Προς μια νέα προσέγγιση της εγελιανής φιλοσοφίας στην Ελλάδα μέσα από την πρόσληψη του έργου του Τζον Μακντάουελ

  • Veröffentlicht 04.05.22

Γιατί το έργο του Τζον Μακντάουελ (John McDowell) επιτρέπει τη στήριξη μιας ορισμένης γνωσιοθεωρητικής ερμηνείας του στοχασμού του Χέγκελ, η οποία προκαλεί το ενδιαφέρον αναλυτικών φιλοσόφων; Πώς γίνεται γνωστός στην Ελλάδα ο Μακντάουελ μέσα από τη μελέτη του βιβλίου του Ο νους και ο κόσμος; Ποιες είναι οι βασικές, καντιανές, εγελιανές και βιτγκενσταϊνικές συνιστώσες της σκέψης του, όπως αυτή παρουσιάζεται στο Ο νους και ο κόσμος; Ποιοι είναι οι νέοι έλληνες φιλόσοφοι που αξιοποιούν την πρόσληψη των θέσεων και ορισμένων επιχειρημάτων του Μακντάουελ στην κατεύθυνση της επεξεργασίας εγελιανών αντιλήψεων; Σε τι συνίσταται το ενδιαφέρον και η πρωτοτυπία της συμβολής των φιλοσόφων αυτών στις σύγχρονες συζητήσεις και ποια είναι η σημασία των δημοσιεύσεών τους για τη μελέτη του γερμανικού ιδεαλισμού στη Ελλάδα;

Inhalt

    Εισαγωγικά – Μεθοδολογικές παρατηρήσεις

    Οι ελληνογερμανικές συναντήσεις στο πεδίο της φιλοσοφίας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η ιστορία της πρόσληψης του γερμανικού στοχασμού και των επιδράσεών του στη νεοελληνική διανόηση του 19ου, του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα, στον ακαδημαϊκό χώρο και όχι μόνο, παρέχει πλούσιο υλικό, η μελέτη του οποίου μπορεί να αναδείξει ποικίλες όψεις. Μπορούν έτσι να επισημανθούν διαφορετικές κατευθύνσεις και επίπεδα συζητήσεων που αξίζει να διερευνηθούν. Μεταξύ άλλων, δεν θα έπρεπε να αγνοηθούν γόνιμες διασταυρώσεις που οφείλονται στη διαμεσολάβηση άλλων σχολών, παραδόσεων και φιλοσοφικών κοινοτήτων, όπως η προσέγγιση του Χάιντεγκερ (Martin Heidegger), μέσω του ευκολότερα προσβάσιμου και ευρύτερα γνωστού γαλλικού υπαρξισμού, έτσι ώστε να δικαιολογείται η χρήση της έννοιας της έμμεσης πρόσληψης. Στη σύντομη αυτή εργασία θα μας απασχολήσει το πρόσφατο επεισόδιο μιας τέτοιας μορφής πρόσληψης στοιχείων του κυρίαρχου ρεύματος του γερμανικού ιδεαλισμού, και ειδικότερα της σκέψης του Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel), τα οποία φαίνεται να αξιοποιούνται με δημιουργικό τρόπο από έλληνες πανεπιστημιακούς φιλοσόφους της νέας γενιάς. Εδώ, καταλύτης των εξελίξεων είναι η υποδοχή στην Ελλάδα του έργου του Τζον Μακντάουελ, σημαντικού εκπροσώπου της σύγχρονης αγγλόφωνης φιλοσοφίας, ο οποίος έχει συμβάλει ουσιωδώς στον μετασχηματισμό της αναλυτικής παράδοσης, μέσα από τον διάλογο με τον «ηπειρωτικό στοχασμό» (Βιρβιδάκης, 2019, 353-354).1Στις σύγχρονες φιλοσοφικές συζητήσεις γίνεται συχνά αναφορά στην αντιπαράθεση, από τις απαρχές του 20ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, ανάμεσα σε δύο ρεύματα ή παραδόσεις, την αναλυτική και την ηπειρωτική, στις οποίες περιλαμβάνονται, αντίστοιχα, διαφορετικές σχολές και θεωρίες. Παρόλο που συνήθως η πρώτη συνδέεται με την αγγλόφωνη φιλοσοφία και η δεύτερη με την εξέλιξη του στοχασμού στη Γερμανία και τη Γαλλία, οι απαρχές της αναλυτικής προσέγγισης μπορούν να αναζητηθούν και σε έργα γερμανών και αυστριακών φιλοσόφων. Τα κριτήρια διάκρισης των δύο παραδόσεων δεν προσδιορίζονται με απόλυτη ακρίβεια και δεν αφορούν τόσο τη θεματική και το περιεχόμενο, όσο τους τρόπους του φιλοσοφείν, τις μεθόδους και το ύφος των κειμένων, με τους αναλυτικούς να αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση στη σαφήνεια και την αυστηρότητα της λογικής επιχειρηματολογίας. Γίνεται γενικότερο δεκτό πως αυτό που συνδέει μεταξύ τους τα κείμενα της κάθε παράδοσης, δεν είναι ορισμένα σταθερά, κοινά γνωρίσματα, αλλά επιμέρους «οικογενειακές ομοιότητες» και ιστορικοί δεσμοί επίδρασης ανάμεσα σε συγκεκριμένους φιλοσόφους. Στην εποχή μας διαπιστώνονται τάσεις υπέρβασης των αντιθέσεων μεταξύ των δύο ρευμάτων.

