To Αστεροσκοπείο Αθηνών την περίοδο της «βαυαροκρατίας»

  • Veröffentlicht 16.09.20

Με ποιον τρόπο το αστικό περιβάλλον διαμορφώνει την επιστήμη και διαμορφώνεται από αυτή; Πώς και από ποιους ιδρύθηκε το Αστεροσκοπείο Αθηνών; Ποιοι ήταν οι σκοποί του ιδρύματος; Ποια ήταν τα ιδεολογικά προτάγματα της αρχιτεκτονικής του; Ποιοι ήταν εξαρχής οι δεσμοί του Αστεροσκοπείου με τον γερμανόφωνο επιστημονικό χώρο; Ποιος ήταν ο εξοπλισμός του και πώς επιλέχθηκε; Ποιο ήταν το έργο του Αστεροσκοπείου κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του; Πώς καθόρισε η επιστημονική και υλική κουλτούρα του γερμανόφωνου χώρου στα τέλη του 19ου αιώνα το Αστεροσκοπείο Αθηνών; Με ποιον τρόπο συνδέθηκε ο εκμοντερνισμός του ελληνικού κράτους με την επιστήμη του γερμανόφωνου χώρου;

Inhalt

    Εισαγωγή

    Μια σειρά ιστορικών του αστικού χώρου και ιστορικών της επιστήμης έχουν αναρωτηθεί με ποιον τρόπο τα κτίρια που στεγάζουν την παραγωγή επιστημονικής γνώσης διαφορφώνουν και διαμορφώνονται από το αστικό περιβάλλον στο οποίο εντάσσονται. Το είδος των συμβολισμών που εδραιώνει η αρχιτεκτονική των κτιρίων της επιστήμης αλλά και οι τρόποι με τους οποίους η επιστημονική δραστηριότητα, ως μια απόλυτα πρακτική δραστηριότητα, εμπλέκεται με τον αστικό χώρο αποκαλύπτουν πολλά για την ίδια την επιστημονική γνώση που παράγεται εντός αυτών των κτιριών. Εν συντομία, όπως υποστηρίζει ο ιστορικός και κοινωνιολόγος της επιστήμης Thomas Gieryn, εργαστήρια, αστεροσκοπεία, πανεπιστήμια και γενικότερα επιστημονικά κτίρια αποτελούν «σημεία αλήθειας» (truth spots), δηλαδή συγκεκριμένους γεωγραφικούς χώρους οι οποίοι συνδέονται με επιστημικές αρχές και επιτρέπουν στους επιστήμονες να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο των αντικειμένων που μελετούν (Gieryn, 2006).1Gieryn, 2006. Για μια αναλυτική συζήτηση της σχέσης αρχιτεκτονικής και επιστήμης βλ. ενδεικτικά Kraeling/Adams, 1960, Shapin, 1998, Hannaway, 1986, Inkster/Morell, 1983, Cahan, 1989, Pratt, 1985, Rentetzi, 2005, Galison /Thomson, 1999. Το παρόν κείμενο πραγματεύεται την ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών και υποστηρίζει ότι η απόφαση της κατασκευής ενός τέτοιου επιστημονικού κτιρίου από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το 1842 σχετίζεται στενά με την έννοια της νεωτερικότητας και ταυτόχρονα αναδεικνύει το είδος των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων τόσο ως προς την ίδια την αρχιτεκτονική όσο ως προς την υλική κουλτούρα της αστρονομίας της εποχής.2Το κείμενο αυτό στηρίζεται και χρησιμοποιεί τις μελέτες του Ευθύμιου Νικολαΐδη, διευθυντή ερευνών στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, για τα ιστορικά όργανα του Aστεροσκοπείου Αθηνών, ο οποίος οργάνωσε την παρουσίασή τους στο ιστορικό μουσείο του Aστεροσκοπείου στο κτίριο Σίνα (http://www.hasi.gr/institutions/noa), καθώς και στην έρευνα της καθηγήτριας του Πολυτεχνείου του Βερολίνου Μαρίας Ρεντετζή πάνω στην αρχιτεκτονική των επιστημονικών κτιρίων εν γένει και συγκεκριμένα του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Η σχετική βιβλιογραφία παρουσιάζεται στο τέλος του κειμένου.

    Τα αστεροσκοπεία ως σύμβολα νεωτερικότητας των πόλεων του 19ου αιώνα

    Τα πρώτα ευρωπαϊκά αστεροσκοπεία που ιδρύονται ως κρατικοί θεσμοί είναι των Παρισίων, που ιδρύθηκε το 1667, και του Γκρίνουϊτς το 1675. Και οι δύο αυτοί θεσμοί, ο πρώτος υπό την Ακαδημία επιστημών της Γαλλίας και ο δεύτερος υπό το Ηνωμένο Βασίλειο, είχαν ως πρωταρχικό σκοπό τον καθορισμό του γεωγραφικού μήκους στη θάλασσα και την χαρτογράφηση. Για αρκετά χρόνια θα παραμείνουν οι μοναδικοί παρόμοιοι θεσμοί στην Ευρώπη, αλλά από τα τέλη του 18ου αιώνα κυρίως, με την ανάγκη ακριβέστερου καθορισμού της ώρας που θα φέρει η βιομηχανική επανάσταση, θα ιδρυθούν πλείστα άλλα αστεροσκοπεία, τα οποία θα συναγωνιστούν στον τομέα των αστρονομικών ανακαλύψεων. Βασικά επιστημονικά μελήματα ήταν η μέτρηση της αστρικής παράλλαξης, η οποία επιβεβαιώνει το ορθόν του ηλιοκεντρικού συστήματος, οι πλανητικές παρατηρήσεις, οι ανακαλύψεις νέων ουρανίων σωμάτων όπως οι αστεροειδείς, η χαρτογράφηση του ουρανού, οι ίδιες κινήσεις των αστέρων και, από τα μέσα του 19ου αιώνα, η σύσταση των ουρανίων σωμάτων με την βοήθεια της φασματοσκοπίας. Τα αστεροσκοπεία, και πίσω από αυτά τα κράτη στα οποία ανήκουν, συναγωνίζονται για την πρωτοπορία των ανακαλύψεων. Η ανακάλυψη του Ποσειδώνα από τον Le Verrier το 1845 θα πυροδοτήσει γαλλοβρετανική διαμάχη για την πατρότητά της, διαμάχη που θα επεκταθεί στον δημόσιο χώρο και αναπάντεχα θα αναδείξει την ισχύ της γερμανικής αστρονομίας, καθώς το Αστεροσκοπείο των Παρισίων δεν διέθετε πλέον τα προηγμένα όργανα για την παρατήρησή του. Τον πλανήτη θα τον εντοπίσει ο Johann Gottfried Galle από το Αστεροσκοπείο του Βερολίνου το 1846. Είναι η εποχή που οι Γερμανοί αναδεικνύονται ως ικανοί παρατηρητές και ακόμα ικανότεροι κατασκευαστές οργάνων ακριβείας.

    Οι ανακαλύψεις αυτές και η σημασία που τους δίνεται από τον τύπο της εποχής προσθέτουν κύρος στα αστεροσκοπεία, τα οποία ιδρύονται σε όλες τις σημαντικές ευρωπαϊκές πόλεις τον 19ο αιώνα και αποκτούν μια πολύ αναγνωρίσιμη μορφή: μακρόστενα ή σταυροειδή οικήματα σε περίβλεπτα υψώματα, στα οποία δεσπόζει ο θόλος που στεγάζει το βασικό τηλεσκόπιο. Διαθέτουν μεσημβρινό κύκλο στεγασμένο σε δωμάτιο με στέγη που ανοίγει στον άξονα βορρά-νότου. Ένας ιστός ορατός κατά περίπτωση από την πόλη ή από το λιμάνι δεσπόζει στο οίκημα. Λίγο πριν την μεσημβρία, μια σφαίρα αναρτάται στον ιστό, η οποία πέφτει ακριβώς στις 12 για να δώσει την ώρα στους πολίτες που ρυθμίζουν τα ρολόγια τους ή στους ναυτικούς που ρυθμίζουν τα χρονόμετρα. Το αστεροσκοπείο γίνεται αναπόσπαστο μέρος της μοντέρνας πόλης, κομμάτι της καθημερινότητας των κατοίκων και σύμβολο της νεωτερικής επιστήμης του 19ου αιώνα. Στα ίδια πλαίσια και με τις ίδιες προκείμενες ιδρύεται και το Αστεροσκοπείο Αθηνών το 1842, με κύριο πρωταγωνιστή τον αστρονόμο Γεώργιο Βούρη.

