Ανάμεσα στον φιλελληνισμό και στον οριενταλισμό του τελευταίου γερμανού αυτοκράτορα: Ο Γουλιέλμος Β΄ στην Κέρκυρα

  • Veröffentlicht 18.12.24

Ποια ήταν η πολιτιστική δραστηριότητα του Γουλιέλμου Β΄ στην Κέρκυρα από το 1908 έως και το 1914; Πώς προσλαμβάνει την Αρχαία και τη Νέα Ελλάδα; Τι μαθαίνουμε για την ενασχόληση του τελευταίου γερμανού αυτοκράτορα με την τέχνη και την αρχαιολογία, καθώς και για τις εντυπώσεις του από τους κατοίκους του νησιού, στο βιβλίο του Αναμνήσεις από την Κέρκυρα (1924); Σε ποιο βαθμό η ελληνική αρχαιότητα και η νεότερη Ελλάδα διαπλέκονται εδώ με τη Γερμανία; Με ποιους τρόπους ο Γουλιέλμος Β΄ οικειοποιείται τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό; Ποια είναι, άραγε, η σημασία των αναφορών στην Αρχαία Ελλάδα από τον γερμανό αυτοκράτορα στην προσπάθεια νομιμοποίησης, αλλά και ενδυνάμωσης, της εξουσίας του; Επιπλέον, πώς προσλαμβάνει ο γερμανός ηγεμόνας τους σύγχρονούς του Έλληνες; Εντέλει, σε ποιο σημείο ο φιλελληνισμός του για την Αρχαία Ελλάδα και ο ιδιότυπος οριενταλισμός του για τη Νέα Ελλάδα διασταυρώνονται με το πνεύμα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας;

Inhalt

    Εισαγωγή: Ο Κάιζερ και οι Αναμνήσεις του από την Κέρκυρα: ανάμεσα στον φιλελληνισμό και τον οριενταλισμό του τελευταίου γερμανού αυτοκράτορα

    Σχεδόν μια δεκαετία μετά τη δολοφονία της πρώτης ιδιοκτήτριας του Αχιλλείου, αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισάβετ (1837-1898), το κερκυραϊκό ανάκτορο περνάει το 1907 στην ιδιοκτησία του αυτοκράτορα της Γερμανίας και βασιλιά της Πρωσίας Γουλιέλμου Β΄ (1859-1941). Από το 1908 έως και το 1914, ο Κάιζερ, όπως έχει μείνει γνωστός, ταξιδεύει σχεδόν κάθε χρόνο στην Κέρκυρα και διαμένει στο Αχίλλειο συνολικά 162 ημέρες (Μεϊντάνης, 1962, 122-123· Dierichs, 2001, 172).

    Πρωταρχικό μέλημα του Κάιζερ είναι η παραγγελία ενός μνημειακών διαστάσεων ορειχάλκινου αγάλματος του Νικώντος Αχιλλέως [Der siegende Achilles], το οποίο στήνεται στον κήπο του ανακτόρου το 1910. Επιπρόσθετα, από το 1911 έως το 1914, ο γερμανός μονάρχης επιχορηγεί την αρχαιολογική ανασκαφή στο νησί, στο πλαίσιο της οποίας ανασκάπτεται το αρχαϊκό ιερό της Αρτέμιδος Γοργούς.

    Ο Γουλιέλμος επισκέπτεται για τελευταία φορά την Κέρκυρα λίγο πριν από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η σχέση του, ωστόσο, με την Ελλάδα δεν σταματά εδώ. Κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στην Ολλανδία, ο έκπτωτος πλέον μονάρχης θα συγγράψει (1919) και θα εκδώσει (1924) τις Αναμνήσεις από την Κέρκυρα [Erinnerungen an Korfu, Berlin/Leipzig, 1924],1Οι μεταφράσεις των παραθεμάτων είναι δικές μου, εκτός αν δίνεται άλλη βιβλιογραφική παραπομπή. Επίσης, βλ. τις μεταφράσεις του Αγάθου στο Wilhelm II., χχ. ένα αυτοβιογραφικό κείμενο αναφορικά με το Αχίλλειο και τη διακόσμησή του, την αρχαιολογική ανασκαφή, καθώς και τις εντυπώσεις του από το νησί και τους κατοίκους του. Οι κερκυραϊκές Αναμνήσεις αποτελούν το μοναδικό από τα βιβλία που ο Γουλιέλμος θα συγγράψει στην Ολλανδία, και το οποίο εγγράφεται στο πεδίο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (Meid, 2014, 239).2Για το συγγραφικό έργο του Γουλιέλμου Β΄ στα χρόνια της Ολλανδίας (Gschliesser, 1972). Για τα ταξίδια γερμανών ποιητών, λογοτεχνών και άλλων διανοητών στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα (Meid, 2012).

    Το εν λόγω βιβλίο, αν και δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες (Gschliesser, 1972, 386),   αποτελεί σημαντικό ιστορικό τεκμήριο, από το οποίο μπορούμε να εκμαιεύσουμε απαντήσεις για μια σειρά από ζητήματα που συνδέονται με τον συγγραφέα τους και θα εξετάσουμε εδώ, όπως, π.χ., ο φιλελληνισμός του και η αντίληψή του περί τέχνης, καθώς και πτυχές της κοσμοθεώρησής του.

    Ξαναδιαβάζοντας, λοιπόν, με κριτικό τρόπο τις Αναμνήσεις από την Κέρκυρα και αξιοποιώντας την υπάρχουσα βιβλιογραφία, θα διερευνήσουμε αφενός πώς ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ οικειοποιείται τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και αφετέρου πώς προσλαμβάνει τη νεότερη Ελλάδα. Με άλλα λόγια, θα ανιχνεύσουμε και θα σχολιάσουμε τους τρόπους με τους οποίους ο τελευταίος γερμανός αυτοκράτορας αυτοαναγορεύεται όχι μόνο θεματοφύλακας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αλλά και «εκπολιτιστής» των σύγχρονών του Ελλήνων. Βασική θέση της παρούσας μελέτης είναι ότι στο παράδειγμα της Κέρκυρας ο φιλελληνισμός του γερμανού αυτοκράτορα διαπλέκεται με έναν ιδιότυπο οριενταλισμό· μια διαπλοκή που άλλοτε είναι απροκάλυπτη και άλλοτε υπόρρητη στο αφήγημά του. Θα πρέπει να διευκρινιστεί εδώ ότι δεν θα ασχοληθούμε με τον κλασικό «ακαδημαϊκό» γερμανικό οριενταλισμό (Said, 1996, 12), ο οποίος αφορά τις ποικίλες πολιτιστικές, και όχι μόνο, δράσεις των Γερμανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Μέση Ανατολή, αλλά και τη Γερμανία τον ύστερο 19ο και πρώιμο 20ό αιώνα, και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις πολυάριθμες αρχαιολογικές αποστολές, την ίδρυση εκπαιδευτικών και επιστημονικών συλλόγων, την ίδρυση μουσείων και τη θεσμοποίηση των Ανατολικών Σπουδών [Orientalistik] (Marchand, 1996, 188-227· 2009).3Όπως, για παράδειγμα, η Deutsche Orient-Gesellschaft, πρόεδρος της οποίας θα διατελέσει ο γερμανός αυτοκράτορας από το 1901 (Löhlein, 2003, 659). Ωστόσο, αυτή η δραστηριότητα του Κάιζερ, η οποία εμπίπτει στον παραδοσιακό γερμανικό οριενταλισμό, δεν θα εξεταστεί εδώ. Βλ. επίσης Scheffler, 2013, 10-22, 28-35. Αντλώντας από την κλασική μελέτη του Έντουαρντ Σαΐντ (Edward Said) για τον οριενταλισμό, αλλά και άλλες σχετικές εργασίες, θα εξετάσουμε τη σχέση του Γουλιέλμου Β΄ με την Αρχαία και τη Νέα Ελλάδα· μια σχέση, η οποία, όπως και στο διχοτομικό ερμηνευτικό σχήμα Δύση – Ανατολή του κλασικού οριενταλισμού, είναι «μια σχέση εξουσίας, κυριάρχησης, σχέση περίπλοκης ηγεμονίας σε ποικίλους βαθμούς» (Said, 1996, 16).4Χρήσιμες ήταν εδώ οι βιβλιογραφικές επισημάνσεις του συναδέλφου Αντώνη Δανού, αλλά και το άρθρο του «Τα Πικρολέμονα της Κύπρου: οι ποιητικο-ιμπεριαλιστικοί ρεμβασμοί του Lawrence Durrell στην (αποικιακή) Μεσόγειο», (Δανός, 2019). Τα Πικρολέμονα του Ντάρελ (Durrell), αν και αναφέρονται στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο και τοποθετούνται χρονικά μερικές δεκαετίες αργότερα από τις κερκυραϊκές Αναμνήσεις του γερμανού αυτοκράτορα, εγγράφονται στο ίδιο πλαίσιο του οριενταλιστικού λόγου. Επίσης, όπως και τα Πικρολέμονα, έτσι και οι Αναμνήσεις του Κάιζερ εγγράφονται «και στο πλαίσιο της αντίστοιχης –και παράλληλης– παράδοσης της «μεσογειοποίησης», δηλαδή της αποικιοκρατικής εφεύρεσης/κατασκευής της Μεσογείου ως τον Άλλο της βορειοδυτικής Ευρώπης» (Δανός, 2019, 246).

