Η Βόννη σε ρόλο ισορροπιστή
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας1Χρησιμοποιείται εναλλακτικά με την ονομασία «Δυτική Γερμανία», όπως και το «Ανατολική Γερμανία» για την DDR μετά το 1972. διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Μαζί με τη Γαλλία, έδειξε στην ελληνική περίπτωση την προτεραιότητα που είχε στον Ψυχρό Πόλεμο η πολιτική ενότητα της Δύσης έναντι οικονομικών κριτηρίων. Γιατί τόσο στη σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) το 1961/62 όσο και στην προσχώρησή της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1979/81 πρυτάνευσαν πολιτικά κριτήρια (Μπότσιου, 2020, 105-106, 116-117). Μέσα από αυτό το πρίσμα, γίνεται κατανοητή η μοναδική στην κοινοτική ιστορία ανατροπή που επέβαλε το Συμβούλιο Υπουργών στην αρχική αρνητική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 28ης Ιανουαρίου 1976 για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα (Επιτροπή, 1976· Karamouzi, 2014, 45-61). Σε αντίθεση με τη διαπραγμάτευση για τη σύνδεση τη διετία 1959/61, όπου τον πρώτο ρόλο έπαιζε η Γαλλία με πρόεδρο τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ [Charles de Gaulle] (Botsiou, 1999, 415-423), στον ελληνικό αγώνα δρόμου για την ένταξη, σημείο αναφοράς ήταν οι γερμανικές κυβερνήσεις συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Ελευθέρων Δημοκρατών (SPD-FDP) με επικεφαλής τον καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ και τον αντικαγκελάριο και υπουργό εξωτερικών Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ [Hans-Dietrich Genscher]. Και οι δύο, όπως και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από την ελληνική πλευρά, άφησαν την προσωπική τους σφραγίδα στην ιστορία της ένταξης (Botsiou, 2010, 308-310).
Στην πρώτη περίοδο, πρωτοστατώντας στη σύνδεση, ο Ντε Γκωλ τόνισε τη διαφοροποίηση από την εμπορική προσέγγιση της Μ. Βρετανίας,2Χρησιμοποιείται εναλλακτικά με την επίσημη ονομασία «Ηνωμένο Βασίλειο». αλλά και την πρωτοκαθεδρία της χώρας του στην Ε.Ο.Κ. (Kolboom, 1991, 143-146· Morelle, 2001, 137-143). Την ίδια εποχή κορυφωνόταν η αντιπαράθεση της Γαλλίας με τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία για τον έλεγχο της πυρηνικής ασφάλειας του ΝΑΤΟ, καθώς έμπαινε «στο αρχείο» η πρόταση του Ντε Γκωλ για την ίδρυση Τριμερούς Διευθυντηρίου Η.Π.Α.-Γαλλίας-Μ. Βρετανίας στη συμμαχία. Λίγο μετά την κύρωση της Συμφωνίας Σύνδεσης της Ελλάδας με την Ε.Ο.Κ. (Νοέμβριος 1962), ο Πρόεδρος της Γαλλίας έθεσε το πρώτο βέτο στην ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ο.Κ. τον Ιανουάριο του 1963 (Warner, 1967, 117-120).3Δεύτερο βέτο ετέτη το 1967. Ήταν η αντίδραση στην αγγλοαμερικανική σύμπραξη για την πυρηνική στρατηγική του ΝΑΤΟ που μόλις είχε αποτυπωθεί στη Συμφωνία του Νασσάου στις 21 Δεκεμβρίου 1962 (Costigliola, 1995, 106-107, 112-118· Trachtenberg, 2000· Reyn, 2010· Bitsch, 2001). Στη δεύτερη φάση, όταν διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις ένταξης, η Γαλλία είχε πια αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από το 1966, επιδιώκοντας αμυντική αυτονομία (Ziebura, 1965˙ Μπότσιου, 2009, 15-17˙ Delmas, 1989). Ο γάλλος πρόεδρος Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εστέν (Valéry Giscard d’Estaing), προσωπικός φίλος του έλληνα πρωθυπουργού, πρωταγωνίστησε στις δραματικές στιγμές της πτώσης της δικτατορίας στην Ελλάδα παρέχοντας στον Καραμανλή, μεταξύ άλλων, και το προεδρικό του αεροπλάνο, για να επιστρέψει στη χώρα. Ομοίως, στήριξε την επίσπευση των διαπραγματεύσεων ένταξης συμβάλλοντας καταλυτικά στον παραμερισμό του σκοπέλου που έθεσε η Επιτροπή με την αρχική αρνητική γνωμοδότησή της το 1976. Στη συνέχεια, όμως, το προβάδισμα αφέθηκε στη Βόννη. Ένας λόγος ήταν οι εσωτερικές πιέσεις των γάλλων παραγωγών εν όψει του ελληνικού ανταγωνισμού και η αντιπαράθεση της κυβέρνησης με τους σοσιαλιστές του Φρανσουά Μιττεράν [François Mitterrand] για τη «γκωλλική» κληρονομιά (Chabal, 2016, 250-256· McDougall, 1985˙ Hollick, 1981, 204-206). Ο δεύτερος και αμεσότερος λόγος ήταν η μεγαλύτερη νομιμοποίηση της Βόννης να εκπροσωπεί τα ευρω-ατλαντικά συμφέροντα, αφού η Ελλάδα είχε επίσης μόλις αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ως αντίδραση στην αδράνεια της συμμαχίας κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 (ΑΚΚ, τ. 8, 88-95· Πλατιάς, 2005, 217-227˙ Μπότσιου, 2008, 192-196).
Η Βόννη συμμετείχε σε όλους τους θεσμούς του ευρω-ατλαντικού πυρήνα και ο Χέλμουτ Σμιτ ήταν πεπεισμένος «ατλαντιστής». Αποτελούσε πάγιο γερμανικό συμφέρον η ευρω-ατλαντική συνοχή έναντι της Σοβιετικής Ένωσης (Conze, 1995, 88-95˙ Kwak, 1984, 37˙ Ριζάς, 2001, 139-224˙ Botsiou 2013, 22-24). Το μεσουράνημα της γερμανικής Ostpolitik εκείνη την περίοδο το επέτεινε. Από τη δυτική ενότητα εξαρτιόταν η αποτελεσματικότητα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής για την προσέγγιση των δύο γερμανικών κρατών. Στην Ostpolitik επένδυαν οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες την πραγμάτωση του απώτατου εθνικού στόχου, της επανένωσης. Αυτή μπορούσε να συμβεί με ασφάλεια μόνο στο πλαίσιο της συνεργασίας των δύο ευρωπαϊκών μπλοκ γύρω από τον πυρήνα μιας Γερμανίας που θα είχε δυτικό χαρακτήρα και προσανατολισμό. Η Ostpolitik της Βόννης είχε τη στήριξη των Η.Π.Α. Ήταν κομβική για την προβολή της ανωτερότητας του δυτικού τρόπου ζωής έναντι της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία αποτελούσε αιχμή του δόρατος της αμερικανικής υφεσιακής πολιτικής τη δεκαετία του 1970 (Juneau, 2011, 280-282· AAPD, 1969, 1384-6). Στην ελληνική περίπτωση, η Δυτική Γερμανία ανέλαβε έναν ρόλο που η Γαλλία δεν μπορούσε να παίξει χωρίς να προκαλέσει καχυποψία στην Ουάσιγκτον. Δεν ταίριαζε, όμως, ούτε στη Μ. Βρετανία, αφενός λόγω της αμφιθυμίας της απέναντι στην Κοινότητα, στην οποία μόλις είχε ενταχθεί (1973), αφετέρου λόγω των τεταμένων σχέσεών της με την Ελλάδα εξαιτίας του Κυπριακού, το οποίο ατύπως υπεισήλθε στις διαπραγματεύσεις ένταξης. Εκτός από τις μακροχρόνιες ελληνοβρετανικές αντιπαραθέσεις, διάχυτη ήταν στην Ελλάδα η αντίληψη ότι η βρετανική ακινησία κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ισοδυναμούσε με αποδοχή (Nafpliotis, 2013, 9-11, 226-233).