    Η ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών

    Ο Γεώργιος Βούρης γεννήθηκε το 1802 στη Βιέννη. Ο πατέρας του ήταν έμπορος με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Οπωσδήποτε διατήρησε και διέδωσε, ως όφειλε ένας Ηπειρώτης της εποχής του, την αγάπη της ιδιαίτερης πατρίδας του στην οικογένειά του. Ο γιος του Γεώργιος έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο της ελληνικής παροικίας της Βιέννης και μετά από τις γυμνασιακές του σπουδές γράφτηκε στο εκεί πανεπιστήμιο, όπου σπούδασε φιλοσοφία και νομική (1820–1824). Καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του, ήταν υπότροφος λόγω της άριστης επίδοσής του. Στη συνέχεια, ο Γεώργιος σπούδασε μαθηματικά με τον Andreas Ettingshausen, καθηγητή μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, και αστρονομία με τον Joseph Johann von Littrow, διευθυντή του Αστεροσκοπείου της Βιέννης, σπουδές καθόλου τυπικές για έναν νομικό.

    Η σχέση του με την Ελλάδα και οι προσδοκίες του από το νεοσύστατο κράτος φέρνουν τον Βούρη στην Αθήνα το 1836, όπου, εκμεταλλευόμενος τις σπουδές του στα νομικά, αναλαμβάνει τη θέση του διερμηνέα της Αυστριακής πρεσβείας. Η διασταύρωση επιστήμης και διπλωματίας, την εποχή εκείνη, απαιτούν τον εκμοντερνισμό του ελληνικού κράτους με εργαλεία όπως την ίδρυση πανεπιστημίου, αστεροσκοπείου και τεχνικών σχολείων. Είναι ενδεικτικό ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών ιδρύεται έναν χρόνο αργότερα και ο Βούρης διορίζεται τακτικός καθηγητής, διδάσκοντας αστρονομία και μαθηματικά. Είναι ο πρώτος καθηγητής του νεοσύστατου πανεπιστημίου σε αυτούς τους τομείς. Στο πνεύμα της εποχής, σύμφωνα με το οποίο μια σύγχρονη πόλη όφειλε να διαθέτει αστεροσκοπείο, ο Βούρης καταφέρνει με τη βοήθεια του αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα Prokesh-Osten να πείσει τον βαθύπλουτο αυστριακό, βορειοηπειρώτη στην καταγωγή, βαρόνο Γεώργιο Σίνα να δωρίσει στο ελληνικό κράτος 500.000 δραχμές για την ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Ο Σίνας εκείνη την εποχή έχει ήδη τη φήμη προστάτη των επιστημών και των τεχνών, έχοντας χρηματοδοτήσει ιδρύματα στην Αυστρία και στην ιδιαίτερη πατρίδα της οικογένειάς του, Μοσχόπολη. Ο Prokesh-Osten, ο οποίος ήταν στρατιωτικός πριν γίνει διπλωμάτης, κατανοεί την ανάγκη να έχει το ελληνικό κράτος ένα αστεροσκοπείο, το οποίο θα πρωτοστατούσε στη χαρτογράφηση του νέου βασιλείου και τον καθορισμό της ώρας. Όπως ήταν αναμενόμενο εξαιτίας του κεντρικού του ρόλου στην απόφαση του Σίνα, ο Βούρης θα αναλάμβανε τη διεύθυνση και την επιστημονική επιστασία της κατασκευής (Λάιος, 1962).

    Το κτίριο και τα ιδεολογικά του προτάγματα

    Ο Όθων, ο οποίος είχε ήδη γίνει πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου το 1837 με το τέλος της αντιβασιλείας, απένειμε τον μεγαλόσταυρο του Σωτήρος στον Γεώργιο Σίνα και φρόντισε ο ίδιος για την εξεύρεση κατάλληλου τόπου και αρχιτέκτονα για την ανέγερση του κτιρίου του Αστεροσκοπείου, ενώ ταυτόχρονα συγκρότησε επιτροπή, στην οποία μετείχε και ο Βούρης (Rentetzi/Flevaris, 2018).3Για μια αναλυτική συζήτηση της αρχιτεκτονικής του Αστεροσκοπείου Αθηνών βλ. Rentetzi/Flevaris,2018. Η πρώτη επιλογή θέσης του βασιλιά ήταν ο λόφος του Λυκαβηττού και αρχιτέκτονας ο γερμανός Eduard Schaubert. Ο Schaubert υπέδειξε ότι ο Λυκαβηττός ήταν ακατάλληλος λόγω ανώμαλου και επικλινούς εδάφους και πρότεινε τον λόφο των Νυμφών, ο οποίος πήρε το όνομά του από το ιερό που υπήρχε εκεί κατά την αρχαιότητα, όπως μαρτυρεί επιγραφή που είναι χαραγμένη στον βράχο στα δεξιά της εισόδου του κτιρίου.

    Ο Όθωνας ενέκρινε την πρόταση για τη νέα τοποθεσία, η οποία συνέδεε το αστεροσκοπείο με την αρχαία ελληνική αστρονομία, καθώς βρίσκεται πλησίον του ηλιοσκόπιου του Μέτωνα, ο οποίος καθόρισε τον σεληνο-ηλιακό κύκλο τον 5ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, ο Όθωνας απέρριψε το σχέδιο του κτιρίου του Schaubert, το οποίο ήταν επηρεασμένο από τον γοτθικό ρυθμό της ρομαντικής γερμανικής αρχιτεκτονικής και όχι από τον νεοκλασικό. Μόνο το αναθεωρημένο σχέδιο που υπέβαλε ο Schaubert και είχε εκπονηθεί αυτή τη φορά από τον νεαρό δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν (Theophil Hansen) άφησε ικανοποιημένο τον Όθωνα, αφού η καινούργια εκδοχή ακολουθούσε τον νεοκλασικό ρυθμό. Για την συμμόρφωση του τελικού σχεδίου με τις τεχνικές απαιτήσεις της αστρονομίας ζητήθηκε η γνώμη του Βούρη και κυρίως του δανο-γερμανού αστρονόμου του αστεροσκοπείου της Αλτόνα Heinrich Christian Schumacher. Ο Θεόφιλος Χάνσεν ανέλαβε την ανέγερση του κτιρίου. Η μαρτυρία του, αν και εκτεταμένη, αξίζει να παρατεθεί αυτούσια, καθώς μας δείχνει τα ιδεολογικά πρότυπα στα οποία βασίστηκε το κτίριο αλλά και τις τεχνικές του προδιαγραφές, οι οποίες ακολουθούν τα τεχνικά ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής (Aubin, et al, 2010):4Για μια γενική εικόνα για τα αστεροσκοπεία στον 19ο αιώνα βλ. Aubin, et al, 2010.

