Επισκόπηση της έρευνας
Το παρόν άρθρο είναι συντομευμένη εκδοχή ενός κεφαλαίου από τη μελέτη Finanziers in Sehnsuchtsräumen. Europäische Banken und Griechenland im 19. Jahrhundert [Χρηματοδότες σε νοσταλγικούς χώρους. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες και η Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα], η οποία μελετά τις επενδύσεις γερμανικών, γαλλικών, βρετανικών και ελβετικών τραπεζών στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα (Schönhärl, 2017, 111–165). Οι μέχρι σήμερα μελέτες έχουν εξετάσει τις ευρωπαϊκές επενδύσεις στην Ελλάδα προπάντων από την ελληνική σκοπιά (π.χ. Δερτιλής, 2009· Giannitsis, 1999). Ειδικά τα λεγόμενα Εξωτερικά Δάνεια είχαν διερευνηθεί διεξοδικά ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα (Ανδρεάδης, 1904· Levandis, 1944· Wynne, 1951· Kofas, 1981· Ηλιαδάκης, 2011).
Πολλά από τα κείμενα αυτά ασκούν κριτική στις ξένες επενδύσεις, κάτι που πρέπει να γίνει κατανοητό λόγω της μαρξιστικής παράδοσης της ελληνικής ιστοριογραφίας (Δραγούμης, 1901· Στεφανίδης, 1930· Μπελογιάννης, 1998). Αντιθέτως, μέχρι σήμερα έχει ελάχιστα εξεταστεί η οπτική σκοπιά των ξένων επιχειρήσεων όσον αφορά τους λόγους της απόφασής τους να επενδύσουν ή όχι στην Ελλάδα. Το Χρηματοδότες σε νοσταλγικούς χώρους εξετάζει στο σκεπτικό και τα κίνητρα επενδυτικών αποφάσεων, και κινείται στο ενδιάμεσο πεδίο μεταξύ Οικονομικής και Πολιτιστικής Ιστορίας: Εμπορικά συμφέροντα διαδραμάτισαν εξίσου σημαντικό ρόλο με υπάρχοντα δίκτυα, ο ενθουσιώδης φιλελληνισμός με τις συλλογικές δράσεις. Προκειμένου να ανταποκριθούμε στις περίπλοκες καταστάσεις μέσα στις οποίες ελήφθησαν οι αποφάσεις, η έρευνα βασίζεται σε μεθοδολογικά εργαλεία της Συμπεριφορικής Χρηματοοικονομικής Θεωρίας [behavioural finance] (Ricciardi, 2017). Η ίδια μέθοδος εφαρμόζεται και για τη μελέτη της οικογένειας Άιχταλ, για την οποία υπάρχουν εκτενείς βιογραφικές μελέτες (Le Bret, 2012· Ratcliffe, 1977).
Η διεθνής τράπεζα της οικογένειας φον Άιχταλ και η Ελλάδα
Πώς προέκυψε η σχέση των Άιχταλ με την Ελλάδα; Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, ο εβραίος τραπεζίτης Ααρών Ζέλιγκμαν [Aaron Seeligmann] είχε αναδειχθεί σε Επίσημο Προμηθευτή της βασιλικής αυλής του οίκου των Βίτελσμπαχ του Μονάχου. Ως αναγνώριση για τις υπηρεσίες του, το 1814 του απονεμήθηκε τίτλος ευγενείας, έλαβε το προσονύμιο «φον» και πέντε χρόνια αργότερα ασπάστηκε μαζί με όλη του την οικογένεια τον καθολικισμό. Οι πέντε γιοι του (και οι πέντε σύζυγοί τους) ίδρυσαν μια τραπεζική δυναστεία που επεκτάθηκε από το Μόναχο μέσω του Άουγκσμουργκ και της Καρλσρούης μέχρι τη Γαλλία. Την έδρα Μονάχου της πατρικής επιχείρησης ανέλαβε ο νεότερος γιος Σιμόν. Ο τρίτος των αδελφών, Λουδοβίκος ή Λουί, μετακόμισε στη Νανσύ κι αργότερα στο Παρίσι (Le Bret, 2012), όπου ίδρυσε τον δικό του τραπεζικό οίκο. Απέκτησε δύο γιους, τον Γκυστάβ [Gustave, 1804–1886] και τον Αντόλφ [Adolphe, 1805–1895], οι οποίοι, ακολουθώντας την επιθυμία του, ανέλαβαν καθήκοντα στην τράπεζα του πατέρα τους (Hummert, 1927). Η επαφή της οικογένειας με την Ελλάδα έγινε αρχικά μέσω του Σιμόν.
