Εισαγωγή
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, πέρα από τις καταλυτικές συνέπειες που είχε σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο για την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία, αποτέλεσε ένα μείζον ορόσημο και για μια σειρά τομέων της πολιτικής δραστηριότητας (Λεμονίδου, 2020, 141–153). Τόσο κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών όσο και στη μεταγενέστερη αξιολόγηση των γεγονότων από την ιστορική έρευνα, το περιβάλλον και τα συστήματα λήψης αποφάσεων βρέθηκαν όσο ποτέ άλλοτε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ένας πόλεμος σύνθετος και πολύπλοκος από τη φύση του, αλλά και συνάμα καθοριστικός για την αναδιαμόρφωση του διεθνούς συστήματος, απαιτούσε δύσκολες και λεπτές επιλογές, για την υιοθέτηση των οποίων ο συντονισμός μεταξύ των διαφόρων πόλων επιρροής και εξουσίας συχνότατα δεν ήταν εύκολη υπόθεση.1Το θέμα επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο με την αφορμή της πρόσφατης εκατονταετηρίδας, ιδίως σε σχέση με το πολυσυζητημένο ερώτημα γύρω από τα αίτια και τις ευθύνες για τον πόλεμο. Πολύ ενδιαφέροντα αναφορικά με το ζήτημα αυτό είναι τα βιβλία του Christopher Clark και της Margaret McMillan, με τους δυο ερευνητές να αφιερώνουν μεγάλο μέρος της ανάλυσής τους στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων στις παραμονές του πολέμου (Clark, 2013· MacMillan, 2013), ενώ ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ένας συλλογικός τόμος που εκδόθηκε την ίδια περίοδο με ειδική θεματική στόχευση στον παράγοντα αυτό (Levy/Vasquez, 2014). Είναι γνωστές από την υπάρχουσα βιβλιογραφία οι διαφοροποιήσεις ή ενίοτε και οι συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων κέντρων ισχύος σε πολλές από τις εμπόλεμες χώρες – μεταξύ άλλων παραδειγμάτων μπορούν να αναφερθούν οι περιπτώσεις της Ελλάδας, όπου η σύγκρουση μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου ως προς τις στρατηγικές επιλογές για τον πόλεμο οδήγησε στην ουσιαστική διαίρεση της χώρας –σε συνθήκες ενός οιονεί εμφυλίου πολέμου–, της Βρετανίας, όπου έχει γίνει πολύς λόγος για τις διαφοροποιήσεις μεταξύ της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας αναφορικά με τις κρίσιμες αποφάσεις για τις κινήσεις των στρατευμάτων στο Δυτικό Μέτωπο, αλλά και της Γερμανίας, όπου η επί της ουσίας πρωτοκαθεδρία της στρατιωτικής έναντι της πολιτικής ηγεσίας κατά το δεύτερο ήμισυ του πολέμου έχει προβληθεί ως ένας από τους λόγους που συνέβαλαν καθοριστικά στη φθορά του εσωτερικού μετώπου της χώρας. Επιπλέον, σε αντίθεση με παλαιότερους πολέμους, οι ηγεσίες πλέον όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη και τον διαρκώς ενισχυόμενο ρόλο της κοινής γνώμης, η οποία αποτελούσε ισχυρό βραχίονα στον δημόσιο βίο ολοένα και περισσότερων κρατών, υπό την επίδραση της σταδιακής μείωσης του αναλφαβητισμού, της ραγδαίας ανάπτυξης του τύπου και της πύκνωσης του πληθυσμού στα αστικά κέντρα – η νέα αυτή πραγματικότητα αντικατοπτρίστηκε στην εκπόνηση και υιοθέτηση από τις κεντρικές εξουσίες στοχευμένων πολιτικών, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση και εύρος, για τον έλεγχο της πληροφορίας και την άσκηση επιρροής στους πολίτες εντός αλλά και εκτός των συνόρων.2Για τον διαρκώς ενισχυόμενο ρόλο της κοινής γνώμης ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα βλ. τη σχετική εκτενή αναφορά στο βιβλίο του William Mulligan για τις απαρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Mulligan, 2017, 136–179). Το ζήτημα της εν γένει διαχείρισης της πληροφορίας κατά τη διάρκεια του πολέμου, μεταξύ άλλων μέσα από οργανωμένα συστήματα προπαγάνδας και λογοκρισίας, έχει βρεθεί στο επίκεντρο πολυάριθμων μελετών, συνήθως επικεντρωμένων σε συγκεκριμένα παραδείγματα κρατών ή δράσεων – βλ. ενδεικτικά τον σχετικά πρόσφατο συλλογικό τόμο υπό τη διεύθυνση του Troy Paddock, που προσφέρει μια σφαιρική προσέγγιση του φαινομένου μέσα από σειρά εθνικών περιπτώσεων (Paddock, 2014) και τη μονογραφία του Olivier Forcade για τη λογοκρισία στο εμβληματικό παράδειγμα της Γαλλίας (Forcade, 2016).