    Με την είσοδο της Ελλάδος στην τάξη των πολιτισμένων ευρωπαϊκών χωρών και τη στέψη της αυτού εξοχότητας του βασιλιά Όθωνα στον ελληνικό θρόνο, ανέτειλε εκ νέου σε αυτή τη χώρα ο ήλιος της τέχνης και της επιστήμης, που έλαμψε κάποτε τόσο φωτεινά, αλλά ο οποίος όμως για μια μακρά νύχτα είχε αφαιρέσει τις ζωογόνες αχτίδες του από τη σκηνή περασμένων μεγαλείων. Από την 25η Ιανουαρίου 1833, την ημέρα που ο εκλεγμένος από τον ελληνικό λαό μονάρχης έφτασε στην καινούρια του πατρίδα, επέστρεψε η γαλήνη στη διαλυμένη και ρημαγμένη από τους πολέμους και τις διαμάχες Ελλάδα, και μαζί μ‘ αυτήν άρχισε η πνευματική αφύπνιση του σε υψηλό βαθμό δεκτικού λαού. Δημιουργήθηκαν σχολεία, γυμνάσια και ένα διδασκαλείο για μελλοντικούς δασκάλους, ενώ στις 27 Μαΐου 1837 ιδρύθηκε το Ελληνικό Πανεπιστήμιο στην Αθήνα και πλέον ευδοκιμεί υπό την προστασία του βασιλιά προς και εντός του λαού το φυτίλι της σχολικής και εκπαιδευτικής άνθισης ως βάση για τη μελλοντική ακμή της Ελλάδας. Πλούσιοι Έλληνες, εμψυχωμένοι από πραγματική αγάπη για την πατρίδα τους, που βρίσκονταν στο εξωτερικό λόγω υποχρεώσεων, εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο τις περιουσίες τους, καταθέτοντας στον βωμό της πατρίδας μεγάλες δωρεές για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του λαού. Μεταξύ αυτών υπάρχει και ο έλληνας Γενικός Πρόξενος του βασιλιά στη Βιέννη, ο Βαρόνος Γεώργιος Σίνας, ο οποίος, έχοντας την επιθυμία να υπηρετήσει το νεοϊδρυθέν κράτος, στράφηκε στον Βαρόνο von Prokesch, απεσταλμένο της αυστριακής αυτοκρατορίας στην Αθήνα, για να ζητήσει τη γνώμη του για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος οι ιδέες και οι προθέσεις του να γίνουν πραγματικότητα. Ο πολιτικός αυτός, που γνώριζε τις υπάρχουσες συνθήκες αλλά και τις ανάγκες της χώρας, απάντησε ότι το μέλλον της Ελλάδας βρίσκεται στο εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα, τα οποία αποτελούν τις κύριες προϋποθέσεις για τη μελλοντική ευημερία της χώρας και συνέστησε στον Βαρόνο Σίνα να συμβάλει στην κατασκευή ενός Αστεροσκοπείου στην Αθήνα, που έλειπε από την έδρα του τμήματος Φυσικών Επιστημών του νεοϊδρυθέντος πανεπιστημίου. Πρόθυμος αποδέχτηκε την πρόταση του Βαρόνου Prokesch και διέταξε να αποσταλεί το αναγκαίο ποσό για την κατασκευή και τον εξοπλισμό ενός τέτοιου κτιρίου. Στη συνέχεια ανέθεσαν στον κ. Schaubert, στέλεχος του υπουργείου και ανώτατο τότε αρχιτέκτονα της Ελλάδας, να εκπονήσει τα σχετικά σχέδια.

    Επειδή ο Όθων είχε εκφράσει την επιθυμία να τοποθετηθεί το Αστεροσκοπείο στον Λυκαβηττό, που βρισκόταν νοτιανατολικά έξω από την Αθήνα της εποχής και ξεπερνούσε την Ακρόπολη κατά 100 μέτρα, το σχέδιο σε μορφή σταυροειδούς κτιρίου μεσαιωνικού ρυθμού έγινε για αυτή την τοποθεσία. Όμως, κατά την παράδοση του έργου στην αυτού εξοχότητα τον βασιλιά Όθωνa, ο αρχιτέκτονας κ. Schaubert πρότεινε στον βασιλιά να διαλέξουν άλλη τοποθεσία για την ανέγερση του κτιρίου, διότι η αρχική τοποθεσία θα ήταν δύσκολα προσβάσιμη, καθώς το κτίριο θα βρίσκονταν επάνω σε έναν απότομο βράχο που προεξέχει και η τοποθεσία ήταν ακατάλληλη για την κατασκευή ενός αστεροσκοπείου και για άλλους λόγους. Ο βασιλιάς φρόντισε να συναντηθεί ο κ. Schaubert με τον κ. καθηγητή Βούρη, ο οποίος είχε την Έδρα της Φυσικής και Αστρονομίας στο πανεπιστήμιο, και συμφώνησε τελικά με την πρόταση του πρώτου, δηλαδή, να κατασκευαστεί το Αστεροσκοπείο νοτιοδυτικά της Αθήνας, στο Λόφο των Νυμφών, και κατόπιν η αυτού εξοχότης έδωσε την άδεια και ενέκρινε αυτήν την τοποθεσία.

    Ο Λόφος των Νυμφών βρίσκεται εκτός της σημερινής περιφέρειας της πόλης, στην περιοχή της αρχαίας Αθήνας, που ονομάζετο «Μελίτη», νότια της Ακροπόλεως. […] Όπως και στους Λόφους του Φιλοπάππου και της Πνυκός, όπου βρίσκει κανείς τεχνητές σπηλιές, οριζόντιες και κάθετες επιφάνειες αποτελούμενες εν μέρει από σκαλοπάτια λαξευμένα με το καλέμι, οι οποίες φανερώνουν ίχνη σπιτιών, σημεία συνάντησης και μνημεία, […] έτσι και ο Λόφος των Νυμφών έχει στη βόρεια πλευρά του τρεις σπηλιές πάρα πολύ μεγάλες, που του προσδίδουν τη γραφικότητά του. Οι αρχαίοι ονόμαζαν τις σπηλιές «Ευμενίδες», ενώ οι σημερινοί κάτοικοι τις ονομάζουν «Καλοκυράδες» και δυστυχώς τις χρησιμοποιούν παράνομα ως σφαγεία ή για να προστατέψουν τα κοπάδια τους τη νύχτα. Στην κορυφή του βράχου, εκτός από αυτές τις σπηλιές, όπου και βρίσκεται το Αστεροσκοπείο, υπάρχουν και μερικά αδιεπέστητα σημεία, στα οποία δεν πρέπει να γίνει παρέμβαση. Από αυτή την άποψη, η επιγραφή «ΙΕΡΟΝ ΝΥΜΦΩΝ ΔΕΜΟΣ», που έχει σμιλευτεί στον βράχο – απεικονίζεται δεξιά στο Φύλλο ΙΙΙ στη δυτική περιοχή και πρέπει να μείνει ως έχει – είχε ως αποτέλεσμα ο χώρος που περιβάλλει το Αστεροσκοπείο να μην είναι δυνατόν να γίνει εντελώς επίπεδος.

    Στην προοπτική άποψη του Φύλλου Ι βλέπει κανείς τον Λόφο των Μουσών – ο οποίος χωρίζεται από την Πνύκα και τον δεσπόζοντα Λόφο των Νυμφών – με τα απομεινάρια του μνημείου του Συρίου Φιλοπάππου. Αριστερά ορθώνεται […] ο βράχος του Αρείου Πάγου και πίσω από αυτόν ο βράχος της Ακρόπολης με τα Προπύλαια, τον πύργο της φραγκικής περιόδου και τον Ναό της Απτέρου Νίκης, μνημείο που ανακαλύφθηκε και αναστηλώθηκε ξανά στη νεώτερη εποχή. Στην αριστερή πλευρά των Προπυλαίων βλέπει κανείς το υπόβαθρο του αγάλματος του Αγρίππα και κάτω από αυτό την πυροβολαρχία «Οδυσσέας», που ανεγέρθη κατά τους απελευθερωτικούς αγώνες. Στην κορυφή της Ακρόπολης υπάρχουν τα ιερά απομεινάρια του Παρθενώνα, του Ερεχθείου κτλ. […]. Η θέα από το Αστεροσκοπείο είναι αρκετά εκτεταμένη, μέχρι 15 μοίρες ελεύθερης ορατότητας στον ορίζοντα, ενώ πουθενά δεν υπάρχει αντικείμενο που να εμποδίζει την παρατήρηση του ουρανού. Προς τον νότο το βλέμμα πλανάται πάνω από τους ελαιώνες, τους κήπους και τις ακτές προς το Αιγαίο, την Αίγινα, τον Πόρο, την Ύδρα και νοτιοδυτικά τη Σαλαμίνα, και μπορεί κανείς τα ατενίσει μέχρι και τα ψηλά όρη της Πελοποννήσου. Το κέντρο του κτιρίου του Αστεροσκοπείου είναι ακριβώς το σημείο από όπου ο κύριος Stademann, πρώην Γραμματεύς της Αντιβασιλείας, είχε ζωγραφίσει το επιτυχές «Πανόραμα των Αθηνών».

