Κοινωνική μέριμνα και αντιπροπαγάνδα: Τα ραδιοφωνικά προγράμματα και οι εφημερίδες για τους Gastarbeiter στη δεκαετία του ’60

Σε ποιο πλαίσιο εντασσόταν το αίτημα της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης προς τα ραδιοφωνικά ιδρύματα της χώρας να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμά τους ξενόγλωσσες εκπομπές για τους Gastarbeiter από τις χώρες του Νότου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας; Επρόκειτο για μια (ευρύτερη) στρατηγική κοινωνικής μέριμνας προς τους μετανάστες ή προείχε η ραδιοφωνική «αντιπροπαγάνδα» απέναντι στους δημοφιλείς ραδιοσταθμούς των κομμουνιστικών χωρών που επέκριναν σφόδρα τη «στρατολόγηση» και τις συνθήκες εργασίας των ξένων εργατών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ); Ποιο συγκεκριμένο στόχο εξυπηρετούσαν οι (πολιτικές) παρεμβάσεις της Ομοσπονδιακής Γραμματείας Τύπου, με τη χρηματοδότηση εφημερίδων για τους Gastarbeiter (όπως η εφημερίδα «Η Ελληνική»);

Περιεχόμενα

    Εισαγωγή: Σε τι αποσκοπεί το παρόν δοκίμιο εν συντομία

    Λαμβάνοντας υπόψη το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και την κατοχυρωμένη αυτονομία των ΜΜΕ στη μεταπολεμική Γερμανία, το παρόν δοκίμιο διερευνά όχι μόνο τη στάση και την επιχειρηματολογία της Βόννης και των αρμόδιων φορέων και οργανώσεων (ραδιοφωνικά ιδρύματα, εργοδοτικές οργανώσεις κ.ά.) αλλά και τη συνεργασία της γερμανικής πλευράς με την ελληνική κυβέρνηση στο ζήτημα αυτό. Ταυτόχρονα σκιαγραφείται το πλαίσιο ίδρυσης των ξενόγλωσσων ραδιοφωνικών προγραμμάτων που επρόκειτο αργότερα να αποκτήσουν ιδιαίτερη δημοφιλία (όπως οι ελληνικές εκπομπές της Deutsche Welle και της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας).1Η παρούσα δημοσίευση αποτελεί μέρος της έρευνας μου με τίτλο: Αντίσταση από μικροφώνου. Ο Παύλος Μπακογιάννης απέναντι στη δικτατορία των συνταγματαρχών, Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2020.

    Μερικές παρατηρήσεις για την ελληνική μετανάστευση στη Δυτική Γερμανία

    Με την υπογραφή της συμφωνίας περί απασχολήσεως ελλήνων εργατών στην ΟΔΓ (1960), η Δυτική Γερμανία έγινε ο κύριος προορισμός εργατικής μετανάστευσης των Ελλήνων. Η τεράστια οικονομική ανάπτυξη της ΟΔΓ, κατά την περίοδο του «γερμανικού οικονομικού θαύματος», και η διαρκής αύξηση των θέσεων εργασίας καλύφθηκαν με εργατικά χέρια από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, καθώς η ανέγερση του τείχους του Βερολίνου (1961) στέρησε από τη γερμανική οικονομία τη δυνατότητα να καλύπτει τις ανάγκες της με εργάτες από την Ανατολική Γερμανία. Ισχυρή πίεση για την υπογραφή τέτοιων συμφωνιών οργανωμένης μετανάστευσης μεταξύ της Βόννης και χωρών του Νότου άσκησαν οι γερμανικές επιχειρήσεις· κυρίως όσες ενδιαφέρονταν για την κάλυψη θέσεων εργασίας σε απαιτητικό και ταυτόχρονα χαμηλά αμειβόμενο εργασιακό περιβάλλον, όπως ήταν η γραμμή παραγωγής στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Ενδιαφέρον υπήρχε και από την κλωστοϋφαντουργία, η οποία, εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού, προσπαθούσε να περιορίσει το μισθολογικό κόστος. Αντίθετα η μόνιμη επωδός της τότε ελληνικής κυβέρνησης ήταν ότι επρόκειτο για μετανάστευση εντός της Ευρώπης, που δεν είχε τις «δυσμενείς συνέπειες» (Υπουργός Εσωτερικών Δ. Μακρής, 1961) των υπερπόντιων μετακινήσεων, λόγω της μικρής απόστασης, αλλά και του προσωρινού χαρακτήρα της μετακίνησης. Πέρα από την ελπίδα ότι οι ανειδίκευτοι έλληνες μετανάστες θα αποκτούσαν τεχνική κατάρτιση στη βιομηχανία της ανεπτυγμένης Δύσης, υπήρχε πάντα η προσδοκία ότι τα εμβάσματα των μεταναστών θα ενίσχυαν τον εθνικό προϋπολογισμό, ενώ θα απάλλασσαν τη χώρα από τους χιλιάδες άνεργους και υποαπασχολούμενους (Βεντούρα, 1999, 89-90).

