To Online-Compendium (ComDeG)

αποτελεί ένα πολύπλευρο, ψηφιακό έργο αναφοράς, με ελεύθερη πρόσβαση, στόχος του οποίου είναι η ανάδειξη της ιστορίας των πολιτισμικών και επιστημονικών διασταυρώσεων στις γερμανόφωνες και ελληνόφωνες περιοχές από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Μέσα από μια καινούρια οπτική η διμερής ιστορία γίνεται αντιληπτή ως ανέκαθεν διασταυρωμένη με διεθνικές διαδράσεις, ερμηνείες και μεταφράσεις.
Στο επίκεντρο του ComDeG βρίσκονται τα Δοκίμια, τα Άρθρα και οι Φακέλοι της Επιτομής των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει από τη συνεργασία του Κέντρου Νέου Ελληνισμού στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου (CeMoG) με το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων (ΕΜΕΣ) στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το ComDeG συμπληρώνουν η Βάση Πληροφόρησης με δεδομένα για πρόσωπα, θεσμούς, αντικείμενα, συμβάντατόπους δράσηςζώνες επαφής και πρακτικές διαμεσολάβησης των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων καθώς και οι συνδεδεμένες Βιβλιογραφικές Συλλογές.
Το ComDeG απευθύνεται σε ερευνητές και ερευνήτριες, φοιτητές και φοιτήτριες καθώς και στο ευρύτερο κοινό ως εργαλείο που τεκμηριώνει τον πολύπλευρο χαρακτήρα των ελληνογερμανικών σχέσεων και υποστηρίζει την έρευνα γύρω από την ιστορία τους. Συνέχεια…

Αναζήτηση στην Επιτομή

Η Χημεία στην Ελλάδα και το γερμανικό παράδειγμα (1860–1904)

Ο 19ος αιώνας ήταν η περίοδος που η Χημεία απέκτησε την αυτονομία της ως επιστημονικός κλάδος, καθώς και την πλειονότητα των βασικών της εργαλείων και εννοιών. Κατά την περίοδο αυτή οι χημικές ανακαλύψεις έγιναν εργαλείο εθνικής υπερηφάνειας. Γάλλοι, γερμανοί και άγγλοι χημικοί επισείαν τις προόδους στις γείτονες χώρες ως φόβητρο, ώστε να επιτύχουν τη χρηματοδότηση εθνικών χημικών ερευνών, αλλά και για να τονίσουν τη σημασία της Χημείας εν γένει. Σε διεθνές επίπεδο, και παρά τις θεμελιώδεις ανακαλύψεις βρετανών, σουηδών και ρώσων επιστημόνων, η Γερμανία και η Γαλλία αναδείχτηκαν ως οι «Μεγάλες Δυνάμεις» στη Χημεία από το 1780 και μετά. Στον ελλαδικό χώρο, η Χημεία εμφανίζεται πριν τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, μέσω του κινήματος του Ελληνικού Διαφωτισμού. Με την ίδρυσή του, το Πανεπιστήμιο Αθηνών συμπεριλαμβάνει τη διδασκαλία Χημείας, όπως άλλωστε και το Πολυτεχνείο Αθηνών και οι Στρατιωτικές Σχολές. Η δεκαετία όμως του 1860 επιφέρει μια τομή για την εγκαθίδρυση της Χημείας στην Ελλάδα. Μια νέα γενιά χημικών, με κύριο εκφραστή τον Αναστάσιο Χρηστομάνο, εκσυγχρονίζουν τη Χημεία στην Ελλάδα. Το γερμανικό παράδειγμα έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην προσπάθεια αυτή. Οι έλληνες χημικοί είχαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία σπουδάσει στη Γερμανία, χρησιμοποιούσαν γερμανική βιβλιογραφία και ορολογία και προσέτρεχαν σε γερμανικά παραδείγματα στον δημόσιο λόγο τους. Η εργασία αυτή αποσκοπεί στην τεκμηρίωση της επιρροής που άσκησε η γερμανική χημική και επιστημονική πρακτική στην εδραίωση της Χημείας στην Ελλάδα από το 1860 και μετά, μέχρι περίπου την αυτονόμηση της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1904. Για τον σκοπό αυτό, καταρχάς θα συζητηθούν οι σπουδές και η εργογραφία των ελλήνων χημικών που δίδαξαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πολυτεχνείο Αθηνών και τις Στρατιωτικές Σχολές. Εξειδικευμένοι επιστήμονες, όπως για παράδειγμα ο Αναστάσιος Χρηστομάνος (1841–1906), ό Όθωνας Ρουσόπουλος (1855–1922) και ο Αναστάσιος Δαμβέργης (1857–1920) ακολουθήσαν διαφορετικές, αλλά παράλληλες πορείες. Στη συνέχεια, θα μελετηθεί η παραγωγή εγχειριδίων και εξειδικευμένων άρθρων στον ελληνικό χώρο. Τέλος, θα ερευνηθεί ο δημόσιος λόγος των ελλήνων χημικών την εποχή εκείνη και ο παραδειγματικός ρόλος της γερμανικής Χημείας και επιστήμης.