    Σχετικά με το σχέδιο, ήταν από κάθε άποψη ιδιαίτερα σημαντικό να βρεθεί ένα σημείο το οποίο να συνδυάζει ικανοποιητικά το ύψος και βάθος, όπου τα θετικά στοιχεία να υπερβαίνουν τα αρνητικά και να εκπληρώνει τις απαιτήσεις για την κατασκευή ενός Αστεροσκοπείου. Για τον σκοπό αυτό, η επεξεργασία των κατασκευαστικών σχεδίων στην τωρινή τους μορφή έγινε σε συνεργασία με τον κ. Schaubert, ενώ πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθεί ότι συνέβαλε και ο κ. Schumacher, ο κορυφαίος αστρονόμος από το αστεροσκοπείο της Altona, ο οποίος ανταποκρίθηκε θετικά και είχε την καλή διάθεση να μοιραστεί μαζί μας τις εμπειρίες του σχετικά με τον πρόσφορο εξοπλισμό του Αστεροσκοπείου, τον οποίο θέλω και με την ευκαιρία να ευχαριστήσω και δημοσίως για τη βοήθειά του. Η κάτοψη, την οποία επεξεργάστηκε ο κύριος Schaubert, ουσιαστικά διατηρήθηκε και το μόνο που άλλαξε είναι ο μεσαιωνικός ρυθμός, ο οποίος, κατόπιν επιθυμίας της αυτού εξοχότητος του βασιλιά, μετατράπηκε σε ελληνικό ρυθμό. Τα σχέδια εγκρίθηκαν […] και μου ανατέθηκε από τον Βαρώνο Prokesch, εκπρόσωπο του Βαρώνου Γεωργίου Σίνα, η εκτέλεση του έργου, η οποία άρχισε τον Οκτώβριο του 1843 και ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1846.

    Από ένα άνετο, προσβάσιμο και σε άμαξες δρομάκι, ανεβαίνει κανείς στην ισοπεδωμένη επιφάνεια του Λόφου των Νυμφών, η οποία στεφανώνει το Αστεροσκοπείο και είναι προσανατολισμένη με ακρίβεια στον μεσημβρινό κύκλο. Μπροστά από το κτίριο κατασκευάστηκε μια ευρύχωρη […] ράμπα. Από εκεί, ανεβαίνοντας μια σκάλα αποτελούμενη από 5 σκαλοπάτια, κατασκευασμένα από λευκό μάρμαρο Πεντέλης, φτάνει κανείς στην είσοδο του κτιρίου, το οποίο έχει δυτική κατεύθυνση, και στη συνέχεια στον προθάλαμο, το δάπεδο του οποίου είναι κατασκευασμένο από μαύρα και λευκά μάρμαρα Τήνου (Εικ. 3, Φύλλο ΙΙ). Αυτό χωρίζεται με δύο τετράγωνες κολόνες από το μεσαίο κτίριο, και απέναντι από τους διαδρόμους στη μεσαία στρογγυλή κολόνα θα τοποθετηθεί η προτομή του ευεργέτη του Αστεροσκοπείου, Γεωργίου Σίνα. Δεξιά του μεσαίου κτιρίου, στην πτέρυγα, βρίσκεται το διαμέρισμα του καθηγητή, το οποίο αποτελείται από δύο δωμάτια, ενώ μία μικρή σκάλα οδηγεί σε εκείνους τους χώρους οι οποίοι πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για οικιακή χρήση από τον καθηγητή. Το βάθος των θεμελίων στο σημείο αυτό επέτρεψε την κατασκευή μιας μικρής υπόγειας αποθήκης.

    Στην αντίθετη βόρεια πτέρυγα, βρίσκεται η αίθουσα (Εικ. 3, Φύλλο ΙΙ) η οποία θα χρησιμοποιείται για διαλέξεις και όπου θα τοποθετηθεί το μεσημβρινό τηλεσκόπιο Έχει ακριβή προσανατολισμό από δύση σε ανατολή, σύμφωνα με τον οποίο κατασκευάστηκαν και τα παράθυρα προκειμένου να αποφευχθούν οι τομές στους τοίχους που χαλούν την αισθητική των άλλων αστεροσκοπείων. […]

    Η ανατολική πτέρυγα του κτιρίου προορίζεται για την κατανομή του μεσημβρινού κύκλου και έχει ακριβή διάμετρο από τον βορρά προς τον νότο, όπως και η αίθουσα. Η κολόνα αυτού του οργάνου έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτήν του μεσημβρινού τηλεσκοπίου. […]

    Η κύρια κολόνα 1 (Εικ. 1, Φύλλο ΙΙ) αποτελεί το κέντρο ολόκληρου του Αστεροσκοπείου. Στέκεται αμέσως πριν από τον οριζόντια ισοπεδωμένο βράχο και αποτελείται εξ ολοκλήρου από πλίνθους κατασκευασμένους από μάρμαρο του Υμηττού καθώς και από δύο μεγάλες πλάκες από μάρμαρο Πεντέλης 0,40 μέτρων πάχους, οι οποίες εξυπηρετούν ως βάση για τους κοχλίες της διόπτρας. Γύρω από την κολόνα βρίσκεται η μεγάλη σκάλα, κατασκευασμένη από μάρμαρο Τήνου, η οποία, κατόπιν σχετικής συμβουλής του κ. Schumacher και σε αντίθεση με τα άλλα Αστεροσκοπεία, στηρίζεται στην κολόνα, διότι οι πτέρυγες, λόγω της επιλεγμένης μορφής του κτιρίου και της κατασκευής του πάνω σε έναν σταθερό βράχο, δρουν προς το κέντρο του κτιρίου ως αντηρίδες και ενισχύουν την ισορροπία του. Η σκάλα οδηγεί στην ταράτσα, η οποία χρησιμοποιείται για παρατηρήσεις εξωτερικά του κτιρίου. […]

    Η ανώτερη κυκλική κατασκευή του Αστεροσκοπείου είναι καλυμμένη με έναν περιστρεφόμενο τρούλο από σφυρήλατο σίδερο, η κατασκευή του οποίου απεικονίζεται στο Φύλλο VI με λεπτομέρειες, και πολύ λίγα λόγια απαιτούνται για να εξηγήσει κανείς τον μηχανισμό του τρούλου. […]

    Μέσω του ανοίγματος πλάτους 0,6 μέτρων και της περιστροφικής κίνησης του τρούλου μπορεί πλέον κανείς να παρακολουθεί ολόκληρο τον ορίζοντα, όσο φυσικά του το επιτρέπουν τα βουνά που περιβάλλουν τη λεκάνη της Αττικής, κάτι που στην ουσία δεν είναι σημαντικό για τις παρατηρήσεις που πρόκειται να γίνουν, διότι ο Υμηττός υψώνεται στον ορίζοντα μόνο κατά 15 μοίρες σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο του παρατηρητού.

