Τα Δοκίμια της Επιτομής διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες, τις Μικροϊστορίες (θεματικά και χρονικά εστιασμένες μελέτες περίπτωσης), τις Μακροδιαδικασίες (πρακτικές διαμεσολάβησης, δίκτυα, πολιτικές και δομές), τα Μετα-αφηγήματα (έννοιες, ερμηνευτικά σχήματα, στερεότυπα) και τις Παρουσιάσεις (λ.χ. ερευνητικά προγράμματα ή και βιβλιοκρισίες).
Τα εγκυκλοπαιδικά Άρθρα προσφέρουν σύντομες πληροφορίες για πρόσωπα, θεσμούς, τόπους, μέσα και αντικείμενα των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων.
Οι Φάκελοι συγκεντρώνουν επιλεγμένα δοκίμια και άρθρα ώστε να προσφερθεί εποπτική εικόνα για συγκεκριμένες θεματικές ενότητες.
Νέα δοκίμια
Ο Μπρεχτ της Αριστεράς και της Ποίησης στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50
Η μελέτη συνοψίζει την πρόσληψη του Brecht στο νεοελληνικό θέατρο τη δεκαετία του ’50 και τις προεκτάσεις των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων που προκύπτουν από το πολιτισμικό αυτό γεγονός. Στο επίκεντρο τίθεται ένα καίριο θεατρικό συμβάν, η σκηνοθεσία του Κύκλου με την κιμωλία από τον Κάρολο Κουν το 1957. Το συμβάν αυτό τοποθετείται στις ιστορικές και πολιτισμικές συνδηλώσεις της εποχής του. Η βασική ερμηνευτική γραμμή της μελέτης εστιάζει στον εγχώριο διχασμό της διανόησης ανάμεσα στην πολιτική διάσταση και στην αισθητική υπεροχή του Brecht. Ανάμεσα στον Brecht της Αριστεράς και τον Brecht της Ποίησης. Σε επίπεδο ελληνογερμανικών σχέσεων εξετάζονται οι πολιτικές και πολιτισμικές διασυνδέσεις της Ελλάδας με τη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία και ανιχνεύεται η επίδραση των διεθνών αυτών επαφών στην ελληνική πρόσληψη του Brecht. Η μελέτη αναδεικνύει τις συγκλίσεις της εγχώριας Αριστεράς με τις διεκδικήσεις της Ανατολικής Γερμανίας σε επίπεδο πολιτισμικής πολιτικής ενώ, παράλληλα, υποστηρίζει πως οι πολιτικές και αισθητικές ανάγκες που τροφοδοτούσε η πρόσληψη του Brecht βρίσκονταν σε διάλογο με ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της μεταπολεμικής εποχής. Τέλος, γίνεται μια κατόπτευση των πολλαπλών προσωπείων του Brecht και της πρόσληψής του στην Ελλάδα από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό.
Η αναζήτηση ενός «Κράτους Δικαίου, δημιουργού Πολιτισμού»: γερμανοί μανδαρίνοι, έλληνες διανοούμενοι και οι θεραπείες για τη νεωτερική «αρρώστια» κατά τον Μεσοπόλεμο
Σύμφωνα με τη ρηξικέλευθη μελέτη του Fritz Ringer, The Decline of the German Mandarins. The German Academic Community [Η παρακμή των γερμανών μανδαρίνων. Η γερμανική ακαδημαϊκή κοινότητα], οι γερμανοί μανδαρίνοι, κατά βάση καθηγητές των γερμανικών πανεπιστημίων και υψηλόβαθμοι υπάλληλοι της κρατικής γραφειοκρατίας, αποτελούσαν μια ελίτ, ένα κοινωνικό στρώμα το οποίο, βασιζόμενο στο πολιτισμικό του κεφάλαιο, επιζητούσε την πνευματική ηγεσία του γερμανικού έθνους. Οι ταραχώδεις εξελίξεις πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η έλευση της εποχής των μαζών προσεγγίστηκαν από τους μανδαρίνους υπό το πρίσμα της βαθιάς Κρίσης της κουλτούρας, της μάθησης και της γνώσης, των αξιών, του Πνεύματος και της Ιστορίας συνολικά. Η κορύφωση της Κρίσης κατά τον Μεσοπόλεμο απειλούσε το κοινωνικό τους γόητρο και τη θέση τους, ενόσω υπονόμευε την πολιτισμική τους αποστολή και τις συναφείς αξιώσεις. Έτσι, επιχείρησαν να αντλήσουν από την πρότερη κληρονομιά τους, προκειμένου να δώσουν τις θεωρούμενες ως ορθές απαντήσεις, είτε μοντερνιστικές είτε ορθόδοξες, στα ερωτήματα τα οποία έθετε η Κρίση, κυρίως, στην ίδρυση ενός κράτους δικαίου, που θα ενσάρκωνε τη νομιμότητα και θα δημιουργούσε πολιτισμό. Το κράτος αυτό θα στρεφόταν εναντίον ποικίλων αντιπάλων: των δυνάμεων της Μηχανής και των ειδικών της Τεχνικής, της χρησιμοθηρικής γνώσης [Science], του γερμανικού εργατικού κινήματος και της πάλης των τάξεων. Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή εξέχοντες έλληνες δημόσιοι διανοούμενοι συναντήθηκαν –κυριολεκτικά και μεταφορικά– με την αγωνία και τους προβληματισμούς των γερμανών μανδαρίνων, ενώ κατατρύχονταν από τις δικές τους αγωνίες και ανησυχίες: η ελληνική μεσοπολεμική κρίση, το αποτέλεσμα του συνδυασμού της Μικρασιατικής Καταστροφής και της οικονομικής Κρίσης των αρχών της δεκαετίας του ’30 –παρά τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και την επιτυχή διαχείρισή της– έθετε με οξύτητα δύο αλληλένδετα ζητήματα, την κρατική/κοινωνική ανοικοδόμηση και τον νέο εθνικό πολιτισμικό προσανατολισμό. Αν και ο όλος προβληματισμός στηρίζεται κυρίως στη μελέτη του Ringer, πλαισιώνεται με «εργαλεία» όπως η ιστορική κοινωνιολογία του Peter Wagner (1994. 2008), ο οποίος προσεγγίζει τον Μεσοπόλεμο ως το αποκορύφωμα της πρώτης κρίσης της νεωτερικότητας. Άλλα σημαντικά «εργαλεία» που στήριξαν τον προβληματισμό στο παρόν δοκίμιο είναι οι Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας, ιδιαίτερα η έννοια «της διανοητικής οικειοποίησης της τεχνολογίας», όπως έχει αναπτυχθεί από τους Mikael Hård και Andrew Jamison (1998), και ακόμη ορισμένες τάσεις των Σπουδών Μοντερνισμού και Φασισμού, ιδιαίτερα αυτές των Roger Griffin (2007), Peter Osborne (1995) και Dick Pels (1998. 2000, ix-xix, 1-26, 193-227), που θεωρούν τον φασισμό ως παλιγγενετικό μοντερνισμό και τονίζουν τον μελλοντικό προσανατολισμό της Συντηρητικής Επανάστασης, αλλά και αρκετές μείζονες, τέλος, συμβολές της διανοητικής ιστορίας του Μεσοπολέμου.
Der versteinerte Kaiser. Kulturtransfers zwischen deutscher und griechischer Nationalromantik
Die mittelalterliche Sage des schlafenden letzten Kaisers war eine gemeinsame, gelehrte wie volkstümliche Überlieferung des östlichen wie des westlichen christlichen Mittelalters. Etwas Entsprechendes kann auch für die neueren Umformungen und Instrumentalisierungen der Sage im Rahmen der deutschen und griechischen Nationalromantik behauptet werden. Zu den bedeutendsten Stationen auf diesem Wege kann man im ersten Fall die Aufzeichnung der Sage als Deutsche Sage durch die Brüder Grimm (1816), das gleichzeitige (1817) emblematische Gedicht Barbarossa von Friedrich Rückert, die Übernahme des Motivs durch Kaiser Wilhelm I., der unter dem Beinamen Barbablanca als Verkörperung und Erfüllung der Sage erschien, und schließlich den Bau und die Einweihung des entsprechenden Denkmals bei der Kyffhäuser-Burg (1896) zählen. Bedeutende Stationen auf dem Weg, den der „Versteinerte Kaiser“ in Griechenland zurücklegte, war die Veröffentlichung der gleichnamigen, kommentierten „Volksüberlieferung“ durch Nikolaos Politis (1904) sowie auch, früher, das Gedicht von Jeorjios Vizyinos mit dem Titel „Der letzte Palaiologos“ (1883) wie auch allgemein die Ausstattung des griechischen Thronfolgers Konstantinos, auch mittels der Sage, mit dem Titel Konstantinos XII. In beiden Fällen wurde der moderne Weg des Symbols durch dessen Verweltlichung und die stillschweigende Entledigung von seinen ursprünglichen eschatologischen Konnotationen charakterisiert. In dem Essay werden die parallelen Verwendungen des Motivs, aber auch die bestehenden Verflechtungen und kulturellen Transfers zwischen dem deutschen und dem griechischen Fall skizziert sowie die komplexe Beziehung zwischen vormodernen Überlieferungen und modernen Verwendungen. Gleichzeitig wird die Interpretation nicht nur der Analogien, sondern auch der Unterschiede unternommen: Wenn der Mythos für Deutschland nach 1871 eine abgeschlossene politische Realität legitimierte, symbolisierte und verdichtete sie für die griechische Ideologie der Megali Idea das Gewünschte.