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική η διερεύνηση του συνολικού πλαισίου διαμόρφωσης των μηχανισμών λήψης αποφάσεων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια περίοδο ταραχώδη, με ιδιαίτερα εύθραυστες ισορροπίες, όπως ήδη τονίστηκε, ως προς το εσωτερικό μέτωπο και ως προς τη θέση της χώρας στον πόλεμο.3Για τις πολιτικές και διπλωματικές πτυχές της ελληνικής διάστασης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έργα αναφοράς παραμένουν τα δύο βιβλία του Γιώργου Λεονταρίτη (Leon, 1974· Λεονταρίτης, 2000), καθώς και η σχετική μονογραφία του Γιάννη Μουρέλου (1983). Βλ. επίσης το βιβλίο του Γιώργου Μαυρογορδάτου (2015) για τον Εθνικό Διχασμό. Για μια πρόσφατη επισκόπηση του θέματος βλ. Λεμονίδου, 2020, 163–194. Υπό αυτό το πρίσμα και μεταξύ πολλών άλλων ανοιχτών θεμάτων, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο ρόλος και οι επιδράσεις του γερμανικού παράγοντα, σε όλες τις μορφές και εκφάνσεις του, σε σχέση με αυτό το σκηνικό· όχι μόνο γιατί η Γερμανία, ως ουσιαστικός ηγέτης του συνασπισμού των Κεντρικών Δυνάμεων, αποτελούσε αναπόσπαστο άξονα αναφοράς για πολλά περιφερειακού χαρακτήρα ζητήματα του πολέμου, αλλά και γιατί το πλέγμα των ελληνογερμανικών σχέσεων κατά τη συγκεκριμένη περίοδο υπήρξε ιδιαίτερα πυκνό. Αν δει κανείς το θέμα από την απόσταση των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα, μπορεί να παρατηρήσει ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με την καταλυτική εμπειρία της Κατοχής της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα, έχει επί της ουσίας επισκιάσει το εξαιρετικά ενδιαφέρον σκηνικό του προηγουμένου πολέμου αναφορικά με τις ελληνογερμανικές σχέσεις, για το οποίο ο μέσος μορφωμένος πολίτης στην Ελλάδα έχει συνήθως μόνο λίγες, σχηματοποιημένες γνώσεις. Παρά το γεγονός ότι στην ακαδημαϊκή κοινότητα πολλές από τις επιμέρους όψεις των σχέσεων αυτών έχουν εξεταστεί και εξακολουθούν να μελετώνται συστηματικά από αρκετούς ιστορικούς,4Βλ. ενδεικτικά τα σχετικά πρόσφατα άρθρα του Κώστα Λούλου (2010) και του Στράτου Δορδανά (2015), οι συγγραφείς των οποίων συνδέουν επιπλέον το θέμα με όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν στις διμερείς σχέσεις αντίστοιχα. Επίσης, η Έλλη Λεμονίδου (2017) επιχειρεί μια επισκόπηση των πολύπλευρων ελληνογερμανικών διασυνδέσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου, με άξονα αναφοράς το κομβικό για τις εξελίξεις έτος 1917. μπορεί με ασφάλεια να διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι υπάρχει ακόμα ευρύς ορίζοντας δράσης για την έρευνα, τόσο μέσω της αξιοποίησης άγνωστου ή μη επαρκώς αξιολογημένου πρωτογενούς υλικού, όσο και μέσω της διεύρυνσης προς νέα ερωτήματα, στον απόηχο των νεότερων διεθνών ερευνητικών τάσεων αναφορικά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.5Το θέμα μπορεί να συνδεθεί τόσο με τη γενικότερη στροφή της ιστοριογραφικής έρευνας για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η οποία δίνει πλέον ιδιαίτερο βάρος σε ειδικές θεματικές μελέτες (συνηθέστερα κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος), όσο και με το αίτημα για ουσιαστική επέκταση της έρευνας στα αποκαλούμενα δευτερεύοντα μέτωπα, προκειμένου να ξεπεραστεί η επί δεκαετίες ουσιαστική ταύτιση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με το Δυτικό Μέτωπο και να δοθεί μια πραγματικά σφαιρική και συμπεριληπτική εικόνα των γεγονότων και των φαινομένων που συνδέονται με αυτόν. Κενά στη γνώση των ελληνογερμανικών σχέσεων, σε συσχετισμό και με την ευρύτερη εμπλοκή των Γερμανών στο Μακεδονικό Μέτωπο, εντοπίζονται και στη γερμανική ιστοριογραφία, κάτι που έχει επισημανθεί και στη γράφουσα σε συνομιλίες της με γερμανούς ιστορικούς της περιόδου, με τον έγκριτο στρατιωτικό ιστορικό Markus Pöhlmann να έχει χρησιμοποιήσει την έκφραση «διαβόητα υποερευνημένο» [notoriously underresearched] για το συγκεκριμένο ερευνητικό υποπεδίο.
