Προνοιακή αντίληψη της ιστορίας και πατριαρχική αντίληψη της μοναρχίας
Στο κοσμοείδωλο της Αμαλίας η εγκόσμια τάξη στηρίζεται στους ώμους των εστεμμένων. Ο μοναρχικός ρόλος είναι μια θεόθεν ορισμένη αποστολή, από την οποία απορρέουν αναπόδραστες ευθύνες. Η Πρόνοια αναλαμβάνει την τιμωρία των κακών, εφόσον ο μονάρχης είναι ενάρετος. Η βασίλισσα ήταν πεπεισμένη πως θεϊκό χέρι έριξε από το άλογό του τον πρεσβευτή της Τουρκίας και έφερε κακοτυχία σε όλους τους εχθρούς της: επαναστάτες, μίσθαρνους γραφιάδες των εφημερίδων, ακόμη και στην αλαζονική Αγγλία, που ήταν ζήτημα χρόνου να σβήσει από τον χάρτη των εθνών.1Μπούσε, 2011*, τ. Α, 868 και τ. B, 143, 368, 584. (*Στο εξής, όπου δεν αναφέρεται άλλη ένδειξη, εννοείται αυτό το έργο.) Παρά τη χριστιανική της ταπεινότητα, εμφορείτο από μια γνήσια πίστη στην ηθική ανωτερότητα του μονάρχη μέσα στην πλάση. Οι βασιλείς είναι οι εκπρόσωποι του Θεού στη γη. Με αυτό το επιχείρημα πείστηκαν οι καλόγεροι του Οσίου Σεραφείμ να επιτρέψουν στην Αμαλία να εισέλθει στο εσωτερικό της μονής τους, όπου καμία κοινή θνητή δεν είχε γίνει ως τότε δεκτή (Α, 794-795). Η ισοπολιτεία την προβλημάτιζε, ακόμη και όταν αναφερόταν στην Πολιτεία του Θεού. Όταν ο ιερέας της Αυλής της άρχισε την προσευχή του με τη φράση: «Συγχώρεσε στον βασιλιά τον δούλο σου, τον αγαπημένο μας ηγεμόνα, την οφειλή του, όπως και εκείνος συγχωρεί τους οφειλέτες του», η Αμαλία έγραψε προβληματισμένη στον πατέρα της: «Αυτό είναι βέβαια το νόημα του ‘Πάτερ Ημών’, αλλά να αρχίζει την προσευχή για τον βασιλιά σαν να είναι δολοφόνος και φονιάς, το βρίσκω περίεργο.» (A, 375). Βασιλείς και ελληνικός λαός μοιράζονταν μια ριζωμένη στη μεγάλη ιστορική διάρκεια αναπαράσταση του Ηγεμόνα – Κηδεμόνα (Ροτζώκος, 1995, 85-86), ο οποίος προστατεύει τους υπηκόους του από τις ιδιοτελείς ελίτ αλλά και από τη δική τους ανωριμότητα. Η Αμαλία παρομοίαζε τον εαυτό της και τον Όθωνα με ένα ζευγάρι πουλιών που «όταν φεύγει το ένα, φυλάει το άλλο τη φωλιά.» (B, 651). Οι υπήκοοί της ήταν παιδιά, τα οποία της ήταν ακόμη πιο αγαπητά επειδή ήταν άτακτα. Ακόμη και οι υπουργοί της ήταν «σαν παιδιά, καλά όμως παιδιά, που μπορείς να τα καθοδηγήσεις.» (Β, 679. Βλ. ακόμη: Α, 411 και 453)
Οι εκλογές και η πολιτική ήταν επικίνδυνα παιχνίδια που ο σώφρων πατέρας δεν ήθελε εξ αρχής να επιτρέψει στα παιδιά του. Αφότου εξαναγκάστηκε στην παραχώρηση συντάγματος, ο Όθων χρειάστηκε να σπεύσει έφιππος αρκετές φορές για να εμποδίσει την αιματοχυσία μεταξύ θερμοκέφαλων ψηφοφόρων. Όταν τα εξημμένα πλήθη ζητούσαν να τον συνοδεύσουν ζητωκραυγάζοντας μέχρι το παλάτι, τους εξηγούσε υπομονετικά ότι ο σκοπός ήταν να γυρίσουν εκείνοι στα σπίτια τους, και όχι να πάνε όλοι μαζί στο δικό του. Η Αμαλία περιγράφει μια τέτοια περίσταση, όπου ο βασιλιάς, για να γλιτώσει από την οχληρή λατρεία τους, προφασίστηκε ότι σκόπευε να κάνει έναν περίπατο με το άλογο και αναγκάστηκε να κάνει άσκοπους κύκλους στην πόλη (A, 623-625). Οι μοναρχικοί αντιλαμβάνονται την πολιτική εξουσία κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της πατριαρχίας. Βλέπουν τη μοναρχία ως οικογένεια και την οικογένεια ως μοναρχία. Αμφότερες προάγουν τον σεβασμό στην ιεραρχία και την αίσθηση του καθήκοντος – απαραίτητα συστατικά της κοινωνικής ευταξίας (McMahon, 2002, 133-138). Η μοναρχική ιδιότητα, όπως και ο γονεϊκός ρόλος, αποτελεί ιερό και αναπόδραστο καθήκον. Γι’ αυτό η Αμαλία αποδοκίμασε την απόφαση του πεθερού της Λουδοβίκου να παραιτηθεί από τον θρόνο της Βαυαρίας:
Θεωρώ ότι έβλαψε και πάλι τη μοναρχία, γιατί αυτή την εποχή επιτρέπεται λιγότερο από κάθε άλλη φορά να δείχνουμε στον κόσμο ότι βγάζουμε τον βασιλικό μανδύα με την ίδια ευκολία που ένας δημόσιος υπάλληλος βγάζει το πανωφόρι του, και το στέμμα σαν να ήταν καπέλο. Η ιδέα ότι το αξίωμα και το πρόσωπο που το φέρει είναι αδιαίρετα πρέπει να διατηρηθεί ακλόνητη. (B, 402)
Ο ίδιος ο Max Weber δεν θα μπορούσε να δώσει έναν καλύτερο ορισμό της παραδοσιακής εξουσίας, όπου το αξίωμα είναι το πρόσωπο που το κατέχει, και η νομιμοποίησή του στηρίζεται στο «αιώνιο χθες, που το καθαγιάζει μια εγκυρότητα που χάνεται στα βάθη του παρελθόντος» (Weber, 2004, 14). Ο μονάρχης είναι η ίδια η χώρα του, γι’ αυτό και ο Όθων απόρησε πραγματικά όταν, σε κάποια από τις συνήθεις διπλωματικές κρίσεις, ένας υπουργός του επιχείρησε να διαχωρίσει τα δύο. «– Δεν πρόκειται περί υμών, μεγαλειότατε, είπεν ο υπουργός. Αλλά περί της Ελλάδος. Και ο βασιλεύς ηρώτησεν απορών. – Ώστε είναι άλλο η Ελλάς και άλλο εγώ;» (Τσοκόπουλος, 1905, 152).
Η σημασία του πρωτοκόλλου και ο θεσμοποιητικός ρόλος της μοναρχίας
Η υποταγή στο πρωτόκολλο σε βάρος των προσωπικών αισθημάτων αποτελεί και αυτή μέρος της θυσίας που ο κάθε εστεμμένος οφείλει στην ανθρωπότητα. Μέσω της τήρησης του πρωτοκόλλου επιβεβαιώνεται η αυθεντία του «αιώνιου χθες» στα μάτια του λαού και η κοινωνία καταφάσκει στους προαιώνιους κανόνες που τη συνέχουν. Παραβιάζοντας το πληκτικό πρωτόκολλο για να δώσει χώρο στη φαντασία ή την άνεσή του, ο μονάρχης υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια της εξουσίας του, βάζοντας ολόκληρη την κοινωνία σε περιπέτειες. Όπως παρατήρησε ο θεωρητικός της μοναρχίας Ζοζέφ ντε Μεστρ, όσο πιο πληκτική η ζωή της Αυλής, τόσο πιο ξένοιαστος ο λαός (Maistre, 1999, 28). Το πρωτόκολλο κρατά αλώβητο το κύρος του μοναρχικού θεσμού, υπογραμμίζοντας την απόσταση που χωρίζει τον μονάρχη από τους κοινούς θνητούς. Γι’ αυτό όταν η Αμαλία είδε τον κουνιάδο της να περπατά αγκαζέ με τους φίλους του, βρήκε την εικόνα ανάρμοστη.
Ποιος φταίει τελικά που χάθηκε η αίγλη που περιέβαλε παλαιότερα τους ηγεμόνες; Οι ίδιοι. Ήθελαν να απολαμβάνουν όλα όσα κάνουν τη ζωή του ιδιώτη ευχάριστη, να μην περιορίζουν τον αυθορμητισμό τους. Δεν ήταν ικανοί να φανούν μεγάλοι, πρότυπα για τους λαούς, ήθελαν να διασκεδάζουν. Σαν να βρισκόμαστε σε αυτό τον κόσμο για τη διασκέδασή μας! (B, 182)
Η ίδια τηρούσε κατά γράμμα το πένθος για τον θάνατο άγνωστων σε εκείνη μελών ξένων βασιλικών οίκων, όσο κι αν αυτό της χαλούσε τα σχέδια για τον εορτασμό της αποκριάς ή την ανάγκαζε να αποχωριστεί τις δροσερές καλοκαιρινές φορεσιές της (Β, 372, 441). Οι τύποι βάρυναν περισσότερο και από την αδελφική σχέση, όταν η Αμαλία δεν παρέστη στον γάμο του αδελφού της στο Ολδεμβούργο, για να μην αναγκαστεί η νεαρή κουνιάδα της να της αποδώσει τις τιμές που άρμοζαν σε μια εστεμμένη που θα γνώριζε για πρώτη φορά. Δεν θα ήταν πρέπον να γίνει η βασίλισσα της Ελλάδας το τιμώμενο πρόσωπο εις βάρος της νύφης. Από την άλλη, το ενδεχόμενο να μην της αποδοθούν τιμές δεν ήταν προς συζήτηση (B, 735-737). Μέσω της ευλαβικής τήρησης του πρωτοκόλλου σε διάφορες επίσημες περιστάσεις, ο θρόνος υπογράμμιζε τον ενοποιητικό του ρόλο και θεσμοποιούσε τους διάφορους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η Αμαλία γνώριζε πολύ καλά την ομογενοποιητική και ηθοπλαστική λειτουργία της Αυλής της, γύρω από την οποία συγκροτήθηκε πραγματικά μια ολόκληρη νέα κοινωνία, μέσα από όλα τα ετερόκλητα στοιχεία που την αποτελούσαν (Τσοκόπουλος, 1905, 51). Ένας βασιλικός χορός ήταν μια πιστή απεικόνιση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας του ελληνικού βασιλείου: διπλωμάτες, πρόξενοι, αξιωματικοί των στόλων των προστάτιδων δυνάμεων που βρίσκονταν αγκυροβολημένοι στον Πειραιά, αξιωματικοί διερχόμενων πλοίων, βουλευτές, γερουσιαστές, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι αλλά και ιδιώτες: ξένοι ταξιδιώτες που τύχαινε να βρίσκονται στην Αθήνα, μέλη εύπορων οικογενειών της πρωτεύουσας και πρώην υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι. Μετά την 3η Σεπτεμβρίου και την εφαρμογή του Β’ Ψηφίσματος περί ετεροχθόνων,2Το Β‘ Ψήφισμα περί ετεροχθόνων (για πολλούς σημαντικότερο και από το ίδιο το σύνταγμα), απέκλειε από τη δημόσια υπηρεσία όσους είχαν γεννηθεί εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους. Από το ψήφισμα εξαιρέθηκαν οι ετερόχθονες Αγωνιστές. Για τη διαμάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων βλ. Δημάκης, 1991. η πρόσκληση ετεροχθόνων που βρέθηκαν στην απομαχία αποκαθιστούσε συμβολικά την αδικία που είχαν υποστεί «εξαιτίας του μικρόψυχου διατάγματος» (A, 698-699). Όλοι αυτοί οι προσκεκλημένοι συνοδεύονταν από τις γυναίκες και τις κόρες τους. Το σύνολο ανερχόταν σε 600-700 άτομα. Πέρα από τους χορούς, άλλες επίσημες περιστάσεις όπως τα αποβατήρια (οι επέτειοι της αποβίβασης των βασιλέων σε ελληνικό έδαφος) και οι εορτασμοί της 25ης Μαρτίου αποτελούσαν ένα tableau vivant που αποτύπωνε ταυτόχρονα τον ενοποιητικό ρόλο της ελληνικής μοναρχίας, την αποδοχή της από τις ευρωπαϊκές εγγυήτριες Δυνάμεις, και τη θέση του κάθε πολιτειακού παράγοντα μέσα στο βασίλειο.
Μετά τη συνταγματική επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το αυλικό πρωτόκολλο τροποποιήθηκε ώστε να συμβαδίζει με τον αναβαθμισμένο ρόλο που κατέκτησε το γηγενές πολιτικό προσωπικό μετά την αποχώρηση των Βαυαρών. Ταυτόχρονα, αποτύπωνε την εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στα πολιτειακά σώματα: τη Γερουσία, τη Βουλή, την Κυβέρνηση, το Ανακτοβούλιο. Για να τιμήσει τα νεοσύστατα νομοθετικά σώματα, η βασίλισσα έπρεπε στο εξής να χορεύει με τους προέδρους τους, πριν χορέψει με τον πρόεδρο της βασιλικής κυβέρνησης. Αρχικά, οι ντόπιοι πολιτικοί ικανοποιήθηκαν με την αναβάθμισή τους. Σύντομα όμως δημιουργήθηκαν νέες δυσαρέσκειες σχετικά με τη σειρά των χορευτών, καθώς με το να προηγηθεί ο πρόεδρος της γερουσίας δινόταν προβάδισμα στο σώμα που διόριζε ο βασιλιάς και όχι στη βουλή, που ψηφιζόταν από τον λαό. Η άκομψη διαμαρτυρία του οξύθυμου προέδρου της Βουλής οδήγησε σε μια σειρά κωμικών επεισοδίων. Μεταξύ των ξένων πρεσβευτών σημειώθηκαν επίσης διαγκωνισμοί και δυσαρέσκειες σχετικά με τη σειρά προτεραιότητας στον χορό της πολωνέζας. Περιπτώσεις μη τήρησης του πρωτοκόλλου όξυναν τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ των διπλωματικών αποστολών (A, 708, 722, 725). Αμφισβήτηση της αυλικής εθιμοτυπίας ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση του θεσμοποιητικού ρόλου του βασιλιά. Αυτό έκανε και ο άγγλος πρέσβης όταν, με διάφορες προφάσεις, δεν παρίστατο στις επετειακές εκδηλώσεις ή δεν απέδιδε τις δέουσες τιμές ή εμφανιζόταν στους χορούς του παλατιού φορώντας προκλητικά «το παράσημο του ‘Order of the bath’, αντί για το παράσημο της ελληνικής Αυλής (A, 873). «Οι Άγγλοι την ημέρα των αποβατηρίων μου δεν χαιρέτησαν [με κανονιοβολισμούς], με τη δικαιολογία ότι βάφουν τα κανόνια τους» (B, 382), γράφει με πικρία η Αμαλία. Ακόμη και στις ιερουργίες στο παλάτι, το πρωτόκολλο είχε μεγάλη σημασία, καθώς ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ της Αυλής, των ορθοδόξων πιστών, των πιστών των άλλων δογμάτων και των αντίστοιχων εκκλησιών αλλά και των Αυλών από τις οποίες προέρχονταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Η Αμαλία περιγράφει συγκρούσεις μεταξύ του καθολικού και του διαμαρτυρόμενου ιερέα που μοιράζονταν την αγία τράπεζα του βασιλικού παρεκκλησιού αλλά και μεταξύ του ιερέα της Αμαλίας και του αγγλικανού ιερέα της πόλης σχετικά με το ποιος θα εγκαινίαζε το κοινό τους νεκροταφείο.
