Είναι τόσο Έλληνες στο Μόναχο,
που θα πρέπει στην Αθήνα να γίνουν όλοι Βαυαροί
Ζεράρ ντε Νερβάλ
Νέπομουκ φον Πόισλ, Παρελθόν και Μέλλον
Η ενθρόνιση του βασιλιά Όθωνα της Ελλάδας εορτάζεται πανηγυρικά και στο Μόναχο. Στις εορταστικές εκδηλώσεις συμπεριλαμβανόταν και η πρεμιέρα του θεατρικού έργου του Πόισλ Παρελθόν και Μέλλον,1Poißl, Johann Nepomuk von: Vergangenheit und Zukunft, dramatisches Gedicht in sechs Szenen und zwei Bildern, Libretto, [München], 1832. [Παρελθόν και Μέλλον, δραματικό ποίημα σε έξι σκηνές και δύο εικόνες, Μόναχο, 1832]. https://bildsuche.digitale-sammlungen.de/index.html?c=viewer&bandnummer=bsb00054838&pimage=00001&einzelsegment=&v=5p&l=de. στις 30 Νοεμβρίου 1932 στο Βασιλικό Θέατρο (Hoftheater) του Μονάχου. Ο μουσικός διευθυντής της αυλής Γιόχαν Νέπομουκ φον Πόισλ (Johann Nepomuk von Poißl, 1783–1865), γνωστός για τις όπερές του Αντίγονος (Antigonus), Αθαλία (Athalia) και Αγώνες στην Ολυμπία (Wettkampf zu Olympia), συγγράφει απ’ αφορμή τους εορτασμούς ένα αλληγορικό θεατρικό έργο σε έξι πράξεις και δύο εικόνες, με την Ελλάδα, τη Βαυαρία, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη να εμφανίζονται στη σκηνή, με τη συνοδεία πνευμάτων και του ελληνικού λαού «αρχαιότερων και νεότερων χρόνων».
Το έργο αρχίζει με την Ελλάδα καθισμένη σ’ ένα άλσος από δάφνες, ντυμένη στα μαύρα, να θρηνεί την κατάντιά της. Ο Πόισλ χρησιμοποιεί τη γνωστή από τα σονέτα της ματαιότητας του Μπαρόκ τεχνοτροπία του ζύγους αντιθέτων και αντιπαραθέτει το παρόν στο ένδοξο παρελθόν (απαριθμούνται αρχαίοι ήρωες, γίνεται επίκληση της βράβευσης των νικητών στους Ολυμπιακούς αγώνες της αρχαιότητας), με τέτοιο τρόπο ώστε το παρόν να παρουσιάζεται αξιοθρήνητο: «Εκεί που υπήρχε κάποτε λάμψη και αφθονία, κυριαρχεί τώρα θρήνος κι οδυρμός» (Poißl, 1832, 6). Την απελπισμένη Ελλάδα παρηγορεί η Πίστη, που κατεβαίνει από τα ουράνια, αναφέρεται στην θεία πρόνοια και εξαγγέλλει τη «σταλμένη από την αιωνιότητα» σωτηρία (Poißl, 1832, 9). Η Ελλάδα οφείλει να ανταμειφθεί για την χριστιανική της πίστη και πρόκειται να «αναγεννηθεί όπως ο φοίνικας» (Poißl, 1832, 9). Είναι άξια προσοχής αυτή η διττή αναφορά σε αρχαιότητα και χριστιανισμό: Πρόκειται εδώ για μια από τις σημαντικές όψεις του λόγου του φιλελληνισμού, όπου ο ελληνικός λαός, ο καταπιεσμένος από απίστους, παρουσιάζεται ως ο εκπρόσωπος της χριστιανοσύνης, ενώ ταυτόχρονα υμνείται ως ο διάδοχος του αρχαίου κόσμου (πρβλ. Conter, 2004, 440). Ο Πόισλ επιτυγχάνει αυτή την καθόλου αυτονόητη2Η Polaschegg τονίζει ότι η διττή κωδικοποίηση του ελληνικού λαού ως ταυτόχρονου εκπροσώπου της Χριστιανοσύνης και της Αρχαιότητας αποτελεί συχνά μια πρόκληση για την ποίηση του Φιλελληνισμού. Polaschegg, 2005, 266 κ.ε. σύνδεση των δύο όψεων της δυτικής αντίληψης για την Ελλάδα αφενός μέσω της προσωποποιημένης (διαχρονικής) Ελλάδας, η οποία μετέχει προφανώς εξίσου της αρχαιότητας όσο και του παρόντος, αφετέρου μέσω της χρήση του φυσικού τοπίου ως εγγυητή της συνέχειας: Το πεδίο μάχης στο οποίο διακρίνονταν οι αρχαίοι ήρωες είναι ο ίδιος τόπος όπου κήρυττε ο Απόστολος Παύλος.