Για τη μελέτη της επίδρασης του γερμανικού παράγοντα πρέπει ασφαλώς να ληφθούν υπόψη όλες οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής πτυχής του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με κυριότερες την επίσημη επιλογή υπέρ της ουδετερότητας από το καλοκαίρι του 1914 έως τον Ιούνιο του 1917 και την οδυνηρή διάσπαση του εσωτερικού μετώπου γύρω ακριβώς από το ερώτημα για τη στάση που θα έπρεπε να τηρήσει η Ελλάδα στις εχθροπραξίες. Πρέπει ομοίως να ληφθεί υπόψη το συνολικό πλαίσιο της γερμανικής πολιτικής κατά την ίδια περίοδο και ιδίως οι στρατηγικές επιλογές και κινήσεις αναφορικά με τον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.
Δίαυλοι γερμανικής επιρροής στην Ελλάδα
Με βάση τα ανωτέρω, η μελέτη των γερμανικών επιρροών στην ελληνική δημόσια ζωή και ιδίως στα πεδία λήψης αποφάσεων παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη ποικιλομορφία, καθώς η δυναμική αυτή σχέση υλοποιείται μέσα από πολλούς, αρκετά διαφορετικούς μεταξύ τους διαύλους σε προσωπικό, θεσμικό αλλά και ιδεολογικό επίπεδο.
Οικογενειακοί δεσμοί
Ο πρώτος, και ίσως πιο οικείος σε όλους, έχει να κάνει με τους οικογενειακούς δεσμούς του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον γερμανό αυτοκράτορα μέσω της συζύγου του Σοφίας, αδελφής του Γουλιέλμου Β΄. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι και ο ίδιος είχε σπουδάσει στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός φιλογερμανικού προφίλ, που αποτέλεσε οδηγό για τις κινήσεις του Κωνσταντίνου σε όλη τη διάρκεια του πολέμου (Lemonidou, 2014). Μολονότι ο ίδιος είχε συνείδηση των αρνητικών συνειρμών που δημιουργούνταν στην κοινή γνώμη λόγω αυτών ακριβώς των συγγενικών του δεσμών (Μαυρογορδάτος, 2015, 41), στην πράξη δεν μετακινήθηκε ποτέ από την ευνοϊκή για τα γερμανικά συμφέροντα πολιτική της ουδετερότητας, ενώ διατηρούσε διαρκώς διαύλους επικοινωνίας με τον Κάιζερ, τόσο σε θεσμικό όσο και σε άτυπο επίπεδο. Επί της ουσίας, όσο και αν είχε σταθερά υπόψη του τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τις ευαισθησίες της κοινής γνώμης, δεν ήθελε επ’ ουδενί να ενστερνιστεί στρατηγικές επιλογές που θα μπορούσαν να φέρουν σε δύσκολη θέση τη γερμανική πλευρά, ενώ σε αρκετές στιγμές του πολέμου, ιδίως τον τελευταίο χρόνο της παραμονής του στον βασιλικό θρόνο αλλά και μετά την εξορία του στην Ελβετία, φαίνεται πως προσδοκούσε από τη γερμανική πλευρά κάτι περισσότερο από ό,τι εκείνη ήταν αντικειμενικά σε θέση να δώσει (Lemonidou, 2017).