Στο Μόναχο, όπου ο Φιλελληνισμός όχι μόνο δεν συνιστούσε επαναστατικό ρεύμα, αλλά ενδιέφερε προσωπικά τον πρίγκιπα Λουδοβίκο (από το 1825 βασιλέα Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας), ο τραπεζίτης προσχώρησε στον Φιλελληνικό Σύλλογο (Spaenle, 1990). Οργάνωσε τη μεταφορά των δωρεών που προέρχονταν από το Μόναχο προς την Ελλάδα και είχε πυκνή αλληλογραφία με τον στρατηγό Χάιντεκ [Heideck] κατά τη διάρκεια της ενεργούς συμμετοχής του τελευταίου στον απελευθερωτικό αγώνα 1826–1829. Μέσω της αλληλογραφίας τους λάμβανε λεπτομερείς πληροφορίες για τη χώρα και τους κατοίκους της.1Korrespondenz von Heideck – von Eichthal in Staatsbibliothek München [Αλληλογραφία φον Χάιντεκ – φον Άιχταλ], Abteilung Handschriften und alte Drucke, Heydeckiana II. 2b. Όταν το 1832 ο δευτερότοκος γιος του Λουδοβίκου Α’ αναγορεύτηκε σε βασιλιά της Ελλάδος ως Όθων Α’, ο Σιμόν έγινε Επίσημος Προμηθευτής της Αυλής, ανέλαβε δηλαδή τη μέριμνα για τα οικονομικά της βασιλικής Αυλής στην Ελλάδα από το Μόναχο. Βασική του μέριμνα ήταν η διεκπεραίωση ενός δανείου ύψους 60 εκατομμυρίων φράγκων, που θα εξέδιδε για την Ελλάδα ο οίκος Ρότσιλντ [Rothschild] με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων – Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας (Schönhärl, 2019). Η οικογένεια Άιχταλ θέλησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να εδραιώσει μια δυνατή παρουσία στην Ελλάδα. Για τον σκοπό αυτό απεστάλη από την έδρα το Άουγκσμπουργκ στο Ναύπλιο ο νεαρός Βίλχελμ [Wilhelm, γεν. 1805], φροντίζοντας να λάβει τον τίτλο του υποπρόξενου, αναλαμβάνοντας τα σχετικά έξοδα (Hohenlohe-Schillingsfürst, 1953, 117)· εξετάσθηκε επίσης το ενδεχόμενο αποστολής στην Ελλάδα κάποιου εξαδέλφου του ονόματι Ρούντολφ (Le Bret, 2012, 218)· ο Αντόλφ ντ’ Άιχταλ [d’Eichthal] διεκδίκησε την ίδια περίοδο τη θέση του έλληνα Γενικού Προξένου στο Παρίσι. Φαίνεται λοιπόν ότι το ενδιαφέρον της οικογένειας για την ελληνική αγορά ήταν αναμφισβήτητα ισχυρό, η οποία προφανέστατα εθεωρείτο αναπτυσσόμενη και πολλά υποσχόμενη.
Τα αφηγήματα περί Ελλάδος στην οικογένεια
Το ενδιαφέρον της οικογένειας για την Ελλάδα γίνεται εμφανές και από το γεγονός ότι οι Άιχταλ του Παρισιού απέστειλαν επίσης ένα μέλος τους στην Ελλάδα. Πρόκειται για τον πρωτότοκο Γκυστάβ ντ΄ Εϊστάλ, ο οποίος, σε αντίθεση με τον αδελφό του, δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ακολουθήσει καριέρα τραπεζίτη. Έχοντας μείνει για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Γερμανία και στη Μεγάλη Βρετανία, όπου υποτίθεται ότι θα προετοιμαζόταν γι’ αυτό το επάγγελμα, ο Γκυστάβ προσχώρησε στους Σαινσιμονιστές, οι οποίοι απέβλεπαν στην ανανέωση της οικονομίας και της κοινωνίας στο πνεύμα της ισότητας και της αποδοτικότητας, και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής σε κύκλους γόνων της παρισινής χρηματοοικονομικής ελίτ (Ratcliffe, 1976). Όταν το 1832, μετά την Ιουλιανή Επανάσταση, η σέχτα των Σαινσιμονιστών κατηγορήθηκε για έξαψη του φανατισμού των μαζών και τελικά διαλύθηκε, πολλά από τα μέλη της διέφυγαν αρχικά στο εξωτερικό, π.χ. στην Αίγυπτο ή στην Αλγερία, ώστε να παραμείνουν για κάποιο χρονικό διάστημα μακριά από την παρακολούθηση των γαλλικών αρχών. Η οικογένεια έστειλε τον Γκυστάβ στην Ελλάδα, επιθυμώντας να προσφέρει έτσι στο «μαύρο πρόβατό» της ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο δραστηριότητας· τουλάχιστον εξίσου αποφασιστικής σημασίας στην ενέργεια αυτή ήταν βεβαίως και η ελπίδα να ορθοποδήσει στην Ελλάδα, αναπτύσσοντας εκεί οικονομική δραστηριότητα, και να μην αφήσει τη νέα αγορά να γίνει ελεύθερο πεδίο δράσης για τους ανταγωνιστές της. Ωστόσο, από την οικογενειακή αλληλογραφία φαίνεται ότι δεν είχαν όλα τα μέλη της τη γνώμη πως η Ελλάδα ήταν ένα πολλά υποσχόμενο επενδυτικό πεδίο. Ο θείος του Γκυστάβ, Άρνολντ, έγραφε από το Άουγκσμπουργκ στον αδελφό του Λουί στο Παρίσι:
