Πηγές και ιστορικό υπόβαθρο
Τα πρακτικά του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας προσφέρουν τη δυνατότητα για μια σε βάθος διερεύνηση της μοναρχίας των Βίττελσμπαχ στην Ελλάδα. Το συμβούλιο αυτό, αποτελούμενο από υπαλλήλους και ειδικούς, ανέλαβε το 1833 ad hoc τη διακυβέρνηση για λογαριασμό του ανήλικου ακόμη βασιλιά. Το σώμα των εν λόγω χειρογράφων είναι εκτεταμένο και αποτελεί τη βάση ενός εκδοτικού και ερευνητικού εγχειρήματος στο πλαίσιο του προγράμματος «Πηγές για τη Νεότερη Ιστορία της Βαυαρίας» της Επιτροπής για την Ιστορία της Βαυαρίας της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών.1Υπάρχει η σκέψη στο πλαίσιο του έργου η αξιοποίηση, η μεταγραφή και ο σχολιασμός του πηγαίου/αρχειακού υλικού να συνδέεται από μεθοδολογική άποψη κατά το δυνατόν στενά με την επιστημονική αξιολόγησή του. Το εγχείρημα θα πρέπει έτσι να εκβάλλει σε μια ή περισσότερες μονογραφίες. Θα επιδιωχθεί επίσης η εκδοτική επεξεργασία σε ψηφιακή βάση. Τα πρωτότυπα έγγραφα, μετά την αγορά τους από ιδιώτη κατά τη δεκαετία του 1980, βρίσκονται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.) στην Αθήνα. Ευρύτερη δημοσιότητα γνώρισαν για πρώτη φορά κατά τα έτη 1999/2000, όταν μέρος τους δημοσιεύθηκε σε τρεις τόμους, στο πλαίσιο της έκθεσης «Η Νέα Ελλάς» στο Εθνικό Μουσείο της Βαυαρίας στο Μόναχο.2Πρβλ. Schegk, 1999, 382 κ.ε., Αρ. 221). Μια κοινή πρωτοβουλία της Γενικής Διεύθυνσης των Κρατικών Αρχείων της Βαυαρίας και του Μουσείου του Βασιλέα της Ελλάδας Όθωνα στο Ότομπρουν (Ottobrunn) υπό την καθοδήγηση των Χέρμαν Ρουμσέτελ (Hermann Rumschöttel) και Γιαν Μούρκεν (Jan Murken) προώθησε την ψηφιοποίηση του υλικού. Το ψηφιοποιημένο υλικό αποκτήθηκε τελικά το 2010/12 από το Κεντρικό Κρατικό Αρχείο της Βαυαρίας, αρχειοθετήθηκε με τον τίτλο «Συμβούλιο της Αντιβασιλείας του Βασιλείου της Ελλάδος»3Για πληροφορίες σχετικές με τη σειρά πρωτοκόλλων που ανήκουν πρωταρχικά στο Βασιλικό Αρχείο που βρίσκεται στα Ανάκτορα των Αθηνών ευχαριστούμε τον καθηγητή Dr. Hermann Rumschöttel και τον Gerhard Fürmetz (M.A). Για επιπλέον στοιχεία:: Kirchner, 2002. και αποτελεί μαρτυρία για τη βασιλεία του Όθωνα από την αρχή της μέχρι το 1935, φωτίζοντας την εναρκτήρια φάση της επονομαζόμενης «Βαυαροκρατίας» στο ελληνικό κράτος, δηλαδή της Αντιβασιλείας που κυβερνούσε για λογαριασμό του ανήλικου ακόμη βασιλιά.
Με την παραχώρηση του ελληνικού θρόνου το 1832 στον Όθωνα, τον δευτερότοκο γιο του βασιλιά Λουδοβίκου του Α’ της Βαυαρίας, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της Βαυαρίας και των τριών προστάτιδων δυνάμεων –Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας– τερματίστηκε μια μακρά περίοδος βαθύτατου διχασμού. Η Ελληνική Δημοκρατία, που ιδρύθηκε με την εξέγερση του 1821 εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας, είχε καταρρεύσει εξαιτίας εσωτερικών κομματικών αντιπαραθέσεων και οικονομικών κρίσεων. Πολλές απόπειρες για την εγκαθίδρυση μιας μοναρχίας στην Πελοπόννησο με πρίγκιπες από διάφορες γερμανικές δυναστείες απέτυχαν