Προλεγόμενα
Τα τριάντα έτη εξουσίας του βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα (1832–1862) χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, και από τα πρώτα ισχυρά ίχνη γερμανικής νομικής επιρροής στο ελληνικό αστικό δίκαιο, τα οποία εξακολουθούν να εντοπίζονται αδιάλειπτα εδώ και περίπου δύο αιώνες έως και σήμερα.1Οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ., Αχιλλέα Κουτσουράδη, για τις εκτενείς βιβλιογραφικές του υποδείξεις, και για την κριτική ανάγνωση του πρωτοτύπου. Στα χρόνια του Όθωνα, αυτή η επιρροή πέρασε μέσα από διάφορες φάσεις, εμφάνισε πλείστες πλευρές και γνώρισε πολλές διακυμάνσεις. Πριν από τη διερεύνησή της, όμως, χρειάζεται πρώτα να προβούμε σε δύο απαραίτητες επισημάνσεις, οι οποίες σχετίζονται με το υπάρχον προ της βασιλείας του Όθωνα ιστορικοδικαιϊκό πλαίσιο:
Οι πηγές του ελληνικού αστικού δικαίου πριν από την Ελληνική Επανάσταση
Οι κύριες πηγές του ελληνικού αστικού δικαίου πριν από την Ελληνική Επανάσταση (1821–1827) ήταν αφενός το ρωμαϊκό δίκαιο, όπως είχε διαμορφωθεί στα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (1453), δηλαδή το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, και αφετέρου οι πλείστες μορφές εθιμικού δικαίου που αναπτύχθηκαν σε διάφορες περιοχές του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, και οι οποίες διέφεραν κατά πολύ από τόπο σε τόπο, μη συγκροτώντας ένα ενιαίο εθνικό δικαιϊκό πλαίσιο στο μέτρο που διακρίνονταν από έντονα τοπικά χαρακτηριστικά.
Επίσης, σε ορισμένα νομικά ζητήματα εφαρμογής τύγχανε το οθωμανικό δίκαιο – για παράδειγμα στις υποθέσεις εμπραγμάτου δικαίου. Επιπλέον, όσον αφορά τις υποθέσεις εμπορικού δικαίου, από τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πολύ διαδεδομένη –ιδίως στα εμπορικά δραστήρια ελληνικά νησιά– και η εφαρμογή του γαλλικού Εμπορικού Κώδικα του 1807 (Code de commerce).2Σχετικά με τις πηγές του ελληνικού δικαίου πριν από την Επανάσταση, βλ. Geib, 1835, 3–4, 12–13, 21, εκτενώς ο Πανταζόπουλος, 1986 I, 8–9, Πανταζόπουλος, 1986 II, 145–152, Sontis, 1961, 368–371, Δημακοπούλου, 2008, 1–37, βλ. επίσης Zepos, 1949 II, 52, Zepos, 1961, 286–287, Σταθόπουλος, 1992, 466, Σταθόπουλος, 2016, Rn. 32, Plagianakos, 1963, 3–8, 34. Οι σημαντικότερες πηγές του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ήταν αφενός το Corpus Iuris Civilis, κωδικοποίηση νόμων η οποία συνετάχθη στο χρονικό διάστημα 529-534 μ.Χ. κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, και αφετέρου τα Βασιλικά, συλλογή νόμων η οποία εκδόθηκε στα τέλη του 9ου αιώνα επί αυτοκράτορος Λέοντος Σοφού, και η οποία κατ’ ουσίαν αποτέλεσε την ελληνική μετάφραση νομοθετικών κειμένων του Corpus Iuris Civilis· θα πρέπει επίσης να αναφερθούν και οι Νεαρές, μεταγενέστερες συλλογές νόμων που συγκέντρωναν τις συμπληρωματικές νομοθετικές παρεμβάσεις των βυζαντινών αυτοκρατόρων.3Για την εξέλιξη του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, βλ. Καλλιγάς, 1878, 20–48, Πανταζόπουλος, 1986 I, 7–9, Πανταζόπουλος, 1986 II, 141–152, Sontis, 1961, 362–368, Zepos, 1949 I, 24–36, Troianos, 2017, passim, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 127–137, 155–169, Yiannopoulos, 2008, 5–7, Assimakopoulou, 1985–1986, 327–330. Από τον 11ο αιώνα και έπειτα, το Corpus Iuris Civilis αντικαταστάθηκε σταδιακά στην πράξη από τα Βασιλικά και τις μεταγενέστερες Νεαρές (Maurer, 1835, 103–104).4Βλ. επίσης Sontis, 1961, 367–368, Πανταζόπουλος, 1986 ΙΙ, 156. Τα Βασιλικά και οι Νεαρές, με τη σειρά τους, παραγκωνίστηκαν σιγά σιγά από μικρά νομικά εγχειρίδια τα οποία ήταν διαμορφωμένα έτσι ώστε είναι εύχρηστα στην πράξη (Maurer, 1835, 104).
Τούτο συνέβη κυρίως με την Εξάβιβλο, μία εξάτομο, συνοπτική και ως εκ τούτου γενικώς εύχρηστη ιδιωτική συλλογή νόμων του έως τότε ύστερου μεσαιωνικού βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, την οποία συνέταξε στα ελληνικά το έτος 1345 ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, έλληνας δικαστής από τη Θεσσαλονίκη.5Βλ. Maurer, 1835, 104, Geib, 1835, 14, Καλλιγάς, 1878, 46, Maridakis, 1954, 163 («le dernier Code de l’hellénisme médiéval»), βλ. επίσης Karakostas, 2007, 209 επ., Karakostas, 2003, 24, Plagianakos, 1963, 7. Για τον Κωνσταντίνο Αρμενόπουλο και την Εξάβιβλο, βλ. αναλυτικά Πανταζόπουλος, 1952, 477–528, Πιτσάκης, 2002, 239–258.
Η Εξάβιβλος απέκτησε πολύ σύντομα μεγάλη επιρροή στην πράξη, και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας (1453–1821) αναγνωρίστηκε σε όλον τον τότε ευρύτερο ελλαδικό χώρο ως το ισχύον αστικό δίκαιο του ελληνικού λαού –αν και συχνά ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με το άγραφο εθιμικό δίκαιο. Αντιθέτως, τα Βασιλικά και οι μεταγενέστερες Νεαρές παραδόθηκαν, σχεδόν εξ ολοκλήρου, στη λήθη.6Βλ. Maurer, 1835, 105–108, Geib, 1835, 14–16, Καλλιγάς, 1878, 48, βλ. επίσης Maridakis, 1954, 160 («Ce livre est étroitement associé au destin de l’hellénisme»), Sontis, 1961, 369–370, Zepos, 1949 I, 39–40, Zepos, 1949 II, 52–53, Zepos, 1961, 286, Γεωργιάδης, 2011, 219, Δημακοπούλου, 2008, 15–16, Plagianakos, 1963, 6, 8 («Κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας η Εξάβιβλος ήταν ο αστικός κώδικας των Ελλήνων»).
Το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο –με τη μορφή όμως ως επί το πλείστον της Εξαβίβλου– από κοινού με το εθιμικό δίκαιο αποτέλεσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό κατά τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας το κατεξοχήν αστικό δίκαιο των ελληνορθόδοξων πληθυσμών στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Τούτο κατέστη δυνατό στο πλαίσιο αφενός της ευρείας αναγνωρισμένης δικαιοδοσίας των τοπικών-κοινοτικών αρχών και αφετέρου της δικαιοδοσίας των ορθόδοξων εκκλησιαστικών δικαστηρίων επί υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου.
Η εξέλιξη του ελληνικού δικαίου στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και πριν την έναρξη της βασιλείας του Όθωνα
Ευθύς μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης (1821) τέθηκε το ζήτημα των πηγών, στις οποίες θα έπρεπε να βασιστεί το αστικό δίκαιο του υπό ίδρυση νεοελληνικού κράτους. Ως προς το θέμα αυτό, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει δύο αντικρουόμενες τάσεις: Από τη μία πλευρά υποστηρίχθηκε –μεταξύ άλλων για πολιτικούς λόγους, και συγκεκριμένα για να μπορεί να τεκμηριώνεται η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους– πως θα έπρεπε να διατηρηθούν ως πηγές του ελληνικού αστικού δικαίου αυτές που ίσχυαν κατά την οθωμανική κυριαρχία, και ταυτόχρονα θα έπρεπε να εμποδιστεί η μεταφορά ξένων αστικών κωδίκων, ιδιαίτερα του γαλλικού Αστικού Κώδικα του 1804 (Code civil).