Τον ενισχυμένο ρόλο της Βόννης ευνοούσε και η προβληματική πλέον σχέση των Η.Π.Α. με την Ελλάδα. Η Ουάσιγκτον είχε στηρίξει σθεναρά την διαπραγμάτευση της σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ. δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα (Μπότσιου, 2015.2, 115-123˙ ΑΚΚ, τ. 4, 466-467). Οι διπλωματικές της παρεμβάσεις υπήρξαν καταλυτικές για την υπέρβαση των οικονομικών εμποδίων, καθώς παρουσίαζε τη «μεγάλη εικόνα» της αποξένωσης των Ελλήνων από τη Δύση λόγω του Κυπριακού και της οικονομικής τους υστέρησης απέναντι στις ισχυρές δυτικές οικονομίες της «ζώνης Μάρσαλ» (NARA, RG 59, 4 November 1957, 611.81/11-457). Το 1974 οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Η συνεργασία των Η.Π.Α. με τη δικτατορία και η έλλειψη αντίδρασης στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο ήταν η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη ήταν η υποβάθμιση της αμερικανικής δημοκρατίας λόγω της παραίτησης του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον [Richard M. Nixon] στις 8 Αυγούστου 1974 υπό τη δραματική αποκάλυψη της υπόθεσης Watergate που επί δύο χρόνια συγκλόνιζε τις Η.Π.Α. και τον κόσμο (Μπότσιου, 2015.2, 115-117). Η παρακμή της αμερικανικής «αυτοκρατορικής προεδρίας», «τέκνου» του Φραγκλίνου Ρούσβελτ [Franklin D. Roosevelt] από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επισφράγιζε την αμφισβήτηση του ηθικού της προβαδίσματος, πέρα από την κρίση της αμερικανικής οικονομίας υπό τη διπλή πίεση του «άδικου» πολέμου στο Βιετνάμ και της αφομοίωσης της εσωτερικής «επανάστασης» που σήμανε η κατάργηση του θεσμοθετημένου ρατσισμού (Παπασωτηρίου, 2018, 25-41, 345-367). Η παραίτηση Νίξον τις ημέρες που η ελληνική κυβέρνηση εθνικής ενότητας διαπραγματευόταν στη Γενεύη την επιστροφή στο status quo ante στην Κύπρο και προσπαθούσε να κατασιγάσει την έξαρση του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα, οδήγησε Αθήνα και Ουάσιγκτον στο συμπέρασμα ότι δεν θα ήταν βασικοί συνομιλητές για την επανόρθωση της δυτικής πορείας της χώρας.
Κρατώντας ανοικτό το ενδεχόμενο πολέμου με την Τουρκία στο δεύτερο εξάμηνο του 1974, η ελληνική κυβέρνηση κρατούσε σε εκκρεμότητα και την ενδονατοϊκή ενότητα επικρίνοντας τη συνέχιση της αμερικανικής κάλυψης προς την Τουρκία, θεωρώντας ότι έτσι οι ΗΠΑ επεδίωκαν να μην χάσει και άλλο μέλος το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ -και δη η νοτιοανατολική πτέρυγα- ενώ φλέγονταν οι κρίσεις στη Μέση Ανατολή. Τον Οκτώβριο του 1974 ο πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ [Gerald R. Ford] έθεσε βέτο στην νομοθεσία του κογκρέσου, την οποία προώθησαν αμερικανοί και ελληνοαμερικανοί βουλευτές των Δημοκρατικών, για επιβολή εμπάργκο όπλων στην Τουρκία. Μόλις τον Φεβρουάριο του 1975 βρέθηκε συμβιβαστική λύση και το εμπάργκο επιβλήθηκε για τριάμισι χρόνια, μέχρι τον Αύγουστο του 1978. Όσο, όμως, η Ελλάδα επέμενε στη μερική συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις παρέμεναν τραυματισμένες, οι Η.Π.Α. δεν ήταν σε θέση να συμβάλουν εξίσου δυναμικά στις διαπραγματεύσεις ένταξης, όπως είχαν κάνει στις διαπραγματεύσεις σύνδεσης. Άλλωστε, το εμπάργκο αλλοιώθηκε από την αμερικανοτουρκική συμφωνία του Μαρτίου του 1975 για την παροχή στην Τουρκία στρατιωτικού υλικού αξίας ενός δις δολαρίων για τέσσερα χρόνια. Η σχεδόν παράλληλη μονογραφή συμφωνίας για παροχή υλικού 700 εκατομμυρίων δολαρίων στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ εγκαινίασε την αναλογία 7:10 (Μπότσιου, 2000, 151. Σβολόπουλος, 2001, 214). Οι χασμωδίες συμφερόντων και τα κενά επικοινωνίας έφεραν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τον καγκελάριο Σμιτ στην πρώτη γραμμή της διαπραγμάτευσης. Η χώρα εμφανιζόταν για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια μετά την ένταξη της Μ. Βρετανίας ως πρώτος τη τάξει εταίρος των Η.Π.Α. στο ευρωπαϊκό πλαίσιο (Mueller, 2011, 81-83).
Η σημασία της Ελλάδας στην «Ευρώπη» για τη γερμανική Ostpolitik
Η κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα συνέπεσε με την πτώση της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης και στη Δυτική Γερμανία. Τον Μάιο του 1974 έχασε την εξουσία η κυβέρνηση συνασπισμού SPD-FDP του Βίλλυ Μπραντ [Willy Brandt] και του Βάλτερ Σέελ [Walter Scheel] υπό τη σκιά κατηγοριών στενού συνεργάτη του καγκελάριου για κατασκοπεία στην υπηρεσία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR) (Juneau, 2011, 278-280). Ο διάδοχός του στη καγκελαρία και μέχρι τότε υπουργός άμυνας (1969-72) και αργότερα οικονομίας και οικονομικών (1972-74), Χέλμουτ Σμιτ, συνέχισε την Ostpolitik ως βασικό άξονα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Σμιτ ήταν περισσότερο «ατλαντιστής» από τον Μπραντ. Θεωρούσε την Ostpolitik αποδεκτή μόνον ως όψη της ατλαντικής πολιτικής και όχι σαν μοχλό για τη γερμανική αυτονόμηση μέσα στο δυτικό πλαίσιο. Διατηρούσε επιφυλάξεις ως προς τη γνωστή αντίληψη «αλλαγή μέσω της προσέγγισης» (Wandel durch Annäherung) που είχε προωθήσει ο θεωρητικός εγκέφαλος της Ostpolitik και υπουργός ειδικών καθηκόντων του Μπραντ, Έγκον Μπαρ [Egon Karl-Heinz Bahr] (Niedhart, 2016, 34-36˙ Eyssen, 2019, 115-121). Κατά τον Σμιτ, η Ostpolitik υπηρετούσε μεν τον απώτερο στόχο της γερμανικής επανένωσης αλλά υπό τον όρο ότι το ενιαίο κράτος θα αποτελούσε τμήμα του δυτικού κόσμου και μέλος του ΝΑΤΟ. Απηχώντας περισσότερο τον Κόνραντ Αντενάουερ [Konrad Adenauer] από ό,τι τους σοσιαλδημοκράτες ομοϊδεάτες του, ο Σμιτ απέρριπτε την «ίση φιλία» προς τη Δύση και την Ανατολή χάριν της επανένωσης. Μια τέτοια Γερμανία θα έκλινε μοιραία κάποια στιγμή προς τη Ρωσία και θα έχανε την ανεξαρτησία της (Rey, 2008˙ Carter, 2012). Ο Σμιτ έκρινε ότι η συμμαχία με τις Η.Π.Α. έδινε επιπλέον ευκαιρίες στη Γερμανία να αποκτήσει πολιτικό εκτόπισμα. Άλλωστε, η Ostpolitik που την ανέδειξε διεθνώς, είχε γεννηθεί μέσα από την πυραυλική κρίση της Κούβας (Οκτώβριος 1962). Η προσέγγιση των δύο υπερδυνάμεων δεν συνέφερε τη Βόννη, εκτός αν μπορούσε να την συνδιαμορφώσει (Leigh, 1975, 488-492). Ο πυρήνας της διεθνούς ύφεσης στην Ευρώπη, η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Δ.Α.Σ.Ε.) μεταξύ 1973 και 1975, και η υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι από 35 χώρες στις 30.7–1.8 του 1975, ήταν εν πολλοίς αμερικανογερμανικό έργο με γερμανική σφραγίδα.