    Για το άνοιγμα του τρούλου επιλέχτηκε μια ομόκεντρη κίνηση, σε αντίθεση με το Αστεροσκοπείο του Βερολίνου, όπου χρησιμοποιείται εφαπτόμενη. Η καταπακτή κινείται επάνω σε ορειχάλκινους κυλίνδρους (f) και ανοίγει και κλείνει με τη βοήθεια ενός κινητήρα (g) και με δύο ράβδους συνδεδεμένες με έναν βραχίονα (i), ο οποίος ωθεί σε κίνηση τον τροχό (h), ανάλογα με το πώς έχει ρυθμιστεί ο μοχλός του κινητήρα., δηλαδή, δεξιά ή αριστερά. Ένας μηχανισμός με το πλεονέκτημα ότι δεν επιτρέπει την είσοδο της υγρασίας, κάτι που προσπάθησα να κάνω με την κυλινδρική καταπακτή (k), η οποία ανοίγει και κλείνει μέσω του κινητήρα (l), ο οποίος είναι συνδεδεμένος με τη ράβδο (m) μέσω μιας σιδερένιας αλυσίδας. Με τον μηχανισμό αυτόν ήταν πλέον δυνατόν να τοποθετηθεί κάλυμμα στον τρούλο, και επέλεξα ένα όμοιο με αυτό που υπάρχει στον Πύργο των Ανέμων στην Αθήνα, δηλαδή, έναν Τρίτωνα, ο οποίος περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του και λειτουργεί ως δείκτης ανέμου μέσα και έξω από το κτίριο. Είναι χάλκινος – από το ίδιο υλικό είναι κατασκευασμένος και ολόκληρος ο τρούλος – και, όπως απεικονίζεται στα Φύλλα Ι, III και ΙV, οι αστερισμοί είναι επιχρυσωμένοι, ώστε να διακρίνονται καλύτερα στο σκούρο χάλκινο υπόβαθρο […] Η ταράτσα στο ανώτερο κυλινδρικό τμήμα είναι στρωμένη με μικρά άσπρα και μαύρα χαλίκια κολλημένα με σοβά από τριμμένα τούβλα. Το κιγκλίδωμα είναι από σφυρήλατο σίδηρο.

    Όλη η τοιχοποιία αποτελείται από ασβεστόλιθους που πάρθηκαν από τον Λόφο των Νυμφών. Όλες οι γωνίες, τα υπόβαθρα, τα επιστύλια και τα λιθόστρωτα είναι κατασκευασμένα με γαλάζιο μάρμαρο Υμηττού, ενώ […] ολόκληρο το ανώτερο περίγραμμα όπου στηρίζεται ο τρούλος, οι καπνοδόχοι σε μορφή βάζων στις γωνίες και τα πλαίσια των θυρών, που σχεδιάστηκαν από τον γλύπτη Siegel από το Αμβούργο, που απεικονίζονται λεπτομερώς στο Φύλλο VII, όπως και το έμβλημα του ευεργέτου στην πρόσοψη του Αστεροσκοπείου, έχουν κατασκευαστεί από όμορφο, λευκό μάρμαρο Πεντέλης. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του κτιρίου, ολόκληρη η τοιχοποιία από αργούς λίθους, εκτός των υποβάθρων, είναι καλυμμένη με στόκο/γυψομάρμαρο κατασκευασμένο από ασβέστη (1/3) και μαρμαρόσκονη (2/3).

    Ολόκληρο το κτίριο του Αστεροσκοπείου είναι πολύχρωμο, ωστόσο με τέτοιον τρόπο, ώστε να επικρατεί το λευκό χρώμα του μαρμάρου. Οι εσοχές μεταξύ των τοίχων είναι διακοσμημένες με ζωγραφιές σε στιλ αρχαίας κεραμικής που παριστάνουν τους παλαιότερους αστρονόμους της αρχαιότητας όπως τον Πυθαγόρα, τον Μέτωνα και άλλους, […]. Στις δώδεκα πλάκες του ανώτερου κυλινδρικού τμήματος απεικονίζονται με τον ίδιο τρόπο οι δώδεκα Ολύμπιοι θεοί. Η κατασκευή αυτών των πινάκων έγινε ζωγραφίζοντας με κίτρινο γυψομάρμαρο σε μαύρο φόντο με την τεχνική του «φρέσκο».

    Το κατώτερο τμήμα αυτών έχει καλυφθεί με κόκκινο γυψομάρμαρο.
    Όλα τα ξεχωριστά μέρη, τα κιονόκρανα και περιθώρια της κύριας εισόδου διατηρήθηκαν πολύχρωμα, σύμφωνα με τα ίχνη των στοιχείων που βρέθηκαν στον Παρθενώνα και σε άλλα αθηναϊκά μνημεία.Όλες οι εργασίες στο Αστεροσκοπείο διεξήχθησαν από Έλληνες εργάτες […] και μόνο ο τρούλος κατασκευάστηκε από τον τεχνίτη Mosner που ζει στην Ελλάδα. (Ζερεφός, 2013)5H μετάφραση βασίστηκε στην μετάφραση στο: Ζερεφός κ.ά., 2013, 153–162. Στην πρώτη έκδοση επισυνάπτονται και τα σχέδια στα οποία αναφέρεται ο Χάνσεν. Στην παρούσα μετάφραση έχουν γίνει αλλαγές και διορθώσεις βάση του πρωτοτύπου.

    Ο εξοπλισμός του Αστεροσκοπείου

    Για τον εξοπλισμό του Αστεροσκοπείου ο Βούρης ταξίδεψε το 1845 στη Βιέννη, όπου διεξαγόταν έκθεση επιστημονικών οργάνων, απ’ όπου προμηθεύτηκε, με χρήματα του Σίνα, τα πρώτα όργανα, τα οποία έφθασαν στην Αθήνα το 1847. Τα όργανα αυτά, εξαιρετικά ακριβή και σύγχρονα για την εποχή τους, ήταν τα εξής:
    – Ένα μεσημβρινό τηλεσκόπιο κατασκευής Starke, διαμέτρου 94 χιλιοστών.
    – Ένα ισημερινό διοπτρικό τηλεσκόπιο τύπου Fraunhofer, κατασκευής Ploessl και διαμέτρου 158 χιλιοστών, με 6 προσοφθάλμιους μεγεθύνσεων από 75 μέχρι 350.
    – Δύο εκκρεμή ρολόγια (ένα αστρικό κατασκευής Kessels και ένα μέσου χρόνου κατασκευής Berthoud) και ένα χρονόμετρο κατασκευής Kessels.
    – Πέντε μικρά τηλεσκόπια για την αναζήτηση κομητών.
    – Μια πλήρης σειρά μετεωρολογικών οργάνων (Ματσόπουλος, 2000).

    Σε ό,τι αφορά το μεσημβρινό διοπτρικό τηλεσκόπιο (μεσημβρινός κύκλος), αυτό κατασκευάστηκε από την εταιρία Starke στη Βιέννη το 1845 και είχε διάμετρο φακού 94 χιλιοστών. Ο όρος μεσημβρινό τηλεσκόπιο ή μεσημβρινός κύκλος αναφέρεται σε τηλεσκόπια τα οποία χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των συντεταγμένων ενός ουρανίου σώματος. Πρόκειται για ένα διοπτρικό τηλεσκόπιο το οποίο φέρει εσωτερικώς νήματα για την ακριβή μικρομετρική παρατήρηση και περιστρέφεται γύρω από οριζόντιο άξονα, κάθετο στον μεσημβρινό, με αποτέλεσμα να μετακινείται μόνο επί του επιπέδου του μεσημβρινού. Η στέγη του θόλου φέρει σχισμή τέτοιας διάταξης ώστε να παρατηρούνται όλα τα ουράνια σώματα από βορρά προς νότο τα οποία βρίσκονται επί του επιπέδου του μεσημβρινού. Με την παράλληλη χρήση χρονομέτρου, ο παρατηρητής γνωρίζει τον ακριβή χρόνο διέλευσης ενός ουρανίου σώματος από τον μεσημβρινό. Δίπλα στο όργανο υπάρχει και γωνιομετρική κλίμακα, ώστε να είναι γνωστή η ζενιθιακή ή πολική απόσταση του σώματος.