Η επίδραση της γερμανικής παιδείας
Στενά συνδεδεμένο με τον παραπάνω άξονα ήταν και το γεγονός ότι μια μερίδα στενών συνεργατών του Κωνσταντίνου είχαν επίσης γερμανική παιδεία (όπως ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης) ή, στην περίπτωση του Γεωργίου Στρέιτ, και γερμανική ρίζα. Κοινή συνισταμένη των αντιλήψεων αυτών των ανθρώπων ήταν ο θαυμασμός για τον γερμανικό πολιτισμό και τον γερμανικό τρόπο σκέψης, με τον οποίο εξάλλου ήταν εξοικειωμένοι. Πίστευαν επίσης ακράδαντα ότι η ισχύς που είχε συσσωρεύσει η Γερμανία κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, καθώς και η υποδειγματική, κατά την άποψή τους, οργάνωση και προπαρασκευή του γερμανικού στρατού καθιστούσαν στην πράξη αδύνατη την ήττα της χώρας στο πεδίο των μαχών. Η τάση αυτή ενισχυόταν και από ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου, που ήταν η ευκολία με την οποία επηρεαζόταν σε καθοριστικό βαθμό από το στενό του περιβάλλον (Μαυρογορδάτος, 2015, 185). Κατά συνέπεια, η συνδυασμένη επιρροή της οικογένειας και των συνεργατών του (που λειτουργούσε σωρευτικά με την άκρως ανταγωνιστική σχέση του ίδιου με τον Βενιζέλο) είχε ως αποτέλεσμα την επίμονη υιοθέτηση της στάσης της ουδετερότητας, παρά τους δισταγμούς ή τις προσωρινές υπαναχωρήσεις που φάνηκε να υπάρχουν σε ορισμένες στιγμές και παρά τις ασφυκτικές πιέσεις που δέχτηκε η εξουσία του Κωνσταντίνου κατά τη διάρκεια του πολέμου, ιδίως μετά την εγκατάσταση στρατευμάτων της Αντάντ στη Μακεδονία το φθινόπωρο του 1915 και την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα στα μέσα του επόμενου έτους (Lemonidou, 2007, 74–80, 218–251).
Προπαγάνδα μέσω του τύπου
Η εικόνα, ωστόσο, μιας πανίσχυρης και άτρωτης στον πόλεμο Γερμανίας δεν περιορίστηκε στα στενά όρια της κοσμοθεωρίας μιας ηγετικής ομάδας με κρίσιμο ρόλο για τις τύχες της Ελλάδας. Αντίθετα, επρόκειτο για μια ιδέα που βρήκε έδαφος διάδοσης και στην ευρύτερη κοινή γνώμη, μέσα από τα κανάλια του τύπου και των έντυπων εκδόσεων. Μερίδιο σε αυτή τη διαδικασία είχε ασφαλώς ένας ευρύτερος κύκλος διανοουμένων, που είτε είχαν σπουδάσει οι ίδιοι στη Γερμανία, είτε διαπνέονταν από θαυμασμό για τον γερμανικό πολιτισμό, τον οποίο θεωρούσαν μάλιστα συγγενικότερο προς τον ελληνικό, περισσότερο προσανατολισμένο, κατά την άποψή τους, σε διαχρονικές αξίες και υψηλά ιδεώδη παρά στο εφήμερο κέρδος.6To μοτίβο αυτό –της αξιακής υπεροχής του γερμανικού πολιτισμού σε σχέση με τον βρετανικό μερκαντιλισμό– υπήρξε εξάλλου ένα από τα ισχυρά σημεία συνολικά της γερμανικής προπαγάνδας κατά τη διάρκεια του πολέμου, τη στιγμή που από την πλευρά των Βρετανών και των Γάλλων προβαλλόταν, αντίθετα, η πίστη στα δημοκρατικά ιδεώδη σε αντίθεση με τα απολυταρχικά χαρακτηριστικά του γερμανοαυστριακού αυτοκρατορικού μοντέλου. Ωστόσο, ο καθοριστικότερος παράγοντας δεν ήταν άλλος από τον πολυσυζητημένο μηχανισμό προπαγάνδας που είχε δημιουργήσει λίγους μόλις μήνες μετά την έναρξη του πολέμου η γερμανική πλευρά στην Αθήνα. Επικεφαλής του μηχανισμού ήταν ο ίδιος ο πρέσβης της Γερμανίας στην Ελλάδα, Wilhelm von Mirbach, ο ουσιαστικός όμως λειτουργός του ήταν ο διαβόητος πράκτορας βαρώνος Karl Freiherr von Schenck, ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα πριν από τον πόλεμο ως αντιπρόσωπος της εταιρείας Krupp και είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα εξαιρετικά πυκνό και αποτελεσματικό δίκτυο γνωριμιών και διασυνδέσεων (Lemonidou, 2007, 41–45). Με τη βοήθεια των πολύ σημαντικών χρηματικών ποσών που είχε στη διάθεσή του και με όπλα την πολύ ξεκάθαρη στόχευση της προπαγάνδας και το σαφές μήνυμα που αυτή ήθελε να περάσει στους Έλληνες, ο Schenck κατάφερε να έχει υπό τον έλεγχό του μια σειρά από εφημερίδες στο κέντρο και την περιφέρεια, συμβάλλοντας με καθοριστικό τρόπο στη διαμόρφωση και περιχαράκωση του φιλοβασιλικού μετώπου, παράλληλα βεβαίως με την απήχηση που διατηρούσαν στην τότε κοινωνία ο ίδιος ο Κωνσταντίνος και εν γένει ο βασιλικός θεσμός. Το μέτωπο αυτό θα παρέμενε ενεργό και σε μεγάλο βαθμό συμπαγές σε όλη τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού και για αρκετά ακόμα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου. Κύριος μοχλός των επικοινωνιακών ενεργειών του Schenck ήταν η διοχέτευση ενός κλίματος δέους και φόβου απέναντι στην πανίσχυρη γερμανική πολεμική μηχανή, στην οποία θα ήταν ανώφελο έως καταστροφικό να αντιπαραταχθεί η Ελλάδα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η λεπτομερώς οργανωμένη και αποτελεσματική εκστρατεία της γερμανικής προπαγάνδας προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και, αργότερα, την έμπρακτη αντίδραση των εκπροσώπων των δυνάμεων της Αντάντ στην Ελλάδα και ιδιαίτερα των Γάλλων. Τα γαλλικά αρχεία είναι ιδιαίτερα πλούσια και διαφωτιστικά ως προς τον απόηχο αυτών των δυναμικών δράσεων της γερμανικής πλευράς: Οι γάλλοι αξιωματούχοι αντιμετώπιζαν αρχικά με αμηχανία, έως και απαξίωση αυτή την κατάσταση.7Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ο γάλλος πρέσβης Deville, βλέποντας τα υπέρογκα ποσά που ξοδεύουν οι Γερμανοί, υπερηφανεύεται για το ότι εξοικονόμησε τα χρήματα των Γάλλων, χωρίς να έχει λάβει και χωρίς να έχει καν ζητήσει την παραμικρή χρηματική ενίσχυση για ανάλογες δράσεις (Lemonidou, 2007, 42).
Στη συνέχεια, ωστόσο, συνειδητοποίησαν τον βαθμό επηρεασμού της ελληνικής κοινωνίας και έθεσαν σε εφαρμογή ένα αντίστοιχο σχέδιο για τον προσεταιρισμό της κοινής γνώμης, υπό την πίεση των εξελίξεων επί του πεδίου και της αναβάθμισης του ελληνικού ζητήματος στη γαλλική διπλωματική ατζέντα από το φθινόπωρο του 1915 και μετά.8Κατά γενική ομολογία, ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες δεν είχαν ούτε την ίδια οργάνωση ούτε την ίδια αποτελεσματικότητα με τον γερμανικό μηχανισμό προπαγάνδας. Είναι ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό, να επισημανθεί το εξής: Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μια μερίδα Γερμανών προέβαλαν την επικράτηση των Αγγλογάλλων στον τομέα της προπαγάνδας ως έναν από τους λόγους για την αποτυχία της χώρας τους στον πόλεμο, γεγονός που συνέβαλε στη μεγιστοποίηση της σημασίας που απέδωσε αργότερα στον τομέα αυτό το ναζιστικό καθεστώς. Στην Ελλάδα είχαμε το φαινόμενο μιας ξεκάθαρης υπεροπλίας και επί της ουσίας υπερίσχυσης της γερμανικής προπαγάνδας, η οποία, ωστόσο, δεν εμπόδισε την τελική επικράτηση της πολιτικής της Αντάντ αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα.