Ωστόσο, οι θιασώτες αυτής της άποψης εμφανίζονταν διχασμένοι ως προς το αν θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στο εθιμικό ή στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Στις απαρχές της Ελληνικής Επανάστασης οι οπαδοί του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου είχαν κερδίσει το πάνω χέρι: Οι πρώτες εθνοσυνελεύσεις διακήρυξαν την ισχύ των νόμων «τῶν ἀειμνήστων ἡμῶν χριστιανῶν αὐτοκρατόρων», ήτοι της Εξαβίβλου, αλλά και εν γένει του βυζαντινορωμαϊκού αστικού δικαίου, προσωρινά μέχρι την επεξεργασία ενός νέου Αστικού Κώδικα που θα αξίωνε την εφαρμογή του στο μέλλον.7Άρθρ. 98 – Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, όπως ψηφίσθηκε από την Πρώτη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στην Επίδαυρο την 1η Ιανουαρίου 1822, Άρθρ. 80 – Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, όπως ψηφίσθηκε από τη Δεύτερη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στο Άστρος την 30η Απριλίου 1823, και Άρθρ. 142 – Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, όπως ψηφίσθηκε από την Τρίτη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στην Τροιζήνα την 17η Μαΐου 1827. Σχετικά, βλ. εκτενώς Πράτσικας, 1941, 68, Γεωργιάδης, 2007, 645–655, Παπαντωνίου, 1976, 249–260, Troianos, 2017, 351–357, Δημακοπούλου, 2008, 38–42, βλ. επίσης Maurer, 1835, 538, Πανταζόπουλος, 1968, 1350, Zepos, 1949 II, 52, Γεωργιάδης, 2010, Rn. 5, Σταθόπουλος, 2016, Rn. 33 Fn. 39, Mantzoufas, 1954, 7–8, Georgakopoulos, 1998, 538, Sontis, 1961, 371, Dacoronia, 2003, 662, Plagianakos, 1963, 15, Vallindas, 1933, 161 Fn. 2, Τρωιάνος, 1990, 697–698, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 239–240.
Αντιθέτως, το εθιμικό δίκαιο, όπως ίσχυε εκείνη τη στιγμή σε πολλά μέρη της Ελλάδας παράλληλα προς το βυζαντινορωμαϊκό, δεν γινόταν αποδεκτό ως πηγή του αστικού δικαίου, κυρίως με την αιτιολογία ότι αντανακλούσε ξεπερασμένες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις της παρελθούσης περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας.8Βλ. Πανταζόπουλος, 1945, 14–15, Πανταζόπουλος, 1986 I, 10, Πανταζόπουλος, 1986 II, 153, Pantazopoulos, 1986, 529, Τρωιάνος, 1990, 697–698, Δημακοπούλου, 2008, 106, Plagianakos, 1963, 16. Την αντίθεση και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στο γραπτό βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και στο κατά κανόνα άγραφο εθιμικό δίκαιο υπογραμμίζει ιδιαίτερα ο Πανταζόπουλος, 1945, passim, Πανταζόπουλος, 1965, passim Pantazopoulos, 1986, 521–530, σχετικά, βλ. γενικά Μηχαϊλίδης-Νουάρος, 1959, 164–190, Καράσης, 1988, 56, ο οποίος χαρακτηρίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στο γραπτό και στο εθιμικό δίκαιο ως αντινομία στο εσωτερικό του θετικού δικαίου.
Από την άλλη πλευρά, αισθητή ήταν επίσης και η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ελληνικού δικαίου. Πλάι στη συζήτηση περί το αν θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στο βυζαντινορωμαϊκό ή στο εθιμικό δίκαιο, υποστηρίχθηκε, υπό την επίδραση των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης (1789), και μία άλλη γνώμη η οποία προέτασσε την ανάγκη άμεσης μεταφοράς στην Ελλάδα γαλλικών νομοθετημάτων, και εν προκειμένω του γαλλικού Αστικού Κώδικα του 1804. Τα επαναστατικά συντάγματα ανακήρυξαν τον γαλλικό Εμπορικό Κώδικα του 1807 (Code de commerce) ως το εφαρμοστέο επί των εμπορικών υποθέσεων δίκαιο,9Άρθρ. 98 – Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, όπως ψηφίσθηκε από την Πρώτη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στην Επίδαυρο την 1η Ιανουαρίου 1822, Άρθρ. 80 –Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, όπως ψηφίσθηκε από τη Δεύτερη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στο Άστρος την 30η Απριλίου 1823, και Άρθρ. 142 – Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, όπως ψηφίσθηκε από την Τρίτη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στην Τροιζήνα την 17η Μαΐου του 1827. ενώ η Τρίτη Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) εξέφρασε την επιθυμία να λειτουργήσει η γαλλική νομοθεσία ως βάση για τη σύνταξη των μελλοντικών ελληνικών κωδίκων.10Άρθρ. 99 – Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, όπως ψηφίσθηκε από την Τρίτη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στην Τροιζήνα την 17η Μαΐου 1827. Σχετικά με την επιρροή τη γαλλικής νομοθεσίας στα επαναστατικά συντάγματα αλλά και στο ελληνικό αστικό δίκαιο πριν και μετά την Επανάσταση, βλ. εκτενώς Hatzis, 2002, 253–263, βλ. επίσης Πανταζόπουλος, 1986 II, 154, Zepos, 1946, 57, Zepos, 1949 II, 52–53, Zepos, 1961, 287–288, Plagianakos, 1963, 14–16, 33–36, Georgakopoulos, 1998, 538, Vrellis, 1992, 201–202, Σταθόπουλος, 2016, Rn. 33 Fn. 39, Deliyannis, 1996, 1, Perakis, 2007, 239, Hatzis, 2001, 2, Δεληγιάννη-Δημητράκου, 1995, 103–104, Deliyanni-Dimitrakou, 2012, 419, Dacoronia, 2003, 662, Assimakopoulou, 1985–1986, 330–331. Εξαιρετικά κριτικός έναντι της μεταφοράς στο ελληνικό δίκαιο ξένων νομοθετημάτων (π.χ. γαλλικών) o Geib, 1835, 2 («Αυτή η άποψη από μόνη της είναι εντελώς εσφαλμένη»).
Τούτη την επιθυμία δεν ακολούθησαν, ωστόσο, οι κατοπινές κυβερνήσεις. Αντίθετα, διακήρυξαν το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο ως ισχύον δίκαιο και το κατέστησαν ισόκυρο με το εθιμικό δίκαιο, το οποίο αναγνωρίστηκε επίσης ως πηγή του αστικού δικαίου.11Βλ. Πανταζόπουλος, 1945, 15, 20–21, Πανταζόπουλος, 1968, 1351, Πανταζόπουλος, 1986 I, 10, Πανταζόπουλος, 1986 II, 154, Pantazopoulos, 1986, 530–531, βλ. επίσης Hatzis, 2001, 3, Deliyanni-Dimitrakou, 2012, 420–421, Dacoronia, 2003, 662. Καθώς, όμως, η εφαρμογή των Βασιλικών κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας είχε ατονήσει στην πράξη, ενόψει και της διαδεδομένης εφαρμογής της Εξαβίβλου, και λόγω του γεγονότος ότι σε κάθε περίπτωση τα αντίτυπα των Βασιλικών ήταν εξαιρετικά σπάνια στην μετεπαναστατική Ελλάδα, ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας (1828–1831), Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, εξέδωσε το 1828 διαταγή, με βάση την οποία από τους αστικούς νόμους των βυζαντινών αυτοκρατόρων ίσχυαν μονάχα όσοι περιλαμβάνονταν στην Εξάβιβλο, ενώ αργότερα (1830) αναγνώρισε στην Εξάβιβλο μόνο συμβουλευτική ισχύ.12Ψήφισμα ΙΘ’ της 15ης Δεκεμβρίου 1828 και Ψήφισμα 152 της 15ης Αυγούστου 1830. Βλ. σχετικά Πανταζόπουλος, 1945, 20–22, Πανταζόπουλος, 1968, 1351, Πανταζόπουλος, 1986 II, 154, αναλυτικά Δημακοπούλου, 2008, 95–101, 114, βλ. επίσης Γεωργιάδης, 2010, Rn. 5, Σταθόπουλος, 2016, Rn. 33 Fn. 39, Sontis, 1961, 372, Fn. 39, Deliyannis, 1996, 2–3, Troianos, 2017, 358–362, Τρωιάνος, 1990, 699–700, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 241–242, Mantzoufas, 1954, 8, Plagianakos, 1963, 20–22.