    Το όργανο αυτό χρησιμοποιήθηκε κυρίως από την υπηρεσία ώρας, δηλαδή για τον ακριβή καθορισμό της ώρας που ήταν καθημερινή ευθύνη του Αστεροσκοπείου. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των ακριβών γεωγραφικών συντεταγμένων του αστεροσκοπείου. Ο ουσιαστικός διάδοχος του Βούρη, ο γερμανός αστρονόμος Julius Schmidt, σε έκθεση του με τίτλο «Περί του Αστεροσκοπείου Αθηνών», αναφέρει ότι βρήκε το συγκεκριμένο τηλεσκόπιο ελαττωματικό (Schmidt, 1864). Το 1880 ο μετέπειτα διευθυντής του Αστεροσκοπείου Κοκκίδης έκανε παρατηρήσεις του μεσουρανήματος της Σελήνης με τη χρήση του μεσημβρινού κύκλου, με στόχο τον υπολογισμό του γεωγραφικού μήκους του Αστεροσκοπείου. Στις ετήσιες αναφορές του Κοκκίδη τονίζεται συχνά η μέτρια κατάσταση του τηλεσκοπίου και η προβληματική χρήση του.6J. Schmidt, «Περί του Αστεροσκοπείου Αθηνών», μεταφρασμένο έγγραφο του Schmidt, (πιθανόν από τον Η. Μητσόπουλο, ο οποίος μετέφραζε και τις ετήσιες αναφορές του Schmidt για τις πρυτανικές λογοδοσίες), 1864, Αρχείο ΕΑΑ.

    Το ισημερινό διοπτρικό τηλεσκόπιο Ploessl ή τηλεσκόπιο Σίνα (τύπου Fraunhofer) συνοδευόταν από 6 προσοφθάλμιους φακούς με μεγέθυνση από 75 ως 350 (Πλακίδης, 1969, 476). Κατασκευάστηκε από την εταιρία Ploessl στη Βιέννη το 1845 με διάμετρο φακού 162 χιλιοστών και είδος φακού αχρωματικού, εστιακή απόσταση 250 εκατοστών, ενώ το είδος στήριξης ήταν γερμανική ισημερινή (ατσάλινος άξονας). Το τηλεσκόπιο αυτό είναι κυρίως γνωστό γιατί χρησιμοποιήθηκε από τον γερμανό διευθυντή του Αστεροσκοπείου Julius Schmidt για τη χαρτογράφηση της Σελήνης. Ο τοπογραφικός χάρτης της Σελήνης που εκπόνησε ο Schmidt από το 1840, πριν έρθει στην Ελλάδα, ως το 1874, περιλαμβάνει 32.856 σεληνιακούς σχηματισμούς (κρατήρες, όρη, θάλασσες κ.ά) και αποτελεί τον πληρέστερο χάρτη της Σελήνης πριν τη φωτογραφική απεικόνισή της.

    Βασίζεται σε 15 χρόνια παρατηρήσεων με το τηλεσκόπιο Ploessl, με το οποίο ο Schmidt παρατήρησε επίσης κομήτες, μεταβλητούς αστέρες και τις ηλιακές κηλίδες. Παρέμεινε το βασικό τηλεσκόπιο του αστεροσκοπείου ως την αγορά και εγκατάσταση το 1901 από τον Δημήτριο Αιγηνίτη του τηλεσκοπίου Gautier, γαλλικής κατασκευής. Ήταν εγκατεστημένο στην οροφή του κτηρίου του Αστεροσκοπείου, σε ειδική βάση και στεγασμένο με τον θόλο που περιγράφει ο Theophil Hansen στην έκθεσή του την οποία παραθέσαμε πιο πάνω. Ο Schmidt αναφέρει στην έκθεσή του «Περί του Αστεροσκοπείου Αθηνών» ότι, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του Αστεροσκοπείου, βρήκε επίσης τον θόλο του τηλεσκοπίου Ploessl με πολλά προβλήματα στη λειτουργία του.7Schmidt, ό.π.

    Για να δώσουμε μια εικόνα της καθημερινής λειτουργίας του τηλεσκοπίου την εποχή του Schmidt, το 1869 πραγματοποιήθηκαν 53 παρατηρήσεις του ήλιου, 11 των πλανητών, 40 της σελήνης (μαζί με 140 σχέδιά της) και περίπου 500 του ζωδιακού φωτός και του λυκαυγούς. Επίσης, παρατηρήθηκε η έκλειψη της Σελήνης στις 27 Ιανουαρίου και ο Βιννέκειος κομήτης από τις 8 Μαΐου ως τις 26 Ιουνίου.8Δ.Κ. Κοκκίδης, «Έκθεσις περί του Αστεροσκοπείου Αθηνών», Πρυτανικές λογοδοσίες Πανεπιστημίου Αθηνών, 1869, παράρτημα ΙΓ΄. Την έκθεση παρουσιάζει ο Κοκκίδης διότι ο Schmidt απουσιάζει στη Βιέννη.

    Ο Βούρης έφερε επίσης αστρικό ρολόι. Ο Louis Berthoud θεωρείτο ο ικανότερος γάλλος ωρολογοποιός των αρχών του 19ου αιώνα. Το ρολόι εκσυγχρονίσθηκε τον Αύγουστο του 1886 από τον ωρολογοποιό του αστεροσκοπείου Π. Πιερώνη.9Εγγράφεται στο καντράν του εκκρεμούς, βλ. φωτογραφία στο http://www.hasi.gr/instruments/ast43 Επίσης, το εκκρεμές Berthoud μαζί με το εκκρεμές Kessels,, καθώς και το μεσημβρινό τηλεσκόπιο Starke (και αργότερα το μεσημβρινό τηλεσκόπιο Gautier), που έφτασαν στην Αθήνα, αποτελούσαν για έναν περίπου αιώνα το σύστημα για τον καθορισμό της ώρας στην Ελλάδα. Χρησιμοποιούνταν επίσης για τη ρύθμιση άλλων χρονομέτρων, πολιτικών και στρατιωτικών (όπως, για παράδειγμα, των χρονόμετρων των πλοίων του πολεμικού ναυτικού).

    Η λειτουργία και το έργο του Αστεροσκοπείου την εποχή του Βούρη

    Ένα από τα πρώτα καθήκοντα του Βούρη, αμέσως μετά την ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών, ήταν να προσδιορίσει το γεωγραφικό του πλάτος και μήκος με τον μεσημβρινό κύκλο Starke και τα ρολόγια Berthoud και Kessels. Ένας μαρμάρινος κύβος που βρισκόταν έξω από το κτίριο θα χρησίμευε στη συνέχεια ως βάση για τον τριγωνισμό της Ελλάδας. Από τις 20 Μαΐου έως τις 21 Σεπτεμβρίου του 1847, ο Βούρης, βασισμένος σε μια σειρά παρατηρήσεων των σεληνιακών μεσουρανημάτων, προσδιόρισε το γεωγραφικό μήκος του μεσημβρινού κύκλου Starke. Όσον αφορά στην ακρίβεια των παρατηρήσεων, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο μεσημβρινός κύκλος Starke είχε ένα ασημένιο στεφάνι διαιρεμένο ανά τρία λεπτά του τόξου και το μικρόμετρό του δεν είχε μικρομετρικό κοχλία αλλά απλό στόχο με σταθερά νήματα. Το όργανο ήταν στερεωμένο σε δύο μεγάλους μαρμάρινους πυλώνες (Nicolaidis, 2002 και Νικολαΐδης, 2013).

    Το γεωγραφικό μήκος που προσδιορίστηκε από τον Βούρη ήταν 21ο 23’ 33’’.45 = 1h 25mn 34.23s ώρα Παρισιού. Το γεωγραφικό πλάτος ήταν 37 ο 58’ 20’’. Η πρώτη τιμή περιλαμβάνει ένα σφάλμα αρκετών δεύτερων της μοίρας και το δεύτερο μισό δεύτερο. Αυτά τα σφάλματα οφείλονταν κυρίως στις ατέλειες του μεσημβρινού κύκλου Starke, ο οποίος στάλθηκε αργότερα από τον Schmidt στην Βιέννη για διόρθωση (Eginitis, 1932 και 1910). Ο Schmidt όμως δεν βελτίωσε τις μετρήσεις του Βούρη. Η βελτίωση προήλθε από την αυστριακή αποστολή που έφτασε στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1889, προκειμένου να ολοκληρώσει τον τριγωνισμό της χώρας, ο οποίος είχε μείνει ανολοκλήρωτος από τις γαλλικές αποστολές κατά το 1828–1835, καθώς και να καταρτίσει έναν «Τοπογραφικό και Κτηματολογικό Χάρτη της Ελλάδας». Οι γαλλικές αποστολές είχαν ολοκληρώσει μόνο τον τριγωνισμό της Πελοποννήσου, της Αττικής, της Βοιωτίας και της Εύβοιας. Επιπλέον, η Ελλάδα είχε αποκτήσει μόλις την επαρχία της Θεσσαλίας. Η αυστριακή αποστολή βρισκόταν υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Heinrich Hartl (1840–1903). Για πρώτη φορά σε μια αποστολή τριγωνισμού βοήθησαν έλληνες στρατιωτικοί μηχανικοί, οι οποίοι ανήκαν στη νεοσυσταθείσα Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (Nicolaidis, 2002).