λόγω της λεπτότητας του θέματος της επιλογής προσώπου στο διπλωματικό επίπεδο: ο Φίλιππος της Έσσης-Χόμπουργκ (Philipp von Hessen-Homburg), ο εκλεκτός υποψήφιος του Λονδίνου, δεν είχε την έγκριση των Γάλλων· ο Λεοπόλδος του Οίκου της Σαξονίας-Κόμπουργκ και Γκότα (Sachsen-Coburg und Gotha) – το όνομα του οποίου προτάθηκε ως εναλλακτική λύση το 1830– δεν ήταν πλέον διαθέσιμος για τις τρεις ευρωπαϊκές προστάτιδες δυνάμεις, αφού είχε αναλάβει τον θρόνο του νεοϊδρυθέντος Βασιλείου του Βελγίου. Έτσι, προβαίνοντας σε αμοιβαίες υπαναχωρήσεις, αποτάθηκαν στον οίκο των Βίττελσμπαχ (Wittelsbach). Η πολιτική ουδετερότητα του υποψήφιου ήταν αδιαμφισβήτητη για τη διελκυστίνδα των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων. Ο Όθωνας προερχόταν από το Μόναχο, το κέντρο του γερμανικού φιλελληνισμού, και υποστηριζόταν από το μόνιμο και διαρκές ενδιαφέρον του πατέρα του Λουδοβίκου.4Περί βαυαρικού φιλελληνισμού βλ. επιλεκτικά: Spaenle, 1990· Grimm/Nikolau, 1993. Marchand, 1997, 34, 53· Wagner, 2013· και γενικά: Maras, 2012. Ένας τέτοιος συνδυασμός μπορούσε, ως εκ τούτου, να αποτελέσει γερό θεμέλιο για την ανακήρυξη ενός Βαυαρού ως βασιλέα της Ελλάδος. Η έλευση του Όθωνα και των βαυαρών ακολούθων του τον Φεβρουάριο του 1832 στο Ναύπλιο, την προσωρινή πρωτεύουσα του νέου βασιλείου, πήρε τη μορφή μιας εντυπωσιακής τελετουργίας. Η ακολουθία του αποτελούνταν από 3500 στρατιώτες. Το εκστρατευτικό σώμα συνοδευόταν από ειδικούς κάθε όπλου και ειδικότητας.5Πρβλ. σχετικά τη μονογραφία του Friedrich, 2015. Επίσης: Koukouraki, 2009, 182–189. Για τη σοβαρότητα της προσήλωσης των Βαυαρών στο εγχείρημα δεν μπορούσε, ως εκ τούτου, να υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η μεγάλη αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τη συγκεκριμένη ημέρα της ανάληψης της εξουσίας καταδεικνύεται προπάντων στους διοικητικούς σχεδιασμούς στην αρχή της Αντιβασιλείας. Ο Λουδοβίκος ο Α’ είχε ξεκινήσει ήδη στο Μόναχο τις προετοιμασίες για τη συγκρότηση του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας.6Πρβλ. Dickopf, 1995. Στελέχωσε το Συμβούλιο με προσωπικό υψηλού επιπέδου από τη Βαυαρία, και συγκεκριμένα από τους τομείς της κρατικής διοίκησης, της οικονομίας και του στρατού. Μετά την παραίτηση του Καρλ φον Άμπελ (Karl von Abel) που είχε οριστεί αρχικά, και μετέπειτα υπουργού εσωτερικών του Λουδοβίκου στο Μόναχο7Πρβλ. Gollwitzer, 1993, 126–152., ο κύκλος της Αντιβασιλείας αποτελούνταν από πέντε ανώτατους υπαλλήλους: τον Κόμη Γιόζεφ Άρμανσμπεργκ (Joseph Ludwig Graf Armannsperg), ειδικό στα οικονομικά, τον Γκέοργκ-Λούντβιχ φον Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer) ως ειδικό επί θεμάτων δικαίου, και τον στρατηγό Καρλ-Βίλχελμ φον Χάιντεκ (Karl Wilhelm von Heideck) υπεύθυνο των στρατιωτικών υποθέσεων. Σ’ αυτούς προστέθηκαν ο Αιγκίντιους φον Κόμπελ (Ägidius von Kobell) και ο Γιόχαν Μπαπτίστ Γκράινερ (Johann Baptist Greiner).8Πρβλ. Maras, 2012, 74–88. Οι προαναφερθέντες πρωταγωνιστές εμφανίζονται στα πρακτικά σε περίοπτη θέση.