    Καθώς στη δεκαετία του 1960 οι λεγόμενοι παράγοντες „έλξης-απώθησης“ (pull-push) συνέχισαν ενισχύουν τις μεταναστευτικές εκροές προς τη Δυτική Γερμανία (ΟΔΓ), οι χώρες υποδοχής μεταναστών εκμεταλλεύονταν την συνεχώς αυξανόμενη ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση προκειμένου να καλύψουν άμεσα τις ανάγκες τους σε εργατικό δυναμικό. Στην Ελλάδα, η Γερμανική Επιτροπή, με γραφεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενημέρωνε τις ελληνικές αρχές σχετικά με τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας, την τοποθεσία, τον μισθό και τη διάρκεια των συμβάσεων, έχοντας τον πρώτο λόγο στη διαδικασία επιλογής των εργατών.  Έπειτα, τα κατά τόπους Γραφεία Ευρέσεως Εργασίας μετέφεραν αυτές τις πληροφορίες στους ενδιαφερόμενους. (Lianos, 1993, 256-257). Ωστόσο, η τελική επιλογή των υποψηφίων ανήκε στον γερμανό εργοδότη, ο οποίος, μετά από επιτυχή και σχολαστικό ιατρικό έλεγχο, αναλάμβανε τα έξοδα μετάβασης των επιλεγμένων εργαζομένων στη Γερμανία (Rass, 2012, 64). Περισσότερο από το 60% των Ελλήνων εργαζομένων προσελήφθησαν με αυτό τον τρόπο, ενώ οι υπόλοιποι επέλεξαν να εισέλθουν στη χώρα μέσω των γερμανικών προξενείων ή με τουριστική βίζα (Rass, 2012, 62-63).

    Οι έλληνες Gastarbeiter εργάστηκαν ως ανειδίκευτοι εργάτες στη γερμανική βιομηχανία και στα ανθρακωρυχεία, σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Οι περισσότεροι μετακινούμενοι προέρχονταν από τη Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία και Θράκη) και Ήπειρο, όπου κυριαρχούσαν οικονομική δυσπραγία και ανεργία.

    Οι ταλαιπωρημένοι και φοβισμένοι μετανάστες ολοκλήρωναν στον σταθμό του Μονάχου την πρώτη φάση ενός ταξιδιού προς το άγνωστο, αλλά με όνειρα και προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον. Η μετεγκατάσταση και η διαβίωση στη Δυτική Γερμανία ήταν εξαρχής μια επώδυνη εμπειρία στο σύνολό της. Μάλιστα οι πρώτοι οικονομικοί μετανάστες από την Ελλάδα εγκαταστάθηκαν σε παλιά οικήματα [Heime] δίπλα στα εργοστάσια, μαζί με άλλους εργάτες. Η άγνοια για τις συνθήκες εργασίας και διαμονής αποτελούσε τεράστιο εμπόδιο ομαλής ένταξης των ελλήνων μεταναστών στο νέο εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον, δεδομένου ότι οι χώρες προέλευσης των μεταναστών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, δεν προετοίμαζαν στοιχειωδώς τους υποψήφιους μετανάστες, καθώς τα κριτήρια επιλογής ήταν το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και η καλή υγεία. Οι μετανάστες παρέμειναν επί χρόνια αποξενωμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία, καθώς η έλλειψη υποδομών κοινωνικής πρόνοιας, σε συνδυασμό με την αδυναμία επικοινωνίας στα γερμανικά, έκαναν την αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων να μοιάζει ανυπέρβλητη πρόκληση. Ωστόσο το ζήτημα της ομαλής ενσωμάτωσης των ξένων εργατών και της υιοθέτησης μέτρων κοινωνικής μέριμνας συνδέεται, πρωτίστως, με την άρνηση της επίσημης Γερμανίας να αποδεχτεί ότι ήταν χώρα (μόνιμης) υποδοχής μεταναστών. Γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε, άλλωστε, το προσωνύμιο Gastarbeiter, το οποίο είναι δηλωτικό του προσωρινού χαρακτήρα της απασχόλησης (ενώ ενείχε την έννοια του παρείσακτου) και της πρόθεσης της γερμανικής πλευράς να εφαρμόσει τη λεγόμενη αρχή της εναλλαγής [Rotationsprinzip], έτσι ώστε οι ξένοι εργάτες να εργάζονται για διάστημα λίγων ετών και στη συνέχεια να δίνουν τη θέση τους σε άλλους συμπατριώτες τους. Πολύ σύντομα, όμως, ύστερα από αντίδραση της εργοδοσίας, που θα ήταν υποχρεωμένη να εκπαιδεύει συνεχώς νέους εργάτες, το μέτρο αυτό εγκαταλείφθηκε, παρότι τα συμβόλαια εργασίας ήταν αρχικά περιορισμένης χρονικής διάρκειας.

    Η αποξένωση των μεταναστών στην ΟΔΓ επέτεινε, επίσης, το γεγονός ότι οι γερμανικές αρχές αγνόησαν τις θετικές επιδράσεις της μετανάστευσης στη χώρα και αρνούνταν επί χρόνια να προωθήσουν τη νομική εξίσωση των αλλοδαπών, σε επίπεδο εργατικών δικαιωμάτων, ενώ, αντίθετα, το 1965 ψηφίστηκε ο νόμος περί αλλοδαπών με τον οποίο περιοριζόταν το δικαίωμα πολιτικής δραστηριοποίησης των μεταναστών.

    Παρά, ωστόσο, τους περιορισμούς που τέθηκαν σε ισχύ η εμπειρία της δικτατορίας των συνταγματαρχών οδήγησε στην πολιτική ωρίμανση και κινητοποίηση των ελλήνων μεταναστών εναντίον της χούντας. Η συγκρότηση αντιδικτατορικών επιτροπών, αλλά και η υποστήριξη των οργανώσεων αυτών από γερμανικούς κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς (συνδικάτα, καλλιτεχνικές και επιστημονικές οργανώσεις, αλλά και στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος), κατέστησαν τη Γερμανία το επίκεντρο των μαζικότερων αντιδικτατορικών εκδηλώσεων κατά της χούντας των συνταγματαρχών στην Ευρώπη.