Γράψε μου, αγγελικέ μου πατέρα, τι τηρείται στον τόπο μας στις εκκλησίες στις οποίες διαμαρτυρόμενοι και καθολικοί κάνουν μαζί τη θεία λειτουργία; Υπάρχουν δύο Άγιες Τράπεζες, δηλαδή μία για κάθε δόγμα; […] Οι ιερωμένοι είναι πονηροί και περιμένουν με υπομονή τη θέση από την οποία μπορούν να πληγώσουν διπλά και να προκαλέσουν θόρυβο. Εδώ όταν δημιουργούνται τέτοιες διαφωνίες είναι διπλό το κακό… (Α, 422. Βλ. ακόμη: Α, 197, 389, 604 και Β, 354).
Προσωπολατρία και ενδυνάμωση του πολιτεύματος
Σύμφωνα με τον ντε Μεστρ, η μοναρχία είναι το μόνο καθεστώς όπου η προσωπολατρία ενδυναμώνει το πολίτευμα. Σε μια δημοκρατία, η αγάπη για την αφηρημένη οντότητα που λέγεται «λαός» επιμερίζεται και αποδυναμώνεται. Ο λαός δεν γνωρίζει πού εδρεύει η δύναμή του και, επειδή έχει ανάγκη να βλέπει την εξουσία, συνεργεί ο ίδιος στο να συγκεντρωθεί σε συγκεκριμένα άτομα, αποκτώντας μια θαυμαστή ένταση (Maistre, 1999, 87-89). Η Αμαλία πίστευε ότι η μακραίωνη διαβίωση του ελληνικού λαού σε συνθήκες ασιατικού δεσποτισμού τον καθιστούσε δεκτικό στις εκδηλώσεις μοναρχικού μεγαλείου (B, 182). Όποτε αισθάνονταν την ανάγκη να συσφίξουν τους δεσμούς με τον λαό τους, οι βασιλείς πραγματοποιούσαν περιοδείες που λειτουργούσαν ταυτόχρονα και ως δημοσκοπήσεις, καθησυχάζοντάς τους σχετικά με τη δημοφιλία τους. Οι χωρικοί τούς υποδέχονταν ενθουσιωδώς: Τους έραιναν με λουλούδια και κολόνια, άπλωναν κλινοσκεπάσματα στον δρόμο τους, σχημάτιζαν λαοθάλασσες με μουσικά όργανα, κεριά ή πυροφάνια στις βάρκες τους. Σε αντίθεση με άλλες μακραίωνες μοναρχίες, όπου αυτά τα τελετουργικά διέθεταν ένα άχρονο μεγαλείο, αντίστοιχο με εκείνο της εκκλησιαστικής ζωής, στην Ελλάδα αυτές οι εκδηλώσεις ήταν κάτι νέο και αυθόρμητο, «μια παράδοση εν τω γίγνεσθαι, που ωστόσο ενσωμάτωνε κάτι από τον μυθικό απόηχο της βυζαντινής μεγαλοπρέπειας» (Σταματόπουλος, 2015, 309). Κάποιες φορές οι εκδηλώσεις αυτές ξεπερνούσαν τα όρια:
Μια γυναίκα, ή μάλλον πάρα πολλές γυναίκες μου φιλούσαν το χέρι και σχεδόν με τραβούσαν από το άλογο, και τη στιγμή που έσκυβα λίγο, αυτή η γυναίκα μού χύνει ένα ολόκληρο μπουκάλι [κολόνια] στο πρόσωπο, και μάλιστα στο μάτι. Μου ήρθε να ουρλιάξω από τον πόνο. Με το ένα χέρι κρατούσα το μάτι μου, ενώ το άλλο το κρατούσαν οι γυναίκες. (A, 116)
Ο βιογράφος της Αμαλίας Τσοκόπουλος αναφέρει ότι οι χωρικοί, με φρενιτιώδη επιμονή, προσέφεραν στους βασιλείς αυγά και όρνιθες (Τσοκόπουλος, 1905, 37). Παρά τον υπερβάλλοντα ζήλο τους, οι Έλληνες εμφορούνταν από ένα μάλλον εξισωτικό πνεύμα. Οι στρατιωτικές και πολιτικές ελίτ που προήλθαν από τις αποκεντρωμένες κοινότητες της οθωμανικής περιόδου και τον πρόσφατο πόλεμο της ανεξαρτησίας ήταν αδιαβάθμητες ως προς την κοινωνική τάξη και το κύρος.3Για ένα πορτραίτο των στρατιωτικών ελίτ βλ. Παπαγεωργίου, 2000, κεφάλαιο 4. Οι αξιωματούχοι αγνοούσαν την ετικέτα και συχνά φέρονταν στους βασιλείς με εξαιρετική αγένεια. Σύμφωνα με τον Εντμόντ Αμπού, κάποτε η γυναίκα ενός δημάρχου χτύπησε την κοιλιά της βασίλισσας, ρωτώντας την αν κουβαλούσε έναν διάδοχο εκεί μέσα (Αμπού, 1927, 140). Η χρήση του ενικού αριθμού, τα σχόλια επί προσωπικών ζητημάτων, οι προσφωνήσεις που προσιδίαζαν σε μανάβισσα και όχι σε εστεμμένη, αγανακτούσαν και ενίοτε διασκέδαζαν την βασίλισσα.
Ο πρόθυμος χωροφύλακας με ρωτούσε: ‘κυρά βασίλισσα, έχετε ξαναδεί τέτοιες ωραίες λεμονιές;’ Και μετά από λίγο: ‘κυρά βασίλισσα, είμαστε μόνο δύο χωροφύλακες εδώ.’ Κόντεψα να πέσω από το άλογο, τόσο προσπαθούσα να καταπνίξω το γέλιο μου. (B, 248)
Στις περιοδείες αυτές οι βασιλείς διέμεναν σε αντίσκηνα ή φιλοξενούνταν σε μονές και σπίτια προυχόντων, γεμάτα έντομα και υγρασία. Όταν αργότερα οι οικοδεσπότες τους προσκαλούνταν στο παλάτι, εκπλήσσονταν βλέποντας το βασιλικό ζεύγος στο φυσικό του περιβάλλον.
Το ίδιο συνέβη και τώρα τελευταία, όταν με επισκέφθηκε για να υποβάλει τα σέβη του ο ηγούμενος ενός μοναστηριού, ο οποίος πέρυσι μας είχε οδηγήσει στην κορυφή της Οίτης. […] Μας είχε δει μόνο στη σκηνή, μέσα στη βροχή και το χιόνι, πάνω στα άλογα ή να προσπαθούμε να στεγνώσουμε τα ρούχα μας στη φωτιά. Και τώρα ο απλός αυτός άνθρωπος μπήκε μέσα στην αίθουσα του θρόνου μου με τα πολλά φώτα. Τα είχε τελείως χαμένα… (Β, 29).
Για τις ελίτ του τόπου, παλιές και νεόκοπες, το τελετουργικό της υποδοχής των βασιλέων αποτελούσε μια ευκαιρία για να επανεπιβεβαιώσουν την κοινωνική τους θέση. Σε όποιο μέρος επισκέπτονταν οι βασιλείς, οι τοπικοί άρχοντες έμπαιναν επικεφαλής της πομπής που τους συνόδευε. Όπως περιγράφει η Αμαλία: «Καθένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα είχε μαζί του και έναν που του κρατούσε το τσιμπούκι του, καθώς και έναν που περπατούσε δίπλα του και κρατούσε το τουφέκι του, ωραιότατα διακοσμημένο, πολύ συχνά με ασήμι.» (Α, 119). Πίσω τους ακολουθούσαν φαλαγγίτες (ένα τιμητικό σώμα απόμαχων Αγωνιστών του ’21) και δημόσιοι υπάλληλοι. Συνήθως οι γυναίκες τραγουδούσαν στίχους που υμνούσαν την ομορφιά της βασίλισσας, ενώ οι άνδρες περιτριγύριζαν τον Όθωνα για να του εκφράσουν τα παράπονά τους για τις αυθαιρεσίες των τοπικών αρχόντων, συνεχίζοντας μια μακραίωνη παράδοση που θεωρούσε τους βασιλείς ανεύθυνους και τους αξιωματούχους τους διεφθαρμένους (Κοταρίδης, 1993, 117).
Ο ελληνικός θρόνος ως οργανική συνέχεια της Επανάστασης και επίκεντρο της νέας κοινωνίας
Η βασιλεία του Όθωνα ήταν ένας φόρος τιμής στην κλασική Ελλάδα, όπως ήταν αναμενόμενο από τον γιο ενός διάσημου φιλέλληνα.4Πολίτης, 2008, 74-76. Για τον Λουδοβίκο βλ. ακόμη τα κεφάλαια: «Αναζητώντας τη χώρα των Ελλήνων με την ψυχή: Ο Λουδοβίκος Α´ της Βαυαρίας και ο φιλελληνισμός» και «Η Ελλάδα στη Βαυαρία: Τα κτίσματα του βασιλιά Λουδοβίκου του Α´» στο: Seidl, 1984. Την ίδια στιγμή όμως, καμία νέα δυναστεία δεν θα έπρεπε να αγνοήσει την εθνική χρησιμότητα του ιδεότυπου του «Αγωνιστή». Ο τόπος διέθετε από τα προεπαναστατικά χρόνια τις δικές του ελίτ, οι οποίες ενίσχυσαν το κύρος τους μέσα από την ελληνική Επανάσταση. Ο βασιλιάς επέλεξε διακεκριμένους Αγωνιστές για να τον υπηρετήσουν ως υπασπιστές. Έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση στους ετερόχθονες, σε μια κίνηση κατευνασμού του ξενηλατικού πνεύματος που επικρατούσε στην Ελλάδα τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες.5Τσοκόπουλος, 1905, 70. Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο νέος βασιλιάς περιστοιχιζόταν από ανθρώπους του Αγώνα. Η βασίλισσα, από την άλλη, προτίμησε κόρες και αδελφές Αγωνιστών ως κυρίες της Τιμής, περιφρονώντας τις εκλεπτυσμένες, κοσμοπολίτισσες Φαναριώτισσες.6Στο ίδιο, 55-57. Αντιμετώπιζε τις άπειρες αυτές κοπέλες που, όπως παρατήρησε ο Τσοκόπουλος, εξήλθαν από τον οίκο τους και εισήλθαν στο παλάτι (Στο ίδιο, 46), ως εχέγγυο για τα αγνά ήθη της Αυλής, τα οποία στη συνέχεια θα διαχέονταν στην αθηναϊκή και την ευρύτερη ελλαδική κοινωνία. Η βασίλισσα προσπαθούσε συνειδητά να αποφύγει τους κινδύνους του εξευρωπαϊσμού, με την ακραία εκκοσμίκευση, τον υλισμό και τις κακοχωνεμένες αδιάλλακτες ιδεολογίες του. Οι κυρίες επί των Τιμών της, θα γίνονταν πολιτισμένες αλλά σεμνές, «ανατολίτισσες Ευρωπαίες», που θα ενσάρκωναν ιδανικά αυτήν την ελληνογερμανική διασταύρωση πολιτισμών που πραγματοποιήθηκε στα χρόνια του Όθωνα. Με αυτούς τους τρόπους, οι νέοι βασιλείς εμφάνιζαν τον θρόνο τους ως οργανική συνέχεια της Επανάστασης και ταυτόχρονα αποκτούσαν κάποιον έλεγχο επάνω στα επικίνδυνα τζάκια, που ανά πάσα στιγμή ήγειραν αξιώσεις και ήταν έτοιμα να αναμειχθούν σε ταραχές.
Η νοοτροπία των Αγωνιστών να χρησιμοποιούν την εξέγερση ως μέσο διαπραγμάτευσης με την εκάστοτε εξουσία, όπως έκαναν με τους Οθωμανούς την εποχή των αρματολικιών (Κοταρίδης, 1993, 133), αγανακτούσε την Αμαλία, για την οποία το αξίωμα του στρατιωτικού σήμαινε πάνω απ’ όλα τιμή και πίστη στον μονάρχη.
Εδώ οι πάντες θέλουν να γίνουν στρατηγοί. Τον καιρό της Επανάστασης η κυβέρνηση δεν είχε λεφτά και μοίραζε διπλώματα.[…] Εγώ θα έβαζα αυτούς τους κυρίους σε τάξη, ο Όθων είναι υπερβολικά καλός. Οι κύριοι αυτοί δεν έχουν ιδέα τι οφείλουν στο αξίωμα του βασιλιά. (Α, 326)
Παρά τα παράπονά της, η Αμαλία συμπαθούσε την τάξη των παλικαριών αλλά και τους ντόπιους προύχοντες και τον κλήρο σαφώς περισσότερο από ότι τους Φαναριώτες, τους δυτικοτραφείς διανοούμενους και τους εμπόρους (A, 610, 705). Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση του βασιλιά όταν του ζήτησαν να δεχθεί στο παλάτι του έναν εύπορο έμπορο των Αθηνών, ο οποίος δεν είχε λάβει μέρος στην Επανάσταση.
– Έχει παράσημον; ηρώτησεν ο Όθων.
– Όχι Μεγαλειότατε, απήντησεν ο αυλάρχης.
– Προσέφερεν υπηρεσίας κατά τον Αγώνα; […] Τότε απορώ πώς επιμένει να κληθή, είπεν ο βασιλεύς και τον έσβυσεν από τον κατάλογον. (Τσοκόπουλος, 1905, 76)
Ιδίως οι φίλαρχες τάσεις των Φαναριωτών προκαλούσαν στην Αμαλία την ίδια απέχθεια που προκαλούσαν στον μέσο αυτοχθονιστή υπήκοό της.7Οι Φαναριώτες ήταν ελληνορθόδοξοι αξιωματούχοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από τον 18ο αιώνα ανακηρύσσονταν επίσης Οσποδάροι των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης πολλοί Φαναριώτες εκτελέστηκαν. Από εκείνους που διέφυγαν ορισμένοι έλαβαν μέρος στον αγώνα, ενώ άλλοι κατέφθασαν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση και -χάρη στη μόρφωση, τις διασυνδέσεις και την πολιτική τους εμπειρία- κατέλαβαν αξιώματα, εξοργίζοντας τους αυτόχθονες. Για το αντιφαναριωτικό μένος κατά την οθωνική περίοδο (βλ. Τσακανίκα, 2019, 175-215). Γι’ αυτό και ο αποκλεισμός τους από τη δημόσια υπηρεσία, συνεπεία του Β’ Ψηφίσματος, δεν την δυσαρέστησε.
Το να ξεφορτωθεί κανείς αυτούς τους άχρηστους –ο Θεός να με συγχωρήσει– δεν είναι για το κράτος μεγάλη απώλεια. Γνωρίζω βέβαια ότι υπάρχουν και πολλά αντίθετα επιχειρήματα, αλλά όταν βλέπει κανείς το μίσος του λαού εναντίον τους και συγχρόνως την άθλια συμπεριφορά τους σωπαίνει. Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, είμαι στο βάθος της καρδιά μου υπέρ των Ελλήνων που κατοικούσαν εδώ, αλλά δεν εκφράζομαι φυσικά. (A, 499. Βλ. ακόμη: Α, 373, 501)
Σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από τη διαμάχη αυτοχθόνων – ετεροχθόνων, η βασίλισσα δεν έβρισκε ακατανόητη την ταυτολογία αυτόχθων = Αγωνιστής. Παρότι αντιλαμβανόταν ότι ο αυτοχθονισμός δυσαρεστούσε τους έξω ομογενείς και υπονόμευε τη Μεγάλη Ιδέα,8Η Μεγάλη Ιδέα ήταν το όραμα της εδαφικής επέκτασης και της απελευθέρωσης των «αλύτρωτων» ομογενών, το οποίο μονοπώλησε τις σκέψεις και τις επιθυμίες των Ελλήνων για έναν αιώνα μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (βλ. Σκοπετέα, 1988, 249-309 και Καραφουλίδου, 2018, 229-249). αποδεχόταν κατά βάθος τη συμμετοχή στην Επανάσταση ως κριτήριο διαχωρισμού των υπηκόων της: «Πρέπει να είμαστε δίκαιοι και με τους καημένους τους ανθρώπους που έχασαν στον Αγώνα την περιουσία τους, τους συγγενείς, την υγεία τους, και να μη βάζουμε κάθε νεαρό με ύποπτη προέλευση σε καλύτερη μοίρα από τα παιδιά τους.» (Α, 501). Επιπλέον, οι Ελλαδίτες, τους οποίους η Αμαλία συνήθιζε να αποκαλεί «Έλληνες του κορμού», προσέγγιζαν περισσότερο στο ιδεώδες του υπηκόου που είχε στο μυαλό της. Ήταν απλοί και τραχείς αλλά αμόλυντοι από δυτικούς νεωτερισμούς, ηρωικοί και ευσεβείς. Επιθυμούσε έναν συγκερασμό των δικών τους παραδόσεων με τις φεουδαλικές παραδόσεις της Δύσης. Ως ελάχιστη έκφραση αυτών των ρομαντικών της προσδοκιών, επέλεγε να ταξιδεύει στο εξωτερικό με το όνομα «Κόμισσα του Μεσολογγίου».9Α, 140. Το Μεσολόγγι, η πόλη της ηρωικής Εξόδου, όπου πέθανε ο λόρδος Βύρων, είναι εμβληματικός τόπος για την Ελληνική Επανάσταση. Η ενσωμάτωση της Επανάστασης στη γενεαλογία του ελληνικού βασιλείου αποτυπώνεται εναργώς στις ενδυματολογικές επιλογές του βασιλικού ζεύγους, καθώς και στη διακόσμηση του παλατιού τους. Υιοθέτησαν την παραδοσιακή ενδυμασία για τις επίσημες εμφανίσεις τους και την επέβαλαν σε κυρίες των Τιμών και σε υπασπιστές, ακόμη και αν αυτοί συνήθιζαν προηγουμένως να φορούν ευρωπαϊκά ρούχα (Τσοκόπουλος, 1905, 37, 68). Η βασίλισσα έβλεπε με μεγάλο καμάρι τον άνδρα της να παρίσταται σε τελετές μνήμης για το 1821, ενδεδυμένος με την ηρωική φορεσιά των παλληκαριών. Γράφει στον πατέρα της πως ο σύζυγός της ταξίδεψε στο Μεσολόγγι για την τελετή ενταφιασμού των οστών του Μάρκου Μπότσαρη: «Φοράει την ελληνική ενδυμασία, και μάλιστα μόνο την κοντή ζακέτα, που του πάει πάρα πολύ.» (Α, 145).