Το σώμα των πηγών περιλαμβάνει δώδεκα τόμους με 345 πρακτικά. Ένας επιπλέον τόμος περιέχει το σχέδιο ενός νομικού κώδικα για τον Βασιλικό Ελληνικό Στρατό Ξηράς του 1835. Όσον αφορά το σώμα των εγγράφων, πρόκειται εν μέρει για ανεπεξέργαστο υλικό με σημαντικά κενά, που μπορούν όμως ενδεχομένως να αποκατασταθούν. Από τους δώδεκα τόμους των πρακτικών έχουν γίνει μέχρι σήμερα γνωστοί οι οκτώ με περίπου 265 αποσπάσματα κειμένων. Τα εν λόγω πρακτικά περιέχουν σύμφωνα με μια πρόχειρη εκτίμηση του Χέρμαν Ρουμσέτελ (Hermann Rumschöttel) περί τις 10.000 μεμονωμένες αποφάσεις. Είναι γραμμένα κατά κανόνα στα γερμανικά και σε γερμανική χειρόγραφη μορφή (Kurrentschrift), υπάρχουν ωστόσο και κάποια αποσπάσματα στη γαλλική γλώσσα. Τα αρχεία δίνουν μια άμεση εικόνα της διοίκησης κατά την πρώιμη «Βαυαροκρατία» και φωτίζουν όλο το εύρος των διοικητικών πράξεων. Ως προς το περιεχόμενό τους, τα κύρια σημεία αφορούν τους παρακάτω τομείς: στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής, την οικοδόμηση της κρατικής οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και του στρατού, στο πεδίο της διοίκησης την οργάνωση της δημόσιας ασφάλειας, στον χώρο των οικονομικών τη διασφάλιση της τήρησης ενός τακτικού κρατικού προϋπολογισμού. Άλλα σημεία αφορούν την καταπολέμηση της πειρατείας, την ανάπτυξη των δικτύων συγκοινωνίας και επικοινωνίας, την εγκαθίδρυση περιφερειακών διοικητικών υπηρεσιών, τη δημιουργία τοπικών υπηρεσιών και την ίδρυση σχολείων και εκπαιδευτικών φορέων. Παράλληλα, στα πρακτικά αντανακλώνται οι προσπάθειες δημιουργίας και η κωδικοποίηση του αστικού και ποινικού δικαίου. Η ρύθμιση της σχέσης Κράτους – Εκκλησίας με την καθιέρωση του Αυτοκέφαλου της ελληνικής-ορθόδοξης Εκκλησίας ως ανεξάρτητης από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα μέτρα για την κατάργηση των μονών κατά το πρότυπο της βαυαρικής εκκοσμίκευσης του 1803, καθώς και τα διάφορα σχέδια οικοδόμησης της Αθήνας αποτελούν επίσης αντικείμενο των εγγράφων. Τα πρακτικά τεκμηριώνουν εκτός των παραπάνω και ποικίλα μέτρα που αφορούν την πρόνοια στην υγεία, την ασφάλιση (πληρωμές συντάξεων και υποστήριξη της χηρείας), καθώς και την ενίσχυση της οικονομίας.
Τα πρακτικά της Αντιβασιλείας είναι μέρος ενός ευρύτερου σώματος κειμένων που μας έχουν παραδοθεί, και το οποίο σχετίζεται άμεσα με την ιστορική τους ανάλυση. Αναφερόμαστε εδώ αρχικά στα σχετικά αρχεία, συγγενή με τα πρακτικά, καθώς αναφέρονται σε κυβερνητικές πράξεις. Λόγω της στενής δικτύωσης της κυβέρνησης των εμπειρογνωμόνων που δρούσε στην Ελλάδα με τις διοικητικές αρχές της Βαυαρίας, οφείλει κανείς να εξετάσει ακριβέστερα τα αρχεία που βρίσκονται στο Μόναχο. Συμπληρωματικές πληροφορίες μπορούν να αντληθούν τόσο από τις υπουργικές πράξεις (του Υπουργείου παρά τη Βασιλική Αυλή και του Υπουργείου των Εξωτερικών), όσο και από τις διπλωματικές αναφορές της Bαυαρικής Aποστολής στην Αθήνα. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η αλληλογραφία ηγετικών παραγόντων που δρούσαν στο πλαίσιο των διεθνών ελληνο-βαυαρικών σχέσεων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την αλληλογραφία μεταξύ του Λέο φον Κλέντσε (Leo von Klenze) και του βασιλιά Λουδοβίκου του Α’, η οποία έχει στο μεταξύ γίνει γνωστή και εκδοθεί sστο σύνολό της. Ο βασιλιάς της Βαυαρίας παρακολούθησε μετά το 1834 από κοντά τη συμμετοχή του Κλέντσε στην οικοδόμηση της Αθήνας ως πρωτεύουσας όχι μόνο με υψηλό ενδιαφέρον, αλλά και στηρίζοντας εμφατικά τα ελληνικά σχέδια του επικεφαλής μηχανικού της Αυλής.9Πρβλ. Glaser, 2004-/2011; Papageorgiou-Venetas, 2006. Το υλικό με προσωπογραφικά δεδομένα που εμπεριέχεται στα πρακτικά δίνει νέες πληροφορίες για το ελληνικό προσωπικό που συνδέθηκε με το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας ή έδρασε για λογαριασμό του. Το βάθος της τεκμηρίωσης φτάνει μέχρι τα κατώτερα επίπεδα και τις περιφέρειες της διοικητικής ιεραρχίας, που εγκαθίστατο σταδιακά. Τα δεδομένα αυτά μπορούν να αποκωδικοποιηθούν μόνο με την αντιπαραβολή τους προς την παράλληλη ελληνική παράδοση, όπως και με προσφυγή σε βιογραφικά έργα αναφοράς.10Πρέπει εδώ να δοθεί προσοχή και στην κοινωνικο-ιστορική έρευνα για την ελληνική διασπορά στη Βαυαρία ως δεξαμενής εφεδρειών προσωπικού για τη στελέχωση των ελίτ στο νεοελληνικό Βασίλειο, όπως για παράδειγμα σ’ εκείνην του Kotsowilis, 1990, που αναφέρεται στους Έλληνες σπουδαστές στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου κατά τη διάρκεια της περιόδου 1830–1848 (Vormärz).