    Σημαντικό ρόλο έπαιξαν τόσο η ελληνική εκπομπή της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, με διευθυντή τον Παύλο Μπακογιάννη, τα σχόλια του οποίου κάλυψαν, κατά τη διάρκεια της επταετίας, πέρα από την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών, κι όλα τα γεγονότα κομβικής σημασίας, αλλά και η ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle, καθώς οι συντελεστές της έδωσαν, επίσης, μάχη να ανατρέψουν την εξωραϊσμένη εικόνα της δικτατορικής Ελλάδας στο εξωτερικό.

    Το πάγωμα προσλήψεων αλλοδαπών εργαζομένων [Anwerbestopp], που εξαγγέλθηκε από τη Βόννη το 1973, δεν περιόρισε τελικά τον αριθμό των μεταναστών στη Δυτική Γερμανία, παρότι ανέκοψε πρόσκαιρα το ρεύμα μετανάστευσης. Ως το 1973 η ΟΔΓ είχε δεχθεί συνολικά 14.000.000 μετανάστες, εκ των οποίων 11.000.000 επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Από το 1960, όταν εγκαινιάστηκε το καθεστώς της οργανωμένης μετανάστευσης ως το 1973, 615.000 Έλληνες εργαζόμενοι και τα μέλη των οικογενειών τους εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία, εκ των οποίων περίπου οι μισοί επέστρεψαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο αυτή. (Rass, 2012, 62). Με το πάγωμα των προσλήψεων, ωστόσο, πολλοί Gastarbeiter έγιναν πλέον μετανάστες, αποφασίζοντας να εγκατασταθούν μόνιμα στο εξωτερικό, καθώς ακόμα και με την πρόσκαιρη επιστροφή στην πατρίδα τους θα έχαναν το δικαίωμα να επιστρέψουν στη Γερμανία (Ματζουράνης, 1974· Comte, 2018, 113-114·Berlinghoff, 2013· Bade, 2014).

    Τα ξενόγλωσσα ραδιοφωνικά προγράμματα σε ρόλο κοινωνικού λειτουργού

    Tα πρώτα μέτρα για την προώθηση της ενσωμάτωσης των μεταναστών λήφθηκαν μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ειδικά στην περίπτωση των Ελλήνων μεταναστών η μόνη κοινωνική μέριμνα προερχόταν από το Διακονικό Ίδρυμα της Ευαγγελικής Εκκλησίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 το ίδρυμα αυτό παρείχε συμβουλευτικές υπηρεσίες, ενώ οργάνωνε και χώρους αναψυχής ειδικά για τους έλληνες μετανάστες («Ελληνικά Σπίτια») (Βεντούρα, 2006, 141· Lianos, 1993, 257).

    Στο πλαίσιο της άσκησης κοινωνικής πολιτικής και ομαλής ένταξης των ξένων εργατών στη Δυτική Γερμανία εντάχθηκαν την περίοδο εκείνη και τα ομοσπονδιακά ραδιοφωνικά ιδρύματα μέσω ξενόγλωσσων εκπομπών, μολονότι τα διευθυντικά στελέχη τους θεώρησαν κατά βάση ασύμβατη με το καταστατικό λειτουργίας τους την ανάληψη ρόλου «κοινωνικού λειτουργού». Ωστόσο τα μέλη της ελληνικής σύνταξης της εκπομπής του Μονάχου λειτουργούσαν από το 1964 ως κοινωνικοί λειτουργοί για τους απλούς εργάτες που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη στη Γερμανία. Τελικά, στην περίπτωση της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, με ευθύνη των διευθυντών των ξενόγλωσσων προγραμμάτων, έγινε προσπάθεια οι ξενόγλωσσες εκπομπές να αποτελέσουν για τους μετανάστες ένα είδος γέφυρας με την πατρίδα τους, ώστε να διατηρήσουν τους δεσμούς τους με τον τόπο καταγωγής και τον πολιτισμό τους. Το περιεχόμενο των εκπομπών είχε κυρίως κοινωνικό χαρακτήρα, καλύπτοντας εργατικά και φορολογικά θέματα, αλλά και θέματα σχετικά με τη νομοθεσία περί αλλοδαπών κ.ά., με αποτέλεσμα η απήχηση της ελληνικής εκπομπής να είναι τεράστια, αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι επιστολές ακροατών που δέχτηκε η ελληνική εκπομπή, κατά τον πρώτο χρόνο καθημερινής ραδιοφωνικής εκπομπής (1964–1965), έφτασαν τις 35.000 (δεχόταν, δηλαδή, περίπου 100 ημερησίως). Αντίθετα οι εκπομπές για τους Ιταλούς και τους Ισπανούς δέχονταν ανά βδομάδα, κατά μέσο όρο, 50–60 γράμματα ακροατών. Ως προς την πολιτική ενημέρωση, ο Γκέρχαρντ Μπόγκνερ, διευθυντής των ξενόγλωσσων προγραμμάτων της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, αναφέρει ότι ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην ενίσχυση του δημοκρατικού φρονήματος, με κατά περίπτωση σχολιασμό της πολιτικής επικαιρότητας και χωρίς την υιοθέτηση πρακτικών του ανατολικού μπλοκ, λόγω της εμπιστοσύνης στο δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολεμικής Γερμανίας και στις αξίες της Δυτικής κοινότητας (Παπαναστασίου, 2020, 18 & 256).