Δίπλα στις απεικονίσεις των ολύμπιων θεών που κοσμούσαν το γραφείο του Όθωνα, έβρισκαν τη θέση τους δώδεκα σημαντικές στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης και δώδεκα πορτραίτα διακεκριμένων Αγωνιστών. Ένα σύγχρονο δωδεκάθεο, δίπλα στο αρχαίο (Α, 312). Στα γράμματά της η Αμαλία αναφέρει συχνά αυτούς τους άξεστους αλλά γενναίους παραδοσιακούς ενόπλους ως δείγματα ανατολίτικου εξωτισμού − μια οργανική ενότητα με το νότιο τοπίο που τόσο αγαπούσε. Η συναναστροφή μαζί τους δεν την άφηνε να πλήξει ποτέ. Η περιγραφή ενός υπαίθριου δείπνου προς τιμήν των βασιλέων στην Καλαμάτα μάς δίνει μια ιδέα:
Μια ρουκέτα που έριξαν […] έπεσε πάνω στον Πλαπούτα και έβαλε φωτιά στη φουστανέλα του. Πριν πάμε εκεί που δινόταν το δείπνο, μας είχαν δεχτεί με πολλούς πυροβολισμούς και το άλογό μου είχε τόσο πολύ αγριέψει, που δεν μπορώ να καταλάβω πώς δεν με έριξε. (Β, 87)
Οι παραδοσιακοί ένοπλοι βρίσκονταν πλησιέστερα στο μεσαιωνικό ηρωικό πνεύμα που θαύμαζε η Αμαλία, ενώ η παρουσία τους υποσχόταν μελλοντική επέκταση των συνόρων. Θεωρούσε την έλλειψη καλλιέργειας που τους διέκρινε μικρότερο πρόβλημα από την ημιμάθεια και την ανευλάβεια των δυτικοτραφών και νεωτεριστών διανοουμένων. Ακόμη και στους ληστές που συνάντησε διέγνωσε φόβο θεού και ιπποτικό χαρακτήρα (Β, 60). Την έθλιβε το γεγονός ότι αυτοί οι ήρωες σταδιακά εξέλειπαν, ακόμη κι αν είχαν κάποτε συνωμοτήσει εναντίον του θρόνου. Αναφερόμενη π.χ. στον θάνατο του Νικηταρά έγραψε: «Αυτήν τη στιγμή πέφτουν πυροβολισμοί. Είναι το τελευταίο αντίο από τους συντρόφους του στον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο, τον παλιό αγωνιστή της ελευθερίας. Τι κρίμα! Ο ένας μετά τον άλλο αποσύρονται από τη σκηνή.» (Β, 542).
Ένας εύθραυστος θρόνος
Οι Έλληνες, από τη μεριά τους, χαιρέτισαν τον βασιλιά ως ουδέτερο παρατηρητή ανάμεσά τους. Η απονομή παρασήμων, μια διαδικασία ρουτίνας σε κάθε βασιλική περιοδεία, αποκαθιστούσε τις εύθραυστες ισορροπίες σε μια κοινωνία τραυματισμένη από εμφύλιες διαμάχες. Εκεί όπου το ελληνικό παράσημο άρχισε να γίνεται τετριμμένο, τον ρόλο του ερχόταν να παίξει το παράσημο της βαυαρικής Αυλής ή εκείνο του Ολδεμβούργου. Καθ’ υπόδειξη της Αμαλίας, ο Μεγάλος Δούκας παρασημοφορούσε διάφορους έλληνες υπηκόους. Η κόρη του τον διαβεβαίωνε συχνά για τη θεμελιώδη σημασία που είχε το παράσημο του δουκάτου του για την κοινωνική γαλήνη του δικού της βασιλείου: «Και όποιος πιστεύει ότι μπορεί να περάσει για αφοσιωμένος, λέει παραπονούμενος ‘γιατί δεν μου απονέμεται το παράσημο του Ολδεμβούργου;’» (Β, 24. Βλ. ακόμη: Β, 686). Παρ’ όλα αυτά, η πίστη αυτών των πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων στον όρκο που έδωσαν στο πρόσωπο του βασιλιά δεν ήταν δεδομένη, μαθημένοι καθώς ήταν να αντιμετωπίζουν τις υπηρεσίες τους προς αυτόν όχι ως χρέος αλλά ως διαπραγματεύσιμη εκδούλευση. Τριάντα δύο στάσεις σημειώθηκαν από το 1833 ως την έξωση των βασιλέων το 1862 (Τσοκόπουλος, 1905, 118). Η Αμαλία περιγράφει πολλά άγρυπνα βράδια που πέρασε το βασιλικό ζεύγος σε αναμονή κάποιας φημολογούμενης επανάστασης, εξαναγκασμού του βασιλιά σε ορθόδοξη βάφτιση, ακόμη και έξωσης.
Στη μία κάτι θα ξεκίναγε. Έλεγαν ότι το σύνθημα θα ήταν πέντε πυροβολισμοί. […] Μείναμε ξύπνιοι μέχρι τις δύο. Θα είχαμε περάσει μια πολύ βαρετή βραδιά, αν δεν μας αποζημίωνε ένα υπέροχο φεγγάρι. (Α, 823)
Αχ, να είχε ξημερώσει η αυριανή μέρα, να είχε περάσει η ονομαστική εορτή του Όθωνα. Θα πάμε στην εκκλησία και είπαν ότι τη μέρα αυτή θα φωνάξουν κάτι σχετικό με τη βάπτισή του! (Α, 441)
Ένα βράδυ νόμισα ότι πραγματικά κάτι συμβαίνει. Έπεσαν πάρα πολλές τουφεκιές, πενήντα ως εξήντα. Τελικά ήταν ένα δείπνο που έδιναν οι βουλευτές στην παραλία, από χαρά […] γιατί το σχέδιο του εκκλησιαστικού νόμου πέρασε όπως το θέλαμε […]. Αυτό όμως αναστάτωσε την πόλη, τον Κωλέττη à la tête, ο οποίος νόμισε ότι ο Όθων ήταν στην παραλία για μπάνιο […] κι έστειλε αμέσως εκεί στρατιώτες […]. Πλοία που έφευγαν, διέδωσαν ότι στην Αθήνα έγινε εξέγερση και η Μαυροκορδάτου κατέφτασε κατατρομαγμένη από τον Πόρο, γιατί της είχαν πει ότι ο άνδρας της δολοφονήθηκε στις ταραχές που έγιναν. (Α, 813)
Η επέτειος της 25ης Μαρτίου ήταν πάντοτε μια επίφοβη ημέρα, εξαιτίας του συμβολισμού της αλλά και της αναπόφευκτης συγκέντρωσης πλήθους ενόπλων και λαού στις επιμνημόσυνες τελετές. Γι’ αυτό η Αμαλία βρήκε ευφυές το σχέδιο του Κωλέττη να εορταστεί η επέτειος του 1846 στο Φάληρο, μακριά από την πρωτεύουσα και το παλάτι, ώστε οι παρευρισκόμενοι να κουραστούν και να αποθαρρυνθούν από τη μεγάλη πεζοπορία (Β, 57). Η ανασφάλεια που αισθανόταν κάποιες στιγμές την παρηγορούσε για το γεγονός ότι δεν είχε αποκτήσει διάδοχο, ο οποίος πιθανότατα θα έπεφτε θύμα κάποιου φιλορθόδοξου πραξικοπήματος (Α, 571).
Αυτοκρατορικά όνειρα και ορθοδοξία
Οι βασιλείς ξεπέρασαν πολύ γρήγορα το πρόβλημα της γλώσσας. Ήδη τον Νοέμβριο του 1837 η Αμαλία καμάρωνε για την πρόοδό της στα ελληνικά (A, 103). Η διαφορά δόγματος, ωστόσο, παρέμεινε το μεγαλύτερο ψυχικό εμπόδιο μεταξύ των βασιλέων και του λαού τους. Ο Wolf Seidl σημειώνει:
ο ιερός δεσμός που ενώνει τον βασιλιά με τον λαό του δε μπορούσε να σφυρηλατηθεί. Μοναδική μοναρχική παράδοση της Ελλάδας ήταν η βυζαντινή αυτοκρατορία, μια κατεξοχήν θεοκρατία. Καμιά ευλογία δε δινόταν στον καθυστερημένο της απόγονο, μια πράξη που θα ξεχώριζε τον βασιλιά από τον πρόεδρο και θα του χάριζε το φωτοστέφανο του υπερφυσικού, εξυψώνοντάς τον πάνω από τις έριδες της στιγμής. Ο βασιλιάς δεν είχε οριστεί από τον Θεό, αλλά από τις «φιλάνθρωπες δυνάμεις», που δε σήμαινε άλλο από τη δυνατότητα σε δεδομένη στιγμή να παρακληθεί το συνέδριο να διορίσει άλλον.10Βλ. το κεφάλαιο: «Ο Όθων βασιλιάς των Ελλήνων: Η βασιλεία του Όθωνα ως το Σύνταγμα του 1844»/ «Το πρόβλημα της ορθοδοξίας», στο Seidl, 1984, 173.
Ο Όθων δεν ενθρονίστηκε ποτέ επισήμως, επειδή οι υπήκοοί του ήθελαν να δουν να αναβιώνει το βυζαντινό τελετουργικό, ενώ ο ίδιος θα επιθυμούσε μια στέψη ευλογημένη από τον πάπα. Για να μην προκαλέσει, δεν εκκλησιάστηκε ποτέ στην καθολική εκκλησία. Πάντοτε η λειτουργία γινόταν διακριτικά σε ένα δωμάτιο, μέχρι που φτιάχτηκε το παρεκκλήσιο του παλατιού. Η Αμαλία χρειάστηκε να επιμείνει για να εγκαινιαστεί επίσημα, διότι ο Όθων δίσταζε (A, 604, 624 και Β, 134, 354). Στην πρωτεύουσα αλλά και στις περιοδείες οι βασιλείς πήγαιναν τακτικά στην ορθόδοξη εκκλησία, όπου υπέφεραν από την πολύωρη ορθοστασία και την κακοφωνία των ψαλμωδών (Α, 217, 224, 226, 267). Η ίδια η βασίλισσα ήταν διαμαρτυρόμενη και φρόντιζε να τηρεί τα προσχήματα. Επαγρυπνούσε διαρκώς για τη συμπεριφορά του προσωπικού της ιερέα, επειδή ο άνθρωπος αυτός εκπροσωπούσε στα μάτια των υπηκόων της το δόγμα της, την πατρίδα της, τον οίκο της και αυτή την ίδια (B, 471, 555).
Σου έχω γράψει τι περίεργο επισκεπτήριο έχει; Κρίμα που δεν μπορώ να στο γράψω στα ελληνικά, ακούγεται ακόμα πιο αστείο. Λοιπόν: ‘Δόκτωρ Λυθ, βασιλικός ιεροκήρυξ, πνευματικός της Ανάσσης, πατήρ και ποιμήν των ευαγγελικών χριστιανών των Αθηνών’! Δεν είναι φυσικό να τον κοροϊδεύει ο κόσμος; Θα ήθελα πάρα πολύ να τον κάνω να το καταλάβει, ώστε να πάψει να κάνει τέτοια πράγματα, αλλά βέβαια ντρέπομαι για λογαριασμό του. (Α, 329)
Παράλληλα, σεβόμενη την ευαισθησία των Ελλήνων σε θέματα προσηλυτισμού, απαγόρευσε στον Λυτ να εκδώσει τη διατριβή του, στην οποία καυτηρίαζε την απαίτηση της ορθόδοξης εκκλησίας να γίνονται υποχρεωτικά ορθόδοξα τα παιδιά από μεικτούς γάμους και αμφισβητούσε την χρήση του όρου ορθόδοξος από τους ορθοδόξους (Α, 294). Ήταν μεγάλο πλήγμα για την άμεμπτη βασίλισσα όταν ο ιερέας της εμφάνισε συμπτώματα αλκοολισμού. Επί σειρά επιστολών παρακαλούσε τον πατέρα της να στείλει αντικαταστάτη του, ώστε να μην πληγεί η βασιλική αξιοπρέπεια.
– Ο Λυτ είχε πάλι delirium tremens. Σώσε με από αυτό το σκάνδαλο, εμένα, την ενορία και την εκκλησία μας. Τι θα λένε οι Έλληνες; (Β, 471)
– Ειδικά εδώ θα έπρεπε να είχα έναν ιερωμένο που θα ενέπνεε σεβασμό. Είναι και από πολιτική άποψη σημαντικό να μη νομίσουν οι Έλληνες ότι είμαι ειδωλολάτρισσα, ότι δεν έχω θρησκεία. Και τι γνώμη μπορεί να σχηματίσουν για μια θρησκεία που αυτός που την υπηρετεί συμπεριφέρεται έτσι, καθώς ο απλός άνθρωπος κρίνει φυσικά τη θρησκεία από τους ιερωμένους της. (Β, 555)
Η Αμαλία αναγνώριζε ότι ο θρόνος και ο βωμός έπρεπε να συμπορεύονται, ώστε να υπάρχει σύμπνοια μεταξύ του λαού και του ηγεμόνα, αλλά και για να αποφεύγεται η ανάμειξη ξένων πολιτικών παραγόντων. Γι’ αυτό και δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να βαφτίσει τα παιδιά της ορθόδοξα. Εξάλλου, η ίδια εμφορείτο από τη Μεγάλη Ιδέα, και ήταν πεπεισμένη ότι «οι πύλες της Κωνσταντινούπολης είναι ανοιχτές μόνο για έναν ορθόδοξο βασιλιά.» (A, 506). Συγκαταλεγόταν μεταξύ εκείνων που πίστευαν ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς αποτελούσε όνειδος για τη δυτική χριστιανοσύνη. «Τετρακόσια χρόνια! Και η Ευρώπη δεν ντρέπεται!» (Β, 668). «Καθημερινά μου στέλνει μήνυμα η ιερή Αγία Σοφία και μου παραπονείται για την ατίμωσή της» (B, 185). Η απελευθέρωση της Ελλάδας, που συνέβη «ενάντια στη θέληση των ανθρώπων», της δημιούργησε την πεποίθηση ότι ο καλός Θεός προόριζε αυτήν τη μικρή χώρα για σπουδαία πράγματα. Συναγωνιζόταν τον λαό της σε πίστη στο ανέφικτο και ακόμη και οι προφητείες του Αγαθάγγελου της προξενούσαν μεγάλη αναστάτωση.11Α, 200. Ο Αγαθάγγελος είναι ένα βιβλίο προφητειών, που είναι άγνωστο σε ποιον αιώνα γράφτηκε και έχει επανεκδοθεί πολλές φορές με μεταγενέστερες προσθήκες. Αποτελούσε την παρηγοριά του Γένους για την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, προφήτευε τη λήξη της οθωμανικής κυριαρχίας, με τη συνδρομή των Ρώσων, ενώ προειδοποιούσε και για τους κινδύνους που αντιπροσώπευε η αιρετική Δύση (Hering, 2004, 221). Ήταν γνωστό πριν την Ελληνική Επανάσταση και μάλιστα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Ορλωφικών στην Πελοπόννησο τον 18ο αιώνα, μοναχοί και κληρικοί επικαλούμενοι τον Αγαθάγγελο εναπέθεταν τις ελπίδες τους για την απελευθέρωση στο «ξανθό γένος», τους ομόδοξους Ρώσους (Ροτζώκος, 2007, 255). Η βασίλισσα Αμαλία ήταν ενήμερη για την προφητεία σύμφωνα με την οποία το έτος 1840 θα έφερνε την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Εξαιτίας αυτής της προφητείας, μόνο την περίοδο 1837- 38 πραγματοποιήθηκαν τέσσερις επανεκδόσεις του Αγαθαγγέλου (Ματάλας, 2003, 54). «Πάμε στην Πόλη βασιλιά; Εμπρός, δεν φοβόμαστε!», φώναζαν στον Όθωνα οι παρορμητικοί υπήκοοί του, μετά από κάθε εθνική ταπείνωση. Αυτές οι εκδηλώσεις πληγωμένου εθνικού εγωισμού την άγγιζαν βαθιά: «Εμείς κρατάμε στο χέρι μας το δαδί που μπορεί να βάλει φωτιά σε ολόκληρη την Ανατολή από τη μιαν άκρη στην άλλη.» (Β, 212).
