοιες, αλλά ως πρωτότυπο υλικό. Η μεσοπολεμική Ευρώπη κατακλυζόταν από μεταφράσεις, και ιδίως οι λογοτεχνικές μεταφράσεις, που έχουν μελετηθεί περισσότερο, φαίνεται ότι κυριαρχούσαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, σε σημείο που λ.χ. ο Αντόνιο Γκράμσι (1981, 131) έφτασε να ισχυρίζεται ότι η λαϊκή λογοτεχνία ή αυτή που διαβάζουν οι ευρείες μάζες στην Ιταλία είναι η ξένη λογοτεχνία. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στην Ελλάδα, ενώ στην Ισπανία οι μεταφράσεις είχαν αποκτήσει τέτοια ακτινοβολία, ώστε υπήρξε ένα κύμα επιτυχημένων «ψευδομεταφράσεων», δηλαδή ισπανικών πρωτότυπων έργων που παρουσιάζονταν ως μεταφράσεις από άλλες γλώσσες, για να κερδίσουν σε αναγνωσιμότητα (Rundle, 2018, 35). Ωστόσο, οι μεταφράσεις ταυτίστηκαν με έννοιες πολιτισμικής εισβολής και επιβολής και κατά συνέπεια έγιναν προσπάθειες από τα νέα εθνικιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου για προώθηση μεταφράσεων από την εθνική γλώσσα στο εξωτερικό και αντιστρόφως περιορισμού της εισροής ξένων μεταφράσεων (βλ. π.χ. Rundle και Sturge, 2010, 8). Τούτο συνέπλευσε με ευρύτερες τάσεις της εντόπιας λογιοσύνης στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της εθνικής λογοτεχνίας ή γραμματείας γενικότερα και της αμεσότερης επαφής της με το ευρύ κοινό. Το κράμα αυτό ενισχύθηκε περαιτέρω από την εμμονή της ιθαγένειας που χαρακτηρίζει διαχρονικά τον εθνικισμό. Ιδιαίτερα επί Μεταξά, επανειλημμένα δηλώθηκε δημόσια από καθεστωτικούς αξιωματούχους και φιλοκαθεστωτικούς διανοούμενους ότι το ελληνικό καθεστώς δεν αντιγράφει κανέναν.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε μάλλον να τοποθετηθεί η κεκαλυμμένη απόπειρα διάδοσης ενός οθνείου σώματος σκέψης από την Καραϊσκάκη. Οι μεταφράσεις της από τον Ρόζενμπεργκ θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «ψευδοπρωτότυπα» και εκφράζουν ίσως με ισχυρότερο τρόπο από ό,τι μια απλή διασκευή τη διαδικασία που έχει ονομαστεί «επανεδαφικοποίηση» (reterritorialization) του αρχικού κειμένου (Bastin, 2009, 4). Μόνο έτσι τα κείμενα μπορούσαν να καταστούν πραγματικά δραστικά, παρουσιαζόμενα ως οργανικό τμήμα της εγχώριας σκέψης, παραχθέντα από μια ημεδαπή λογία. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό μάλιστα ότι επέλεξε χωρία που αναφέρονται στην αρχαία Ελλάδα, ενώ στην αρχή των δοκιμίων πλαισίωσε το κύριο μέρος με δικές της, πρωτότυπες αναφορές στη σύγχρονη Ελλάδα, το μεταξικό καθεστώς και την ελληνική νεολαία.
