Τα Δοκίμια της Επιτομής διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες, τις Μικροϊστορίες (θεματικά και χρονικά εστιασμένες μελέτες περίπτωσης), τις Μακροδιαδικασίες (πρακτικές διαμεσολάβησης, δίκτυα, πολιτικές και δομές), τα Μετα-αφηγήματα (έννοιες, ερμηνευτικά σχήματα, στερεότυπα) και τις Παρουσιάσεις (λ.χ. ερευνητικά προγράμματα ή και βιβλιοκρισίες).
Τα εγκυκλοπαιδικά Άρθρα προσφέρουν σύντομες πληροφορίες για πρόσωπα, θεσμούς, τόπους, μέσα και αντικείμενα των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων.
Οι Φάκελοι συγκεντρώνουν επιλεγμένα δοκίμια και άρθρα ώστε να προσφερθεί εποπτική εικόνα για συγκεκριμένες θεματικές ενότητες.
Νέα δοκίμια
Γράμματα από τη Γερμανία. Μίκης Θεοδωράκης και Φώντας Λάδης: Μουσικές διασταυρώσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στη δεκαετία του 1960 και του 1970
Με αφορμή τη στιχουργική σύνθεση του Φώντα Λάδη με τον τίτλο Γράμματα από τη Γερμανία (1966), διερευνήθηκαν οι όροι διεξαγωγής μιας συζήτησης για τις όψεις της εργατικής μετανάστευσης της δεκαετίας του 1960 στο πεδίο της μουσικής παραγωγής και της στιχουργικής και μια μικροϊστορία των ελληνογερμανικών σχέσεων στη μουσική-ποιητική της διάσταση. Πρόκειται για μια μικροϊστορία που αποκαλύπτει διαδοχικές εικόνες της ελληνικής μετανάστευσης στη Δυτική Γερμανία της δεκαετίας του 1960 και αποτελεί τμήμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας της μελοποίησης σε μια περίοδο πριν από τη δικτατορία και την ανάδυση του κυρίως πολιτικού τραγουδιού.
Μεταφράζοντας γερμανική ιδεολογία στα ελληνικά: Η Σίτσα Καραϊσκάκη και ο εθνικοσοσιαλισμός
Το δοκίμιο συζητά τη μεταφορά εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας από τη Γερμανία στην Ελλάδα, ανιχνεύοντας τη δράση της ελληνίδας διανοούμενης με σπουδές στο γερμανόφωνο χώρο Σίτσας Καραϊσκάκη (1897-1987) κι εστιάζοντας στις πρακτικές μετάφρασης και διασκευής που αυτή μετήλθε. Στο επίκεντρο τίθενται άρθρα της που, ενώ παρουσιάζονται ως πρωτότυπα, συνιστούν πλαγιαρισμό από το κύριο σύγγραμμα του ηγετικού εθνικοσοσιαλιστή θεωρητικού, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, με τίτλο Der Mythus des 20. Jahrhunderts (1930). Προς πληρέστερη πλαισίωση του φαινομένου, λαμβάνονται υπόψη παλαιότερες εκδόσεις της Καραϊσκάκη που προϊδεάζουν για την αντιγραφή από τον Ρόζενμπεργκ. Η τελευταία συνιστά ένα παράδειγμα ιδεολογικής μετοχέτευσης ιδιάζουσας σημασίας, καθότι τα κείμενα δημοσιεύθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου σε καθεστωτικά ή φιλομεταξικά έντυπα σχετικώς ευρείας κυκλοφορίας, χωρίς καμία ένδειξη ότι αποτελούν προϊόν μετάφρασης, γεγονός που συνέτεινε στην προώθηση τόσο των ιδεών που περιείχαν ως «ελληνικών» όσο και της «συγγραφέως» ως διανοούμενης. Το δοκίμιο παρέχει επίσης στοιχεία για τις σχέσεις της Σίτσας Καραϊσκάκη με τη Γερμανία πριν και μετά τη μεταξική δικτατορία, κλείνοντας με αναφορές στο «δεύτερο βίο» της και την έντονη αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος φασιστοειδών κύκλων για την προσωπικότητα και το έργο της κατά τα τελευταία έτη. Το ενδιαφέρον αυτό επανενεργοποιεί την εν πολλοίς μετακενωμένη από τη Γερμανία ιδεολογία που προέβαλε η Καραϊσκάκη, αναδεικνύοντας τη διαχρονική σημασία της δράσης της για τη διαμόρφωση μιας σκοτεινής αλλά μη αμελητέας όψης των ελληνογερμανικών πολιτισμικών σχέσεων και ωσμώσεων.