Η αναζήτηση ενός «Κράτους Δικαίου, δημιουργού Πολιτισμού»: γερμανοί μανδαρίνοι, έλληνες διανοούμενοι και οι θεραπείες για τη νεωτερική «αρρώστια» κατά τον Μεσοπόλεμο

Σύμφωνα με τη ρηξικέλευθη μελέτη του Fritz Ringer, The Decline of the German Mandarins. The German Academic Community [Η παρακμή των γερμανών μανδαρίνων. Η γερμανική ακαδημαϊκή κοινότητα], οι γερμανοί μανδαρίνοι, κατά βάση καθηγητές των γερμανικών πανεπιστημίων και υψηλόβαθμοι υπάλληλοι της κρατικής γραφειοκρατίας, αποτελούσαν μια ελίτ, ένα κοινωνικό στρώμα το οποίο, βασιζόμενο στο πολιτισμικό του κεφάλαιο, επιζητούσε την πνευματική ηγεσία του γερμανικού έθνους. Οι ταραχώδεις εξελίξεις πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η έλευση της εποχής των μαζών προσεγγίστηκαν από τους μανδαρίνους υπό το πρίσμα της βαθιάς Κρίσης της κουλτούρας, της μάθησης και της γνώσης, των αξιών, του Πνεύματος και της Ιστορίας συνολικά. Η κορύφωση της Κρίσης κατά τον Μεσοπόλεμο απειλούσε το κοινωνικό τους γόητρο και τη θέση τους, ενόσω υπονόμευε την πολιτισμική τους αποστολή και τις συναφείς αξιώσεις. Έτσι, επιχείρησαν να αντλήσουν από την πρότερη κληρονομιά τους, προκειμένου να δώσουν τις θεωρούμενες ως ορθές απαντήσεις, είτε μοντερνιστικές είτε ορθόδοξες, στα ερωτήματα τα οποία έθετε η Κρίση, κυρίως, στην ίδρυση ενός κράτους δικαίου, που θα ενσάρκωνε τη νομιμότητα και θα δημιουργούσε πολιτισμό. Το κράτος αυτό θα στρεφόταν εναντίον ποικίλων αντιπάλων: των δυνάμεων της Μηχανής και των ειδικών της Τεχνικής, της χρησιμοθηρικής γνώσης [Science], του γερμανικού εργατικού κινήματος και της πάλης των τάξεων. Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή εξέχοντες έλληνες δημόσιοι διανοούμενοι συναντήθηκαν –κυριολεκτικά και μεταφορικά– με την αγωνία και τους προβληματισμούς των γερμανών μανδαρίνων, ενώ κατατρύχονταν από τις δικές τους αγωνίες και ανησυχίες: η ελληνική μεσοπολεμική κρίση, το αποτέλεσμα του συνδυασμού της Μικρασιατικής Καταστροφής και της οικονομικής Κρίσης των αρχών της δεκαετίας του ’30 –παρά τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και την επιτυχή διαχείρισή της– έθετε με οξύτητα δύο αλληλένδετα ζητήματα, την κρατική/κοινωνική ανοικοδόμηση και τον νέο εθνικό πολιτισμικό προσανατολισμό. Αν και ο όλος προβληματισμός στηρίζεται κυρίως στη μελέτη του Ringer, πλαισιώνεται με «εργαλεία» όπως η ιστορική κοινωνιολογία του Peter Wagner (1994. 2008), ο οποίος προσεγγίζει τον Μεσοπόλεμο ως το αποκορύφωμα της πρώτης κρίσης της νεωτερικότητας. Άλλα σημαντικά «εργαλεία» που στήριξαν τον προβληματισμό στο παρόν δοκίμιο είναι οι Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας, ιδιαίτερα η έννοια «της διανοητικής οικειοποίησης της τεχνολογίας», όπως έχει αναπτυχθεί από τους Mikael Hård και Andrew Jamison (1998), και ακόμη ορισμένες τάσεις των Σπουδών Μοντερνισμού και Φασισμού, ιδιαίτερα αυτές των Roger Griffin (2007), Peter Osborne (1995) και Dick Pels (1998. 2000, ix-xix, 1-26, 193-227), που θεωρούν τον φασισμό ως παλιγγενετικό μοντερνισμό και τονίζουν τον μελλοντικό προσανατολισμό της Συντηρητικής Επανάστασης, αλλά και αρκετές μείζονες, τέλος, συμβολές της διανοητικής ιστορίας του Μεσοπολέμου.

