Τα Δοκίμια της Επιτομής διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες, τις Μικροϊστορίες (θεματικά και χρονικά εστιασμένες μελέτες περίπτωσης), τις Μακροδιαδικασίες (πρακτικές διαμεσολάβησης, δίκτυα, πολιτικές και δομές), τα Μετα-αφηγήματα (έννοιες, ερμηνευτικά σχήματα, στερεότυπα) και τις Παρουσιάσεις (λ.χ. ερευνητικά προγράμματα ή και βιβλιοκρισίες).
Τα εγκυκλοπαιδικά Άρθρα προσφέρουν σύντομες πληροφορίες για πρόσωπα, θεσμούς, τόπους, μέσα και αντικείμενα των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων.
Οι Φάκελοι συγκεντρώνουν επιλεγμένα δοκίμια και άρθρα ώστε να προσφερθεί εποπτική εικόνα για συγκεκριμένες θεματικές ενότητες.
Νέα δοκίμια
Griechisch-deutsche rassenanthropologische Begegnungen (1886–1950)
Dieser Essay beleuchtet die griechisch-deutschen anthropologischen Verflechtungen in einem Zeitraum, der mit der Etablierung und Wirkung anthropologischer Institutionen in Griechenland zusammenfällt: des Anthropologischen Museums (1886), der Hellenischen Anthropologischen Gesellschaft (1924), des Universitätslehrstuhls für Physische Anthropologie (1925) bzw. der Abschaffung des Lehrstuhls (1950). Einen besonderen Schwerpunkt legt der Essay auf die griechisch-deutschen anthropologischen Begegnungen während der letzten Jahre der Weimarer Republik, des Aufstiegs des NS-Regimes und des Zweiten Weltkriegs. In diesem historischen Kontext dominierte in der deutschen Anthropologie bzw. NS-Rassenwissenschaft die Idee einer vermeintlich überlegenen nordisch-germanischen Rasse und im Rahmen desselben Diskurses wurde den gegenwärtigen Griechen kulturelle und rassische Minderwertigkeit zugeschrieben. Der wichtigste griechische Anthropologe und Inhaber aller anthropologischen akademischen Positionen (1925-1950), Ioannis Koumaris, stand vor ambivalenten Loyalitäten: einerseits aufgrund seiner Affinität zur deutschen Anthropologie und Rassenwissenschaft; und anderseits aufgrund seines griechischen Patriotismus. Welche Reichweite erlangt diese Ambivalenz während des Zweiten Weltkriegs, der Besatzung Griechenlands durch die Wehrmacht und der Judenverfolgung? Welche Konsequenzen hat seine Fixierung auf die Definition der „hellenischen Rasse“ durch nationalsozialistische rassenwissenschaftliche Begriffe für sein akademisches Kapital und die anthropologischen Institutionen, die er leitet?
Οι πολιτισμικοί διαμεσολαβητές των ελληνογερμανικών μεταφραστικών παραδόσεων: από τα ελληνικά στα γερμανικά
Αφετηρία του ερευνητικού έργου που παρουσιάζεται εδώ ήταν η διαπίστωση ότι οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες από και προς τις δύο κατευθύνσεις εξακολουθούν να ανήκουν στους «μεγάλους άγνωστους» των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, αν και η σημασία τους για τη διακρατική μεταφορά γνώσεων, ιδεών και απόψεων είναι αδιαμφισβήτητη. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει αυτή την ομάδα διαμεσολαβητών σε μια συλλογική βιογραφική προοπτική.
Από γερμανικής πλευράς, οι πρώτες επαφές με τη σύγχρονη Ελλάδα και τη νεοελληνική γλώσσα στις αρχές του 19ου αιώνα δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της φιλελληνικής στράτευσης, λογοτεχνικών και επιστημονικών ενδιαφερόντων. Οι μεταφραστές αυτής της περιόδου ήταν κυρίως κλασικοί φιλόλογοι και άλλες ομάδες ανθρώπων με κατάρτιση στην κλασική φιλολογία. Αργότερα κατά τη διάρκεια του αιώνα, αυτές οι ομάδες μεταφραστών συμπληρώθηκαν από τους πρώτους νεοελληνιστές, καθηγητές γλώσσας και ανθρώπους με ελληνογερμανικό προφίλ στην προσωπική, επαγγελματική και επαγγελματική τους ζωή.