Οι Βίτελσμπαχ της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό μοναρχικό σύστημα
Μέχρι τώρα, οι διοικητικές-ιστορικές πηγές που αφορούν την εξουσία των Βαυαρών στην Ελλάδα έχουν μελετηθεί μόνο ακροθιγώς. Οι έρευνες ήταν επικεντρωμένες σε μεμονωμένες βιογραφίες των βασικών πρωταγωνιστών της βαυαρικής διακυβέρνησης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους Μάουρερ (Maurer)11Επ’ αυτού: Pantasopoulos, 1991· Dickopf, 1993· Dickopf, 2002. και Χάιντεκ (Heideck),12Πρβλ. Seewald, 1994. στους οποίους είχε δοθεί ευρεία προσοχή. Η επικέντρωση αυτή σε μεμονωμένους βασικούς πρωταγωνιστές είχε οδηγήσει, εντούτοις, σε επιλεκτικά συμπεράσματα. Η παραμορφωμένη εικόνα μιας βαυαρικής εξουσίας ξένων, εκπροσωπούμενης από στελέχη που χαρακτηρίζονταν από ιδεαλισμό και αυθαιρεσία, εξακολουθεί να επικρατεί στην αντίληψη της κοινής γνώμης. Η αντίληψη αυτή εξακολουθεί να αποτυπώνεται στον υποτιμητικό χαρακτηρισμό της οθωνικής διακυβέρνησης ως «Βαυαροκρατίας» ή «Ξενοκρατίας». Από την αναλυτική αποτίμηση των πρακτικών της Αντιβασιλείας θα πρέπει ως εκ τούτου να αναμένονται ευρήματα που θα δίνουν πιο αντικειμενική εικόνα,13Συνηγορία για μια νέα, θετική, αποτίμηση της «Βαυαροκρατίας» βλ. στο: Kotsowilis, 2004. προσφέροντας τη σπάνια ευκαιρία να αναδειχτούν μέσα από το βλέμμα των πρωταγωνιστών της οι μηχανισμοί της βαυαρικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα μέχρι και την τελευταία τους λεπτομέρεια.
Το ερευνητικό πρόγραμμα μεταφέρει λοιπόν το αντικείμενο της μελέτης του σε έναν ευρύ θεματικό ορίζοντα. Ιδιαίτερα δημοφιλή θέματα της ελληνοβαυαρικής ιστορίας των νεότερων χρόνων –εκτός από τον διεξοδικά μελετημένο βαυαρικό φιλελληνισμό– είναι ο χώρος των τεχνών και της ιστορίας της τέχνης, και ειδικά η επιρροή που άσκησε στην οικοδόμηση της Αθήνας ως πρωτεύουσας η τέχνη που καλλιεργούνταν στην Αυλή του Λουδοβίκου, κυρίως μέσω του Λέο φον Κλέντσε (Leo von Klenze).14Πρβλ. τον Κατάλογο της έκθεσης του Baumstark, 1999. Επίσης: Dunkel, 2007· Putz, 2013. Ειδικά για τον Klenze: Buttlar, 22014.
Ειδικές μελέτες για τη διοικητική και γραφειοκρατική υποδομή της ελληνικής μοναρχίας περιορίζονται σε μεμονωμένα φαινόμενα, όπως για παράδειγμα η δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου υγειονομικής περίθαλψης ή σύγχρονων εκπαιδευτικών υποδομών.15Πρβλ. Murken, 2002· Scholler, 2002. Η προγραμματιζόμενη έκδοση θα δώσει την ευκαιρία για μια περαιτέρω διεύρυνση του ερευνητικού πεδίου. Θα προκύψουν νέες μελέτες, κυρίως στους τομείς της πολιτικής και συστημικής ιστορίας: Η ανάληψη του ελληνικού θρόνου βοήθησε τον οίκο των Βίτελσμπαχ όχι μόνο προσφέροντάς τους μοναρχικό κύρος και νέες δυνατότητες διαμόρφωσης της εξωτερικής της πολιτικής, αλλά τους έδωσε επίσης την ευκαιρία να εφαρμόσουν στην πράξη και με τρόπο παραδειγματικό προγράμματα και μεθόδους συγκρότησης του έθνους (Nation Building). Τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η ελληνική «περιπέτεια» μπορεί να θεωρηθεί ως εργαστήριο για ευρείες πρωτοβουλίες κρατικών μεταρρυθμίσεων στις συνθήκες του 19ου αιώνα, γίνεται δηλαδή αναφορά σε επίκαιρα ερευνητικά πεδία της Κυβερνητικής (Governance). Πρόκειται για τις ιστορικές προϋποθέσεις για την εξαγωγή πολιτικής, τις διαπολιτισμικές ανταλλαγές ως ανταλλαγή ειδικών, καθώς και για τη μεταφορά συστημάτων διοίκησης μεταξύ διαφορετικών περιοχών.
