Ο Λέανδρος μεταξύ Καποδίστρια και Όθωνα
Ο Παναγιώτης Σούτσος είναι είκοσι οκτώ χρονών όταν εκδίδει το 1834 στο Ναύπλιο στο τυπογραφείο των Τόμπρα και Ιωαννίδου το επιστολικό του μυθιστόρημα Λέανδρος (Βελουδής, 1996, 37). Έχουν περάσει τρία χρόνια από την έκδοση του Οδοιπόρου, ενός εκτενούς δραματικού ποιήματος που είχε μεγάλη για την εποχή του επιτυχία, κι ένας χρόνος μετά την αποβίβαση, το 1833, του τότε ακόμα ανήλικου βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο. Ο Σούτσος, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1806, άνηκε σε μια εύπορη οικογένεια, είχε πάρει ευρεία μόρφωση και είχε ζήσει στη Γαλλία και στην Ιταλία πριν φτάσει το 1825 στην νεοσύστατη τότε Ελλάδα, όπου, παράλληλα με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε με τα κοινά. Επί Ιωάννη Καποδίστρια ο Παναγιώτης Σούτσος διετέλεσε για ένα διάστημα νομάρχης και γραμματέας της Γερουσίας, ανέπτυξε ωστόσο σύντομα αντιπολιτευτική δράση, κατηγορώντας το δεσποτισμό. Και γι’ αυτό και επιχαίρει, όπως και ο αδελφός του Αλέξανδρος, τη δολοφονία του. Το αντικαποδιστριακό μένος του είναι τέτοιο, που αποτυπώνεται και στον Λέανδρο, τρία χρόνια δηλαδή μετά την δολοφονία του Καποδίστρια! Χωρίς να τον κατονομάζει ρητά, ο Σούτσος αναφέρεται απαξιωτικά στην «κερκυραϊκή φυλή των τυράννων» (Σούτσος, 1996, 88) –ο Καποδίστριας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην τότε βενετοκρατούμενη Κέρκυρα–, ενώ εκθειάζει την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων, μέλη της οποίας τον δολοφόνησαν δημόσια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 (ό.π., 70). Όμως δεν είναι τόσο ο Καποδίστριας, που εκπροσωπεί μια απολυταρχική και διεφθαρμένη εξουσία, στον οποίον αναφέρεται ο Λέανδρος, όσο ο Όθωνας, που σκηνοθετείται ως το αντίθετο του Καποδίστρια, δηλαδή ως μια ουτοπική εκδοχή του φωτισμένου ηγεμόνα. Ο Όθωνας, που ήδη από τον πρόλογο του μυθιστορήματος είναι παρών, μοιάζει παράλληλα να είναι ένας από τους κύριους αποδέκτες του κειμένου, κάτι που υποδηλώνεται και με αποστροφές στο πρόσωπό του. Ο ήρωας του, που και προγραμματικά χαρακτηρίζεται ως «οθωνιστής», μοιάζει να προσωποποιεί την πίστη του Παναγιώτη Σούτσου στον βασιλιά. Από αυτή την άποψη, ο Λέανδρος είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο συμπλέκεται άρρηκτα η λογοτεχνία με την πολιτική, η οποία με την σειρά της συνδέεται στενά με το έθνος.
Ο Λέανδρος ή ο πένθιμος πατριωτισμός
Την ίδια χρονιά, το 1834, που δημοσιεύεται το μυθιστόρημα του Σούτσου η πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους μεταφέρεται στην Αθήνα, και στην Αθήνα τοποθετείται κι ένα μέρος της δράσης. Εκεί, άλλωστε, ο νεαρός ήρωας, ο Λέανδρος, συναντά μετά από χρόνια ξανά την αγαπημένη του Κοραλία, την οποία γνωρίζει από παιδί, όταν και οι δύο ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Η Κοραλία, ωστόσο, είναι πλέον παντρεμένη και μητέρα ενός παιδιού. Ο αμοιβαίος και κοινωνικά απαγορευμένος έρωτας που αισθάνονται αναγκάζει την Κοραλία, προκειμένου να διαφυλάξει την αρετή της, να ζητήσει από το Λέανδρο να φύγει από την πόλη. Ο Λέανδρος καταφεύγει αρχικά στο Ναύπλιο και κατόπιν, μετά από παραινέσεις του φίλου του Χαρίλαου, περιηγείται στην Ελλάδα πριν ξαναεπιστρέψει στην Αθήνα, όπου θα βρει την Κοραλία βαριά άρρωστη. Μετά το θάνατό της ο ήρωας αυτοκτονεί. Το σύντομο σχετικά μυθιστόρημα είναι αν όχι το πρώτο, σίγουρα ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα.1Το ζήτημα αυτό έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Βλ. μεταξύ άλλων Κατσιγιάννη, 1997, 31–41. Αποτελείται από εβδομήντα επτά επιστολές, καθώς και κάποια εμβόλιμα κείμενα, τα οποία επιγράφονται «Αποσπάσματα των συλλογισμών» ή αλλού «Αποσπάσματα των στοχασμών» του Λέανδρου. Τις επιστολές ανταλλάσσουν ο Λέανδρος, ο Χαρίλαος, ο φίλος του, η Κοραλία, η αγαπημένη του, και η Ευφροσύνη, φίλη της Κοραλίας. Τον κύριο κορμό του κειμένου, το οποίο μόνο εκ πρώτης όψεως είναι πολυφωνικό (Μουλλάς, 1992, 223–224), αποτελούν οι πενήντα τέσσερις συνολικά επιστολές του Λέανδρου μαζί με τις έντεκα ημερολογιακές καταγραφές, υποτιθέμενα αποσπάσματα των οποίων παρουσιάζονται μέσα στο κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων από έναν έντονο λυρισμό και μια πομπώδη έκφραση πάθους αλλά και μια μελαγχολική διάθεση που κυριαρχεί και εναλλάσσεται με την ενθουσιώδη ενατένιση της φύσης κι ενός κάποτε ένδοξου παρελθόντος, από το οποίο όμως έχουν μείνει ωστόσο μόνο ερείπια και κενοτάφια. Αυτή η αίσθηση της απώλειας, της έλλειψης, της ψυχικής αδυναμίας συνδέεται αφενός με τον έρωτα του ήρωα προς την Κοραλία, αφετέρου δε με τον έρωτά του για την πατρίδα, έναν έρωτα που ο ήρωας επίσης εκφράζει με πάθος. Όμως πρόκειται για ένα παράδοξα πένθιμο πατριωτισμό χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, άλλωστε ο ήρωας δε δρα. Σε όλο το μυθιστόρημα ουσιαστικά μονολογεί, κάτι που κάνει και το κύριο πρότυπό του, ο Βέρθερος, ένας ήρωας επίσης ανίκανος να δράσει.