    Στο κείμενο που ακολουθεί δεν μπορούμε να επιδιώξουμε κάποια συστηματική παρουσίαση της θεματικής και της επιχειρηματολογίας του Μακντάουελ. Και κατά μείζονα λόγο δεν θα υπεισέλθουμε σε ζητήματα σχετικά με την κριτική αποτίμηση των τοποθετήσεών του. Θα αρκεστούμε σε μια συνοπτική θεώρηση ορισμένων σταθερών συνιστωσών τoυ φιλοσοφικού του εγχειρήματος, η οποία καθιστά δυνατή τη γόνιμη επανερμηνεία της προβληματικής του γερμανικού ιδεαλισμού. Στη συνέχεια, θα περιγράψουμε τη θετική ελληνική ανταπόκριση στις ιδέες του. Θα εστιάσουμε έτσι την προσοχή μας στον ρόλο που διαδραματίζει η ενασχόληση με τα ερωτήματα που θέτει και τις απαντήσεις που προτείνει για τον προσανατολισμό της έρευνας μιας σειράς νέων φιλοσόφων. Ο προσανατολισμός αυτός αποτυπώνεται σε δημοσιεύσεις οι οποίες σχετίζονται κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο με εγελιανά σημεία αναφοράς.2Θέλω εδώ να ευχαριστήσω τον Κώστα Παγωνδιώτη, που συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στη μελέτη και τη διάδοση της σκέψης του Μακντάουελ, για τη βοήθειά του στην ανασυγκρότηση της ιστορίας της πρόσληψης του έργου του φιλοσόφου στην Ελλάδα. Πολύτιμες ήταν και οι πληροφορίες και οι παρατηρήσεις του Μίλτου Θεοδοσίου, της Ευγενίας Μυλωνάκη, καθώς και της Γωγώς Φωτιάδη, τους οποίους είχα την ευκαιρία να συμβουλευτώ κατά την εκπόνηση αυτής της εργασίας, καθώς και τα σχόλια συναδέλφων που παρακολούθησαν την πρώτη της παρουσίαση στο Συνέδριο των Ελληνογερμανικών Διασταυρώσεων. Τέλος, για την κατανόησή μου του γερμανικού ιδεαλισμού οφείλω ευχαριστίες και στον Γιώργο Ξηροπαΐδη.

    Αναγνώσεις και γενικότερη απήχηση της φιλοσοφίας του Χέγκελ

    Είναι πολύ δύσκολο να σκιαγραφήσει κανείς σε λίγες παραγράφους τις εναλλακτικές ερμηνείες της εγελιανής σκέψης και της επιδραστικής κληρονομιάς της. Αν μάλιστα δεν θέλει να περιοριστεί στη μελέτη ειδικών φιλοσοφικών ερωτημάτων σχετικών με τη μετάβαση από τον υπερβατολογικό ιδεαλισμό του Καντ (Immanuel Kant) στον απόλυτο ιδεαλισμό του Χέγκελ, αλλά ακολουθεί μια προσέγγιση που εγγράφεται στη γενική ιστορία των ιδεών, είναι υποχρεωμένος να εγκύψει σε μια ποικιλία εκδοχών του εγελιανισμού, ως παρακαταθήκης της ώριμης ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Η απόπειρα βαθύτερης κατανόησης της διαλεκτικής πορείας του Δυτικού κόσμου μέχρι την πλήρη πραγμάτωση της αυτοσυνειδησίας του Πνεύματος, η διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης αντίληψης της προοδευτικής εκδίπλωσης της Απόλυτης Ιδέας μέσα στην ιστορία, σε διαφορετικές εκφάνσεις του πολιτισμού, από την τέχνη και τη θρησκεία μέχρι τη φιλοσοφία προέρχονται συχνά από την υιοθέτηση ολιστικών σχημάτων που μπορούν να αποδοθούν άμεσα ή έμμεσα σε ορισμένες αναγνώσεις κειμένων του Χέγκελ. Από τη Φαινομενολογία του πνεύματος, με τη σημαντική ανθρωπολογική της διάσταση, μέχρι την εντυπωσιακή συστηματική σύλληψη της Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών και τις Διαλέξεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, τα κείμενα αυτά προσφέρονται για τη διερεύνηση ενός ευρέος φάσματος ερμηνευτικών δυνατοτήτων. Έτσι, ανοίγει ο δρόμος για πλήθος από γόνιμες αναζητήσεις, ενώ προκαλούνται και άλλες τόσες απορριπτικές αντιδράσεις, από τα μέσα του 19ουαιώνα μέχρι τις σύγχρονες μετανεωτερικές αμφισβητήσεις των μεγάλων αφηγήσεων.

    Ωστόσο, δίπλα σε αυτήν την εικόνα του δημιουργού ενός αμφιλεγόμενου και τελικά αστήρικτου και δογματικού μεταφυσικού οικοδομήματος, εναντίον του οποίου στρέφονται και τα πυρά αναλυτικών φιλοσόφων, όπως ο Μπέρναρντ Ράσελ (Bertrand Arthur William Russell) και ο Τζ. Ε. Μουρ (George Edward Moore), που αντιπαρατίθενται στους βρετανούς εγελιανούς της εποχής τους, προβάλλει και εκείνη ενός πολύ προσεκτικότερου στοχαστή. Πρόκειται για τον Χέγκελ ο οποίος ελέγχει, επεξεργάζεται και εμβαθύνει, προσπαθώντας να διορθώσει τις αδυναμίες της κριτικής φιλοσοφίας, σε γνωσιοθεωρητικό επίπεδο και όχι μόνο, συνεχίζοντας και επιχειρώντας να ολοκληρώσει το έργο των άμεσων επιγόνων του Καντ. Ο Τζον Μακντάουελ φαίνεται να ανασυγκροτεί στη βάση νέων δεδομένων και σε νέο ιδίωμα τη σχετική γνωσιοθεωρητική προβληματική, η οποία αναπτύσσεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της εξέλιξης του γερμανικού ιδεαλισμού μέχρι την ώριμη διαμόρφωσή του. Η γενικότερη αντιμετώπιση της θεματικής που τον απασχολεί, αλλά και οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις του, παρακολουθούν αρχικά και στη συνέχεια ενισχύουν τη διαμόρφωση στον χώρο της αναλυτικής φιλοσοφίας μιας θετικής στάσης απέναντι στη γερμανική ιδεαλιστική παράδοση, η οποία είχε ξεκινήσει με τη συστηματική μελέτη του Καντ (Σέλαρς 2005 [1956]· Pippin, 2008, 2011, 2018· Χένριχ, 2018· Βιρβιδάκης, 2004). Με σαφέστερο εγελιανό προσανατολισμό, στην κατεύθυνση που υποδείκνυε ο αμερικανός φιλόσοφος Γουίλφριντ Σέλαρς (Wilfrid Sellars) (Σέλαρς, 2005, 59), χαρακτηρίζοντας την κριτική του σε θέσεις του νεότερου εμπειρισμού, méditations hégéliennes, κινείται ο συνάδελφος του Μακντάουελ στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, Ρόμπερτ Μπράντομ (Robert Brandom). Σύμφωνα με το δάσκαλό του, Ρίτσαρντ Ρόρτυ (Richard Rorty), είναι το δικό του έργο που σηματοδοτεί μια πραγματική εγελιανή στροφή της αναλυτικής φιλοσοφίας (Brandom, 1994, 2019· Rockmore, 2001, 2005· Redding, 2007· Βιρβιδάκης, 2003· Χρόνης, 2015).