Είναι γνωστό ότι η Οθωνική Μοναρχία είχε επηρεαστεί από τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις που είχαν ήδη εφαρμοστεί στη βαυαρική «μητρόπολη». Είναι ξεκάθαρα ορατές παράλληλες εξελίξεις ανάμεσα στη Νέα Βαυαρία της εποχής του Μονζελά (Montgelas) και της βαυαρικής Ελλάδας της οθωνικής περιόδου – τόσο ως προς το είδος των μεταρρυθμίσεων, όσο και τις επιπτώσεις τους. Ένα σχετικό, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντιμετώπιση της εκκλησίας. Η εφαρμογή μέτρων που προέβλεπαν αποκλειστικά κρατική εκκλησία –σε συνδυασμό με την ευρεία παρέμβαση στην εκκλησιαστική περιουσία (εκκοσμίκευση)– οδήγησε τόσο στη Βαυαρία όσο και στην Ελλάδα σε μαζικές αντιδράσεις όσων θίγονταν από τα μέτρα. Η απόπειρα να ρυθμιστούν τα εκκλησιαστικά σύμφωνα με τα βαυαρικά πρότυπα πρέπει να θεωρηθεί ως μία από τις αιτίες για την αποτυχία της «Βαυαροκρατίας» στην Ελλάδα.16Πρβλ. Evans, 2018, 628. Gallant, 2015, 127. Μπορούμε να θεωρήσουμε τη βαυαρική περίπτωση ως την αφετηρία μια σειράς ίδρυσης νέων κρατών κατά τον 19ο αιώνα: λίγο πριν από την ενθρόνιση στην Αθήνα ενός γόνου του οίκου των Βίτελσμπαχ, πραγματοποιήθηκε η ίδρυση του βελγικού κράτους –με τη συνδρομή του οίκου της Σαξονίας-Κόμπουργκ και Γκότα (Sachsen-Coburg und Gotha). Στα Βαλκάνια ιδρύθηκαν περαιτέρω μοναρχίες – κυρίως με την ανάμειξη γερμανικών βασιλικών οίκων, όπως συνέβη στη Σερβία, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία.17Πρβλ. Langewiesche, 2013. Έτσι, η περίπτωση μιας βαυαρικής μοναρχίας στη Μεσόγειο που προκαλεί μάλλον έκπληξη, δεν μπορεί πλέον να απαξιώνεται ως κάτι μοναδικό και εξωτικό, αλλά οφείλει να αναδειχτεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα των διαδικασιών συγκρότησης κρατών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα.
Διακυβέρνηση και διοίκηση
Όπως δείχνουν οι σχετικές καταχωρήσεις στα πρακτικά, το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας ανέλαβε υπό την ευθύνη του όχι μόνο τα σημαντικότερα καθήκοντα που αφορούσαν τη συγκρότηση του κράτους, αλλά ασχολήθηκε και με λιγότερο «κεντρικές» υποθέσεις, ακόμα και με μεμονωμένα ζητήματα ή με λεπτομέρειες. Η ανάθεση τέτοιων καθηκόντων μεταβιβαζόταν βεβαίως τις περισσότερες φορές στα αρμόδια υπουργεία, ωστόσο το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας φαίνεται ότι προσπαθούσε να διατηρήσει όσο μπορούσε υπό τον απόλυτο έλεγχό του την οργάνωση της κρατικής διοίκησης, τον στρατό, τις υποδομές και διάφορα πεδία της κοινωνικής ζωής μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια και τα κατώτερα επίπεδα διοίκησης. Έτσι, το Συμβούλιο όχι μόνο επεξεργαζόταν τα αιτήματα των διάφορων υπουργείων, όχι μόνον αναλάμβανε την πλήρωση των σημαντικών διοικητικών θέσεων, αλλά αποφάσιζε και για μεμονωμένα ζητήματα, όπως για παράδειγμα την παραχώρηση άδειας για τη χρήση κρατικών πλοίων σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ή σε μια ακόμη πιο συγκεκριμένη περίσταση, την πληρωμή και φύλαξη μιας νομισματοκοπικής μηχανής που είχε εισαχθεί από το Μόναχο·18Βαυαρικό Κεντρικό Κρατικό Αρχείο του Μονάχου, Πρωτόκολλο της Αντιβασιλείας του Βασιλείου της Ελλάδος (στο εξής RP) τ. 5, αρ. 154, 10/22. Σεπτ. 1834, Αρ. 16-17, φ. 15r. σε κάποια άλλη περίπτωση εξέδωσε οδηγίες για τη διαχείριση ενός θέματος που αφορούσε άστεγες οικογένειες, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί σε ένα παλιό τζαμί στο Ναύπλιο.19RP, τ. 5, Αρ. 159, 15./27. Σεπτ. 1834, Αρ. 15, φ. 49r. Παραδείγματα τέτοιου είδους αποτελούν ένα σημαντικό μέρος από τις αποφάσεις που συμπεριλαμβάνονται στα πρακτικά. Σε πολλές περιπτώσεις αποκαλύπτεται εν προκειμένω με σαφήνεια η σοβαρότητα με την οποία κατανοούσε τα ίδια καθήκοντά της η Αντιβασιλεία ως ο βασικός φορέας άμεσης κρατικής μέριμνας για τον ελληνικό πληθυσμό. Τα παραδείγματα που ακολουθούν δίνουν μια ιδέα για την υψηλή –σε μεγάλο βαθμό ιδεαλιστικά χρωματισμένη– συνείδηση ευθύνης με την οποία η Αντιβασιλεία αντιμετώπιζε το καθήκον που της είχε ανατεθεί για την οικοδόμηση του κράτους και τη διαμόρφωση ενός σταθερού κοινωνικού βίου.