Ο Λέανδρος μεταξύ Βέρθερου και Ιάκωβου Όρτις
Όπως έχουν δείξει και παλαιότερες μελέτες, ο Λέανδρος έχει κατά κύριο λόγο δάνεια από Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου του Γκαίτε. «Βέρθερο με φουστανέλα», ονομάζει ο Παναγιώτης Μουλλάς τον Λέανδρο (Μουλλάς, 1992, 224). Αλλά και ο Γιώργος Βελουδής τονίζει ότι το επιστολικό μυθιστόρημα του Γκαίτε είναι το άμεσο πρότυπο του Παναγιώτη Σούτσου (Βελουδής, 1996, 46). Οι εναλλαγές της διάθεσης του ήρωα, η σχεδόν υπερβατική σύνδεσή του με τη φύση, ο εξομολογητικός τόνος, η διαρκής ενδοσκόπηση είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά τόσο του Βέρθερου όσο και του Λέανδρου. Και τα δύο είναι κατ’ ουσίαν μονοφωνικά μυθιστορήματα που αποτυπώνουν ένα ασταθές ψυχικά υποκείμενο. Ο Βέρθερος αηδιάζει μπροστά στην ψευτιά των αριστοκρατών και των αυλικών τους, όντας όμως ανίκανος να στραφεί εναντίον τους, και με αφορμή έναν κοινωνικά αδύνατο έρωτα, αυτοκτονεί. Ο Λέανδρος ερωτεύεται επίσης μέχρι θανάτου. Και αυτός «εις την κοινωνίαν αισθάνεται την συνήθη εκείνην αηδίαν, την οποίαν εμπνέουν αι απαιτήσεις της, αι προλήψεις της και οι τύποι της» (Σούτσος, 1996, 76) και ο μόνος εναντίον του οποίου στρέφεται είναι ο εαυτός του. Παράλληλα, η Κοραλία και η Λόττε αντίστοιχα μοιάζουν στα δύο κείμενα να λειτουργούν ως αφορμές για να οδηγηθούν οι ήρωες στην αυτοχειρία. Παρόλη την εξιδανίκευση του έρωτα –ο έρωτας είναι ουσιαστικά η μηχανή που κινεί τα κείμενα και τους ήρωες–, η ψυχική αστάθειά τους, που συνοδεύεται από μια έντονη ροπή προς τη μελαγχολία και που εκτρέπεται σύντομα σε πεισιθάνατη διάθεση, μοιάζει να προδιαγράφει από την αρχή το τέλος των ηρώων … Όμως δεν είναι μόνο τα Πάθη του νεαρού Βέρθερου το μόνο κείμενο με το οποίο συνομιλεί ο Λέανδρος: Δάνεια έχει και από τον Ρενέ του Σατωμπριάν και άλλους (Βελουδής, 1996, 51–52). Κυρίως όμως η στενή σύνδεση του ερωτικού πάθους που αναγεννιέται με την αναγέννηση του ελληνικού έθνους, ο έρωτας προς μια γυναίκα και η σύνδεσή του με τον έρωτα προς την πατρίδα είναι που φέρνει το Λέανδρο πολύ κοντά στον Ιάκωβο Όρτις του Φώσκολο. Ο ήρωας του Φώσκολο είναι έναςάνθρωπος που υποφέρει ψυχικά από την υποδούλωση της πατρίδας του και αυτός ο πόνος συνδέεται στενά με τον πόνο του έρωτα, που και στη δική του περίπτωση είναι ένας απαγορευμένος έρωτας. Αυτή η πατριωτική έξαρση, η εθνοκεντρική οπτική των ηρώων, οι εθνικοπολιτικοί οραματισμοί που αποτυπώνονται και στο Λέανδρο όπως και στον Ιάκωβο Όρτις λείπουν εντελώς από τον Βέρθερο. Ωστόσο, αν ο Όρτις είναι άπατρις και ονειρεύεται μια επανάσταση που θα απελευθερώσει την πατρίδα του, ο Λέανδρος, ο ήρωας του Σούτσου, έχει δει την επιθυμία του Ιάκωβου Όρτις να πραγματοποιείται: ζει στο νέο ελληνικό κράτος μετά την επανάσταση του 1821. Κι αυτό καθιστά το μελαγχολικό πατριωτισμό του Λέανδρου εκ πρώτης όψεως παράδοξο. Ωστόσο, αυτός ερμηνεύεται εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι η πατρική γη του ήρωα είναι η Κωνσταντινούπολη, που είναι και ο τόπος στον οποίο γεννήθηκε ο έρωτάς του προς την Κοραλία, ένας τόπος που όμως δεν ανήκει στη μικρή Ελλάδα. Και αυτή την υποδουλωμένη πατρίδα, αλλά όχι μόνο αυτήν, ο ήρωας φαντασιώνεται ότι θα μπορέσει να απελευθερώσει ο νεαρός Όθωνας.