Οι πολιτισμικοί διαμεσολαβητές των ελληνογερμανικών μεταφραστικών παραδόσεων: από τα ελληνικά στα γερμανικά
Αφετηρία του ερευνητικού έργου που παρουσιάζεται εδώ ήταν η διαπίστωση ότι οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες από και προς τις δύο κατευθύνσεις εξακολουθούν να ανήκουν στους «μεγάλους άγνωστους» των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, αν και η σημασία τους για τη διακρατική μεταφορά γνώσεων, ιδεών και απόψεων είναι αδιαμφισβήτητη. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει αυτή την ομάδα διαμεσολαβητών σε μια συλλογική βιογραφική προοπτική.
Από γερμανικής πλευράς, οι πρώτες επαφές με τη σύγχρονη Ελλάδα και τη νεοελληνική γλώσσα στις αρχές του 19ου αιώνα δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της φιλελληνικής στράτευσης, λογοτεχνικών και επιστημονικών ενδιαφερόντων. Οι μεταφραστές αυτής της περιόδου ήταν κυρίως κλασικοί φιλόλογοι και άλλες ομάδες ανθρώπων με κατάρτιση στην κλασική φιλολογία. Αργότερα κατά τη διάρκεια του αιώνα, αυτές οι ομάδες μεταφραστών συμπληρώθηκαν από τους πρώτους νεοελληνιστές, καθηγητές γλώσσας και ανθρώπους με ελληνογερμανικό προφίλ στην προσωπική, επαγγελματική και επαγγελματική τους ζωή.
Οι ελληνογερμανικές σχέσεις στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα καθορίστηκαν από την εμπειρία δύο παγκόσμιων πολέμων και πολλαπλών κρίσεων, αλλά και από τις αυξανόμενες θεσμικές αλληλεξαρτήσεις, στις οποίες συχνά συμμετείχαν οι μεταφραστές αυτής της περιόδου. Πολλοί από αυτούς εργάστηκαν ως αρχαιολόγοι, δάσκαλοι, γλωσσικοί ή πολιτιστικοί διαμεσολαβητές, τουλάχιστον για ένα διάστημα, σε γερμανικά ιδρύματα στην Ελλάδα ή σε ιδρύματα που σχετίζονται με την Ελλάδα στη Γερμανία, γεγονός που διαμόρφωσε και το μεταφραστικό τους έργο.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τομέας της ελληνογερμανικής μετάφρασης διασπάστηκε σε διαφορετικές επιμέρους περιοχές, οι οποίες αντιστοιχούσαν αφενός στην πολιτική διαίρεση του γερμανόφωνου χώρου σε Ανατολή και Δύση και αφετέρου στην ανάδυση ενός γερμανόφωνου και ενός ελληνόφωνου μεταφραστικού χώρου. Στις παράλληλες εξελίξεις αυτών των χώρων περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, η έντονη αύξηση των γυναικών μεταφραστών, αλλά και ο αυξανόμενος αριθμός μεταφραστών με ελληνικό ή ελληνογερμανικό οικογενειακό υπόβαθρο ή/και διαπολιτισμικό προφίλ ζωής και καριέρας. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μεταφραστικής κουλτούρας της Ανατολικής Γερμανίας, εκτός από την πολιτική καθοδήγηση στον χώρο της μετάφρασης, ήταν ο μεγάλος αριθμός συλλογικών μεταφραστικών έργων, που συνήθως χαρακτηρίζονταν από τη συνεργασία Ελλήνων και Γερμανών φυσικών ομιλητών. Στο δυτικογερμανικό πλαίσιο, οι πανεπιστημιακές έδρες νεοελληνικών σπουδών και τα ελληνικά παραρτήματα πολιτιστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το Ινστιτούτο Γκαίτε ή οι Γερμανικές Σχολές, εξελίχθηκαν σε σημαντικά κέντρα κατάρτισης και παραγωγής ελληνογερμανικής μετάφρασης. Ο εκδοτικός οίκος Romiosini Verlag, που ιδρύθηκε το 1982, υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα ο σημαντικότερος διαμεσολαβητής ελληνικών και ελληνόγλωσσων βιβλίων στον γερμανόφωνο χώρο και λειτούργησε επίσης ως κέντρο ενός ευρέως διαφοροποιημένου μεταφραστικού δικτύου.