Οι ελληνογερμανικές σχέσεις στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα καθορίστηκαν από την εμπειρία δύο παγκόσμιων πολέμων και πολλαπλών κρίσεων, αλλά και από τις αυξανόμενες θεσμικές αλληλεξαρτήσεις, στις οποίες συχνά συμμετείχαν οι μεταφραστές αυτής της περιόδου. Πολλοί από αυτούς εργάστηκαν ως αρχαιολόγοι, δάσκαλοι, γλωσσικοί ή πολιτιστικοί διαμεσολαβητές, τουλάχιστον για ένα διάστημα, σε γερμανικά ιδρύματα στην Ελλάδα ή σε ιδρύματα που σχετίζονται με την Ελλάδα στη Γερμανία, γεγονός που διαμόρφωσε και το μεταφραστικό τους έργο.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τομέας της ελληνογερμανικής μετάφρασης διασπάστηκε σε διαφορετικές επιμέρους περιοχές, οι οποίες αντιστοιχούσαν αφενός στην πολιτική διαίρεση του γερμανόφωνου χώρου σε Ανατολή και Δύση και αφετέρου στην ανάδυση ενός γερμανόφωνου και ενός ελληνόφωνου μεταφραστικού χώρου. Στις παράλληλες εξελίξεις αυτών των χώρων περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, η έντονη αύξηση των γυναικών μεταφραστών, αλλά και ο αυξανόμενος αριθμός μεταφραστών με ελληνικό ή ελληνογερμανικό οικογενειακό υπόβαθρο ή/και διαπολιτισμικό προφίλ ζωής και καριέρας. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μεταφραστικής κουλτούρας της Ανατολικής Γερμανίας, εκτός από την πολιτική καθοδήγηση στον χώρο της μετάφρασης, ήταν ο μεγάλος αριθμός συλλογικών μεταφραστικών έργων, που συνήθως χαρακτηρίζονταν από τη συνεργασία Ελλήνων και Γερμανών φυσικών ομιλητών. Στο δυτικογερμανικό πλαίσιο, οι πανεπιστημιακές έδρες νεοελληνικών σπουδών και τα ελληνικά παραρτήματα πολιτιστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το Ινστιτούτο Γκαίτε ή οι Γερμανικές Σχολές, εξελίχθηκαν σε σημαντικά κέντρα κατάρτισης και παραγωγής ελληνογερμανικής μετάφρασης. Ο εκδοτικός οίκος Romiosini Verlag, που ιδρύθηκε το 1982, υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα ο σημαντικότερος διαμεσολαβητής ελληνικών και ελληνόγλωσσων βιβλίων στον γερμανόφωνο χώρο και λειτούργησε επίσης ως κέντρο ενός ευρέως διαφοροποιημένου μεταφραστικού δικτύου.
Κατά τα τελευταία 30 χρόνια, πολλές από τις προαναφερθείσες τάσεις είτε σταθεροποιήθηκαν είτε ακόμη και εντάθηκαν, ενώ είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το ολοένα και πιο διαπολιτισμικό εκπαιδευτικό και επαγγελματικό προφίλ των μεταφραστών. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις εξελίξεις στη γερμανοελληνική μετάφραση, δεν υπήρξε αύξηση του αριθμού των συστηματικών μεταφραστών ή ακόμη και των μεταφραστών πλήρους απασχόλησης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι λόγοι γι‘ αυτό είναι μάλλον η περιορισμένη δεκτικότητα της γερμανικής αγοράς βιβλίου και λογοτεχνίας σε «μικρότερες» λογοτεχνίες και γλώσσες, αλλά και οι «χαμένες ευκαιρίες» προηγούμενων χρηματοδοτικών πρωτοβουλιών και τελικά μάλλον και η συχνά συμπτωματική σύνδεση των αντίστοιχων προσώπων με τη μετάφραση. Ταυτόχρονα, η μετάφραση μεταξύ γλωσσών και πολιτισμών εξακολουθεί να αποτελεί λειτούργημα για πολλά από τα άτομα που ασχολούνται με αυτήν, γεγονός που έχει οδηγήσει σε αυξημένη αυτοοργάνωση και δικτύωση μεταξύ των μεταφραστών τα τελευταία χρόνια.
