To Online-Compendium (ComDeG)

αποτελεί ένα πολύπλευρο, ψηφιακό έργο αναφοράς, με ελεύθερη πρόσβαση, στόχος του οποίου είναι η ανάδειξη της ιστορίας των πολιτισμικών και επιστημονικών διασταυρώσεων στις γερμανόφωνες και ελληνόφωνες περιοχές από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα. Μέσα από μια καινούρια οπτική η διμερής ιστορία γίνεται αντιληπτή ως ανέκαθεν διασταυρωμένη με διεθνικές διαδράσεις, ερμηνείες και μεταφράσεις.
Στο επίκεντρο του ComDeG βρίσκονται τα Δοκίμια, τα Άρθρα και οι Φακέλοι της Επιτομής των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει από τη συνεργασία του Κέντρου Νέου Ελληνισμού στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου (CeMoG) με το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων (ΕΜΕΣ) στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το ComDeG συμπληρώνουν η Βάση Πληροφόρησης με δεδομένα για πρόσωπα, θεσμούς, αντικείμενα, συμβάντατόπους δράσηςζώνες επαφής και πρακτικές διαμεσολάβησης των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων καθώς και οι συνδεδεμένες Βιβλιογραφικές Συλλογές.
Το ComDeG απευθύνεται σε ερευνητές και ερευνήτριες, φοιτητές και φοιτήτριες καθώς και στο ευρύτερο κοινό ως εργαλείο που τεκμηριώνει τον πολύπλευρο χαρακτήρα των ελληνογερμανικών σχέσεων και υποστηρίζει την έρευνα γύρω από την ιστορία τους. Συνέχεια…

Αναζήτηση στην Επιτομή

Neues Bauen και αρχαιολογία. Ελληνογερμανικά δίκτυα αρχιτεκτόνων κατά τον Μεσοπόλεμο

Η εισήγηση διερευνά τα ελληνογερμανικά αρχιτεκτονικά δίκτυα κατά τον Μεσοπόλεμο, εξετάζοντας περιπτώσεις γερμανόφωνων αρχιτεκτόνων που επισκέφτηκαν την Ελλάδα, καθώς και ελλήνων αρχιτεκτόνων που σπούδασαν ή και εργάστηκαν στον γερμανόφωνο χώρο, ενισχύοντας τις ελληνογερμανικές σχέσεις και ανταλλαγές. Η κινητικότητα γερμανών αρχιτεκτόνων στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα συνδέεται άμεσα τόσο με την ανάπτυξη των τεχνικών έργων όσο και με την αρχαιολογία. Ο τρόπος που στήνονται τα ελληνογερμανικά δίκτυα των αρχιτεκτόνων παρουσιάζει ενδιαφέρον. Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου η μοντέρνα αρχιτεκτονική άρχισε να προωθείται και επίσημα μέσα από πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας, όπως τα προγράμματα για την ανοικοδόμηση σχολείων, νοσοκομείων και λαϊκής στέγασης. Με τον τρόπο αυτό, η επίσημη αρχιτεκτονική εκσυγχρονίστηκε, απομακρυνόμενη από τα νεοκλασικά και εκλεκτικιστικά πρότυπα και στιλ που τη χαρακτήριζαν πρωτύτερα. Στο πλαίσιο της μοντέρνας αυτής στροφής, εξετάζονται περιπτώσεις ελλήνων αρχιτεκτόνων με σπουδές στη Γερμανία, όπως ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, ο Αλέξανδρος Δραγούμης, ο Γεώργιος Διαμαντόπουλος, και οι σχέσεις που ανέπτυξαν. Αντίστοιχα, διερευνώνται περιπτώσεις των γερμανόφωνων αρχιτεκτόνων που έχτισαν στην Ελλάδα, όπως ο περισσότερο γνωστός ως αρχαιολόγος Wilhelm Dörpfeld, και άλλοι λιγότερο γνωστοί όπως οι Fred Forbat, Heinz Johannes, Gustav Eglau, Carl Bensel κ.ά. Επίσης, παρουσιάζονται γερμανόφωνοι αρχιτέκτονες που επισκέφτηκαν την Ελλάδα –είτε για εργασία, είτε για τουρισμό, είτε απλά ως ενδιάμεση στάση–, καθώς και σε τέτοιες περιπτώσεις τα δίκτυα έπαιξαν κρίσιμο ρόλο. Ειδικότερα, ο Erich Mendelsohn επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1931 σε συνεννόηση με το DAI, προκειμένου να γράψει κάποια άρθρα για την «Berliner Tageblatt», έπειτα από τη διεθνή κατακραυγή για την ανέγερση του Δικαστικού Μεγάρου δίπλα στην Ακρόπολη, ενώ έδωσε και τρεις διαλέξεις. Τέλος, καταλυτικής σημασίας υπήρξε και το 4ο Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (CIAM), που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1933 εν πλω από τη Μασσαλία στην Αθήνα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, νέοι αρχιτέκτονες με γερμανικές διασυνδέσεις όπως ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης εισέρχονται στο σκηνικό, ενώ γερμανοί αρχιτέκτονες όπως ο Martin Wagner (πρώην πολεοδομικός διευθυντής του Βερολίνου) ή ο Werner March (δημιουργός του Ολυμπιακού Σταδίου του Βερολίνου) καλούνται να δώσουν διαλέξεις στην Ελλάδα. Η οικονομική κρίση και η συντηρητική στροφή που παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη την αυγή της δεκαετίας του ’30, καθώς και η άνοδος των Ναζί στην εξουσία, δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την Ελλάδα.

Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (1899-1998): Η φωτογραφική παιδεία της στη Δρέσδη και ο ρόλος των δασκάλων της στη διαμόρφωση του φωτογραφικού της βλέμματος

Η Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη, γνωστή ως Nelly’s, γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1899. Μετά το τέλος των γυμνασιακών της σπουδών στη Σμύρνη το 1920, ταξιδεύει στη Δρέσδη της Γερμανίας, προκειμένου να σπουδάσει μουσική και ζωγραφική. Η αβέβαιη κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία την ώθησε να στραφεί παράλληλα προς τη φωτογραφία, που θα της εξασφάλιζε ένα σίγουρο βιοποριστικό μέσο. Αρχικά, παρακολούθησε τα μαθήματα του διακεκριμένου Ούγκο Έρφουρτ, εκπροσώπου της κλασικής σχολής της φωτογραφίας, και αργότερα του νεαρού μαθητή του Φραντς Φίντλερ, από τη σχολή του οποίου αποφοίτησε με άριστα το 1923.

Η Σεραϊδάρη εκπαιδεύτηκε στη λήψη φωτογραφικών πορτρέτων και στη διαδεδομένη τεχνική εκτύπωσης (Bromoil/Öldruck) που απέδιδε στα έργα πικτοριαλιστική διάθεση. Παράλληλα, στη διάρκεια των σπουδών της, παρακολούθησε τους δασκάλους της να απαθανατίζουν χορεύτριες, κυρίως μέλη του σχετικά νέου κινήματος του εκφραστικού χορού, σε κίνηση και όχι σε προμελετημένες πόζες. Με την ενθάρρυνση, μάλιστα, του Φίντλερ, φωτογράφησε και η ίδια δύο από τις κορυφαίες χορεύτριες της σχολής της Μέρι Βίγκμαν τόσο στο στούντιο όσο και στην εξοχή της τότε Σαξονικής Ελβετίας.