Έχουμε επομένως να κάνουμε με στρατηγικές μετάφρασης προς επίτευξη ενός πλαισίου όπου οι ιδέες του Ρόζενμπεργκ μπορούν να εκφραστούν ανοιχτά και να μπολιάσουν ανερυθρίαστα την κρατούσα ιδεολογία. Η μη δήλωση του κειμένου-πηγής, ή μάλλον του γεγονότος ότι το ελληνικό κείμενο αποτελεί εν πολλοίς μετάφρασμα, μπορεί να εξηγηθεί σε σχέση τόσο με τη θεσμική ιδιότητα του Ρόζενμπεργκ όσο και με τις προσωπικές φιλοδοξίες της Καραϊσκάκη. Παρατηρεί λ.χ. κανείς ότι, ενώ στα πιο «επιστημονικά» φιλοκαθεστωτικά περιοδικά, όπως Το Νέον Κράτος και η Νέα Πολιτική, δεν σπανίζουν κείμενα (πρωτότυπα ή μεταφρασμένα) που να διαφημίζουν ρητά τις θέσεις ή τα «επιτεύγματα» ξένων πολιτικών προσώπων και δυνάμεων, δεν ισχύει το ίδιο στα περιοδικά Η Νεολαία και Πνευματική Ζωή. Έτσι, η Καραϊσκάκη έκανε γερμανική προπαγάνδα στο ελληνικό κοινό και ιδιαίτερα στη νεολαία χωρίς να φαίνεται καν ότι πρόκειται για αναπαραγωγή απόψεων ενός ξένου πολιτικού παράγοντα. Επιλέγοντας λοιπόν ενότητες από το πόνημα του Ρόζενμπεργκ που αφορούσαν κυρίως στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και παρουσιάζοντας τη μετάφραση τους στα νέα ελληνικά ως πρωτότυπα δοκίμια της ίδιας, η Καραϊσκάκη φάνηκε να ακολουθεί μια στρατηγική ιδιοποίησης και κεκαλυμμένης μεταφοράς της ναζιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα. Αυτή η πρακτική ιδεολογικής μετακένωσης έκανε αυτομάτως τα ιδεολογήματα που περιέχονταν στα άρθρα πιο εύκολα ενσωματώσιμα στη μεταξική ιδεολογία, την οποία οι ίδιοι οι κύκλοι του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου όριζαν ως ένα ιδεολογικό σύστημα ακόμη εν τω γίγνεσθαι, τονίζοντας όμως την εντοπιότητα των νέων ιδεολογικών στοιχείων και τη μη αντιγραφή ξένων προτύπων. Συγχρόνως, μια τέτοια πρακτική εξυπηρετούσε την εμφανή φιλοδοξία αυτοπροβολής της Καραϊσκάκη, προωθώντας την ως μείζονα διανοήτρια και εξέχον μέλος των νέων ελίτ του μεταξικού καθεστώτος. Παρότι η Καραϊσκάκη θα άξιζε να μελετηθεί συγκριτικά και με άλλες περιπτώσεις ελλήνων –και όχι μόνο– πολιτικά στρατευμένων διανοουμένων προς εναργέστερη παρουσίαση της διαλεκτικής μεταξύ αδήλωτης μετάφρασης και προπαγάνδας, η περίπτωσή της φαίνεται να διατηρεί μια ιδιομορφία εν σχέσει με δύο τουλάχιστον παραμέτρους: Αφενός, η σημαντικότερη έκδοση της Νέας Γενεάς ήταν μια δεδηλωμένη μετάφραση από τον Ευάγγελο Κυριάκη (Γκαίμπελς, 1935), ενώ και άλλοι ακροδεξιοί διανοούμενοι, ακόμη και μέσα στο πλαίσιο της μεταξικής δικτατορίας, δεν δίστασαν να αξιοποιήσουν το συμβολικό κεφάλαιο των εθνικοσοσιαλιστών ηγετών προς επίρρωση των δικών τους θέσεων, όπως λ.χ. ο Αριστείδης Ανδρόνικος που είδαμε παραπάνω, ο οποίος προέβη σε δημοσιεύσεις μεταφρασμένων αποσπασμάτων από το βιβλίο του Χίτλερ για να ενισχύσει την αντισημιτική του επιχειρηματολογία. Αφετέρου, ο ίδιος ο Ρόζενμπεργκ είχε επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεσή του στη μετάφραση του έργου του σε άλλες γλώσσες, επιμένοντας ότι αυτό προοριζόταν για τους Γερμανούς (Cecil, 1972, 104).
Αντί επιλόγου
Είναι ιδιαζόντως σημαντικό ότι τα γραπτά της Καραϊσκάκη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είδαν το φως κυρίως υπό τη στέγη της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας. Αναλάμβανε έτσι μια πρωτοβουλία σε ενδιάμεσο επίπεδο, ενσταλάζοντας την εν προόδω διαμόρφωση της μεταξικής ιδεολογίας με ναζιστικά στοιχεία. Η Καραϊσκάκη υπήρξε φιλόδοξο και ιδιότυπο μέλος μιας νέας ενδιάμεσης ελίτ που αποκρυσταλλωνόταν επί Μεταξά.18Ο όρος «ενδιάμεση ελίτ» αντλείται από τον Alexander de Grand (2000, 3 & 7-9) και χαρακτηρίζει την ομάδα που μεσολαβεί μεταξύ της ηγεσίας (πολιτικής, οικονομικής κ.λπ.) και των μαζών, παίζοντας καίριο ρόλο στη μετάδοση ιδεολογίας. Η δράση της επιδεικνύει μια τουλάχιστον διπλή λογική διαμεσολάβησης: φανερά διαμεσολαβούσε μεταξύ μεταξικού καθεστώτος και αναγνωστικού κοινού, ιδίως της νεολαίας· συνήθως συγκαλυμμένα όμως διαμεσολαβούσε μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, μεταξύ εθνικοσοσιαλισμού και μεταξισμού. Οι δύο αυτές πλευρές της διαμεσολάβησης που χαρακτήριζαν τη δράση της ενώθηκαν τρόπον τινά κατά την Κατοχή, όταν ανέλαβε τη θέση της συμβούλου Τύπου και Διαφώτισης της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα και τέθηκε επικεφαλής της γερμανικής Μονάδας Προπαγάνδας στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών (Χονδροματίδης, 2013, 224· Κουσουρής, 2014, 472). Ο κεντρικός της ρόλος στην καθεστωτική, φιλοναζιστική προπαγάνδα επί κατοχής υποδεικνύεται και από την ξεχωριστή μνεία που γίνεται στο όνομά της σε ποικίλα συγγράμματα που εξετάζουν αυτήν την περίοδο, όταν αυτά αναφέρονται στο ζήτημα της προπαγάνδας (π.χ. Φλάισερ, 1990, 361· Χονδροματίδης, 2013, 221–28· Κουσουρής, 2014, 60· Κούκουνας, 2015).