Καμία άλλη χώρα δεν ωφελήθηκε περισσότερο από τη Δυτική Γερμανία, καθώς η Τελική Πράξη περιέβαλε την προσέγγιση των δύο γερμανικών κρατών με μια πανευρωπαϊκή ατμόσφαιρα ύφεσης (Rey, 2008· Cordell/Wolf, 2007). Αποτελώντας πολιτική διακήρυξη και όχι δεσμευτική διεθνή συνθήκη, πλαισίωνε ουσιαστικά τη Βασική Συνθήκη που είχαν υπογράψει τα δύο γερμανικά κράτη στις 21 Δεκεμβρίου 1972 αναγνωρίζοντας de facto το ένα το άλλο. Για το γερμανικό ζήτημα ήταν κομβική η πρόβλεψη για το απαραβίαστο των συνόρων, που άφηνε περιθώριο να μεταβληθούν με ειρηνικά μέσα. Ταυτόχρονα, η αναβίβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κεντρικό στοιχείο του δυτικού διπλωματικού «οπλοστασίου» διεύρυνε και για ιστορικούς λόγους το ενδιαφέρον της Βόννης να εμφανίζεται ως προστάτιδά τους (Mueller, 2011, 88-89). Με το ίδιο σκεπτικό, η ανάγκη της Ελλάδας για εκδημοκρατισμό και η ταυτότητά της ως «λίκνου της δημοκρατίας» ήταν συμβατή με τα γερμανικά εθνικά συμφέροντα. Ευθυγραμμίζονταν, όμως, και με τα κοινοτικά. Το «δημοκρατικό κριτήριο» που αναδείκνυε η Ελλάδα, ενδυνάμωνε τη νέα πολιτική αποστολή που είχε θέσει στον εαυτό της η Κοινότητα, για να συνδράμει στην ύφεση και να διαμορφώσει ένα νέο σκοπό μετά την δημιουργία της Κοινής Αγοράς. Η «ευρωσκλήρυνση», δηλαδή η αδρανοποίηση του ενοποιητικού εγχειρήματος, έδειχνε ότι τα οικονομικά κριτήρια δεν αρκούσαν, ειδικά μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973. Ωστόσο, η Βόννη δεν θαμπώθηκε από το πολιτικό φορτίο του ελληνικού εκδημοκρατισμού. Επέμεινε στη θεραπεία των διαταραγμένων σχέσεων της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ ως προϋπόθεση για τη θετική εξέταση του ελληνικού αιτήματος ένταξης. Ήταν η «σκληρή στάση» που ώθησε την ελληνική σοσιαλιστική αντιπολίτευση, το κόμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., να στιγματίζει κατά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις τον καγκελάριο Σμιτ ως «τοποτηρητή» των συμφερόντων των Η.Π.Α. και του ΝΑΤΟ. Η κομματική συγγένεια με τη σοσιαλδημοκρατική γερμανική κυβέρνηση δεν άλλαζε τη στάση του προέδρου του κόμματος, Ανδρέα Παπανδρέου (Παπανδρέου, 1976, 258-261).
Η γερμανική κυβέρνηση δεν αποδέχθηκε εύκολα την αντίληψη του Καραμανλή ότι η ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες θα γεφύρωνε το κενό του ΝΑΤΟ (ΑΚΚ, τ. 9, 412-417, 428-429˙ Botsiou, 2010, 309-310˙ Karamouzi, 2014, 100-101, 188). Θεωρούσε ασυμβίβαστη τη δική της στρατηγική της ειρήνης με την πιθανότητα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Η ένταξη θα εναρμονιζόταν με τη στρατηγική αυτή μόνο με την επιστροφή της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο θεωρούσε κατάλληλο πλαίσιο, για να διευθετήσουν τις διαφορές τους η Ελλάδα και η Τουρκία. Η προβολή μιας στιβαρής και συνεκτικής δυτικής συμμαχίας γύρω από τη Δυτική Γερμανία ήταν προϋπόθεση για την Ostpolitik. Ωστόσο, η ελληνική ένταξη συγκέντρωνε πλεονεκτήματα. Προπαντός, άγγιζε ένα σημαντικό κεφάλαιο της Δ.Α.Σ.Ε.: Τη συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών με τις εξω-ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες, που προβλεπόταν εμμέσως πλην σαφώς στις επιδιώξεις του δεύτερου και τρίτου «καλαθιού» της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι. Η Γαλλία ενδιαφερόταν σταθερά για τις πρώην αποικίες της Βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής, που αποκτούσαν αυξημένη βαρύτητα λόγω της αραβοϊσραηλινής διαμάχης και της πρόσφατης τότε απόκτησης ναυτικής βάσης από την Ε.Σ.Σ.Δ. στη Συρία (1971). Αλλά και η Βόννη ενδιαφερόταν ως βιομηχανική ατμομηχανή της Ευρώπης να ενισχύσει την πρόσβασή της στις πετρελαϊκές εξαγωγές βορειοαφρικανικών κρατών χωρίς να δυσαρεστήσει τις Η.Π.Α. Η παραδοσιακή λειτουργία της Ελλάδας ως «γέφυρας» με τον αραβικό κόσμο προσέφερε πλεονεκτήματα αυξημένης πρόσβασης, όπως και άμβλυνσης των διαφορών με τα αραβικά κράτη (Σακκάς, 2015). Ο Καραμανλής τόνωσε αυτή τη διάσταση. Μια από τις πρώτες σημαντικές επισκέψεις του μετά τη Μεταπολίτευση πραγματοποιήθηκε στις 21-24 Ιανουαρίου 1976 στην Αίγυπτο, συνεκτικό κρίκο των αραβικών χωρών. Οι δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών υπογραμμίστηκαν από την ετοιμότητα για αμοιβαία βοήθεια αφενός της Αιγύπτου στο Κυπριακό μέσω του Κινήματος των Αδεσμεύτων, αφετέρου της Ελλάδας στο Παλαιστινιακό που «έκαιγε» τους Άραβες και αποτελούσε τον πυρήνα του Μεσανατολικού (ΑΚΚ, τ. 9, 143, 145). Ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες επαφές, π.χ. με τη Λιβύη. Η Ελλάδα «περικύκλωνε» με τις διασυνδέσεις της την Τουρκία δείχνοντας στη μακρινή γερμανική διπλωματία την ιδιαίτερη γνώση και διεισδυτικότητά της στην Ανατολική Μεσόγειο (ΑΚΚ, τ. 9, 139-147, 480).
Ένα άλλο μέτωπο που εφαπτόταν στην Ostpolitik ήταν τα κομμουνιστικά Βαλκάνια. Πριν από τη δικτατορία οι κυβερνήσεις Καραμανλή (1955-63) ήταν επιφυλακτικές σε «βαλκανικά ανοίγματα», μολονότι τις προέτρεπαν οι αμερικανοί σύμμαχοι, για να «σπάσουν τον μονόλιθο» του σοβιετικού μπλοκ. Επεδίωκαν να απαντήσουν στην πολιτική Χρουστσόφ για «ειρηνική συνύπαρξη» και «ίση φιλία με όλους» αντιστρέφοντας τη φορά των κομμουνιστικών εμπορικών ανοιγμάτων (NARΑ, RG 59, 4 November 1957, 611.81/11-457˙ FRUS 1955-1957, XXIV, 459, 561, 588). Οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν με καχυποψία τις προτάσεις συνεργασίας με τους βαλκάνιους γείτονες και μακροχρόνια εθνικούς ανταπαιτητές, ιδίως με τους Βουλγάρους. Αλλά και με τη Γιουγκοσλαβία η συνεργασία εξαντλούνταν κυρίως στο εμπόριο, παρότι ήταν θεωρητικά φίλια χώρα, δεμένη με πολιτικές, οικονομικές –θεωρητικά και αμυντικές– δεσμεύσεις με την Ελλάδα (Σβολόπουλος, 2001, 243-247). Μετά τη δικτατορία, η στάση του Καραμανλή άλλαξε. Άλλωστε, η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε αναπτύξει στενότερες σχέσεις με τις βαλκανικές χώρες, φθάνοντας στη de facto διπλωματική αναγνώριση ακόμα και της Αλβανίας, με την οποία διατηρούνταν επισήμως εμπόλεμη κατάσταση από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (ΙΕΕ, 2000, 284˙ Κοππά, 2005, 48). Προφανώς, στο γεγονός αυτό συνετέλεσε η γενικότερη στροφή της Δυτικής Ευρώπης προς το διάλογο με το ανατολικό μπλοκ. Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 1975 ο Καραμανλής ήλθε σε επαφή τόσο με άραβες (ΑΚΚ, τ. 8, 349) όσο και βαλκάνιους ομολόγους τους (ΑΚΚ, τ. 8, 290 κ.ε.· Σβολόπουλος, 2001, 217-248). Για να τονίσει την περιφερειακή επιρροή της χώρας, εντατικοποίησε τις κινήσεις του στα Βαλκάνια ενόψει της γνωμοδότησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αίτηση ένταξης. Ανέλαβε την πρωτοβουλία να συγκαλέσει στην Αθήνα την πρώτη μεταπολεμικά Διαβαλκανική Διάσκεψη με συμμετοχή και των πέντε βαλκανικών χωρών (πλην της Αλβανίας), η οποία έλαβε χώρα στο διάστημα από τις 16 Ιανουαρίου έως τις 5 Φεβρουαρίου 1976.