    Ασφαλώς, μια τέτοια ηγεμονική –και συγχρόνως οριενταλιστική– οπτική αναφορικά με την Κέρκυρα, που εξετάζουμε εδώ, δεν παρατηρείται πρώτη φορά στην περίπτωση του Γουλιέλμου του Β΄. Τον 19ο αιώνα, κατά τον οποίο τα Ιόνια νησιά αποτέλεσαν προτεκτοράτο της Αγγλίας (1815-1864), βρετανοί ταξιδιώτες αντιμετώπισαν τους Κερκυραίους ως πρωτόγονους ιθαγενείς, προσδίδοντάς τους συγκεκριμένα «αρνητικά» χαρακτηριστικά λαών από άλλες ανατολικές βρετανικές αποικίες (Gallant, 2002). Αν, όμως, στην περίπτωση των άγγλων αποικιοκρατών, κάτι τέτοιο μπορεί να ερμηνευθεί ως απόπειρα νομιμοποίησης της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας τους (αποικιοκράτες εναντίον αποικιοκρατούμενων), πώς μπορεί να εξηγηθεί μια τέτοια στάση στην περίπτωση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄, ο οποίος επισκέπτεται την Κέρκυρα στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν πλέον τα Επτάνησα αποτελούν κομμάτι του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, αλλά και σε άλλα που τέθηκαν παραπάνω, θα επικεντρωθούμε σε τρία ζητήματα, τα οποία αλληλοδιαπλέκονται και αποτελούν τις κύριες ενότητες μέσα από τις οποίες διαρθρώνονται και οι Αναμνήσεις από την Κέρκυρα: Στο Αχίλλειο, και ειδικότερα στο μνημείο του Νικώντος Αχιλλέως, στις ανασκαφές του ναού της Αρτέμιδος και, τέλος, στις συναναστροφές του γερμανού μονάρχη με τους κατοίκους του νησιού, έτσι όπως αυτές περιγράφονται από τον ίδιο στο βιβλίο του.

    Ο Κάιζερ και το μνημείο του Νικώντος Αχιλλέως

    Ο Κάιζερ θα αγοράσει το Αχίλλειο το 1907 από τη βασιλική οικογένεια της Αυστρίας, και πιο συγκεκριμένα από την κληρονόμο του ανακτόρου –και κόρη της Ελισάβετ και του Φραγκίσκου Ιωσήφ – Γκιζέλα (Gisela Louise Marie). Οι περισσότερες αλλαγές στις οποίες προβαίνει ο Γουλιέλμος στο ανάκτορο είναι ήσσονος σημασίας. Δύο, ωστόσο, αποφάσεις του είναι σημαντικές: Από τη μια πλευρά, η απομάκρυνση από το δάσος του Αχιλλείου του μνημείου του αγαπημένου ποιητή της Ελισάβετ Χάινριχ Χάινε (Heinrich Heine, 1797-1856) (εικ.1), από την άλλη, η παραγγελία ενός μνημειακών διαστάσεων ορειχάλκινου αγάλματος του Νικώντος Αχιλλέως, το οποίο στήνεται στον κήπο του ανακτόρου το 1910. Ο εξοβελισμός του πρώτου από το Αχίλλειο (1909) και η ανίδρυση του δεύτερου στον κήπο του ανακτόρου (1910) θα προκαλέσουν έντονους διαξιφισμούς στον δημόσιο λόγο της Γερμανίας και θα αποτελέσουν αντικείμενο σφοδρής κριτικής από τον σοσιαλδημοκρατικό και φιλελεύθερο Τύπο και από σατιρικά εικονογραφημένα έντυπα της εποχής (Schubert, 1993· Αργιανάς, 2019). Τα δύο αυτά μνημεία μπορούν να ιδωθούν αντιστικτικά, μια και αντικατοπτρίζουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογίες εντός της Γερμανίας τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (Schubert, 1988, 41).

    Το μνημείο του Χάινε, φιλοτεχνημένο από τον δανό γλύπτη Λουίς Χάσελριις (Louis Hasselriis 1844-1912), ήταν τοποθετημένο σε έναν νεοκλασικό ναΐσκο στο δάσος του Αχιλλείου (1891). O γερμανοεβραίος ποιητής έχει αποδοθεί εξασθενημένος και άρρωστος, όπως άλλωστε έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όντας αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Ο Χάινε ήταν αφενός σφοδρός πολέμιος του θεσμού της μοναρχίας και του γερμανικού εθνικισμού και αφετέρου δηλωμένος γαλλόφιλος, υπέρμαχος των ιδεωδών της Γαλλικής Επανάστασης,5Το 1831 θα αυτοεξοριστεί στο Παρίσι, όπου θα ζήσει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του (1831-1856), (Καραγιώργος, 2015, 12-13). ενώ διατηρούσε και στενές σχέσεις με το γερμανικό εργατικό κίνημα.

    Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η απόφαση του γερμανού αυτοκράτορα να απομακρύνει από το Αχίλλειο το μαρμάρινο ομοίωμα του γερμανοεβραίου ποιητή6Το μνημείο θα αγοραστεί από τον γιο του εκδότη του Χάινε, Γιούλιους Κάμπε (Julius Campe), στο Αμβούργο (Schubert, 1988, 41). Σήμερα βρίσκεται σε ένα πάρκο στην πόλη Τουλόν της Γαλλίας. Για την ιστορία του μνημείου, η περιπέτεια του οποίου θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια (Schubert, 1988, 41-45). χαιρετίστηκε από γερμανούς εθνικιστές και αντισημίτες:

    Πολλές ευχαριστίες στην ένδοξη Αυτοκράτειρά μας, μια γνήσια Γερμανίδα, για την απομάκρυνση του μνημείου του Heine. Αρκετά με το ότι θαυμάζουμε τον Heine. Να τον σεβόμαστε ή ακόμη χειρότερα να τον τιμούμε, εμείς οι Γερμανοί δεν έχουμε κανέναν απολύτως λόγο. Με εκτίμηση, Johannsen7«Schönen dank unserer verehrten Kaiserin, der Deutschen Frau, für die Entfernung des Heine Denkmals. Genug dass wir Heine bewundern. Ihn zu achten, oder gar zu verehren, dazu haben wir Deutschen keine Ursache. Hochachtungsvoll, Johannsen» (GStA PK, I.H.A., Rep. 89., 29.04.1908).

    θα γράψει σε επιστολή του προς τον Γουλιέλμο ένας γερμανός αντισημίτης από τις ΗΠΑ. Λίγες εβδομάδες μετά, ένας ακόμη γερμανός εθνικιστής θα γράψει στον αυτοκράτορα: «Η απομάκρυνση του μνημείου του Heine γεμίζει κάθε πατριώτη με ικανοποίηση! Την Αυτού Μεγαλειότητα ευχαριστεί ένας Γερμανός από τη Βρέμη».8«Die Beseitigung des Heine-Denkmals erfüllt jeden deutschen Vaterlands Freund mit Genugthuung! Ew. Majestät dankt dafür ein Deutscher aus Bremen» (GStA PK, I.H.A., Rep. 89., 30.05.1908).

    Τα παραπάνω τηλεγραφήματα είναι ενδεικτικά του πολιτικού κλίματος που επικρατούσε στη Γερμανική Αυτοκρατορία στις αρχές του 20ού αιώνα. Για τους γερμανούς εθνικιστές και αντισημίτες ο Εβραίος, και συγκεκριμένα ο Χάινε,9 Όπως σημειώνει ο Κόκκινος (2018, 67-68), ο Χάινε είχε συγκεντρώσει τα περισσότερα πυρά των γερμανών εθνικιστών. όχι μόνο ενσάρκωνε τον «εσωτερικό εχθρό» της Γερμανίας,10«Εσωτερικοί εχθροί» στην Αυτοκρατορική Γερμανία θεωρούνταν πρωτίστως οι Εβραίοι και οι Σοσιαλδημοκράτες (Wehler, 1995, 1063-1067· Κόκκινος, 2018, 64-70). αλλά και αντιπροσώπευε «την παθογένεια, τον ξεριζωμό, την ξενότητα, τη νοσηρότητα, την παρακμή, τον εκφυλισμό, τη διαρκή κινητικότητα, την κριτική ανάλυση και τον ορθολογισμό, τον υλισμό, την υπονόμευση των παραδοσιακών αξιών, την κερδοσκοπία, την αστάθεια, τον φιλελευθερισμό αλλά και τη σοσιαλιστική ανατροπή» (Κόκκινος, 2018, 67-68). Με άλλα λόγια, αποτελούσε την «ενσάρκωση του κακού» (Κόκκινος, 2018, 70). Συνεπώς, ο μαρμάρινος ανδριάντας του γερμανοεβραίου ποιητή στο Αχίλλειο συμπύκνωνε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που πολεμούσε η γερμανική εθνικιστική ιδεολογία.