Ο Λέανδρος μεταξύ Ανατολής και Δύσης
Οι διακειμενικές σχέσεις που διατηρεί ο Λέανδρος με άλλα επιστολικά μυθιστορήματα είναι απότοκες του λογοτεχνικού αυτού είδους, και μάλλον συνήθεις για το είδος αυτό (Μουλλάς, 1992, 222), ένα είδος που ως τέτοιο όμως, την εποχή που γράφεται ο Λέανδρος, είναι μάλλον άγνωστο στην Ελλάδα. Έχει μεν προηγηθεί, όπως σημειώνει ο Παναγιώτης Μουλάς, ο Παπατρέχας του Αδαμάντιου Κοραή (ό.π. 223), αλλά το εγχείρημα, έκδοσης ενός επιστολικού μυθιστορήματος στην παράδοση του Βέρθερου είναι αναμφίβολα για την εποχή και για τη νεαρή Ελλάδα ρηξικέλευθο. Αυτό το τονίζει, άλλωστε, και ο υπογράφων τον πρόλογο του κειμένου Παναγιώτης Σούτσος, που αφενός δηλώνει τις πηγές της έμπνευσής του, αφετέρου δε υπογραμμίζει τον επιδιωκόμενο στόχο του επιστολικού του μυθιστορήματος, που είναι διπλός:
Οι μεγαλήτεροι συγγραφείς, ποιηταί και φιλόσοφοι συνέγραψαν μυθιστορικά πονήματα· ο Ρουσσώς εις την Γαλλίαν, ο Βαλτερσκώτος εις την Αγγλίαν, ο Γκέτης εις την Γερμανίαν, ο Φόσκολος εις την Ιταλίαν και ο Κουπέρης εις την ελευθέραν Αμερικήν […]. Εις την αναγεννωμένην Ελλάδα τολμώμεν ημείς πρώτοι να δώσωμεν εις το κοινόν τον Λέανδρον. Ευτυχείς, αν εις την οδόν την οποίαν ενεχαράξαμεν, ιδώμεν μετ’ ολίγον άλλους δοκιμωτέρους συγγραφείς μυθιστοριών. […] Ω νεολαία της Ελλάδος, διά σε γράφω. […] Μέχρι τίνος η Ελλὰς θέλει μένει οπίσω των πεφωτισμένων εθνών; (Σούτσος, 1996, 76–77).
Ο ένας στόχος, λοιπόν, είναι η ανάπτυξη της μυθιστορηματικής λογοτεχνικής παραγωγής στη νέα Ελλάδα, η οποία οφείλει να μιμηθεί τους φωτισμένους λαούς της Ευρώπης: Ο Λέανδρος από αυτή την άποψη δεν είναι, απ’ ό,τι διαφαίνεται και από τα παραπάνω, απλά ένα επιστολικό μυθιστόρημα αλλά κι ένα μανιφέστο υπέρ ενός λογοτεχνικού είδους, ενός λογοτεχνικού είδους που ο νεαρός Γκαίτε το κατέστησε με το Βέρθερο ιδιαίτερα δημοφιλές. Με αυτό τον τρόπο ο Σούτσος επιχειρεί ήδη στον πρόλογο του Λέανδρου να συνδεθεί με την ήδη υπάρχουσα παράδοση του μυθιστορήματος, ενώ στοχεύει και στο να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν να δημιουργηθεί και μια ελληνική παράδοση μυθιστορηματικής γραφής κατά το δυνατόν εφάμιλλη με τα μεγάλα πρότυπα της Δύσης. Το μυθιστόρημα υπηρετεί όμως κι έναν άλλο στόχο του συγγραφέα, που είναι συνδεδεμένος με τον πρώτο, και που δεν είναι παρά η κατασκευή μιας νέας «πεφωτισμένης» εθνικής ταυτότητας. Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι τυχαία η αναφορά στην «ελευθέραν Αμερική», μια χώρα που κέρδισε την ανεξαρτησία της κι απέκτησε σύνταγμα ήδη από το 1787. Ο Λέανδρος αποτελεί δηλαδή και προγραμματικά μια γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής και από αυτήν άποψη το εάν φοράει φουστανέλα ο ήρωάς του είναι πολύ αμφίβολο.