Όπως τόσο γλαφυρά το έθεσε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Όθων ήταν «ο άνθρωπος που εκήρυξε τη φυγή από την πραγματικότητα. [Ήταν] ο αρχηγός του ρωμαντισμού, ο πραγματικός αρχηγός, αυτός και η βασίλισσα […] ήταν περαστικ[οί] από την Αθήνα, ενώ είχαν ξεκινήσει [από τη Γερμανία] για το Βυζάντιο.» (Παπαντωνίου, 1997, 22). Μάταια ο πατέρας της συμβούλευε την Αμαλία να είναι πιο προσγειωμένη στις αλυτρωτικές της βλέψεις. Εκείνη δεν ήθελε να είναι βασίλισσα ενός κράτους-δορυφόρου της «υλιστικής Δύσης», αλλά μια «αυτοκράτειρα της Ανατολής», σε μια «αυτοκρατορία με επίκεντρο τον ίδιο της τον εαυτό» (Α, 610), επικεφαλής ενός λαού που ζούσε με την ανάμνηση μιας ένδοξης αυτοκρατορίας που αφέθηκε αβοήθητη από τους Δυτικούς (Α, 610, 856, Β, 185). Γι’ αυτό και δεν μπορούσε να συγχωρήσει την Αντιβασιλεία που παρέβλεψε την ανατολίτικη φύση του ελληνικού λαού κι επιχείρησε ένα «αποτυχημένο μπόλιασμα με ευρωπαϊκά πρότυπα αυτής εδώ της χώρας στην οποία η βυζαντινή αυτοκρατορία και ο Μεσαίωνας μαζί με τις ιδέες της Ανατολής έχουν τόσο βαθειές ρίζες.» (Α, 610). Άκρως ρομαντική, δεν συμμεριζόταν την απαξιωτική στάση του Διαφωτισμού απέναντι στον Μεσαίωνα (Κουμπουρλής, 2012, 49-58). Για εκείνη ο Μεσαίωνας υπήρξε η ποιητική εποχή του θεόσταλτου δικαιώματος των βασιλέων, των σταυροφοριών και της πίστης στα μεγάλα κατορθώματα (Α, 856). Με την απουσία πόλεων, αυτών των κέντρων πολιτικής δολοπλοκίας, τον βουκολικό τρόπο ζωής και την χριστιανική ευσέβεια, ο Μεσαίωνας ήταν συχνά το αντικείμενο των ρεμβασμών της. Έτσι εξηγείται γιατί ανυπομονούσε τόσο να ανακαλύψει «ποιο είναι το καλύτερο βιβλίο για τη βυζαντινή ιστορία- δηλαδή για την Ελλάδα τον Μεσαίωνα.» (Α, 305).
Μοναρχική υπερηφάνεια απέναντι στην Ευρώπη των εμπόρων
Αυτές οι εξάρσεις μεγαλείου έρχονταν σε χτυπητή αντίθεση με τη μειονεκτική θέση της χώρας στην Ευρώπη. Η Αμαλία πήρε μια γεύση της ανυποληψίας του βασιλείου της κατά τη διάρκεια ταξιδιού της στην Κεντρική Ευρώπη, όταν ο προπορευόμενος δούκας του Ντέβονσαϊρ άφηνε διαρκώς την ελληνική αποστολή χωρίς υποζύγια και χωρίς δωμάτια στα πανδοχεία, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των υπασπιστών της. Κατά τη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού, στη δημοκρατική Ελβετία δεν της δόθηκε προτεραιότητα στην ενοικίαση αλόγων ούτε έναντι μιας απλής αγγλικής οικογένειας (A, 144). Η βασιλική υπερηφάνεια της δοκιμάστηκε ακόμη όταν οι ευρωπαίοι τραπεζίτες δεν δέχτηκαν να δώσουν στο βασιλικό ζεύγος δάνειο χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου αξιόπιστου εγγυητή, προκειμένου να αποπερατώσει το παλάτι του. Οι τράπεζες της σύγχρονης εποχής εξέταζαν αντικειμενικά το αξιόχρεο των πελατών τους, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι ο λόγος ενός βασιλιά είναι ιερός και ότι κάθε ηγεμόνας «θα ντρεπόταν να κατοικεί σε ένα σπίτι το οποίο δεν έχει αποπληρώσει.» (Α, 260). Η ιερότητα που περιέβαλε τον βασιλικό τίτλο είχε αρχίσει να υποχωρεί παντού στην Ευρώπη και (όπως εξήγησε η Αμαλία στον πατέρα της σχετικά με το δάνειο στο οποίο τελικά μπήκε ο ίδιος εγγυητής) για να αποκτήσει ένας βασιλιάς πρόσβαση σε χρήματα, έπρεπε να περάσει μέσα από οχληρά πρωτόκολλα της αγοράς και αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Στην περίπτωση του συζύγου της, η πριγκηπική χορηγία που εδικαιούτο από το βαυαρικό κράτος θα βρισκόταν σύντομα στο έλεος της Βουλής των αντιπροσώπων της Βαυαρίας (A, 260-261, 272).
Η μεγαλύτερη, ωστόσο, πηγή ταπείνωσης για τους βασιλείς της Ελλάδας ήταν η τυραννική συμπεριφορά των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί σε παρεμβατικούς κομματάρχες. Ιδιαίτερα ο άγγλος πρεσβευτής υποδαύλιζε εξεγέρσεις, υποκινούσε ληστρικές επιδρομές στα μεθόρια, μισθοδοτούσε αντιπάλους της βασιλικής κυβέρνησης, και ευθυνόταν για σωρεία υβριστικών άρθρων εναντίον του βασιλιά και της χώρας.12Α, 741, 792, 816, 827-29, 840, 864 και Β, 96, 125, 258 , 267, 269, 275, 295, 297, 301, 309, 316, 343, 352. Από τις πιο ταπεινωτικές στιγμές για την ελληνική μοναρχία ήταν η κρίση των Παρκερικών, ναυτικός αποκλεισμός κατόπιν τελεσιγράφου της αγγλικής προς την ελληνική κυβέρνηση, με πρόφαση την ικανοποίηση ασήμαντων αιτημάτων βρετανών πολιτών (Gallant, 2017, 129). Γενικότερα, διπλωματικά επεισόδια για τους πιο επουσιώδεις λόγους ήταν στην ημερήσια διάταξη, όπως όταν κάποιος αυλικός, από απροσεξία, έδωσε στον άγγλο πρεσβευτή λάθος όνομα της κυρίας με την οποία επρόκειτο να χορέψει. Ο σχετικός φάκελος έφτασε να περιλαμβάνει 1100 περιπτώσεις (Α, 101). Για την Αμαλία αυτά ήταν καμώματα της αστικής τάξης που κυριαρχούσε πλέον στον κόσμο, και εκπροσωπούσε μια πολιτική «που δεν αφήνει περιθώριο για το δίκαιο, τη θρησκεία, τα ανθρώπινα συναισθήματα» (Α, 799), για τον κόσμο της μεσαιωνικής τιμής, που γέννημά του αποτελούσε ο θεσμός της ελέω θεού μοναρχίας. Ο ελληνικός θρόνος, βέβαια, δεν στηριζόταν σε παράδοση αιώνων, αλλά γεννήθηκε επαναστατικώ δικαίω και επικυρώθηκε μέσα από απρόθυμες συμφωνίες της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Όσο κι αν την τρόμαζαν αυτές οι επαναστατικές καταβολές, η Αμαλία τις επεκαλείτο όποτε προσέκρουε στο δίκαιο των ισχυρών και στην «πολιτική των εμπόρων» (Αυτόθι). Απειλούσε ότι θα ακολουθούσε τον λαό της στα βουνά και θα εμπιστευόταν την τύχη της στο ίδιο ανυπότακτο πνεύμα και στην ίδια θεϊκή παρέμβαση που ήταν υπεύθυνα για τη δημιουργία του βασιλείου της.
Μπορεί όμως κάποια στιγμή [ο Όθων] να χάσει την υπομονή του και να πει: ‘Καλά λοιπόν, θα μπω επικεφαλής του λαού. Στο εσωτερικό μού τα καταστρέψατε όλα, δεν μου μένει παρά μία διέξοδος, να νικήσω ή να χαθώ. (Β, 311)
Καλύτερα να χαθούμε, παρά να γίνουμε υποτελείς των [Άγγλων] πειρατών. […] Να δει η Ευρώπη ότι στις φλέβες μας ρέει το αίμα Γερμανών πριγκήπων, ότι εμείς δεν είμαστε Ινδοί ηγεμόνες, ότι ηγούμεθα ενός υπερήφανου και εκλεκτού λαού και ότι προτιμάμε να τρώμε ψωμί και ελιές και να είμαστε ανεξάρτητοι, παρά να ζούμε στο βελούδο και το μετάξι κάτω από τη σκιά των αγγλικών κανονιών. (Β, 584. Βλ. ακόμη: Α, 824 και Β, 224, 311)
Η Αμαλία δίνει μια εικόνα βασιλιά-κλέφτη που «παίρνει τα βουνά» για να δηλώσει την αντίθεσή του προς την άδικη διεθνή νομιμότητα και να επαναδιαπραγματευτεί την επάνοδό του ή να πέσει υπερασπιζόμενος τα τείχη του βασιλείου του, όπως ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας. Στο φαντασιακό της Αμαλίας, ο πρώτος έλληνας βασιλιάς είχε συγκεράσει το θάρρος και την ευσέβεια του γερμανικού Μεσαίωνα, τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, και την παράδοση ανυπακοής των ορεσίβιων κλεφτών, αναβαπτισμένη μέσα από την εθναφύπνιση του 1821. Τέτοιες στιγμές δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη ψυχική ταύτιση μεταξύ των βασιλέων και των υπηκόων τους, μια αίσθηση «ανάδελφου» που τους ένωνε προσωρινά απέναντι στην εχθρική Δύση.13Για την αίσθηση του ανάδελφου και την εχθρότητα της Δύσης απέναντι στους Νεοέλληνες βλ. Σκοπετέα, 1999. Η ίδια η Αμαλία αισθανόταν Ευρωπαία απέναντι στους Έλληνες και Ελληνίδα απέναντι στους ξένους: «Συχνά έχω την εντύπωση ότι οι άνθρωποι αυτοί έρχονται να μας δουν, όπως πηγαίνει να δει κανείς τα άγρια θηρία.» (A, 388). «Είμαι Ελληνίδα και δεν μπορώ πια να ξαναγίνω Ευρωπαία.» (Α, 826). Ο ρομαντικός εθνικισμός της ξεκινούσε από τη βαθειά πίστη της στη μοναδικότητα του περιούσιου λαού της και κατέληγε στο όραμά της για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. «Ο Όθων αγαπάει την Ελλάδα, εγώ, όμως, είμαι ερωτευμένη μαζί της. Είναι το όνειρο της νεότητάς μου και, αν θελήσει ο Θεός, θα γνωρίσει την πλήρη πραγματοποίησή του στα γεράματά μου.» (Α, 705). Παράλληλα, η θρησκεία και η καταγωγή της εξακολουθούσαν να τη συνδέουν με τις ευρωπαϊκές της ρίζες και να την κάνουν να αισθάνεται μια εγκαταλελειμμένη πρέσβειρα της Ευρώπης στην Ανατολή. «Από την Ευρώπη δεν περιμένω τίποτε, αλλά ακόμη κι αν εμείς θα πρέπει να ντρεπόμαστε για αυτήν, εκείνη δεν θα χρειαστεί να ντραπεί ποτέ για εμάς.» (Β, 359).
Η εξισωτική δύναμη του θρόνου και η ιδιοτέλεια της πολιτικής
Η σύγχρονη πολιτική των διπλωματικών ελιγμών στη διεθνή σκηνή και των κομματικών φατριασμών στην εσωτερική, ήταν για τη βασίλισσα συνώνυμο της ανεντιμότητας και της αδικίας. Ο μονάρχης δεν πρέπει να κάνει χρήση της πολιτικής για να βλάψει τα προαιώνια δικαιώματα των άλλων μοναρχών, ούτε να ικανοποιεί επιπόλαια λαϊκά αιτήματα για να αυξήσει πρόσκαιρα τη δημοφιλία του. Οι πράξεις του πρέπει να υπαγορεύονται από το χριστιανικό καθήκον και την παράδοση και οι κυβερνήσεις να αποτελούνται από υπαλλήλους που τον υπηρετούν. Όταν όλα αυτά τηρούνται, δεν υπάρχει χώρος για άσκηση πολιτικής και ο λαός απολαμβάνει την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη που εξασφαλίζει ο θρόνος.
Εάν η πολιτική είναι ανάρμοστη για τους ηγεμόνες, είναι πολύ περισσότερο ανάρμοστη για τον απλό λαό, ο οποίος αποκτώντας αντιπροσωπευτικούς θεσμούς καταφέρνει απλώς να πέσει θύμα αδίστακτων μεσαζόντων που υφαρπάζουν την ψήφο του, την ίδια στιγμή που το σύνταγμα απαγορεύει στον βασιλιά να τους περιορίσει. «Κάθε βουλευτής είναι ένας μικρός τύραννος, και αυτό όχι μόνο εδώ, αλλά παντού.» (A, 732, 751). Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, μια χώρα «χωρίς γαιοκτησία, μόρφωση, με την αγωγή που έδωσε ο Αγώνας, με το δίκαιο του ισχυρότερου» (Α, 719) και στο επίκεντρο τόσων ξένων ραδιουργιών, η Αμαλία έβρισκε το σύνταγμα ένα τέχνασμα στα χέρια των ελίτ. «Γράφουν στο Σύνταγμα ότι δεν υπάρχει αριστοκρατία, αλλά, στην πραγματικότητα, κανείς δεν είναι πιο υπερόπτης και πιο αριστοκρατικός από τους εδώ ισχυρούς, και μάλιστα με την έννοια της αριστοκρατίας του Μεσαίωνα, πράγμα φυσικό, αφού παλαιότερα ήταν στρατιωτικά οργανωμένοι σε καπετανάτα.» (Α, 608). Όπως και ο ντε Μεστρ, η Αμαλία πίστευε στην εξισωτική δύναμη των θρόνων: Ο τίτλος του υπηκόου υποτάσσει εξίσου τους άρχοντες και τον απλό λαό στον ηγεμόνα (Maistre, 1999, 91). Καταργώντας, επομένως, το ελέω θεού δικαίωμα του βασιλιά είναι σαν να του δένεις τα χέρια, αναγκάζοντάς τον να εργάζεται με κάθε είδους ακατάλληλους ανθρώπους, τους οποίους αναδεικνύει η αδαής πλειοψηφία. Μάλιστα, «εφόσον στη χώρα δεν υπάρχει μεγάλη ακίνητη περιουσία, ο καθένας είναι υπέρ ή κατά κάποιου ζητήματος ανάλογα με το αν αυτός ή ένας συγγενής του πήραν ή όχι μια θέση στο δημόσιο.» (Α, 811. Βλ. ακόμη Α, 719). Οι εκλογές την εξόργιζαν όσο τίποτα.