μετάφραση από τα γερμανικά: Ιφιγένεια Παπούλη
Οι επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της: μοναρχικό ιδεώδες και ελληνική πραγματικότητα
Η προτεστάντισσα βασίλισσα Αμαλία ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 18 ετών για να βασιλεύσει πλάι στον βαυαρό καθολικό βασιλιά Όθωνα, σε μια χώρα που είχε αποτινάξει την οθωμανική κυριαρχία μετά από δώδεκα χρόνια αιματηρού πολέμου και εμφυλίων συρράξεων. Η εγκαθίδρυση της δυναστείας των Βίτελσμπαχ ήταν απότοκος των ευρωπαϊκών διπλωματικών χειρισμών, στο ευρύτερο πλαίσιο του δυσεπίλυτου Ανατολικού Ζητήματος. Η Αμαλία διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον πατέρα της, Μεγάλο Δούκα του Ολδεμβούργου, από το 1836 ως τον θάνατο του τελευταίου, το 1853. Βαθιά διαποτισμένος από μια προνοιακή αντίληψη της ιστορίας, ο λόγος της συμπυκνώνει τα βασικά γνωρίσματα της συντηρητικής σκέψης της εποχής της. Οι ιστορικές συγκυρίες τής προσέφεραν πολλές ευκαιρίες να εκφράσει τις ανησυχίες της για τα επαναστατικά κινήματα που συντάραξαν την Ευρώπη, για τον φιλελευθερισμό και τον συνταγματισμό και για την ολέθρια επίδραση των φιλοσόφων στην κοινωνική ειρήνη. Παράλληλα, η βασίλισσα αφουγκραζόταν τον απόηχο της εκκοσμίκευσης και της «ιδεολογικής πολιτικής» στην ελληνική κοινωνία, και κατέληξε να προτιμά τους φορείς των παραδοσιακών νοοτροπιών (αυτόχθονες, Αγωνιστές) έναντι των φορέων του δυτικού πνεύματος (ετερόχθονες, Φαναριώτες, λογίους). Η επιδίωξη της Μεγάλης Ιδέας, σε πείσμα της ευρωπαϊκής «διπλωματίας των εμπόρων», και η παράκαμψη του συντάγματος, για χάρη της αδιαμεσολάβητης κηδεμονίας του «ανώριμου λαού», ήταν οι δύο βασικοί πυλώνες της πολιτικής σκέψης και δράσης της ρομαντικής βασίλισσας, που ονειρευόταν να αναβιώσει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και προετοιμαζόταν ευχαρίστως να βαφτίσει τα παιδιά της ορθόδοξα γι’ αυτόν τον σκοπό. Ο ελληνικός θρόνος ενέταξε στη γενεαλογία του την πρόσφατη επανάσταση του ’21 και προσπάθησε να επανασυνδεθεί με το Βυζάντιο. Στο φαντασιακό της Αμαλίας, ο Όθων ήταν ένας ανάδελφος ευρωπαίος ηγεμόνας, που είχε συγκεράσει το θάρρος και την ευσέβεια του γερμανικού Μεσαίωνα, τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και την αντιστασιακή παράδοση των Αγωνιστών του 1821. Στην αλληλογραφία της περιγράφει τις απόπειρες του βασιλικού ζεύγους να διαμορφώσει ένα πρωτόκολλο, όχι βασισμένο αποκλειστικά στην ευρωπαϊκή εθιμοτυπία και τις ξένες προς τον ελληνικό λαό φεουδαρχικές παραδόσεις αλλά προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες του τόπου. Η Αυλή αποτελούσε το επίκεντρο της υπό διαμόρφωση νέας κοινωνίας, διαδραματίζοντας θεσμοποιητικό και ομογενοποιητικό ρόλο και διατηρώντας τις εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ κοινωνικών ομάδων, πολιτειακών σωμάτων και ξένων παραγόντων.