Αντιμετώπιση και διαχείριση καιρικών και άλλων καταστροφών
Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1833 ενέσκηψαν μεγάλης κλίμακας κακοκαιρίες σε πολλές περιοχές της χώρας –στην Πελοπόννησο, τη Φωκίδα και τη Λοκρίδα, όπως και σε μερικά νησιά του Αιγαίου– που προκάλεσαν σοβαρές καταστροφές. Η Αντιβασιλεία έδωσε στα υπουργεία τις σχετικές απαραίτητες οδηγίες για την αποκατάσταση των ζημιών και την υποστήριξη των πληγέντων. Σ’ αυτές τονιζόταν ρητά, προκειμένου αυτό να καταστεί σαφές και σ’ όλους τους αρμόδιους τοπικούς φορείς, ότι η Αντιβασιλεία «σε παρόμοιες ατυχείς περιστάσεις […] θεωρεί ως μια από τις σπουδαιότερες υποχρεώσεις της την κατά το δυνατόν πιο ενεργή και ταχεία παροχή βοήθειας». Οι οδηγίες που ακολουθούν αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα και τοπικούς παράγοντες, η επιλογή των οποίων μοιάζει μερικώς αυθαίρετη – πρόκειται ίσως για κάποιες ιδιαίτερα βεβαρυμμένες περιπτώσεις. Ο Νομάρχης Κυκλάδων τυγχάνει ιδιαίτερης αναγνώρισης για την εκ μέρους του εξαιρετικά παραδειγματική «διαχείριση κρίσης»· στον Νομάρχη Λακωνίας επιρρίπτονται, αντιθέτως, ευθύνες για την καθυστερημένη αναφορά των ζημιών από την κακοκαιρία. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται, τέλος, στην παροχή βοήθειας προς μερικούς ιδιοκτήτες γης στη Μονεμβασιά, οι καλλιέργειες των οποίων είχαν υποστεί ολική καταστροφή από την κακοκαιρία: Όσοι δεν διέθεταν τα μέσα για την ανανέωση των καλλιεργειών τους θα στηρίζονταν οικονομικά από τη μεριά του κράτους· καθοριζόταν, ωστόσο, ότι τα δάνεια έπρεπε να επιστραφούν μετά τη νέα σοδειά.20RP, τ. 2, Αρ. 71, 20. Δεκ. 1833/1. Ιαν. 1834 – 26. Δεκ. 1833/7. Ιαν. 1834, Αρ. 6, φ. 1v-2v.
Υποστήριξη σε χήρες και ορφανά, εξαγορά ομήρων
Μια άλλη πλευρά που πρέπει εδώ να παρουσιαστεί ως παράδειγμα αφορά την κρατική υποστήριξη εκείνων ιδιαίτερα των υπηκόων που κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της δεκαετίας του 1820 είχαν χάσει τους συγγενείς τους και βρίσκονταν πλέον σε δυσχερή οικονομικά κατάσταση. Τον Ιούνιο του 1833 αποφασίστηκε, λοιπόν, οι χήρες εκείνες της πόλης του Μεσολογγίου, των οποίων τα παιδιά είχαν απαχθεί κατά την κατάληψη της πόλης από τα οθωμανικά στρατεύματα το 1926, να υποστηριχθούν οικονομικά για την εξαγορά τους – κάτι για το οποίο οι γυναίκες αυτές έπρεπε να ταξιδέψουν ειδικά στην Αίγυπτο. Για τον σκοπό αυτό η Αντιβασιλεία έθεσε στη διάθεσή τους 500 δραχμές, από τις οποίες κάθε χήρα θα ελάμβανε το πολύ 30 δραχμές Η μετάβαση στην Αίγυπτο οργανώθηκε από την πλευρά του κράτους. Για τη χορήγηση αυτής της βοήθειας οι γυναίκες έπρεπε να είναι σε θέση να αποδείξουν με αξιόπιστο τρόπο ότι τα παιδιά τους είχαν απαχθεί κι ότι είχαν όντως ανάγκη την οικονομική υποστήριξη για την εξαγορά.21RP, τ. 1, Αρ. 41, 3./9. Ιούνιος 1833, Αρ. 17, φ. 43r-43v. Η διαδικασία αυτή δίνει μια εικόνα για το πώς και σε τέτοιες ακόμη αποφάσεις έπρεπε να συνεργήσουν περισσότερα του ενός υπουργεία: το Υπουργείο παρά τη Βασιλική Αυλή και το Υπουργείο Εσωτερικών καλούνταν να αποφασίσουν από κοινού για κάθε μεμονωμένη περίπτωση· το Υπουργείο Εξωτερικών έπρεπε να μεριμνήσει για την έκδοση συστατικών επιστολών –όπου δεν αναφέρεται αν αυτές τις εξέδιδε το ίδιο το Υπουργείο– και να οργανώσει τη μετάβαση.22Στο ίδιο, φ. 43v. Μια άλλη περίπτωση αφορά τις δύο κόρες του πεσόντος το 1827 Γεωργίου Καραϊσκάκη, που υπήρξε ένας από τους επικεφαλής του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα εναντίον