Όταν σκέφτομαι ότι αυτός ο εκλογικός πυρετός θα επανέρχεται κάθε τρία χρόνια, σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής μου. Οι καημένοι οι άνθρωποι σχεδόν δεν θα κάνουν άλλη δουλειά από το να ψηφίζουν συνέχεια, δημάρχους, βουλευτές, επαρχιακά συμβούλια, ενόρκους. […] Πολύ φοβάμαι ότι σε λίγο θα βαρεθούν. Αν ο λαός αντιπροσωπευόταν πραγματικά δεν θα είχα αντίρρηση, αλλά ο καημένος παραπλανάται από μερικούς ραδιούργους. […] Δεν μπορώ να καταλάβω τι είδους ευτυχία είναι αυτή, να δωροδοκεί κανείς τον κόσμο και να κάνει μετά αυτό που θέλει. Μια πατρική κυβέρνηση είναι ασφαλώς πολύ πιο απλή, πιο ηθική και πιο φθηνή. (Α, 606).
Ήταν πεπεισμένη ότι ο συνταγματισμός ήταν συμβατός μόνο με την αγγλική νοοτροπία. Μόνο στην Αγγλία είχε ιστορικό υπόβαθρο και στηριζόταν σε συνετές βάσεις − την αριστοκρατία, τη γαιοκτησία και την πείρα (Β, 37).
Η επικινδυνότητα της φιλοσοφίας. Ο πραγματισμός του μονάρχη αντίβαρο στην αδιαλλαξία της ιδεολογικής πολιτικής
Δεν ήταν μόνο η ιδιοτέλεια της πολιτικής που ενοχλούσε την Αμαλία. Την εξόργιζαν εξίσου οι διάφορες εκφάνσεις της ιδεολογικής πολιτικής∙ αυτό που οι συντηρητικές δυνάμεις του αντιδιαφωτισμού και της Παλινόρθωσης αποκαλούσαν «Φιλοσοφικο-επαναστατική μανία»∙14“rage philosophico-revolutionnaire” (McMahon,2002, 95-106).το κυνήγι της κοσμικής ουτοπίας, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το συνονθύλευμα ασαφών εννοιών της νεωτερικότητας, στη διασάφηση των οποίων αναλώνει πολύτιμες δυνάμεις η ανθρωπότητα (Λέκκας, 2012, 18). «Είναι πραγματικά εξαιρετικά βαρετά αυτά τα συντάγματα που υποτίθεται ότι κάνουν ευτυχισμένους τους λαούς. Το μόνο αποτέλεσμα μου φαίνεται ότι θα είναι να πεθάνουν τελικά περισσότεροι άνθρωποι από φθίση à force να μιλούν και να φωνάζουν.» (B, 28). Η ειρωνική διάθεσή της απέναντι στο αίτημα της ευτυχίας των λαών δεν οφειλόταν σε κυνική ιδιοσυγκρασία αλλά στο γεγονός ότι ήταν οπαδός του συμβιβαστικού πολιτικού εμπειρισμού, της αποκαλούμενης «πολιτικής του σκεπτικισμού». (Λέκκας, 2012, 59 και Kedourie, 1999, 47-48). Θεωρούσε, δηλαδή, όπως οι περισσότεροι συντηρητικοί, ότι η τελειότητα δεν αποτελεί γνώρισμα αυτού του κόσμου, αλλά ανήκει στο μεταθανάτιο επέκεινα και στα διανοητικά γυμνάσματα των φιλοσόφων. Για την παραδοσιακή εξουσία που εκπροσωπούσε η Αμαλία, η διακυβέρνηση αποτελεί μια από τη φύση της ατελή υπόθεση, υποκείμενη στην ανθρώπινη αδυναμία και υπόλογη στη θεϊκή κρίση. Την ασκεί μια περιορισμένη ομάδα λειτουργών, στο όνομα της παράδοσης. Κυβερνώντες και κυβερνώμενοι μοιράζονται μια ενιαία συλλογική εμπειρία για τον κόσμο, η οποία νοηματοδοτείται από το θρησκευτικό βίωμα.
Η ξαφνική κυριαρχία ορισμένων αφαιρέσεων που παρέχουν εγκόσμιες εξηγήσεις του κόσμου και ενεργόφιλο σχέδιο αλλαγής του (Λέκκας, 2012, 9) είναι αλαζονική, ανεδαφική και επικίνδυνη. Η Αμαλία θεωρούσε την επικράτηση αυτών των αφαιρέσεων ως ένα είδος συλλογικής παραφροσύνης ή επιδημίας. (Κατά ενδιαφέρουσα σύμπτωση, και ο Έρικ Χόμπσμπαουμ παρομοίασε με επιδημία το επαναστατικό πνεύμα που κυρίευσε την ανθρωπότητα μετά το 1815 (Hobsbawm, 1992, 161).) Η βασίλισσα παρομοίαζε τον κατακερματισμό της συλλογικής εμπειρίας και την αδιαλλαξία των ιδεολογιών που έφερε η νεωτερικότητα με τον Πύργο της Βαβέλ. Προφήτευσε μάλιστα την έλευση μιας εποχής πεζότητας, πνευματικής κενότητας και υλισμού, η οποία θα έδινε στην Ευρώπη το μάθημά της πριν αποκατασταθεί η τάξη του Θεού στα εγκόσμια (Β, 490). Όπως το έθεσε ο Ντε Μεστρ, «η παρούσα γενιά είναι μάρτυρας της μάχης, μέχρις εσχάτων, του χριστιανισμού και της φιλοσοφίας.» Όμως, η φιλοσοφία είναι μια «ουσιαστικά αποδιοργανωτική δύναμη», που δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό που αφήνουν οι δεισιδαιμονίες σε επίπεδο κοινωνικής συνοχής. Οι θεσμοί «βασίζονται σε μια θρησκευτική ιδέα ή χάνονται.» (Maistre, 1999, 244-245, 253). Η ανάδυση του ατομισμού που «απομονώνει τα άτομα στις γνώμες και τα συμφέροντά τους» κατακρίθηκε από την αντιδιαφωτιστική σκέψη ως πλήρης άρνηση της κοινωνικής ευθύνης. Οι μονάρχες ήταν τα πρώτα θύματα αυτής της νέας νοοτροπίας που τους θεωρούσε εντολοδόχους της ελεύθερης βούλησης των ατόμων (McMahon, 2002, 28-29, 168-169). Η Αμαλία συμφωνούσε με την άποψη ότι ο ίδιος άκρατος ατομισμός ήταν υπεύθυνος και για την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της οικονομίας της αγοράς, που έδινε διέξοδο σε όλα τα ανθρώπινα αμαρτήματα: εγωισμό, απληστία, ματαιοδοξία (B, 448). Έτρεφε την ελπίδα ότι, αν κατάφερνε να περιορίσει τη δηλητηριώδη επίδραση των «ξένων» και των σπουδασμένων σε δυτικά πανεπιστήμια, τότε το βασίλειό της θα ζούσε σε αυτή τη γωνιά της γης στις συνθήκες μεσαιωνικής απλότητας που απώλεσαν τα σύγχρονα γερμανικά βασίλεια. Στους υπηκόους της διέκρινε ζωντανά τα ίχνη του Μεσαίωνα: ηρωισμό, ιπποτισμό, έναν ιερό φόβο απέναντι στον βασιλιά (A, 187, 327). Η αναπόληση του Μεσαίωνα ήταν συχνή μεταξύ των γάλλων μοναρχικών των αρχών του 19ου αιώνα, που έβρισκαν σε αυτήν τη μακρινή εποχή την απόλυτη σύμπνοια θρόνου και εκκλησίας και ένα μοντέλο κορπορατισμού και κοινωνικής αρμονίας που στηριζόταν στην απουσία του ατομισμού και του υλισμού (McMahon, ό.π., 190-191).
Οι φιλελεύθεροι θεσμοί διαβρώνουν το κορπορατιστικό πνεύμα της κοινωνίας
Για την Αμαλία, ακόμη και η παρακαταθήκη της βαυαρικής Αντιβασιλείας15Ο Όθων ήταν ανήλικος όταν έφθασε στην Ελλάδα, συνοδευόμενος από πενταμελή Αντιβασιλεία. Την περίοδο της Αντιβασιλείας εφαρμόστηκαν σκληρά μέτρα, όπως η διάλυση των ατάκτων στρατευμάτων που δοξάστηκαν κατά την Επανάσταση, η διάλυση πολλών μοναστηριών (που, μεταξύ άλλων, θεωρούνταν κέντρα φιλορωσικής προπαγάνδας), η εκστρατεία στη Μάνη, η εισαγωγή της γκιλοτίνας κ.ά. (βλ. ενδεικτικά: Ευαγγελίδης, 2003, 45, 57, 78-84). φάνταζε υπερβολικά φιλελεύθερη∙ μια κατ’ επίφαση απολυταρχία «με δικαστήρια ενόρκων, ελευθεροτυπία, πραγματικά δημοκρατικές δημοτικές αρχές, υπεύθυνους υπουργούς, με μια λέξη απελπιστικά φιλελεύθερους θεσμούς χωρίς αντίβαρο. Μόνο οι Βουλές έλειπαν για να είναι έτοιμο το Σύνταγμα.» (Α, 638). Το αντίθετο από εκείνο που προσπάθησε να εφαρμόσει μετά τη συνταγματική επανάσταση ο βασιλιάς με τον πρωθυπουργό του Κωλέττη − δηλαδή μια απολυταρχία με συνταγματική επίφαση. Η βασίλισσα θεωρούσε αντιπατριωτική πράξη την άσκηση κριτικής στο έργο της κυβέρνησης που διόριζε ο βασιλιάς. Μια πράξη που άρμοζε στα μίσθαρνα όργανα ξένων συμφερόντων, τα οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ να απηχούν την κοινή γνώμη, παρά μόνο να την παραπλανούν. «Εδώ, την λεγόμενη κοινή γνώμη εγώ την λέω, μερικές φορές, κοινή τρέλα», εκμυστηρεύτηκε στον πατέρα της (Α, 644). Η απεχθής τάξη των εφημεριδογράφων, οι «γραφιάδες» (Α, 372), όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε, «δεν είχαν μέσα τους όσο θα έπρεπε τον φόβο του κυρίου τους» (Α, 411). Ήταν τυχοδιώκτες, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να ρίξουν τη χώρα σε περιπέτειες για να δοκιμάσουν τις θεωρίες τους, υποβοηθούμενοι από την έλλειψη περιουσίας που τους απάλλασσε από κάθε αίσθημα ευθύνης και σύνεσης. Η βασίλισσα εξέφραζε την ικανοποίησή της όποτε συλλαμβάνονταν δημοσιογράφοι και, φυσικά, όποτε αυστηροποιούνταν οι ποινές που τους επιβάλλονταν (Β, 636). Όταν κάποτε δάρθηκε ένας βουλευτής, αναρωτήθηκε: «Απορώ που δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο στους εφημεριδογράφους και μάλιστα συχνά.» (Β, 54).
Όπως εξηγεί ο Richard Stites, η ελευθεροτυπία ήταν ιδιαίτερα μισητή στους απόλυτους μονάρχες, όχι μόνο επειδή προωθούσε την κριτική, εξέθετε την αδικία και εξάπλωνε τoν πολιτικό διχασμό, αλλά ακόμη επειδή η ίδια η έννοια της «ελευθερίας» της παραβίαζε την αρχή του σεβασμού στο ακαταλόγιστο του βασιλιά, το απρόσβλητο από οποιαδήποτε αντίθετη γνώμη.» (Stites, 2014, 10). Αρκεί να αναλογιστούμε ότι 250 νέες εφημερίδες κυκλοφόρησαν κατά το πρώτο μισό του έτους 1789 (Yalom, 2009, 70). Για την Αμαλία, η κοινή γνώμη δεν θα έπρεπε καν να υφίσταται, με τη έννοια ότι οι υπήκοοι θα έπρεπε να ασχολούνται απερίσπαστοι με τις δουλειές τους, να αγαπούν τον βασιλιά τους και να μην έχουν γνώμη για τα περίπλοκα ζητήματα της πολιτικής, τα οποία βάραιναν τους δικούς του ώμους (A, 87, 372, 411). Παρ’ όλα αυτά, η κοινή γνώμη διαμορφωνόταν και μάλιστα μέσα από σκοτεινούς μηχανισμούς προπαγάνδας, με τη συμμετοχή ξένων κέντρων και ντόπιων πατριδοκάπηλων. Το να αγνοήσει ένας μονάρχης αυτή την αδυσώπητη πραγματικότητα απλά θα επιβάρυνε τη θέση του, που είχε ούτως ή άλλως αποϊεροποιηθεί λόγω της εκκοσμίκευσης και απομάγευσης του κόσμου. Υπάρχουν ορισμένες στιγμές, συμβούλευε τον πατέρα της, που ένας σύγχρονος μονάρχης αναγκαστικά εμπλέκεται σε μια εκστρατεία διαφώτισης της κοινής γνώμης, ώστε να δημιουργήσει ένα αντίβαρο στις «ασυναρτησίες» των εφημεριδογράφων. Το ακροατήριο, ωστόσο, στο οποίο απευθύνεται, δεν περιλαμβάνει αυτούς που η αστική κοινωνία αντιλαμβάνεται ως πυλώνες του δημοκρατικού διαλόγου, δηλαδή τα κόμματα και τις εφημερίδες, αλλά «τη γνήσια, την καλή κοινή γνώμη», δηλαδή τον απλό, ακομμάτιστο λαό (B, 131). Όπως παρατηρεί ο Darrin M. McMahon, παρότι η πρώιμη Δεξιά απεχθανόταν τη «δημοκρατία των γραμμάτων» που υπονόμευε την απόλυτη μοναρχία, αναγκάστηκε να μπει δυναμικά στη δημόσια σφαίρα και να προκαλέσει μια «μοντέρνα» εκδοτική πλημμυρίδα, αντάξια εκείνης των αντιπάλων της (McMahon, 2002, 178-182, 192-194). Οι βασιλείς της Ελλάδας όμως δεν επιδόθηκαν σε προπαγανδιστικές εκστρατείες. Αντιθέτως, υπέμειναν μια σειρά από λιβελογραφήματα που κυκλοφόρησαν σε ευρωπαϊκές εφημερίδες, ακόμη και σχετικά με τη διανοητική και σωματική υγεία του Όθωνα (Petropulos, 266, 357). Σε στιγμές αγανάκτησης, η Αμαλία ευχόταν να μπορούσε να μαζέψει τις ειδήσεις από το αστυνομικό δελτίο της Αγγλίας, τα περιστατικά αστυνομικής βίας στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, τις καταχρήσεις εξουσίας των συνοριοφυλάκων της Αυστρίας κλπ., και να στρέψει στους εχθρούς της τα ίδια τους τα όπλα της ανελέητης προπαγάνδας (Α, 822).
Η συνταγματική επανάσταση: πράξη αχαριστίας ή εμβολιασμός;
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 η Αμαλία δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα στη βασιλική της υπερηφάνεια, όταν μερίδα του στρατού στασίασε, περικύκλωσε το παλάτι και απαίτησε σύνταγμα. Για να παραθέσουμε τον Richard Stites, για τους μονάρχες της Παλινόρθωσης «μεταρρυθμίσεις σήμαιναν σύνταγμα, το σύνταγμα οδηγούσε στη δημοκρατία και η δημοκρατία στην τρομοκρατία και τη γκιλοτίνα.» (Stites, 2014, 9). Για έναν μοναρχικό, εξάλλου, τα δικαιώματα των λαών δεν γράφονται ποτέ από θορυβώδεις εθνοσυνελεύσεις, απλά «υπάρχουν επειδή υπάρχουν», εμπνευσμένα από την Πρόνοια και καθαγιασμένα από την παράδοση. Όταν κάποτε ένας χαρισματικός ηγέτης αποφασίζει να τα κωδικοποιήσει, τότε μιλά στο όνομα της θεότητας, όχι της δημοκρατίας (Maistre, 1999, 261-70). Ήταν η πρώτη σοβαρή δοκιμασία της πίστης του βασιλικού ζεύγους της Ελλάδας στη θεόθεν αποστολή του και στην αξία της χριστιανικής συγχώρεσης. Για την Αμαλία η επανάσταση είχε μια πολύ απλή ερμηνεία. Οι πρωταγωνιστές της ήταν επίορκοι. Για τους μοναρχικούς το κοινωνικό οικοδόμημα στηρίζεται στην τήρηση ενός ιερού όρκου που δίνεται από τον νόμιμο βασιλιά ενώπιον του Θεού και εν συνεχεία μεταλαμπαδεύεται στις υπόλοιπες βαθμίδες της πυραμίδας, από τον πρωθυπουργό ως τον απλό στρατιώτη.