Ο ρόλος της εκδοτικής παραγωγής
Δεν ήταν όμως ο τύπος το μοναδικό όχημα για τη διακίνηση φιλογερμανικών ιδεών στην ελληνική κοινωνία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εκδοτική παραγωγή της εποχής. Μια έρευνα στα βιβλία και στα φυλλάδια που εκδόθηκαν από το 1914 έως το 1918 εμφανίζει μια σταδιακή ενίσχυση του ενδιαφέροντος για θέματα που σχετίζονταν με τον «ευρωπαϊκό πόλεμο», όπως συνηθιζόταν να ονομάζεται εκείνη την εποχή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι εκδόσεις, είτε γραμμένες από Έλληνες είτε, συνηθέστερα, μεταφράσεις ξένων έργων, που εντάσσονται ενεργά στην τότε τρέχουσα διαμάχη μεταξύ των δύο αντίπαλων συνασπισμών του πολέμου, προβάλλοντας τις αρετές της μίας πλευράς ή/και αποδομώντας τις ιδέες και τις δράσεις της άλλης. Σε αντίθεση με ό,τι μόλις επισημάνθηκε για την οργανωμένη προπαγάνδα διά του τύπου, στο εκδοτικό πεδίο φαίνεται να επικρατούν ποσοτικά οι φιλοανταντικές εκδόσεις, χωρίς ωστόσο να είναι ευκαταφρόνητη και η εκπροσώπηση του άλλου στρατοπέδου. Επισημαίνεται, ενδεικτικά, ότι το 1915 μεταφράζεται και κυκλοφορεί τόμος με τίτλο Η νίκη της Γερμανίας, όπου ο μη κατονομαζόμενος συγγραφέας υπερασπίζεται την προοπτική επικράτησης της Γερμανίας, αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στις πρόσφατες οικονομικές επιτυχίες του γερμανικού έθνους, στα καλύτερα οικονομικά θεμέλια σε σχέση με ανταγωνιστικά κράτη και στην άριστη λειτουργία της γερμανικής πολιτείας (Ανώνυμος, 1915). Έναν χρόνο αργότερα, ο Αθανάσιος Μίχας, ορμώμενος από την προσωπική του εμπειρία στη Γερμανία, σπεύδει να εξυμνήσει τις αρετές της χώρας αυτής, αναφερόμενος και στις σχέσεις με την Ελλάδα (Μίχας, 1916) (επικαλούμενος τη φράση-κλειδί ενός Γερμανού ότι «αν η πολιτική της Γερμανίας δεν υπήρξε συχνά φιλική στην πατρίδα σας, ποτέ δεν υπήρξε εχθρική») και ενθυμούμενος τις ρίζες του γερμανικού φιλελληνισμού και τη διακριτά θετική προς την Ελλάδα στάση των αυλών της Βαυαρίας και της Βυρτεμβέργης στις αρχές του 19ου αιώνα. Τονίζεται, τέλος, η συμβολή του γνωστού ιστορικού και πολιτικού Παύλου Καρολίδη, ο οποίος, όπως επισημαίνεται και σε πρόσφατο άρθρο για το θέμα (Gounaris/Christopoulos, 2019, 239), θεωρεί μεταξύ άλλων ότι Ελλάδα και Γερμανία συνδέονται από την κοινή εχθρική τους στάση έναντι του πανσλαβισμού, της κυριότατης δηλαδή ενσάρκωσης της έννοιας του εχθρού στον ελληνικό δημόσιο λόγο στις αρχές του εικοστού αιώνα (Καρολίδης, 1917).
Το Δ΄ Σώμα Στρατού στο Görlitz
Αν και δεν αγγίζει τον πυρήνα του θέματος, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μια σύντομη αναφορά και στο ζήτημα της εξορίας του Δ΄ Σώματος Στρατού στη γερμανική πόλη Görlitz το φθινόπωρο του 1916 (Αλεξάτος, 2015). H παρουσία σημαντικού αριθμού ελλήνων πολιτών στη γερμανική επικράτεια σε καθεστώς μερικής ελευθερίας συνοδεύτηκε από ποικίλες επαφές με το τοπικό γερμανικό στοιχείο και συνέβαλε, τελικά, στην ύπαρξη κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου μιας άτυπης δεξαμενής ανθρώπων, ενίοτε προβεβλημένων στη δημόσια σφαίρα, με προσωπική εμπειρία από τη γερμανική ζωή και κουλτούρα. Ωστόσο, ακόμα και στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τη λήξη του πολέμου, το σώμα του Görlitz παρέμεινε ένα κρυφό διαπραγματευτικό «χαρτί» στις ελληνογερμανικές συνεννοήσεις, ένα «όπλο» που έστω και θεωρητικά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μια ύστερη καμπή του πολέμου, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, τόσο από τις απόψεις που εξέφραζε από την Ελβετία ο εξόριστος πλέον Κωνσταντίνος το 1917 (Lemonidou, 2017, 371) όσο και από τη μνεία του Κάιζερ στο θέμα τον Μάρτιο του 1918.9Αναφέρεται σε επιστολή του Werner von Grünau, εκπροσώπου της γερμανικής Καγκελαρίας, προς τον Καγκελάριο Hertling, στις 10 Μαρτίου 1918 (Bihl, 1991, 400–402).