Το επίκεντρο της συζήτησης αφορούσε την τεχνικο-οικονομική συνεργασία, χωρίς να θιχτούν ζητήματα «υψηλής πολιτικής». Η παραδοσιακή καχυποψία επλανάτο βέβαια στον αέρα, ειδικά όσον αφορά στη Βουλγαρία. Ωστόσο, το επιχείρημα ότι η διάσκεψη πραγματοποιείτο σαν περιφερειακή συμβολή στο «πνεύμα του Ελσίνκι» καταπράυνε τις αντιθέσεις. Ο Καραμανλής εμφάνιζε την Ελλάδα ως βασικό περιφερειακό φορέα στα Βαλκάνια και σαν κρίκο μεταξύ Βαλκανίων και Ανατολικής Μεσογείου (ΑΚΚ, τ. 9, 150, 172-173, 196-197, 439 και τ. 10, 281, 308). Έτσι, έδειχνε ότι η Ελλάδα ασκούσε επιρροή σε περιοχές κρίσιμες για τη δυτικοευρωπαϊκή ασφάλεια, όπου κωλύονταν να φτάσουν τόσο οι αποικιοκρατικές δυνάμεις και η Τουρκία, όσο και η Δυτική Γερμανία (ΑΚΚ, τ. 9, 148-152). Οι πρωτοβουλίες αυτές έγιναν ασμένως δεκτές και από την ελληνική κοινή γνώμη σαν απόδειξη ότι η Μεταπολίτευση ξέφευγε από τη μέχρι τότε «μονομερή εξάρτηση» από τις Η.Π.Α. (Σβολόπουλος, 2001, 226-243). Έπιασαν τόπο λόγω της επιμονής της ελληνικής πλευράς να κραδαίνει την απειλή αυτονόμησής της από το ΝΑΤΟ. Για να πιέσει τη Βόννη να μην πιέζει την Ελλάδα στα ευρωπαϊκά και ελληνοτουρκικά θέματα, η κυβέρνηση Καραμανλή «έπαιξε» με τα περίφημα «βαλκανικά ανοίγματα» το χαρτί της «πολυδιάστατης πολιτικής» (Botsiou, 2010, 310-311· Σβολόπουλος, 2001, 226-247· ΑΚΚ, τ. 9, 118, 170-186, 190-198, 218-226· ΑΚΚ, τ. 8, 337). Ο δυτικογερμανικός Τύπος αντιμετώπισε με επιφύλαξη τις βαλκανικές πρωτοβουλίες, γιατί θεωρούσε αδύνατη τη συνεννόηση στα Βαλκάνια. Η γερμανική πολιτική προτιμούσε, επίσης, τη διατήρηση της έντασης σε άλλα περιφερειακά μέτωπα, ώστε να καθορίζει η ίδια τον ρυθμό διεθνούς ύφεσης στην Ευρώπη (Sergio, 2015, 422-427). Οι τοποθετήσεις του Καραμανλή ότι είχε μειωθεί ο σλαβικός κίνδυνος, δεν συνέφεραν τη γερμανική προσέγγιση (ΑΚΚ, τ. 8, 337).
Ο καγκελάριος Σμιτ ανησυχούσε επιπλέον για τυχόν αποξένωση της Τουρκίας και εξώθησή της στην αγκαλιά της Σοβιετικής Ένωσης. Η κυβέρνηση Καραμανλή απέρριπτε αυτό το ενδεχόμενο με βάση τα ιστορικά γεωπολιτικά προβλήματα που χώριζαν τις δύο χώρες. Αντιθέτως, τόνιζε την ανοχή που έδειχνε η Δύση στις παράνομες ενέργειες της Τουρκίας σε βάρος των Ελλήνων. Για να δείξει την ελληνική έμφαση για το θέμα, τόνισε ότι ακόμα και η Βουλγαρία υπέβαλε διαμεσολαβητική πρόταση τον Σεπτέμβριο του 1976 (ΑΚΚ, τ. 9, 287-288), όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Σισμίκ Ι προέβη σε έρευνες στο Αιγαίο θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ελληνική υφαλοκρηπίδα (Ιούλιος-Αύγουστος 1976) (ΑΚΚ, τ. 9, 254 κ.ε., 271). Την ίδια περίοδο (καλοκαίρι-φθινόπωρο 1976) η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είχε ουσιαστικά «παγώσει» τις συζητήσεις για ένταξη της Ελλάδας, που ο Καραμανλής ζητούσε επιμόνως από τις αρχές του καλοκαιριού (ΑΚΚ, τ. 9, 266). Τον Ιούνιο του 1976 είχε μάλιστα επιδιώξει να διασκεδάσει τους φόβους των εννέα κρατών-μελών ότι η Ελλάδα απομακρυνόταν από τον πυρήνα της Δύσης, με την περίφημη αναφορά του σε ομιλία του στη βουλή ότι «η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν» (ΑΚΚ, τ. 9, 202-203 και τ. 11, 170-76· Παπανδρέου, 1976, 326-330). Οι διαπραγματεύσεις ένταξης ξεκίνησαν, όμως, γρήγορα, μετά την απαίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου να εφαρμόσει η κυβέρνηση Καραμανλή πολιτική πυγμής έναντι της τουρκικής προκλητικότητας, που τον Αύγουστο του 1976 συνοψίστηκε στην παρότρυνση «βυθίσατε το Χόρα» (αλλιώς το Σισμίκ) (Παπανδρέου, 1976, 248-258˙ Rizas, 2009). Για λόγους ισορροπίας, προγραμματίστηκαν για τον Νοέμβριο του 1976 συνομιλίες Ελλάδας-Τουρκίας για την υφαλοκρηπίδα, τη μοναδική διμερή εκκρεμότητα που αναγνώριζε η Ελλάδα (ΑΚΚ, τ. 9 , 118· Παπαδημητρίου, 1975). Οι δύο χώρες έφθασαν να συζητούν την υποβολή κοινού συνυποσχετικού για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και υπέγραψαν το Πρακτικό της Βέρνης στις 11 Νοεμβρίου 1976 που προέβλεπε στο μεταξύ εκατέρωθεν αποχή από τη διεξαγωγή ερευνών στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Οι συναντήσεις κορυφής συνεχίστηκαν το 1978 στο Μοντρέ (Μάρτιος 1978) και στη Νέα Υόρκη (Μάιος 1978) σε συμβολικό επίπεδο, ενώ υπεγράφη σειρά συμφωνιών διμερούς συνεργασίας σε πεδία «χαμηλής πολιτικής» (εμπόριο, τουρισμός, ηλεκτρισμός, τηλεπικοινωνίες, πολιτισμός) (Θεοδωρόπουλος, 1988, 152-155).
Με την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών κινητικότητα σημειώθηκε και στο Κυπριακό. Στις 27 Ιανουαρίου 1977 ξεκίνησαν οι ενδοκοινοτικές συνομιλίες μεταξύ του Μακαρίου και του Ραούφ Ντενκτάς υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. (ΑΚΚ, τ. 9, 381). Μολονότι οι δύο χώρες δεν προχώρησαν περισσότερο, η προσέγγιση έφερε μια μορφή ύφεσης, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Καραμανλής (ΑΚΚ, τ. 9, 308). Κυρίως, η Ελλάδα έδειξε καλή θέληση διαμηνύοντας ότι τα ελληνοτουρκικά δεν θα «έμπαιναν» στην Κοινότητα μαζί της. Απέναντι στον καγκελάριο Σμιτ, ωστόσο, ο Καραμανλής αποσαφήνισε ότι η ενταξιακή πορεία της Ελλάδας δεν ήταν αποδεκτό να εξαρτηθεί από την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, γιατί έτσι θα δινόταν η δυνατότητα στην Άγκυρα να τη δυναμιτίζει. Η βασική αυτή διαφωνία μεταξύ Αθήνας και Βόννης συνέχισε να ταλανίζει τις διμερείς συνομιλίες μέχρι το 1978. Τότε η γερμανική κυβέρνηση πραγματοποίησε μια εντυπωσιακή στροφή προς την ταχύτερη δυνατή ένταξη χωρίς ατλαντικούς όρους και περιστροφές. Εν μέσω της κρίσης των «ευρωπυραύλων» απέδωσε καρπούς η προειδοποίηση του Καραμανλή ότι ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί ο προσανατολισμός της Ελλάδας προς την Κοινότητα και από την επόμενη ελληνική κυβέρνηση που προβλεπόταν ότι θα ήταν του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήταν να ενταχθεί το ταχύτερο δυνατό. Ο καγκελάριος Σμιτ ανέλυε πια διαφορετικά και την ελληνοτουρκική ένταση. Υπολόγιζε ότι ένα ευρωπαϊκό τετελεσμένο θα εμπόδιζε παρά θα ευνοούσε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η Βόννη περίμενε να καταλαγιάσει ο «δεύτερος ψυχρός πόλεμος», για να επαναφέρει την Ostpolitik. Προκειμένου να πείσει εκ νέου ως δημοκρατική δύναμη τα κομμουνιστικά κράτη, ήταν αδύνατο να γυρίσει την πλάτη στην Ελλάδα. Η γερμανική προεδρία στο δεύτερο εξάμηνο του 1978 ουσιαστικά έκλεισε τη διαπραγμάτευση, πριν περάσει η σκυτάλη στη γαλλική προεδρία, οπότε υπεγράφη η Συνθήκη Προσχώρησης (Μάιος 1979).