Εν συνεχεία εμφανίζεται η Ελπίδα και οδηγεί τη «θεόσταλτη» Βαυαρία προς την Ελλάδα που εξακολουθεί να προσεύχεται: Η Βαυαρία αυτοπαρουσιάζεται (ως «ένας λαός εξαιρετικά θαρραλέος, γεμάτος εργατικότητα, δύναμη, μέτρο και αταλάντευτη αφοσίωση» (Poißl, 1832, 15) και υπενθυμίζει την ενεργή συμμετοχή της στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Απαγγέλλονται οι στίχοι του Λουδοβίκου του Α’ από το 1822, με τους οποίους καλούσε στον αγώνα («Έλληνες, αγωνιστείτε τον αγώνα του θανάτου…», Poißl, 1832, 16). Η Ελλάδα, συνεχίζει την απαγγελία, εκφράζει την ευγνωμοσύνη της προς τον Λουδοβίκο («φίλος, πατέρας», Poißl, 1832, 18) και διαβεβαιώνει τη Βαυαρία ότι το υψηλό φρόνημα της αρχαιότητας διέπει και τη σύγχρονη Ελλάδα. Ακολούθως η Βαυαρία αναγγέλλει ότι θα παραδώσει στην Ελλάδα «ένα μαργαριτάρι από το διάδημα του Παλλαδίου» (Poißl, 1832, 23), γιατί αυτή είναι η Θεία Βούληση. Η Ελλάδα ορκίζεται να υποδεχτεί τον μέλλοντα κύριό της «με αφοσίωση και εμπιστοσύνη και θερμή αγάπη» (Poißl, 1832, 24). Η Βαυαρία υπόσχεται στην Ελλάδα θαύματα από το χέρι του.
Ο Πόισλ τονίζει εδώ, όπως ήταν αναμενόμενο, τον υποστηρικτικό ρόλο της Βαυαρίας και του βασιλιά Λουδοβίκου ήδη κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα3Βλ. σχετικά τις αναλύσεις του Grimm, 1999, 31 κ.ε. – η επιλογή του βαυαρού πρίγκιπα για το στέμμα της Ελλάδας μπορεί έτσι να παρουσιασθεί εντελώς φυσιολογικά ως το επόμενο στάδιο, αν όχι ως αποκορύφωμα αυτής της αφοσίωσης και παροχής βοήθειας. Είναι, ως εκ τούτου, απόλυτα συνεπές το ότι δεν γίνεται καμιά απολύτως αναφορά στον ρόλο των μεγάλων δυνάμεων, όπως και στα πολιτικά τους κίνητρα κατά την επιλογή του Όθωνα:4Για τους πολιτικούς συσχετισμούς εντός της Ιεράς συμμαχίας σχετικά με το ελληνικό θέμα βλ. Heydenreuter, 1993, 59 κ.ε., καθώς και Hering, 1994, 24. Στην παρουσίαση του Πόισλ η αποστολή του Σωτήρα στην Ελλάδα εναπόκειται αποκλειστικά και μόνον στη Βαυαρία. Το έργο φτανει στην κορύφωση του όταν η Αγάπη με την συνοδία της Πίστης και της Ελπίδας κατεβάζουν το πορτραίτο του Όθωνα από τα ουράνια στη γη. Η υπεσχημένη αναγέννηση συντελείται επί σκηνής: Ο μουντός ουρανός δίνει τη θέση του σε λευκά σύννεφα σε λαμπρό γαλάζιο φόντο, η κατάξερη και καμένη φύση πρασινίζει, οι κατεστραμμένοι ναοί υψώνονται άρτιοι και μεγαλοπρεπείς.