Ο Λέανδρος μεταξύ Ρομαντισμού και Διαφωτισμού
Όπως αναφέρεται στο Πρόλογο του μυθιστορήματος ο Λέανδρος, είναι ένας άνθρωπος της προόδου και συνεπώς, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σχεδόν υποχρεωτικά οθωνιστής: «Εις τον Βασιλέα της Ελλάδος βλέπει την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος εξεικονιζόμενην· εις αυτόν βλέπει την συγκέντρωσιν των εθνικών δυνάμεων ενεργουμένην, την ευνομίαν διαδεχομένην την αναρχίαν, και την πρόοδον του έθνους καθ’ ημέραν πραγματοποιουμένην.» (Σούτσος, 1996, 76). Όμως η πρόοδος, η οποία υποτίθεται πραγματοποιείται δια του «Βασιλέως της Ελλάδος», έτσι όπως την επιθυμεί ο Λέανδρος, προϋποθέτει μια αποστροφή από την κοινωνία και μια επιστροφή στη φύση, δηλαδή μια ανάσχεση ή και ακύρωση της προόδου. Ως τυπικό δείγμα ρομαντικού ήρωα, άλλωστε, ο Λέανδρος αισθάνεται καλύτερα στη φύση ή όπως το διατυπώνει ο Παναγιώτης Σούτσος στο πρόλογο του μυθιστορήματος:
Η ύπαρξις του Θεού, η αθανασία της ψυχής, η αγάπη προς τον αγροτικόν βίον, ο έρως της ελευθερίας, ιδού αι ιδέαι και τα αισθήματα του Λεάνδρου […] αι ανατολαί του ηλίου και της σελήνης, η γαλήνη του έαρος, τα υψηλά όρη, αι τρικυμίαι, ιδού μέσω ποίων εικόνων τίθεται η σκηνή του Λεάνδρου (Σούτσος, 1996, 76–77).
Η πίστη στην ύπαρξη του Θεού, στην αθανασία της ψυχής, η αγάπη προς την αγροτική ζωή και τη φύση, ο έρωτας για την ελευθερία, η ροπή προς έναν άκρατο συναισθηματισμό αλλά και η διαρκής θλίψη που διακατέχει τον ήρωα, ο ενδοσκοπικός υποκειμενισμός του, η αποσπασματικότητα του λόγου, η ποιητική των ερειπίων είναι χαρακτηριστικά του Ρομαντισμού και από αυτή την άποψη δικαίως οι μελετητές έχουν κατατάξει τον Λέανδρο στο Ρομαντισμό (βλ., μεταξύ άλλων, Μουλλάς, 1992, 221). Το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Σούτσου θεωρείται, άλλωστε, τυπικό δείγμα του νεοελληνικού ρομαντισμού, όχι μόνο εξαιτίας των προτύπων του και της πλοκής του, του ερωτικού αδιεξόδου, της αυτοκτονίας του ήρωα κτλ. αλλά, κυρίως, γιατί έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον ευρωπαϊκό Ρομαντισμό. Δίπλα τους πρέπει να βάλουμε στην περίπτωση του Λέανδρου και την πίστη στον βασιλιά και την πρόοδο, ιδέα που είναι απότοκη του Διαφωτισμού και της αισιοδοξίας του, όπως επίσης και τη δηλωμένη πρόθεση του συγγραφέα να «διδάξει», να «διαφωτίσει» και να προσφέρει στον ελληνικό λαό ένα δείγμα που να μεταλαμπαδεύει στην Ελλάδα τη δυτική παράδοση του επιστολικού μυθιστορήματος. Όπως αναφέρει και η Αλεξάνδρα Σαμουήλ: «Οι ιδέες του Διαφωτισμού που διαμόρφωσαν τον δημιουργό του ζυμωμένες με το ρομαντικό στοιχείο εγγράφουν στο έργο μια «ωφέλιμη» προβληματική […]» (Σαμουήλ, 1996β, 15). Εκτός όμως από αυτή την, εν τέλει, «διδακτική» διάσταση του μυθιστορήματος, που το συνδέει με την αντίληψη του Διαφωτισμού περί λογοτεχνίας ως μέσου ηθικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης, μια αντίληψη από την οποία απομακρύνεται ο Ρομαντισμός, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και το γεγονός ότι ο λόγος περί έθνους, όπως αρθρώνεται στο κείμενο, ταυτίζεται με τη θεώρηση του νεοελληνικού Διαφωτισμού, που αντιμετωπίζει τη νεότερη Ελλάδα ως συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας, παραβλέποντας σε αυτό το πλαίσιο την περίοδο του Βυζαντίου. Κι αν αυτή η απορριπτική στάση έναντι της βυζαντινής παράδοσης χαρακτηρίζει, σύμφωνα με τον Κ.Θ. Δημαρά, εν γένει τους Φαναριώτες (Δημαράς, 1985, 234), όπως σημειώνει και η Μάρω Καλαντζοπούλου είναι κατά κύριο λόγο «η πρόσδεση της ιδέας του έθνους μόνο με τον αρχαίο ελληνικό – και το πολύ πρόσφατο – παρελθόν και η αδιαφορία […] προς την μεσαιωνική ιστορία» (Καλαντζοπούλου, 2014, 186) που επιτρέπει την ένταξη του μυθιστορήματος στο Διαφωτισμό. Όμως υπάρχει και κάτι ακόμα που επιτείνει τη σχέση του κειμένου τόσο με το κίνημα του Διαφωτισμού όσο και με τον εθνικισμό που αναδύθηκε μέσα από το ρομαντικό κίνημα, και αυτό είναι τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του φωτός, του φανού, του λύχνου που συνδέονται κατά κύριο λόγο με τον Όθωνα.