    Στον αντίποδα βρισκόταν ο Νικών Αχιλλεύς (εικ. 2).11Για την ιστορία και την υποδοχή του εν λόγω μνημείου αναλυτικά (Argianas, 2017, 119-133). Με τη δημιουργία του «Αχιλλέα» θα επιφορτιστεί ο Γιοχάνες Γκουτζ (Johannes Götz, 1865-1934), μαθητής του αγαπημένου γλύπτη του Κάιζερ, Ράινολντ Βέγκας (Reinhold Begas, 1831-1911). Μάλιστα, μερικά χρόνια νωρίτερα (1900-1904), ο Γκουτζ είχε φιλοτεχνήσει τρεις υπερμεγέθεις ανδριάντες ρωμαίων αυτοκρατόρων, με αφορμή την ανακατασκευή του αρχαίου ρωμαϊκού κάστρου στο Ζάαλμπουργκ (Saalburg) προς τιμήν του πατέρα του Γουλιέλμου Β΄, Φρειδερίκου Γ΄ (1831-1888) (Stather, 1994, 78-81· Ohm, 2008 ). Εάν όμως, στο παράδειγμα του Ζάαλμπουργκ, ο Γουλιέλμος Β΄ επιδιώκει να παραλληλιστεί ο ίδιος με τον Αντωνίνο τον Ευσεβή (Antoninus Pius)12Ενδεικτική είναι μια σύγχρονη, με την ανακατασκευή του ρωμαϊκού κάστρου, γελοιογραφία, που παρουσιάζει τον Γουλιέλμο Β΄ σαν ρωμαίο αυτοκράτορα (Löhlein, 2003, 664, εικ. 9). και η Γερμανική Αυτοκρατορία με την αντίστοιχη Ρωμαϊκή,13Χαρακτηριστική είναι η λατινική επιγραφή στο βάθρο πάνω στο οποίο είχε στηθεί ο ανδριάντας του Αντωνίνου του Ευσεβή: IMPERATORI ROMANORUM TITO AELIO HADRIANO ANTONINO AUGUSTO PIO GULIELMUS II IMPERATOR (Stather, 1994, 80). Για την επιγραφή, τη σχέση Γερμανίας – Αρχαίας Ρώμης και τη συνακόλουθη πολιτική νομιμοποίηση που επιδιώκει μέσω αυτής ο Κάιζερ (Scheffler, 2013, 22-26). στο παράδειγμα του Νικώντος Αχιλλέως καταφεύγει στην ελληνική αρχαιότητα, προκειμένου να νομιμοποιήσει και να προπαγανδίσει την εξουσία του.

    Ο γερμανός γλύπτης θα λάβει υπόψη του ένα σχέδιο του Κάιζερ (Henneberg, 2004, 40), αλλά και τις σχετικές υποδείξεις του, δημιουργώντας έναν μνημειακών διαστάσεων ανδριάντα σε νεοκλασικό ύφος, αποδίδοντας τον Αχιλλέα τη στιγμή που «περιμένει τον Έκτορα για να μονομαχήσουν, έχοντας πλήρη επίγνωση της επικείμενης νίκης του»14«[…] den Hektor zum Zweikampf erwartend im Bewußtsein des bevorstehenden Sieges» (Geominy, 1989, 199). Ο ρωμαλέος και ευθυτενής ήρωας της Ιλιάδας (εικ. 3) φέρει περικεφαλαία, θώρακα, ασπίδα και δόρυ. Η φιγούρα του Αχιλλέα έχει ύψος πεντέμισι μέτρα, ενώ με το δόρυ φτάνει τα επτάμισι. Μαζί με το ενεπίγραφο μαρμάρινο βάθρο το μνημείο ξεπερνά τα έντεκα μέτρα. Το επιβλητικό βάθρο συμπληρωνόταν από μια αρχαία ελληνική επιγραφή.15Η επιγραφή καταστράφηκε από τα γαλλικά στρατεύματα, τα οποία κατέλαβαν το Αχίλλειο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (Μεϊντάνης, 1962, 128). Η επιγραφή, η οποία είχε συνταχθεί από τον Γκουτζ και τον γερμανό αρχαιολόγο και καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στα Πανεπιστήμια της Βόννης και του Βερολίνου, Ράινχαρντ Κεκουλέ (Reinhard Kekulé, 1839-1911), (Geominy, 1989, 199· Καραναστάση, 2011, 164), εξυμνούσε πρωτίστως τον ευεργέτη του μνημείου και την αυτοκρατορία του: «ΑΧΙΛΛΕΥΣ – ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΡΑΤΑΙΩΝ ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΤΟΝΔΕ ΑΧΙΛΗΑ ΣΤΗΣΕΝ ΠΗΛΕΙΔΗΝ ΜΝΗΜΑ ΕΠΙΓΙΓΝΟΜΕΝΟΙΣ 1910»16«Αχιλλέας/Ο (αυτοκράτορας) Γουλιέλμος των ισχυρών Γερμανών έστησε αυτόν εδώ τον Αχιλλέα Πηλείδη για τους επιγενόμενους το 1910». [«Achilles Wilhelm, der Kaiser der mächtigen Deutschen, ließ 1910 diesen Achill den Peliden als Denkmal zum Gedächtnis für die Nachfahren errichten»] (Μεϊντάνης, 1962, 127). Παράλληλα, μνημονεύοντας την κKaαταγωγή του Αχιλλέα (γιος του Πηλέα του βασιλιά των Μυρμιδόνων), ο Γουλιέλμος Β΄ επιδιώκει να παρουσιάσει τη δική του εξουσία ως μια «υπεριστορική αναγκαιότητα» (Löhlein, 2008, 394), «υπενθυμίζοντας» ότι ο θεσμός της μοναρχίας έχει τις ρίζες του στα βάθη των αιώνων.17Την καταγωγή του Αχιλλέα αναφέρει και στις Αναμνήσεις του ο Κάιζερ: «Τώρα πλέον, ο, φτιαγμένος από μέταλλο, πανίσχυρος ήρωας της ομηρικής Ιλιάδας στέκει στην ταράτσα του Αχιλλείου ως σύμβολο του Ανακτόρου, αλλά και ως μνημείο της πανάρχαιας ιστορίας της χώρας, γεμάτος νεανική δύναμη και ομορφιά, γεμάτος αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια, αυτός ο αρχαϊκός ηγεμόνας των Μυρμιδόνων». [«Nunmehr ragt der mächtige Held der Homerischen Ilias in Erz auf der Terrasse des Achilleions als Wahrzeichen des Hauses und als Denkmal uralter Geschichte des Landes, in voller Jugendkraft und Schönheit, selbstbewusst und stolz, der archaische Fürst der Myrmidonen»] (Kaiser Wilhelm II, 1924, 28). Η υπογράμμιση δική μου.

    Για τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄, η τέχνη όφειλε να επιτελεί δύο βασικές λειτουργίες: να έχει διδακτικό ρόλο και να συμβάλλει στον γερμανικό πατριωτισμό (Malkowsky, 1912, 239). O γερμανός μονάρχης ήταν αφενός υπέρμαχος της μνημειακής γλυπτικής και του κλασικισμού στις ποικίλες εκδοχές του,18Για τη μακρά σχέση κλασικισμού και γλυπτικής στο Βερολίνο (Bloch, 1979). και αφετέρου σφοδρός πολέμιος της μοντέρνας τέχνης (Malkowsky, 1912, 231· Stather, 1994, 62-63). Σε ένα τέτοιο ιστορικό περιβάλλον θα πρέπει να κατανοηθεί και ο Νικών Αχιλλεύς. Το εν λόγω μνημείο θα αντικαταστήσει τον Θνήσκοντα Αχιλλέα [Der sterbende Achill] (1884) του βερολινέζου γλύπτη Ερνστ Χέρτερ (Ernst Gustav Herter, 1846-1917), μια και, σύμφωνα με τον Κάιζερ, ο δεύτερος κρυβόταν από την πυκνή βλάστηση (Kaiser Wilhelm II, 1924, 27). Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι, σε αντίθεση με τον Θνήσκοντα Αχιλλέα, ο οποίος θα μεταφερθεί στον μεσαίο κήπο του Αχιλλείου, ο Νικών Αχιλλεύς μπορούσε να ενσαρκώσει τα ιδεώδη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής εικονογραφίας του Κάιζερ, εγγράφεται σε έναν κατάλογο γερμανοπρωσικών μνημείων, τα οποία χαρακτηρίζονται για τις κολοσσιαίες διαστάσεις τους και την επίκληση του παρελθόντος, είτε αυτό είναι αρχαιοελληνικό είτε ρωμαϊκό είτε γερμανικό (Stather, 1994). Συγχρόνως, μπορεί να ιδωθεί και ως ένα εμβληματικό παράδειγμα αισθητικοποίησης της Βιλχελμινιανής εξουσίας, στο οποίο αντικατοπτρίζονται ο γερμανικός ηρωισμός, εθνικισμός και μιλιταρισμός, που θα οδηγήσουν τη Γερμανία σε έναν καταστροφικό, τόσο για τη χώρα όσο και για τον αυτοκράτορα, πόλεμο.19Για την αισθητικοποίηση της εξουσίας και τον ρόλο του κλασικισμού (Μεταξάς, 2003, 29-36).