Λούντβιχ Μπέρνε: Σχόλια ενός „συγγραφέα των καιρών“
Δεν πρέπει κανείς να σταματά να τους εξοργίζει, αυτό μονάχα μπορεί να φέρει αποτέλεσμα.
Δεν πρέπει κανείς να τους εξοργίζει έναν-έναν, πρέπει να τους εξοργίζει μαζικά.
Ludwig Börne
Στο αλληγορικό θεατρικό έργο του Πόισλ αντιδρά ο Λούντβιχ Μπέρνε. Το σαρκαστικό του σχόλιο βρίσκεται στο 89ο από τα Γράμματα από το Παρίσι (Briefe aus Paris), που κυκλοφορούν σε τρεις τόμους (1832, 1833 και 1834). Πρόκειται για επιστολές τις οποίες απευθύνει δημόσια προς την πατρίδα του ο Μπέρνε, που ζει στο Παρίσι από το 1830: Μεταδίδει τα νέα από το επαναστατημένο Παρίσι, εκφράζει τον αρχικό ενθουσιασμό και την ταχύτατη απογοήτευσή του, κυρίως όμως σχολιάζει και στοχάζεται τα όσα συμβαίνουν στη Γερμανία της Παλινόρθωσης. Η συγγραφική αυτή δραστηριότητα αντιστοιχεί στις αντιλήψεις του Μπέρνε ως „συγγραφέα των καιρών“, ο οποίος παρεμβαίνει με τα γραπτά του στο πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής.5Με τη μέθοδο αυτή της χρήσης της ιδιωτικής επιστολής ως δημόσιο κείμενο ο Μπέρνε συγκαταλέγεται στους προδρόμους μιας νέας παράδοσης: της λογοτεχνίας μεταξύ εξομολόγησης και ρεπορτάζ. Βλ. Jasper, 1989, 186. Επίσης Walz, 2001, 128. Παρακολουθεί τα γεγονότα στην Ευρώπη, όπως φερ’ ειπείν τις εξεγέρσεις στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Πολωνία και την Ελλάδα, και παίρνει θέση, τασσόμενος πάντα στο πλευρό εναντίον του φεουδαλισμού και της καταπίεσης και υπέρ της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού.6Ο Marcuse συνοψίζει: «Οι επιστολές του λειτουργούν ως συλλογή από ρεπορτάζ-βαρόμετρα που καλύπτουν τρία έτη επαναστάσεων: από την οπτική του βαρομέτρου ‘Μπέρνε’, μιας στήλης υδραργύρου που ήθελε να φτάσει τον ουρανό της ελευθερίας» Marcuse, 1977, 183. Αντιλαμβάνεται, ως εκ τούτου, την αναγόρευση του Όθωνα σε βασιλιά της Ελλάδας ως «μια ιστορία φρικτή», τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους Γερμανούς:
Είναι αξιοπρόσεκτο πόσο ταλέντο διαθέτουν οι γερμανικές κυβερνήσεις να φέρνουν το γελοίο ακόμη και στις πιο φρικτές ιστορίες. Όταν ακούω τι κάνουν και τι λένε κλαίω με το δεξί μου μάτι και γελώ με το αριστερό. Ο βασιλιάς της Βαυαρίας στέλνει απ’ όλες τις πόλεις και τα χωρία, από κάθε σημείο του βασιλείου του απεσταλμένους, να συγχαρούν τον ίδιο, τον γιο του, τους Βαυαρούς, αλλά προπάντων την Ελλάδα που ένα τέκνο της Βαυαρίας ανεβαίνει στον ελληνικό θρόνο (Börne, 1868.10/12, 106).