Πόσο συγκλονιστικό είναι να σκέφτεται κανείς ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι επίορκοι. […] Αλλά μετά σκέφτομαι ότι δεν συνειδητοποίησαν τι έκαναν, οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν ποτέ μάθημα θρησκευτικών, δεν ξέρουν τι είναι όρκος. Αυτό είναι φοβερό, αλλά η σκέψη αυτή με καθησυχάζει ωστόσο, με την έννοια ότι ο Θεός θα τους συγχωρήσει πιο εύκολα, και Τον παρακαλώ γι΄αυτό. (A, 433)
Ο βασιλιάς υπέκυψε στους εκβιαστές του, ώστε να μην αφήσει τους υπηκόους του έρμαια των ορέξεων εκείνων που προκάλεσαν την πολιτειακή μεταβολή και για να μην χάσουν αθώοι άνθρωποι τη ζωή ή την περιουσία τους σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Ακόμη και αν «οι καημένοι έχουν παραπλανηθεί και σφάλλουν και δεν αναγνωρίζουν τη θυσία. Πόσα δεν έκανε ο Κύριός μας, πολύ μεγαλύτερα, για την παραστρατημένη αμαρτωλή ανθρωπότητα.» (A, 473. Βλ. ακόμη: Α, 442, 673 και B, 499). Η Αμαλία εδώ φαίνεται να προκρίνει αυτό που ο Βέμπερ αποκαλεί «ηθική της ευθύνης» έναντι της «ηθικής του φρονήματος», στο όνομα της οποίας οι ανυποχώρητοι επαναστάτες της νεωτερικότητας ρίχνουν την ανθρωπότητα σε περιπέτειες (Weber, 2019, 88-89). Ένας συνετός παραδοσιακός ηγεμόνας δεν δεσμεύεται από αφηρημένα ιδεολογικά προτάγματα αλλά από μια συνεπειοκρατική αντίληψη του πράττειν. Νοιάζεται πρωτίστως για τη ζωή και την περιουσία των υπηκόων του (Λέκκας, 2012, 18). Η Αμαλία δεν αποδέχτηκε ποτέ μέσα της το γεγονός ότι ήταν μια συνταγματική βασίλισσα. Για εκείνη το σύνταγμα ήταν ταπείνωση για τον βασιλιά και όνειδος για τον λαό του, που τον είδε να ταπεινώνεται. Παρά την ατίμωση που αισθάνθηκαν, είναι προφανές ότι ο Όθωνας και η Αμαλία δεν έχασαν ποτέ τον σεβασμό των υπηκόων τους σε εκείνο το στάδιο της βασιλείας τους, αν μη τι άλλο επειδή η παρουσία τους εθεωρείτο ανάχωμα στο ενδεχόμενο μιας εμφύλιας διαμάχης (Petropulos, 1997, 587). Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει τα απομνημονεύματα της Μαντάμ ντε Σταλ, και να συγκρίνει τη σεπτεμβριανή επανάσταση στην Ελλάδα με τις ταπεινωτικές στιγμές που βίωσαν ο βασιλιάς και η βασίλισσα της Γαλλίας κατά τις τελευταίες τους δημόσιες εμφανίσεις, για να συνειδητοποιήσει την τεράστια διαφορά.16Mme de Stӓel, Considérations sur la Révolution française, επιμ. Jacques Godechot, Παρίσι, Tallandier, 1983, 275-276. (Όπως παρατίθεται στο: Yalom, 2009, 223-224.)
Στα γράμματά της η Αμαλία αναφέρει συχνά τη σεπτεμβριανή μεταβολή ως «εκείνο εκεί το πράγμα» και τους πρωταγωνιστές της με φράσεις όπως «ένας από αυτούς» (A, 442, B, 499). Σύντομα όμως, ο αισιόδοξος χαρακτήρας της και η προνοιακή αντίληψή της για την Ιστορία, της επέτρεψαν να ανακαλύψει το θεϊκό σχέδιο πίσω από «εκείνο εκεί το πράγμα». Ο Θεός ήθελε να εμβολιάσει την Ελλάδα απέναντι στη δημοκρατική πανδημία. Το κανόνισε λοιπόν έτσι ώστε ο λαός να πάρει μια ήπια γεύση των συνταγματικών θεσμών («μια ευλογιά ελαφράς μορφής») και να τους απομυθοποιήσει, ώστε να συσπειρωθεί γύρω από τον θρόνο περισσότερο από πριν (B, 407, 726). Η Πρόνοια δηλαδή έδωσε λύση στο δίλημμα με το οποίο, την ίδια εποχή, βρέθηκαν αντιμέτωποι οι μονάρχες ανά τον κόσμο, βλέποντας τον φιλελευθερισμό να εξαπλώνεται. Ο Richard Stites περιγράφει αυτό το δίλημμα με τη βοήθεια μιας παραστατικής μεταφοράς: «Να ταΐσουν τη μεταρρυθμιστική διαδικασία αργά και σταδιακά και να ρισκάρουν την κλιμάκωση, μια και τρώγοντας έρχεται η όρεξη; Ή να κρατήσουν κλειστή τη χύτρα, ρισκάροντας μια έκρηξη;» (Stites, 2014, 14). Τελικά, η Αμαλία αποδέχθηκε την πολιτειακή μεταβολή ως αναγκαίο κακό και οπλίστηκε με θάρρος για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις. Η πρώτη απ’ αυτές ήταν να δανειστεί από τον πατέρα της για να πληρώσει τα παριζιάνικα φορέματα με τα οποία θα έκανε το ντεμπούτο της ως συνταγματική βασίλισσα.
…δεν έχω τίποτε να φορέσω και εδώ είναι όλα κλειστά. […] Σου ζητώ συγγνώμη, αγγελικέ μου πατέρα, αλλά πρέπει να έχω μια αξιοπρεπή εμφάνιση και κανείς δεν ρωτάει αν έχω τα χρήματα για να την εξασφαλίσω. Αυτή η Εθνική Συνέλευση θα επισύρει τόσα diners. Και μετά, τα πολλά ξένα πλοία. Πρέπει επομένως να τιμήσω τον Όθωνά μου. (A, 460)
Οι θυσίες που αναγκάστηκε να κάνει ο Όθων δεν σταμάτησαν στην αποδοχή του συντάγματος. Το χειρότερο ήταν ότι υποχρεώθηκε να γιορτάζει αυτή την επέτειο, και να παρασημοφορήσει τους πρωτεργάτες. «Όχι πως κρατώ κακία στους ανθρώπους, αλλά το ότι αναγκαζόμαστε κι από πάνω να εορτάσουμε την ημέρα είναι πολύ προσβλητικό», διαμαρτυρόταν στον πατέρα της η Αμαλία. «Και βέβαια ντρέπεται όλος ο κόσμος γι’ αυτό.» (B, 307). Το πρωτόκολλο της Αυλής έπρεπε να τροποποιηθεί αναλόγως. Ο επίορκος Καλλέργης έγινε υπασπιστής, για να δοθεί «στο πρόσωπό του αμνηστία για την 3η Σεπτεμβρίου γενικά», ενώ στο πλήθος των στρατηγών του 1821 δόθηκε και πάλι ο μεγάλος αυτός τίτλος του στρατηγού (χωρίς τις αποδοχές), για πρώτη φορά μετά την έλευση του Όθωνα. Ο σκοπός ήταν να αποκατασταθεί η συμβολική συνέχεια μεταξύ θρόνου και Ελληνικής Επανάστασης, μια συνέχεια που είχε διαρραγεί με την 3η Σεπτεμβρίου (Α, 543). Με τη σειρά τους, οι αξιωματικοί οργάνωσαν λαμπαδηφορίες προς τιμήν του βασιλιά για να αποκαταστήσουν το τρωθέν κύρος του. Η Αμαλία παρακολουθούσε με ανησυχία τις απόπειρες των σεπτεμβριανών να εγκαθιδρύσουν μια νέα ετικέτα. Στις επιστολές της μιλά ειρωνικά για τα διάφορα «σκανδαλώδη diners», όπου οι παριστάμενοι φορούσαν κόκκινες ταινίες ή για το επισκεπτήριο που τύπωσε ο Καλλέργης, με τον τίτλο «grand citoyen grec», που υποδήλωνε το δικαίωμα που του παραχώρησε η Εθνική Συνέλευση να μπορεί να εκλέγεται παντού. Και έτσι σημειώνει η Αμαλία την απορία της, πώς και δεν έγραψαν στο σύνταγμα: «όσοι έλαβαν μέρος στην 3η Σεπτεμβρίου είναι προνομιούχοι, επειδή έκαναν ένα κουτό, κακό πραξικόπημα.’»17Α, 834 (Βλ. ακόμη: B, 71, 127, 132, 149.)
Ο κοινοβουλευτισμός ασύμβατος με την αξιοκρατία: προσπάθειες εξουδετέρωσης του συντάγματος
Τα ζητήματα που τέθηκαν προς συζήτηση στη συντακτική Εθνοσυνέλευση αποτελούσαν δοκιμασία για την υπομονή της βασίλισσας:
– Ανόητα διατάγματα όπως αυτό που πρότεινε κάποιος, να μην επιτρέπεται να φορούν οι γυναίκες μεταξωτά φορέματα, μέχρις ότου τα υφάσματα αυτά κατασκευάζονται εδώ κλπ.
– Χτες ήθελαν να καταργήσουν και τη θανατική ποινή. Και τι επιχείρημα έφερε ένας; Επειδή η Ελλάδα είναι φτωχή σε ανθρώπους! (Α, 508, 542)
Με την 3η Σεπτεμβρίου επισφραγίστηκε η νίκη εναντίον της «ξενοκρατίας». Η απομάκρυνση των Βαυαρών και η δαιμονοποίηση της καμαρίλας, έκαναν το βασιλικό ζεύγος να αισθάνεται υπό περιορισμό και τους αυλικούς να αισθάνονται υπό διωγμό (A, 580). Κάποιες κυρίες της Τιμής αποτελούσαν πια για τη βασίλισσα τον τελευταίο σύνδεσμο με την πατρίδα της, αλλά ακόμη κι αυτές υπήρχε ο κίνδυνος να προκαλέσουν το κοινό αίσθημα και να συντελέσουν στην ψυχική αποξένωση μεταξύ παλατιού και υπηκόων. Η Αμαλία σχεδόν ζήτησε την άδεια από τον πρωθυπουργό πριν φέρει μια νέα Γερμανίδα για να τη συντροφεύει (A, 711). Παρ΄ όλα αυτά, μετά την 3η Σεπτεμβρίου εισήλθε σε μια περίοδο πιο πεισματώδους ανάμειξης στην πολιτική ζωή της χώρας, με εντονότερη την αίσθηση της αποστολής της (Τσοκόπουλος, 1905, 115). Το σύνταγμα θεσμοποίησε την άστατη και αδαή κοινή γνώμη μέσω των εκλογών. Θεσμοποίησε ακόμη το αντιπολιτεύεσθαι, που για τους οπαδούς της απόλυτης μοναρχίας είναι συνώνυμο της διχόνοιας και της υπονόμευσης της κυβέρνησης του βασιλιά. Ταυτόχρονα, οι ντόπιες ελίτ κατοχύρωσαν μέσα από τα βουλευτικά αξιώματα τον «αριστοκρατικό» ρόλο που διαδραμάτιζαν προεπαναστατικά. Ο βασιλιάς έπρεπε να μάθει πώς να υπερπηδά αυτά τα εμπόδια. Στο εξής, αναλάμβανε τον κουραστικό ρόλο να πειθαναγκάζει τα νομοθετικά σώματα ή –κατά την Αμαλία− να τα «διαπαιδαγωγεί» (B, 564). «Στο συνταγματικό σύστημα», εξηγoύσε στον πατέρα της, πριν ακόμη η συνταγματική επιδημία φθάσει στο δικό του δουκάτο, «ο βασιλιάς είναι αναγκασμένος να έχει κάποιον ο οποίος θα έλεγα ότι πρέπει να ασχολείται συνέχεια με το να μεταπείθει ανθρώπους, για να μην πω να ραδιουργεί, ώστε να συμφωνούν όλοι.» (Β, 159). Στα απομνημονεύματά του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ο νεότερος, γνωστός με το ψευδώνυμο Φαλέζ, περιγράφει μια τέτοια απόπειρα της βασίλισσας να τον «διαπαιδαγωγήσει», όταν αντελήφθη ότι ο νεοεκλεγής τότε Κολοκοτρώνης σκόπευε να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση. Εκείνος τη συμβούλευσε να παύσει να αντιμετωπίζει τους αντιπολιτευόμενους την κυβέρνηση ως αντιπολιτευόμενους τον βασιλιά, και η βασίλισσα τον αποκάλεσε τρελό και αυθάδη (Κολοκοτρώνης, 1881, 22).
Εφόσον θεωρούσε τον κοινοβουλευτισμό ασύμβατο με την αξιοκρατία, ο βασιλιάς πίστευε ότι οι ανίκανοι και οι φαύλοι ήταν συχνά προτιμότερο να βρίσκονται στα κυβερνητικά έδρανα, παρά να αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση (Α, 729, 771 και B, 37). Η έκφραση «pour l’ user», δηλαδή «για να φθαρεί», υποδηλώνει μια τακτική που εφάρμοζε το παλάτι απέναντι σε ανεπιθύμητους πολιτικούς παράγοντες, τους οποίους υπουργοποιούσε διαδοχικά για να φθείρει την εικόνα τους: «Ο υπουργός των Οικονομικών, ο οποίος διαθέτει όση εξυπνάδα έχει, με το συμπάθιο, κι ένας γάιδαρος, διορίστηκε pour l’ user – συχνά μια κοινοβουλευτική αναγκαιότητα.» (B, 37). Για το αναπόφευκτο αυτής της αναξιοκρατικής τακτικής επιχειρηματολόγησε και ο Δημήτριος Βερναρδάκης, στην απολογία του υπέρ της μοναρχίας. Η ουσία του συντάγματος, τόνισε, «είναι να μη στερεωθή ποτέ μία κυβέρνησις οιαδήποτε, αλλά να έρχωνται εις την εξουσίαν κατά πάσαν νέαν φάσιν σελήνης όλοι εκ περιτροπής οι μικροί και μεγάλοι κηφήνες της ελληνικής πολιτικής.» (Βερναρδάκης, 1970, 111). Η Αμαλία δεν εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα με το σκάνδαλο που ξέσπασε όταν ένας βουλευτής άρπαξε κάτι ψάρια στην αγορά και τα έκρυψε στην ομπρέλα του (B, 115). Ήταν απολύτως φυσικό, εφόσον ο καθένας μπορούσε να γίνει βουλευτής, με μοναδικά εχέγγυα το ότι γεννήθηκε και έφθασε σε εκλόγιμη ηλικία. Σε όποιον διαμαρτυρόταν για την πολιτική φαυλότητα που επικράτησε μετά την εφαρμογή του συντάγματος, απαντούσε ότι για όλα έφταιγε η αποδυνάμωση του βασιλιά. «[Ο Όθων] τους απαντάει ήρεμα: ‘Εσείς εξεγερθήκατε, μου πήρατε τα δικαιώματά μου και με αναγκάσατε να ορκιστώ στους νόμους και το σύνταγμα. Τώρα δεν μπορώ αυθαίρετα να τα παρακάμψω, ακόμα και αν φαίνεται, ή πραγματικά είναι, σκόπιμο.’» (A, 753).