    Αντίθετα ο ιταλός πρωθυπουργός Αμιντόρε Φανφάνι είχε ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ζητήσει να δοθεί απάντηση στην προπαγάνδα των κομμουνιστικών ραδιοσταθμών, αίτημα με το οποίο συμφωνούσαν οι γερμανικές εργοδοτικές οργανώσεις, αλλά και κοινωνικοί φορείς. Κατά την περίοδο μεγάλης διεθνούς έντασης που προκάλεσε η οικοδόμηση του τείχους του Βερολίνου (1961), η μετάδοση πληροφορίας από ιταλόφωνη εκπομπή του ραδιοσταθμού της Πράγας, ότι η ΟΔΓ επρόκειτο να σφραγίσει τα σύνορά της, είχε ως αποτέλεσμα πανικοβλημένοι ιταλοί Gastarbeiter να εγκαταλείψουν τη χώρα, ενώ χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να μεταπειστούν να επιστρέψουν στα γερμανικά εργοστάσια, καθώς ήταν οι πρώτοι μετανάστες από τον ευρωπαϊκό Νότο που εργάστηκαν στη Γερμανία μετά την υπογραφή σχετικής συμφωνίας το 1955 (Sala, 2011, 49· 2005, 368).2Ελλ. Προξενείο Αμβούργου προς Υπουργείο Εξωτερικών, Αρ. Πρ. 2207-Δ1, 7.9.1961, ΔΙΑΥΕ (= Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών), Κεντρική Υπηρεσία, φακ, 7/2).

    Η διελκυστίνδα για το αίτημα ανάσχεσης της κομμουνιστικής επιρροής

    Μετά την πίεση που ασκήθηκε εκείνη την περίοδο από τις ομοσπονδιακές αρχές, το ραδιοφωνικό ίδρυμα της Δυτικής Γερμανίας (WDR) δέχτηκε τελικά να εντάξει στο πρόγραμμά του καθημερινή 45λεπτη ραδιοφωνική εκπομπή για τους ιταλούς Gastarbeiter στη μητρική τους γλώσσα. Το συγκεκριμένο ραδιοφωνικό ίδρυμα ενσωμάτωσε τον Φεβρουάριο 1962 πρόσκαιρα στο πρόγραμμά του δεκαπεντάλεπτες εκπομπές για ισπανούς και έλληνες εργάτες στη γλώσσα τους που μεταδίδονταν μία φορά την εβδομάδα, ενώ σχεδίαζε στη συνέχεια να εντάξει τις εκπομπές αυτές ως ξεχωριστή ενότητα στην ιταλική εκπομπή. Τα ομοσπονδιακά ραδιοφωνικά ιδρύματα αρνούνταν, ωστόσο, να δεχτούν αυξημένης διάρκειας εκπομπές με αποτέλεσμα η Βόννη να προωθεί την ένταξη των ξενόγλωσσων εκπομπών στο ομοσπονδιακό ραδιοφωνικό ίδρυμα Deutschlandfunk, που ήταν γνωστό ότι από την ίδρυσή του στις αρχές της δεκαετίας του 1960 παρήγε κυρίως εκπομπές για το ακροατήριο της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) και των υπόλοιπων κρατών του ανατολικού μπλοκ ως απάντηση στην κομμουνιστική προπαγάνδα.

    Στην κατεύθυνση ανάσχεσης του κομμουνισμού πίεζαν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για την υιοθέτηση ραδιοφωνικών εκπομπών και οι χώρες του Νότου που είχαν υπογράψει διμερή συμφωνία με τη Γερμανία. Για το ελληνικό ενδιαφέρον είχε ήδη από το 1961 ενημερωθεί η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα. Τη διαπίστωση της Δυτικογερμανικής Ραδιοφωνίας ότι υπήρχε η ανάγκη να «προσφερθεί σε κάθε έθνος μια εκπομπή», για να αποφευχθούν κατηγορίες περί διακρίσεων σε βάρος της Ελλάδας και της Ισπανίας, επιβεβαίωσε και το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας η σχετική προειδοποίηση των γερμανών διπλωματών επεσήμαινε τις επιβαρυμένες από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ελληνοϊταλικές σχέσεις. Θεωρούσαν δεδομένο ότι η ενσωμάτωση της ελληνικής εκπομπής θα προκαλούσε την αντίδραση της Αθήνας, λόγω του «πλήγματος στο εθνικό γόητρο», παρόλο που υπογράμμιζαν ότι οι ιταλοί μετανάστες στη Γερμανία ήταν περισσότεροι από τους 50.000 έλληνες μετανάστες (Sala, 2011, 50-51).

    Θορυβημένα από τον κίνδυνο απώλειας του μονοπωλίου της ενημέρωσης στο εσωτερικό, όπως προβλέπεται από το γερμανικό Σύνταγμα, τα ομοσπονδιακά ιδρύματα υπαναχώρησαν, διαθέτοντας όχι μόνο τον απαραίτητο ραδιοφωνικό χρόνο αλλά και τα αναγκαία κονδύλια για την πλήρη ένταξη ξενόγλωσσων εκπομπών στα ραδιοφωνικά ιδρύματα των κρατιδίων. Η απόφαση αυτή των επικεφαλής των εθνικών ραδιοφωνικών ιδρυμάτων δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι ευθυγραμμίστηκαν με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και επιχειρηματικούς κύκλους που θεωρούσαν τη ραδιοφωνική αντιπροπαγάνδα επιβεβλημένη, προκειμένου να τεθεί ένα τέλος στην κομμουνιστική επιρροή επί των μεταναστών και να αποφευχθεί αστάθεια στο εσωτερικό της Γερμανίας (Nolte, 1996, 141· Risso, 2013, 145-152).