Την ίδια περίοδο ο Καποδίστριας επιχείρησε να συστηματοποιήσει το εθιμικό δίκαιο. Τούτη η προσπάθεια, όμως, δεν στάθηκε ιδιαίτερα επιτυχής και μετά τη δολοφονία του στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 έως και την έναρξη της βασιλείας του Όθωνα εγκαταλείφθηκε.13Βλ. Πανταζόπουλος, 1986 I, 10–11, Πανταζόπουλος, 1986 II, 154, Δημακοπούλου, 2008, 108, 113, Georgakopoulos, 1998, 538. Με βάση την περιγραφή του παραπάνω ιστορικοδικαιϊκού πλαισίου, και ιδίως της αλληλεπίδρασης και του ανταγωνισμού ανάμεσα στο βυζαντινορωμαϊκό και στο εθιμικό δίκαιο, αλλά και των προσπαθειών μεταφοράς στην Ελλάδα γαλλικών νόμων, η παρούσα μελέτη πρόκειται στη συνέχεια να εξετάσει την υποδοχή του γερμανικού αστικού δικαίου στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, προσπαθώντας παράλληλα να ρίξει φως και στην μετέπειτα εξέλιξη του ελληνικού πια αστικού δικαίου, όπως διαμορφώθηκε σταδιακά υπό την επιρροή του γερμανικού δικαίου κατά τον 19ο αιώνα.
Ο Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer) και η συμβολή του στην εξέλιξη του ελληνικού αστικού δικαίου
Το κωδικοποιητικό έργο του Μάουρερ
Με την έλευση του ανήλικου ακόμη βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου 1833 ξεκινά μία περίοδος, κατά την οποία η Αντιβασιλεία, αποτελούμενη από κορυφαίους βαυαρούς πολιτικούς και νομομαθείς, επιφορτισμένους με την ευθύνη διακυβέρνησης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα (1833–1835), συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη του ελληνικού δικαίου14Βλ. Sontis, 1961, 372, Zepos, 1961, 288, Σταθόπουλος, 1992, 465. Zu den Organisationsbestrebungen der Regentschaft, βλ. Πανταζόπουλος, 1968, 1351–1354, Karakostas, 2007, 35 επ.. Στην τριμελή Αντιβασιλεία συμμετείχε και ο Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ, καθηγητής του γερμανικού ιδιωτικού δικαίου και της ιστορίας του γερμανικού και του γαλλικού δικαίου στο νομικό τμήμα του πανεπιστημίου του Μονάχου (1826–1830), πρώτος πρόεδρος της διοικητικής επαρχίας της Άνω Βαυαρίας (1830), και ισόβιος σύμβουλος του βαυαρικού βασιλείου (1831). Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας, ο Μάουρερ ανέλαβε, μεταξύ άλλων, την οικοδόμηση της έννομης τάξης του νεοσύστατου κράτους.15Για μία βιογραφία του Μάουρερ, βλ. Πανταζόπουλος, 1968, 1354–1357, Karakostas, 2007, 34. Το νομοθετικό έργο του Μάουρερ, το οποίο φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της γερμανικής νομικής σκέψης, είναι πολύπλευρο. Η πρωτοποριακή συμβολή του στη βελτίωση της ελληνικής έννομης τάξης και στην κωδικοποίηση της ελληνικής νομοθεσίας ήταν ευρύτατη (Plagianakos, 1963, 22). Μέσα σε τέσσερις μήνες, έως και την ανάκλησή του από την Ελλάδα (2 Φεβρουαρίου 1833 – 31 Ιουλίου 1834),16Για τους λόγους της ανάκλησής του, βλ. Πανταζόπουλος, 1968, 1357–1360. επεξεργάστηκε τέσσερις νομοθετικούς κώδικες, στους οποίους επιχείρησε να συνδυάσει τις γαλλικές φιλελεύθερες ιδέες με την αυστηρή ακρίβεια του γερμανικού δικαίου.17Βλ. Zepos, 1949 II, 55–56, Zepos, 1961, 288–289, Πανταζόπουλος, 1968, 1459, βλ. επίσης Sontis, 1961, 373–374 («Όταν έφτασε στην Ελλάδα, είχε ήδη συγγράψει ένα βιβλίο‚ με τίτλο ‘’Η Ιστορία της παλαιογερμανικής και ιδίως της παλαιοβαυαρικής δημόσιας προφορικής διαδικασίας’’ (1824), καθώς και αναλυτικές μελέτες πάνω στο γαλλικό δίκαιο, το οποίο κατά βάση τον ενδιέφερε, στο βαθμό που εμφάνιζε γερμανικά στοιχεία. Τα συμπεράσματα του από αυτές τις μελέτες αξιοποιήθηκαν πρακτικά κατά τη σύνταξη και επεξεργασία των ελληνικών νομοθετικών κωδικών»), Δεληγιάννη-Δημητράκου, 1995, 104–105, Assimakopoulou, 1985–1986, 331. Οι εν λόγω κώδικες δημοσιεύτηκαν τόσο στη γερμανική, όσο ταυτόχρονα και στην ελληνική γλώσσα στο Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος. Συγκεκριμένα:18Βλ. εκτενώς Πανταζόπουλος, 1968, 1366–1384, βλ. επίσης Sontis, 1961, 373, Plagianakos, 1963, 22–24, Gogos, 1944, 79, Δημακοπούλου, 2008, 170, Assimakopoulou, 1985–1986, 331.
(i) Ο «Οργανισμός Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων» της 21ης Ιανουαρίου 1834. Με τον νόμο αυτόν το ανώτατο πολιτικό και ποινικό δικαστήριο της Ελλάδας έλαβε την ονομασία «Άρειος Πάγος»,
(ii) Ο «Ποινικός Νόμος» της 18ης Δεκεμβρίου 1833, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 19 Απριλίου 1834 και ίσχυσε έως και την εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα την 1η Ιανουαρίου 1951. Κατά τη σύνταξη και επεξεργασία του Ποινικού Νόμου ο Μάουρερ αξιοποίησε τον βαυαρικό Ποινικό Κώδικα του 1813, μεταγενέστερα σχετικά βαυαρικά νομοσχέδια, αλλά εν μέρει και τον γαλλικό Ποινικό Κώδικα του 1832,
(iii) Ο νόμος «περί ποινικής δικονομίας» της 10ης Μαρτίου 1834, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 25 Ιανουαρίου 1835 και εξακολούθησε να ισχύει μέχρι την εισαγωγή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας την 1η Ιανουαρίου 1951, και
(iv) Ο νόμος «περί πολιτικής δικονομίας» της 2ας Απριλίου 1834, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 25 Ιανουαρίου 1835 και εξακολούθησε να ισχύει μέχρι την εισαγωγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το 1968. Η κυρίαρχη κατά τον 19ο αιώνα τάση προσέγγισης του γερμανικού, αλλά και του γαλλικού νομικού πολιτισμού, αποδεικνύεται μέσα και από το γεγονός ότι ο νόμος «περί πολιτικής δικονομίας» του 1834 βασίστηκε σε γαλλικά και γερμανικά πρότυπα.19Βλ. Πανταζόπουλος, 1968, 1375, Plagianakos, 1963, 23, Georgakopoulos, 1998, 538–539.
Το κωδικοποιητικό έργο του Μάουρερ αντιμετωπίστηκε στην Ελλάδα εν μέρει κριτικά. Κατηγορήθηκε κυρίως για το γεγονός ότι ήταν τόσο έντονα επηρεασμένο από τους αλλοδαπούς κώδικες, ώστε δεν έλαβε υπόψη τις τότε κυρίαρχες κοινωνικές και νομικές σχέσεις στην Ελλάδα, οι οποίες ήταν, σαφώς, λιγότερο αναπτυγμένες σε σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Γι’ αυτό και οι νομικοί κώδικες ήταν δύσκολα κατανοήσιμοι από τον ελληνικό λαό, και άρα δύσκολα εφαρμόσιμοι.20Πρβλ. σχετικά με την εν λόγω κριτική Σταθόπουλος, 1992, 466–467, Plagianakos, 1963, 25. Παρά τούτη την –όχι εντελώς αδικαιολόγητη– κριτική, η μεγάλη σημασία του έργου του Μάουρερ αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από το ότι οι κωδικοποιήσεις του ίσχυσαν για περισσότερο από έναν αιώνα, και άρα υπό την έννοια αυτή ο Μάουρερ έθεσε τα θεμέλια της περαιτέρω εξέλιξης του ελληνικού δικαίου.21Βλ. Zepos, 1949 II, 55–56, Σταθόπουλος, 1992, 465–466, Plagianakos, 1963, 25, Karakostas, 2007, 39, Τρωιάνος, 1990, 700, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 242. Το κωδικοποιητικό έργο του Μάουρερ εγκωμιάζει ιδιαίτερα ο Ιωάννης Σόντης, καθηγητής αστικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1961): «Δεν συναντά κανείς στη σύγχρονη εποχή ανάλογα παραδείγματα, όσων κατάφερε ο Μάουρερ κατά τη σύντομη υπηρεσία του στην Ελλάδα στο τομέα της νομοθεσίας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους».22Sontis, 1961, 373.