Η Ελλάδα και η γερμανική στρατηγική για τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή
Τέλος, μια κρίσιμη παράμετρος για τη μελέτη του θέματός μας, αλλά και συνολικά των ελληνογερμανικών σχέσεων κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι η συνολική επανεξέταση των στόχων και των επιδιώξεων της γερμανικής πολιτικής αναφορικά με την Ελλάδα εκείνη την εποχή. Σε ένα πρώτο επίπεδο –το τοπίο φαίνεται να είναι σαφές και επιβεβαιωμένο από την προϋπάρχουσα έρευνα–, πρωταρχικός στόχος της Γερμανίας ήταν η ποικιλότροπη διεύρυνση και ενίσχυση του ρόλου της στον χώρο της Μέσης Ανατολής, με στόχο το αντιστάθμισμα της επιρροής άλλων δυνάμεων και τη μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση των πλούσιων πόρων της περιοχής. Ως όχημα για την εξυπηρέτηση αυτού του στόχου επελέγη η ενίσχυση της γερμανικής επιρροής στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, με αποκορύφωμα τη συμμαχία των δύο πλευρών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιπλέον, μετά την ένταξη της Βουλγαρίας στην ίδια συμμαχία, η Γερμανία την αντιμετώπιζε ως βασικό μοχλό εδραίωσης της επιρροής της και στον χώρο της Βαλκανικής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα φαινόταν να έχει έναν απλώς συμπληρωματικό, αν όχι περιθωριακό ρόλο στη γερμανική στρατηγική. Ωστόσο, αν ξαναδεί κανείς την προαναφερθείσα μαρτυρία του ίδιου του γερμανού αυτοκράτορα, λίγους μήνες πριν από το τέλος του πολέμου, διαπιστώνει πως σε αυτήν δίνεται μια ελαφρώς διαφορετική εικόνα: Η Ελλάδα κατέχει στρατηγική θέση στην υποθετική Pax Balcanica που οραματιζόταν ο γερμανός ηγέτης με βάση το ευνοϊκό για τις Κεντρικές Δυνάμεις σενάριο της ολοκλήρωσης του πολέμου.10Γίνεται σαφής αναφορά στα στρατηγικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η Ελλάδα, λόγω γεωγραφικής θέσης και εθνικής παράδοσης, και στον τρόπο με τον οποίο αυτά θα μπορούσαν να τεθούν στην υπηρεσία της γερμανικής πολιτικής. Γίνεται επίσης αναφορά στις εδαφικές αποζημιώσεις που θα έπρεπε να εξασφαλιστούν στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για τις απώλειες που θα είχε έναντι των Βουλγάρων. Σε μια πρώτη ανάγνωση, το συγκεκριμένο κείμενο, στον βαθμό που αποδίδει με ακρίβεια τις σκέψεις του Γουλιέλμου Β΄, μπορεί να χαρακτηριστεί μεμονωμένο και ασύνδετο με τις πράξεις της γερμανικής διπλωματίας κατά τη διάρκεια του πολέμου, όχι όμως και εντελώς μη αναμενόμενο, αν ληφθεί υπόψη ο γενικότερα ασταθής και απρόβλεπτος χαρακτήρας του Κάιζερ. Σε καθαρά στρατηγικό επίπεδο, ωστόσο, η αναγνώριση του αναβαθμισμένου ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή είχε κάνει την εμφάνισή της στη γερμανική πολιτική ήδη πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον απόηχο των σημαντικών επιτυχιών της χώρας στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους (Λούλος, 2010, 154–163). Σε κάθε περίπτωση, πίσω από τις γραμμές του συγκεκριμένου εγγράφου διακρίνεται μια πολύ ενδιαφέρουσα απόχρωση, που οδηγεί στη σκέψη ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου, μολονότι ο πλήρης προσεταιρισμός της Ελλάδας στο γερμανοαυστριακό στρατόπεδο ήταν εκ των πραγμάτων, για πολλούς λόγους, αδύνατος, εν τούτοις η Γερμανία απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην τήρηση των ισορροπιών στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμα και η αθρόα χρηματοδότηση του προπαγανδιστικού μηχανισμού, ως μέσο επιβεβαίωσης της γερμανικής επιρροής στην Ελλάδα και ως προληπτικό μέτρο έναντι αντίστοιχων κινήσεων από το στρατόπεδο της Αντάντ, μπορεί να βρει μια πιο πειστική εξήγηση. Τέλος, το ενδεικτικό αυτό παράδειγμα υπενθυμίζει την ανάγκη και τη σκοπιμότητα μιας συνολικής επανεξέτασης του ζητήματος της γερμανικής στρατηγικής και στοχοθεσίας αναφορικά με την Ελλάδα κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και όλων των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη των στόχων αυτής της πολιτικής.