    Τα ομοσπονδιακά ραδιοφωνικά ιδρύματα διαπίστωσαν νωρίς ότι, παρά την πίεση από τη Βόννη να δοθεί σύντομα μια απάντηση στην προπαγανδιστική εκστρατεία των χωρών του συμφώνου της Βαρσοβίας, ήταν προτιμότερο το πρόγραμμα ξενόγλωσσων προγραμμάτων να προσφέρει απτή βοήθεια στη νέα ζωή των μεταναστών στη Γερμανία. Μολονότι τα γερμανικά ραδιοφωνικά ιδρύματα είχαν ενημέρωση για το περιεχόμενο των εκπομπών του ανατολικού μπλοκ, δεν αποτελούσε προτεραιότητά τους η προσαρμογή στην εκάστοτε συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου (Παπαναστασίου, 2020, 256).

    Αντίθετα η Ομοσπονδιακή Γραμματεία Τύπου θεωρούσε, το 1963, δεδομένο ότι οι Gastarbeiter από την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία, βρίσκονται «από το μεσημέρι ως αργά το βράδυ» στο στόχαστρο της κομμουνιστικής ραδιοφωνικής προπαγάνδας από τον σταθμό της Πράγας και τους υπόλοιπους ραδιοφωνικούς σταθμούς στα κράτη-δορυφόρους της Μόσχας. Ιδιαίτερη αναφορά γινόταν, μάλιστα, στη δημοφιλία των ραδιοσταθμών από την Πράγα και τη Βουδαπέστη, που εκμεταλλεύονταν τη δίψα των μεταναστών πρωτίστως για μουσικά προγράμματα και λιγότερο εκπομπές λόγου, παίζοντας επί ώρες τραγούδια της εποχής και προσφέροντας με τον τρόπο αυτό και στη γερμανική πλευρά ένα καλό παράδειγμα οργάνωσης δημοφιλών γερμανικών ραδιοφωνικών προγραμμάτων για μετανάστες.

    Αυτό, ωστόσο, που ενόχλησε τη γερμανική πλευρά περισσότερο ήταν οι αναφορές που έφτασαν στα χέρια της για «ανυπόστατη έως υπερβολική κριτική» των κομμουνιστικών σταθμών για τη διαμονή και διατροφή των μεταναστών από χώρες του Νότου. Μάλιστα η κριτική αυτή συνδέθηκε και με πολιτικά αιτήματα προς τους μετανάστες, ώστε να πάψουν να στηρίζουν τον καπιταλισμό. Η εργασία τους στη Γερμανία παρουσιαζόταν ως προσφορά στη γερμανική πολεμική βιομηχανία που προετοίμαζε έναν Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ τους ζητούσαν να «προωθήσουν παγκόσμια ειρήνη, μέσω της επιβράδυνσης του εργασιακού ρυθμού, παρεμβολών και σαμποτάζ, σώζοντας ταυτόχρονα την πατρίδα τους» (Sala, 2011, 72-73).

    Οι εφημερίδες για τους Gastarbeiter ως όπλο αντιπροπαγάνδας

    Έχοντας να αντιμετωπίσει όχι μόνο τους προπαγανδιστικούς σταθμούς του ανατολικού μπλοκ, αλλά και τη διανομή φυλλαδίων στις επιχειρήσεις της Δυτικής Γερμανίας, η Ομοσπονδιακή Γραμματεία Tύπου θεωρούσε ότι το κύριο όπλο της Γερμανίας στον πόλεμο προπαγάνδας ήταν η χρηματοδότηση εφημερίδων για τους Gastarbeiter. Με τον τρόπο αυτό εκμεταλλευόταν τα περιθώρια στοχευμένων πολιτικών παρεμβάσεων που διέθετε, χωρίς την ανάγκη προηγούμενης διαβούλευσης με τα ομοσπονδιακά ραδιοφωνικά ιδρύματα. Επειδή, ωστόσο, η Γραμματεία Τύπου εκτιμούσε ότι η επιθετική αντικομμουνιστική προπαγάνδα ήταν συνολικά αντιπαραγωγική, προτίμησε να χρηματοδοτεί έντυπα που εκδίδονταν από αλλοδαπούς δημοσιογράφους στην ΟΔΓ κι όχι από γνωστές αντικομμουνιστικές οργανώσεις, όπως στην περίπτωση εντύπου υπό τον τίτλο «Πληροφορίες για τους ιταλούς εργάτες στη Γερμανία» [Informazioni per gli operai italiani in Germania], που πρωτοεκδόθηκε τον Ιανουάριο 1961 από τον «Σύνδεσμο για την Ελευθερία και την Ειρήνη» [Volksbund für Freiheit und Frieden]. Το απροκάλυπτα αντικομμουνιστικό περιεχόμενο του φυλλαδίου οδήγησε, ωστόσο, τους γερμανούς αξιωματούχους να σημειώσουν ότι τέτοιου είδους αντικομμουνιστική προπαγάνδα «έχει συχνά το αντίθετο αποτέλεσμα». Είχε προηγηθεί έκκληση του περιοδικού προς τους ιταλούς εργάτες να παραδίδουν στη γερμανική αστυνομία τα ονόματα κομμουνιστών συναδέλφων τους, με αποτέλεσμα η επίσημη εφημερίδα του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος «L’ Unita» να κάνει λόγο για αντικομμουνισμό «γκεμπελικού στιλ».