    Αξίζει να σημειωθεί ότι, πριν από τη μεταφορά του στην Κέρκυρα, ο Νικών Αχιλλεύς θα παρουσιαστεί στη δημόσια σφαίρα της Γερμανίας. Συγκεκριμένα, έπειτα από πρόταση του ίδιου του γλύπτη προς τον αυτοκράτορα, ο Νικών Αχιλλεύς θα εκτεθεί στη Μεγάλη Κρατική Έκθεση Τέχνης του Βερολίνου (GStA PK, I.H.A., Rep.89., 15 Μαρτίου 1910). Μετά τη μεταφορά του αγάλματος στην Κέρκυρα και την ανίδρυσή του στο Αχίλλειο, ο γερμανός αυτοκράτορας, ενθαρρύνοντας τις επισκέψεις, θα ανοίξει τις πύλες των κήπων του ανακτόρου του για τους κατοίκους των γύρω χωριών:

    Οι γυναίκες και τα κορίτσια των γύρω χωριών ήλθαν με την κυριακάτικη περιβολή τους και με καλάθια γεμάτα λουλούδια, με τα οποία, σύμφωνα μ’ ένα παλαιό έθιμο, διακόσμησαν το βάθρο του αγάλματος, στο οποίο είχε τοποθετηθεί μια ελληνική επιγραφή με μπρούντζινα γράμματα, η οποία ήταν αφιερωμένη στον ελληνικό λαό. Αφού τους μεταφράστηκε η επιγραφή στη νέα ελληνική, οι καλοί Κερκυραίοι και Κερκυραίες παρατηρούσαν με θαυμασμό τον Πηλείδη απ’ όλες τις πλευρές, εκφράζοντας με τον δικό τους απλό και ήρεμο τρόπο την ικανοποίησή τους για το επιτυχημένο αποτέλεσμα. Όταν ρωτήθηκαν αν είχαν καταλάβει ποιον αναπαριστά το άγαλμα, και ύστερα από συζητήσεις μεταξύ τους, θεώρησαν ότι αναπαριστά κάποιον Άγιο! Ωστόσο, όχι κάποιον δικό τους άγιο, αυτοί απεικονίζονται διαφορετικά. Αλλά, αφού ο Κάιζερ είναι προτεστάντης, τότε και το άγαλμα θα αναπαριστά έναν προτεστάντη! Τον άγιο Λούθηρο! Ω Μεγάλε Όμηρε, πού κατέληξες! Να είσαι σχεδόν άγνωστος στον λαό σου!20«Die Frauen und Mädchen kamen im Sontagsstaat [sic] mit Körben voll Blumen und bekränzten nach alter Weise den Sockel, an dem die an das Griechenvolk gerichtete griechische Weihinschrift in Bronzebuchstaben angebracht war. Nachdem diese ihnen ins Neugriechische übersetzt wurde, schauten die braven Korfioten und Korfiotinnen bewundernd den Peliden lange von allen Seiten an, in ihrer schlichten ruhigen Art ihrer Befriedigung über das gelungen Bildwerk Ausdruck gebend. Als sie nun des Näheren examiniert wurden, ob sie wohl begriffen hatten, wer das sei, stellte es sich nach längerem Verhandeln und Besprechen untereinander heraus, daß man der Ansicht war, es sei ein Heiliger! Allerdings keiner von den ihrigen, die sähen alle ganz anders aus. Aber da der Kaiser ein Protestant sei, so werde es eben ein protestantischer Heiliger sein! Heiliger Luther! O großer Homer, wo bist du hingekommen! Deinem Volke bist du fast unbekannt geworden!» (Kaiser Wilhelm II, 1924, 30-31).

    Αν και εγείρονται ερωτήματα για την πιστότητα της αφήγησης του γεγονότος, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ο οριενταλιστικός λόγος του Γουλιέλμου. Σύμφωνα με τον Κάιζερ, οι κερκυραίοι χωρικοί, όχι μόνο δεν μπορούν να διαβάσουν την αρχαία ελληνική επιγραφή, που έχουν συντάξει από κοινού ένας γερμανός γλύπτης και ένας γερμανός αρχαιολόγος, αλλά παρουσιάζονται και ανίκανοι να αναγνωρίσουν τον ήρωα της ομηρικής Ιλιάδας. Παράλληλα, αφού εδώ υπονοείται η αδυναμία των Νεοελλήνων να διαφυλάξουν τον αρχαίο ελληνικό, υλικό και άυλο, πολιτισμό, επικυρώνεται –έστω και υπόρρητα– το «χρέος» των Γερμανών να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο. Για να παραφράσουμε τον Σαΐντ (Said, 1996, 247), η ελληνική αρχαιότητα, όπως προβάλλεται μέσα από τον Νικώντα Αχιλλέα, δοξάζει τους Γερμανούς και τον αυτοκράτορά τους, αλλά όχι τη νεότερη Ελλάδα.

    Μάλιστα, η εικόνα των αδαών Ελλήνων έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους εγγράμματους, και παθιασμένους με την ελληνική αρχαιότητα, Γερμανούς: Σε άλλο σημείο των Αναμνήσεών του, ο Γουλιέλμος Β΄ εκθειάζει τις γνώσεις του τότε γερμανού καγκελάριου (1909-1917), Τέομπαλντ φον Μπέθμαν Χόλβεγκ (Theobald von Bethmann Hollweg, 1856-1921), τον οποίο ο πρώτος φιλοξενεί στο Αχίλλειο και μαζί «[…] συζητούν με ενθουσιασμό και ζωηράδα για τους (αρχαίους) Έλληνες και την (Αρχαία) Ελλάδα, για τον Όμηρο και τους φιλόσοφους, για τον Φειδία και τον Πραξιτέλη».21«fesselnd und lebendig über Griechen und Griechenland, über Homer und die Philosophen, über Phidias und Praxiteles zu sprechen» (Kaiser Wilhelm II, 1924, 74). Βέβαια, ο ίδιος ο γερμανός καγκελάριος δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Κάιζερ για την ελληνική αρχαιότητα, μια και ο ενθουσιασμός αυτός τον αποσπούσε από τα πραγματικά προβλήματα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής (Löhlein, 2003, 661).

    Ο Κάιζερ και η αρχαιολογική ανασκαφή στην Κέρκυρα

    Η εμμονή του Κάιζερ με την ελληνική αρχαιότητα στην Κέρκυρα δεν θα περιοριστεί στην ανέγερση του Νικώντος Αχιλλέως στο Αχίλλειο και στις συζητήσεις για τον Όμηρο. Ένα προσφιλές πεδίο, με το οποίο ο γερμανός αυτοκράτορας θα καταπιαστεί ήδη από τα χρόνια της νεότητάς του είναι η αρχαιολογία (Löhlein, 2003, 659· 2009, 64). Εξάλλου, οι γερμανικές αρχαιολογικές ανασκαφές στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούν θεμελιώδες κεφάλαιο του γερμανικού φιλελληνισμού (Marchant, 1996)· ένας φιλελληνισμός, ο οποίος, στις αρκετά διαφορετικές εκδοχές του, εκκινεί από τον Γιόχαν Ιωακείμ Βίνκελμαν (Johann Joachim Winckelmann, 1717-1768) στα μέσα του 18ουαιώνα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, από το 1899 έως το 1913, το γερμανικό κράτος θα δαπανήσει τέσσερα εκατομμύρια γερμανικά μάρκα για τη χρηματοδότηση ανασκαφών στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Πρόκειται για μια σειρά από ανασκαφές που θα πραγματοποιηθούν υπό την αιγίδα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και των Μουσείων του Βερολίνου, και θα πρέπει να κατανοηθούν στο πλαίσιο του γερμανικού ιμπεριαλισμού, αλλά και του οριενταλιστικού πνεύματος του ύστερου 19ου και πρώιμου 20ού αιώνα (Löhlein, 2008· Marchand, 2009). Παράλληλα, η αρχαιολογική δραστηριότητα του Γουλιέλμου Β΄ στην Κέρκυρα εγγράφεται και σε μια οικογενειακή παράδοση. Τη δεκαετία του 1870, ο παππούς του και πρώτος αυτοκράτορας της Γερμανίας μετά την Ενοποίηση, Γουλιέλμος Α΄ (1797-1888), παρά τις αντιδράσεις του τότε γερμανού καγκελάριου Ότο φον Μπίσμαρκ (Otto von Bismarck, 1815-1898), είχε χρηματοδοτήσει την αρχαιολογική ανασκαφή στην Ολυμπία, υπό τη διεύθυνση του γερμανού ιστορικού Ερνστ Κούρτιους (Ernst Curtius, 1814-1896) (Marchant, 1996, 85-87).