Η συμβολή του Μάουρερ κατά την επεξεργασία ενός ελληνικού Αστικού Κώδικα
Παρότι ο Μάουρερ επεξεργάστηκε ο ίδιος τους τέσσερεις ως άνω κώδικες, έτρεφε επιφυλάξεις για την άμεση εισαγωγή ενός ελληνικού Αστικού Κώδικα, βασισμένου είτε στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο είτε σε αλλοδαπά πρότυπα.23Βλ. Plagianakos, 1963, 24. Ο λόγος για αυτό έγκειτο, από τη μία πλευρά, στο γεγονός ότι αμφέβαλε ως προς το αν είναι δυνατή μια συστηματοποίηση του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, στον βαθμό που κατά τη μετεπαναστατική περίοδο ήταν εξαιρετικά δύσκολη η ανεύρεση των πηγών αυτών. Στο δημοσιευμένο στα γερμανικά τρίτομο έργο του με τίτλο «Ο Ελληνικός λαός: Δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31η Ιουλίου 1834» (1835), αναρωτιόταν:
Και ποιος θα μπορούσε να αναλάβει ένα τέτοιο έργο, όταν θα έπρεπε να επεξεργαστεί τόσο δύσκολες νομικές πηγές; Ιδίως αν ελάμβανε υπόψη, ότι σε ολόκληρη την Ελλάδα δεν θα στεκόταν δυνατό να ανευρεθεί έστω κι ένα πλήρες αντίτυπο των αναγκαίων σχετικών νομικών συλλογών, που να περιλαμβάνει ιδιαίτερα την Ιουστινιάνεια νομοθεσία, τα Βασιλικά, τις Νεαρές και τις μεταγενέστερες αναθεωρήσεις τους (Maurer, 1835, 540).24Σε αυτήν τη θέση του Μάουρερ σχετικά με την κατάσταση του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου στην μετεπαναστατική Ελλάδα ασκεί κριτική η Δημακοπούλου, 2008, 174–183.
Από την άλλη πλευρά ο Μάουρερ ήταν οπαδός του γερμανού νομομαθούς Φρίντριχ Καρλ φον Σαβινί (Friedrich Carl von Savigny, 1779-1861), θεμελιωτή της Ιστορικής Σχολής του Δικαίου,25Βλ. Sontis, 1961, 373–374, βλ. επίσης Zepos, 1949 II, 56, Zepos, 1961, 289, Σταθόπουλος, 1992, 467, Gogos, 1944, 79 Fn. 1, Plagianakos, 1963, 24, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 242–243, Δεληγιάννη-Δημητράκου, 1995, 105, Deliyanni-Dimitrakou, 2012, 421, Dacoronia, 2003, 662, Hatzis, 2001, Hatzis, 2002, 255. Πρβλ. επιπρόσθετα Μιχαϊλίδης-Νουάρος, 1959, 165–166. κεντρική ιδέα της οποίας ήταν η ανάπτυξη ενός δικαιϊκού συστήματος βασισμένου στην πολιτισμικά και ιστορικά διαμορφωμένη συνείδηση της εκάστοτε κοινότητας (Volksgeist). Η Ιστορική Σχολή του Δικαίου επηρέασε αποφασιστικά την επιστημονική σχολή του πανδεκτισμού, ήτοι την κυρίαρχη στη Γερμανία κατά τον 19ο αιώνα επιστημονική σχολή αστικού δικαίου, η οποία βασιζόταν στο Ιουστινιάνειο Corpus Iuris Civilis, και συνέβαλε καθοριστικά στην καθυστέρηση της εισαγωγής του γερμανικού Αστικού Κώδικα (BGB, 1900).
Ακολουθώντας τις ιδέες της Ιστορικής Σχολής του Δικαίου, ο μελλοντικός Αστικός Κώδικας –σύμφωνα με τον Μάουρερ– θα έπρεπε να βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη ψυχή του ελληνικού λαού (Volksgesetzbuch). Τούτο σήμαινε ότι η σύνταξη του προϋπέθετε την προηγούμενη συλλογή και επεξεργασία των έως τότε εν ισχύ εθιμικών κανόνων δικαίου της μεταβυζαντινής περιόδου, όπως είχαν εξελιχθεί μέσα στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Εν προκειμένω, μάλιστα, το εθιμικό δίκαιο έπρεπε να απολαμβάνει προτεραιότητα έναντι του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ενώ η Εξάβιβλος έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη μονάχα στο μέτρο που πράγματι μέχρι τότε εφαρμοζόταν, με άλλα λόγια για τις περιπτώσεις εκείνες που η εφαρμογή της δεν αποκλειόταν από τα όσα προέβλεπαν οι εθιμικοί κανόνες δικαίου.26Βλ. Sontis, 1961, 374, Zepos, 1949 II, 56, Zepos, 1961, 289, Σταθόπουλος, 1992, 467, Gogos, 1944, 79 Fn. 1, Plagianakos, 1963, 24, Deliyanni-Dimitrakou, 2012, 431, Dacoronia, 2003, 662, Hatzis 2001, 4, Τρωιάνος, 1990, 700–701. Σε αυτή την κατεύθυνση και με σκοπό τη συλλογή των διάφορων εθιμικών κανόνων δίκαιου που θα λειτουργούσαν ως βάση για τη σύνταξη του Αστικού Κώδικα, ο Μάουρερ απηύθυνε ερωτήματα προς όλα τα δικαστήρια και τις διοικητικές υπηρεσίες της επικρατείας σχετικά με το ισχύον σε κάθε επαρχία εθιμικό δίκαιο αναφορικά με κάθε είδους ζήτημα αστικού δικαίου. Τούτο ακριβώς το υλικό δημοσίευσε ο Μάουρερ το 1835 μέσω του έργου του «Ο Ελληνικός λαός: Δημόσιο, ιδιωτικό και εκκλησιαστικό δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31η Ιουλίου 1834». Ωστόσο, ο Μάουρερ δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει αυτό του το εγχείρημα, μιας και δυστυχώς στα τέλη Ιουλίου του έτους 1834 ανακλήθηκε από την Ελλάδα λόγω προστριβών με τα άλλα μέλη της Αντιβασιλείας. Μπορούμε με βεβαιότητα να υποθέσουμε πως, εάν ο Μάουρερ δεν ανακαλούνταν, θα είχε προλάβει να εφοδιάσει την Ελλάδα με έναν νέο Αστικό Κώδικα.27Βλ. Sontis, 1961, 375. Σε επιστολή του προς τον Έλληνα Ν. Καρατζά, στον οποίο αφιέρωσε νομικό του έργο το 1871, ο Μάουρερ γράφει: «Πράγματι, έκανα αρκετά πράγματα για την Ελλάδα, εμποδίστηκα όμως από το να κάνω ακόμη περισσότερα, και ιδιαίτερα από το να συντάξω τον Αστικό Κώδικα, όπως προσδοκούσα», (αναφορά σε Sontis, 1961, 375 Fn. 46), βλ. επίσης επ’ αυτού Plagianakos, 1963, 24.
Τούτη η προσέγγιση του Μάουρερ συνάντησε έντονη κριτική, η οποία κορυφώθηκε μέσα από τα ακόλουθα επιχειρήματα: Από τη μία πλευρά, ο Μάουρερ παρέβλεψε τα επαναστατικά συντάγματα, τα οποία επέτασσαν την εφαρμογή του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, και, από την άλλη, μέσα από τη συλλογή των κανόνων εθιμικού δικαίου, οι οποίοι κατά τη γνώμη του εμφάνιζαν συγγένεια με τους αντίστοιχους γερμανικούς, επιχείρησε να συνδέσει το ελληνικό αστικό δίκαιο με το ισχύον στη Γερμανία δίκαιο των πανδεκτών, το οποίο βασιζόταν στο Ιουστινιάνειο Corpus Iuris Civilis.28Βλ. Πανταζόπουλος, 1968, 1451, Σταθόπουλος, 1992, 467. Ωστόσο, η κριτική αυτή είναι ελάχιστα δικαιολογημένη: Εάν ο Μάουρερ πράγματι ενέσκηψε πάνω από το εθιμικό δίκαιο με ιδιαίτερη προσοχή, ελάχιστα είχε κατά νου μια έμμεση υιοθέτηση του γερμανικού δικαίου των πανδεκτών.29Βλ. Sontis, 1961, 374, βλ. επίσης Σταθόπουλος, 1992, 466–467. Πέραν αυτού, οι ενέργειές του κατ’ αποτέλεσμα εμπόδισαν την άμεση εισαγωγή στην Ελλάδα του γαλλικού Αστικού Κώδικα του 1804, παρότι ο ίδιος δεν επεδίωκε την απώθηση της επιρροής του γαλλικού αστικού δικαίου στην Ελλάδα.30Βλ. Sontis, 1961, 374, Δεληγιάννη-Δημητράκου, 1995, 105.