    Στην Ελλάδα, όπου είναι προφανής η ισχυρή παρουσία της γερμανικής σκέψης, από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, η επικρατούσα ερμηνευτική προσέγγιση δίνει συνήθως έμφαση στη συστηματική μεταφυσική εικόνα η οποία υποστηρίζει και τη θεωρησιακή φιλοσοφία της ιστορίας και τη φιλοσοφία του δικαίου του Χέγκελ. Ο βαθμός της εξάρτησης από αυτήν την προσέγγιση, αλλά και της λιγότερο ή περισσότερο πρωτότυπης αξιοποίησής της, διακριβώνεται σε ειδικές μελέτες της ιστορίας του νεοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού, στον ακαδημαϊκό χώρο και πέρα από αυτόν (Αργυροπούλου, 1995, 1998). Όσον αφορά τις πλησιέστερες σε μας εξελίξεις, η οικειοποίηση στοιχείων της εγελιανής διδασκαλίας διαπιστώνεται εύκολα κατά την εξέταση της αντιπαράθεσης μεταξύ ιδεαλιστών και μαρξιστών στη δεκαετία του ’30, η οποία συνεχίζεται και μετά τον πόλεμο, με πρωταγωνιστές πανεπιστημιακούς και άλλους διανοουμένους με γερμανική παιδεία, όπως ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος από τη μια πλευρά, ο Δημήτρης Γληνός, ο Γιάννης Ιμβριώτης και ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης από την άλλη. Οι μαρξιστές αναγνωρίζουν, κατά κανόνα, τις σημαντικές οφειλές της μεθοδολογίας του ιστορικού και διαλεκτικού τους υλισμού στο έργο του Χέγκελ. Αλλά και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα οι παραδοσιακές αναγνώσεις κειμένων του γερμανικού ιδεαλισμού, από τον Καντ μέχρι τον Χέγκελ, δεν παύουν να αποτελούν πηγή έμπνευσης για τους έλληνες φιλοσόφους και να ασκούν την επίδρασή τους και στον χώρο της κοινωνιολογίας και των πολιτικών επιστημών. (Ψυχοπαίδης, 2003· Faraclas & Karydas, 2006· Αγγελίδης, Δημητρίου, Λαβράνου, 2008). Βέβαια, συναντά κανείς ήδη και ερμηνείες που βασίζονται σε εναλλακτικές γνωσιοθεωρητικές προσεγγίσεις (Φαράκλας, 2000· Αυγελής, 2017, 513-542).3Μια συνολική εποπτική θεώρηση των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα παρέχεται στην εργασία του Κώστα Ανδρουλιδάκη που δημοσιεύεται στην παρούσα Επιτομή των Ελληνογερμανικών Διασταυρώσεων («Η παρουσία της γερμανικής φιλοσοφίας στην ελληνική φιλοσοφία. Η πρώτη μεταπολεμική πεντηκονταετία. Συνοπτικό διάγραμμα»).

    Από τον Καντ στον Χέγκελ μέσα από μια βιτγκενσταϊνική οπτική

    Το καντιανό υπόβαθρο και οι αλληλοεξαρτώμενες διαστάσεις της σκέψης του Μακντάουελ αναδεικνύονται πληρέστερα στη μονογραφία του, Ο νους και ο κόσμος [Mind and World], που πρωτοδημοσιεύεται το 1994 και κυκλοφορεί σε νέα έκδοση το 1996. Για να συνοψίσουμε σε λίγες προτάσεις την κεντρική του ιδέα, χωρίς να επεκτεινόμαστε σε επιμέρους θέσεις και επιχειρήματα, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για μια περίτεχνη προσπάθεια υπέρβασης κλασικών γνωσιολογικών και οντολογικών δυισμών και λογικών εντάσεων στην ιστορία της φιλοσοφίας μετά τον Ντεκάρτ (René Descartes), αλλά και μετά τον Καντ. Εάν πιστεύουμε ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός απαιτεί δικαιολογήσεις των πεποιθήσεών μας, δηλαδή τοποθετήσεις, συσχετίσεις και συμπερασμούς μέσα στον «χώρο των λόγων» («space of reasons»), και όχι απλώς αιτιακές νομολογικές εξηγήσεις μέσα στην επικράτεια της φύσης, δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε πώς είμαστε σε θέση να έχουμε ασφαλή γνωστική πρόσβαση στον κόσμο που μας περιβάλλει. Διαπιστώνουμε ότι ο νεότερος θεμελιοκρατικός εμπειρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η γνώση της εξωτερικής προς τον νου πραγματικότητας βασίζεται σε γυμνά δεδομένα των αισθήσεων, δεν είναι σε θέση να περιγράψει σωστά το περιεχόμενο των αναγκαίων δικαιολογήσεων των πεποιθήσεών μας. Η ύπαρξη τέτοιων «δεδομένων», στοιχείων με δικαιολογητική λειτουργία, αποτελεί αστήρικτη φιλοσοφική επινόηση, «μύθο», σύμφωνα με την επιδραστική κριτική του Σέλαρς στον «Μύθο του Δεδομένου» (Sellars, 2005 [1956]). Από την άλλη, όμως, πλευρά, αν υιοθετήσουμε ένα καθαρά συνεκτικιστικό μοντέλο για τις πεποιθήσεις που απαρτίζουν τη γνώση μας, κινδυνεύουμε να «κλειστούμε» στο εσωτερικό της νοητικής μας δραστηριότητας και να χάσουμε την απαιτούμενη «τριβή» με τον κόσμο.