1848: Μια ευρωπαϊκή επαναστατική πανδημία
Παρότι θεωρούσε το βασίλειό της «εμβολιασμένο» χάρη στην 3η Σεπτεμβρίου, η Αμαλία τρόμαξε με τα κινήματα που ξέσπασαν το 1848 στην Ευρώπη. Έκανε λόγο για «ωμή βία, όμοια με στοιχείο της φύσης»∙ μια Δευτέρα Παρουσία, που θα καταδείκνυε το ανυπόστατο όλων των ιδεολογιών και θα δικαίωνε εντέλει τους συντηρητικούς θεσμούς (Β, 379). Δεν ήταν σε θέση να προβλέψει τον χρονικό ορίζοντα αυτής της εξέλιξης, ωστόσο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στο προνοιακό σχέδιο, για το οποίο μερικές δεκαετίες δεν έχουν καμία σημασία (B, 398).18Βλ. ακόμη Maistre, 1999, 169-197. Παρασυρμένη από τον γενικότερο μύθο που περιέβαλε την Αμερική, την χώρα όπου ο κάθε ονειροπόλος εναπέθετε τις ελπίδες του, ήλπιζε ότι από εκεί θα ξεκινούσε κάποτε η παγκόσμια παλινόρθωση (Β, 475). Ως τότε, ο Όθων θα συνέχιζε να αλληλογραφεί με τον νέο Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο οποίος τον αποκαλούσε „mon grand et bon ami“ και υπέγραφε ως „sincere ami“.19B, 506. Ο λόγος για τον Ναπολέοντα τον 3ο (ανιψιό του Ναπολέοντα Βοναπάρτη), ο οποίος ζούσε εξόριστος από τη Γαλλία μέχρι την επανάσταση του 1848, οπότε έσπευσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην επαναστατική κυβέρνηση και πέτυχε την εκλογή του στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας (την οποία κατόπιν κατάργησε για να αυτοανακηρυχθεί Αυτοκράτορας).
Η ενόχληση της Αμαλίας ήταν μεγάλη όταν έβλεπε τους ευρωπαίους ηγεμόνες, υπό την πίεση της κοινής γνώμης των χωρών τους, να υιοθετούν το επαναστατικό λεξιλόγιο, απαρνούμενοι το θεόθεν δικαίωμά τους και την παράδοση αιώνων.
Δεν υπάρχει πια ούτε ένας ηγεμόνας που να συναισθάνεται ποιος είναι; Θέλουν όλοι να παραδεχτούν ότι μέχρι τώρα ήταν τύραννοι, ότι ενεργούσαν αντίθετα προς το καθήκον τους και τη συνείδησή τους και αρπάζουν τη σημαία της επανάστασης με θριαμβικές ιαχές και μέσα σε αλαλαγμούς χαράς του όχλου, που αυτήν τη στιγμή εξουσιάζει την Ευρώπη; (B, 393)
Ένας ηγεμόνας που μένει πιστός στο καθήκον του και την παράδοση δεν μπορεί ποτέ να σφάλλει. Όσοι ηγεμόνες, όμως, υποπίπτουν σε ηθικά παραπτώματα είναι διπλά ασυγχώρητοι, πρώτον διότι έχουν εξαιρετικά αρνητική επίδραση στο δημόσιο ήθος και δεύτερον διότι διδάσκουν στους υπηκόους τους ένα ολέθριο μάθημα: ότι μπορεί και οι εστεμμένοι να είναι υπόλογοι στον λαό. Ο πεθερός της έσφαλε και αυτός όταν έδωσε τίτλο ευγενείας στη χορεύτρια ερωμένη του20Ο λόγος για την Λόλα Μόντεζ. Η υπόθεση προκάλεσε τις αντιδράσεις μελών της κυβέρνησης, του κλήρου, καθηγητών και φοιτητών του πανεπιστημίου. Για να εκτονωθεί η λαϊκή οργή ο Λουδοβίκος παραιτήθηκε από τον θρόνο. Βλ. Φωτιάδης, 1988, 141-145. και «δίδαξε τους λαούς της Γερμανίας πώς να προβάλλουν απαιτήσεις με συγκεντρώσεις στους δρόμους.» (B, 400)21Βλ. ακόμη: Β, 312, 377. Εκτός από την παραίτηση του Λουδοβίκου και την ανησυχητική απόφαση της βουλής του Μονάχου να επανεξετάσει τη χορηγία του βασιλιά της Ελλάδας, το 1848 έφερε και άλλους δυσάρεστους αιφνιδιασμούς. Το μέλλον ολόκληρης της Γερμανίας έμοιαζε σκοτεινό. Η Εθνοσυνέλευση της Φρανκφούρτης, για την οποία ειπώθηκε ότι ποτέ δεν υπήρξε στον κόσμο πιο μορφωμένη βουλή, δεν εντυπωσίασε καθόλου την Αμαλία. Βρήκε «φρικτή τη σκέψη ότι αποτελείται ολόκληρη από καθηγητές, τη λιγότερο επινοητική τάξη ανθρώπων, η οποία ζει μόνο με θεωρίες. Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει αποτέλεσμα, όταν δεν συμμετέχει ούτε ένας πολιτικός άνδρας, ούτε ένας αριστοκράτης[…];» (Β, 423). Η χειρότερη είδηση που έλαβε η Αμαλία ήταν όταν ο αγαπημένος πατέρας της ήρθε κι αυτός αντιμέτωπος με την αχαριστία των υπηκόων του. Η επανάσταση στο Ολδεμβούργο την έκανε να δει ευνοϊκότερα την 3η Σεπτεμβρίου. Το σύνταγμα που είχε παραχωρηθεί τότε της φάνηκε πολύ μετριοπαθέστερο και η ταπείνωση του έλληνα βασιλιά σαφώς μικρότερη.
Τιμώρησε τους ανθρώπους στο Ολδεμβούργο, με την απουσία σου, για να δουν τι είσαι για αυτούς! Ντρόπιασέ τους! Με έχουν εξοργίσει. Οι Έλληνες δεν φέρθηκαν έτσι. Όλα τα προνόμια, η χορηγία, όλα ψηφίστηκαν παμψηφεί. […] Αν ο Όθων είχε ζητήσει τότε περισσότερα θα του τα είχαν δώσει.[…] Εγώ πάντα το έλεγα ότι μια επανάσταση στην Ευρώπη θα είναι πολύ διαφορετική. […] Εδώ δεν έχουν ακόμη χάσει τα μυαλά τους, δεν έχουν χαλάσει οι ιδέες. (Β, 501)
Ο εθνικισμός αντίβαρο στον ριζοσπαστισμό
Πέρα από ορισμένες ληστρικές επιδρομές με επαναστατική επίφαση στα μεθόρια, μερικά δείπνα προς τιμήν του ιταλικού συντάγματος στην πρωτεύουσα και μια αποτυχημένη απόπειρα να δωροδοκηθεί ο αρχιμουσικός της μπάντας για να παίξει τη Μασσαλιώτιδα, το βασίλειο κρατήθηκε μακριά από την αναταραχή (Λούβη, 2020, 115), όπως είχε προβλέψει η Αμαλία. Κατά τη γνώμη της, η απραξία του ελληνικού λαού σχετιζόταν πρωτίστως με την ίδια την εγγενή φαυλότητα του συνταγματισμού, που ο λαός είχε τη σοφία να διαπιστώσει στα πέντε χρόνια εφαρμογής του. «Στο μυαλό των Ελλήνων δημοκρατία και οχλοκρατία είναι ταυτόσημα.» (B, 396, 407). Αυτό που κυρίως ενθουσίασε τους Έλληνες ήταν το εθνικό και όχι το κοινωνικό περιεχόμενο των ευρωπαϊκών κινημάτων. Έδειχναν να θαυμάζουν τη συσπείρωση των Ιταλών γύρω από τον Βίκτορα Εμμανουήλ και να μην παρασύρονται από ριζοσπαστικές τάσεις τύπου Ματσίνι. Ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι ήρθαν σε επαφή με ιταλούς επαναστάτες, αναζητώντας στήριξη σε αλυτρωτικά σχέδια. Αυτό όμως δεν δυσαρεστούσε και τόσο την Αμαλία. Η επέκταση των ελληνικών συνόρων ήταν ένα όραμα που φλόγιζε και τη δική της ψυχή. Κάποια στιγμή, ο ίδιος Όθωνας σκέφτηκε να διαπραγματευτεί το ενδεχόμενο μιας ελληνοϊταλικής συμμαχίας, φοβούμενος ότι κάποιοι θερμόαιμοι θα προσπαθούσαν να τον παρακάμψουν (Λιάκος, 1985, 185-191). Η Αμαλία γράφει σχετικά με αυτούς τους φόβους: «Τάζουν και χρήματα και υπόσχονται ότι αυτό που δεν κατορθώθηκε την 3η Σεπτεμβρίου θα γίνει τώρα. […] Στις συνεδριάσεις και τις συζητήσεις της ελληνικής εταιρείας, που λέγεται Μεγάλη Αδελφότητα, παίρνουν μέρος και πράκτορες της ‘Νέας Ιταλίας’.» (Α, 564). Όπως σωστά διέγνωσε, η έξαρση του εθνικισμού μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στην εξάπλωση των ριζοσπαστικών κοινωνικών θεωριών. Περιγράφοντας την κατάσταση στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα έγραψε: «Η ιδέα του έθνους που διαδίδεται αυτή τη στιγμή, μας ευνοεί πολύ, συναρπάζει τους λαούς. Στα νησιά του Ιονίου για παράδειγμα […] η ελευθεροτυπία που τους δόθηκε τους είναι τελείως αδιάφορη, τη δέχτηκαν ψυχρά, το μόνο πράγμα που εύχονται είναι η Ένωση.» (Β, 412).
Αν μάλιστα αυτή η εποχή των επαναστάσεων μπορούσε να προκαλέσει μια αυθόρμητη φιλελληνική κίνηση, η Αμαλία δεν είχε αντίρρηση να φανεί κάπου χρήσιμο το πνεύμα οχλοκρατίας που σάρωνε την Ευρώπη. «Η Πύλη δεν πρέπει να ξεχνάει ότι ένας πόλεμος ανάμεσα σε εκείνη και σε μας θα βάλει φωτιά στη σκέψη χιλιάδων νέων στην Ευρώπη. Ό,τι δεν κάνουν οι κυβερνήσεις θα το κάνουν οι λαοί. Και σήμερα οι λαοί ποδηγετούν τις κυβερνήσεις.» (B, 244). Είναι προφανές ότι δεν έμεινε ανεπηρέαστη από το γεγονός ότι ήταν βασίλισσα ενός κράτους που γεννήθηκε μέσα από μια επανάσταση. Όταν επρόκειτο για τη Μεγάλη Ιδέα η Αμαλία έβρισκε χρησιμότητα στα επαναστατικά κινήματα, τη νεολαία, ακόμη και το Πανεπιστήμιο, για το οποίο έτρεφε βαθειά καχυποψία. «Σύντομα οι Οθωμανοί θα μαζέψουν τις σκηνές τους και θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα εδάφη που κατέλαβαν αλλά ποτέ δεν υπέταξαν ολοκληρωτικά. Το Πανεπιστήμιο της Αθήνας προσφέρει τα φώτα και τις γνώσεις.», έγραφε γεμάτη ελπίδα στον πατέρα της το 1853 (Β, 826). Η επισήμανσή της σχετικά με τον ρόλο της νεολαίας ως πολιτικού υποκειμένου στην νεωτερικότητα ήταν κατά ειρωνικό τρόπο προφητική σε ότι αφορούσε το μέλλον της δυναστείας της. Ενθουσιώδεις μαθητές και φοιτητές, η λεγόμενη «Χρυσή Νεολαία», θα πρωτοστατούσαν μερικά χρόνια αργότερα στις κινητοποιήσεις που οδήγησαν στην εκθρόνιση του Όθωνα (Φωτιάδης, 1988, 417). Από τα μισά του 19ου αιώνα, οι εκδηλώσεις πολιτικοποίησης μιας νεολαίας εχθρικής προς τον θρόνο πύκνωσαν επικίνδυνα. Τα σκιαδικά, διαδηλώσεις φοιτητών και μαθητών στην Αθήνα, δοκίμασαν τις αντοχές της βασιλικής κυβέρνησης. Ακολούθησε η έκδοση δύο εφημερίδων της νεολαίας, του Μέλλοντος της Πατρίδος και της Νέας Γενεάς. Ένας θερμόαιμος νεαρός, ο Αριστείδης Δόσιος, αποπειράθηκε να δολοφονήσει την Αμαλία, καθώς εκείνη διερχόταν έφιππη από το κέντρο της πόλης (Στο ίδιο, 505-512). Αυτή η πολιτική ανάδειξη της νεολαίας στηριζόταν σε μια γραμμική αντίληψη της Ιστορίας, που αντιμετώπιζε την εκάστοτε «νέα γενιά» ως φορέα ιστορικής προόδου. «Αρχηγός και σημαιοφόρος υπήρξε παρά πάσι τοις έθνεσιν η νέα γενεά», δήλωναν με κατηγορηματική αυτοπεποίθηση οι συντάκτες της εφημερίδας Νέα Γενεά. «Κατά τον παρελθόντα αιώνα αυτή ανέπλασε τας ευρωπαϊκάς κοινωνίας, καταβαλούσα το γηραιόν οικοδόμημα της δεσποτείας και του φεουδαλισμού και εισαγαγούσα τας μεγάλας αρχάς της ισότητος, της ελευθερίας και της των λαών κυριαρχίας.» (Εφημ. Η Νέα Γενεά, Αθήνα, 20.01.1862).
Ο απόηχος των επαναστάσεων του 1848 έφθασε στην Ελλάδα και μέσω των πολιτικών προσφύγων που κατέφυγαν στο έδαφός της. Η Αμαλία με έκπληξη είδε κάποιους από αυτούς να εκφράζουν ποικιλοτρόπως τις θετικές διαθέσεις τους απέναντι στο βασιλικό ζεύγος. «Τώρα τελευταία ένας πρόσφυγας παρουσίασε ένα θέαμα με πυροτεχνήματα και στο χαρτί με το οποίο το ανήγγειλε έγραψε ‘στην πλατεία μπροστά από το παλάτι του βασιλιά και κυρίου μας’. Τι αντιφάσεις, επαναστάτες και δημοκράτες αποκαλούν έναν ξένο βασιλιά κύριό τους!» (B, 540, 543). Η ίδια θεωρούσε επικίνδυνη την παρουσία τους, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στο δημόσιο αίσθημα που απαιτούσε την περίθαλψή τους για λόγους φιλανθρωπίας και ανταπόδοσης της φιλοξενίας που δέχτηκαν έλληνες πρόσφυγες κατά τη διάρκεια της δικής τους επανάστασης. Προφανώς βάρυνε ιδιαίτερα το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπερτονίστηκε ο εθνικός χαρακτήρας των επαναστάσεων αυτών, είτε επρόκειτο για την Πολωνία, είτε για την Ιταλία. Η Αμαλία προσπάθησε να εξηγήσει στους υπουργούς της ότι οι επαναστάτες δεν ήταν μονοσήμαντα αγωνιστές της εθνικής αυτοδιάθεσης αλλά και φορείς επικίνδυνων κοινωνικών ιδεολογιών (B, 546). Ασυνήθιστη κινητικότητα επικρατούσε σε όλη την Ευρώπη. Ακόμη και στις ήσυχες γωνιές της Ελλάδας και του Ολδεμβούργου, πατέρας και κόρη αντάλλασσαν πληροφορίες σχετικά με τους εκπατρισμένους των δύο πλευρών. Η Αμαλία ανέφερε πως πέρασαν από τα ελληνικά χωρικά ύδατα πλοία που μετέφεραν Ιταλούς επαναστάτες-μέλη της Νέας Ιταλίας αλλά και τον Ούγγρο πατριώτη Λάγιος Κόσσουτ, «άλλον έναν μεγάλο απατεώνα.» Ο Μεγάλος Δούκας πάλι, έγραψε για την άφιξη του τελευταίου παλατίνου της Ουγγαρίας, ο οποίος είχε στο ενεργητικό του πολλές εκτελέσεις επαναστατών. Προς αυτόν τον τελευταίο, η Αμαλία εξέφρασε απερίφραστα τη συμπόνια της.