Νέα άρθρα
Κόνραντ Μέλχιορ Χίρτσελ
Ο Κόνραντ Μέλχιορ Χίρτσελ (Konrad Melchior Hirzel, 1793–1843) ήταν ελβετός πολιτικός, παιδαγωγός και φιλέλληνας. Μετά τις σFriedrich Waschnitius
Friedrich Waschnitius (Lebensdaten unbekannt) trat 1975 als Übersetzer der zweisprachigen Lyriksammlung Überprüfungen (Αναψηλάφηση) von Kostas Kindynis in Erscheinung. Dass der SkandinavΕμμανουήλ Ν. Βυβιλάκης
Ο νομικός, δημοσιογράφος και πολιτικός Εμμανουήλ Βυβιλάκης (1806-1880) θεωρείται ως ο πρώτος έλληνας, ο οποίος προΝέοι φάκελοι
Ελληνογερμανικές διασταυρώσεις στα χρόνια του Όθωνα
Δεν υπάρχει άλλη περίοδος της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας κατά την οποία η εισαγωγή κρατικών θεσμών να μετασχηματίζει την κοινωνία και τα πολιτισμικά πρότυπα σε βαθμό ανάλογο με αυτόν που παρατηρείται κατά τις τρεις δεκαετίες της βασιλείας του Όθωνα.
Οι γερμανικοί φιλελληνισμοί
Αυτός ο φάκελος συμπεριλαμβάνει τα πεδία των διασταυρώσεων μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στο κεφάλαιο που έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε ως ενιαίο γερμανικό φιλελληνισμό (ή και με αρνητικό πρόσημο μισελληνισμό). Ο πρώτος άξονας του συνεδρίου αφορά στην επανεκτίμηση των προσλήψεων του 1821 στις γερμανόφωνες χώρες και την κινητοποίηση που αυτές προκάλεσαν σε συνδυασμό με τα πολιτικά κινήματα βορείως των Άλπεων. (Σε αυτά τα κινήματα διασταυρώθηκαν άλλωστε εξαρχής μία πολιτική και μία πολιτισμική συνιστώσα, το πολιτικό φιλελληνικό κίνημα και η περιώνυμη στη σχετική βιβλιογραφία πολιτισμική τυραννία της αρχαίας Ελλάδας πάνω στη Γερμανία). Είναι αυτονόητο ότι, ο ρόλος των ελληνικών κοινοτήτων του γερμανόφωνου χώρου δεν θα πρέπει να ξεχαστεί σε αυτή την ενότητα. Με τον δεύτερο άξονα του συνεδρίου επιχειρείται η μελέτη των μετατοπίσεων αυτής της διασταύρωσης πολιτικής και πολιτισμικής συνιστώσας στα 200 χρόνια μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, στην επέτειο της οποίας είναι αφιερωμένο το συνέδριο.
Ελληνογερμανικές διασταυρώσεις από τη Γερμανική Αυτοκρατορία στην εισβολή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα
Ο νόστος των μορφωμένων Γερμανών για την κοιτίδα εκείνων των στοιχείων που καθόρισαν την προσωπική και κοινωνική τους ταυτότητα παρέμεινε αμείωτος. Συγχρόνως, οι Έλληνες που επεδίωκαν κοινωνικό κύρος μέσω της μόρφωσης επηρεάστηκαν κυρίως από τους Γερμανούς (αν και όχι μόνο) ως προς τον τρόπο που έβλεπαν τον εαυτό τους.