Το ιδανικό του φωτισμένου μονάρχη ή η Μεγάλη Ιδέα
Στην επιστολή του της 16ης Ιανουαρίου, κι ενώ ο Λέανδρος περιηγείται την Ελλάδα, συναντά έναν τυφλό λόγιο μαζί με τα παιδιά του μπροστά σε μια καλύβα, ο οποίος του εξομολογείται ότι μία από τις αιτίες της μεγάλης του λύπης είναι, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορεί, κυριολεκτικά, να δει τον βασιλιά:
Αυτός είναι (με είπεν ο λόγιος τυφλός) η εύχαρις εικών της ανεξαρτησίας ημών· ο θρόνος του, φανός αναμμένος κατά την Μεσόγειον, προς ον αποβλέπουσιν αι υπό τον Οθωμανόν Ελληνικαί Επαρχίαι· η τάσις της χειρός του δύναται να κινήση όλην την από Βοσπόρου μέχρι Κρήτης Ελληνικήν φυλήν, και το νεύμα του σύνθημα της γενικής αναστατώσεως. Ἀκούω ἐνίοτε τὸν ταχὺν ποδόκτυπον τοῦ ἵππου του, διαβαίνοντος ἐκ τῆς καλύβης μου, καὶ ῥίγος ἐνθουσιασμοῦ κυριεύει τὰ μέλη μου· καὶ τὸν σταυρὸν μου κάμνω, λέγων· «Θεέ! εὐλογητὸν τὸ ὄνομά σου· ἡ Ἑλλὰς ἀνεγεννήθη» (Σούτσος, 1996, 111).
Η μεταφορική κατασκευή που τοποθετεί τον τυφλό λόγιο, τον βλέποντα Λέανδρο μαζί με τον Όθωνα ως φανό αναμμένο υποδηλώνει όχι μόνο το πατριωτικό πάθος που διαπνέει το κείμενο αλλά και την απόλυτη σύνδεση του Όθωνα, ο οποίος στο απόσπασμα σχεδόν θεοποιείται, με την αναγέννηση της Ελλάδας, μιας Ελλάδας που οφείλει να επεκταθεί, να ανακτήσει εδάφη, να αποκτήσει τις διαστάσεις που είχε κάποτε και αν γίνεται κι ακόμα μεγαλύτερες. Αν και ο μεγαλοϊδεατισμός θα γίνει μόλις από τα μέσα του 1840 ένα κυρίαρχο ιδεολόγημα στο νεότευκτο κράτος, το κείμενο του Σούτσου μοιάζει να προοικονομεί αυτή την επιθυμία εθνικής και εδαφικής ολοκλήρωσης που θα χαρακτηρίσει την πολιτική αλλά και τον πολιτικό λόγο στον ελλαδικό χώρο τουλάχιστον έως το 1922.2Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Σούτσος θεωρήθηκε ότι ήταν εκείνος που συνέταξε το 1844 τον, λόγο του Κωλέττη, του πρώτου εκλεγμένου πρωθυπουργού μετά την εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, στον οποίο εντοπίζεται για πρώτη φορά ο όρος Μεγάλη Ιδέα (Δημαράς, 1985, 360). Όμως εδώ αυτή η ιδεολογική κατασκευή, που διαπνέεται από έναν έντονο αλυτρωτισμό και προβλέπει την επέκταση της εδαφικής κυριαρχίας του κράτους σκηνοθετείται ως ένα σαθρό οικοδόμημα. Δεν είναι τυχαίο ότι η αναγέννηση του έθνους, με όλα όσα αυτή συνεπάγεται, στο κείμενο συνδέεται παραδειγματικά με την αναγέννηση του παλιού ερωτικού συναισθήματος των δύο ηρώων και έχει και για τους δύο ολέθρια αποτελέσματα. Η υποτιθέμενη, άλλωστε, σχεδόν μεταφυσική παντοδυναμία του Όθωνα σε άλλο σημείο υποσκάπτεται, παρότι ο ίδιος συνεχίζει να παρουσιάζεται ως ένας ιδεατός ηγεμόνας:
Εις μάτην ὁ Βασιλεὺς τῆς Ἑλλάδος, ὑγιοῦς νοὸς καὶ καρδίας, ὄχι ὡς βασιλεύς, ἀλλ‘ ὡς πρῶτος πολίτης τῆς Ἑλλάδος ζῇ χωρὶς πομπὰς καὶ αὐλάς· εἰς μάτην οἱ Ἀντιβασιλεύοντες, οὐδαμῶς ἐξυβρισταὶ ἀνθρώπων, μισοῦσι τὴν ῥαδιουργίαν, καὶ ζητοῦσι νὰ παρεισάξωσι τὴν εὐθύτητα· ὁ σημερινὸς πολιτικός μας! ὦ τὸ ἀστεῖον! ὦ τὸ περίεργον ὂν ὁ διπλωμάτης οὗτος! Φρονῶν τὰ κάκιστα περὶ ὅλων, […] ζητεῖ νὰ παραστήσῃ, ὅτι ὡς λύχνος φωτίζων ἄλλους» (Σούτσος, 1996, 116).
Το ότι ο Λέανδρος έχει στόχο, εκτός από να στηλιτεύσει τα πολιτικά ήθη, να κολακεύσει την εξουσία, ήταν κάτι που οι σύγχρονοί του κριτικοί το διέβλεψαν.3Βλ. την ανώνυμη κριτική στην εφ. Αθηνά, αρ. 131, 08.06.1834, 604. Την ίδια εποχή, άλλωστε, που γράφει τον Λέανδρο, ο Σούτσος αποδέχεται και μια διοικητική θέση στο υπουργείο Εσωτερικών και από τότε και μέχρι την Μεταπολίτευση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 ανεβαίνει τα σκαλιά της ιεραρχίας (Βελουδής, 1996, 40).