Όσον αφορά το γιο σου αγαπητέ φίλε, πιστεύω ότι καμιά θεραπεία δεν θα μπορούσε να είναι καταλληλότερη από την ταξιδιωτική κούρα στην οποία τον υποβάλλετε αυτόν τον καιρό. Κι αφού ασφαλώς θα έχει τιμωρήσει στην Κωνσταντινούπολη κάποιους φουρνάρηδες που κλέβουν στο ζύγι, και αφού θα έχει γνωρίσει τους τωρινούς κατοίκους που περιφέρονται στο έδαφος της κλασικής Ελλάδας, γυμνοί και βρώμικοι σαν τα σκυλιά τους, μόνο με περισσότερους ψύλλους, και χωρίς να χρειάζεται να συλλογιστεί κανείς τις εμπειρίες που τον περιμένουν στην Αίγυπτο, δεν έχω σχεδόν καμιά αμφιβολία ότι ο γιος σου θα έχει ήδη πεισθεί πως η Γαλλία είναι μια χώρα όπου μπορεί να ζήσει ένας ελευθερόφρων άνθρωπος χωρίς να θεωρεί υποχρεωτικό καθήκον του την αυτοκτονία.2Άρνολντ φον Άιχταλ προς τον Λουί ντ’ Εϊστάλ, 19.08.1833, Bibliothèque de l´Arsenal (BDA), Paris, MS 13747, 100.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι στο εσωτερικό της οικογένειας Άιχταλ διαμορφώνονται δύο αλληλοσυγκρουόμενες εικόνες για την Ελλάδα: Για τους μεν, η χώρα θεωρούνταν ως μια αναπτυσσόμενη και πολλά υποσχόμενη αναδυόμενη αγορά [emerging market], στην οποία πρέπει κανείς επειγόντως να εδραιωθεί· από την άλλη, ιδιαίτερα για τους εκπροσώπους των μεγαλύτερων ηλικιών, υπήρχε η εικόνα του Έλληνα ως «απολίτιστου, πρωτόγονου, ωμού, κτηνώδους και μονίμως ατημέλητου», όπως το διατυπώνει η Marija Todorova ως τυπικό στοιχείο των αντιλήψεων περί Βαλκανίων στη Δυτική Ευρώπη (Todorova, 1997, 32). Ποιο από τα δύο αφηγήματα για την Ελλάδα θα επικρατούσε τελικά;
Ο Γκυστάβ ντ’ Εϊστάλ στην Ελλάδα
Τον Οκτώβριο του 1833 ο Γκυστάβ έφτασε στην Ελλάδα με κέφι και μεγάλες προσδοκίες, και άρχισε να ενημερώνει την οικογένεια και φίλους στην πατρίδα του με πλήθος επιστολών και πληροφοριών. Ο πατέρας του κυρίως τον παρότρυνε να ασχολείται αποκλειστικά με οικονομικά θέματα, και του απαγόρευε να του στέλνει επιστολές που έγραφαν μόνο για αρχαίους κίονες. Ο Γκυστάβ είχε εντούτοις την τάση να ενθουσιάζεται:
Όσο περισσότερο κινείται κανείς σε τούτη δω τη γη, τόσο περισσότερο τη θαυμάζει, τόσο πιο δυνατά την ερωτεύεται. Αυτή είναι η μόνη ταιριαστή λέξη.3Γκυστάβ προς την οικογένειά το, 07.02.1834, στο: D´Eichthal (1887), 19–24. Μετάφραση K.S. [Korinna Schönhärl]. Όσοι δεν τον είχαν ακολουθήσει στο ταξίδι του, του έκαναν εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους προτάσεις: ο Αντόλφ για παράδειγμα, ως (όχι ακόμη επισήμως) Γενικός Πρόξενος, ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για μια ακτοπλοϊκή γραμμή που θα συνέδεε τη Μασσαλία με την Κωνσταντινούπολη μέσω Αθηνών, κάτι όμως που δεν μπόρεσε να προκαλέσει το ενδιαφέρον της βαυαρικής Αντιβασιλείας στο Ναύπλιο.4Αντόλφ προς Γκυστάβ, 06.10.1833, BDA MS 13748, 40. Τόνιζε επίσης στον αδελφό του τις θετικές προοπτικές που θα είχε η ίδρυση μιας τράπεζας στην Ελλάδα, για την οποία προέβλεπε μεγάλα κέρδη. Ο πατέρας του, Λουί, ζητούσε πάλι πληροφορίες για τις δυνατότητες διάνοιξης διώρυγας στον Ισθμό της Κορίνθου, η οποία θα απάλλασσε τη ναυσιπλοΐα από τον περίπλου της Πελοποννήσου5Λουί προς Γκυστάβ, 03.12.1833, BDA MS 13748, 4. –σχέδιο για το οποίο δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο Γκυστάβ. Ο ίδιος ο νεαρός ταξιδιώτης οραματιζόταν αντιθέτως με σαινσιμονικό τρόπο την ίδρυση μιας αποικίας που θα έφερνε στη χώρα ικανούς εποίκους και τεχνογνωσία:
Στους φίλους σου που θέλουν να ιδρύσουν μιαν αποικία μπορείς να υποσχεθείς έναν γαλανό ουρανό και μια φιλελεύθερη κυβέρνηση· τα ελληνικά πολιτικά δικαιώματα· πλήρη θρησκευτική ελευθερία· μια κοινωνία χωρίς τίτλους ευγενείας, ένα νομοθετικό πλαίσιο, άψογα ήθη κι έθιμα, μια εξαιρετικά γόνιμη γη κλπ.6Γκυστάβ προς Duveyrier στις 17.03.1834, στο: Queux Saint-Hilaire (1887), 24–28. Μετάφραση K.S.
Αυτό πάλι, οι συγγενείς του στο Παρίσι το θεωρούσαν ουτοπικό και εξωπραγματικό.7Αντόλφ προς Γκυστάβ, 28.01.1834, BDA MS 13748, 47. Ο μοναδικός τομέας για τον οποίο έδειχναν ενδιαφέρον και οι τρεις οικογένειες Άιχταλ ήταν οι επενδύσεις σε γη, κυρίως στην περιοχή γύρω από την Αθήνα, όπου γάλλοι επενδυτές αλλά και ο τραπεζικός οίκος του Λονδίνου Baring επένδυαν ήδη μεγάλα ποσά στην αγορά οικοπέδων. Σε αναφορές του Γκυστάβ φαίνεται ότι προβλεπόταν μεγάλη αύξηση της αξίας της γης όταν η πρωτεύουσα θα μεταφερόταν στην Αθήνα από το Ναύπλιο, όπου βρισκόταν προσωρινά (Schönhärl, 2017, 137–139). Ο Γκυστάβ είχε αρχικά να επιδείξει κάποιες επιτυχίες: Την άνοιξη του 1834 ίδρυσε μαζί με δύο Έλληνες ένα Γραφείο Στατιστικής, το οποίο θα υπαγόταν στο Υπουργείο Εσωτερικών που είχε ιδρύσει ο Κωλέττης (Schönhärl, 2017, 128 κ.ε.). Σκοποί του Γραφείου ήταν η καταγραφή των στατιστικών στοιχείων της χώρας, η δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου στο οποίο θα καταγράφονταν τα property rights, δηλαδή οι κάθε είδους τίτλοι ιδιοκτησίας στην ελληνική επικράτεια υπό τις διαφορετικές τους μορφές σ’ όλη την Ελλάδα, και τέλος ο σχεδιασμός και η ίδρυση μιας αποικίας. Στο πλαίσιο της νέας του δραστηριότητας, ο Γκυστάβ αφιερώθηκε με ζήλο στην επεξεργασία ενός σχεδίου νόμου για τη διανομή εθνικών γαιών στους απόστρατους αγωνιστές του Απελευθερωτικού Αγώνα, η οποία θα συνέβαλλε στη δημιουργία ενός αυτάρκους αγροτικού πληθυσμού σε ολόκληρη την επικράτεια, κάτι που ο ίδιος θεωρούσε βασική προϋπόθεση για την ίδρυση μιας αποικίας.8Γκυστάβ προς Άγνωστο, 29.06.1834, στο: Queux Saint-Hilaire (1887), 30–31. Η διανομή των εθνικών γαιών δεν βρισκόταν, ωστόσο, ούτε στα σχέδια της Αντιβασιλείας ούτε στα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες είχαν λάβει τις εθνικές γαίες ως εγγύηση για το δάνειο των 60 εκατομμυρίων. Ο Γκυστάβ αποτόλμησε λοιπόν με το σχέδιό του αυτό ένα παιχνίδι σε αβέβαιο έδαφος και δεν κατόρθωσε σε πρώτη φάση να επιτύχει κάποια μεταρρύθμιση.
Δυσχέρειες και εμπόδια
Ορισμένες δυσοίωνες καταστάσεις δεν άργησαν στη συνέχεια να εκδηλωθούν. Ο Γκυστάβ, ο οποίος είχε εξαρχής ενημερώσει για την προβληματική διακυβέρνηση της βαυαρικής Αντιβασιλείας, βρέθηκε από τον Αύγουστο κιόλας του 1834 ανάμεσα στα μέτωπα που είχαν σχηματισθεί στην Αυλή του Ναυπλίου. Υπό το πρόσχημα ότι υποστήριζε και οργάνωνε σαινσιμονικού τύπου δράσεις στην Ελλάδα, ο επικεφαλής της Αντιβασιλείας φον Άρμανσμπεργκ απαίτησε από τον Κωλέττη την απέλαση του Άιχταλ.9Βαυαρική Αντιβασιλεία Armansperg, Kobel, Heideck προς τον Κωλέττη, 19.09./01.10.1834 και 26.09.1834, στο: D´Eichthal (1974), 104, 107. Ο υπουργός αντέδρασε αρχικά με σφοδρότητα, δεν μπόρεσε όμως εντέλει να διατηρήσει τον νεαρό Γάλλο στο Γραφείο Στατιστικής του Υπουργείου του. Του πρότεινε έτσι ένα ταξίδι στις επαρχίες Λειβαδιάς και Φθιώτιδας στη Στερεά Ελλάδα, όπου θα συνέλεγε πληροφορίες για το Υπουργείο. Ο Γκυστάβ ξεκίνησε γι’ αυτό το ταξίδι στις αρχές Νοεμβρίου του 1834, σε μια εξαιρετικά δυσμενή δηλαδή περίοδο του χρόνου. Οι ημερολογιακές του σημειώσεις δίνουν ακριβείς πληροφορίες για τις παρατηρήσεις που έκανε στο εν λόγω ταξίδι (Queux Saint-Hilaire, 1887). Παρότι είχε γνωρίσει τις εργατικές συνοικίες του Μάντσεστερ και του Λονδίνου, έμεινε άναυδος από την εμφανή φτώχια, η οποία χαρακτηριζόταν μεταξύ άλλων από την ολοκληρωτική έλλειψη ιατρικής περίθαλψης και την ακραία υψηλή παιδική θνησιμότητα. Τις τοπικές αρχές τις περιέγραψε σε πολλά μέρη ως διεφθαρμένες, τις υποδομές –όπως επί παραδείγματι τους δρόμους– σε δραματική κατάσταση. Ο Γκυστάβ, σε απόλυτη αρμονία με τις μέχρι τότε δραστηριότητές του, ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα είδη και την κατανομή των τίτλων κτήσης στις περιοχές που επισκεπτόταν. Βρήκε ότι αυτοί ήταν τελείως διαφορετικοί στις επιμέρους επαρχίες και κοινότητες. Σε κάποιες απ’ αυτές, όπως για παράδειγμα στη Θήβα, είχε καταργηθεί την περίοδο της Τουρκοκρατίας κάθε μορφή ατομικής ιδιοκτησίας, καθώς είχε μεταβληθεί σε εθνική περιουσία, κάτι που δυσχέραινε κατά πολύ την αποτελεσματική της χρήση. Σε άλλες περιοχές, όπως γύρω από τη λίμνη Κωπαΐδα, υπήρχε βέβαια ατομική ιδιοκτησία, αλλά η κατοχή είχε κατακερματισθεί σε μεγάλο βαθμό μέσω του διαμοιρασμού της γης. Αλλού, οι τίτλοι ιδιοκτησίας είχαν χαθεί κατά τη διάρκεια της και οι κοινότητες είχαν χάσει τις γαίες τους, που τους ήταν επειγόντως απαραίτητες. Επίσης βρήκε και τους τίτλους ιδιοκτησίας διαφόρων μονών ασαφείς. Η ίδρυση μιας Τράπεζας Παρακαταθηκών και Δανείων [Hypothekenbank], όπως αυτή που αποσκοπούσε αρχικά να δημιουργήσει η οικογένεια Άιχταλ, έμοιαζε υπό τέτοιες ασαφείς συνθήκες τελείως ουτοπική. Με δεδομένα όλα τα παραπάνω η εγκατάσταση εποίκων, την οποία τόσο λαχταρούσε, φαινόταν στον Γκυστάβ όλο και πιο δύσκολη υπόθεση: «Όσον αφορά αυτό το τελευταίο σημείο, δεν έχω απ’ τη μεριά μου το κουράγιο να καλέσω στην Ελλάδα ούτε έναν έποικο, μέχρι να συγκληθεί μια Εθνοσυνέλευση.»10Γκυστάβ προς Roujoux, 01.01.35, στο: D´Eichthal (1887) 66. Μετάφραση K.S.
Ο Γκυστάβ πρότεινε ως εκ τούτου άλλα μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης, για παράδειγμα τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, η οποία θα ευνοούσε την κτηνοτροφία έναντι της γεωργίας, ή τη χρήση λιπασμάτων και τη συνεπή εναλλαγή στις καλλιέργειες. Όπως στην περίπτωση του Κτηματολογίου, ο Γκυστάβ αποδείχτηκε επιστημονικά ενήμερος και σε ζητήματα της αγροτικής οικονομίας (Schönhärl, 2017, 131–133). Τον Ιούνιο του 1835 ο Γκυστάβ βρέθηκε στην Αθήνα, η οποία είχε στο μεταξύ ανακηρυχτεί πρωτεύουσα του κράτους, όπου ο Όθων ο Α’ είχε αναλάβει πλέον επικεφαλής της κυβέρνησης. Προς μεγάλη απογοήτευση του νεαρού Γάλλου, ωστόσο, ο βασιλιάς είχε διορίσει τον φον Άρμανσμπερκ πρωθυπουργό του, κάτι που σηματοδοτούσε την υπερίσχυση του βρετανικού και του ρωσικού κόμματος έναντι του γαλλικού (Petropulos, 1968, 232). Ο εκπρόσωπος του τελευταίου, ο Κωλέττης, που είχε υπάρξει προστάτης του Γκυστάβ, στάλθηκε ως πρεσβευτής στο Παρίσι. Ο Γκυστάβ δεν είχε έτσι άλλη επιλογή από την επιστροφή του στη Γαλλία, χωρίς προηγουμένως να έχει κατορθώσει να προσελκύσει γαλλικά κεφάλαια στην Ελλάδα.
Να επενδύσει κανείς ή όχι;
Γιατί όμως ο Γκυστάβ δεν υπήρξε επιτυχημένος ως financial broker; Από τη μια μεριά φαίνεται ότι η ενασχόλησή του με τα επενδυτικά σχέδια της οικογένειας ήταν επιπόλαιη, και ότι μετέφερε μόνο τις αναγκαίες πληροφορίες και επιλεκτικά, αν δεν είχαν ιδεολογικό ενδιαφέρον για τον ίδιο. Από την άλλη, με την πρόωρη απομάκρυνσή του από τις υπηρεσίες του Υπουργείου των Εσωτερικών δεν έχασε απλώς σημαντική επιρροή, αλλά και την πρόσβαση σε πολύτιμες πληροφορίες. Αυτοί πάντως δεν είναι οι μοναδικοί λόγοι για τους οποίους η οικογένεια αποχαιρέτισε σταδιακά τα επενδυτικά της σχέδια. Σ’ αυτό συνέβαλαν μάλλον διάφοροι άλλοι παράγοντες. Αφενός ο Σιμόν φον Άιχταλ είχε στο Μόναχο κακές εμπειρίες με τη βαυαρική Αντιβασιλεία του Ναυπλίου, η οποία αποδείχθηκε αναξιόπιστη. Ως Επίσημος Προμηθευτής της Αυλής, ο Σιμόν είχε άμεση εικόνα για την άθλια οικονομική κατάσταση της Ελλάδας –παρά το δάνειο των 60 εκατομμυρίων– κάτι που ανάγκασε τον βασιλιά να καταφύγει σε «εκστρατείες επαιτείας» από τους συγγενείς του στη Γερμανία και σε δανεισμό μεγάλων χρηματικών ποσών στο Μόναχο.11Αντόλφ προς Γκυστάβ, 21.11.1834, BDA MS 13748, 57. Και από άποψη χαρακτήρα, εξάλλου, ο νεαρός Όθων τού φαινόταν σχετικά ασταθής. Κατά τη διάρκεια των ακατάβλητων προσπαθειών του για την εξασφάλιση του δανείου των 60 εκατομμυρίων, ο τραπεζίτης είχε προσωπική εμπειρία για το πόσο η Ελλάδα είχε καταστεί παιχνίδι ανάμεσα στις ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις (Schönhärl, 2019). Όλες αυτές οι εντυπώσεις θόλωσαν πολύ γρήγορα την εκτίμησή του για την ελκυστικότητα της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να συμβουλεύει τον Γκυστάβ ήδη από τα τέλη του 1833, λίγες δηλαδή εβδομάδες μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, να επισπεύσει την επιστροφή του. Από συμπάθεια και μόνο για τον αδελφό του στο Παρίσι και τον ανιψιό του στην Ελλάδα, το μέγιστο που ήταν διατεθειμένος να κάνει ήταν να συμμετάσχει με ένα μικρό ποσό σε ένα ενδεχόμενο επενδυτικό σχέδιο.12Λουί προς τον Γκυστάβ, 03.12.1833, BDA MS 13748, 4. Για μεγαλύτερης κλίμακας σχέδια αποθάρρυνε όμως με εμφατικό τρόπο τους συγγενείς, πολλώ δε μάλλον που ο ίδιος δεν εμπιστευόταν τον Γκυστάβ ως προς την ικανότητά του να ανταπεξέλθει για παράδειγμα με επιτυχία στον τραχύ δρόμο της ίδρυσης μιας τράπεζας.
Εκείνος που επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τις προειδοποιήσεις αυτές ήταν ο Λουί, ο οποίος αμφιταλαντευόταν πλέον στις εκτιμήσεις του: Μόλις ο Σιμόν διατύπωνε για μιαν ακόμη φορά κάποια κατηγορηματική προειδοποίηση, δεν ήθελε ούτε ο ίδιος να δεσμευτεί· όταν, αντιθέτως, πληροφορούνταν τα σχέδια άλλων τραπεζικών οίκων ή επενδυτών για την Ελλάδα, ήθελε οπωσδήποτε να συμμετέχει και να μην αφήσει ελεύθερο το πεδίο στους ανταγωνιστές (Schönhärl, 2017, 137–138). Ο Αντόλφ, αδελφός του Γκυστάβ, ήταν εξαρχής πολύ πιο ενθουσιώδης και θετικός. Επεσήμαινε κάθε τόσο στον αδελφό του τις λαμπρές προοπτικές και δυνατότητες, τον προέτρεπε να συλλέγει πληροφορίες, να εργάζεται εντατικά, και επέμενε: «Οι περιγραφές σου, ο ενθουσιασμός σου κάνουν και μένα ν’ αγαπήσω την Ελλάδα.»13Αντόλφ προς Γκυστάβ, 28.02.1834, στο: BDA MS 13748, 47. Ο Αντόλφ είχε πάντως και ο ίδιος όλο και περισσότερες δυσάρεστες εμπειρίες στη θέση του ως Γενικός Πρόξενος. Καταρχάς άργησε πολύ η έγκριση της αίτησης για την ανάληψη της θέσης· εν συνεχεία, ο Γκυστάβ δεν έπαιρνε καν απάντηση σε πολλές από τις επιστολές που απηύθυνε στην Αντιβασιλεία, όπως για παράδειγμα σε εκείνην που αφορούσε την πρότασή του για την καθιέρωση της ακτοπλοϊκής γραμμής στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω. Επιπλέον, ακόμη και απέναντί στον ίδιο, η Αντιβασιλεία αποδείχθηκε αναξιόπιστη, όπως για παράδειγμα τότε που του παρήγγειλε να αγοράσει ένα αντιπροσωπευτικό σερβίτσιο πιάτων από το Παρίσι, αλλά δεν εξόφλησε ποτέ τον λογαριασμό (Schönhärl, 2017, 150–152). Όταν κατόπιν έφτασαν και οι αρνητικές ειδήσεις από το ταξίδι του Γκυστάβ, κάμφθηκε και η διάθεση του Αντόλφ. Σε μια μακροσκελή επιστολή14Αντόλφ προς Γκυστάβ, 10.03.1835, BDA MS 13748, 60. εξέθεσε στον αδελφό του την άποψη ότι η ίδρυση μιας Τράπεζας Παρακαταθηκών και Δανείων θα ήταν αδιανόητη υπό τις προαναφερθείσες ασταθείς σχέσεις ιδιοκτησίας και ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το ρίσκο οιασδήποτε επένδυσης είναι τόσο υψηλό, ώστε να μην μπορεί κάποιος, θεωρούμενος ως υπεύθυνος τραπεζίτης, να συστήσει μια τέτοια επένδυση σε κάποιον επενδυτή. Εν κατακλείδι, συμπέραινε ότι η Ελλάδα βρίσκεται τελικά πολύ μακριά κι είναι πολύ λίγο γνωστή για να μπορεί κάποιος να επενδύσει σ’ αυτήν. Η απόφαση των Άιχταλ σχετικά με την Ελλάδα είχε ληφθεί οριστικά – και ήταν αρνητική. Στην αντίληψη περί ρίσκου των τραπεζιτών το αφήγημα περί μιας ξένης, βαλκανικής και ασταθούς Ελλάδας, είχε επικρατήσει έναντι εκείνου περί αναδυόμενης αγοράς [emerging market].
Οι επενδύσεις του Γκυστάβ στην Ελλάδα ως ιδιώτη
Ο Γκυστάβ επέστρεψε, λοιπόν, στο Παρίσι το 1835. Εκεί, έγινε πολύ σύντομα οικονομικά ανεξάρτητος μέσω της πατρικής κληρονομιάς, άρχισε να κτίζει μια καριέρα διανοούμενου. Στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του ως ιδιώτη συνέχισε να παραμένει πιστός στην οικονομική του δέσμευση στην Ελλάδα: Μετά από παρότρυνση του κάποτε προϊσταμένου του Ιωάννη Κωλέττη, έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι από το 1835, έστειλε το 1842, με δικά του έξοδα και για έναν χρόνο, μια ομάδα μηχανικών του Ponts et Chaussées με επικεφαλής τον Φρανσουά Κλεμάν Σοβάζ (Françoise Clément Sauvage) στη Βοιωτία, προκειμένου να σχεδιάσουν την αποξήρανση της βαλτώδους περιοχής στη λίμνη της Κωπαΐδας (Sauvage, 1868). Το λεπτομερές σχέδιο, που επεξεργάστηκε ο γάλλος μηχανικός, ο Γκυστάβ το έθεσε στη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης. Το σχέδιο υλοποιήθηκε τελικά πράγματι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880 από τη «Γαλλική Εταιρία για την Αποξήρανση και Αξιοποίηση της Λίμνης Κωπαΐδας» (Compagnie française pour le dessèchement et l´exploitation du Lac Copaïs), έστω και χωρίς τη συμμετοχή της τράπεζας των Άιχταλ (Schönhärl, 2017, 292–339). Ο Γκυστάβ ζήτησε επιπλέον από τον Σοβάζ κι ένα σχέδιο για τη διαπλάτυνση του πορθμού (του Ευρίπου) ανάμεσα στη νήσο Εύβοια και τη Στερεά Ελλάδα, το οποίο επίσης υλοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1860 (Yéméniz, 1865, 866). Ο Γκυστάβ φαίνεται, λοιπόν, ότι επένδυσε πολλά χρήματα για τη σύνταξη αυτής της σειράς από επιστημονικές πραγματογνωμοσύνες, έστω κι αν κανένα από αυτά τα σχέδια δεν υλοποιήθηκε υπό τη αιγίδα του. Παράλληλα, επένδυε σε ελληνικά κρατικά ομόλογα.15Διακανονισμός του τραπεζικού οίκου ντ΄ Άιχταλ προς τον Γκυστάβ ντ΄Εϊστάλ , 05.04.1844, BDA MS 13755. Όταν η ελληνική κυβέρνηση, μετά την άνοδο στο θρόνο του νέου βασιλιά το 1863, κατέβαλε προσπάθειες για την εξασφάλιση δανείων από το εξωτερικό, ο Γκυστάβ τάχθηκε το 1867, ενώπιον των συνεταίρων του αδελφού του, των αδελφών Péreire, υπέρ της συμμετοχής σ’ ένα τέτοιο δάνειο, η έκδοση του οποίου καθυστέρησε πάντως πάνω από δέκα χρόνια.16Archives Familiales Péreire, όπως παρατίθεται στο: Le Bret (2012), 511–512. Κι όταν το 1882 η «Διεθνής Εταιρεία της Διώρυγας της Κορίνθου» (Société internationale du Canal Maritime de Corinthe, SICC) ανέλαβε την κατασκευή της διώρυγας, την οποία είχε σκεφτεί ο Λουί ντ’ Εϊστάλ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1830, ο Γκυστάβ αγόρασε μετοχές της κατασκευαστικής εταιρίας (Le Bret, 2012, 513).
Από ταξιδιώτης στην Ελλάδα, ελληνιστής
Αλλά ο Γκυστάβ συνέχισε την ενασχόλησή του με την Ελλάδα και μέσω των πνευματικών του ενδιαφερόντων. Αμέσως μετά την επιστροφή του, επεξεργάστηκε τις εντυπώσεις και εμπειρίες του ταξιδιού του στο κείμενο «Les deux mondes» («Οι δύο κόσμοι», D´Eichthal, 1836). Εκεί αντιπαρέθετε την Ανατολή και τη Δύση με μια σαφήνεια που ικανοποιεί σε γενικές γραμμές τις θέσεις του Έντουαρντ Σαΐντ περί «Οριενταλισμού»: Τη Δύση την περιέγραφε ως τον τόπο της δράσης και της διαρκούς ασχολίας, όπου οι άνθρωποι προσπαθούν κατά το δυνατόν να προνοούν για το μέλλον. Την Ανατολή αντίθετα, στην οποία συνυπολόγιζε και την Ελλάδα, την περιέγραφε ως τον τόπο της ησυχίας και της ομορφιάς. Οι κάτοικοί της θα χαρακτηρίζονταν για την πίστη τους στον Θεό και την απουσία κάθε σχεδιασμού για το μέλλον. Οι δυο κόσμοι έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον, έγραφε ο Γκυστάβ, όπως ο άνθρωπος μετά τη δουλειά έχει ανάγκη την ησυχία. Απέρριπτε βέβαια κάθε ρητή αξιολόγηση όσον αφορά την ανώτερη αξία κάποιου εκ των δύο, αλλά για τους αναγνώστες του θα έπρεπε μάλλον να είναι σαφές: Η Ελλάδα περιγραφόταν για μιαν ακόμη φορά ως μια χώρα που είχε στρέψει την πλάτη της στην πρόοδο.
Ακολούθως, το 1861, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά το αρχικό του ταξίδι, ο Γκυστάβ δημοσίευσε ένα μικρό κείμενο για την πρακτική χρήση της ελληνικής γλώσσας (D´Eichthal, 1861), όπου προπαγάνδιζε την ελληνική γλώσσα με τη νεοελληνική προφορά της ως παγκόσμια γλώσσα. Πυροδότησε έτσι μια έντονη δημόσια συζήτηση στη Γαλλία και στην Ευρώπη. Μπορεί βέβαια η πρόταση αυτή να μην επιβλήθηκε, ωστόσο ο Γκυστάβ παρέμεινε δραστήριος: Tον Ιούλιο του 1867 συμμετείχε στην ίδρυση της «Ένωσης για την Προώθηση των Ελληνικών Σπουδών στη Γαλλία» [Association pour l’encouragement des études grecques en France] (Basch, 1995). Ανάμεσα στους Φιλέλληνες επικρατούσε, σύμφωνα με τον Γκυστάβ, «πλήρης αρμονία ιδεών και αισθημάτων». «Αυτό που είχαμε κοινό ήταν προπάντων ό,τι μπορεί να ονομασθεί ‘Θρησκεία: Ελλάς’· ο ίδιος θαυμασμός, όχι όμως αποκλειστικά και μόνον για το παρελθόν, η ίδια εμπιστοσύνη για το μέλλον της.» (D´Eichthal, 1905, 6). Ο Γκυστάβ επιχειρούσε μ’ άλλα λόγια να συνυφάνει τη μελέτη και τον θαυμασμό της αρχαιότητας με το ενδιαφέρον για τη σύγχρονη Ελλάδα, δεδομένου ότι τα πρώτα στοιχεία ήταν πιο εύκολο να συνδεθούν στη γαλλική παράδοση. Η στρατηγική αυτή είχε επιτυχία: Ο κατάλογος των μελών της Ένωσης (600 συνολικά μέλη και υποστηρικτές) μπορεί να διαβαστεί ως ένα Who is Who της Δεύτερης Δημοκρατίας (D´Eichthal, 1905, 29–33). Επειδή η διασύνδεση μεταξύ σύγχρονης Ελλάδας και Γαλλίας απέτυχε, ο Γκυστάβ τοποθέτησε στο επίκεντρο την αρχαιότητα. Εξάλλου, ακόμη και στη δική του αντίληψη, οι εμπειρίες από το ταξίδι του στην Ελλάδα, σαράντα χρόνια πριν, είχαν πια θαμπώσει σε σχέση με την εικόνα της αρχαιότητας· η τελευταία μπορούσε ως εκ τούτου να χρησιμοποιηθεί ως η οθόνη προβολής για τις διάφορες παραστάσεις και αξιώσεις (περί Ελλάδας). Σ΄ αυτή τη σχέση, ο ντ’ Άιχταλ συνιστά παραδειγματική μορφή για πολυάριθμους ευρωπαίους –και γερμανούς– διανοουμένους των μέσων του 19ου αιώνα όσον αφορά τη στροφή τους προς την Ελλάδα. Για πολλούς απ’ αυτούς, η Ελλάδα ήταν «περισσότερο ένα πρότυπο παρά ένα αντικείμενο άμεσης γνώσης» (Loraux/Vidal-Naquet, 1979, 174)· και στην πρόσληψη της αρχαιότητας επρόκειτο κυρίως για την εξιδανίκευση της δικής τους κουλτούρας, δηλαδή της κουλτούρας υποδοχής, κατά τη διαδικασία κατασκευής της κουλτούρας αναφοράς.
Επενδύσεις στην Ελλάδα μεταξύ ρίσκου, φιλελληνισμού και ελληνισμού
Γιατί τελικά οι Άιχταλ δεν επένδυσαν στην Ελλάδα, παρότι επιθυμούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο από τις αρχές της δεκαετίας του 1830, επενδύοντας μάλιστα σοβαρά στη σύναψη των αναγκαίων επιχειρηματικών σχέσεων και τη συλλογή πληροφοριών; Αφενός βίωσαν τη βαυαρική Αντιβασιλεία αλλά και τον νεαρό βασιλιά ως πλήρως αναξιόπιστους επιχειρηματικούς εταίρους σε πολλές περιπτώσεις. Αφετέρου, άρχισαν να αμφιβάλλουν όλο και περισσότερο για το θεσμικό πλαίσιο, την των ουκ άνευ εγγύηση για τέτοιες επενδύσεις. Έτσι, π.χ., οι τίτλοι ιδιοκτησίας γης ήταν τόσο ανομοιογενείς και αναξιόπιστοι, που η ίδρυση της σχεδιασμένης Τράπεζας Παρακαταθηκών και Δανείων φαινόταν ιδιαίτερα περίπλοκη υπόθεση. Κι αυτή ακόμη η απλή ύπαρξη του νεαρού κράτους έμοιαζε όλο και περισσότερο αμφίβολη στα μάτια της οικογένειας, όσο κι αν το θεωρούσαν ένα παιχνίδι ανάμεσα στα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι αρχικά πολύ θετικές αναφορές του νεαρού οικονομικού μεσίτη Γκυστάβ λίγα μόνο πράγματα μπορούσαν να πετύχουν: Η εικόνα για μια Ελλάδα οριενταλιστική και χαοτική, εικόνα που υπήρχε ενδομύχως εξαρχής στην οικογένεια, επικράτησε τελικά, και αποφασίστηκε να μην υπάρξει καμιά οικονομική δέσμευση σ’ αυτή τη νέα αγορά – κάτι που έκαναν και πολλοί άλλοι τραπεζίτες από τα γερμανικά κράτη αλλά και άλλες περιοχές της Ευρώπης.17Όχι όμως όλοι. Εξαίρεση αποτέλεσε για παράδειγμα ο ελβετός Ζαν Γκαμπριέλ Εϋνάρντ (Jean Gabriel Eynard), ο οποίος δραστηριοποιήθηκε σε διάφορα έργα στην Ελλάδα, ενώ το 1841 πρωτοστάτησε και στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας (πρβλ. Schönhärl, 2017, 69–110). Προτιμήθηκε η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως η επιφάνεια προβολής των παραστάσεων και προσδοκιών του καθένα – ενώ η χώρα εκείνης της εποχής υπολειπόταν κατά τριάντα τουλάχιστον χρόνια σε επειγόντως αναγκαίες επενδύσεις από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων της Βαυαρίας και άλλων γερμανικών κρατών.