Γίνεται σαφές ότι η περίπτωση της Ελλάδας λειτουργεί ως παράδειγμα:7Ο Conter εξηγεί: «Η Ελλάδα αποτελεί αφορμή για την αντιπαράθεση με την ευρωπαϊκή πολιτική και μέσο πολιτικής ενδοσκόπησης ή εσωτερικών πολιτικών διαπραγματεύσεων.» (Conter, 2004, 435). Βλ. ακόμη την Kilchmann, η οποία μιλάει για την Ελλάδα ως «λογοτεχνική σκηνή», όπου οι στρατευμένοι συγγραφείς της προεπαναστατικής περιόδου (Vormärzliteratur) δοκιμάζουν νέους τρόπους καλλιτεχνικής έκφρασης. Kilchmann, 2013, 286. πρόκειται κυρίως για την αντιπαράθεση μεταξύ των επαναστατικών και των αντιδραστκών τάσεων της εποχής, γι’ αυτό και ο Μπέρνε εκλαμβάνει την είδηση της ενθρόνισης του Όθωνα ως ήττα. Ο Χάινε μας μεταφέρει την πικρή του απογοήτευση:
„Μόλις ένας λαός απελευθερωθεί, του φοράνε γερμανικό ζυγό […] και στην Ακρόπολη των Αθηνών ρέει βαυαρική μπύρα και εξουσιάζει η βαυαρική βέργα. […] Δεν μπορώ να το αναλογιστώ χωρίς να τρέμει το μυαλό μου“ (Heine, 1977, 57).
Στα Γράμματα από το Παρίσι ο Μπέρνε παρουσιάζει τον Λουδοβίκο ως έρμαιο της Ιερής Συμμαχίας:
Για να εξαγοράσει το στέμα αυτό ξεπούλησε την τιμή, την ευτυχία, την ελευθερία του λαού του και τη δική του ανεξαρτησία. Γι’ αυτό το γλίσχρο μεροκάματο (γιατί με μέρες κι όχι με χρόνια πρόκειται να μετρήσουμε την διάρκεια της κυβέρνησης του Όθωνα) έγινε ένας ανθυποβαστάζος της Ιεράς Συμμαχίας, ένας μαστιγοφόρος της Ρωσίας, ένας μπράβος της Αυστρίας (Börne, 1868.10/12, 116).
Κακόγουστοι πατριωτικοί ποιητές και υπομονετικοί υπήκοοι
Ο Μπέρνε αποδίδει με δεικτική ειρωνεία το περιεχόμενο του θεατρικού έργου του φον Πόισλ και σχολιάζει το συνδυασμό κακογουστιάς και απλοϊκότητας ως εξής:
„Ω, κύριε Πόισλ! Δεν ξέρω αν έχετε μυαλό, αλλά γούστο δεν διαθέτετε ούτε το ελάχιστο. […] Ακόμη και τον ουρανό θέλετε να μετατρέψετε σε λακέ για να γίνει το ιερό γαλάζιο του το χρώμα της στολής ενός Γερμανού πρίγκιπα!“ (Börne, 1868.10/12, 147).
Κακό ποιητή θεωρεί ο Μπέρνε και τον βασιλιά Λουδοβίκο8«[…] ο μικρός αυτός τύραννος και κακός ποιητής» (dieser kleine Tyrannos und schlechte Poet). Παρατίθεται στο Heine, 1977, 58. κι εκφράζεται πολύ επικριτικά σε σχέση με τον ενθουσιασμό του για την Ελλάδα. Σε μια προγενέστερη επιστολή του από το Παρίσι διευκρινίζει ότι ο φιλελληνισμός του Λουδοβίκου του Α’ και η διάθεσή του να υποστηρίξει τους εξεγερμένους Έλληνες επουδενί συνεπάγεται κάποια φιλελεύθερη αντίληψη: «Η Ελλάδα του ανέβηκε στο κεφάλι και ο βασιλιάς περνά όλους τους φιλελεύθερους γι‘ αγάλματα και τις φυλακές της χώρας του για μουσεία, όπου και τους τοποθετεί.» (Börne, 1868.10/12, 115). Ο Μπέρνε καθιστά εδώ σαφές, παίρνοντας τον Λουδοβίκο ως παράδειγμα, ότι το εθνικοπατριωτικό φρόνημα, καθοριστικό για τον φιλελληνισμό του Λουδοβίκου (Πρβλ. Maillet, 2009, 284), διακρίνεται ριζικά από την φιλελεύθερη οπτική. Όπως και ο Χάινε9Ο Heine θα επανέλθει στη θεματική αυτή μετά την αποτυχία της επανάστασης του Μαρτίου του 1848: στο ποίημα «Ο Michel» μετά τον Μάρτιο αποκαλεί «την μαύρη-κόκκινη-χρυσή σημαία» «αρχαία γερμανική σαβούρα», η οποία φέρνει στον ποιητή «τα χειρότερα μαντάτα για τη γερμανική ελευθερία» (Heine, 1973, 239–240)., έτσι και ο Μπέρνε παρατηρεί με αυξανόμενη ανησυχία την έξαρση του πατριωτικού ζήλου στους συμπατριώτες του, μιλώντας για τον «μαϊντανό της γερμανο-πατριωτικής δόξας» (Börne, 1868.7, 26), που οδηγεί στην καταπίεση των αιτημάτων για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία (Wirtz, 2006, 150). Επανέρχεται επ’ αυτού σε μεταγενέστερα κείμενά του:
„Δεν τίθεται θέμα να ξεριζωθεί ο πατριωτισμός, αλλά μόνον να εξολοθρευθούν όλες εκείνες πράξεις καταισχύνης τις οποίες ο εγωισμός των πριγκίπων και των λαών καλύπτει με τον μανδύα του πατριωτισμού“ (Börne, 1868.5/6, 206).