Übersetzung aus dem Griechischen: Ulf-Dieter Klemm
Νέα άρθρα
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (Alexandros Rizos Rangavis, 1809–1892), γνωστός και ως Rangabé, υπήρξε ένας από τους γνωστότερους έλλΓιόχαν Ματίας Φίρμενιχ-Ρίχαρτς
Ο Γιόχαν Ματίας Φίρμενιχ-Ρίχαρτς (Johann Matthias Firmenich-Richartz, 1808–1889) ήταν γερμανός φιλόλογος και συγγραφέας, ο οποίοςDimitrios S. Konstantopoulos
1. Promotion (Soziologie) Dimitrios S. Konstantopoulos (1916-2008) war von 1936 bis 1941 als Promotionsstudent an der Universität Hamburg eingeschrieben (Stipendiat der Alexander von Humboldt-StiftuΝέοι φάκελοι
Ελληνογερμανικές διασταυρώσεις στα χρόνια του Όθωνα
Δεν υπάρχει άλλη περίοδος της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας κατά την οποία η εισαγωγή κρατικών θεσμών να μετασχηματίζει την κοινωνία και τα πολιτισμικά πρότυπα σε βαθμό ανάλογο με αυτόν που παρατηρείται κατά τις τρεις δεκαετίες της βασιλείας του Όθωνα.
Οι γερμανικοί φιλελληνισμοί
Αυτός ο φάκελος συμπεριλαμβάνει τα πεδία των διασταυρώσεων μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στο κεφάλαιο που έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε ως ενιαίο γερμανικό φιλελληνισμό (ή και με αρνητικό πρόσημο μισελληνισμό). Ο πρώτος άξονας του συνεδρίου αφορά στην επανεκτίμηση των προσλήψεων του 1821 στις γερμανόφωνες χώρες και την κινητοποίηση που αυτές προκάλεσαν σε συνδυασμό με τα πολιτικά κινήματα βορείως των Άλπεων. (Σε αυτά τα κινήματα διασταυρώθηκαν άλλωστε εξαρχής μία πολιτική και μία πολιτισμική συνιστώσα, το πολιτικό φιλελληνικό κίνημα και η περιώνυμη στη σχετική βιβλιογραφία πολιτισμική τυραννία της αρχαίας Ελλάδας πάνω στη Γερμανία). Είναι αυτονόητο ότι, ο ρόλος των ελληνικών κοινοτήτων του γερμανόφωνου χώρου δεν θα πρέπει να ξεχαστεί σε αυτή την ενότητα. Με τον δεύτερο άξονα του συνεδρίου επιχειρείται η μελέτη των μετατοπίσεων αυτής της διασταύρωσης πολιτικής και πολιτισμικής συνιστώσας στα 200 χρόνια μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, στην επέτειο της οποίας είναι αφιερωμένο το συνέδριο.
Ελληνογερμανικές διασταυρώσεις από τη Γερμανική Αυτοκρατορία στην εισβολή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα
Ο νόστος των μορφωμένων Γερμανών για την κοιτίδα εκείνων των στοιχείων που καθόρισαν την προσωπική και κοινωνική τους ταυτότητα παρέμεινε αμείωτος. Συγχρόνως, οι Έλληνες που επεδίωκαν κοινωνικό κύρος μέσω της μόρφωσης επηρεάστηκαν κυρίως από τους Γερμανούς (αν και όχι μόνο) ως προς τον τρόπο που έβλεπαν τον εαυτό τους.