Η στρατηγική της Ελλάδας για την «Ευρώπη»
Η υψηλή στρατηγική της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις ένταξης ήταν διττή. Στην εξωτερική πολιτική επεδίωκε να επιδιορθώσει τον δυτικό προσανατολισμό που είχε δυσφημιστεί από την δυτικόφιλη δικτατορία και το Κυπριακό και να ξανακερδίσει την υποστήριξη της κοινής γνώμης για την συνέχιση αυτού του προσανατολισμού (Botsiou, 2007, 213, 231-233˙ Στεφανίδης, 2010, 135-141). Στην εσωτερική πολιτική αποσκοπούσε να επιτύχει ένα μεγάλο βήμα προς τον διαχρονικά απώτερο στόχο των Ελλήνων να φτάσουν τα οικονομικά προηγμένα κράτη της Ευρώπης, να «εξευρωπαϊστούν» (Μπότσιου, 2020, 97-98, 126-127). Για να γίνει το άλμα, κρινόταν απαραίτητο να ξεπεραστεί η μεταβατική περίοδος διάρκειας 22 ετών που προέβλεπε η Συμφωνία Σύνδεσης, αλλιώς θα μεσολαβούσε μια δεκαετία εκκρεμότητας με την Ελλάδα μετέωρη έναντι της Δύσης. Αυτή η παρέκκλιση από τις δεσμεύσεις της Σύνδεσης συνέφερε τους «Εννέα» και για τον πρόσθετο λόγο ότι απέφευγαν να στείλουν σε άλλες συνδεδεμένες χώρες το μήνυμα ότι είχαν προβάδισμα να ενταχθούν έναντι τρίτων χωρών επειδή διέθεταν καθεστώς σύνδεσης. Για άλλη μια φορά μετά τη σύνδεση η Ελλάδα προκαλούσε πολιτικές «ειδικής μεταχείρισης» (Μπότσιου, 2010, 26-30). Αυτό φάνηκε και στους όρους ένταξης που τελικά επιτεύχθηκαν (Botsiou, 1999, 423-431˙ Μπότσιου, 2020, 114-123). Η ελληνική στρατηγική είχε ένα ως κεντρικό χαρακτηριστικό την «ταχύτητα» (Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», 2000, 33-37, 72-83). Απόρροιά της υπήρξε η επιμονή να ενταχθεί η χώρα κυρίως με κριτήρια πολιτικά και δευτερευόντως οικονομικά. Τα θεμελιώδη πολιτικά κριτήρια ήταν τρία: Η επιβράβευση της χώρας για τον εκδημοκρατισμό της μετά τη δικτατορία (παρά το ρήγμα με το ΝΑΤΟ και την Τουρκία), η δικαιωματική αποδοχή της ως λίκνου της δημοκρατίας και άρα ως μιας ρίζας της ευρωπαϊκής ταυτότητας, και η ανάγκη διασφάλισής της ως «παραδείγματος» προς το σοβιετικό μπλοκ για την ιλιγγιώδη ανάπτυξη που μπορούσε να επιτύχει μια μικρή καθημαγμένη χώρα στη Δύση.
Αστάθμητοι παράγοντες που περικύκλωναν την ελληνική υπόθεση τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό ωθούσαν επίσης σε γρήγορη ένταξη: Ο Ψυχρός Πόλεμος, η διεθνής οικονομία, ο ρυθμός του εκδημοκρατισμού και οι υποψηφιότητες των ιβηρικών χωρών. Η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 που ξέσπασε μετά την εγκαθίδρυση του καθεστώτος Χομεϊνί στο Ιράν (1979), η κορύφωση της κρίσης των «ευρωπυραύλων» με τη διπλή απόφαση του ΝΑΤΟ τον Δεκέμβριο του 1979 και το –αποτυχημένο τελικά– πραξικόπημα των φρανκιστών στην Ισπανία το 1981, δικαίωσαν ταυτόχρονα την ελληνική στρατηγική της ταχύτητας (Rudnick, 1976˙ Lacovara, 1983). Οι ελληνικές επιδιώξεις ανταποκρίνονταν ικανοποιητικά στα ενδιαφέροντα των «Εννέα». Ο εκδημοκρατισμός της Ελλάδας, όπως και των ιβηρικών χωρών, αναδείκνυε την Κοινότητα σε προστάτιδα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου την εποχή που έκτιζε αυτό τον διεθνή ρόλο. Το λεγόμενο «δημοκρατικό κριτήριο» είχε αρχίσει να αναπτύσσεται σε θεμελιώδες χαρακτηριστικό της Κοινότητας με αφετηρία την Έκθεση Birkelbach του 1961 (Birkelbach, 1961˙ Maravall, 1982˙ Maxwell, 1995). Η έμφαση σε πολιτικές προτεραιότητες στην περίοδο της «ευρωσκλήρυνσης» ευνόησαν την ελληνική αίτηση και την «ειδική μεταχείριση». Ευνοϊκή για την Ελλάδα σε θεσμικό επίπεδο ήταν και η μεταβίβαση σημαντικών πρωτοβουλιών της Κοινότητας στο νέο –άτυπο ακόμα– όργανο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που είχε θεσμοποιηθεί το 1974. Η ενδυνάμωση της διακυβερνητικής συνεννόησης σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων έδινε την δυνατότητα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή να διαπραγματεύεται απευθείας με έναν στενό κύκλο πολιτικών που κατανοούσαν το διεθνοπολιτικό πλαίσιο της ελληνικής ευρωπαϊκής πολιτικής βλέποντας την πολιτική με μεγαλύτερη ευρύτητα από ό,τι οι προσηλωμένοι στις οικονομικές επιδόσεις τεχνοκράτες. Αλλά και σε αυτό το επίπεδο, τόνιζε ο Καραμανλής, τα πράγματα ήταν συγκρίσιμα. Όπως σημείωνε στους ομολόγους του την άνοιξη του 1978, τα βασικά δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας, όπως ο πληθωρισμός (12,5%) –κοινό πρόβλημα με την ΕΟΚ τότε– και η αργή ετήσια αύξηση του Α.Ε.Π. (μόλις 4%), αντισταθμίζονταν από την αύξηση του εθνικού εισοδήματος με ετήσιο ρυθμό 5,5% κατά μέσο όρο (στην Ε.Ο.Κ. το αντίστοιχο ποσοστό ήταν λιγότερο από 2%), τη χαμηλή ανεργία (1-2%) και την άνοδο των επενδύσεων με ετήσιο ρυθμό 8% (ΑΚΚ, τ. 10, 62, 114, 157). Στο παθητικό εμπορικό ισοζύγιο την κατάσταση έσωζαν οι άδηλοι πόροι (μεταναστευτικά και ναυτιλιακά εμβάσματα) και ο ραγδαία αναπτυσσόμενος τουρισμός (Κωστής, Πλούτος, 438).