Το Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου 1835 και η επίδρασή του στο ελληνικό αστικό δίκαιο
Το Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου 1835
Η έντονη συζήτηση, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά από την Ελληνική Επανάσταση, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και το ζήτημα υπεροχής του έναντι του εθιμικού, γνώρισε μια νέα κορύφωση, όταν η Αντιβασιλεία, λίγους μήνες μετά την ανάκληση του Μάουρερ, εξέδωσε το Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου 1835 «Περί πολιτικοῦ Νόμου». Το Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στην ελληνική και στη γερμανική γλώσσα, όριζε τα εξής:31Βλ. ΦΕΚ, τεύχ. Α΄ αριθμ. 7/7.3.1835-19.3.1835, 52 (www.et.gr).
Οἱ πολιτικοὶ Νόμοι τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων οἱ περιεχόμενοι εἰς τὴν Ἑξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου θέλουν ἰσχύει μεχρισοῦ δημοσιευθῇ ὁ Πολιτικὸς Κῶδιξ, τοῦ ὁποίου τὴν σύνταξιν διετάξαμεν. Τὰ ἔθιμα ὃμως, ὃσα πολυχρόνιος καὶ ἀδιάκοπος συνήθεια ἢ ἀποφάσεις δικαστικαί καθιέρωσαν, ὑπερισχύουν ὅπου ἐπεκράτησαν.
Από το Διάταγμα προκύπτει σαφώς ότι αφενός μεν όσοι αστικοί κανόνες του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου περιέχονταν στην Εξάβιβλο όφειλαν να αναγνωριστούν προσωρινά ως έχοντες ισχύ νόμου, αφετέρου όμως –και υπό την ισχυρή επίδραση της Ιστορικής Σχολής του Δικαίου– αναγνωριζόταν πως το εθιμικό δίκαιο διατηρούσε την υπεροχή του. Τούτων δοθέντων διατάχθηκε ρητά η προετοιμασία ενός Αστικού Κώδικα.32Σχετικά με το Βασιλικό Διάταγμα, βλ. Plagianakos, 1963, 26–27, Sontis, 1961, 375–376, ausführlich Δημακοπούλου, 2008, 191–233, βλ. επίσης Zepos, 1949 II, 56, Zepos, 1961, 289, Maridakis, 1954, 160, Mantzoufas, 1954, 8, Πανταζόπουλος, 1986 Ι, 11, Πανταζόπουλος, 1986 ΙΙ, 154–155, Pantazopoulos, 1986, 532, Gogos, 1944, 79, Γεωργιάδης, 2011, 219, Γεωργιάδης, 2010, Rn. 5–6, Σταθόπουλος, 2016, Rn. 33, Koutsouradis, 2015, 406, Karakostas, 2003, 24, Deliyanni-Dimitrakou, 2012, 421–422, Dacoronia, 2003, 662, Hatzis, 2001, 4–5, Bournias, 1951, 325–326. Στη συνέχεια, ωστόσο, το σχέδιο σύνταξης Αστικού Κώδικα εντός ενός σύντομου χρονικού διαστήματος ναυάγησε. «Η αρχικώς προταθείσα ως προσωρινή λύση κατέληξε να είναι οριστική», και το Βασιλικό Διάταγμα ίσχυσε «ως ο τυπικός Εισαγωγικός Νόμος» του βυζαντινορωμαϊκού αστικού δικαίου στην Ελλάδα μέχρι και τη θέσπιση του ελληνικού Αστικού Κώδικα το 1946. (Gogos, 1944, 79–80) Δεδομένου λοιπόν ότι το ελληνικό κράτος δεν διέθετε για περισσότερα από 100 χρόνια κωδικοποιημένη αστική νομοθεσία, καθίσταται φανερό πως το Βασιλικό Διάταγμα επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξη του ελληνικού αστικού δικαίου, τόσο σε γενικό επίπεδο όσο ειδικότερα και στο επίπεδο του ζητήματος της κωδικοποίησης κατά τον 19ο αιώνα.33Βλ. Plagianakos, 1963, 26, Deliyanni-Dimitrakou, 2012, 422, Dacoronia, 2003, 662–663, Δημακοπούλου, 2008, 217.
Η ερμηνεία του Βασιλικού Διατάγματος και η επιρροή του γερμανικού πανδεκτισμού στην Ελλάδα
Παρά το γεγονός ότι το Διάταγμα αναγνώρισε ρητά την υπεροχή του εθιμικού δικαίου και προσέδωσε ισχύ νόμου στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο μονάχα στη μορφή που περιλήφθηκε στην Εξάβιβλο, ανάμεσα στους έλληνες νομικούς ξέσπασε έντονη διαμάχη, ως προς το ποιο ακριβώς αστικό δίκαιο εισήγαγε στην πραγματικότητα το Διάταγμα. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει κανείς να κατανοήσει πως η εν λόγω διαμάχη δεν ήταν απλά ένα ζήτημα νομικής ερμηνείας. Τουναντίον, ο πραγματικός της λόγος αναγόταν εν τέλει στο θεμελιώδες ερώτημα που ανέκυψε ευθύς μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, το ερώτημα δηλαδή, σε ποιες πηγές (Ιουστινιάνειο Corpus Iuris Civilis, βυζαντινορωμαϊκό αστικό δίκαιο, Βασιλικά, Εξάβιβλος, εθιμικό δίκαιο, αλλοδαποί αστικοί κώδικες) θα έπρεπε να βασιστεί ο μελλοντικός ελληνικός Αστικός Κώδικας. Ορισμένοι νομικοί υποστήριξαν τη σχετικά σύμφωνη με το γράμμα του διατάγματος γνώμη ότι με το Διάταγμα ετίθετο σε ισχύ εκείνο το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, το οποίο ίσχυε κατά τις παραμονές της πτώσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας (1453) και συνέχισε να εφαρμόζεται αδιάκοπα στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας και της Ελληνικής Επανάστασης. Αυτό το δίκαιο δεν ήταν ούτε το Corpus Iuris Civilis ούτε τα Βασιλικά ή οι μεταγενέστερες Νεαρές των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Η εφαρμογή αυτών των πηγών κατά τους προηγούμενους αιώνες είχε ατονήσει. Τουναντίον, το δίκαιο αυτό αποτελούνταν από τους βυζαντινορωμαϊκούς αστικούς κανόνες δίκαιου που είχαν περιληφθεί στην Εξάβιβλο, τη συνοπτικότερη εκείνη την εποχή συλλογή νόμων.34Βλ. σχετικά Plagianakos, 1963, 27–28, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 244, πρβλ. Σταθόπουλος, 2016, Rn. 34. Υπό αυτή την έννοια, τούτη η άποψη θεωρούσε την εισαγωγή αυτής της εκδοχής του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ως μία φυσική συνέχεια της μακραίωνης ελληνικής νομικής παράδοσης (Plagianakos, 1963, 27). Στην ίδια κατεύθυνση, ο Γεώργιος Μπαλής, συντάκτης του ελληνικού Αστικού Κώδικα και καθηγητής αστικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υποστήριξε αργότερα την ακόλουθη άποψη:35Βλ. σχετικά Plagianakos, 1963, 28. Παρότι, μέσω του διατάγματος, το Corpus Iuris Civilis, τα Βασιλικά ή οι μεταγενέστερες νεαρές δεν εισήχθησαν ως ισχύον αστικό δίκαιο, ούτε η Εξάβιβλος απέκτησε άμεση νομική ισχύ, μιας και οι νόμοι που περιλαμβάνονται σε αυτήν δεν δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα της κυβερνήσεως. Όμως, σύμφωνα με την ίδια γνώμη, λόγω της αδιάκοπης εφαρμογής της Εξαβίβλου, το δίκαιο που αποτυπώνεται σε αυτήν απέκτησε έναν γενικό εθνικό χαρακτήρα, γεγονός που το κατέστησε σταδιακά γενικό εθιμικό δίκαιο. Αν και αυτές οι απόψεις, αποκλίνουν μεταξύ τους, συμφωνούν, ωστόσο, κατ’ αποτέλεσμα στο εξής σημείο: Με το Διάταγμα δεν εισήχθησαν ως άμεσες πηγές του ισχύοντος αστικού δικαίου ούτε το Corpus Iuris Civilis ούτε τα Βασιλικά και οι μεταγενέστερες Νεαρές.