Κατά τα τελευταία 30 χρόνια, πολλές από τις προαναφερθείσες τάσεις είτε σταθεροποιήθηκαν είτε ακόμη και εντάθηκαν, ενώ είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το ολοένα και πιο διαπολιτισμικό εκπαιδευτικό και επαγγελματικό προφίλ των μεταφραστών. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις εξελίξεις στη γερμανοελληνική μετάφραση, δεν υπήρξε αύξηση του αριθμού των συστηματικών μεταφραστών ή ακόμη και των μεταφραστών πλήρους απασχόλησης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι λόγοι γι‘ αυτό είναι μάλλον η περιορισμένη δεκτικότητα της γερμανικής αγοράς βιβλίου και λογοτεχνίας σε «μικρότερες» λογοτεχνίες και γλώσσες, αλλά και οι «χαμένες ευκαιρίες» προηγούμενων χρηματοδοτικών πρωτοβουλιών και τελικά μάλλον και η συχνά συμπτωματική σύνδεση των αντίστοιχων προσώπων με τη μετάφραση. Ταυτόχρονα, η μετάφραση μεταξύ γλωσσών και πολιτισμών εξακολουθεί να αποτελεί λειτούργημα για πολλά από τα άτομα που ασχολούνται με αυτήν, γεγονός που έχει οδηγήσει σε αυξημένη αυτοοργάνωση και δικτύωση μεταξύ των μεταφραστών τα τελευταία χρόνια.
μετάφραση από τα γερμανικά: Ιφιγένεια Παπούλη
Νέα άρθρα
Hermann Müller
Hermann Müller (1890–n. d.) war ein deutscher Philologe und Redakteur, der 1948 gemeinsam mit Isidora Kamarinea (später: Rosenthal-Kamarinea) eine Übersetzung der Erzählung Theonichos und MnAnastassios Emmanouil Papas
Anastassios E. Papas (1796–1858) war ein griechischer Kaufmann und Freiheitskämpfer, der 1821 die erste deutsche Übersetzung des „neuen griechischen Anakreon“ Athanassios Christopoulos veröffΚρίστιαν Μύλλερ
Ο Κρίστιαν Μύλλερ (Christian Müller, 1790–1851) ήταν γερμανός νομικός, που εργάστηκε ως συγγραφέας και μεταφραστής. ΚατάΝέοι φάκελοι
Ελληνογερμανικές διασταυρώσεις στα χρόνια του Όθωνα
Δεν υπάρχει άλλη περίοδος της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας κατά την οποία η εισαγωγή κρατικών θεσμών να μετασχηματίζει την κοινωνία και τα πολιτισμικά πρότυπα σε βαθμό ανάλογο με αυτόν που παρατηρείται κατά τις τρεις δεκαετίες της βασιλείας του Όθωνα.
Οι γερμανικοί φιλελληνισμοί
Αυτός ο φάκελος συμπεριλαμβάνει τα πεδία των διασταυρώσεων μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στο κεφάλαιο που έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε ως ενιαίο γερμανικό φιλελληνισμό (ή και με αρνητικό πρόσημο μισελληνισμό). Ο πρώτος άξονας του συνεδρίου αφορά στην επανεκτίμηση των προσλήψεων του 1821 στις γερμανόφωνες χώρες και την κινητοποίηση που αυτές προκάλεσαν σε συνδυασμό με τα πολιτικά κινήματα βορείως των Άλπεων. (Σε αυτά τα κινήματα διασταυρώθηκαν άλλωστε εξαρχής μία πολιτική και μία πολιτισμική συνιστώσα, το πολιτικό φιλελληνικό κίνημα και η περιώνυμη στη σχετική βιβλιογραφία πολιτισμική τυραννία της αρχαίας Ελλάδας πάνω στη Γερμανία). Είναι αυτονόητο ότι, ο ρόλος των ελληνικών κοινοτήτων του γερμανόφωνου χώρου δεν θα πρέπει να ξεχαστεί σε αυτή την ενότητα. Με τον δεύτερο άξονα του συνεδρίου επιχειρείται η μελέτη των μετατοπίσεων αυτής της διασταύρωσης πολιτικής και πολιτισμικής συνιστώσας στα 200 χρόνια μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, στην επέτειο της οποίας είναι αφιερωμένο το συνέδριο.
Ελληνογερμανικές διασταυρώσεις από τη Γερμανική Αυτοκρατορία στην εισβολή της Βέρμαχτ στην Ελλάδα
Ο νόστος των μορφωμένων Γερμανών για την κοιτίδα εκείνων των στοιχείων που καθόρισαν την προσωπική και κοινωνική τους ταυτότητα παρέμεινε αμείωτος. Συγχρόνως, οι Έλληνες που επεδίωκαν κοινωνικό κύρος μέσω της μόρφωσης επηρεάστηκαν κυρίως από τους Γερμανούς (αν και όχι μόνο) ως προς τον τρόπο που έβλεπαν τον εαυτό τους.