Ο πολιτικός οπορτουνισμός του Παναγιώτη Σούτσου διαφαίνεται, άλλωστε, όχι μόνο στις σχέσεις που διατηρούσε με την εκάστοτε εξουσία αλλά και στην εύκαμπτη ιδεολογία του, που του επέτρεπε να αλλάζει με ευκολία στρατόπεδα: Από υποστηρικτής του Καποδίστρια στρέφεται κατόπιν στον Όθωνα, για να τον απορρίψει λίγο αργότερα και να στραφεί μετά στον Γεώργιο τον Α’. Σημαντικό, ωστόσο, είναι εδώ το γεγονός ότι και σε αυτό το πλαίσιο ο «φωτίζων λύχνος», ο «φανός» στον οποίον απευθύνεται ο Λέανδρος είναι ο Όθωνας. Άλλωστε, στόχος είναι η «αναγέννηση των φώτων» και η πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, να δουν δηλαδή το φως τους και οι τυφλοί. Έτσι, σε μια αποστροφή αναφωνεί ο Λέανδρος:
Ω Βασιλεύ της Ελλάδος! […] το να φθάσωµεν όµως εις την προγονικήν ηµών δόξαν και δύναµιν δια της συνενώσεως εις εν όλης της Ελληνικής φυλής και δια της αναγεννήσεως των φώτων, το να ωφεληθώµεν από αιώνα έγκυον µεγάλων µελλόντων, και πλήρη µεγάλων εφευρέσεων, τούτο είναι ιδικόν σου έργον» (Σούτσος, 1996, 129).
Παρόμοια μοτίβα εμφανίζονται, άλλωστε, και στην ωδή προς τον Όθωνα που εκδίδει ο Παναγιώτης Σούτσος το 1835 με αφορμή την ενηλικίωση του Όθωνα και την επίσημη άνοδό του στον θρόνο. Κι εδώ, παρόλο που ο Όθωνας δεν είναι αυτόφωτος, αλλά είναι ο ήλιος της Ελλάδας που τον φωτίζει, το αίτημα για «φωτισμό της όλης κοινωνίας των ανθρώπων» διατυπώνεται εκ νέου, όπως επίσης και η επιθυμία να «φωτιστούν» κι άλλα «έθνη τυφλά έτι, εκεί όπου η Ασία / συνθρηνεί κι η Αφρική» (Σούτσος, 1835, 6). Το ότι ο Όθωνας δεν ήταν ο μονάρχης που θα κατάφερνε να επεκτείνει την Ελλάδα, όπως ελπίζει ο Παναγιώτης Σούτσος, δεν αργεί πάρα πολύ να αποδειχτεί. Δείγματα ότι ο Σούτσος προσπαθεί να ξορκίσει μια τέτοια πιθανότητα υπάρχουν και στον Λέανδρο.
Ο Λέανδρος ή ο αυτόχειρας πατριώτης
Σε τι οφείλεται όμως η έμμονη θλίψη του Λέανδρου; Από πού πηγάζει αυτός ο πένθιμος πατριωτισμός; Είναι πιθανόν άραγε η διαρκής μελαγχολία του Λέανδρου να οφείλεται στο ότι υποπτεύεται ότι ο Όθωνας δε θα μπορέσει να λειτουργήσει ως άλλος Μέγας Αλέξανδρος, όπως άλλωστε γνωρίζει εξαρχής ότι ο έρωτας του προς την Κοραλία είναι αδύνατον να ευοδωθεί; Στο ερώτημα αυτό έχουν δοθεί διαφορετικές απαντήσεις. Έτσι, για αυτή τη διαρκή θλίψη που επιδεικνύει ο Λέανδρος από την αρχή του μυθιστορήματος ο Βελουδής δίνει την εξής εξήγηση:
[…] είναι καλλιτεχνικά, αισθητικά τεκμήρια ενός πρώιμου spleen, κοινωνικοψυχολογικού συνδρόμου του στενού οθωνικού, μοναρχικού περιβάλλοντος˙ οι ενδείξεις ενός τέτοιου καθαρά κοινωνικά προκεκλημένου spleen στο ίδιο το κείμενο του μυθιστορήματος […] είναι τόσο πυκνές, ώστε δίκαια μπορούμε να πούμε ότι το αίτιο της αυτοκτονίας του Λέανδρου […] δεν ήταν η αγαπημένη του Κοραλία αλλά η μισητή του Μοναρχία (Βελουδής, 1992, 120).
Αντίστοιχα, ο Βαγενάς διαπιστώνει ότι ο Λέανδρος έχει συγκεκριμένο πολιτικό όραμα, που καταδεικνύεται μέσω της ισχυρής αντιεξουσιαστικής του διάθεσης, μέσω των αρνητικών σχολίων εναντίον των συγχρόνων του πολιτικών, μέσω της πεποίθησής του ότι ζει σε έναν αιώνα «έγγυον μεγάλων μελλόντων» και μέσω της περιπλάνησης της φαντασίας του στην «μέλλουσαν κοινωνίαν […] φιλοσόφων, ποιητών, ρητόρων, αρχιτεκτόνων, ζωγράφων και λιθοξόων» (Βαγενάς, 1997, 49). Κι ο Βαγενάς καταλήγει ότι «ο Λέανδρος είναι ένας ουτοπικός σοσιαλιστής που λυγίζει τελικά κάτω από το βάρος της ρομαντικής μελαγχολίας.» (ό.π., 49). Αναφορικά δε με το πολιτικό όραμα του Παναγιώτη Σούτσου, σύγχρονοι μελετητές του κειμένου, όπως π.χ. η Αλεξάνδρα Σαμουήλ (βλ. Σαμουήλ, 1996α), εντάσσουν το κείμενο σε ένα πλαίσιο «προοδευτικό», απορρίπτοντας την παραδεδομένη άποψη των παλαιότερων κριτικών, που το αντιμετώπιζαν ως έκφραση ενός πολιτικού συντηρητισμού.4Μέχρι πρόσφατα αντιμετωπιζόταν ως γλωσσικά και ιδεολογικά συντηρητική λογοτεχνία, ως μια πολιτικά αντιδραστική λογοτεχνία δευτέρας κατηγορίας με μικρές φωτεινές εξαιρέσεις. Βλ. π.χ. το σχόλιο του Λίνου Πολίτη ότι «δίπλα στους πολλούς μέτριους ή κακούς ποιητές ξεχωρίζουν και οι λίγοι, που αρθρώνουν μια γνησιότερη λυρική φωνή και που κατορθώνουν κάποτε να μεταβάλλουν και το ρομαντισμό και την καθαρεύουσα σε αρετή.» (Πολίτης, 2010, 170). Σχετικά με το ζήτημα αυτό ο Νάσος Βαγενάς σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ένας από τους λόγους της σημερινής επανεκτίμησης της παλαιότερης πεζογραφίας μας είναι η απομάκρυνση από τα πάθη του δημοτικιστικού αγώνα, που δεν μας επέτρεπαν να δούμε απροκατάληπτα το έργο των πρώτων πεζογράφων του ελληνικού κράτους.» (Βαγενάς, 1997, 42).