Σε άλλο σημείο ο Μπέρνε σαρκάζει τις προτεραιότητες του φιλότεχνου βασιλιά, αυτού του «μαθητευόμενου της αρχαίας ελεύθερης Ελλάδας»:
Δεν είναι να σου σκίζεται η ψυχή, όταν ο πτωχός χωρικός από τους λόφους Σπέσαρτ, που νιώθει ευτυχής όταν του λείπουν οι πατάτες μόνο τις τρεις ημέρες της εβδομάδας, υποχρεώνεται να ασημώσει τον ιδρώτα των χεριών του για να χτιστούν σε μια πόλη εξήντα ώρες μακριά, σε μια πόλη που δεν έχει δει ποτέ του, όπου δεν πρόκειται ποτέ να ταξιδέψει, μια γλυπτοθήκη, μια πινακοθήκη, ένα θέατρο –πράγματα που δεν γνωρίζει καν το όνομά τους– προς ικανοποιήση της φιλάρεσκης μεγαλομανίας ενός βασιλιά; (Börne, 1868. 7/9, 131).
Το θεατρικό έργο του Πόισλ χρησιμεύει στον Μπέρνε ως ευπρόσδεκτη αφορμή για να σχολιάσει τις πολιτικές συνθήκες στη Γερμανία, τη λογοκρισία και την καταπίεση:
Κάθε φορά που ένας αυλικός ποιητής απαγγέλλει κάτι πολιτικό, περιβάλλεται από Πίστη, Αγάπη και Ελπίδα. […] Με αυτές γλυκαίνει την τυραννία, μ’ αυτές τυλίγει την ελευθερία μέχρι ασφυξίας. Πρόκειται κατά τα άλλα για πολύ χρήσιμο περίβλημα. Γιατί χωρίς Πίστη, Αγάπη και Ελπίδα δεν θα μπορούσε κανείς να αντέξει ούτε για μία ημέρα να είναι γερμανός υπήκοος (Börne, 1868.10/12, 148).
Ο Μπέρνε δράττεται της ευκαιρίας να σαρκάσει τους ανώριμους πολίτες, το εκστασιασμένο κοινό του Πόισλ: «Παρελθόν και Μέλλον ονομαζόταν το έργο, το οποίο κατόρθωσε να μετατρέψει όλη εκείνη την παχύρευστη μπύρα που έφραζε από το προηγούμενο καλοκαίρι τις αρτηρίες των Βαυαρών σε χαρούμενη έξαψη» (Börne, 1868.10/12, 146). Έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα κεντρικό σημείο της σκέψης του Μπέρνε, ο οποίος τονίζει με κάθε ευκαιρία ότι γι’ αυτόν οι καρτερικοί υπήκοοι είναι εξ ίσου ένοχοι με τους μονάρχες τους: «Ένας λαός ο οποίος επιτρέπει να τον ποδοπατούν με τόση καρτερία αξίζει να καταπιέζεται και να συνθλίβεται» (Börne, 1868.7/9, 145).