Η ελληνική ευρωπαϊκή πολιτική εμπεριείχε μια εγγενή αντίφαση. Η Ελλάδα προώθησε την ένταξη της σαν την άλλη όψη της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας (Μπότσιου, 2005). Ωστόσο, η προσχώρηση στην Κοινή Αγορά απαιτούσε δημοσιονομική προσαρμογή και αύξηση της ανταγωνιστικότητας με επώδυνες διαρθρωτικές αλλαγές που αναβλήθηκαν ακριβώς στο όνομα του εκδημοκρατισμού. Ο εκδημοκρατισμός υπαγόρευε δημοσιονομική χαλάρωση και αυξημένες κοινωνικές δαπάνες χωρίς αυστηρή συμμόρφωση με την οικονομική ορθοδοξία. «Εκδημοκρατισμός» σήμαινε εκσυγχρονισμό των θεσμών, αλλά και διεύρυνση της οικονομίας με κύρια εργαλεία τις επιδοτήσεις για μισθούς και κοινωνικές δαπάνες (Καζάκος, 2001, 268-292). Η οικονομική πολιτική της περιόδου χαρακτηρίστηκε «σοσιαλμανία» εξαιτίας του κρατικού προστατευτισμού και των κοινωνικών παροχών (Ψαλιδόπουλος, 1996, 41-47˙ ΑΚΚ, τ. 9, 101-102). Πολλοί ιδιωτικοί οργανισμοί πέρασαν στην ευθύνη του κράτους, ενώ πολλαπλασιάστηκαν οι προσλήψεις και οι δαπάνες για την εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια (ΑΚΚ, τ. 9, 135· Κωστής, 2019, 448-456). Το βασικό επιχείρημα του οικονομικού εγκεφάλου της κυβέρνησης Καραμανλή στις διαπραγματεύσεις, του υπουργού συντονισμού, Παναγή Παπαληγούρα, ήταν πως επρόκειτο για προσωρινά μέτρα (Ψαλιδόπουλος, 1996, 41-47). Η διαπραγμάτευση και οι όροι της ένταξης αντανακλούν τη δύσκολη αυτή ισορροπία. Όπως αναμενόταν, αργότερα η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που ήθελε να διευρύνει τη δημοσιονομική επέκταση, ζήτησε περαιτέρω χαλάρωση ορισμένων όρων ένταξης προτείνοντας αναθεώρηση με το «Μνημόνιο» του 1982 (Καζάκος, 2001, 375-389˙ Clogg, 1983, 439-440˙ Σακελλαρόπουλος, 2001, 326-327˙ Παπανδρέου, 1974). Με το ίδιο πολιτικό σκεπτικό της ένταξης η Κοινότητα ανταποκρίθηκε και τότε παραχωρώντας επιπλέον γενναιόδωρη χρηματοδότηση περιφερειακής ανάπτυξης με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ, 1983-1989) για τις αγροτικές χώρες του ευρωπαϊκού νότου (Επιθεώρηση Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1982· Verney, 1993). Οι πολιτικές αυτές επρόκειτο να εκπυρσοκροτήσουν στο μέλλον… Η εκ πρώτης όψεως παράδοξη απόκλιση είχε και θετικά αποτελέσματα για την ευρωπαϊκή πολιτική (Μπότσιου, 2005, 101-107, 109-113˙ Κωστής, 2019, 476-493). Έκανε δημοφιλή την ευρωπαϊκή ενοποίηση στην Ελλάδα και σε άλλες οικονομικά αδύναμες χώρες. Η ανοχή στις εσωτερικές αντιφάσεις της ελληνικής ενταξιακής πορείας προέβαλε ένα λιγότερο στεγνό, τεχνοκρατικό και περισσότερο ένα πολιτικό «πρόσωπο» της Κοινότητας που ζύγιζε όλα τα δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου και έτεινε να ενσωματώνει παρά να αποκλείει ευρωπαϊκές χώρες. Στο εσωτερικό μέτωπο ο εκδημοκρατισμός θεωρούνταν ασταθής χωρίς τον δικομματισμό. Η ευρωπαϊκή πολιτική υπήρξε μέρος της κομματικής αντιπαράθεσης που τον στερέωσε (Μπότσιου, 2015.1, 216-220). Ο Καραμανλής κράδαινε στους «Εννέα» τον κίνδυνο ματαίωσης των ευρωπαϊκών του σχεδίων, αν αργούσαν και γινόταν στο μεταξύ πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου. Είτε σαν ανησυχία είτε σαν διαπραγματευτικό χαρτί, η προοπτική αυτή αντικατόπτριζε και την προσωπική του επιφύλαξη για το εάν θα είχε επί μακρόν ακόμα την εξουσία και την κοινωνική πλειοψηφία, ώστε να προωθήσει την ευρωπαϊκή προοπτική. Όσο βρισκόταν στην πρωθυπουργία η ένταξη αποτελούσε την «υψηλή στρατηγική». Σε αυτήν υπάγονταν όλες οι άλλες πολιτικές.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Η ένταξη στην Κοινότητα υποσχόταν να δυσχεράνει επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. Παρότι δεν παρείχε στρατιωτική προστασία, η «Ευρώπη» παρήγε μη στρατιωτική ασφάλεια μέσα από το ευρωπαϊκό δίκτυο οικονομικής και πολιτικής αλληλεξάρτησης. Εκτός από την αποτροπή, προσέφερε στην Ελλάδα ένα πρόσθετο θετικό πλεονέκτημα: Μια δεύτερη «πόρτα» να κτυπήσει σε περίπτωση τουρκικής πρόκλησης, εκτός και πέρα από το ΝΑΤΟ που την είχε απογοητεύσει. Από την πλευρά τους, βέβαια, τα μέλη της Κοινότητας, και ειδικά ο καγκελάριος Σμιτ, τηρούσαν πολιτική ίσων αποστάσεων προς την Ελλάδα και την Τουρκία τόσο με το εθνικό γερμανικό όσο και με το ευρωπαϊκό «καπέλο» προειδοποιώντας ότι Ε.Ο.Κ. και ΝΑΤΟ αποτελούσαν αδιάσπαστο σύνολο (ΑΚΚ, τ. 9, 329). Το μήνυμα ήταν, όμως, εύγλωττο: μία από τις δύο χώρες ανέβαινε ένα σημαντικό παραπάνω σκαλί στους δυτικούς θεσμούς. Ο Καραμανλής αρνήθηκε να επανέλθει η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ ως προϋπόθεση για την ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Ένας τέτοιος όρος θα θεωρούνταν «εκβιαστικός». Το θύμιζαν, άλλωστε, οι συχνές παρεμβάσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και του Ανδρέα Παπανδρέου ότι η Ελλάδα εκβιαζόταν από τη Βόννη (Παπανδρέου, 1976, 305-307, 326-328˙ Papandreou, 1986˙ Althammer, 1983). Παράλληλα, θα αποκαθήλωνε τον Καραμανλή και την ευρωπαϊκή πολιτική στη συνείδηση των Ελλήνων. Υπήρχε και μια στρατηγική διάσταση. Η Ελλάδα είχε εξηγήσει την απόσυρσή της από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ως αντίδραση στη στάση της συμμαχίας κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η ανάκληση αυτής της πολιτικής μπορούσε να παρερμηνευθεί ως νομιμοποίηση της διαίρεσης της νήσου. Παρασκηνιακά, συνεχίζονταν οι προσπάθειες να εξευρεθεί μια ευπρόσωπη λύση πλήρους επανένταξης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ ή μιας ειδικής σχέσης (Papandreou, 1986), παρά τις αντιδράσεις του Ανδρέα Παπανδρέου (ΑΚΚ, τ. 9, 449˙ Papandreou, 1986). Ως ακόμα χειρότερο σενάριο φάνταζε το να πιεστεί η Ελλάδα ανοικτά να διευθετήσει το Κυπριακό, αν επικρατούσε η αρχική γερμανική άποψη ότι αυτό εμπόδιζε την πλήρη επιστροφή της στο ΝΑΤΟ. Επειδή οι προσδοκίες για λύση φυλλορρόησαν το 1977, τα δύο ζητήματα τελικά αποσυνδέθηκαν. Στο τραπέζι παρέμεινε η συζήτηση για την πλήρη επιστροφή στο ΝΑΤΟ χωρίς να είναι απαραίτητη η πρότερη διευθέτηση του Κυπριακού ή των ελληνοτουρκικών (ΑΚΚ, τ. 9, 499). Τελικά, βρέθηκε μια μέση οδός: Η Ελλάδα επανήλθε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1980, δηλαδή, μετά την ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αλλά η επιστροφή έγινε μεταξύ της υπογραφής της Συνθήκης Προσχώρησης (1979) και της κύρωσής της (1981). Στο μεταξύ πρωθυπουργός είχε γίνει ο Γεώργιος Ράλλης, ενώ ο Καραμανλής είχε εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας (Μπότσιου, 2008, 202˙ Βαληνάκης, 1989, 217-236). Τίποτα δεν είχε αλλάξει στην Κύπρο από την εισβολή του 1974. Ο Καραμανλής τόνισε στον Χέλμουτ Σμιτ ότι επρόκειτο για την πρώτη ασυνέπεια της καριέρας του (ΑΚΚ, τ. 11, 60, 273).
Συναίνεση σε φάσεις και ευρύτερες διασταυρώσεις
Σε όλη τη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Καραμανλής και Σμιτ επικοινωνούσαν διαρκώς με αλληλογραφία για όλα τα θέματα της ένταξης, αλλά και για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Η αλληλογραφία, όπως και οι συναντήσεις τους, ήταν σφαιρικές και άπτονταν όλων των θεμάτων που αφορούσαν στη σχέση Ψυχρού Πολέμου και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σχηματικά, η ελληνογερμανική συνεννόηση της εποχής πέρασε από τρεις φάσεις.