    Κατά τον Μακντάουελ, ο τρόπος για να αποφύγουμε το δίλημμα που φαίνεται να αντιμετωπίζουμε είναι να απορρίψουμε τον παραδοσιακό εμπειρισμό, χωρίς όμως να καταφύγουμε στη ρασιοναλιστική απομόνωση εντός του πλαισίου των εσωτερικών σχέσεων πεποιθήσεων ή προτάσεων. Ωστόσο, για να δεχθούμε ότι μπορούμε να προσλάβουμε και τελικά να χρησιμοποιήσουμε για την απόκτηση γνώσης οποιαδήποτε υπαρκτά στοιχεία της πραγματικότητας, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι δεν μπορεί να υπάρχει κάποιο αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του υλικού της εμπειρίας και του νου μας. Ο κόσμος μάς «διανοίγεται», ακριβώς γιατί είναι ουσιωδώς νοήσιμος, και το περιεχόμενο της εμπειρίας μας εννοιολογικό, από την πρώτη στιγμή της πρόσληψής του. Και κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβαίνει εάν η φυσική πραγματικότητα ήταν τελείως ξένη προς την πνευματική διάσταση που συγκροτεί τον «χώρο των λόγων» μας ή, αντίστροφα, αν αποδεικνυόταν πως αυτή η διάσταση ανάγεται πλήρως στον «χώρο των λόγων», στερημένη από τα ιδιαίτερα φυσικά χαρακτηριστικά της. Έτσι, ο Μακντάουελ εισηγείται την αντίληψη, την οποία αποκαλεί «φυσικοποιημένο πλατωνισμό», αντιδιαστέλλοντάς την αφενός προς τον «αχαλίνωτο πλατωνισμό» («rampant Platonism»), που θα αποχώριζε τελείως το νοητικό από το φυσικό στοιχείο, αφετέρου προς τον κυρίαρχο στην εποχή μας «ωμό νατουραλισμό» («bald naturalism»), που προσπαθεί απλώς να το εξαλείψει, αγνοώντας τη μη αναγωγιμότητά του. Η πνευματική ή νοητική διάσταση περιλαμβάνεται ως οργανικό, ουσιώδες μέρος της πραγματικότητας και αναδύεται ως δεύτερη φύση μέσα από τη ζωή των ανθρώπινων κοινοτήτων.

    Η αναπτυσσόμενη προβληματική είναι όντως καντιανή, στον βαθμό που επιχειρείται να ξεπεραστούν αγεφύρωτες διχοτομίες και αντινομίες, οφειλόμενες, κατά τον φιλόσοφο, στην απουσία επαρκούς κριτικής εμβάθυνσης στις γνωσιολογικές προϋποθέσεις αφετηριακών ερωτημάτων, η βιαστική απάντηση στα οποία φαίνεται να μας παγιδεύει στη μια ή στην άλλη, εξίσου απαράδεκτη, θέση. Ο Μακντάουελ μοιάζει να διερευνά υπερβατολογικές συνθήκες για την κατανοησιμότητα και τη γνώση του κόσμου. Οι λύσεις, όμως, τις οποίες επεξεργάζεται, αποβλέπουν στην υπέρβαση δυιστικών σχημάτων που μπορεί να διατηρούνται από την προγενέστερη παράδοση (νους-κόσμος, πνεύμα-ύλη), αλλά και να πρωτοεμφανίζονται μέσα από τον ρηξικέλευθο υπερβατολογικό στοχασμό του ίδιου του Καντ (Λόγος/ελευθερία-φύση, δεκτικότητα-αυτενέργεια, θεωρητικός-πρακτικός Λόγος, εποπτεία-έννοια, φαινόμενα-νοούμενα/πράγματα καθαυτά). Κατά τούτο, οι προτάσεις του Μακντάουελ πλησιάζουν σε κάποια σημεία τις μεταγενέστερες ιδεαλιστικές και, ειδικότερα, τις εγελιανές συνθέσεις. Έτσι, για παράδειγμα, ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι η αυτενέργεια της διάνοιας παρεμβαίνει ήδη από την πρώτη στιγμή στο επίπεδο της δεκτικότητας που χαρακτηρίζει την αισθητικότητα, ο συγγραφέας του Ο νους και ο κόσμος θεωρεί αναγκαία την παραδοχή πως «ο χώρος των λόγων» είναι χωρίς όρια ή πως ο φυσικός κόσμος είναι ουσιωδώς και πλήρως εννοιολογήσιμος. Έτσι, δεν διστάζει να μιλήσει για την «απεραντοσύνη του εννοιακού». Και εδώ ακριβώς του προσάπτεται ότι αφήνεται να οδηγηθεί σε έναν προβληματικό ιδεαλισμό, δεχόμενος πως η υφή της πραγματικότητας είναι σε τελική ανάλυση πνευματική και δεν υπάρχει κάτι που να υπερβαίνει ριζικά το πεδίο των εννοιών (McDowell, 2013· Virvidakis, 2005, 2006).