Είναι άλλωστε ένα ακόμη κοινό στοιχείο με τον άσπονδο φίλο του Χάινε, που αποκαλεί τον γερμανικό λαό «κοιμώμενο Michel*». Ο Μπέρνε καταλογίζει στον γερμανικό λαό αδράνεια κι εγκαρτέρηση («η υπομονή, αυτή που εξουσιάζει τους Γερμανούς και τις χελώνες», Börne, 1865, 11) προσπαθώντας με κάθε ευκαιρία να αποκαλύψει τα ψεύδη του λόγου της εξουσίας:
„Τα ώριμα φρούτα δεν πρέπει να τα κόβουμε, αλλά να τ’ αφήνουμε να πέφτουν σάπια από τα δέντρα. Ο χρόνος είναι που ωριμάζει το στάρι, αλλά δεν είναι αυτός που οργώνει. Ο χρόνος πάντα μας εξαπατούσε, δεν επαφιέμεθα πλέον στα χρεόγραφά του“ (Börne, 1868. 7/9, 101).
Ο Μπέρνε αντιλαμβάνεται και εδώ ως καθήκον του να παρακινήσει τον αναγνώστη και να τον βάλει να σκεφτεί:
„Η μακρά παραμονή στο σπίτι έχει αποξενώσει τους Γερμανούς από τον δημόσιο χώρο, ενώ η διαρκής ένδυση με προβιές αμνών ή λύκων έχει καταστήσει πληβείους και ευγενείς ευαίσθητους στο παραμικρό αεράκι“ (Börne, 1868. 1/2, 86).
Ο Μπέρνε δεν κρύβει την δυσπιστία του απέναντι στην υποτιθέμενη «διάσωση» της Ελλάδας, και μάλιστα όχι μόνον όσον αφορά τη σκηνοθεσία του Πόισλ, την απλοϊκότητα της οποίας σαρκάζει επανειλημμένως. Σχολιάζει το συμβολικό ξανάνθισμα του ελληνικού τοπίου («Πόσο χαίρομαι που οι καμένοι ελαιώνες ξαναπρασινίζουν! Τώρα μπορούν πια οι πτωχοί Έλληνες να ξαναφάνε σαλάτα», Börne, 1868. 10/12, 74), και εφιστά την προσοχή στις μηχανορραφίες πίσω από τα πολύχρωμα σκηνικά:
„Πολύ φοβάμαι ότι όταν ο ελληνικός ουρανός πληροφορηθεί την πραγματική κατάσταση θα απεκδυθεί πάλι το βαυαρέζικο γαλάζιο του και θα ξαναφορέσει την γκρίζα ρόμπα του“ (Börne, 1868. 10/12, 75).
Η Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου στην Αθήνα: το όραμα του Μπέρνε
Η κριτική του Μπέρνε εκτείνεται πέρα από το κακό γούστο του ποιητή και την απάθεια του κοινού του και τον ωθεί να φανταστεί τη μελλοντική συμβίωση στην Ελλάδα. Χρησιμοποιεί τον –διαδεδομένο στον λόγο του φιλελληνισμού γενικά και στην ποίηση του Λουδιβίκου του Α’ ειδικότερα– κοινό τόπο περί επιβίωσης της Αρχαίας μέσα στη σύγχρονη Ελλάδα10Ο Λουδοβίκος ο Α’ παραλληλίζει τον απελευθερωτικό αγώνα με τους Περσικούς πολέμους, τον Μπότσαρη με τον Λεωνίδα κι εκφράζει την ευχή ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων να «αφυπνήσει από τον μακρύ και βαρύ της ύπνο την αρχαία Ελλάδα, ξανανιωμένη» Πρβλ. Wünsche, 1993, 44. και παρουσιάζει, ως συνέχεια και ταυτόχρονα ως παρωδία του θεατρικού έργου του Πόισλ, το δικό του όραμα ενός «βαυαρο-ρωσικο-αγγλικο-γαλλικο-ελληνικού κράτους» (Börne, 1868. 10/12, 146). Περιγράφει την είσοδο του Όθωνα και των Βαυαρών του στην (αρχαία!) Αθήνα: Ο Πλάτων «φοβάται και κρύβει τη Πολιτεία», ο Περικλής «τείνει το μπράτσο του στη φίλη του την Ασπασία» κι ο βασιλιάς Όθωνας δηλώνει ότι η Ελλάδα «στους αρχαιότατους χρόνους» ανήκε στη Βαυαρία δείχνοντας προς απόδειξη τον ουρανό, που έχει «το εθνικό χρώμα της Βαυαρίας». Ο Μπέρνε απαριθμεί τα μέτρα με τα οποία η βαυαρική εξουσία επιχειρεί να φροντίσει για τάξη και ασφάλεια: με την απόδοση