Το 1924, η Σεραϊδάρη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έναν χρόνο αργότερα εγκαινίασε το πρώτο της φωτογραφικό στούντιο. Πολύ σύντομα η αθηναϊκή κοινωνία αναγνώρισε την ιδιαίτερη και πρωτόγνωρη, για τα δεδομένα της ελληνικής πρωτεύουσας, αισθητική των φωτογραφιών της και έσπευσε στο μικρό ατελιέ για να φωτογραφηθεί. Η εφαρμογή των τεχνικών που διδάχτηκε έκαναν τα πορτρέτα της να ξεχωρίσουν στη φωτογραφική προσωπογραφία του Μεσοπολέμου και να την αναδείξουν σε ένα από τα ανδροκρατούμενα επαγγέλματα της πόλης.

Γερμανικής επιρροής και έμπνευσης είναι και οι χορευτικές φωτογραφίες που πραγματοποίησε στην Ακρόπολη. Πρόκειται για τις λήψεις της πρώτης χορεύτριας της Opera Comique de Paris Μόνα Πάιβα το 1925 που έφεραν αναταραχή στη συντηρητική κοινωνία της εποχής, αλλά και οι εικόνες της ρωσίδας Νικόλσκα που εικονογραφήθηκε πέντε χρόνια αργότερα, τη στιγμή ενός άλματος μπροστά στους στιβαρούς κίονες του Παρθενώνα. Με φόντο τα κλασικά μνημεία όσο και στο στούντιο, οι σπουδές γυμνού ανιχνεύουν την εξιδανίκευση του σώματος και την αναζήτηση του κλασικού ιδεώδους και ανταποκρίνονται στο κυρίαρχο φωτογραφικό ρεύμα της περιόδου. Αν και η ναζιστική ιδεολογία υπήρξε το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο βασίστηκε η δημιουργία σημαντικών γερμανών φωτογράφων, για τη Nelly’s η ελληνοκεντρική της παιδεία και η ρομαντική της ιδιοσυγκρασία επικράτησαν ως κύριοι άξονες του έργου της.

Άρθρα στο επίκεντρο

Josef Mindler Joseph Mindler (1808–1868), auch gräzisiert Ιωσήφ Μίνδλερ, besorgte die erste vollständige deutsche Übersetzung der Hymne an die Freiheit (Ύμνος εις την Ελευθερ
Panajotis NassoufisPromotion und Habilitation Panajotis Nassoufis (1910-;) war von 1937 bis 1944 als Promotionsstudent und als Habilitationsstudent an der Universität Hamburg eingeschrieben. Fakultät: Medizinisc

Φάκελοι στο επίκεντρο

Die deutsch-griechischen Verflechtungen zur Zeit König Ottos

In keiner Phase der jüngeren und jüngsten Geschichte Griechenlands hat die Einführung staatlicher Institutionen zu einer vergleichbaren gesellschaftlichen und kulturellen Transformation beigetragen wie in den drei Jahrzehnten unter der Herrschaft von König Otto.

Die deutschen Philhellenismen

Das Dossier umfasst verschiedene Felder der deutsch-griechischen Verflechtungen, die bislang für gewöhnlich unter dem einheitlichen Begriff des deutschen Philhellenismus (bzw. des Mishellenismus) subsummiert wurden. Den ersten Angelpunkt der Konferenz bildet die Neubewertung der Rezeptionen von 1821 in den deutschsprachigen Ländern und die Mobilisierung, die sie in Verbindung mit den politischen Bewegungen nördlich der Alpen hervorriefen. In diesen Bewegungen waren freilich von vornherein eine politische und eine kulturelle Komponente miteinander verflochten, die politische Bewegung des Philhellenismus und die aus der einschlägigen Literatur bekannte „Tyrannei Griechenlands über Deutschland“. Selbstverständlich darf die Rolle der griechischen Gemeinden des deutschsprachigen Raumes in diesem Zusammenhang nicht vergessen werden. Den zweiten Angelpunkt bildet die Untersuchung der Transformationen, die diese politisch-kulturelle Verflechtung in den 200 Jahren nach dem Ausbruch der Griechischen Revolution erfuhr.