    Ωστόσο, εκείνο που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι η βιτγκενσταϊνική, θεραπευτική και ησυχαστική αντίληψη του φιλοσοφείν που φαίνεται να επικρατεί προοδευτικά στη σκέψη του Μακντάουελ και υιοθετείται ρητά ή υπόρρητα και σε διάφορες δημοσιεύσεις του μετά το Ο νους και ο κόσμος (McDowell, 2003, 2009). Έτσι, παρόλο που χρησιμοποιεί πολύ συχνά την έννοια του υπερβατολογικού για να δηλώσει την αναζήτηση a priori συνθηκών δυνατότητας, δεν πιστεύει ότι αυτή η αναζήτηση καταλήγει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση συνθετικών a priori αληθειών. Αισθανόμαστε συχνά την υπερβατολογική «ανησυχία» ή τη «δυσφορία» που προκαλούν τα φιλοσοφικά ερωτήματα, και η «βαθιά» και μη επιφανειακή φιλοσοφική αντίδραση χρειάζεται να περιλαμβάνει υπερβατολογικά, αλλά και διαλεκτικά επιχειρήματα, που θα μας προσφέρουν υπερβατολογική «ανακούφιση», διαλύοντας ουσιαστικά το πρόβλημα και επαναφέροντάς μας σε ό,τι τελικά αποδέχεται ο κοινός νους. Οι φιλοσοφικές «αλήθειες» στις οποίες καταλήγουμε, όπως και η ίδια η κεντρική ιδέα του υπερβατολογικού εμπειρισμού, ίσως δεν είναι τίποτε άλλο από «υπενθυμίσεις» («reminders») κοινότοπων καθημερινών πεποιθήσεων, όπως, για παράδειγμα, ότι η γνώση του κόσμου πρέπει σε τελική ανάλυση να προέρχεται από την εμπειρία μας. Οπότε, και οι εκ πρώτης όψεως αμφιλεγόμενες νεοεγελιανές τοποθετήσεις του Μακντάουελ μπορεί να μην έχουν άλλον σκοπό από το να ολοκληρώσουν μια υπερβατολογική φιλοσοφική διαδικασία, η οποία είναι απλώς ένας τρόπος για να ξεφύγουμε από τη «μυγοπαγίδα» των μεταφυσικών θεωριών και να οδηγηθούμε στην ηρεμία, επιστρέφοντας στις διαισθήσεις του κοινού νου για τη σχέση μας με τον κόσμο που μας περιβάλλει. Οι αναγνώσεις συγκεκριμένων τμημάτων έργων του Χέγκελ, όπως η Φαινομενολογία του πνεύματος, τις οποίες εισηγείται, ασκώντας κριτική και σε εναλλακτικές ερμηνείες του Ρόμπερτ Πίπιν (Robert Pippin), εντάσσονται σε μια θεώρηση του εγελιανού ιδεαλισμού ως «ριζοσπαστικοποίησης» των καντιανών θέσεων και απαλλαγής από την οποιαδήποτε θεμελιοκρατική φιλοσοφική αξίωση (McDowell 2009, 69-89· Virvidakis, 2010). Και ο ισχυρισμός για την, καταρχήν, απεριόριστη ανοικτότητα του κόσμου στην εννοιολογική πρόσβασή του από τον νου δεν έχει τον χαρακτήρα κάποιας πνευματοκρατικής μεταφυσικής θέσης. Αποτελεί προκείμενη σε μια περίτεχνη διαλεκτική επιχειρηματολογία, μέρος ευρύτερης στρατηγικής για την αναίρεση μορφών ριζικού καρτεσιανού σκεπτικισμού, αλλά και για την αντιμετώπιση των άλυτων εντάσεων της καντιανής κριτικής φιλοσοφίας.

    Ο Μακντάουελ στην Ελλάδα: μια σύντομη αφήγηση

    To βιβλίο Ο νους και ο κόσμος [Mind and World] δεν αργεί να παρουσιαστεί και να μελετηθεί ενδελεχώς στην Ελλάδα. Διδάσκεται λίγα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του, στο τέλος της δεκαετίας του ’90, σε μεταπτυχιακά σεμινάρια του Αριστείδη Μπαλτά με μεγάλη συμμετοχή.4Στο πλαίσιο του κοινού μεταπτυχιακού προγράμματος (Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας) του ΕΜΠ με το Τμήμα Μεθοδολογίας και Ιστορίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ (το οποίο έχει πλέον μετονομαστεί σε Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης). Προκαλεί σύντομα το ζωηρό ενδιαφέρον φοιτητών και καθηγητών με αναλυτική παιδεία, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι εξοικειωμένοι και με την προβληματική της φιλοσοφίας της επιστήμης. Κάποιοι από αυτούς αναλαμβάνουν την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών και δημοσιεύουν μονογραφίες και ερευνητικά άρθρα σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά, με αντικείμενο, σε αρκετές περιπτώσεις, όχι μόνο ποικίλα ερμηνευτικά ζητήματα που εγείρει η εξέταση των κειμένων του Μακντάουελ, αλλά, ειδικότερα, τις ενδεχόμενες ιδεαλιστικές υποδηλώσεις της θεώρησής του και τη νέα προσέγγιση του Χέγκελ, την οποία καθιστά δυνατή αυτή η θεώρηση.