Άρθρα στο επίκεντρο

Hedwig Schwent-BertosHedwig Schwent-Bertos (Lebensdaten unbekannt), Ehefrau des Archäologen und Kunsthorikers Nikolaos Bertos (1885–1949) und Mutter des Kunsthistorikers Rigas Bertos (geb. 1929), trat in den 1970er Jah
Ioannis IoannidisPromotion Ioannis Ioannidis (1910-1984) war von 1934 bis 1936 als Werkstudent und von 1938 bis 1940 als Promotionsstudent an der Universität Hamburg eingeschrieben. Er war, auch, Stipendiat der Alex

Φάκελοι στο επίκεντρο

Die deutsch-griechischen Verflechtungen zur Zeit König Ottos

In keiner Phase der jüngeren und jüngsten Geschichte Griechenlands hat die Einführung staatlicher Institutionen zu einer vergleichbaren gesellschaftlichen und kulturellen Transformation beigetragen wie in den drei Jahrzehnten unter der Herrschaft von König Otto.

Die deutschen Philhellenismen

Das Dossier umfasst verschiedene Felder der deutsch-griechischen Verflechtungen, die bislang für gewöhnlich unter dem einheitlichen Begriff des deutschen Philhellenismus (bzw. des Mishellenismus) subsummiert wurden. Den ersten Angelpunkt der Konferenz bildet die Neubewertung der Rezeptionen von 1821 in den deutschsprachigen Ländern und die Mobilisierung, die sie in Verbindung mit den politischen Bewegungen nördlich der Alpen hervorriefen. In diesen Bewegungen waren freilich von vornherein eine politische und eine kulturelle Komponente miteinander verflochten, die politische Bewegung des Philhellenismus und die aus der einschlägigen Literatur bekannte „Tyrannei Griechenlands über Deutschland“. Selbstverständlich darf die Rolle der griechischen Gemeinden des deutschsprachigen Raumes in diesem Zusammenhang nicht vergessen werden. Den zweiten Angelpunkt bildet die Untersuchung der Transformationen, die diese politisch-kulturelle Verflechtung in den 200 Jahren nach dem Ausbruch der Griechischen Revolution erfuhr.