των Τούρκων. Τα κορίτσια θα ελάμβαναν μια ετήσια σύνταξη 2760 δραχμών συνολικά, η χρησιμοποίηση της οποίας όμως έπρεπε να ρυθμιστεί με ακριβέστερο τρόπο: Καθορίστηκε έτσι πόσο ακριβώς έπρεπε να διατεθεί για διατροφή, μόρφωση και ενδυμασία, όπως επίσης και τι ποσό έπρεπε, τοκισμένο, να κρατηθεί για τον μεταγενέστερο γάμο τους. Ένα μέρος λαμβάνονταν επίσης υπόψη για μια κατά τα φαινόμενα άγαμη θεία, η οποία αναφέρεται στα πρακτικά. Επιπλέον, οι δύο θυγατέρες όφειλαν να εγκαταλείψουν το αναμορφωτήριο, στο οποίο είχαν εγκλεισθεί μέχρι τότε – απ’ ό,τι φαίνεται παρά τη θέλησή τους.23RP, τ. 5, Αρ. 161, 18./20. Σεπτ. 1834, Αρ. 14, φ. 69r-69v. Σε σχέση με την περίπτωση αυτή, τα πρακτικά φωτίζουν μια διαφωνία που επικράτησε ενδιαμέσως για το θέμα ανάμεσα στους υπουργούς Κόμπελ, Άρμανσμπεργκ και Χάιντεκ: Ο τελευταίος διατύπωσε ως βασική αντίρρηση ότι με την προνομιακή αυτή μεταχείριση θα μπορούσε ενδεχομένως να ενθαρρυνθούν άλλοι σε μια θρασεία και απαιτητική στάση απέναντι στο κράτος και τις αρχές.24Στο ίδιο, τ., φ. 69r-69v. Οι δύο πρώτοι τάχθηκαν πάντως υπέρ των αναφερθέντων αλλαγών στις ρυθμίσεις, υποδεικνύοντας παράλληλα το ιδιαίτερο χρέος απέναντι στον πεσόντα αγωνιστή της ελευθερίας Καραϊσκάκη:
«Η παρούσα πρόταση είναι προφανώς μια πράξη δικαιοσύνης απέναντι σ’ αυτές τις δύο ορφανές και τον ίσκιο του δοξασμένου πατέρα τους», παρατήρησε ο Άρμανσμπεργκ, για να συμπληρώσει ο φον Κόμπελ: «Σύμφωνα με τα αισθήματα και την πεποίθησή μου, δεν θα μπορούσα ποτέ να συμφωνήσω με την προηγούμενη απόφαση, τα τέκνα αυτού του γενναίου Έλληνα να αφιερωθούν ενάντια στη βούλησή τους σε ένα μοναστήρι ή να εγκλεισθούν σε κάποιο αναμορφωτήριο.»25Στο ίδιο, φ. 69r.
Κυβερνητική πρακτική στο πνεύμα του διαφωτισμού και δημιουργία εθνικής παράδοσης
Βάσει τέτοιων ή παρόμοιων παραδειγμάτων, μπορούν να εντοπισθούν δύο βασικές τάσεις που χαρακτηρίζουν το έργο της Αντιβασιλείας για τα δύο πρώτα χρόνια της βαυαρικής εξουσίας στην Ελλάδα: Η μία, που στα πρακτικά εμφανίζεται σημαντικά ισχυρότερη, συνίσταται στον προσανατολισμό της πολιτικής και διοικητικής καθημερινής δράσης σύμφωνα με τις αρχές μιας «διαφωτιστικής» αντίληψης για το κράτος, δηλαδή για ένα κράτος εξορθολογισμένο, κεντρικά καθοδηγούμενο, κατά τα πρότυπα της ανάπτυξής του στη Βαυαρία από την περίοδο των μεταρρυθμίσεων του Μονζελά και μετά. Η άλλη τάση, που δεν εμφανίζεται σε τόσο μεγάλη έκταση στα πρακτικά, αλλά παρ’ όλα αυτά εμφανίζεται τακτικά, είναι η ένταξη του νεοελληνικού κράτους, βαυαρικής κοπής και δημιουργίας, σε μια παράδοση που αν και πολύ νέα ακόμη, είναι ήδη θεμελιώδους σημασίας για τη νεοελληνική εθνική συνείδηση και τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας: την παράδοση του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα εναντίον των Οθωμανών. Στο ερώτημα, σε ποιο βαθμό φιλελληνικά πρότυπα σκέψης όχι μόνο καθοδήγησαν το έργο της συγκρότησης του ελληνικού κράτους συνολικά ή τις ενέργειες μεμονωμένων πρωταγωνιστών, αλλά διαμόρφωσαν και το καθημερινό πολιτικό γίγνεσθαι μετά το 1833, τα πρακτικά της Αντιβασιλείας δίνουν σαφείς απαντήσεις – καθώς ο ειλικρινής σεβασμός για τα κατορθώματα των αγωνιστών της ελευθερίας δεν διατυπώθηκε απλώς μεμονωμένα για τον καθένα τους, αλλά καθόρισε, όπως δείχνουν τα παραπάνω παραδείγματα, και τον τρόπο αντιμετώπισης και πολλών άλλων παρόμοιων περιπτώσεων. Ως ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική για την ενεργή στήριξη που παρείχε η βαυαρική