    Η αποτελεσματική πρόσληψη και η δημιουργική επεξεργασία στοιχείων, τα οποία έχουν συλλεχθεί μέσα σε λίγα χρόνια, φωτίζονται από μια σειρά από ευνοϊκούς παράγοντες οι οποίοι ενισχύουν ουσιαστικά την αρχική ανταπόκριση της κοινότητας υποδοχής. To σημαντικότερο ίσως γεγονός είναι η άμεση προσωπική συνδρομή του συγγραφέα του Ο νους και ο κόσμος. Ο Μακντάουελ επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα και αναπτύσσει πρόσφατες τοποθετήσεις του σε μια σειρά συμποσίων που συνδιοργανώνoυν αρχικά το Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, το ΕΚΠΑ και το ΕΜΠ στην Αθήνα, στο Ρέθυμνο (με τη συνεργασία του Πανεπιστημίου Κρήτης), στους Δελφούς και την Πάτρα. Η συνέχιση αυτών των συμποσίων με θεματική που αντανακλά την εξέλιξη του έργου του καθιερώνεται από την ελληνική πλευρά με την υποστήριξη του Πανεπιστημίου Πατρών. Oι επικεφαλής της οργανωτικής επιτροπής, Κώστας Παγωνδιώτης και Τζέιμς Κόναντ (James Conant), φροντίζουν για την επιλογή των συγκεκριμένων θεμάτων από διαφορετικά πεδία, ιδιαίτερα της φιλοσοφίας του νου, της φιλοσοφίας της αντίληψης και της φιλοσοφίας της πράξης, και τα ετήσια συμπόσια διεξάγονται στην Πάτρα ανελλιπώς από το 2010 μέχρι το 2019,5Εδώ μπορούν να αναφερθούν ενδεικτικά ορισμένα θέματα αυτών των συμποσίων, όπως, Theoretical and Practical Self-Consciousness, Additive and Transformative Conceptions of Rationality, ΙntuitionalContentandtheMythoftheGiven.οπότε η πανδημία του κορονοϊού κατέστησε αναγκαία την αναβολή τους. Προσκαλούνται και παρουσιάζουν εργασίες τους, μεταξύ άλλων, γνωστοί φιλόσοφοι από τις ΗΠΑ και από άλλες χώρες, οι οποίοι συνομιλούν και συνεργάζονται με τον Μακντάουελ, όπως ο Ρόμπερτ Μπράντομ (Robert Brandom), o Σεμπάστιαν Ρεντλ (Sebastian Rödl), ο Ρόμπερτ Πίπιν (Robert Pippin), η Τζένιφερ Χόρνσμπυ (Jennifer Hornsby), o Άντριαν Χάντοκ (Adrian Haddock) και o Μάθιου Μπόιλ (Matthew Boyle).

    Σε πολλά από αυτά, καθώς και σε ανάλογα συνέδρια εκτός Ελλάδος, στα οποία συμμετέχει και ο ίδιος ο Μακντάουελ, του δίνεται η ευκαιρία να απαντήσει λεπτομερώς σε κριτικές ελλήνων φιλοσόφων σε ορισμένες θέσεις και επιχειρήματά του, σχετικά με τον θεωρητικό εμποτισμό και το υποτιθέμενο προτασιακό ή εννοιακό περιεχόμενο της εμπειρίας, καθώς και σε ανησυχίες για το φάσμα του απόλυτου ιδεαλισμού, αλλά και σε ενδεχόμενες ενστάσεις για την ησυχαστική αντίληψη του φιλοσοφείν (Pagondiotis, 2006· Virvidakis, 2006, 2010). Εδώ μπορούν να αναφερθούν και δημοσιεύσεις και ποικίλες ανταλλαγές απόψεων με αφορμή την έκδοση της ελληνικής μετάφρασης του Ο νους και ο κόσμος το 2013 και, λίγο αργότερα, την αναγόρευση του συγγραφέα του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πατρών το 2015 (Μπαλτάς, 2013· Παγωνδιώτης, 2017-01· Χατζημωυσής, 2017). Δεν θα ήταν υπερβολικό να πει κανείς πως οι περιγραφόμενες δραστηριότητες, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και εκπαιδευτικά ταξίδια ή και διδακτορικές σπουδές αρκετών νέων μελών της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ, συμβάλλουν στη συγκρότηση ενός φιλοσοφικού κύκλου, στο πλαίσιο του οποίου συνεχίζονται μέχρι σήμερα συζητήσεις εμπνεόμενες σε μεγάλο βαθμό από τη μακνταουελική οπτική. Σ’ αυτόν συμμετέχουν σε διάφορες φάσεις, μεταξύ άλλων, ο Στέλιος Βιρβιδάκης, ο Θοδωρής Δημητράκος, ο Μίλτος Θεοδοσίου, η Βάσω Κιντή, o Αριστείδης Μπαλτάς, η Ευγενία Μυλωνάκη, ο Κώστας Παγωνδιώτης, ο Θάνος Σαμαρτζής, η Λάρα Σκουρλά, ο Διονύσης Χρηστιάς και ο Χάρης Χρόνης. Η προσεκτική μελέτη των περισσότερων από τις σχετικές δημοσιεύσεις ελλήνων φιλοσόφων φωτίζει και την ευρύτερη σημασία της πρόσληψης της σκέψης του Μακντάουελ, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Στη σταθερή επίδραση παραλλαγών του υπερβατολογικού εμπειρισμού, τον οποίο εισηγείται, μπορεί εντέλει να αποδοθεί και η δική τους ιδιαίτερη αξιοποίηση της επανεξέτασης του γερμανικού ιδεαλισμού και της εγελιανής του κορύφωσης, από τη σκοπιά της σύγχρονης αναλυτικής φιλοσοφίας.

    Πράγματι, συναντά κανείς πρωτότυπες ερμηνευτικές και φιλοσοφικές προτάσεις που ξεκινούν από διατριβές, ενώ ορισμένες από αυτές αναπτύσσονται σε αγγλόφωνες εργασίες δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά με κριτές και συλλογικούς τόμους με διεθνή απήχηση. Εδώ αξίζει να αναφερθούν, μεταξύ άλλων, διερευνήσεις της ανάδυσης της κανονιστικότητας μέσα από την ανάπτυξη μιας δεύτερης φύσης, η οποία παρουσιάζεται και ως βάση για την κατανόηση της σχέσης λόγου και φύσης σε διάφορα πεδία και την ανάδειξη ενός «ενσώματου ιδεαλισμού» στην ποίηση (Πολυμένης, 2001, 2012)· η θετική αντιμετώπιση της διαλεκτικής στροφής της αναλυτικής παράδοσης (Χρόνης, 2001, 2015)· η εξέταση της κριτικής του σκεπτικισμού του Χέγκελ και η επίκληση της μακνταουελικής κριτικής του καντιανού υπερβατολογικού ιδεαλισμού, με σκοπό την αποτελεσματικότερη στήριξη ενός ρεαλιστικού ιστορικισμού στη φιλοσοφία της επιστήμης (Δημητράκος, 2012, 2013· Dimitrakos, 2017, 10.07.2018)· η υπεράσπιση μιας υλιστικής Aufhebung6Η εγελιανή έννοια που δηλώνεται με τον όρο “Aufhebung”, ο οποίος είναι δύσκολο να μεταφραστεί με ακρίβεια σε άλλες γλώσσες, σημαίνει «άρση» και «υπέρβαση» αντιθέσεων μέσα από τη διαλεκτική κατάργηση κάποιων στοιχείων, αλλά και τη διατήρηση και σύνθεση άλλων σε ανώτερο επίπεδο. της εγελιανής ιδεαλιστικής διαλεκτικής, με αναφορά σε μεθοδολογικές αρχές και θέσεις της φιλοσοφίας του Σέλαρς (Christias, 2017). Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι σαφής η αναβίωση στοιχείων από τη σκέψη του Χέγκελ, όπως αυτά χρησιμοποιούνται από τον Μακντάουελ.