    Ωστόσο, η αρχαιολογική σκαπάνη του Κάιζερ στην Κέρκυρα, από το 1911 και μετά, διακρίνεται από μια ιδιαιτερότητα. Σε αντίθεση με τις αρχαιολογικές αποστολές, στις οποίες συμμετείχε ο Γουλιέλμος, όπως, για παράδειγμα, στην ανασκαφή στο Μπααλμπέκ (Scheffler, 2013), η ανασκαφή της Κέρκυρας είναι προσωπική του υπόθεση, αφού, όπως θα αναφέρει χαρακτηριστικά ο γερμανός αρχαιολόγος Βίλχελμ Ντέρπφελντ (Wilhelm Dörpfeld, 1853-1940), τον οποίο ο Κάιζερ θα προσκαλέσει στην Κέρκυρα για να συμβάλει στην ανασκαφή, «άρπαξε ο ίδιος το φτυάρι» (Καλπαξής, 1993, 107). Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο γερμανός ηγεμόνας θα αφιερώσει τις μισές σχεδόν σελίδες των κερκυραϊκών Αναμνήσεων (Kaiser Wilhelm II, 1924, 78-139) και τις 23 από τις συνολικά 36 φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενα στην εν λόγω ανασκαφή (εικ.4). Στο παρόν κεφάλαιο, ωστόσο, δεν θα εξετάσουμε τις διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του αυτοκράτορα για τα ευρεθέντα τέχνεργα (όπως ήταν το αρχαϊκό αέτωμα της Γοργούς του ναού της Αρτέμιδος), αλλά θα επικεντρωθούμε στον οριενταλιστικό λόγο που για μια ακόμη φορά αρθρώνεται από τον Γουλιέλμο.

    Μετά την πρώτη του επίσκεψη στην ανασκαφή, την άνοιξη του 1911, και αφού ενθουσιάζεται με τα ευρήματα, ο Γουλιέλμος αποφασίζει να συμβάλει έμπρακτα προκειμένου να επισπευσθούν οι ανασκαφικές εργασίες. Έτσι, θα προσφέρει ένα, διόλου ευκαταφρόνητο για τα δεδομένα της εποχής, αλλά και τις δυνατότητες του ελληνικού κράτους, ποσό (500 δραχμές), προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η ανασκαφή (Καλπαξής, 1993, 47). Ο γερμανός αυτοκράτορας, ωστόσο, δεν θα περιοριστεί στην οικονομική ενίσχυση της ανασκαφής. Προσκαλεί τον επιφανή γερμανό αρχαιολόγο και διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα (1887-1912), Βίλχελμ Ντέρπφελντ, να μεταβεί στην Κέρκυρα, προκειμένου να γνωμοδοτήσει για τα αποτελέσματα της ανασκαφής. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά ένα έντονο πολιτικό παρασκήνιο, το οποίο έχει αναλύσει συστηματικά ο Καλπαξής (Καλπαξής, 1993, 51-85).

    Έπειτα από έντονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στον έφορο Αρχαιοτήτων Κερκύρας Φρειδερίκο Βερσάκη (1880-1921), ο οποίος διηύθυνε την ανασκαφή, και τον διάσημο γερμανό αρχαιολόγο, και έπειτα από διάφορες διεργασίες και παρεμβάσεις τόσο της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα όσο και του βασιλιά της Ελλάδος Γεώργιου Α΄, το δικαίωμα της διεύθυνσης της ανασκαφής εκχωρείται στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (Καλπαξής, 1993, 51-85). Βέβαια, προκειμένου να πραγματοποιηθεί αυτή η εκχώρηση, είχαν παρακαμφθεί οι δημοκρατικές διαδικασίες και οι νόμοι του ελληνικού βασιλείου, που όριζαν ότι την επίβλεψη και διεύθυνση της ανασκαφής μπορούσε να αναλάβει υπάλληλος του ελληνικού δημοσίου (Καλπαξής,1993, 58). Από τη μεριά του, ωστόσο, ο Κάιζερ αρκείται να σημειώσει στις Αναμνήσεις του ότι: «ο έλληνας αρχαιολόγος, ο οποίος διηύθυνε την ανασκαφή, σύντομα μου παραχώρησε τη διεύθυνση των εργασιών, που οι Κερκυραίοι έκαναν με την άνεσή τους, διακόπτοντας συχνά για τσιγάρα και συζητήσεις».22«Der griechische Archäologe, der die Grabungen leitete, überließ mir bald die Leitung der Arbeiten, welche die Korfioten in recht gemütlicher Weise, von Zigaretten und Unterhaltungen unterbrochen, langsam ausführten» (Kaiser Wilhelm II. 1924, 78).

    Στο παραπάνω σύντομο, αλλά εύγλωττο, παράθεμα, ο Γουλιέλμος, όχι μόνο δεν αναφέρει το όνομα του Φρειδερίκου Βερσάκη, και αρκείται στον χαρακτηρισμό «έλληνας αρχαιολόγος» (Καλπαξής 1993, 113-114), αλλά και αποκρύπτει επιμελώς το παρασκήνιο αυτής της «παραχώρησης». Επιπλέον, για μια ακόμη φορά ο γερμανός αυτοκράτορας «οριενταλοποιεί» τους Κερκυραίους αποδίδοντάς τους ιδιότητες που οι δυτικοί οριενταλιστές απέδιδαν στους «κατώτερους» Ανατολίτες (Said, 1996, 54). Έτσι, οι φυγόπονοι κερκυραίοι εργάτες, οι οποίοι παρουσιάζονται να αδιαφορούν για τη σπουδαιότητα της ανασκαφής, έρχονται σε αντίθεση με τον «άοκνο» (Kaiser Wilhelm II, 1924, 81) γερμανό ηγεμόνα, ο οποίος, ακόμη και όταν οι πρώτοι κάνουν διάλειμμα για το μεσημεριανό φαγητό, εκείνος παραμένει στην αρχαιολογική σκαπάνη. Στην κερκυραϊκή, και άρα νεοελληνική, φυγοπονία και οκνηρία, αντιδιαστέλλεται η γερμανική οργάνωση και εργατικότητα: Την οργάνωση ενσαρκώνει ο Ντέρπφελντ, ο οποίος «αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στην Κέρκυρα, έβαλε σε τάξη την ανασκαφή»,23«(Dörpfeld) übernahm sofort die Leitung der Grabungen und brachte sie in gehöriges System» (Kaiser Wilhelm II., 1924, 82). Αξιομνημόνευτο είναι εδώ ότι στο τελευταίο κεφάλαιο των Αναμνήσεών του ο Γουλιέλμος εκθειάζει εκ νέου τη γερμανική εργατικότητα, την οποία αυτήν τη φορά ενσαρκώνουν οι ναύτες του, οι οποίοι «ακόμη και την περίοδο των διακοπών τους πάνω στα πλοία, απέφυγαν να την περάσουν τεμπελιάζοντας» [«dass ihre Ruhezeit auf den Schiffen nicht mit Faulenzen verbracht hatten»] (Kaiser Wilhelm II, 1924, 141). την εργατικότητα ενσαρκώνει πρωτίστως ο ίδιος ο αυτοκράτορας.

    Ο Κάιζερ και οι Κερκυραίοι

    Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Κέρκυρα, ο γερμανός αυτοκράτορας επισκέπτεται διάφορα χωριά και συναναστρέφεται με τους ντόπιους κατοίκους. Μάλιστα, στις Αναμνήσεις του θα αφιερώσει δύο κεφάλαια εθνογραφικού ενδιαφέροντος, καταγράφοντας λεπτομερώς τις εντυπώσεις του από το κερκυραϊκό Πάσχα (Kaiser Wilhelm II, 1924, 35-52), αλλά και τις φορεσιές και τις κομμώσεις των ντόπιων γυναικών στο Γαστούρι (Kaiser Wilhelm II, 1924, 47 κ.ε.) (εικ. 5). Ωστόσο, με μια προσεκτικότερη ανάγνωση του κειμένου, διαπιστώνει κανείς πως αυτή η εθνογραφική ματιά του Κάιζερ είναι «εθνο-οριενταλιστική»24Ο όρος εθνο-οριενταλισμός χρησιμοποιείται από τον ανθρωπολόγο Τζέιμς Κάριερ (James Carrier) και αναφέρεται στη διαδικασία πολιτισμικής «εξωτικοποίησης» κάθε Ετερότητας από τους Ευρωπαίους (Gallant, 2002, 16). (Gallant, 2002, 16):

    Καθ’ οδόν τυχαίνει συχνά κάποιες γυναίκες ή κορίτσια ή ομάδες παιδιών να μας προσφέρουν μικρά μπουκέτα από λουλούδια. Τότε, ο ιδιοκτήτης του Αχίλλειου, βγάζοντας από την τσέπη του είτε χειροποίητα κουμπιά είτε μια καρφίτσα, σκουλαρίκια ή ένα μικρό κολιέ, τα προσφέρει ως αντάλλαγμα. Ποτέ όμως [ο Γουλιέλμος δεν δίνει] χρήματα, για να μην συνηθίσουν οι άνθρωποι στην επαιτεία, κάτι που συναντά κανείς τόσο άσχημα στην Ιταλία.25«Unterwegs kommt es oft vor, dass einzelne Frauen oder Mädchen oder auch Gruppen von Kindern kleine Blumensträuße überreichen. Dann greift der Schloßherr des Achilleion in die Tasche, und Filigranknöpfe oder eine Brosche, Ohrringe oder ein Kettlein werden zum Austausch geschenkt; nie aber Geld, um den Leuten nicht das Betteln anzugewöhnen, wie es einem so abstoßend in Italien entgegentritt» (Kaiser Wilhelm II, 1924, 55-56).