βασιλικών παρασήμων (ο Αριστοτέλης λαμβάνει φερ’ ειπείν το δίπλωμα του «αυλικού μυστικοσύμβουλου», ο Αλκιβιάδης «το κλειδί του αυλάρχη») και προπάντων με την εγκαθίδρυση μιας κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου. Οι διάσημοι Αθηναίοι (της Αρχαιότητας), κυβερνήτες, καλλιτέχνες, στρατηγοί, ποιητές και φιλόσοφοι –ο Μπέρνε αναφέρει όλα εκείνα τα ονόματα που τα γνωρίζει κάθε καλλιεργημένος Ευρωπαίος της εποχής του –, βρίσκονται ξαφνικά στο έλεος των μεθόδων του Μέτερνιχ: Ο Ιπποκράτης μετατίθεται δυσμενώς στο Άουγκσμπουργκ, η πνευματώδης Ασπασία εξορίζεται στην Αίγυπτο, ο Διογένης καταδικάζεται σε καταναγκαστικά έργα. Ο Μπέρνε δράττεται της ευκαιρίας να στηλιτεύσει τα μέτρα καταστολής της Ιεράς Συμμαχίας κάθε «ύποπτης δημαγωγικής δραστηριότητας»:
„Τους περισσότερο ένοχους τους είχαν ήδη τουφεκίσει προτού καν τους περάσουν από έλεγχο“ (Börne, 1868. 10/12, 76).
Ο ελληνικός λαός, ωστόσο, (τουλάχιστον οι Έλληνες της Αρχαιότητας σε αντίθεση με τους Νεοέλληνες, φαίνεται να υπονοεί εν προκειμένω ο Μπέρνε) αμύνεται (με τρόπο ηρωικό όπως αναμενόταν). Αυτή είναι άλλωστε η στάση ενός λαού, όπως θα την ευχόταν από τους Γερμανούς ο Μπέρνε, γιατί είναι πεπεισμένος ότι «κάθε τυραννία την οποία ανέχεται ένας λαός, την ασκεί ο ίδιος και πρέπει ν’ αναλάβει την ευθύνη της.» (Börne, 1968. 3/4, 209) Σε αντίθεση προς το εξολοκλήρου αλληγορικό θεατρικό έργο του Πόισλ, στο όραμα του Μπέρνε υπάρχουν πολύ συγκεκριμένες αναφορές στην πραγματικότητα της Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα. Έτσι, το τέλος του οράματος αναφέρεται στη συστηματική δραστηριότητα του Λουδοβίκου του Α’ ως συλλέκτη. Είναι γνωστό ότι ο βασιλιάς επί δεκαετίες αγόραζε αρχαιότητες προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρό του για το Μόναχο ως «Αθήνα του Ίζαρ» (Wünsche 1993, 21-23). Ο Μπέρνε περιγράφει πώς οι Αθηναίοι, μόλις πληροφορήθηκαν ότι ο νεαρός βασιλιάς σύναψε «μυστική συμφωνία» με τον πατέρα του για τη μεταφορά στη Βαυαρία του συνόλου των ναών και αγαλμάτων, αρχίζουν να λιθοβολούν τον «καημένο τον κύριο φον Κλέντσε» με τις «ωραιότερες αρχαίες πέτρες μετά αναγλύφων» και ξαποστέλνουν τον νεαρό βασιλιά πίσω με το πρώτο καράβι πίσω στο σπίτι του (Börne, 1868.10/12, 147). Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι ο Μπέρνε προβλέπει το τέλος της Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα, ωστόσο, όσον αφορά τον Λέο φον Κλέντσε σφάλει: μετά τον απελευθερωτικό αγώνα, ο βασιλιάς Λουδοβίκος παραιτείται από την αρχική του πρόθεσή του να μεταφέρει τις αρχαιότητες στο Μόναχο (Wünsche, 1993, 45). Ο Λουδοβίκος στέλνει όντως τον Κλέντσε το 1834 στην Αθήνα, προκειμένου να μεριμνήσει για τις αρχαιότητες, σε αντίθεση όμως με το άσχημο προαίσθημα του Μπέρνε ο αρχιτέκτονας προσπαθεί να σταματήσει την καταστροφή (ο Λουδοβίκος είναι εξοργισμένος από «τον βάρβαρο τρόπο δράσης του Λόρδου Έλγιν»): Ο Κλέντσε επιβάλει έναν αυστηρότερο νόμο προστασίας των μνημείων και τοποθετεί φύλακες στα ερείπια (Wünsche, 1999, 16).