    Συμπεράσματα – Προοπτικές

    Μπορούμε εδώ να ολοκληρώσουμε την περιληπτική παρουσίαση ενός σύντομου κεφαλαίου από την πρόσφατη ιστορία της νεοελληνικής φιλοσοφίας, το οποίο παραμένει ανοικτό, στο βαθμό που συνεχίζεται η δημιουργική οικειοποίηση και η νέα ανάπτυξη ιδεών του κλασικού γερμανικού στοχασμού, υπενθυμίζοντας τις επισημάνσεις μας και συνάγοντας ορισμένα γενικότερα συμπεράσματα. Καταρχάς, παρατηρείται πως οι διασταυρώσεις φιλοσοφικών παραδόσεων και κοινοτήτων μπορεί να οφείλονται σε τυχαία γεγονότα και περιστατικά, όπως είναι η υποδοχή και η μελέτη ενός σημαντικού βιβλίου, γραμμένου από μια εκ πρώτης όψεως απομακρυσμένη θεωρητική σκοπιά, που διαδραματίζει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο για τη μεταφορά συγκεκριμένων ιδεών, εννοιών και επιχειρημάτων. Εδώ, δηλαδή, η σύνδεση με συζητήσεις που ανάγονται σε μια από τις σπουδαιότερες περιόδους της ιστορίας της γερμανικής φιλοσοφίας δεν επιτελείται με συνήθεις αλληλεπιδράσεις, σχετιζόμενες με μια ευθεία μετακένωση στοιχείων, από το γερμανικό φιλοσοφικό «κέντρο» της αρχικής προέλευσης στην «περιφέρεια» του ευρωπαϊκού στοχασμού.

    Μένει να δούμε με ποιους τρόπους και σε ποιες κατευθύνσεις θα συνεχιστεί η αξιοποίηση των νέων ερμηνειών, οι οποίες απευθύνονται σε ειδικούς μελετητές. Αναρωτιέται κανείς κατά πόσον τα πορίσματα αυτών των ερμηνειών μπορεί να έχουν ενδιαφέρουσες προεκτάσεις, πέρα από τον ακαδημαϊκό χώρο και σε σφαίρες και τομείς πνευματικής δημιουργίας εκτός φιλοσοφίας (Πολυμένης, 2012). Kαι πρέπει να διαπιστωθεί αν οι νέοι ερευνητές θα θελήσουν να στραφούν και στη μελέτη του πλούσιου υλικού των ίδιων των γερμανών φιλοσόφων, των οποίων οι θέσεις και τα επιχειρήματα χρησιμεύουν ως πρότυπο για τη διαμόρφωση των τοποθετήσεων του Μακντάουελ, καθώς και των καλλιτεχνών, των λογοτεχνών, των λογίων και των διανοουμένων της εποχής τους, που εμπνέονταν σαφώς από τη φιλοσοφική σκέψη. Ασφαλώς, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως δεν έχουν εκλείψει άλλες, ήδη καθιερωμένες, προσεγγίσεις της εγελιανής διδασκαλίας και της ευρύτερης κληρονομιάς της στην ελληνική φιλοσοφική κοινότητα και όχι μόνο.7Βλ. τις σχετικές αναφορές στην εργασία του Κώστα Ανδρουλιδάκη για την παρουσία της γερμανικής φιλοσοφίας στην Ελλάδα, στην Επιτομή των Ελληνογερμανικών Διασταυρώσεων (Σημείωση 3). Σε κάθε περίπτωση, σήμερα διευρύνονται και διευκολύνονται οι αμφίδρομες σχέσεις, οι επαφές και οι ανταλλαγές πέρα από τα όρια εθνικών κοινοτήτων, σχολών και παραδόσεων. Διαφαίνεται έτσι η προοπτική ποικίλων συγκριτικών μελετών και άλλων πρωτότυπων συνθέσεων εναλλακτικών προσεγγίσεων που στηρίζονται και σε φαινομενολογικές, ερμηνευτικές και πραγματιστικές μεθόδους. Τέτοιες προσεγγίσεις αντιμετωπίζονται πλέον με θετικό πνεύμα από αρκετούς αναλυτικούς φιλοσόφους γνωστούς στην Ελλάδα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ελληνογερμανικές διασταυρώσεις μπορούν να διευρυνθούν προοδευτικά και να εμβαθυνθούν μέσα και από ανάλογες ελληνοβρετανικές, ελληνοαμερικανικές και ελληνογαλλικές συναντήσεις. Γι’ αυτό και φαίνεται δικαιολογημένη η πεποίθηση, η οποία υπαγορεύεται από το χρονικό της υποδοχής του έργου του Μακντάουελ στη χώρα μας, πως μερικές φορές η έμμεση πρόσληψη μπορεί να αποβεί πιο ενδιαφέρουσα και πιο γόνιμη από την άμεση.