    Με πατερναλιστική και αποικιοκρατική διάθεση, και χρησιμοποιώντας την τριτοπρόσωπη αφήγηση, που παραπέμπει στα απομνημονεύματα του Ιούλιου Καίσαρα για τον Γαλατικό Πόλεμο (1ος αι. π.Χ.), ο γερμανός ηγεμόνας επιχειρεί να εκπαιδεύσει τους φτωχούς «ιθαγενείς» δίνοντάς τους δώρα, και όχι χρήματα, προκειμένου να μη συνηθίσουν στη ζητιανιά (Meid, 2014, 240· 2012, 163). Αξιοσημείωτο είναι εδώ ότι η επαιτεία παρουσιάζεται σαν να αποτελεί χαρακτηριστικό της μεσογειακής ταυτότητας και του homo mediterraneus (Giaccaria-Minca, 2011, 347-349). Στο κλασικό διχοτομικό σχήμα του παραδοσιακού οριενταλισμού Δύση – Ανατολή αντιπαραβάλλεται εδώ το δίπολο Βορράς – Νότος. Από τη μια μεριά, προβάλλεται η οικονομική και πολιτισμική ανωτερότητα της βορειοευρωπαϊκής Γερμανικής Αυτοκρατορίας, από την άλλη, η αντίστοιχη κατωτερότητα του φτωχού μεσογειακού Νότου.

    Στη συνέχεια, η περιγραφή του Κάιζερ γίνεται ακόμη πιο απροκάλυπτα οριενταλιστική:

    Πριν και κατά τη διάρκεια του Πάσχα προσφερόταν στους Κερκυραίους ένα διαφορετικό, πολύ αναγκαίο και χρήσιμο δώρο. Η θεά του πλυσίματος και της καθαριότητας δεν τιμάται ιδιαίτερα από εκείνους (τους Κερκυραίους). Ιδιαίτερα τα παιδιά είναι συχνά μέσα στη βρωμιά. Ο ήλιος, ο μεγάλος βακτηριοκτόνος, πρέπει να μεριμνήσει για όλα. Για να γίνει ευκολότερο το έργο του (ήλιου), αλλά και να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή των Κερκυραίων, έφερνα από το Βερολίνο μερικές χιλιάδες ξύλινα πασχαλινά αυγά, τα οποία περιείχαν αυγά από σαπούνι. Οι ακόλουθοί μου έπρεπε να τα αποθηκεύσουν σε κάθε διαθέσιμη τσάντα, σαν να αποτελούσαν ένα φορτίο με σαπούνια, το οποίο συνήθως κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου είχε εξαντληθεί. Όταν (οι ακόλουθοί μου) τους έδειχναν το περιεχόμενο και τους εξηγούσαν τι είναι, η έκπληξη των ανθρώπων που δέχονταν τα δώρα ήταν πάντοτε πολύ μεγάλη. Τότε οι γυναίκες αναφωνούσαν: ˝Σαπούνι!˝. Ναι, αυτό είναι σαπούνι! Τότε έκαναν με παντομίμα ότι πλένουν το πρόσωπό τους. Όταν προσπάθησα να τους εξηγήσω, με τη συμβολή του ελληνικού αξιωματικού που με συνόδευε, και ο οποίος εκτελούσε χρέη διερμηνέα, ότι το σαπούνι δεν προοριζόταν μόνο για το πρόσωπο, αλλά και για το υπόλοιπο σώμα, και προσπαθώντας να το εξηγήσω κάνοντας παντομίμα, τότε οι καλές Κερκυραίες, ξεσπώντας στα γέλια, διαφωνούσαν κουνώντας νευρικά τα κεφάλια τους.26«Vor und um die Osterzeit wurde den Korfioten eine andere, sehr nötige und nützliche Gabe zuteil. Die Göttin des Waschens und der Sauberkeit wird von ihnen nicht sehr geehrt. Besonders die Kinder starren hin und wieder von Schmutz. Die Sonne, die große Bazillentöterin, muss für alles sorgen. Um dieser nun die Arbeit zu erleichtern und die Korfioten zur Mitwirkung anzuspornen, hatte ich aus Berlin einige tausend hölzerne Ostereier mitgebracht, die Eier aus Seife enthielten. Diese mussten die mich begleitenden Herren in allen verfügbaren Taschen unterbringen und so einen Seifentransport darstellen, der auf dem Spaziergang meist ganz aufgebracht wurde. Das Erstaunen der Beschenkten war stets sehr groß, als ihnen der Inhalt gezeigt und erklärt wurde; endlich riefen die Frauen aus: ˝Sapouni!˝. Das ist ja Seife! Darauf machten sie die Pantomime des Gesichtwaschens. Als ich ihnen mit Hilfe des begleitenden griechischen Gendamerieoffiziers [sic] als Dolmetscher verständlich zu machen versuchte, daß die Seife nicht nur für das Gesicht, sondern auch für den übrigen Menschen gemeint sei, und dies auch pantomimisch zu erklären trachtete, brachen die guten Korfiotinnen in ein schallendes Gelächter aus, wobei sie die Köpfe heftig verneinend schüttelten». (Kaiser Wilhelm II., 1924, 56)

    Στο παραπάνω μακροσκελές απόσπασμα, οι κερκυραίοι χωρικοί παρουσιάζονται ως «ευρωπαίοι αβορίγινες» (Gallant, 2005, 15-56),27Έτσι αποκαλούσαν οι βρετανοί ταξιδιώτες τον 19ο αιώνα τους κερκυραίους χωρικούς (Gallant, 2002, 15-55). οι οποίοι φαίνεται να ζουν σε μια προνεωτερική κοινωνία, μη γνωρίζοντας βασικούς κανόνες καθαριότητας και υγιεινής στις αρχές του 20ού αιώνα. Με την «εξωτικοποίηση» και την οπισθοδρομικότητα, βασικά συστατικά στοιχεία, άλλωστε, του κλασικού οριενταλιστικού λόγου (Said, 1996, 243-250), επικυρώνεται για μια ακόμη φορά ο «εκπολιτιστικός» ρόλος του Γουλιέλμου Β΄ στην Κέρκυρα. Με άλλα λόγια, και εδώ, στην οικονομική και πολιτισμική κατωτερότητα των Νεοελλήνων, αντιδιαστέλλεται η αντίστοιχη ανωτερότητα των Γερμανών.

    Η έλλειψη καθαριότητας, σύμφωνα με τον Γουλιέλμο Β΄, εντοπίζεται και στα χωριά της Κέρκυρας. Σε μια από τις εκδρομές του στο νησί, και συγκεκριμένα στη διαδρομή για το μοναστήρι της Παλαιοκαστρίτσας, ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ περιγράφει έναν βαλτότοπο, ο οποίος προκαλεί πυρετούς και αρρώστιες στους κατοίκους των γύρω χωριών: «Παλαιότερα, όταν οι Βρετανοί είχαν κάνει αποστράγγιση και τη διατηρούσαν σε απόλυτη τάξη, ολόκληρη η περιοχή ήταν μια πλούσια πηγή ζωοτροφών, ένα κανονικό λιβάδι και μια υγιής περιοχή γεμάτη υγεία».28«Früher, als die Briten die Entwässerung geschaffen und in voller Ordnung gehaltenhatten, war das ganze Gelände eine ertragreiche Quelle für Viehfutter, eine feste Wiese und gesunde Gegend» (Kaiser Wilhelm II, 1924, 60).  

    Εδώ, ο γερμανός αυτοκράτορας εγκωμιάζει την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας στα Ιόνια Νησιά (1815-1864). Παράλληλα, μνημονεύοντας τα εγγειοβελτιωτικά έργα που οι Βρετανοί αποικιοκράτες είχαν κάνει στην Κέρκυρα, υπονοεί τη μετα-αποικιακή έλλειψη οργάνωσης, συνέπεια της οποίας ήταν ο βαλτότοπος και οι συνακόλουθες ασθένειες. Τέλος, πέρα από τα «οφέλη» της έτερης βορειοευρωπαϊκής ηγεμονίας στην Κέρκυρα, ο Γουλιέλμος εδώ εκθειάζει και τη δική του καταγωγή, αφού η μητέρα του Βικτόρια (1840-1901) ήταν μέλος της βρετανικής βασιλικής οικογένειας.

    Συμπεράσματα

    Ο Κάιζερ, αρθρώνοντας έναν εξόχως αυτοεγκωμιαστικό29Εξάλλου, ο οριενταλιστικός λόγος είναι κατεξοχήν αυτοεγκωμιαστικός και αυτοπροσδιοριστικός (Γαζή, 1999). λόγο στις Αναμνήσεις από την Κέρκυρα, προβάλλεται υπερασπιστής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Παράλληλα, ο τελευταίος γερμανός αυτοκράτορας κατασκευάζει, μέσω συγκεκριμένων αναπαραστάσεων, μια στερεοτυπική εικόνα για τα νεοελληνικά υποκείμενα. Αυτή η κατασκευή δεν είναι αθώα: ο Γουλιέλμος αποκλείει από το αφήγημά του κάθε αναφορά στην κερκυραϊκή αστική τάξη, σε κερκυραίους πολιτικούς, διανοούμενους και καλλιτέχνες. Αφού παρουσιάζει τους κερκυραίους χωρικούς ως μια χαριτωμένη, αλλά πάντοτε εξωτική, Ετερότητα, προσδίδοντάς τους μια σειρά από «ανατολίτικα» χαρακτηριστικά, όπως, π.χ., αγραμματοσύνη, φυγοπονία, ληθαργικότητα και οπισθοδρομικότητα, ο γερμανός αυτοκράτορας αυτοαναγορεύεται ευεργέτης, αλλά και «εκπολιτιστής» τους. Με άλλα λόγια, επιχειρεί να τους «εκδυτικίσει», αφού πρώτα τους έχει «οριενταλοποιήσει».