    Ο Βούρης άφησε σημαντικό δημοσιευμένο και αδημοσίευτο έργο. Ήδη πριν την κατασκευή του αστεροσκοπείου και την αγορά οργάνων από την Αυστρία, το 1843, δημοσιεύει σειρά μετεωρολογικών παρατηρήσεων που έκανε από την ταράτσα του σπιτιού του από το 1839 έως το 1841. Εγκατέστησε και ρύθμισε τα τηλεσκόπια και προσδιόρισε τις γεωγραφικές συντεταγμένες του Αστεροσκοπείου, οι οποίες απετέλεσαν τη βάση για τη χαρτογράφηση της χώρας. Επίσης, έκανε παρατηρήσεις της κίνησης του Σείριου και των πλανητών Ποσειδώνα και Άρη και εμπλούτισε τους αστρικούς καταλόγους Bode και Rumker με περισσότερους από 1000 αστέρες. Οι δημοσιεύσεις του έγιναν στο γερμανικό αστρονομικό περιοδικό Astronomische Nachrichten, όπου δημοσίευσε τις μετρήσεις για τα σφάλματα του μεσημβρινού και τις παρατηρήσεις του Άρη και του Σείριου (Bouris, 1852 και 1854a-c). Γίνεται φανερό ότι ο γερμανόφωνος χώρος υπήρξε για τον Βούρη κεντρικό πλαίσιο αναφοράς του επιστημονικού του έργου, ενώ η γερμανική και αυστριακή επιστημονική υλική κουλτούρα, με κυρίαρχα τα αστρονομικά όργανα που χρησιμοποιήθηκαν στην Αθήνα, όχι μόνο καθόρισε την επιστημονική καριέρα του Βούρη, αλλά έβαλε κυριολεκτικά στον παγκόσμιο χάρτη το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στα τέλη του 19ου αιώνα και πολύ πιο έντονα στις αρχές του 20ού αιώνα.

    Η αποχώρηση του Βούρη και το τέλος της πρώτης περιόδου λειτουργίας του Αστεροσκοπείου Αθηνών

    Σύντομα μετά την λειτουργία του Αστεροσκοπείου, ο Βούρης ήρθε σε ρήξη με το Πανεπιστήμιο και το Υπουργείο Παιδείας. Ο νέος και φιλόδοξος καθηγητής μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Παπαδάκης (1825–1876), ο οποίος είχε σπουδάσει στη γαλλική École polytechnique, προσπαθούσε να αποσπάσει τη θέση του διευθυντή του Αστεροσκοπείου. Έγγραφο του τότε υπουργού παιδείας Σ. Βλάχου με ημερομηνία 13.08.1853 προς τον βασιλιά, δείχνει την έντονη πολεμική η οποία είχε υιοθετηθεί από το υπουργείο προς τον Βούρη. Οι προσωπικές βλέψεις και η εμπάθεια των επικριτών του ήταν πολλές φορές κακοήθεις. Κατηγορήθηκε ότι ζήτησε να γκρεμιστούν τα ερείπια της Ακρόπολης για να απελευθερωθεί ο νότιος ορίζοντας του Αστεροσκοπείου. Η κατηγορία αυτή, η οποία αναφέρεται σε ξενόγλωσσες βιογραφίες του Βούρη, αποτελεί λασπολογία εναντίον του για τον απλούστατο λόγο ότι η Ακρόπολη βρίσκεται βορειοανατολικά του Αστεροσκοπείου και ο νότιος ορίζοντας είναι ακόμη και σήμερα ανοικτός. Τα γεγονότα αυτά, πιθανόν σε συνδυασμό με το πολιτισμικό χάσμα μεταξύ της επαρχιακής Αθήνας και της κοσμοπολίτικης Βιέννης, τον οδήγησαν στην απόφαση να γυρίσει στη Βιέννη το 1855 (Ματσόπουλος, 2000, 57).

    Παρά τις προσπάθειες του Γιώργου Σίνα να τον κάνει να αλλάξει γνώμη και να επιστρέψει στο Αστεροσκοπείο της Αθήνας, εκείνος παρέμεινε στη Βιέννη μέχρι τον θάνατό του. Εντωμεταξύ, στη Βιέννη εργάστηκε πάνω στο υλικό που είχε αποκτήσει από τις οκταετείς παρατηρήσεις του στην Αθήνα. Δημοσίευσε μια έκθεση για τις δραστηριότητές του ως διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών (Bouris, 1857) και προετοίμασε τα δεδομένα για να τα δημοσιεύσει με την οικονομική στήριξη του Σίνα υπό τον τίτλο Memorien der Athenienser Sternwarte. Ο πρόωρος θάνατός του το 1860 ακύρωσε τη δημοσίευση και τα χειρόγραφά του πουλήθηκαν στη συνέχεια από την αδελφή του στο Αστεροσκοπείο Αθηνών. Δυστυχώς, κατά τις επόμενες δεκαετίες τα χειρόγραφα αυτά χάθηκαν κι έτσι ένα σημαντικό μέρος των έργων του Βούρη παραμένει άγνωστο.

    Μετά την αποχώρηση του Βούρη διορίστηκε διευθυντής ο Ιωάννης Παπαδάκης. Δεδομένου ότι δεν ήταν αστρονόμος και καθώς δεν εμπλεκόταν άλλος αστρονόμος, το ίδρυμα παρέμεινε ανενεργό, όπως ανενεργές παρέμειναν όλες οι πιθανές επιστημονικές και πολιτισμικές διασταυρώσεις που εδραίωσε ο Βούρης με τον γερμανόφωνο επιστημονικό χώρο. Εντωμεταξύ, το 1856 πέθανε ο Γιώργος Σίνας, και ο γιος του Σίμων (1810–1876) κληρονόμησε την περιουσία του πατέρα του αλλά και το πνεύμα χορηγίας του, μαζί με την στρατηγική επιλογή της ένταξης του ελληνικού κράτους στα προηγμένα έθνη της εποχής, με πρότυπο τη γερμανόφωνη κεντρική Ευρώπη.

    Ο Σίμων Σίνας προσπάθησε να βρει άλλον διευθυντή για το Αστεροσκοπείο της Αθήνας και αυτή τη φορά προσφέρθηκε να πληρώσει τον μισθό του. Σύντομα πρότεινε τη θέση στον γερμανό αστρονόμο Johann Friedrich Julius Schmidt (1825–1884), τον οποίο του υπέδειξε ο διευθυντής του Αστεροσκοπείου της Βόννης Argelander. Ο Schmidt αγαπούσε ήδη από την παιδική του ηλικία να παρατηρεί τη Σελήνη και εκείνη την εποχή ήταν διευθυντής του μικρού ιδιωτικού παρατηρητηρίου του Baron von Unkrechtsberg στο Olmütz (σήμερα Δημοκρατία της Τσεχίας). Αποδέχθηκε τη θέση και έγινε διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών το 1858, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, το 1884 (Τσίγγανος κ.ά., 2016).

    Όταν ο Schmidt ανέλαβε τη διεύθυνση του Αστεροσκοπείου, βρήκε μια σειρά οργάνων που περιγράφει ο ίδιος σε μια έκθεσή του με τίτλο «Περί του Αστεροσκοπείου Αθηνών», την οποία συνέταξε αργότερα, μάλλον το 1864. Καταρχήν, βρήκε το ισημερινό τηλεσκόπιο Ploessl υπό τον θόλο, ο οποίος είχε πολλά προβλήματα στη λειτουργία του. Ο μεσημβρινός κύκλος Starke ήταν επίσης ελαττωματικός. Βρήκε επίσης δύο μικρά τηλεσκόπια για την ανίχνευση κομητών, ωστόσο είναι άγνωστο τι απέγιναν τα άλλα τρία που είχε αγοράσει ο Βούρης. Τα δύο εκκρεμή (Kessels και Berthoud) βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, ενώ βρήκε και ένα βροχόμετρο και ένα υγρόμετρο. Επίσης, αναφέρει την κλοπή ενός τηλεσκοπίου, του οποίου βρήκε μόνο τη βάση, καθώς και ενός χρονομέτρου. Τα όργανα αυτά συντηρήθηκαν το 1861 με δαπάνη του Σίμωνα Σίνα, αλλά δεν έχουμε βρει στοιχεία για προμήθεια νέων την εποχή του Schmidt. Ο Schmidt πραγματοποίησε όλες τις επιστημονικές του δραστηριότητες με τον εξοπλισμό που αγόρασε ο Βούρης. Όπως αναφέρει στην έκθεση ο Schmidt, στη βιβλιοθήκη του ιδρύματος το 1858 υπήρχαν 500 τόμοι. Ο αριθμός αυτός, κατά την περίοδο Schmidt, αυξήθηκε σημαντικά με αγορές βιβλίων με κονδύλια του Σίνα και με διάφορες δωρεές από αστεροσκοπεία του εξωτερικού.10Schmidt, ό.π.

    Εν συντομία, το Αστεροσκοπείο της Αθήνας υπήρξε ένα από τα πρώτα επιστημονικά κτίρια που ιδρύθηκαν στην Αθήνα με σκοπό την αναγέννηση του χαμένου αρχαίου ελληνικού παρελθόντος – δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή του νεοκλασικού ρυθμού στην αρχιτεκτονική του κτιρίου – και τη σύνδεσή του με τον κυρίαρχο γερμανόφωνο επιστημονικό χώρο της εποχής. Αν και σχεδιάστηκε ως ένα ερευνητικό κέντρο με εξαιρετικές προδιαγραφές για την εποχή του, το πρώτο στο είδος του στη χώρα, και με αστρονομικά όργανα εκπληκτικής ακριβείας, η αστρονομία δεν εξελίχθηκε στη χώρα και ο Βούρης δεν κατάφερε να εδραιώσει τη θέση του στην τοπική ακαδημαϊκή κοινότητα. Καθώς η ίδια η πόλη μεταλάσσονταν από ένα μικρό χωριό σε μια ευρωπαική μητρόπολη, το Αστεροσκοπείο συμβόλιζε τις πολύπλοκες σχέσεις με τον γερμανώφονο χώρο, την οπτική του Όθωνα για το τι σήμαινε εκμοντερνισμός του ελληνικού κράτους αλλά και την αντίσταση της τοπικής επιστημονικής κοινότητας στην εισαγωγή αυτής της οπτικής.

    Zusammenfassung

    Η ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών το 1842 σχετίζεται με την ένταξη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Κάθε σημαντική ευρωπαϊκή πόλη όφειλε τον 19ο αιώνα να διαθέτει αστεροσκοπείο, το οποίο καθόριζε την ακριβή ώρα και ήταν σύμβολο της επιστήμης. Το Αστεροσκοπείο Αθηνών εξαρχής βασίστηκε στη γερμανόφωνη παράδοση, κυρίως λόγω συγκυριών: Χρηματοδοτήθηκε από τον ελληνοαυστριακό βαρώνο Σίνα, διευθύνθηκε από τον ελληνοαυστριακό αστρονόμο Βούρη και σχεδιάστηκε από τους Eduard Schaubert και Theophil Hansen, Γερμανό και Δανό αντίστοιχα, με σύμβουλο τον γερμανό αστρονόμο Heinrich Christian Schumacher. Τα ιδεολογικά πρότυπα του κτιρίου του Αστεροσκοπείου ακολουθούν τον νεοκλασικισμό που προβάλλεται από την βαυαρική αυλή. Τα όργανα του αστεροσκοπείου είναι κυρίως αυστριακής παραγωγής και οι εργασίες εκείνης της περιόδου δημοσιεύονται στη γερμανική γλώσσα στο γερμανικό περιοδικό Astronomische Nachrichten. Μετά την αποχώρηση του Βούρη, το αστεροσκοπείο θα το διευθύνει ο Γερμανός Julius Schmidt, συνεχίζοντας την παράδοση των στενών σχέσεων με τη Γερμανία.

    Einzelnachweise

    • 1
      Gieryn, 2006. Για μια αναλυτική συζήτηση της σχέσης αρχιτεκτονικής και επιστήμης βλ. ενδεικτικά Kraeling/Adams, 1960, Shapin, 1998, Hannaway, 1986, Inkster/Morell, 1983, Cahan, 1989, Pratt, 1985, Rentetzi, 2005, Galison /Thomson, 1999.
    • 2
      Το κείμενο αυτό στηρίζεται και χρησιμοποιεί τις μελέτες του Ευθύμιου Νικολαΐδη, διευθυντή ερευνών στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, για τα ιστορικά όργανα του Aστεροσκοπείου Αθηνών, ο οποίος οργάνωσε την παρουσίασή τους στο ιστορικό μουσείο του Aστεροσκοπείου στο κτίριο Σίνα (http://www.hasi.gr/institutions/noa), καθώς και στην έρευνα της καθηγήτριας του Πολυτεχνείου του Βερολίνου Μαρίας Ρεντετζή πάνω στην αρχιτεκτονική των επιστημονικών κτιρίων εν γένει και συγκεκριμένα του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Η σχετική βιβλιογραφία παρουσιάζεται στο τέλος του κειμένου.
    • 3
      Για μια αναλυτική συζήτηση της αρχιτεκτονικής του Αστεροσκοπείου Αθηνών βλ. Rentetzi/Flevaris,2018.
    • 4
      Για μια γενική εικόνα για τα αστεροσκοπεία στον 19ο αιώνα βλ. Aubin, et al, 2010.
    • 5
      H μετάφραση βασίστηκε στην μετάφραση στο: Ζερεφός κ.ά., 2013, 153–162. Στην πρώτη έκδοση επισυνάπτονται και τα σχέδια στα οποία αναφέρεται ο Χάνσεν. Στην παρούσα μετάφραση έχουν γίνει αλλαγές και διορθώσεις βάση του πρωτοτύπου.
    • 6
      J. Schmidt, «Περί του Αστεροσκοπείου Αθηνών», μεταφρασμένο έγγραφο του Schmidt, (πιθανόν από τον Η. Μητσόπουλο, ο οποίος μετέφραζε και τις ετήσιες αναφορές του Schmidt για τις πρυτανικές λογοδοσίες), 1864, Αρχείο ΕΑΑ.
    • 7
      Schmidt, ό.π.
    • 8
      Δ.Κ. Κοκκίδης, «Έκθεσις περί του Αστεροσκοπείου Αθηνών», Πρυτανικές λογοδοσίες Πανεπιστημίου Αθηνών, 1869, παράρτημα ΙΓ΄. Την έκθεση παρουσιάζει ο Κοκκίδης διότι ο Schmidt απουσιάζει στη Βιέννη.
    • 9
      Εγγράφεται στο καντράν του εκκρεμούς, βλ. φωτογραφία στο http://www.hasi.gr/instruments/ast43
    • 10
      Schmidt, ό.π.

    Βιβλιογραφία

    Galerie

    Zitierweise

    Maria Rentetzi, Efthymios Nikolaidis: «To Αστεροσκοπείο Αθηνών την περίοδο της «βαυαροκρατίας»», in: Alexandros-Andreas Kyrtsis und Miltos Pechlivanos (Hg.), Compendium der deutsch-griechischen Verflechtungen, 16.09.20, URI : https://comdeg.eu/essay/98254/.