Συμπέρασμα
Το ελληνικό ζήτημα είναι ιδιαίτερα δημοφιλές κατά το πρώτο τρίτο του 19ου αιώνα‧ το γεγονός αυτό οφείλεται στη συνύπαρξη στο πλαίσιο του γερμανικού φιλελληνισμού διαφορετικών ιδεολογικών αντιλήψεων περί Ελλάδας και του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα (Polaschegg 2005, 265· Meyer 2013, 17). Με τα λόγια ενός σύγχρονου του Μπέρνε:
Όλες οι πλευρές έχουν ως κοινό το ενδιαφέρο τους για τους Έλληνες. Οι πιστοί παρακινούνται από τη θρησκεία, οι μορφωμένοι από τις αναμνήσεις της αρχαιότητας , οι φιλελεύθεροι από την ελπίδα ότι οι αρχαιοελληνικές δημοκρατίες μπορούν να λειτουργήσουν ως πρόδρομοι και φυτώρια για μια μελλοντική δημοκρατική, φιλελεύθερη Ευρώπη […].11Στο Jacob Sendtner, 1822. Παρατίθεται από τον Meyer, 2013, 18.
Τα στοιχεία της πολλαπλής αυτής κωδικοποίησης που απαντούν, όπως ήταν αναμενόμενο στον Πόισλ , είναι ο Χριστιανισμός και η Αρχαιότητα: Οι εξεγερμένοι Έλληνες παρουσιάζονται ως ο χριστιανικός λαός, που μπόρεσε να αποτινάξει τον ζυγό των μουσουλμάνων καταπιεστών και ταυτόχρονα ως οι απόγονοι της αξιοθαύμαστης αρχαιότητας. Ο Μπέρνε, αντιθέτως, υιοθετεί την φιλελεύθερη θέση, που θεωρεί τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων ως παράδειγμα αγώνα ενός λαού εναντίον μιας απολυταρχικής εξουσίας και τον εντάσσει έτσι στο ευρωπαϊκό κύμα των εξεγέρσεων κατά του δεσποτισμού. Από τη δική του σκοπιά η ενθρόνιση συνιστά μιαν ήττα κι αυτός είναι ο λόγος που ασχολείται με το θεατρικό έργο του Πόισλ. Η αντίδραση του Μπέρνε στο θεατρικό έργο δεν αποτελεί μονάχα έκφραση του σκεπτικισμού του απέναντι στον υπερβολικό ενθουσιασμό του Λουδοβίκου («του βασιλιά του ανέβηκε η Ελλάδα στο κεφάλι »), αλλά προπάντων έκφραση της απογοήτευσης των φιλελεύθερων διανοουμένων για την εγκαθίδρυση ενός βαυαρικού βασιλείου στην Ελλάδα και για την επιβολή –ακόμα κι εκεί – των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης. Ως εκ τούτου, η αλληγορία του Πόισλ συνιστά για τον Μπέρνε κατά κύριο λόγο μιαν αφορμή για να στοχαστεί πάνω στην αυτοδιάθεση και την υποτέλεια– σε σχέση με το νέο ελληνικό κράτος, αλλά προπάντων σε σχέση με την πατρίδα του, τη Γερμανία.