    Από την άλλη μεριά, τόσο με την ανίδρυση του νεοκλασικού αγάλματος του Αχιλλέα στο Αχίλλειο όσο και με την αρχαιολογική ανασκαφή του Ναού της Αρτέμιδος, ο Γουλιέλμος προΐσταται μιας ιδιότυπης Kulturmission, μέσω της οποίας αυτοπροβάλλεται ως νόμιμος «κληρονόμος» της Αρχαίας Ελλάδας και των τέχνεργών της, αφού οι Νεοέλληνες παρουσιάζονται ανίκανοι να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο. Ωστόσο, και τα δύο παραδείγματα οικειοποίησης, από τον γερμανό ηγεμόνα, του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, μπορούν να ιδωθούν ως διαφορετικές εκδοχές «υφαρπαγής» του (Μεταξάς, 2003), οι οποίες συγκλίνουν σε έναν κοινό σκοπό: στη, διαμέσου της ελληνικής αρχαιότητας, προβολή της Βιλχελμινιανής εξουσίας και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.

    Εντέλει, το βασικό επιχείρημα του παρόντος δοκιμίου και το σημείο εκείνο, στο οποίο ο φιλελληνισμός (αναφορικά με την ελληνική αρχαιότητα) και ο οριενταλισμός (αναφορικά με τη Νέα Ελλάδα) του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ τέμνονται, μπορούν να συνοψιστούν στη φράση του Μαρξ στην οποία παραπέμπει και ο Σαΐντ: «Δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν τους εαυτούς τους, πρέπει να εκπροσωπηθούν».30[«Sie können sich nicht vertreten, sie müssen vertreten werden»] (Said, 1996, 34). Ο Σαΐντ δανείζεται τη φράση του Καρλ Μαρξ από το Η 18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (1852) [Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte]. Η μετάφραση είναι του Φώτη Τερζάκη.

    Zusammenfassung

    Η παρούσα εργασία εξετάζει πτυχές της πολιτιστικής δραστηριότητας του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ στην Κέρκυρα στις αρχές του 20ού αιώνα. Από το 1908 έως και το 1914, ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Γουλιέλμος Β΄ ταξιδεύει στην Κέρκυρα σχεδόν κάθε χρόνο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί του Ιονίου αναπτύσσει έντονη πολιτιστική δραστηριότητα στα πεδία της τέχνης και της αρχαιολογίας. Από τη μια μεριά, παραγγέλνει ένα κολοσσιαίο νεοκλασικό μνημείο του Αχιλλέα, το οποίο στήνεται στον κήπο του Αχιλλείου το 1910, και από την άλλη, ο γερμανός μονάρχης επιχορηγεί την αρχαιολογική ανασκαφή στο νησί, στο πλαίσιο της οποίας ανασκάπτεται το αρχαϊκό αέτωμα της Γοργούς του ναού της Αρτέμιδος. Στο επίκεντρο της μελέτης βρίσκεται η σχέση του γερμανού αυτοκράτορα με την ελληνική αρχαιότητα και τη σύγχρονή του Ελλάδα. Με σημείο αναφοράς τις Αναμνήσεις από την Κέρκυρα [Erinnerungen an Korfu, Berlin/Leipzig, 1924], που ο έκπτωτος μονάρχης θα συγγράψει και θα εκδώσει κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του στην Ολλανδία, το παρόν δοκίμιο επιχειρεί να ανιχνεύσει τους τρόπους με τους όποιους ο Γουλιέλμος Β΄ προσλαμβάνει την Αρχαία και Νέα Ελλάδα, αλλά και τη μεταξύ τους σχέση. Βασικό επιχείρημα της παρούσας μελέτης είναι ότι, στο παράδειγμα της Κέρκυρας, ο φιλελληνισμός του τελευταίου γερμανού αυτοκράτορα διαπλέκεται με έναν ιδιότυπο οριενταλισμό· μια διαπλοκή που στο εξόχως ηγεμονικό αφήγημά του άλλοτε είναι απροκάλυπτη και άλλοτε υπόρρητη.

    Einzelnachweise

    • 1
      Οι μεταφράσεις των παραθεμάτων είναι δικές μου, εκτός αν δίνεται άλλη βιβλιογραφική παραπομπή. Επίσης, βλ. τις μεταφράσεις του Αγάθου στο Wilhelm II., χχ.
    • 2
      Για το συγγραφικό έργο του Γουλιέλμου Β΄ στα χρόνια της Ολλανδίας (Gschliesser, 1972). Για τα ταξίδια γερμανών ποιητών, λογοτεχνών και άλλων διανοητών στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα (Meid, 2012).
    • 3
      Όπως, για παράδειγμα, η Deutsche Orient-Gesellschaft, πρόεδρος της οποίας θα διατελέσει ο γερμανός αυτοκράτορας από το 1901 (Löhlein, 2003, 659). Ωστόσο, αυτή η δραστηριότητα του Κάιζερ, η οποία εμπίπτει στον παραδοσιακό γερμανικό οριενταλισμό, δεν θα εξεταστεί εδώ. Βλ. επίσης Scheffler, 2013, 10-22, 28-35.
    • 4
      Χρήσιμες ήταν εδώ οι βιβλιογραφικές επισημάνσεις του συναδέλφου Αντώνη Δανού, αλλά και το άρθρο του «Τα Πικρολέμονα της Κύπρου: οι ποιητικο-ιμπεριαλιστικοί ρεμβασμοί του Lawrence Durrell στην (αποικιακή) Μεσόγειο», (Δανός, 2019). Τα Πικρολέμονα του Ντάρελ (Durrell), αν και αναφέρονται στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο και τοποθετούνται χρονικά μερικές δεκαετίες αργότερα από τις κερκυραϊκές Αναμνήσεις του γερμανού αυτοκράτορα, εγγράφονται στο ίδιο πλαίσιο του οριενταλιστικού λόγου. Επίσης, όπως και τα Πικρολέμονα, έτσι και οι Αναμνήσεις του Κάιζερ εγγράφονται «και στο πλαίσιο της αντίστοιχης –και παράλληλης– παράδοσης της «μεσογειοποίησης», δηλαδή της αποικιοκρατικής εφεύρεσης/κατασκευής της Μεσογείου ως τον Άλλο της βορειοδυτικής Ευρώπης» (Δανός, 2019, 246).
    • 5
      Το 1831 θα αυτοεξοριστεί στο Παρίσι, όπου θα ζήσει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του (1831-1856), (Καραγιώργος, 2015, 12-13).
    • 6
      Το μνημείο θα αγοραστεί από τον γιο του εκδότη του Χάινε, Γιούλιους Κάμπε (Julius Campe), στο Αμβούργο (Schubert, 1988, 41). Σήμερα βρίσκεται σε ένα πάρκο στην πόλη Τουλόν της Γαλλίας. Για την ιστορία του μνημείου, η περιπέτεια του οποίου θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια (Schubert, 1988, 41-45).
    • 7
      «Schönen dank unserer verehrten Kaiserin, der Deutschen Frau, für die Entfernung des Heine Denkmals. Genug dass wir Heine bewundern. Ihn zu achten, oder gar zu verehren, dazu haben wir Deutschen keine Ursache. Hochachtungsvoll, Johannsen» (GStA PK, I.H.A., Rep. 89., 29.04.1908).
    • 8
      «Die Beseitigung des Heine-Denkmals erfüllt jeden deutschen Vaterlands Freund mit Genugthuung! Ew. Majestät dankt dafür ein Deutscher aus Bremen» (GStA PK, I.H.A., Rep. 89., 30.05.1908).
    • 9
      Όπως σημειώνει ο Κόκκινος (2018, 67-68), ο Χάινε είχε συγκεντρώσει τα περισσότερα πυρά των γερμανών εθνικιστών.
    • 10
      «Εσωτερικοί εχθροί» στην Αυτοκρατορική Γερμανία θεωρούνταν πρωτίστως οι Εβραίοι και οι Σοσιαλδημοκράτες (Wehler, 1995, 1063-1067· Κόκκινος, 2018, 64-70).
    • 11
      Για την ιστορία και την υποδοχή του εν λόγω μνημείου αναλυτικά (Argianas, 2017, 119-133).
    • 12
      Ενδεικτική είναι μια σύγχρονη, με την ανακατασκευή του ρωμαϊκού κάστρου, γελοιογραφία, που παρουσιάζει τον Γουλιέλμο Β΄ σαν ρωμαίο αυτοκράτορα (Löhlein, 2003, 664, εικ. 9).
    • 13
      Χαρακτηριστική είναι η λατινική επιγραφή στο βάθρο πάνω στο οποίο είχε στηθεί ο ανδριάντας του Αντωνίνου του Ευσεβή: IMPERATORI ROMANORUM TITO AELIO HADRIANO ANTONINO AUGUSTO PIO GULIELMUS II IMPERATOR (Stather, 1994, 80). Για την επιγραφή, τη σχέση Γερμανίας – Αρχαίας Ρώμης και τη συνακόλουθη πολιτική νομιμοποίηση που επιδιώκει μέσω αυτής ο Κάιζερ (Scheffler, 2013, 22-26).
    • 14
      «[…] den Hektor zum Zweikampf erwartend im Bewußtsein des bevorstehenden Sieges»
    • 15
      Η επιγραφή καταστράφηκε από τα γαλλικά στρατεύματα, τα οποία κατέλαβαν το Αχίλλειο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (Μεϊντάνης, 1962, 128).
    • 16
      «Αχιλλέας/Ο (αυτοκράτορας) Γουλιέλμος των ισχυρών Γερμανών έστησε αυτόν εδώ τον Αχιλλέα Πηλείδη για τους επιγενόμενους το 1910». [«Achilles Wilhelm, der Kaiser der mächtigen Deutschen, ließ 1910 diesen Achill den Peliden als Denkmal zum Gedächtnis für die Nachfahren errichten»]
    • 17
      Την καταγωγή του Αχιλλέα αναφέρει και στις Αναμνήσεις του ο Κάιζερ: «Τώρα πλέον, ο, φτιαγμένος από μέταλλο, πανίσχυρος ήρωας της ομηρικής Ιλιάδας στέκει στην ταράτσα του Αχιλλείου ως σύμβολο του Ανακτόρου, αλλά και ως μνημείο της πανάρχαιας ιστορίας της χώρας, γεμάτος νεανική δύναμη και ομορφιά, γεμάτος αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια, αυτός ο αρχαϊκός ηγεμόνας των Μυρμιδόνων». [«Nunmehr ragt der mächtige Held der Homerischen Ilias in Erz auf der Terrasse des Achilleions als Wahrzeichen des Hauses und als Denkmal uralter Geschichte des Landes, in voller Jugendkraft und Schönheit, selbstbewusst und stolz, der archaische Fürst der Myrmidonen»] (Kaiser Wilhelm II, 1924, 28). Η υπογράμμιση δική μου.
    • 18
      Για τη μακρά σχέση κλασικισμού και γλυπτικής στο Βερολίνο (Bloch, 1979).
    • 19
      Για την αισθητικοποίηση της εξουσίας και τον ρόλο του κλασικισμού (Μεταξάς, 2003, 29-36).
    • 20
      «Die Frauen und Mädchen kamen im Sontagsstaat [sic] mit Körben voll Blumen und bekränzten nach alter Weise den Sockel, an dem die an das Griechenvolk gerichtete griechische Weihinschrift in Bronzebuchstaben angebracht war. Nachdem diese ihnen ins Neugriechische übersetzt wurde, schauten die braven Korfioten und Korfiotinnen bewundernd den Peliden lange von allen Seiten an, in ihrer schlichten ruhigen Art ihrer Befriedigung über das gelungen Bildwerk Ausdruck gebend. Als sie nun des Näheren examiniert wurden, ob sie wohl begriffen hatten, wer das sei, stellte es sich nach längerem Verhandeln und Besprechen untereinander heraus, daß man der Ansicht war, es sei ein Heiliger! Allerdings keiner von den ihrigen, die sähen alle ganz anders aus. Aber da der Kaiser ein Protestant sei, so werde es eben ein protestantischer Heiliger sein! Heiliger Luther! O großer Homer, wo bist du hingekommen! Deinem Volke bist du fast unbekannt geworden!» (Kaiser Wilhelm II, 1924, 30-31).
    • 21
      «fesselnd und lebendig über Griechen und Griechenland, über Homer und die Philosophen, über Phidias und Praxiteles zu sprechen» (Kaiser Wilhelm II, 1924, 74). Βέβαια, ο ίδιος ο γερμανός καγκελάριος δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Κάιζερ για την ελληνική αρχαιότητα, μια και ο ενθουσιασμός αυτός τον αποσπούσε από τα πραγματικά προβλήματα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής (Löhlein, 2003, 661).
    • 22
      «Der griechische Archäologe, der die Grabungen leitete, überließ mir bald die Leitung der Arbeiten, welche die Korfioten in recht gemütlicher Weise, von Zigaretten und Unterhaltungen unterbrochen, langsam ausführten» (Kaiser Wilhelm II. 1924, 78).
    • 23
      «(Dörpfeld) übernahm sofort die Leitung der Grabungen und brachte sie in gehöriges System» (Kaiser Wilhelm II., 1924, 82). Αξιομνημόνευτο είναι εδώ ότι στο τελευταίο κεφάλαιο των Αναμνήσεών του ο Γουλιέλμος εκθειάζει εκ νέου τη γερμανική εργατικότητα, την οποία αυτήν τη φορά ενσαρκώνουν οι ναύτες του, οι οποίοι «ακόμη και την περίοδο των διακοπών τους πάνω στα πλοία, απέφυγαν να την περάσουν τεμπελιάζοντας» [«dass ihre Ruhezeit auf den Schiffen nicht mit Faulenzen verbracht hatten»] (Kaiser Wilhelm II, 1924, 141).
    • 24
      Ο όρος εθνο-οριενταλισμός χρησιμοποιείται από τον ανθρωπολόγο Τζέιμς Κάριερ (James Carrier) και αναφέρεται στη διαδικασία πολιτισμικής «εξωτικοποίησης» κάθε Ετερότητας από τους Ευρωπαίους (Gallant, 2002, 16).
    • 25
      «Unterwegs kommt es oft vor, dass einzelne Frauen oder Mädchen oder auch Gruppen von Kindern kleine Blumensträuße überreichen. Dann greift der Schloßherr des Achilleion in die Tasche, und Filigranknöpfe oder eine Brosche, Ohrringe oder ein Kettlein werden zum Austausch geschenkt; nie aber Geld, um den Leuten nicht das Betteln anzugewöhnen, wie es einem so abstoßend in Italien entgegentritt» (Kaiser Wilhelm II, 1924, 55-56).
    • 26
      «Vor und um die Osterzeit wurde den Korfioten eine andere, sehr nötige und nützliche Gabe zuteil. Die Göttin des Waschens und der Sauberkeit wird von ihnen nicht sehr geehrt. Besonders die Kinder starren hin und wieder von Schmutz. Die Sonne, die große Bazillentöterin, muss für alles sorgen. Um dieser nun die Arbeit zu erleichtern und die Korfioten zur Mitwirkung anzuspornen, hatte ich aus Berlin einige tausend hölzerne Ostereier mitgebracht, die Eier aus Seife enthielten. Diese mussten die mich begleitenden Herren in allen verfügbaren Taschen unterbringen und so einen Seifentransport darstellen, der auf dem Spaziergang meist ganz aufgebracht wurde. Das Erstaunen der Beschenkten war stets sehr groß, als ihnen der Inhalt gezeigt und erklärt wurde; endlich riefen die Frauen aus: ˝Sapouni!˝. Das ist ja Seife! Darauf machten sie die Pantomime des Gesichtwaschens. Als ich ihnen mit Hilfe des begleitenden griechischen Gendamerieoffiziers [sic] als Dolmetscher verständlich zu machen versuchte, daß die Seife nicht nur für das Gesicht, sondern auch für den übrigen Menschen gemeint sei, und dies auch pantomimisch zu erklären trachtete, brachen die guten Korfiotinnen in ein schallendes Gelächter aus, wobei sie die Köpfe heftig verneinend schüttelten». (Kaiser Wilhelm II., 1924, 56)
    • 27
      Έτσι αποκαλούσαν οι βρετανοί ταξιδιώτες τον 19ο αιώνα τους κερκυραίους χωρικούς (Gallant, 2002, 15-55).
    • 28
      «Früher, als die Briten die Entwässerung geschaffen und in voller Ordnung gehaltenhatten, war das ganze Gelände eine ertragreiche Quelle für Viehfutter, eine feste Wiese und gesunde Gegend» (Kaiser Wilhelm II, 1924, 60).  
    • 29
      Εξάλλου, ο οριενταλιστικός λόγος είναι κατεξοχήν αυτοεγκωμιαστικός και αυτοπροσδιοριστικός (Γαζή, 1999).
    • 30
      [«Sie können sich nicht vertreten, sie müssen vertreten werden»] (Said, 1996, 34). Ο Σαΐντ δανείζεται τη φράση του Καρλ Μαρξ από το Η 18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (1852) [Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte]. Η μετάφραση είναι του Φώτη Τερζάκη.

    Βιβλιογραφία

    Galerie

    Zitierweise

    Konstantinos Argianas: «Ανάμεσα στον φιλελληνισμό και στον οριενταλισμό του τελευταίου γερμανού αυτοκράτορα: Ο Γουλιέλμος Β΄ στην Κέρκυρα », in: Alexandros-Andreas Kyrtsis und Miltos Pechlivanos (Hg.), Compendium der deutsch-griechischen Verflechtungen, 18.12.24, URI : https://comdeg.eu/essay/130690/.