Η πρώτη φάση διήρκεσε από την ενεργοποίηση της σύνδεσης τον Αύγουστο του 1974 (22 Αυγούστου 1974) μέχρι την αρνητική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Ιανουάριο του 1976 (28 Ιανουαρίου 1976). H δεύτερη φάση εκτείνεται από την άνοιξη του 1976 μέχρι τις εκλογές στην Ελλάδα τoν Νοέμβριο του 1977 (20 Νοεμβρίου 1977), οι οποίες συνέπεσαν με την έναρξη της κρίσης των ευρωπυραύλων. Η τρίτη φάση, φάση επίσπευσης των διαπραγματεύσεων, διήρκεσε από την αρχή έως το τέλος του 1978, οπότε παραμερίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες τα εμπόδια και ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις επί της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου. Στην πρώτη περίοδο (1974-1976) τοποθετείται ο πρώτος κύκλος επισκέψεων του Καραμανλή στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την προετοιμασία του εδάφους, ώστε να δεχθούν το επικείμενο ελληνικό αίτημα ένταξης αντί της απλής παράτασης της σύνδεσης. Το Παρίσι ήταν ο πρώτος σταθμός και η Βόννη ο δεύτερος τον Μάιο του 1975 (ΑΚΚ, τ. 8, 381 κ.ε.). Λίγο πριν από την αρνητική απάντηση της Επιτροπής στο ελληνικό αίτημα, ο Χέλμουτ Σμιτ πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα από τις 28 Δεκεμβρίου 1975 έως τις 8 Ιανουαρίου 1976 (ΑΚΚ, τ. 8, 364 και τ. 9, 111-122, 327 κ.ε.). Εξέθεσε τον αναβαθμισμένο ρόλο της Βόννης στο εσωτερικό της Κοινότητας ως ισορροπιστή ανάμεσα στη Γαλλία και στην Αγγλία, και τα οικονομικά προβλήματα που επέφερε η πετρελαϊκή κρίση του 1973. Εξήρε τον γρήγορο εκδημοκρατισμό της Ελλάδας και τη σημασία της δημοκρατίας για την ταυτότητα της Κοινότητας. Ωστόσο, έδειξε προτίμηση να παράσχει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διμερή οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα (120 εκατ. μάρκα αναπτυξιακή βοήθεια και 250 εκατ. μάρκα τραπεζικό δάνειο), και όχι μέσα από το κοινοτικό πλαίσιο, σαφές δείγμα ότι τότε ακόμη θεωρούσε την ένταξη μακροπρόθεσμη προοπτική (ΑΚΚ, τ. 9, 111-119). Σε αντίθεση με τον Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο οποίος ενθάρρυνε τον Καραμανλή να επισπεύσει την αίτηση ένταξης το δεύτερο εξάμηνο του 1975, ο Σμιτ φάνηκε επιφυλακτικός θεωρώντας απαγορευτικό ζήτημα το Κυπριακό που δηλητηρίαζε τις σχέσεις της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ. Η επίλυσή του θεωρούνταν απαραίτητη, για να επιστρέψει η χώρα στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και αυτή θα ήταν προϋπόθεση για την ένταξη στις Κοινότητες. Ο Σμιτ τόνιζε ότι ο ρόλος του ήταν «διπλωματικός και ψυχολογικός», αλλά οι Η.Π.Α. κρατούσαν το κλειδί της ενιαίας Δύσης (ΑΚΚ, τ. 9, 118-119). Παρότρυνε τον Καραμανλή να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. και να παραχωρηθεί δίκαιη εκπροσώπηση των Τουρκοκυπρίων στη διοίκηση του νησιού. Ο καγκελάριος επεδίωξε, επιπλέον, να βεβαιωθεί ότι οι εξελίξεις δεν ωθούσαν την Αθήνα σε «υποσυμμαχία» με τη Γαλλία εκτός στρατιωτικού σκέλους του ΝΑΤΟ (ΑΚΚ, τ. 9, 118). Ο Καραμανλής έθεσε κατηγορηματικά ως ελάχιστη προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση επίλυσης του Κυπριακού την επιστροφή της Κύπρου στην κατάσταση πριν από την τουρκική εισβολή και την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων (ΑΚΚ, τ. 9, 312). Ζήτησε απερίφραστα από τον Σμιτ να στηρίξει το ελληνικό αίτημα ένταξης και να προωθήσει την κοινοτική χρηματοδοτική βοήθεια που είχε «παγώσει» στη δικτατορία, μαζί με τη σύνδεση, από την πλευρά της Ε.Ο.Κ. (ΑΚΚ, τ. 8, 118). Βρήκε ευκαιρία να προβάλει τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα τη φιλία με τον αραβικό κόσμο που εξισορροπούσε την αμερικανική φιλοϊσραηλινή πολιτική, καθώς αποξένωνε τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες από την Ευρώπη (ΑΚΚ, τ. 8, 125-130 και τ. 9, 118-120˙ Αρβανιτόπουλος/Ήφαιστος, 2000, 136-140˙ Χειλά, 2005, 143). Οι ελληνογερμανικές συνεννοήσεις δεν απέτρεψαν την αρνητική στάση της Επιτροπής που ήλθε σαν σοκ στην Αθήνα τρεις εβδομάδες μετά την αναχώρηση Σμιτ.
Στη δεύτερη φάση που ξεκίνησε την άνοιξη του 1976, ο Σμιτ απελευθέρωσε την ενταξιακή διαπραγμάτευση από την ευρωπαϊκή «γραφειοκρατία». Παρότι ο Καραμανλής άρχισε πια να πιέζει για έναρξη των σχετικών διαπραγματεύσεων από το καλοκαίρι του 1976, η Βόννη άφησε την ελληνική υπόθεση σε χαμηλή πτήση, για να περάσει τον σκόπελο των γερμανικών βουλευτικών εκλογών στις 3 Οκτωβρίου 1976. Ο σχηματισμός ενός νέου συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Ελεύθερων Δημοκρατών με επικεφαλής ξανά τους Σμιτ και Γκένσερ επιτάχυνε το ξεμπλοκάρισμα το φθινόπωρο του 1976. Παράλληλα, η Ελλάδα προχώρησε σε συνεννοήσεις με την Τουρκία για την υφαλοκρηπίδα και το Κυπριακό (Μπότσιου, 2000, 150-153). Τον Μάιο το 1977 Σμιτ και Καραμανλής συναντήθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, όπου ο Καραμανλής διατύπωσε βαθιά ανησυχία, μήπως καθυστερήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, για να εναρμονιστούν με τα αιτήματα ένταξης των ιβηρικών χωρών (AAPD, 1977, αρχ. 116, 602-607). Ικανοποιώντας το αίτημα του Καραμανλή (Καραμούζη, 2014, 93), ο Σμιτ υποστήριξε τον διαχωρισμό της ελληνικής περίπτωσης από τις υποψηφιότητες της Πορτογαλίας και της Ισπανίας που ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο και Ιούλιο του 1977 αντίστοιχα (ΑΚΚ, τ. 9, 428, 430). Τον Αύγουστο του 1977 (17-19 Αυγούστου) οι συνομιλίες συνεχίστηκαν με την επίσκεψη Γκένσερ στην Αθήνα (ΑΚΚ, τ. 9, 498). Ο ρυθμός των ενταξιακών διαπραγματεύσεων παρέμεινε αργός το 1976-1977. Επιταχύνθηκε από την ανάπτυξη και εγκατάσταση του σοβιετικού πυραύλου SS-20 στην Ανατολική Ευρώπη στα τέλη του 1977. Ταυτόχρονα, το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα άλλαζε σε βάρος του Καραμανλή και της ευρωπαϊκής πολιτικής του. Οι εκλογές της 20ης Νοεμβρίου 1977 ανέδειξαν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε αξιωματική αντιπολίτευση με 25,34% των ψήφων (σχεδόν διπλάσιο του 13,58% του 1974), ενώ το κόμμα του Καραμανλή, η Νέα Δημοκρατία, σημείωσε ανησυχητική πτώση 10 μονάδων ( 41,84% από 52,3% το 1974). Ήταν προφανές ότι οι Έλληνες αποδοκίμαζαν τη Δύση χρεώνοντας στην Ευρώπη την αργή πορεία της ένταξης και στις Η.Π.Α. την ακινησία στο Κυπριακό. Το σύνθημα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. «Ε.Ο.Κ. και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» καθιερώθηκε ανάμεσα στα πλέον δημοφιλή (Παπανδρέου, 1976, 305, 326). Εξωτερικές και εσωτερικές ανακατατάξεις έδειχναν την ανάγκη επιτάχυνσης.