Είναι όμως πράγματι έτσι; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι τόσο απλή. Όπως εξηγεί ο Δημήτρης Τζιόβας, η πολιτική κριτική κι ο ρομαντικός ιδεαλισμός είναι το δίπολο γύρω από το οποίο οργανώνονται τα αντιφατικά ζεύγη που συγκροτούν το κείμενο, π.χ. φύση/κοινωνία, πολιτική στράτευση/αποστασιοποίηση κτλ. Όπως διαπιστώνει ο Τζιόβας, στο κείμενο μοιάζει να είναι αδύνατη μια σύνθεση των αντιθετικών ροπών κι αυτή η αδυναμία είναι που προδιαγράφει και την τραγική κατάληξη του ήρωα (Tziovas, 2009, 219). Εν προκειμένω, όμως, η αδυναμία σύνθεσης πηγάζει από τις εγγενείς αντιφάσεις του κειμένου που διαπνέεται από ένα μεταεπαναστατικό spleen κι αφενός δέχεται τη φωτισμένη μοναρχία κι επιθυμεί την πρόοδο, αφετέρου δε διακατέχεται από μια ενθουσιώδη αλλά και πεισιθάνατη διάθεση, ενώ εμμένοντας και δοξολογώντας μόνο το παρελθόν και ελεεινολογώντας το παρόν καταλήγει να παραβλέπει κατ’ ουσία το μέλλον.
Το παρελθόν, που αντιδιαστέλλεται με το απογοητευτικό παρόν, συναρμόζει την αρχαία αίγλη με την πρόσφατη ηρωική εκδοχή του Ελληνισμού, επιτρέπει στον Λέανδρο να φαντάζεται το σύγχρονο ελληνικό έθνος ως φυσική συνέχεια της αρχαιοελληνικής παράδοσης, που βρίσκεται σε μια φάση ηθικής και πολιτικής παρακμής. Κι αν την κατάντια της χώρας και τον εκμαυλισμό του δημόσιου βίου, την ηθική και πολιτική διαφθορά ο Σούτσος την χρεώνει στον Καποδίστρια, ο ήρωάς του, που προσωποποιεί αυτό το μένος απέναντι στο τυραννικό μοντέλο εξουσίας, έχει γαλουχηθεί με ιδέες του Ρουσσώ όπως π.χ. την ιδέα ότι η κοινωνία υποδουλώνει και διαφθείρει τον άνθρωπο, ότι η κοινωνική ζωή χαρακτηρίζεται από τη δολιότητα και το ψεύδος ή ότι ο άνθρωπος μόνο στη φύση είναι ευτυχής και στην πόλη αιχμάλωτος (Καλαντζοπούλου, 2014, 176–177). Από αυτή την άποψη, ο Λέανδρος δεν έχει απέναντί του μόνο τον Καποδίστρια, την πολιτική κακοδαιμονία και την ηθική κατάπτωση της χώρας αλλά και την ίδια την κοινωνία, η οποία –όπως γνωρίζει πολύ καλά ο Λέανδρος– δεν πρόκειται να «επιστρέψει στη φύση» με τους όρους που θα ικανοποιούσαν τα ιδανικά τα οποία εκείνος πρεσβεύει. Αυτά τα ιδανικά δε, παρόλο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι σχετίζονται με τον ουτοπικό σοσιαλισμό, όπως υπογραμμίζει η Μάρω Καλαντζοπούλου, αποτελούν «κοινό τόπο στις πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις της εποχής» (ό.π., 180). Σε αυτή τη θεώρηση συνηγορεί και το γεγονός ότι κεντρικές συνιστώσες της σαινσιμονικής δεν αποτυπώνονται στο μυθιστόρημα, που μοιάζει να αντλεί ιδεολογήματα κυρίως από το πολιτικοφιλοσοφικό έργο του Ρουσσώ, από το οποίο ο Σούτσος, όπως άλλωστε κι ο Γκαίτε, δανείζεται και το πρότυπο του αναχωρητισμού που χαρακτηρίζει τον ήρωα του. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Λέανδρος σκιαγραφείται ως ένας σύγχρονος (νευρωτικός) μισάνθρωπος, που υποφέρει από τη μελαγχολική του κράση και που ελπίζει παρά ταύτα σε ένα καλύτερο μέλλον (που το ενσαρκώνει ο Όθωνας), χωρίς όμως να εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση, μιας και το βλέμμα του είναι διαρκώς στραμμένο στο παρελθόν κι εντός του. Ο Λέανδρος θα ήθελε να είναι επαναστάτης, όμως δεν επαναστατεί παρά μόνο στα λόγια, πιστεύει στην πρόοδο, αλλά τη θέλει μόνο κατ’ επίφαση, όταν ονειρεύεται για το μέλλον μια αρχαία αγορά με ποιητές και ρήτορες