    Καθώς η Ομοσπονδιακή Γραμματεία Τύπου εξακολουθούσε να είναι πεπεισμένη ότι έντυπα που κάλυπταν τις καθημερινές ανάγκες των μεταναστών αποτελούσαν το καλύτερο μέσο αντιμετώπισης της κομμουνιστικής προπαγάνδας, δόθηκε εντολή στην «Ένωση για την Ελευθερία και την Ειρήνη» να εκδώσει τον Δεκέμβριο του 1962 το πρώτο φύλλο της ελληνικής εφημερίδας, υπό τον τίτλο «Ελληνική (Εφημερίς δια τους Έλληνας εργάτας της Γερμανίας)». Για να αποφύγει ανάλογη κριτική για την ακραία αντικομμουνιστική προσέγγιση της ιταλικής έκδοσης, δόθηκε από τον εκδότη η διαβεβαίωση ότι:

    η εφημερίδα έχει σκοπό να ενημερώσει τους Έλληνες Gastarbeiter και να προλάβει ή και να αντιμετωπίσει την εκδήλωση κομμουνιστικής επιρροής. Αυτή η τάση θα εκδηλωθεί με προσεκτικό τρόπο δεδομένου ότι η απασχόληση με τα καθημερινά προβλήματα των μεταναστών αποτελεί την καλύτερη ενημέρωση.3Fritz Cramer, Volksbund für Freiheit und Frieden/CIAS, Zeitung I ELLINIKI für griechische Gastarbeiter in der Bundesrepublik, Bonn, 30.12.1962, BArch (Bundesarchiv = Γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο), B145, φάκ. 2404.

    Η εφημερίδα αυτή αφιέρωνε το πρωτοσέλιδο, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ύλης της, στις επισκέψεις σε «τόπους εργασίας και κατοικίας των εργατών».4Η Ελληνική, αρ. φ. 7/Ιούνιος 1963: „850 Έλληνες εις το εργοστάσιον «Μέτσελερ” του Μονάχου». Ας σημειωθεί ότι, μόλις κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο, εκδηλώθηκε αντιπολιτευτική διάθεση του ανταποκριτή της «Ελευθερίας», Βάσου Μαθιόπουλου, που απέδωσε την πρωτοβουλία έκδοσης της εφημερίδας σε παρέμβαση της κυβέρνησης Καραμανλή, προκειμένου να περιοριστεί η επιρροή των εφημερίδων της Ένωσης Κέντρου. Σημείωνε δε ότι, ενώ είχε αρχικά προγραμματιστεί να μπει στο πρώτο φύλλο κοινός χαιρετισμός του βασιλιά Παύλου και του προέδρου της ΟΔΓ, Χάινριχ Λούμπκε, δημοσιεύτηκε δήλωση του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή που συνοδευόταν από επαίνους για το έργο της ΕΡΕ (Adamopoulou, 2024, 89-90).5BArch, Τηλεγράφημα Dipgerma Athen an Ausw. Bonn, Nr. 26, 22.1.1963, B145, φάκ. 2404.

    Η κριτική του Μαθιόπουλου στο εκδοτικό εγχείρημα της Ομοσπονδιακής Γραμματείας Τύπου συνεχίστηκε και μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, εστιάζοντας στην αδυναμία της εφημερίδας να περιορίσει την κομμουνιστική επιρροή στους έλληνες μετανάστες. Η πρόταση να εκδώσει ο ίδιος εφημερίδα που θα αναλάμβανε αυτόν τον ρόλο σχετίζεται, εκείνη την περίοδο, και με το γεγονός ότι ο έλληνας δημοσιογράφος, που είχε χάσει μετά τα Ιουλιανά όχι μόνον τη θέση του ανταποκριτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων στη Γερμανία, δεν ήταν πλέον ούτε ανταποκριτής της «Ελευθερίας» στη Βόννη, μετά την απόφαση του εκδότη της Πάνου Κόκκα να κλείσει την εφημερίδα την 21η Απριλίου και να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Την πρωτοβουλία του Μαθιόπουλου για την έκδοση νέας ελληνικής εφημερίδας, χρηματοδοτούμενης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, υποστήριξε και η Συνομοσπονδία Γερμανικών Συνδικάτων (Καλογρηάς, «Κόμματα», 2018, 234· Ahlers an Klaus Schütz, 13.6.1967, PAAA6PAAA: Politisches Archiv des Auswärtigen Amts = Πολιτικό Αρχείο του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών., B26, φάκ. 415). Ωστόσο, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών και η Γραμματεία Τύπου, παρά την καταρχήν θετική στάση τους, έθεσαν ως προϋπόθεση την ανάθεση της έκδοσης σε γερμανούς δημοσιογράφους, λόγω των πιθανών επιπτώσεων μιας τέτοιας έκδοσης στις ελληνογερμανικές σχέσεις, και κυρίως της δυσκολίας να προωθήσουν το αίτημα αποκατάστασης της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Επιπλέον, υπενθύμισαν στον Μαθιόπουλο τη δέσμευση ότι δεν θα επαναδραστηριοποιηθεί πολιτικά στη Γερμανία, μετά τη μεσολάβηση της Βόννης στην κυβέρνηση των Απριλιανών για να μπορέσει ο Μαθιόπουλος να εγκαταλείψει την Ελλάδα, τον Μάιο του 1967. Τελικά η Βόννη πήρε την απόφαση να τηρήσει «παρελκυστική τακτική» απέναντι στο αίτημα Μαθιόπουλου, προκειμένου να μην επιβαρυνθούν οι ελληνογερμανικές σχέσεις, αλλά ούτε και να δυσαρεστηθούν οι Σοσιαλδημοκράτες και τα γερμανικά συνδικάτα (Παπαναστασίου, 2020, 257-259).

    Καθώς η ελληνική εκπομπή της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας ξεκίνησε ήδη από το 1964 τη ραδιοφωνική ενημέρωση του Ελληνισμού της Γερμανίας, έχοντας αναλάβει ταυτόχρονα καθήκοντα κοινωνικού λειτουργού για την ομαλή ένταξη των Gastarbeiter στο γερμανικό εργασιακό περιβάλλον, λόγω της δημοσιογραφικής ελευθερίας που είχε ο σταθμός του Μονάχου ήδη από τα πρώτα χρόνια της χούντας, εξελίχθηκε σε αντιστασιακό μετερίζι κατά της χούντας, όπως και η Deutsche Welle μετά το 1969. Ως προς το ερώτημα αν περιορίστηκε η δημοσιογραφική ελευθερία των ελληνικών εκπομπών στην ΟΔΓ μετά το απριλιανό πραξικόπημα, πρέπει να επισημανθεί ότι το ραδιοφωνικό ίδρυμα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, έθεσε, ως μόνη προϋπόθεση για τον σχολιασμό από την ελληνική εκπομπή της πολιτικής επικαιρότητας μετά την 21η Απριλίου, την τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, σεβόμενο την προστασία που προσέφερε το γερμανικό σύνταγμα και το νομοθετικό πλαίσιο για την ελευθερία και την ανεξαρτησία των ΜΜΕ. Αντίθετα, η Ομοσπονδιακή Γραμματεία Τύπου προσχώρησε στη λογική της «ρεαλιστικής» προσέγγισης της ελληνικής δικτατορίας, επικαλούμενη τον κίνδυνο διατάραξης των γερμανικών συμφερόντων στην Ελλάδα. Μάλιστα, ενώ επισημαινόταν το φθινόπωρο του 1967 σε έκθεση της Γραμματείας Τύπου ότι ο διευθυντής της Ελληνικής Εκπομπής του Μονάχου, Παύλος Μπακογιάννης, δεν παραβίαζε τη δημοσιογραφική δεοντολογία, αναζητήθηκε κατάλληλος αντικαταστάτης του ή, έστω, γερμανός συνεργάτης που, ως πρόσωπο εμπιστοσύνης, θα αναλάμβανε τον τελικό έλεγχο της εκπομπής του Μονάχου. Η στάση αυτή της Ομοσπονδιακής Γραμματείας Τύπου συνδέεται και με την επιρροή που ασκούσε η χουντική προπαγάνδα περί αποτροπής κομμουνιστικής εξέγερσης, διεφθαρμένου «παλιού πολιτικού συστήματος», νεποτισμού κ.λπ. σε αξιωματούχους και κυβερνητικούς παράγοντες (ό.π., 116-117).

    Την ίδια περίοδο, όχι μόνο βαυαροί πολιτικοί (με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του Φραντς Γιόζεφ Στράους), που διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με τη χούντα, αλλά και σοσιαλδημοκράτες, θεωρούσαν ότι πρέπει να μετριαστεί η κριτική των ελληνικών ραδιοφωνικών εκπομπών της Deutsche Welle και της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας προκειμένου προασπιστούν τα γερμανικά συμφέροντα στην Ελλάδα έναντι των ανταγωνιστών της Βόννης, σε Ανατολή και Δύση (Παπαναστασίου, 2020, 156-163). Καθώς ακόμα και οι πολέμιοι της χούντας στη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση ακολουθούσαν, ειδικά από το 1970 και μετά, απέναντι στους Συνταγματάρχες πολιτική που ισορροπούσε μεταξύ δημοκρατικών αρχών και πολιτικού πραγματισμού (Παπαναστασίου, 2020, 156-163), οι επικεφαλής των ραδιοφωνικών ιδρυμάτων συνειδητοποίησαν νωρίς ότι το επιχείρημα, πως δηλαδή τυχόν υποχώρηση στις πιέσεις της χούντας για περιορισμό των ελληνικών εκπομπών θα έστρεφε τους έλληνες μετανάστες στη Δυτική Γερμανία στους ανατολικοευρωπαϊκούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, δεν έβρισκε ευήκοα ώτα σε επίπεδο ομοσπονδιακής ή και τοπικής κυβέρνησης, ενώ προείχε η αποτροπή του κίνδυνου να μετατραπούν οι ξενόγλωσσες εκπομπές σε αυτόνομους «προσφυγικούς σταθμούς» [Emigrantensender] εντός των γερμανικών ραδιοφωνικών ιδρυμάτων.