Ο καημένος! Να μπορούσε μόνο να έδινε εξηγήσεις για τη στάση του, να μην ήταν υποχρεωμένος να σιωπά. Εγώ στη θέση του θα ζητούσα να με ανακρίνουν σαν να ήμουν ο οποιοσδήποτε, δηλαδή θα το απαιτούσα. Θα πρέπει να είναι πολύ οδυνηρό για αυτόν. Ο καημένος! Είναι κι αυτές οι πολλές θανατικές εκτελέσεις ανθρώπων τους οποίους λίγο πολύ γνώριζε. Θα του κάνουν ασφαλώς τρομερή εντύπωση. Κρίμα που δεν μπορούσαν να φανούν επιεικείς, διαφορετικά θα το είχαν ασφαλώς κάνει. (Β, 557)
Η βασίλισσα αντιλαμβανόταν τη μοναρχία των μέσων του 19ου αιώνα ως άλλον Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ της οχλοκρατίας. Οι όποιες αναλαμπές παλινόρθωσης του παλιού συστήματος τη συγκινούσαν βαθιά, όπως και οι εκδηλώσεις αφοσίωσης στους απόλυτους μονάρχες (B, 457). Εξοργιζόταν αδιακρίτως με οποιαδήποτε επίθεση στις ηγεμονικές ασυλίες και τα κληρονομικά προνόμια. Αγανάκτησε ακόμη και με τον περιορισμό της δικαιοδοσίας του πάπα εκτός Βατικανού. Προερχόμενη από μια προτεστάντισσα, η αγανάκτηση αυτή προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στη Φρεντρίκα Μπρέμερ, συγγραφέας και πρωτεργάτρια του σουηδικού γυναικείου κινήματος, που είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τη βασίλισσα Αμαλία σε ένα από τα ταξίδια της στην Ανατολή (Bremer, 2002, τ. Α’, 251). Δεν λυπήθηκε, βέβαια, το ίδιο για όλους τους Ευρωπαίους ηγεμόνες. Ορισμένοι εξ αυτών είχαν σφετεριστεί τα ιερά μοναρχικά δικαιώματα άλλων, γι’ αυτό και στην πτώση τους η Αμαλία έβλεπε πραγματοποιούμενο το έργο της θείας δίκης. Ιδιαίτερα χάρηκε για την εκθρόνιση του «άθλιου» βασιλιά της Σαρδηνίας, ο οποίος «εποφθαλμιούσε τα στέμματα άλλων» (Β, 517). Η περίπτωση του Λουδοβίκου Φιλίππου της Γαλλίας22Ο Λουδοβίκος Φίλιππος έγινε βασιλιάς το 1830, μετά την Ιουλιανή Επανάσταση που ανέτρεψε τον Κάρολο Ι. Προσιτός στους υπηκόους του, στηρίχτηκε στη μεσαία τάξη και έμεινε γνωστός ως «Βασιλιάς-πολίτης» (Roi- citoyen). την προβλημάτισε περισσότερο. Ναι μεν «δεν βρισκόταν στον θρόνο εντελώς ελέω Θεού», πράγμα που για την Αμαλία σήμαινε ότι ζούσε στερημένος από κάθε αυτοσεβασμό (Α, 473, Β, 173), αλλά, από την άλλη, οι διαθέσεις του απέναντι στον ελληνικό θρόνο αποδείχθηκαν φιλικές, γεγονός που μετρίαζε την αντιπάθειά της. «Δεν τον εκτιμούσα», εξηγεί στον πατέρα της, «γιατί η καρδιά μου υποστηρίζει πάντα τα νόμιμα δυναστικά δικαιώματα, αλλά του ήμουν οπωσδήποτε ευγνώμων.» Παρ’ όλα αυτά, η θεία Πρόνοια τον τιμώρησε, κι αυτό για την Αμαλία ήταν εντέλει φυσικό.
Τι απίστευτο γεγονός, ένας ηγεμόνας που στηρίχτηκε στην αστική τάξη, που έκανε τόσα για αυτήν, καταστρέφεται τώρα μ’ αυτόν τον τρόπο, μετά από 17 χρόνια προσπάθειες και κόπο. Είχε βέβαια τον θρόνο του κλεμμένο. […] Και οι γιοι του που ανατράφηκαν μαζί με τη νεολαία; […] Τον πρόδωσε και αυτόν η Γαλλία και ξέχασε τι του όφειλε. Η νεολαία ξέχασε τους βασιλικούς της συμμαθητές και ο στρατός τους νέους και γενναίους βασιλικούς του αρχηγούς. (B, 387-389)
Οι λαοί, λοιπόν, είναι απλώς τα ενεργούμενα της Πρόνοιας. Η δικής τους βούληση δε νομιμοποιείται να ανατρέψει τους ελέω Θεού ηγεμόνες. Η Πρόνοια το κάνει μέσω αυτών. Ακόμη και για την πτώση της δυναστείας των Βουρβόνων, την οποία η Αμαλία θεωρούσε «αμαρτωλή», «διαλυμένη και σάπια» (Β, 818), αναρωτήθηκε: «Είναι όμως λόγος αυτός να νικήσει η αδικία και η ψευδορκία, ακόμη κι αν το δέχεται και το επιδοκιμάζει ολόκληρο το έθνος;» (Β, 811).
Η δυναστεία δεν μπορεί να συνεχιστεί
Η πτώση του δικού της συζύγου, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, οφειλόταν στην ατεκνία του και στον ανυπόμονο αλυτρωτισμό των Ελλήνων. Οι αδελφοί του ήταν απρόθυμοι να βαπτιστούν ή να βαπτίσουν ορθόδοξα τα παιδιά τους ή να επιτρέψουν να ανατραφεί ένα από αυτά στη μακρινή Ελλάδα, ώστε να ικανοποιηθεί η συνταγματική προϋπόθεση της διαδοχής. Για την Αμαλία η άρνησή τους να αναλάβουν το χρέος τους απέναντι στο προσφιλές της έθνος ερχόταν σε αντίθεση με την αυταπάρνηση του συζύγου της, ο οποίος, σε καιρούς πιο δύσκολους και αβέβαιους, ανέλαβε αγόγγυστα τον ρόλο του «Ηγεμόνα-Κηδεμόνα». Για εκείνη, η ζωή των μοναρχών ήταν πάντοτε ο κόσμος των ιερών υποχρεώσεων και των αιώνιων όρκων, κάτι που απουσίαζε εμφανώς από την υπολογιστική συμπεριφορά των δύο υποψηφίων διαδόχων. Η αδιαφορία που επέδειξε ο πεθερός της σε αυτό το ζήτημα την εξόργισε, όπως και οι συνεννοήσεις μεταξύ των υποψήφιων διαδόχων, που παραβίαζαν κατάφορα τις διατάξεις του ελληνικού συντάγματος και έφερναν σε δεινή θέση τον Όθωνα. Πικραμένη με την τόσο ελάχιστα ρομαντική εκδοχή της μοναρχίας που εκπροσωπούσαν όλοι τους, η Αμαλία υπερασπίστηκε, για πρώτη και τελευταία φορά, το σύνταγμα: «(Αυθαίρετες) οικογενειακές συμβάσεις σε συνταγματικές χώρες, όπου η διαδοχή είναι μέρος του συντάγματος, δεν έχουν ισχύ χωρίς τη συγκατάθεση εκείνων που μαζί με τον βασιλιά έφτιαξαν το σύνταγμα.» (B, 811).23Βλ. ακόμη: Β, 141, 697, 779-780.
Στα παράπονά της αυτά ήρθε να προστεθεί η γενικότερη στάση της Αυλής του Μονάχου (A, 395, 503, 545, 549). Ο φιλελληνικός ενθουσιασμός του Λουδοβίκου είχε εμφανώς ελαττωθεί. Έμοιαζε πλέον να δυσανασχετεί για την οικονομική επιβάρυνση που του προκαλούσε ο ελληνικός θρόνος. Δεν έκανε τίποτα για να εξασφαλίσει τη χορηγία του Όθωνα που περιέκοψε η βαυαρική εθνοσυνέλευση και ήταν απρόθυμος να συνδράμει σε έκτακτα έξοδα της ελληνικής Αυλής. «Με μεγάλη ευγνωμοσύνη θα γίνει δεκτό το δώρο που έκανες στο πανεπιστήμιο», γράφει στον πατέρα της η Αμαλία. «Ο πεθερός μου δεν έδωσε το παραμικρό, κάτι που προκάλεσε γενική έκπληξη, επειδή, λέει, έχει κιόλας δώσει για την ανέγερση ενός νοσοκομείου, για την εξαγορά σκλάβων κλπ. κλπ. Είναι της γνώμης ότι κάνει αρκετά.» (Α, 185). Ο βασιλιάς της Βαυαρίας έμοιαζε αποκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα, ανίδεος αλλά και αδιάφορος για τις δυσκολίες του γιου του και την επισφάλεια της θέσης του. «Σκέφτομαι καμιά φορά πως μπορεί να καταφτάσουμε un beau jour στο Μόναχο και [η πεθερά μου] να μην έχει ιδέα από όλα αυτά, να της κάνουμε έκπληξη κι από πάνω.» (Α, 395). Η παραίτηση του πεθερού της από τον βαυαρικό θρόνο το 1848 επέτεινε την αποξένωση. Πικραμένη η Αμαλία παρουσιάζει τον άνδρα της ως άλλη Ιφιγένεια, που θυσίασε τα πάντα για να εκπληρώσει την πατρική επιθυμία.
Τον θρόνο τον θέλουν, ο οίκος των Βίτελσμπαχ πρέπει να είναι στο επίκεντρο του θαυμασμού, αλλά για να τον στηρίξουν αυτόν τον θρόνο δεν κάνουν τίποτε. Αν είναι να πεθάνουμε της πείνας, θα μας αφήσουν να πεθάνουμε. Προστασία και υποστήριξη, τέτοια πράγματα δεν περιμένουμε πια από καιρό, αλλά τουλάχιστον να μη μας επισσωρεύουν συνέχεια νέες δυσκολίες. (Β, 137)
Στο δημοψήφισμα που ακολούθησε την έξωσή του, ο Όθων έλαβε μόλις μία ψήφο. Αυτό, ωστόσο, δεν σήμαινε ότι η βασιλεία ως θεσμός είχε χάσει την αίγλη της∙ απλώς οι υπήκοοι προτιμούσαν αλλαγή προσώπου. Ο Κ. Σταματόπουλος επιμένει ότι η βασιλεία ήταν ταιριαστή στην ελληνική νοοτροπία, διότι προσωποποιούσε την έννοια του κράτους σε έναν λαό μαθημένο να δίνει προτεραιότητα στα πρόσωπα έναντι των θεσμών. Για τον ίδιο λόγο όμως ήταν και καταδικασμένη: επειδή η απαίτηση ύπαρξης προσωπικής σχέσης με την εξουσία και η αδιαφορία για τον απρόσωπο νόμο αναπόφευκτα οδηγούν σε διαψεύσεις και ρήξεις (Σταματόπουλος, 2015, 38-45, 113).
Επίλογος-συμπεράσματα
Την εποχή που έζησε η Αμαλία, η μοναρχία ήταν το φυσιολογικό και αναμενόμενο πολίτευμα στην Ευρώπη και τον κόσμο (Λούβη, 2020, 42). Εξίσου διαδεδομένες, όμως, ήταν και οι ανατρεπτικές ιδέες, η «φιλοσοφικοεπαναστατική μανία» που απειλούσε την ελέω θεού μοναρχία και όλες τις βεβαιότητες που τη στήριζαν. Οι πρώτοι βασιλείς της Ελλάδας είχαν να αντιμετωπίσουν τα ίδια προβλήματα με τους άλλους μονάρχες: το διάχυτο αίτημα για σύνταγμα και φιλελεύθερους θεσμούς, την ανάδυση των κομμάτων και την ενοχλητική κριτική του Τύπου, την εμφάνιση μιας αυθάδους νεολαίας που έβλεπε τον εαυτό της ως πολιτικό υποκείμενο και αντιμετώπιζε το πανεπιστήμιο ως χώρο πνευματικής και πολιτικής χειραφέτησης. Σε όλα αυτά τα ζητήματα ο λόγος της Αμαλίας εμφανίζει αναμενόμενες ομοιότητες με οποιονδήποτε εκπρόσωπο του συντηρητισμού, του αντιδιαφωτισμού, του μοναρχισμού της εποχής εκείνης. Από την άλλη, ο Όθων και η Αμαλία αντιλήφθηκαν πολύ σύντομα ότι η Ελλάδα δεν ήταν ένα βασίλειο όπως όλα τα υπόλοιπα. Η γενεαλογία του ήταν πολύ διαφορετική. Η ελληνική μοναρχία γεννήθηκε μέσα από μια επανάσταση, και αυτήν την επανάσταση έπρεπε να την εγκολπωθεί και να την κάνει μέρος της δικής της γενεαλογίας. Το ίδιο ίσχυε και για το απώτατο βυζαντινό παρελθόν που, με όλες τις αντιδυτικές συνδηλώσεις του, συγκινούσε τους πρώτους βασιλείς, επειδή έκανε τον θρόνο τους να φαντάζει ως μετουσιωμένη συνέχεια του «παντοτινού παρελθόντος», στο οποίο ομνύει κάθε παραδοσιακή εξουσία. Είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι ο θρόνος τους ήταν εύθραυστος, καθώς έλειπαν όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να τον δυναμώσουν: η παράδοση λεγκιτιμισμού, οι θρησκευτικοί δεσμοί μεταξύ ηγεμόνα και υπηκόων, ο νόμιμος διάδοχος. Προσπάθησαν φιλότιμα να αντισταθμίσουν όλες αυτές τις δυσκολίες, εγκαθιδρύοντας νέα πρωτόκολλα και φροντίζοντας για τη θεσμοποίηση όλων των πτυχών της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Επί τρεις δεκαετίες η Αυλή αποτέλεσε τον πυρήνα της νέας κοινωνίας.
Η Αμαλία αναγνώριζε τη σημασία της ορθοδοξίας για τη μελλοντική στερέωση της δυναστείας, παντρεύοντάς την πολύ βολικά με το βυζαντινό αυτοκρατορικό ιδεώδες που τη συνέπαιρνε. Πάνω σε αυτή τη βάση, ο μεγαλοϊδεατισμός των βασιλέων συναντήθηκε με τον μεγαλοϊδεατισμό των υπηκόων τους, δίνοντας στην οθωνική κοινωνία έναν συντηρητικό προσανατολισμό που παρηγορούσε την Αμαλία, καθώς έβλεπε τις ανατρεπτικές κοινωνικές ιδέες να υποχωρούν μπροστά στην εθνικιστική έξαρση. Οι δυσκολίες που συνάντησαν οι πρώτοι βασιλείς της Ελλάδας εξαιτίας των αφόρητων διπλωματικών παρεμβάσεων των ξένων που εφάρμοζαν την απεχθή «πολιτική των εμπόρων», τους δημιούργησε το σύνδρομο των «ανάδελφων» ηγεμόνων. Αυτό επέτεινε την ψυχική τους ταύτιση με τον λαό τους, ο οποίος αντιμετώπιζε συχνά την Ευρώπη ως πολιτισμική και πολιτική ετερότητα. Η προτίμηση της βασίλισσας προς τους αυτόχθονες και τους Αγωνιστές, η δυσπιστία της προς τους φορείς του δυτικού υλιστικού πνεύματος, η συμπάθειά της προς το Βυζάντιο και το γεγονός ότι, σε μια τόσο προσωπική αλληλογραφία, μιλά με ενθουσιασμό για την ορθόδοξη βάφτιση του διαδόχου που θα απελευθέρωνε την Κωνσταντινούπολη, φανερώνουν ότι, σε πολλά σημεία, συναγωνιζόταν σε αντιδυτικισμό τους πλέον φιλορθόδοξους υπηκόους της. Ήταν, με τα δικά της λόγια, μια μελλοντική «αυτοκράτειρα της Ανατολής», σε μια «αυτοκρατορία με επίκεντρο τον ίδιο της τον εαυτό». Προϊόντος του χρόνου, οι επιστολές δείχνουν τον βασιλιά και τη βασίλισσα να αναμειγνύονται όλο και περισσότερο στην πολιτική, προσαρμόζοντας τον ρόλο του συνταγματικού βασιλιά σε εκείνον του «Ηγεμόνα-Κηδεμόνα». Η πίστη τους στην αναγκαιότητα της διαστρέβλωσης του συνταγματικού πολιτεύματος εδραζόταν, όχι μόνο στο μοναρχικό ιδεώδες αλλά και στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας.