Το περιεχόμενο της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης
Η Τάξη Πραγμάτων της Βιέννης ήταν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων για την πολιτική διαμόρφωση της Ευρώπης μετά την περίοδο των πολέμων, η οποία, με μικρές διακοπές, διήρκεσε από το 1792 έως το 1815. Από το 1813, σε συμμαχικές συνθήκες και σύμφωνα ειρήνης είχαν διατυπωθεί γενικές αρχές και είχαν οριστεί λεπτομερώς ορισμένες αποφάσεις, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για το Συνέδριο της Ειρήνης στη Βιέννη από τις 18 Σεπτεμβρίου 1814 έως τις 9 Ιουνίου 1815 (Vick, 2014, Stauber, 2014). Η Τελική Πράξη του Συνεδρίου της Βιέννης της 9ης Ιουνίου 1815 και οι συνημμένες συμβάσεις περιλάμβαναν: 1) τη διευθέτηση συνόρων, κυρίως στην κεντρική Ευρώπη και την Ιταλία· 2) μια συμφωνία για το διπλωματικό πρωτόκολλο, το οποίο ισχύει εν πολλοίς έως και σήμερα· 3) γενικές δηλώσεις προθέσεων, λόγου χάρη για την κατάργηση του δουλεμπορίου· καθώς και 4) μεθόδους επίλυσης συγκρούσεων. Ο πυρήνας αυτών των μεθόδων, οι οποίες και σφράγισαν το Συνέδριο, ήταν να λύνονται οι επίμαχες διαφορές με διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις πέντε Μεγάλες Δυνάμεις Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Αυστρία, Πρωσία και Ρωσία, και μάλιστα στο πλαίσιο τακτικών και συχνών διεθνών συνδιασκέψεων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις της Βιέννης, και το ζήτημα της ανατολικής Μεσογείου θίχτηκε άμεσα μόνο στη συνθήκη που υπογράφηκε στις 5 Νοεμβρίου 1815 για την ανεξαρτησία των Ιόνιων Νήσων υπό βρετανική προστασία. Ωστόσο, όπως έγινε σαφές και στα συνέδρια που ακολούθησαν στο Λάιμπαχ/Λιουμπλιάνα (Ιανουάριος–Μάιος 1821) και στη Βερόνα (Νοέμβριος–Δεκέμβριος 1822), η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμπεριλαμβανόταν στη βασική συναίνεση της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης. Η συναίνεση αυτή –τουλάχιστον από τη σκοπιά των Μεγάλων Δυνάμεων– προέβλεπε τη διατήρηση των ευρωπαϊκών συνόρων και την εξασφάλιση της μοναρχικής εξουσίας ενάντια σε επαναστατικές διεκδικήσεις, δυο αρχές δηλαδή που αμφισβητήθηκαν με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Οι δομικές αιτίες για την επιτυχία της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης στην εξασφάλιση μιας σε μεγάλο βαθμό σταθερής ειρήνης ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις θεωρείται ότι βρίσκονται σε διάφορες όψεις αυτής της τάξης πραγμάτων, όπου βεβαίως οι διαφορετικές εξηγήσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη. Ένα στοιχείο ήταν η ισορροπία ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες δυνάμεις, οι οποίες είχαν ειδικό ενδιαφέρον για την τήρηση της τάξης πραγμάτων, στην οποία μάλιστα δεσμεύονταν εν μέρει μονάχα, δηλαδή τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία, που κατείχαν και οι δύο σημαντική στρατιωτική ισχύ, αλλά η καθεμιά τους δεν μπορούσε ουσιαστικά να απειληθεί από άλλες δυνάμεις – σημειωτέον ότι η απόσταση μεταξύ τους μεγάλωνε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα προς όφελος της Μεγάλης Βρετανίας. Ένα ακόμη στοιχείο ήταν η εμπειρία που υπήρχε, ότι δηλαδή οι στρατιωτικές συγκρούσεις είχαν τη δυνατότητα να υπονομεύσουν ολόκληρη την μοναρχική πολιτική ισορροπία και άρα έπρεπε να περιοριστούν, ώστε να εξασφαλιστεί η ύπαρξη των μοναρχιών. Με αυτήν την εμπειρία συνδεόταν και μια συναίνεση στην εξωτερική πολιτική, η οποία ομοίαζε τουλάχιστον με δομές μιας διεθνούς διακυβέρνησης (Kissinger, 1962, Schroeder, 1994, Schulz, 2009).
Αξιολογήσεις της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης
Τόσο οι λεπτομέρειες όσο και οι βασικές αρχές της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης ήταν ήδη στον καιρό τους αμφιλεγόμενες, και αυτή η διχογνωμία συνεχίζεται. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο οπτικές γωνίες, αντιπροσωπευτικές για κάθε άποψη. Η θετική οπτική της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης επισημαίνει ότι αυτή σηματοδοτεί την αρχή μιας μακράς περιόδου σχεδόν χωρίς πολέμους στην Ευρώπη, κάτι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο σε σύγκριση με την προηγούμενη πολεμοχαρή διάθεση και την επακόλουθη «εποχή των άκρων» (Hobsbawm, 1995). Ιδιαίτερα υπογραμμίζεται το κατόρθωμα να αντικατασταθεί η διαρκής σύγκρουση από μια σταθερή, περιοδικά επαναρυθμιζόμενη ισορροπία ή από ένα λεγόμενο ευρωπαϊκό «κοντσέρτο» (Kissinger, 1962, Schulz, 2009, Siemann, 2016). Η επικριτική οπτική υπογραμμίζει ότι την Τάξη Πραγμάτων της Βιέννης την χαρακτήριζε στην εσωτερική πολιτική η απώλεια δικαιωμάτων και ελευθεριών, η οποία προκαλούσε ισχυρή αντίσταση, επειδή, καθώς επικεντρωνόταν σε μια μοναρχιστική τάξη πραγμάτων σε προδιαγεγραμμένα όρια, καταπίεζε τόσο δημοκρατικές όσο και εθνικές διεκδικήσεις. Η λογοκρισία και η αστυνομική καταπίεση, που έπλητταν πολλούς αθώους στο πλαίσιο της αναζήτησης συχνά φανταστικών διεθνών ιακωβίνικων συνομωσιών, οδηγούσαν σε αυξημένες πολιτικές εντάσεις που ξεσπούσαν αρχικά σε απόπειρες επανάστασης και περιορισμένους πολέμους, ώσπου κλιμακώθηκαν και κατέληξαν στις κρίσεις και τους πολέμους των αρχών του 20ού αιώνα (Zamoyski, 2014, Zamoyski, 2016). Η διαφορά είναι σαφής: η πρώτη οπτική επικεντρώνεται περισσότερο σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και την αποφυγή μεγάλων πολέμων, η δεύτερη στην εσωτερική πολιτική εξέλιξη και τη δυνατότητα δημοκρατικής αυτοδιάθεσης σε εν δυνάμει μεταβλητά σύνορα. Διαφέρουν επίσης κατά το αν βλέπουν ως σημείο φυγής της Ιστορίας πρωταρχικά τα εθνικά κράτη ή μια ενωμένη Ευρώπη. Και για τις δύο ερμηνείες, οι επαναστάσεις της δεκαετίας του 1820 παίζουν σημαντικό ρόλο και αξιολογούνται εκάστοτε διαφορετικά. Στη θετική οπτική, η αντίδραση σε αυτές χαρακτηρίζει την πρώτη κορύφωση της διπλωματίας του Συνεδρίου της Βιέννης, στην οποία επιτεύχθηκε να αντιμετωπιστούν επιτυχώς οι πολλές διενέξεις που προέκυψαν μετά το 1815 για πολιτικά καθεστώτα, κυβερνώντες μονάρχες και χάραξη συνόρων. Αυτές οι λύσεις αποσκοπούσαν κατά κανόνα να παρεμποδίσουν επαναστάσεις ή να ακυρώσουν αλλαγές καθεστώτος με στρατιωτικές επεμβάσεις. Έτσι λοιπόν αποτράπηκε η πρόκληση ενός νέου μεγάλου πολέμου από αιτήματα επαναστατικής αλλαγής, μια ρεαλιστική απειλή, με δεδομένους τους μαξιμαλιστικούς στόχους εθνικιστικών κινημάτων (Behringer, 2015, 219–225). Αντίθετα, η επικριτική οπτική βλέπει στις επαναστάσεις της δεκαετίας του 1820 την έκταση της αντίστασης εναντίον της συντηρητικής μοναρχικής τάξης πραγμάτων που είχε παγιώσει η Βιέννη και τη χαμένη ευκαιρία να εγκαθιδρυθούν συνταγματικές μορφές διακυβέρνησης (Späth, 2012).
Ερμηνείες των επαναστάσεων στον χώρο της Μεσογείου
Μετά το 1815, όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είχαν επηρεαστεί βαθιά από τις συνέπειες των πολέμων και από την κλιματική αλλαγή το 1816, μετά την έκρηξη του ηφαιστείου Ταμπόρα. Επιπλέον υπήρξε η μετάβαση από την πολεμική στην ειρηνική οικονομία, σε πολλές χώρες η αλλαγή της πολιτικής κυριαρχίας και ως εκ τούτου των ισχυρών (και των ανίσχυρων) πολιτικών κομμάτων ή δικτύων, των νόμιμων και παράνομων συμπεριφορών και η δημόσια θέση της θρησκείας. Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα, γιατί περί το 1820 υπήρξαν αλλού επαναστάσεις, αλλού αντιπολιτευτικές εκδηλώσεις, μεμονωμένες φονικές επιθέσεις ή απόπειρες φόνου ή διαδηλώσεις, που αποδείκνυαν βέβαια την αντιπολιτευτική διάθεση, δεν είχαν όμως το αναγκαίο δυναμικό για την αλλαγή των καθεστώτων.
Γεωγραφία
Το γεωγραφικό πλαίσιο προσφέρει μια πιθανή εξήγηση. Οι επαναστάσεις στην Ισπανία και στα ιταλικά κράτη γύρω στο 1820 ήταν μεσογειακές επαναστάσεις. Είχαν διαφορετικά αίτια και διαφορετικούς στόχους από χώρα σε χώρα και διαδραματίζονταν σε διαφορετικά πλαίσια, συνδέονταν όμως μεταξύ τους, τόσο με ανάλογες εμπειρίες στους ναπολεόντειους πολέμους όσο και με τις δομικές αλλαγές που έζησε ο κόσμος της Μεσογείου εκείνες τις δεκαετίες. Σε αυτά προστέθηκαν οι στενές επαφές μεταξύ των λιμανιών από τις παγκοσμίου ενδιαφέροντος εμπορικές οδούς της Μεσογείου. Η σπουδαιότητα αυτών των εμπορικών οδών είχε συνεχίσει να μειώνεται την εποχή του Ναπολέοντα× επιπλέον είχαν μετατεθεί τα περιφερειακά κέντρα βάρους – η σπουδαιότητα της Νάπολης μειώθηκε συγκριτικά, της Οδησσού αυξήθηκε εμφανώς. Η περιοχή όμως διατήρησε τη σημασία της. Εντυπωσιακότερο παράδειγμα αυτής της σπουδαιότητας είναι ο πόλεμος του στόλου των ΗΠΑ μετά το τέλος του πολέμου με τη Μεγάλη Βρετανία το 1815 εναντίον των «πειρατικών κρατών», όπως είχαν χαρακτηριστεί οι περιοχές στη νότια ακτή της Μεσογείου× σκοπός του ήταν να εξασφαλιστεί την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας των ΗΠΑ και να θεμελιωθεί η αξίωσή τους να θεωρούνται Μεγάλη Δύναμη, αξίωση που κορυφώθηκε το 1823 με το δόγμα Μονρόε (Kempe, 2010, 278–288). Το ενδιαφέρον για το μεσογειακό εμπόριο και η εξέλιξη των ναπολεόντειων πολέμων είχαν οδηγήσει το σύνορο μεταξύ της ηπειρωτικής περιοχής της γαλλικής κυριαρχίας και της θαλάσσιας βρετανικής ζώνης επιρροής κατά μήκος των μεσογειακών ακτών. Νησιά, ορισμένα λιμάνια, παράκτιες περιοχές και η Πορτογαλία ανήκαν είτε διαρκώς είτε κυρίως στην περιοχή της βρετανικής επιρροής. Το αποτέλεσμα ήταν να χαλαρώσουν οι δεσμοί μεταξύ μητρόπολης και αποικιών και έτσι μεγάλο μέρος της ισπανικής αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας να αποδεσμευτεί μετά το 1815 από τη μητρόπολη (Rinke, 2010). Στην Ευρώπη αντίθετα, εδάφη που είχαν συνταγματική εμπειρία (όπως η Σικελία, η Σαρδηνία ή το Καντίθ) ενώθηκαν με αναστηλωμένες απόλυτες μοναρχίες, στις οποίες προηγουμένως υπήρχε το ναπολεόντειο σύστημα.
Συνταγματική τάξη
Οι επαναστάσεις στη δυτική Μεσόγειο περί το 1820 χαρακτηρίζονταν σε σημαντικό βαθμό από διενέξεις για το ποιο από τα τρία συστήματα –συνταγματική μοναρχία, απόλυτη μοναρχία ή βοναπαρτισμός– θα ίσχυε εφεξής. Στη διαπλοκή των επαναστάσεων συνέβαλε και το ότι το Σύνταγμα του Καντίθ του έτους 1812 είχε αναχθεί σε ιδανικό των επαναστατικών κινημάτων. Ασκούσε ευρεία επιρροή, όπως άλλωστε και η πολιτική γλώσσα της κομματικότητας που είχε αναπτυχθεί στην Ισπανία (Leonhard, 2001, 234–238). Αυτό είναι αξιοσημείωτο, καθώς η ισπανική συνθήκη δεν μπορούσε να μεταφερθεί άμεσα σε άλλες χώρες που δεν είχαν αποικίες – εξάλλου το ζητούμενο ήταν να διατυπωθεί ένα Σύνταγμα για μια επικράτεια που εκτεινόταν σε όλη την υδρόγειο. Το Σύνταγμα του 1812 όριζε ότι ελεύθερα πρόσωπα που είχαν γεννηθεί σε ισπανικά εδάφη, όσα είχαν αποκτήσει ισπανική ιθαγένεια από το Κοινοβούλιο (Cortez) ή διέμεναν επί δεκαετία στη χώρα και δεν είχαν καταδικαστεί θεωρούνταν μέλη του «ελεύθερου και ανεξάρτητου» ισπανικού έθνους. Ο κεντρικός δεσμός ήταν ακόμα η θρησκεία: σύμφωνα με το Σύνταγμα, η μόνη νόμιμη θρησκεία ήταν η ρωμαιοκαθολική. Το εξαιρετικά λεπτομερές Σύνταγμα με σχεδόν 400 άρθρα παρουσίαζε την εικόνα μιας μοναρχίας, στην οποία ο μονάρχης είχε μεν ευρεία ελευθερία κινήσεων στην καθημερινή πολιτική και την εξουσία επιλογής προσώπων σε όλες σχεδόν τις σημαντικές θέσεις, αλλά υπό τον στενό έλεγχο της κοινοβουλευτικής συνέλευσης και συγκεκριμένα στο πλαίσιο μιας εξουσίας με πολλά απόλυτα όρια των αρμοδιοτήτων του κράτους. Εν πολλοίς, αυτό το κείμενο του Συντάγματος ήταν συμβατό και με τις εμπειρίες της βρετανικής μοναρχίας – μέχρι το 1826 ίσχυε η εντύπωση ότι η θρησκευτική ομοιογένεια των πολιτικώς δρώντων προσώπων ήταν η βάση μιας επιτυχούς μοναρχίας. Αυτό το συνταγματικό μοντέλο ήταν αμφιλεγόμενο στην περιοχή. Ως εκ τούτου, εξωτερικές επεμβάσεις μπορούσαν να μετατοπίσουν γρήγορα την ισορροπία δυνάμεων στην εκάστοτε περιοχή. Ωστόσο, το αποτέλεσμα στην Ισπανία δεν ήταν η σταθερή συντηρητική λύση, αλλά μια μακρόχρονη σύγκρουση. Ωστόσο στις επεμβάσεις εμφανιζόταν μια πλευρά σημαντική για τη συγκεκριμένη εφαρμογή της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης – αλλά και για τα διαφορετικά αποτελέσματα των επαναστάσεων στη Δυτική Μεσόγειο και του ελληνικού κινήματος ανεξαρτησίας, δηλαδή η μεταφορά της λογικής του ευρωπαϊκού «κοντσέρτου» σε συγκεκριμένες ζώνες επιρροής, όπως εκδηλώθηκε με τη γαλλική επέμβαση στην Ισπανία, την επέμβαση των Αψβούργων στην Ιταλία και τη μεγάλη σημασία της ρωσικής πολιτικής για την Ελλάδα.
Παράλληλες εξελίξεις και διαφορές
Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική επανάσταση εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο πολιτικών συνταγματικών συγκρούσεων στον χώρο της Μεσογείου. Υπάρχουν βέβαια και εμφανείς διαφορές, όπως η πολύ μεγαλύτερη απήχηση με τη μορφή του Φιλελληνισμού, αλλά και σχετικά με την επιδιωκόμενη συνταγματική τάξη και τις αρχικά παρόμοιες αντιδράσεις στο πλαίσιο της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης, που όμως εξελίχθηκαν γρήγορα σε διαφορετικές κατευθύνσεις: έπειτα από τους αρχικούς δισταγμούς, το σχέδιο μιας ανεξάρτητης Ελλάδας βρήκε απήχηση, σε αντίθεση με τα σχέδια φιλελευθεροποίησης στην Ιταλία και την Ισπανία. Αυτό σχετιζόταν οπωσδήποτε και με την εκάστοτε διαφορετική εξέλιξη: όταν η σύγκρουση για το μέλλον της Ελλάδας όδευε προς την κορύφωση, οι άλλες συγκρούσεις είχαν ήδη, τουλάχιστον φαινομενικά, ειρηνευτεί και οι δυνάμεις επέμβασης σχεδόν αποχωρούσαν. Εκτός αυτού, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια περιοχή η οποία μόνο εν μέρει εντασσόταν στην Τάξη Πραγμάτων της Βιέννης· για το μέλλον της είχαν συζητηθεί μετά το 1800 διάφορα σενάρια, στα οποία όμως δεν εστίασαν ούτε οι διαπραγματεύσεις της Βιέννης ούτε οι επακόλουθες διασκέψεις. Έτσι λοιπόν, η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο εμφανιζόταν σημαντικά πιο αβέβαιη από εκείνη στη Δυτική Μεσόγειο.
Κατάταξη
Ποια είναι τα συμπεράσματα από αυτές τις διαφορετικές εμπειρίες για την αξιολόγηση της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης; Ένα σημαντικό συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι ότι αυτά τα συμπεράσματα πρέπει να διαφοροποιηθούν τοπικά, τόσο στη λογική τους όσο και στις επιπτώσεις τους – ακόμα και σε μια τόσο πυκνά δικτυωμένη περιοχή όπως είναι ο μεσογειακός κόσμος, οι περιφερειακές συνέπειες ήταν δομικά εντελώς διαφορετικές. Βέβαια, υπάρχει παντού μια δομική ασάφεια: το κίνημα του Φιλελληνισμού θεωρείται δικαίως εκδήλωση της έμμεσης διαμαρτυρίας εναντίον της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης, ταυτόχρονα όμως –λ.χ. στη Βαυαρία, αλλά και πέρα από αυτήν– επενέργησε με μια ορισμένη χρονική απόσταση έμμεσα ως επιβεβαίωση της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων (Klein, 2000). Αυτή η αμφισημία αντικατοπτρίζεται και στις σύγχρονες ερμηνείες. Ο Ρίχαρντ Έβανς (Richard Evans) υπογραμμίζει τη σημασία των εμπειριών της ναπολεόντειας περιόδου για τις αντιπαραθέσεις της δεκαετίας του 1820 στην Ευρώπη, προπάντων τις συγκρούσεις ανάμεσα σε μια ομάδα σχετικά νέων αξιωματικών και δημόσιων λειτουργών που είχαν κοινωνικοποιηθεί στις δομές μιας ναπολεόντειας διοίκησης, είχαν επιζήσει μετά τις πολιτικές εκκαθαρίσεις της Παλινόρθωσης, απέρριπταν όμως την αναποτελεσματικότητα και τα δρακόντεια μέτρα των παλινορθωμένων καθεστώτων. Αυτή η ερμηνεία παραπέμπει σε διαφορές εμπειριών. Το ναπολεόντειο πείραμα είχε βέβαια κινήσει το ενδιαφέρον στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε προκαλέσει όμως εμφανώς λιγότερες πρακτικές μεταρρυθμίσεις ακόμα και από τη Ρωσία. Ως εκ τούτου εκεί η βάση για έναν παλινορθωτικό συμβιβασμό δεν ήταν τόσο σταθερή όσο σε άλλες περιοχές του μεσογειακού κόσμου, παρότι οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις σταθεροποίησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την ελληνική ανεξαρτησία (Evans, 2016, 53, 62–3). Ο Βίλιμπαλντ Στάινμετς (Willibald Steinmetz) υπογραμμίζει εντονότερα ότι η τάξη πραγμάτων της Βιέννης δοκιμάστηκε ουσιαστικά επιτυχώς στη Δυτική Μεσόγειο – από την άποψη της καταλλαγής των δρώντων, λιγότερο από τη σκοπιά των κρατών της Παλινόρθωσης και των κατοίκων τους. Η Τάξη Πραγμάτων της Βιέννης δεν επεξεργάστηκε κάποια προοπτική για την Ανατολική Μεσόγειο. Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, λοιπόν, πρέπει να κατανοηθεί ως καθυστερημένη ενσωμάτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ασφάλειας, έστω και με απώλεια εδαφών (Steinmetz, 2019, 271–282). Ο Τζεμίλ Αϊντίν (Cemil Aydin) αντίθετα θεωρεί την ανεξαρτησία της Ελλάδας αποδεικτικό στοιχείο για την αμφισβήτηση των «αντεθνικών αρχών του Συνεδρίου της Βιέννης» από τις ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις, η οποία προοπτικά αποτελούσε αμφισβήτηση της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης (Aydin, 2016, 97). Οι προοπτικές λοιπόν της Τάξης Πραγμάτων της Βιέννης στη δεκαετία του 1820 παραμένουν πολλαπλές και στηρίζουν την ισχύ των θέσεων που σκιαγραφήθηκαν στην αρχή, οι οποίες προπάντων παραπέμπουν στην περιπλοκότητα της κατάστασης: ενώ η επικέντρωση στην εθνικοποίηση προμηνύει άμεσα τους πολέμους και τις κρίσεις του ύστερου 19ου αιώνα, η υπόδειξη της σταθεροποίησης και της ικανότητας για μεταρρυθμίσεις καταδεικνύουν μάλλον τη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη επιτυχία.