και λιθοξόους, και μοιάζει πράγματι πιο ερωτευμένος με μια φαντασιακή Ελλάδα από ό,τι με την Κοραλία, αλλά δεν αυτοκτονεί για τη μισητή του μοναρχία, αλλά πολύ πιθανό γιατί το κείμενο μένει πιστό στα πρότυπά του, από τα οποία δανείζεται όχι μόνο το μοτίβο ενός κοινωνικά απαγορευμένου έρωτα αλλά και το μοτίβο της αυτοχειρίας (Καρακάση, 2014, 185). Τοποθετώντας δηλαδή το κείμενό του στη γενεαλογία των επιστολικών μυθιστορημάτων, ο Παναγιώτης Σούτσος είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει τους κανόνες ανάπτυξής τους και να αποτυπώσει το ρομαντικό αδιέξοδο ως την αγεφύρωτη διάσταση μεταξύ ατομικού και συλλογικού, προκρίνοντας ωστόσο αναμφίβολα το ατομικό έναντι του συλλογικού, κι αυτό παρόλο που το κείμενο επιθυμεί να «διαφωτίσει» τη νεολαία της Ελλάδας και κυρίως να «καθοδηγήσει» τον Όθωνα, ώστε να υιοθετήσει τα μεγαλεπήβολα πολιτικά όνειρα του συγγραφέα.
Όθωνας και Λέανδρος
Εάν ο Λέανδρος «κατάγεται» από τη βερθερική παράδοση και είναι αποτέλεσμα μιας ελληνογερμανικής διασταύρωσης, ο χώρος στον οποίον περιπλανιέται είναι η Ελλάδα, μια Ελλάδα, της οποίας το μέλλον και τη μελλοντική γεωγραφία ευελπιστεί ο Παναγιώτης Σούτσος ότι θα εγγυηθεί και θα διαμορφώσει ο Όθωνας, ο νεαρός γερμανός βασιλιάς που θα υιοθετήσει τη φουστανέλα. Ο Όθωνας, που αποτελεί από αυτή την άποψη επίσης ένα προϊόν μιας ελληνογερμανικής διασταύρωσης, στο μυθοπλαστικό κόσμο του Λέανδρου δεν εκπροσωπεί απλώς την Ελλάδα, είναι ήδη Έλληνας κι όχι μόνο καταλαμβάνει μια εξέχουσα θέση, αλλά αποκτά και μεταφυσικές διαστάσεις. Είναι η ενσάρκωση της ανεξαρτησίας της μεγάλης Ελλάδας, ο φανός που θα φωτίσει τα πέρατα της ελληνόφωνης οικουμένης, θα φέρει ομόνοια, ευημερία, πρόοδο και κοινωνική ειρήνη. Και μόνο αυτή η υπέρμετρη εξιδανίκευση, οι υπερφίαλες προσδοκίες που υποκρύπτονται στην πολιτική αγιοποίηση του νεαρού βασιλιά, καθώς και η υπερβατική σχεδόν δύναμη που αποδίδεται, προδιαγράφει με ακρίβεια την πτώση του αργότερα στα μάτια του ένθερμου τότε υποστηρικτή του, Παναγιώτη Σούτσου. Η σημασία πάντως του μυθιστορήματος για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας ως μαρτυρία των δυσκολιών να αναγεννηθεί ή πιο ορθά να γεννηθεί η νέα Ελλάδα είναι αναμφισβήτητη. Ο Λέανδρος του Σούτσου είναι ένα πολύτιμο τεκμήριο που αποτυπώνει τις προσδοκίες, τις ελπίδες, τους φόβους, τα αδιέξοδα, καθώς και τις φαντασιακές και ιδεολογικές κατασκευές της εποχής αυτής, κάποιες εκ των οποίων, όπως ο μεγαλοϊδεατισμός, βρήκαν πρόσφορο έδαφος, διατηρήθηκαν για πολλά χρόνια και καθόρισαν εν πολλοίς την ιστορία του τόπου. Αλλά ακόμα και για την ιστορία της ελληνικής κριτικής και διανόησης το έργο του Παναγιώτη Σούτσου είναι σημαντικό, γιατί δείχνει την πορεία που χρειάστηκε να γίνει από την απόρριψή του ως συντηρητικού λογοτέχνη έως την επανεκτίμηση του έργου του. Για τις ελληνογερμανικές γραμματειακές σχέσεις το μυθιστόρημα του Σούτσου είναι όμως επίσης κομβικής σημασίας: Το γεγονός ότι το πρώτο μυθιστόρημα στην ελεύθερη Ελλάδα είναι μια βερθεριάδα, που «προσαρμόζει» το πρότυπό της στην τότε ιστορική συγκυρία, σχεδόν μυθοποιώντας τον νεαρό γερμανό βασιλιά, καταδεικνύει όχι μόνο τη δυναμική που έχουν οι πολιτισμικές διασταυρώσεις αλλά και το ότι οι λογοτεχνίες των δύο χωρών διαπλέκονται ήδη από τις απαρχές του ελληνικού κράτους.