Αρκετές σύγχρονες ακροδεξιές ομάδες αποδίδουν πλέον φόρο τιμής στην Καραϊσκάκη, που είχε μείνει εκτός του ελληνικού υπερεθνικιστικού πανθέου μέχρι πρόσφατα. Σε αυτές συγκαταλέγονται η Λαϊκή Κίνησις Πολιτών Αττικής, η Χρυσή Αυγή και ιδίως ο τομέας γυναικών της, το Εθνικόν Κράτος, εγχείρημα συνδεδεμένο με το σύγχρονο εκδοτικό οίκο Νέα Γενεά, καθώς και η ελληνική Metapedia, που διαφημίζει κατά καιρούς εκδόσεις της Καραϊσκάκη από τον εν λόγω εκδοτικό.19Βλ. π.χ. το ιστολόγιο του Μετώπου Γυναικών Χρυσής Αυγής (WhiteWomenFront), στην κάτω δεξιά πλευρά του οποίου η Καραϊσκάκη εικονίζεται στο πάνθεο των γυναικών-προτύπων, μεταξύ της φωτογράφου Nelly’s και της προεξάρχουσας μορφής του μεταπολεμικού εθνικοσοσιαλιστικού μυστικισμού, Savitri Devi. Βλ. ένα ανάλογο πάνθεο στο νεοναζιστικό ιστολόγιο TheStormtrooper, όπου η Καραϊσκάκη βρίσκεται ανάμεσα σε μορφές όπως οι Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, Λεόν Ντεγκρέλ [Leon Degrelle] και Ρομπέρ Μπραζιγιάκ [Robert Brasillach], αλλά και ο Ιωάννης Συκουτρής. Μάλιστα τυχαίνει κατά την εποχή συγγραφής του παρόντος κειμένου (φθινόπωρο 2020) η αρχική σελίδα να ξεκινάει με ποστ που διαφημίζει επανέκδοση βιβλίου της Καραϊσκάκη.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη Νέα Γενεά, καθώς, όπως δήλωνε ο υπεύθυνός του εκδοτικού οίκου, Αλέξανδρος Καρράς, σε μια συνέντευξη λίγο μετά την ίδρυσή του το 2017, «[ο] τίτλος αποτελεί την αναβίωση του εκδοτικού οίκου της δεκαετίας του ’30, τον οποίο είχαν ιδρύσει η Σίτσα Καραϊσκάκη, ο Ευάγγελος Κυριάκης κι ο Κυριάκος Καραμάνος. Στόχος μου η συνέχεια του έργου τους και η σύνδεση της εποχής τους με την εποχή μας» (Mavros Krinos, 2017). Ανάμεσα στους πρώτους τίτλους του νέου εκδοτικού οίκου ήταν επανεκδόσεις βιβλίων της Καραϊσκάκη, καθώς και νέες εκδόσεις με συναγωγές άρθρων της στον τύπο, κι έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, τα βιβλία της Καραϊσκάκη που διατίθενται από τον συγκεκριμένο εκδοτικό εγγίζουν τα δέκα. Γενικότερα, η Νέα Γενεά επιδίδεται σε μια προσπάθεια εθνικιστικής διαπαιδαγώγησης συνθετικού χαρακτήρα, με επαναπροβολή όχι μόνο του έργου της Καραϊσκάκη και άλλων ελλήνων διανοουμένων που εντάσσονται στην ιδεολογική γενεαλογία του εν λόγω οίκου (π.χ. Νεοκλής Καζάζης, Ίων Δραγούμης, Ευάγγελος Κυριάκης), αλλά και ξένων, κυρίως φασιστικής πολιτικής ταυτότητας (Μουσολίνι, Γκέμπελς, Κοντρεάνου, Μπραζιγιάκ κ.ά.).20Βλ. την ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου Nea Genea. Προβαίνει δηλαδή σε ένα εγχείρημα ιδεολογικής μεταφοράς, επανενεργοποιώντας πολλαπλώς το υπόδειγμα της Καραϊσκάκη και υπογραμμίζοντας τη σημασία της περίπτωσής της για την κατανόηση του ελληνικού φασιστικού φαινομένου τόσο μέχρι το 1945 όσο και στις μέρες μας.