Συμπεράσματα
Επανεξετάζοντας στο σύνολό τους όλους τους παράγοντες στους οποίους μόλις αναφερθήκαμε, διακρίνουμε ένα εξαιρετικά σύνθετο τοπίο συνδιαμόρφωσης των γερμανικών επιρροών στους ελληνικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων μέσα από ποικίλους τρόπους και διαύλους. Οι οικογενειακοί και δυναστικοί δεσμοί στο πρόσωπο του βασιλιά της Ελλάδας συνυπάρχουν με το ισχυρό αποτύπωμα της γερμανικής παιδείας στον ίδιο και σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς συνεργάτες του, συμπληρώνοντας ιδανικά το κύρος που απέπνεαν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος και ο βασιλικός θεσμός γενικότερα σε μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης. Η θετική εικόνα για τη Γερμανία εδραζόταν στα ορατά αποτελέσματα του πρώτου οικονομικού θαύματος που είχε βιώσει η χώρα μετά την ενοποίησή της, στην ακλόνητη πίστη στη στρατιωτική της ισχύ αλλά και στην ανάδειξη των εκλεκτικών συγγενειών ή συναφειών μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού πολιτισμού. Φορείς αυτής της εικόνας ήταν πρόσωπα της ελληνικής δημόσιας ζωής με προσωπικές εμπειρίες ή με συνειδητό θαυμασμό για τη Γερμανία αλλά και η ίδια η γερμανική προπαγανδιστική μηχανή, που έσπευσε από τον πρώτο καιρό του πολέμου να εδραιώσει και να ενισχύσει περαιτέρω αυτή την εικόνα στην κοινή γνώμη, συμβάλλοντας, μαζί με άλλους παράγοντες, στην ιδεολογική συσπείρωση ετερόκλητων δυνάμεων που αποτέλεσαν τελικά τον πυρήνα του φιλοβασιλικού στρατοπέδου. Επί της ουσίας, η επίκληση της γερμανικής ισχύος συνέβαλε αποφασιστικά στην καλλιέργεια της αντίληψης για τον Κωνσταντίνο ως ιστορικό ηγέτη που απολάμβανε την άμεση στήριξη μιας από τις σημαντικότερες δυνάμεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Κι όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που η επίσημη Γερμανία εργαζόταν για την πραγματοποίηση του οράματός της σε περιφερειακό επίπεδο, μέσα από μια πολιτική συμμαχιών και άλλων δράσεων, με πολλές γνωστές αλλά και ορισμένες ανεπαρκώς αξιολογημένες πτυχές. Η πολιτική αυτή γινόταν δεκτή στον ελληνικό χώρο με πολλές επιφυλάξεις, λόγω της σύμπραξης με παραδοσιακούς αντιπάλους του ελληνικού κράτους, αλλά και με ορισμένες θετικές αποτιμήσεις. Πρόκειται για ένα πλέγμα με πολλούς δρώντες και ακόμα περισσότερες παραμέτρους, η συστηματική έρευνα του οποίου αναδεικνύει το εύρος και τη δυναμική των ελληνογερμανικών διασυνδέσεων σε μια κρίσιμη καμπή της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας ιστορίας. Επίσης, η μελέτη του θέματος ενισχύει την ανάγκη οργανικής ενσωμάτωσης αυτής της περιόδου στο πανόραμα των ελληνογερμανικών σχέσεων κατά τον εικοστό αιώνα, ιδίως μέσω της αναζήτησης συνδετικών κρίκων στις πολιτικές και τις αντιλήψεις μεταξύ των δύο χωρών στην πορεία από τον έναν παγκόσμιο πόλεμο προς τον άλλο.