    Καθώς, ωστόσο, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τη δομή και το πλαίσιο λειτουργίας των ΜΜΕ διαμόρφωσαν οι συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες ήθελαν να λειτουργούν σε μια εντελώς διαφορετική βάση σε σχέση με το σκοτεινό ναζιστικό παρελθόν, τα ομοσπονδιακά ραδιοφωνικά ιδρύματα μπόρεσαν να περιφρουρήσουν την αυτονομία τους, υπερασπιζόμενα τη δημοσιογραφική ελευθερία των ελληνικών εκπομπών. Έχοντας διασφαλίσει τη σταθερή υποστήριξη της δημοκρατικής Γερμανίας (δημοσιογραφικές και συνδικαλιστικές ενώσεις κ.ά.), τα γερμανικά ραδιοφωνικά ιδρύματα, παρά την πίεση σε πολιτικό επίπεδο, δεν δέχτηκαν στις αρχές του 1970 να ενταχθούν τα ξενόγλωσσα προγράμματα (στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και οι ελληνικές εκπομπές) στα δύο ομοσπονδιακά ραδιοφωνικά προγράμματα (Deutsche Welle και Deutschlandfunk).Άλλωστε, όπως σημείωνε ο επικεφαλής της «Δυτικογερμανικής Ραδιοφωνίας», Κλάους φον Μπίσμαρκ, τον οποίο πολλοί σύγκριναν με τον θρυλικό διευθυντή του BBC, Hugh Greene [Χιου Γκριν], «οι εκπομπές για τους ξένους εργαζόμενους προσφέρουν ειδήσεις από τις πατρίδες τους και πληροφορίες προσαρμοσμένες στις ανάγκες τους, αντίθετα με τις εκπομπές της Deutsche Welle ή το Deutschlandfunk που αναδεικνύουν κυρίως την εικόνα της Γερμανίας στο εξωτερικό» (Sala, 2011, 126).

    Zusammenfassung

    Ο Ψυχρός Πόλεμος στα ραδιοκύματα και η λειτουργία ραδιοφωνικών σταθμών και στις δύο πλευρές που χωρίζονταν από το «σιδηρούν παραπέτασμα» είχε ως επίσημη δικαιολογία την ανάγκη απάντησης στην «εχθρική προπαγάνδα διά του ραδιοφώνου» του αντίπαλου ιδεολογικού μπλοκ. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία η σύγκρουση αυτή εξελίχθηκε σε αντιπαράθεση μεταξύ των ραδιοφωνικών ιδρυμάτων και των ομοσπονδιακών αρχών για το περιεχόμενο και τη στόχευση ξενόγλωσσων των ραδιοφωνικών εκπομπών για Gastarbeiter από τις χώρες του μεσογειακού Νότου, που έλαβε τη μορφή του διπόλου μεταξύ κοινωνικής μέριμνας και αντιπροπαγάνδας. Το αίτημα της ομαλής ένταξης των μεταναστών στη γερμανική κοινωνία εξέφραζαν, πρωτίστως, τα ραδιοφωνικά προγράμματα για τους Έλληνες, όπως, για παράδειγμα, η εκπομπή του Μονάχου (έτος ίδρυσης: 1964) που σηματοδοτούσε επιπλέον την κοινή δέσμευση γερμανών και ελλήνων συντελεστών να εκμεταλλευτούν την προστασία του γερμανικού Συντάγματος και τη νομοθεσία για την ελευθερία και την ανεξαρτησίας των ΜΜΕ, ώστε να διασφαλίζεται ο ανεξάρτητος σχολιασμός των γεγονότων και των εξελίξεων στην Ελλάδα.

    Αντίθετα, η έκδοση της εφημερίδας «Η Ελληνική» από την Ομοσπονδιακή Γραμματεία Τύπου αποδείκνυε ότι υπήρχαν στη Γερμανία αρκετοί αξιωματούχοι που θεωρούσαν ότι, στο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού προπαγανδιστικού ανταγωνισμού, βασικό όπλο για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής επιρροής ήταν η χρηματοδότηση εφημερίδων για τους Gastarbeiter.

    Σημειώσεις

    • 1
      Η παρούσα δημοσίευση αποτελεί μέρος της έρευνας μου με τίτλο: Αντίσταση από μικροφώνου. Ο Παύλος Μπακογιάννης απέναντι στη δικτατορία των συνταγματαρχών, Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2020.
    • 2
      Ελλ. Προξενείο Αμβούργου προς Υπουργείο Εξωτερικών, Αρ. Πρ. 2207-Δ1, 7.9.1961, ΔΙΑΥΕ (= Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών), Κεντρική Υπηρεσία, φακ, 7/2).
    • 3
      Fritz Cramer, Volksbund für Freiheit und Frieden/CIAS, Zeitung I ELLINIKI für griechische Gastarbeiter in der Bundesrepublik, Bonn, 30.12.1962, BArch (Bundesarchiv = Γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο), B145, φάκ. 2404.
    • 4
      Η Ελληνική, αρ. φ. 7/Ιούνιος 1963: „850 Έλληνες εις το εργοστάσιον «Μέτσελερ” του Μονάχου».
    • 5
      BArch, Τηλεγράφημα Dipgerma Athen an Ausw. Bonn, Nr. 26, 22.1.1963, B145, φάκ. 2404.
    • 6
      PAAA: Politisches Archiv des Auswärtigen Amts = Πολιτικό Αρχείο του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών.

    Βιβλιογραφία

    Οπτικό υλικό

    Παραπομπή

    Νίκος Παπαναστασίου: «Κοινωνική μέριμνα και αντιπροπαγάνδα: Τα ραδιοφωνικά προγράμματα και οι εφημερίδες για τους Gastarbeiter στη δεκαετία του ’60 », στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, URI : https://comdeg.eu/essay/131205/.