    Zusammenfassung

    Οι έλληνες φιλόσοφοι του 20ού αιώνα είναι εξοικειωμένοι με διαφορετικές προσεγγίσεις της παράδοσης του γερμανικού ιδεαλισμού, από την κριτική οικειοποίηση στοιχείων της από τη Σχολή της Φρανκφούρτης μέχρι τις αναγνώσεις της Φαινομενολογίας του πνεύματος που βασίζονται στις ανθρωπολογικές θεωρήσεις του Αλεξάντρ Κοζέβ (Alexandre Κojève). Στην εργασία αυτή εξετάζεται η αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για τη μετάβαση από καντιανές σε εγελιανές θέσεις, μέσα από τη μελέτη ανάλογων, σε μεγάλο βαθμό, τοποθετήσεων στον χώρο της γνωσιολογικής προβληματικής της σύγχρονης αναλυτικής φιλοσοφίας. Ειδικότερα, περιγράφεται συνοπτικά το χρονικό της πρόσληψης του έργου του Τζον Μακντάουελ, Ο νους και ο κόσμος, και των πιο πρόσφατων εργασιών του, αλλά και των ερμηνειών κειμένων του γερμανικού ιδεαλισμού τις οποίες εισηγείται, με αναφορά σε συζητήσεις που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι συζητήσεις αυτές καθιστούν δυνατή την επεξεργασία νέων γενικότερων αντιμετωπίσεων της κληρονομιάς της φιλοσοφίας των Νεότερων Χρόνων, και επιτρέπουν τη δημιουργική σύγκλιση αναλυτικών και ηπειρωτικών φιλοσοφικών μεθόδων.

    Einzelnachweise

    • 1
      Στις σύγχρονες φιλοσοφικές συζητήσεις γίνεται συχνά αναφορά στην αντιπαράθεση, από τις απαρχές του 20ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, ανάμεσα σε δύο ρεύματα ή παραδόσεις, την αναλυτική και την ηπειρωτική, στις οποίες περιλαμβάνονται, αντίστοιχα, διαφορετικές σχολές και θεωρίες. Παρόλο που συνήθως η πρώτη συνδέεται με την αγγλόφωνη φιλοσοφία και η δεύτερη με την εξέλιξη του στοχασμού στη Γερμανία και τη Γαλλία, οι απαρχές της αναλυτικής προσέγγισης μπορούν να αναζητηθούν και σε έργα γερμανών και αυστριακών φιλοσόφων. Τα κριτήρια διάκρισης των δύο παραδόσεων δεν προσδιορίζονται με απόλυτη ακρίβεια και δεν αφορούν τόσο τη θεματική και το περιεχόμενο, όσο τους τρόπους του φιλοσοφείν, τις μεθόδους και το ύφος των κειμένων, με τους αναλυτικούς να αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση στη σαφήνεια και την αυστηρότητα της λογικής επιχειρηματολογίας. Γίνεται γενικότερο δεκτό πως αυτό που συνδέει μεταξύ τους τα κείμενα της κάθε παράδοσης, δεν είναι ορισμένα σταθερά, κοινά γνωρίσματα, αλλά επιμέρους «οικογενειακές ομοιότητες» και ιστορικοί δεσμοί επίδρασης ανάμεσα σε συγκεκριμένους φιλοσόφους. Στην εποχή μας διαπιστώνονται τάσεις υπέρβασης των αντιθέσεων μεταξύ των δύο ρευμάτων.
    • 2
      Θέλω εδώ να ευχαριστήσω τον Κώστα Παγωνδιώτη, που συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στη μελέτη και τη διάδοση της σκέψης του Μακντάουελ, για τη βοήθειά του στην ανασυγκρότηση της ιστορίας της πρόσληψης του έργου του φιλοσόφου στην Ελλάδα. Πολύτιμες ήταν και οι πληροφορίες και οι παρατηρήσεις του Μίλτου Θεοδοσίου, της Ευγενίας Μυλωνάκη, καθώς και της Γωγώς Φωτιάδη, τους οποίους είχα την ευκαιρία να συμβουλευτώ κατά την εκπόνηση αυτής της εργασίας, καθώς και τα σχόλια συναδέλφων που παρακολούθησαν την πρώτη της παρουσίαση στο Συνέδριο των Ελληνογερμανικών Διασταυρώσεων. Τέλος, για την κατανόησή μου του γερμανικού ιδεαλισμού οφείλω ευχαριστίες και στον Γιώργο Ξηροπαΐδη.
    • 3
      Μια συνολική εποπτική θεώρηση των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα παρέχεται στην εργασία του Κώστα Ανδρουλιδάκη που δημοσιεύεται στην παρούσα Επιτομή των Ελληνογερμανικών Διασταυρώσεων («Η παρουσία της γερμανικής φιλοσοφίας στην ελληνική φιλοσοφία. Η πρώτη μεταπολεμική πεντηκονταετία. Συνοπτικό διάγραμμα»).
    • 4
      Στο πλαίσιο του κοινού μεταπτυχιακού προγράμματος (Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας) του ΕΜΠ με το Τμήμα Μεθοδολογίας και Ιστορίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ (το οποίο έχει πλέον μετονομαστεί σε Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης).
    • 5
      Εδώ μπορούν να αναφερθούν ενδεικτικά ορισμένα θέματα αυτών των συμποσίων, όπως, Theoretical and Practical Self-Consciousness, Additive and Transformative Conceptions of Rationality, ΙntuitionalContentandtheMythoftheGiven.
    • 6
      Η εγελιανή έννοια που δηλώνεται με τον όρο “Aufhebung”, ο οποίος είναι δύσκολο να μεταφραστεί με ακρίβεια σε άλλες γλώσσες, σημαίνει «άρση» και «υπέρβαση» αντιθέσεων μέσα από τη διαλεκτική κατάργηση κάποιων στοιχείων, αλλά και τη διατήρηση και σύνθεση άλλων σε ανώτερο επίπεδο.
    • 7
      Βλ. τις σχετικές αναφορές στην εργασία του Κώστα Ανδρουλιδάκη για την παρουσία της γερμανικής φιλοσοφίας στην Ελλάδα, στην Επιτομή των Ελληνογερμανικών Διασταυρώσεων (Σημείωση 3).

    Βιβλιογραφία

    Galerie