Με αυτή τη θέση δεν συμφωνούσαν όλοι οι νομικοί της εποχής. Ο Έμιλ Χέρτζογκ (Emil Herzog), πρώτος καθηγητής ρωμαϊκού δικαίου του Οθώνειου Πανεπιστημίου Αθηνών (1837), υποστήριξε σε μία μελέτη του γραμμένη στα ελληνικά τη θέση ότι οι άλλες πηγές του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι τα Βασιλικά και οι μεταγενέστερες Νεαρές των βυζαντινών αυτοκρατόρων, θα έπρεπε να εφαρμόζονται σε εκείνα τα νομικά ζητήματα, για τα οποία η Εξάβιβλος σιωπούσε. Αιτιολογούσε, μάλιστα, τη θέση του αυτή με το επιχείρημα ότι η Εξάβιβλος, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στηριζόταν στα Βασιλικά και τις μεταγενέστερες Νεαρές.36Βλ. Karakostas, 2007, 231, Τρωιάνος, 1990, 701–702, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 244, αναλυτικά Δημακοπούλου, 2008, 240–242. Παρά τα ισχυρά της επιχειρήματα, αυτές οι απόψεις δεν μπόρεσαν να επικρατήσουν στην ελληνική νομολογία και θεωρία για τους παρακάτω πρακτικούς και θεωρητικούς-δογματικούς λόγους: Στην μετεπαναστατική περίοδο ήταν πολύ δύσκολο να βρει κανείς τα κείμενα των βυζαντινορωμαϊικών αστικών νόμων στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι δικαστές να μην έχουν πρόσβαση σε αυτά. Το 1835 υπήρχαν στην Ελλάδα μόλις δύο αντίτυπα των Βασιλικών.37Βλ. Karakostas, 2007, 231, Τρωιάνος, 1990, 702, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 244, Plagianakos, 1963, 30. Επιπλέον, δεν υπήρχε σχεδόν κανένα συστηματικό εγχειρίδιο βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που να περιλαμβάνει την ερμηνεία ιδίως της Εξαβίβλου.38Βλ. Plagianakos, 1963, 29, Δημακοπούλου, 2008, 223–224. Γι’ αυτό και πολύ σύντομα αυτές οι πηγές δικαίου αποδείχθηκαν ανεπαρκείς ή καλύτερα ατελείς και εν μέρει ακατάλληλες για την επίλυση των σύγχρονων πιεστικών νομικών προβλημάτων της δικαστηριακής πράξης.39Βλ. αναλυτικά Δημακοπούλου, 2008, 223–226. Υπό την επίδραση γερμανών νομικών, οι οποίοι είχανε έρθει στην Ελλάδα είτε ως μέλη της Αντιβασιλείας είτε ως νομικοί σύμβουλοι επί Όθωνα, και προκειμένου να καταστεί δυνατή η ερμηνεία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι έλληνες δικαστές στράφηκαν σχεδόν αναπόφευκτα προς το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο ήταν αρκετά διαδεδομένο στην πράξη λόγω των πλούσιων επιστημονικών σχετικών αναλύσεων· μάλιστα στράφηκαν προς το ρωμαϊκό δίκαιο όπως είχε αποτυπωθεί στο Ιουστινιάνειο Corpus Iuris Civilis και ιδιαίτερα όπως είχε διαμορφωθεί αργότερα μέσα από τις επεξεργασίες των γερμανών πανδεκτιστών.40Βλ. αναλυτικά Δημακοπούλου, 2008, 226–228 με περαιτέρω αναφορές για την εφαρμογή του Ιουστινιάνειου Corpus Iuris Civilis από τα ελληνικά δικαστήρια, Plagianakos, 1963, 29–30, Koutsouradis, 2015, 406.
Η εφαρμογή του γερμανικού δικαίου των πανδεκτών δεν θα είχε καταστεί δυνατή στην πράξη χωρίς την ανοιχτή ματιά των ελλήνων νομικών τόσο ως προς το πνεύμα όσο και ως προς τις λύσεις που προκρίνονταν από το δίκαιο των πανδεκτών.41Βλ. Γεωργιάδης, 2011, 220. Με την ίδρυση του Οθώνειου Πανεπιστημίου στην Αθήνα (1837),42Για την ίδρυση του Οθώνειου Πανεπιστημίου στην Αθήνα, βλ. Karakostas, 2007, 75 επ. διορίστηκαν καθηγητές πολλοί έλληνες νομικοί επιστήμονες που είχαν γερμανική νομική παιδεία. Γι’ αυτούς δεν ήταν καθόλου δύσκολο να χρησιμοποιήσουν το δίκαιο των πανδεκτών, με το οποίο ήταν ήδη εξοικειωμένοι, για την ερμηνεία και την εφαρμογή του Βασιλικού Διατάγματος.43Βλ. Sontis, 1961, 376, Πανταζόπουλος, 1986 ΙΙ, 155, Γεωργιάδης, 2010, Rn. 9. Στην επικράτηση αυτής της τάσης συνέβαλε επίσης και η λεγόμενη σχολή των ελλήνων ρωμαϊστών. Η σχολή αυτή αποτελούνταν από οπαδούς του ρωμαϊκού ρεύματος της Ιστορικής Σχολής του Δικαίου, και εκλάμβανε το ρωμαϊκό δίκαιο ως αναπόσπαστο κομμάτι της πανευρωπαϊκής και άρα και της ελληνικής, εξέλιξης του δικαίου. Το 1838, οι καθηγητές του Πανεπιστήμιου Αθηνών –Γεώργιος Ράλλης και Μάρκος Ρενιέρης– μετέφρασαν στα ελληνικά το «Εγχειρίδιο Σύγχρονου Ρωμαϊκού Δικαίου», έργο του γερμανού καθηγητή Φέρντιναντ Μάκελντεϊ (Ferdinard Mackeldey).44Βλ. Sontis, 1961, 376 Fn. 49, Πανταζόπουλος, 1968, 1470, Karakostas, 2007, 231, Τρωιάνος, 1990, 702, Kitsakis, 2016, 411. Με αυτή τους την πράξη θέλησαν να προσφέρουν στους έλληνες νομικούς ένα εγχειρίδιο για την πρακτική εφαρμογή του αστικού δικαίου και ταυτόχρονα να αναχαιτίσουν την αυξανόμενη επιρροή της γαλλικής νομικής επιστήμης στην Ελλάδα.45Βλ. Πανταζόπουλος, 1945, 27–28, Πανταζόπουλος, 1968, 1468, 1470, Karakostas, 2007, 231, Τρωιάνος, 1990, 702, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 244, Plagianakos, 1963, 29. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, η νομολογία του Αρείου Πάγου και η θεωρία ταλαντεύονταν ανάμεσα στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και το γερμανικό δίκαιο των πανδεκτών.46Βλ. εκτενώς Δημακοπούλου, 2008, 225–233, βλ. επίσης Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 245, Γεωργιάδης, 2011, 219 επ.
Η τελική επικράτηση του γερμανικού δικαίου των πανδεκτών στην Ελλάδα οφείλεται, κατά κύριο λόγο, σε έναν κορυφαίο έλληνα νομομαθή του 19ου αιώνα: Ο Παύλος Καλλιγάς, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κα μαθητής του Σαβινί, είχε σπουδάσει στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου. Ήταν εξαιρετικά εξοικειωμένος με τη γερμανική επιστήμη του πανδεκτισμού και είχε επηρεαστεί έντονα από τις ιδέες της Ιστορικής Σχολής του Δικαίου.47Βλ. Πανταζόπουλος, 1945, 29, Πανταζόπουλος, 1968, 1471, βλ. επίσης Sontis, 1961, 376 Fn. 49, Karakostas, 2007, 231, Plagianakos, 1963, 29, 37, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 245, Γεωργιάδης, 2010, Rn. 9. Για μία σύντομη βιογραφία του Καλλιγά, βλ. Kitsakis, 2016, 397–399. Ο Καλλιγάς απέρριψε την υιοθέτηση του γαλλικού Αστικού Κώδικα και ήταν εξαιρετικά κριτικός έναντι της εφαρμογής της Εξαβίβλου και των Βασιλικών. Υπό την επίδραση της γερμανικής επιστήμης του πανδεκτισμού, προτιμούσε ως πρότυπο κωδικοποίησης το ρωμαϊκό δίκαιο όπως αποτυπωνόταν στο Corpus Iuris Civilis.48Βλ. Kitsakis, 2016, 405–406, 408, 412. Για να δικαιολογήσει την εφαρμογή του γερμανικού δικαίου των πανδεκτών κατά την ερμηνεία του βυζαντινορωμαϊκού αστικού δικαίου, ο Καλλιγάς διατύπωσε τη «θεωρία των πρωταρχικών πηγών δικαίου».49Για την ανάμειξη του Καλλιγά στη συζήτηση περί της κωδικοποίησης του αστικού δικαίου στην Ελλάδα, βλ. αναλυτικά Kitsakis, 2016, 401 επ. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, η Εξάβιβλος, η οποία τέθηκε μεν σε ισχύ με το Διάταγμα, δεν αναγνωρίστηκε όμως ως αποκλειστική πηγή δικαίου, στηριζόταν η ίδια σε παλαιότερες πηγές, και συγκεκριμένα στα Βασιλικά, τα οποία με τη σειρά τους συνιστούσαν απόδοση του ρωμαϊκού δικαίου του Ιουστινιάνειου Corpus Iuris Civilis στην ελληνική γλώσσα.50Βλ. Καλλιγάς, 1878, 48–49, στην ίδια κατεύθυνση ο Παπαρρηγόπουλος, 1932, 24–27. Βλ. σχετικά και Sontis, 1961, 376, Zepos, 1949 II, 57, Zepos, 1961, 289, Plagianakos, 1963, 29, Τρωιάνος, 1990, 704, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 245, Γεωργιάδης, 2010, Rn. 7, Dacoronia, 2003, 663, Δημακοπούλου, 2008, 228–231, 244–247. Εξαιρετικά κριτικός απέναντι σε αυτήν την ερμηνεία ο Πανταζόπουλος, 1945, 29–30, Πανταζόπουλος, 1986 ΙΙ, 155, κατά τον οποίο η επιβολή της εφαρμογής του Corpus Iuris Civilis ως «πρωταρχικής πηγής» του ισχύοντος ελληνικού αστικού δικαίου συνιστούσε εισαγωγή μιας «νεκρής πηγής δικαίου», Πανταζόπουλος, 1968, 1468, 1471, Pantazopoulos, 1986, 533, όπου κάνει λόγο περί εσφαλμένης ερμηνείας. Τούτο σημαίνει πως το Corpus Iuris Civilis έπρεπε να θεωρηθεί ως πρωταρχική πηγή του τεθειμένου με το Διάταγμα δικαίου. Έτσι, μέσω της Εξαβίβλου αναγόταν κανείς στα Βασιλικά και στο Corpus Iuris Civilis, το οποίο με τη σειρά του αποτελούσε τη βάση ανάπτυξης του γερμανικού δικαίου των πανδεκτών.51Βλ. Καλλιγάς, 1878, 48–49, Zweigert/Kötz, 1996, 154, Sontis, 1961, 376, Zepos, 1949 II, 57, Zepos, 1961, 289,; Karakostas, 2007, 231 επ., Plagianakos, 1963, 29, Deliyanni-Dimitrakou, 2012, 422, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 245. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή του δικαίου των πανδεκτών οδηγούσε αντίστροφα στην κατ’ ουσίαν εφαρμογή του σύγχρονου ρωμαϊκού δικαίου, του Corpus Iuris Civilis, και άρα της πρωταρχικής πηγής του τεθειμένου με το Διάταγμα βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Η ερμηνεία αυτή δεν ήταν–όπως υποστηρίζει ο Νικόλαος Πανταζόπουλος– ένα σκόπιμο λάθος που ως στόχο είχε να αποκόψει το ελληνικό αστικό δίκαιο από τις «εθνικές» ρίζες του βυζαντινορωμαϊκού και του εθιμικού δίκαιου, ούτως ώστε να το θέσει υπό την επιρροή αλλοδαπών προτύπων (Πανταζόπουλος, 1945, 29).52Βλ. Πανταζόπουλος, 1968, 1471, Sontis, 1961, 376, όπου μιλά για μία δόλια ερμηνεία. Για μια κριτική αποτίμηση της διδασκαλίας του Νικόλαου Πανταζόπουλου βλ. Γεωργιάδης, 2011, 223 επ. Αντ’ αυτού, μάλλον διευκολύνθηκε κυρίως από το γεγονός ότι τόσο το γερμανικό δίκαιο των πανδεκτών, όσο και το ελληνικό αστικό δίκαιο στηρίζονταν ουσιαστικά στα ίδια ρωμαϊκά δογματικά νομικά θεμέλια.53Αναλυτικά και άκρως πειστικά Σταθόπουλος, 1992, 467–469, Σταθόπουλος, 2016, Rn. 34, Γεωργιάδης, 2011, 223 επ.
Με βάση αυτήν την επιχειρηματολογία μπόρεσε να επικρατήσει στην Ελλάδα η διασταλτική ερμηνεία του Βασιλικού Διατάγματος. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι πάνω σε αυτό το γόνιμο έδαφος αυτής της ερμηνείας μπόρεσε να ανθίσει στην Ελλάδα ο γερμανικός πανδεκτισμός. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, τόσο η νομολογία, όσο και εν γένει οι έλληνες νομικοί χρησιμοποιούσαν εκτενώς τις θέσεις της πανδεκτιστικής διδασκαλίας για να ερμηνεύσουν το τεθειμένο με το Βασιλικό Διάταγμα βυζαντινορωμαϊκό αστικό δίκαιο.54Βλ. Mantzoufas, 1954, 9, Zepos, 1949 II, 58, Zepos, 1961, 289, Zepos, 1967, 22, Maridakis, 1954, 165–166 («le droit en vigueur en Grèce, aura été non de deutsches Pandektenrecht, mais le droit byzantin interprété selon la méthode pandectiste»), Γεωργιάδης, 2010, Rn. 8, Τρωιάνος, 1990, 705, Koutsouradis, 2015, 406, Τρωιάνος/Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, 2010, 245–246, βλ. επίσης Δημακοπούλου, 2008, 228–233.
Οι ρίζες, λοιπόν, της σημαντικής επιρροής του γερμανικού πανδεκτισμού στην περαιτέρω εξέλιξη του ελληνικού αστικού δικαίου κατά τον 19ο αιώνα και αργότερα της επιρροής του γερμανικού Αστικού Κώδικα βρίσκονται ακριβώς στην υποστηριχθείσα από τη σχολή των ελλήνων ρωμαϊστών και εν τέλει επικρατήσασα ερμηνεία του Βασιλικού Διατάγματος της 23ης Φεβρουαρίου 1835.55Βλ. Karakostas, 2007, 257, Plagianakos, 1963, 30. Ο Πάουλ Κοσάκερ (Paul Koschaker) παρατήρησε εύστοχα ότι «αυτό που […] πραγματικά επικράτησε, δεν ήταν [το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, αλλά] το γερμανικό δίκαιο των πανδεκτών του 19ου αιώνα, και ως εκ τούτου θα μπορούσε να μιλήσει κανείς […] περί ενός είδους αποδοχής του ρωμαϊκού δικαίου στη μορφή που του προσέδωσε ο γερμανικός πανδεκτισμός»(Koschaker, 1966, 131 Fn. 2).
Περαιτέρω πτυχές των επιδράσεων της γερμανικής νομικής σκέψης στο ελληνικό αστικό δίκαιο
Οι πρώτες επιδράσεις της γερμανικής νομικής σκέψης στο ελληνικό αστικό δίκαιο ανατρέχουν –όπως ήδη αναφέρθηκε– στους γερμανούς νομικούς συμβούλους, οι οποίοι έφθασαν μαζί με τον βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα, προκειμένου να δώσουν μία σύγχρονη νομοθεσία στο νεοσύστατο κράτος και να προσαρμόσουν την νομική του ζωή στις νέες πολιτικές και κοινωνικές ανάγκες. Η επιρροή της γερμανικής νομικής επιστήμης ήταν, και από την άποψη των προσώπων ακόμη, σε όλες τις φάσεις της εξέλιξης του ελληνικού αστικού δικαίου κυρίαρχη: Ο Κωνσταντίνος Σχινάς, πρώτος πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ήταν γαμπρός του ιδρυτή της γερμανικής Ιστορικής Σχολής του Δικαίου, Φρίντριχ Καρλ φον Σαβινί.56Για τους οικογενειακούς δεσμούς του Σαβινί με την Ελλάδα, βλ. Κουγέας, 1963, 279–295. Βλ. επίσης Maridakis, 1954, 165, Koutsouradis, 2015, 406 Fn 7, Plagianakos, 1963, 38 Fn. 39. Πέραν του Μάουρερ, οι προσπάθειες για την επεξεργασία μιας σύγχρονης ελληνικής νομοθεσίας συνεχίστηκαν αποφασιστικά και από άλλους γερμανούς νομικούς, όπως ο βαυαρός Γκότφριντ Φέντερ (Gottfried Feder) και ο πρώσος Έμιλ Χέρτζογκ, αμφότεροι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών.57Βλ. Plagianakos, 1963, 36. Για τη δράση του Χέρτζογκ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, βλ. Δημακοπούλου, 2008, 240–243. Στις συμβολές των γερμανών νομικών ανήκουν επίσης ιδιαίτερα η ίδρυση του Αρείου Πάγου το 1834, ως ανώτατου αστικού και ποινικού δικαστηρίου, και το 1833 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου. Τέλος, ο Ιγνάτιος φον Ρούντχαρτ (Ignaz von Rudhart), καθηγητής της ιστορίας του δικαίου και του διεθνούς δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ, διετέλεσε για σύντομο χρονικό διάστημα πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου (1837).58Βλ. Karakostas, 2007, 65 επ., Koutsouradis, 2015, 406 Fn 7, Koutsouradis, 2012, 35. Μέσω όλων αυτών των δραστηριοτήτων των γερμανών ακαδημαϊκών η γερμανική νομική επιρροή στο ελληνικό αστικό δίκαιο ενισχύθηκε σημαντικά.59Βλ. Plagianakos, 1963, 36.
Το γεγονός όμως ότι η πρώτη επαφή του ελληνικού αστικού δικαίου με το γερμανικό δίκαιο στα χρόνια του Όθωνα βρήκε στέρεο έδαφος, ώστε να μπορέσει η γερμανική νομική επίδραση να επικρατήσει σταδιακά, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εισαγωγή της τότε ακμάζουσας στη Γερμανία πανδεκτιστικής σκέψης στα ελληνικά πράγματα. Εκτός από τον Παύλο Καλλιγά, ο οποίος ήταν ο πρώτος καθηγητής που δίδαξε κατά το γερμανικό πρότυπο το δίκαιο των πανδεκτών στο νομικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών,60Βλ. Plagianakos, 1963, 37, εκτενώς Δημακοπούλου, 2008, 243–250. Για τη δραστηριότητα του Καλλιγά στο Πανεπιστημίο Αθηνών, βλ. επίσης Kitsakis, 2016, 399–401. στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και άλλοι, εκπαιδευθέντες επίσης στη Γερμανία, καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως ο Βασίλειος Οικονομίδης και ο Πέτρος Παπαρρηγόπουλος, προσέγγισαν το δίκαιο των πανδεκτών στα διδακτικά εγχειρίδια που συνέταξαν με αντικείμενο το ελληνικό δίκαιο, ακολουθώντας τη θεωρία περί των «πρωταρχικών πηγών δικαίου» του Καλλιγά.61Βλ. Γεωργιάδης, 2010, Rn. 9, Maridakis, 1954, 165, Hatzis, 2002, 256. Για τη δραστηριότητα του Οικονομίδη και του Παπαρρηγόπουλου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, βλ. Δημακοπούλου, 2008, 250–260. Επιπλέον, μεταφράστηκαν στα ελληνικά και τα κλασικά εγχειρίδια ρωμαϊκού δικαίου και δικαίου των πανδεκτών των Μπέρνχαρντ Βίντσάϊντ (Bernhard Windscheid), Χάϊνριχ Ντέρνμπουργκ (Heinrich Dernburg) και Φέρντιναντ Ρέγκελσμπεργκερ (Ferdinard Regelsberger), αποκτώντας σύντομα εν τοις πράγμασοι ισχύ νόμου.62Βλ. Koutsouradis, 2015, 406. Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά η αντιπαράθεση πάνω σε οποιοδήποτε σοβαρό ζήτημα ελληνικού αστικού δικαίου όφειλε να λάβει υπόψη της το γερμανικό δίκαιο των πανδεκτών. Από τότε ξεκίνησε να εξασθενεί και η γαλλική νομική επιρροή.63Βλ. Karakostas, 2007, 257, Plagianakos, 1963, 37. Έτσι, με τα συστηματικά τους έργα, τις μελέτες και τις αναλύσεις τους πάνω στο γερμανικό δίκαιο των πανδεκτών, οι καθηγητές Καλλιγάς, Οικονομίδης και Παπαρρηγόπουλος έθεσαν τα θεμέλια για την έως σήμερα αδιάλειπτη γερμανική νομική επίδραση στο ελληνικό αστικό δίκαιο.64Βλ. Karakostas, 2007, 259, Plagianakos, 1963, 37, Maridakis, 1954, 163–166.
Η πορεία μέχρι την καθιέρωση του ελληνικού Αστικού Κώδικα το 1946
Οι νομικές εξελίξεις στα υπόλοιπα χρόνια του 19ου αιώνα ήτανε μάλλον αργές. Η επικράτηση των ελλήνων ρωμαϊστών σχεδόν προδίκασε ότι η οποιαδήποτε περαιτέρω εξέλιξη του αστικού δικαίου κατά τον 19ο αιώνα θα τελούσε υπό την επίδραση του γερμανικού δικαίου των πανδεκτών.65Βλ. Plagianakos, 1963, 27, 37–38, Koutsouradis, 2015, 406. Το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που διατηρούνταν σε ισχύ, τροποποιήθηκε ανά διαστήματα μέσω διάφορων ειδικών νόμων, κυρίως σύμφωνα με γερμανικά, αλλά ενίοτε και με γαλλικά ή και ελβετικά πρότυπα. Αξίζει να αναφερθούν για παράδειγμα ο νόμος «περί ενεχύρου» και ο νόμος «περί υποθηκών» του 1836, όπως και μία σειρά άλλων νόμων που τέθηκαν σε ισχύ στο διάστημα μεταξύ των ετών 1856 και 1866, καθώς και η καθιέρωση του συστήματος μεταγραφών στο χώρο του δικαίου ακινήτων, που είχε γαλλικές καταβολές.66Βλ. Zepos, 1960, 359, Georgakopoulos, 1988, 539. Επιπρόσθετα, μεμονωμένες περιοχές του ευρύτερου ελληνικού χώρου, οι οποίες δεν αποτελούσαν ακόμη μέρος του ελληνικού κράτους, εξέδωσαν δικούς τους νομοθετικούς κώδικες: Τούτο συνέβη για παράδειγμα στα ιόνια νησιά με τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα του 1841, ενώ δικούς τους κώδικες διέθεταν επίσης η νήσος Σάμος (1899) και η Κρήτη (1904).67Βλ. αναλυτικά Plagianakos, 1963, 38–45, βλ. επίσης Mantzoufas, 1954, 8–9. Το ελληνικό αστικό δίκαιο παρέμεινε πιστό στην νομική παράδοση του πανδεκτισμού για περισσότερο από έναν αιώνα.68Βλ. Georgakopoulos, 1998, 538. Οποιαδήποτε προσπάθεια θέσπισης ενός εθνικού Αστικού Κώδικα στο διάστημα αυτό απέτυχε.69Βλ. Mantzoufas, 1954, 9–10, Πανταζόπουλος, 1986 ΙΙ, 157.
Όταν αργότερα (1930–1939) έλαβε χώρα η επεξεργασία του ελληνικού Αστικού Κώδικα, «ήτανε πια αυτονόητο, ότι τούτη η προσπάθεια θα έπρεπε να προσανατολιστεί κυρίως προς τη γερμανική κωδικοποίηση, διότι αυτή ήταν στενότερα συνδεδεμένη με το ρωμαϊκό δίκαιο» (Zweigert/Kötz, 1996, 155). Ο ισχύων σήμερα Αστικός Κώδικας αντικατέστησε το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, το οποίο είχε αποτελέσει τη βάση του αστικού δικαίου στην κυρίως Ελλάδα από την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς έως και το 1946.70Βλ. Sontis, 1961, 362. Οι ρίζες του γεγονότος ότι οι δημιουργοί του ελληνικού Αστικού Κώδικα χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό τον γερμανικό Αστικό Κώδικα του 1900 ως πρότυπο για το περιεχόμενο και τη διατύπωση μιας σειράς διατάξεων,71Για την επίδραση του γερμανικού Αστικού Κώδικα του 1900 στο ελληνικό αστικό δίκαιο, και ιδίως στον ελληνικό Αστικό Κώδικα του 1946, βλ. Georgiades, 2000, 493–502. εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, στην εποχή του βασιλιά Όθωνα και στις απαρχές των επιδράσεων του γερμανικού δικαίου πάνω στο ελληνικό δίκαιο.