Στην τρίτη φάση, το 1977-78, ο Καραμανλής επισκέφθηκε τη Βόννη από τις 31 Ιανουαρίου έως την 1η Φεβρουαρίου 1978, οπότε ανακοινώθηκε ότι θα βραβευόταν με το βραβείο Καρλομάγνου (ΑΚΚ, τ. 10, 111-113). Το δεύτερο ταξίδι του στη χώρα για τη βράβευση τον Μάιο του 1978 (3-5 Μαΐου 1978) ήταν σαφές μήνυμα ότι η ένταξη πλησίαζε και η Βόννη επεδίωκε να την πιστωθεί προβάλλοντας αυξημένη επιρροή στα ελληνικά πράγματα. Ο Καραμανλής συναντήθηκε την επομένη της απονομής στη Βόννη με τον Σμιτ, τον Γκένσερ και τον πρόεδρο της δημοκρατίας, πια, Βάλτερ Σέελ λαμβάνοντας τη διαβεβαίωση ότι επί της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου, το δεύτερο εξάμηνο του 1978, θα έκλειναν όλα τα εκκρεμή θέματα της ένταξης (AKK, τ. 10, 200-213). Η ελληνογερμανική συνεννόηση συνάντησε πολλά εμπόδια, αλλά και σημεία σύγκλισης. Συστημικά στοιχεία συνυπήρχαν με ιδιοσυγκρασιακά μεταξύ των δύο ηγετών. Καραμανλής και Σμιτ μοιράζονταν την αντίληψη ότι η Δύση έπρεπε να μείνει ενωμένη. Θεωρούσαν δεδομένη την πρωτοκαθεδρία των Η.Π.Α. για τη δυτική άμυνα και ασφάλεια. Ωστόσο, και οι δύο αναγνώριζαν ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορούσε να παίξει έναν διακριτό ρόλο καλύπτοντας τα κενά που άφηνε η πλανητική επέκταση των αμερικανικών υποχρεώσεων, οι οικονομικές κρίσεις που προκαλούσαν αναδίπλωση σε εθνικές λύσεις, και η πολιτική φθορά των Η.Π.Α. Για την Ελλάδα ήταν νωπή η ρήξη με τις Η.Π.Α. λόγω του Κυπριακού. Η Βόννη, από την άλλη πλευρά, δεν λησμονούσε τη χλιαρή αντίδραση της Ουάσιγκτον στην ύψωση του Τείχους του Βερολίνου τον Αύγουστο του 1961 (Conze, 1995, 202-211˙ Gerlach, 64-93). Τόσο στην ελληνική όσο και στη δυτικογερμανική οπτική οι Η.Π.Α. έδειχναν σημεία υποβάθμισης του ευρωπαϊκού θεάτρου. Και οι δύο χώρες-«ακρίτες» προτιμούσαν, όμως, την ένταση από την ύφεση, για να διατηρούν τη σημασία τους. Η μετάφραση της διεθνούς ύφεσης στην Ostpolitik και στα βαλκανικά ανοίγματα ήταν, υπό μία έννοια, μια πολιτική αυτοάμυνας.
Η μακράν σημαντικότερη κοινή ωφέλεια που προσέφερε η ένταξη της Ελλάδας, υπήρξε η αναβάθμιση της εικόνας της Κοινότητας ως προστάτιδας της δημοκρατίας. Καμία χώρα εκ των «Εννέα» δεν ωφελήθηκε περισσότερο από όσο η Δυτική Γερμανία. Ήταν η καθοριστική τομή απέναντι στο σκοτεινό παρελθόν και μια ευκαιρία να ταυτιστεί με τη δημοκρατία και την ενοποίηση. Το πολιτικό άλμα για τη Βόννη ήταν ανάλογο με το οικονομικό που επιχειρούσε η Ελλάδα εντασσόμενη στην «ευρωπαϊκή οικογένεια». Το 1978 αποτέλεσε έτος καμπή για τις ελληνογερμανικές διασταυρώσεις και την ένταξη της Ελλάδας στην Κοινότητα. Ο Σμιτ ανέλαβε πρωτοβουλία, για να διαχωριστεί η ελληνική υποψηφιότητα από την πολιτική της Ελλάδας προς το ΝΑΤΟ και την Τουρκία. Παράλληλα, ανέλαβε να εξισορροπήσει τα ελληνικά εμπορικά συμφέροντα με τα ανταγωνιστικά προς αυτά ευρωπαϊκά, κυρίως συμφέροντα παραγωγών ομοειδών προϊόντων από τη Γαλλία και την Ιταλία, και να ικανοποιήσει τα ελληνικά αιτήματα για στήριξη της αδύναμης ελληνικής οικονομίας (BAC, 12 September 1978, 48/1984 42˙ BAC, 29 September 1978, 66/1985 194). Η Συνθήκη Προσχώρησης υπεγράφη στις 28 Μαΐου 1979 μετά από διαπραγματεύσεις μόλις δυόμισι ετών και πέντε χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας. Η Βόννη βοήθησε την Ελλάδα να επιτύχει τον υψηλότερο πολιτικό στόχο που έθεσε σε καιρό ειρήνης, τη νέα «Μεγάλη Ιδέα» κατά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον αρχιτέκτονα αυτής της πολιτικής. Η επιρροή αυτή συνεχίστηκε και επί των κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ., καθώς το ΠΑ.ΣΟ.Κ. μόνο για λίγα χρόνια απέκλινε ιδεολογικά από τις ευρωπαϊκές πολιτικές (ΑΚΚ, τ. 9, 460-461 και τ. 11, 171˙ Μπότσιου, 2020.1, 102-104).
Επίλογος
Οι δύο βασικές «συναντήσεις» της Ελλάδας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στον Ψυχρό Πόλεμο αφορούσαν την προσπάθεια της Ελλάδας να συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι ελληνικές κυβερνήσεις απευθύνθηκαν πρωταρχικά στη Βόννη και στο Παρίσι, για να προωθήσουν τους στόχους τους. Θεμελιώδη αιτία αποτελούσε η οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης γύρω από τη συμφιλίωση των δύο πάλαι ποτέ άσπονδων αντιπάλων, αλλά και η προτεραιότητα που είχαν στην ελληνική υπόθεση πολιτικά παρά οικονομικά κριτήρια. Με την «ειδική μεταχείριση» της Ελλάδας και στις δύο φάσεις επηρεάστηκε και η φύση της ενοποίησης. Το γεγονός ότι ήταν η πρώτη «τρίτη» χώρα που συνδέθηκε με την Ε.Ο.Κ. και η μοναδική που εντάχθηκε μόνη της σε ένα κύμα διεύρυνσης κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, υπογράμμισε την πρόθεση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να προωθήσουν την πολιτική ενοποίηση με οικονομικά εργαλεία, όχι όμως σαν οικονομικό αυτοσκοπό. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση έγινε για την Ελλάδα η κεντρομόλος δύναμη που διόρθωνε την τροχιά της στον δυτικό κόσμο κάθε φορά που εξόκειλε εξαιτίας του Κυπριακού, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1970 σε συνδυασμό με τη δικτατορία. Η σημασία της «Ευρώπης» για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της οικονομίας και του αισθήματος ασφάλειας στην Ελλάδα εξηγεί τη βαρύτητα των ελληνογερμανικών σχέσεων. Η Ελλάδα βρήκε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση την ευημερία και την κοινότητα συμφερόντων που θα την βοηθούσαν να εκπληρώσει τον μύχιο πόθο της να «εξευρωπαϊστεί». Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ο πρώτος «πόλεμος» που της επέτρεψε να το επιχειρήσει συστηματικά μέσα από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (McNeill, 2017, 382-389˙ Μπότσιου, 2020.2).
Στον ψυχροπολεμικό κόσμο η Ελλάδα και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας που είχαν συγκρουστεί σε δύο παγκοσμίους πολέμους και είχαν μόλις βγει από την τραγική εμπειρία της Κατοχής, απέκτησαν κοινά χαρακτηριστικά. Βρίσκονταν και οι δύο στο σύνορο της «Δύσης», η μία ως ναυτική δύναμη, η άλλη ως χερσαία δύναμη, θέσεις που τις καθιστούσαν κατεξοχήν ευάλωτες σε άμεση ή έμμεση σοβιετική επίθεση. Και οι δύο βίωσαν άμεσα τη σοβιετική απειλή ενόψει της φυσικής, γεωγραφικής εγγύτητας με το ανατολικό μπλοκ, αλλά και των «εσωτερικών» προβλημάτων: Η μεν Ελλάδα ως συνέπεια του Εμφυλίου Πολέμου, η δε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέσα από το «ζήτημα του Βερολίνου» και τον επί μακρόν αβέβαιο πόθο της επανένωσης. Οι δύο χώρες ήταν άρρηκτα δεμένες με τη νατοϊκή ασφάλεια (σε αντίθεση με τη Γαλλία) και επένδυαν στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, για να αυξήσουν τη βαρύτητα τους απέναντι στους συμμάχους τους: Η Ελλάδα, γιατί είχε ένα εθνικό θέμα που την απομάκρυνε από αυτούς, το Κυπριακό. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, για να αποκαταστήσει τη διεθνή της νομιμοποίηση και μακροπρόθεσμα την ενότητά της. Η ιδιοτυπία της ελληνικής διαπραγμάτευσης για ένταξη στις Κοινότητες ήταν ο συσχετισμός της με την αποκατάσταση της διαταραγμένης σχέσης με το ΝΑΤΟ. Μετά την έξοδο της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας ήταν διάχυτη η ανησυχία μήπως βρει μιμητές. Η Ελλάδα προσφερόταν λόγω της στενής σχέσης με τη Γαλλία –που είχε γίνει στενότερη στη δικτατορία– και του Κυπριακού, το οποίο άνοιγε χάσμα με τους νατοϊκούς εταίρους ήδη από τη διεθνοποίησή του στη δεκαετία του 1950. Η Ελλάδα ήταν άλλωστε η μόνη χώρα, όπου η κοινή γνώμη αντιμετώπιζε την ευρωπαϊκή ενοποίηση στη δεκαετία του 1970 σαν εναλλακτική που θα τερμάτιζε «την ανάγκη για προστάτες» και όχι σαν συμπληρωματική πολιτική προς το ΝΑΤΟ.