Αντιβασιλεία στη διαμόρφωση μιας παράδοσης βασισμένης στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα, εμφανίζεται να είναι η καθιέρωση το 1833 ενός εθνικού Τάγματος Αριστείας.26RP, τ. 1, Βασιλικό Διάταγμα, Άρθρο 1-12, 20. Μαΐ/1. Ιουν. 1833, φ. 32r-33v. Αυτό, όπως ορίζεται στα πρακτικά, «θα φέρει το όνομα ‘Ο Σωτήρ’ εις ανάμνησιν της συντελεσθείσης τη βοηθεία του Θεού θαυμαστής και ταυτόχρονα ευτυχούς σωτηρίας της Ελλάδος».27Στο ίδιο, Άρθρο 1, φ. 32r. Στο βασιλικό διάταγμα σημειώνονται όλες οι προϋποθέσεις και συνθήκες που έπρεπε να πληρούνται για την απόδοση του «Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος». Στην παρακάτω διάταξη εκφράζεται ιδιαίτερα η διπλή αξίωση της Αντιβασιλείας, αφενός να μπορεί να αποδίδεται στον απελευθερωτικό αγώνα της δεκαετίας του 1820 ο οφειλόμενος σεβασμός ως ιδρυτικής στιγμής συγκρότησης της ταυτότητας του νεοελληνικού κράτους, και αφετέρου να είναι οι (έλληνες) υπήκοοι σε θέση να λειτουργούν ως ενεργοί και νόμιμοι συνδιαμορφωτές της οικοδόμησης του κράτους πάνω σε νεωτερικά ιδανικά:
Ο Σταυρός θα αποδίδεται λοιπόν κατά κύριο λόγο «σε έλληνες υπηκόους, οι οποίοι είτε έχουν προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της Ελλάδας και έχουν συνεισφέρει ιδιαίτερα στη σωτηρία και προάσπισή της· είτε πρόκειται στο μέλλον να ξεχωρίσουν σε οποιοδήποτε πεδίο του δημοσίου –στον στρατό ή το ναυτικό, τη διπλωματία, τη δικαιοσύνη ή τη δημόσια διοίκηση, στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του λαού από οποιαδήποτε βαθμίδα, στο χώρο των τεχνών και των επιστημών, της γεωργίας, των επιχειρήσεων και του εμπορίου, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη αστική σχέση– με τις εξαιρετικές επιδόσεις και τις υψηλές αστικές αρετές τους και να διακριθούν για τις υπηρεσίες τους προς τον θρόνο και τη συνεισφορά τους στην διατήρηση της τιμής του ελληνικού ονόματος και την ευημερία της πατρίδας τους.»28Στο ίδιο, Άρθρο 9, φ. 33r.
Όπως μπόρεσε να καταδειχθεί παραπάνω μέσω επιλεκτικών αναφορών, τα πρακτικά της Αντιβασιλείας ρίχνουν φως στην καθημερινή δράση της Αντιβασιλείας καθώς και στις πρακτικές της κατά τη συγκρότηση και μορφοποίηση του νεοελληνικού κράτους, διαγράφουν όμως και μια σαφή εικόνα για τις ιδέες και τα ιδανικά που βρισκόταν στη βάση των δραστηριοτήτων της κατά τη διάρκεια εκείνων των δύο χρόνων. Όπως υπονοήθηκε και πιο πάνω, υπάρχουν εντούτοις εκκρεμή διάφορα ζητούμενα όσον αφορά την κατανόηση διοικητικών και προπάντων προσωπικών σχέσεων: Θα πρέπει, παραδείγματος χάριν, η επιλογή εκείνων των Ελλήνων που στελέχωσαν μετά από εντολές της Αντιβασιλείας τις θέσεις στη διοίκηση κι έγιναν έτσι βασικό στοιχείο του διοικητικού μηχανισμού να μελετηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια σε αντιπαραβολή με ελληνικό αρχειακό υλικό. Τα πρακτικά της Αντιβασιλείας δίνουν πληροφορίες μόνο για ονόματα και ακριβή προέλευση, όχι όμως και για κοινωνικά υπόβαθρα ή ενδεχόμενες προηγούμενες θέσεις των προσώπων εκείνων – στο παράδειγμα αυτό καθίστανται ιδιαίτερα σαφή τα όρια όσον αφορά την πληροφοριακή αξία των πρακτικών. Για να αποκτήσει, λοιπόν, κάποιος μια πλήρη εικόνα των διαδικασιών εκείνης της συγκρότησης κράτους, καθώς και για τις προτιμήσεις και προϋποθέσεις που την καθοδήγησαν, πρέπει το έργο εξέτασης των πρακτικών της Αντιβασιλείας να προσφέρει σε ιδιαίτερα υψηλό βαθμό και μια ερμηνευτική σύνοψη πηγών από επιπλέον στοιχεία που περιέχονται σε διάφορα μεγάλα αρχεία.