«Shenzi Ulaya» ─ Ελληνογερμανικές Διασταυρώσεις: Από τον Σιδηρόδρομο της Βαγδάτης στην Αποικία της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής

  • Veröffentlicht 23.02.22

Κατά το χρονικό διάστημα 1871-1941, ποιες ελληνογερμανικές διασταυρώσεις αναδύονται στο περιθώριο της επίσημης ελληνικής και γερμανικής ιστοριογραφίας; Ποιες από αυτές ανέκυψαν εξαιτίας των αποικιοκρατικών προγραμμάτων έργων υποδομής του Γερμανικού Ράιχ μεταξύ 1904 και 1914; Ποιον ρόλο διαδραμάτισαν οι Έλληνες στη δημιουργία της σιδηροδρομικής γραμμής της Βαγδάτης εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και στη δημιουργία της κεντρικής σιδηροδρομικής γραμμής της αποικίας της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής (Deutsch-Ostafrika: DOA, στο εξής: Γ.Α.Α.), έργα που εκτελέστηκαν και τα δύο από τις ίδιες γερμανικές κατασκευαστικές εταιρείες και χρηματοδοτήθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας (Deutsche Bank); Ποια θέση ή ποιες θέσεις κατέλαβαν οι Έλληνες στην αποικιακή κοινωνία της Γ.Α.Α.; Κατά τις εργασίες κατασκευής των σιδηροδρόμων, ποιας αντιμετώπισης τύγχαναν οι Έλληνες εκ μέρους της κοινωνίας ως «κατώτεροι λευκοί»;

Inhalt

    Έλληνες υπεργολάβοι: Από τον σιδηρόδρομο της Βαγδάτης στον κεντρικό σιδηρόδρομο της Γ.Α.Α.

    Τόσο η κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (ca. 1903-1914, 1500 χλμ.), όσο και η κατασκευή του λεγόμενου κεντρικού σιδηροδρόμου της Γ.Α.Α. (ca. 1905-1914, 1300 χλμ.), δεν αποτέλεσαν σε καμία περίπτωση εγχειρήματα αυστηρά γερμανικού ενδιαφέροντος. Κάθε άλλο, και οι δύο αυτοί σιδηρόδρομοι συνιστούσαν έργα που αποσκοπούσαν στην επαύξηση του γοήτρου του Γερμανικού Ράιχ, έχοντας ως περαιτέρω στόχο τη διεύρυνση της επιρροής της Γερμανίας πέρα από τα στενά γεωγραφικά όρια της (Fuhrmann, 2013, 190-207). Επιπλέον, παρότι χρηματοδοτήθηκαν αμφότερα από την Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας και σχεδιάστηκαν-εκτελέστηκαν από την ίδια κατασκευαστική εταιρεία με την επωνυμία Philipp Holzmann που είχε την έδρα της στη Φρανκφούρτη (Rösser, 2021b, Kleinöder, 2020· Kaiser, 2012· Gall et al., 1995, 52-82· Pohl, 1999, 96-114), η εκπροσώπηση των γερμανών πολιτών στο εργατικό δυναμικό των δύο έργων ήταν μειοψηφική: Ως επί το πλείστον επρόκειτο για διευθυντικά στελέχη της κατασκευαστικής εταιρείας Philipp Holzmann ή της MAN ή υπαλλήλους των εκάστοτε επιμέρους επιχειρησιακών εταιρειών (λ.χ. η Εταιρεία Σιδηροδρόμων της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής), ενώ κάποτε λειτουργούσαν και ως μέλη αναρίθμητων μικρών ομάδων ανώτερων μηχανικών.

    Αναγκαία προέβη έτσι η αξιοποίηση, πέρα από το ντόπιο εργατικό δυναμικό της Ανατολικής Αφρικής, και υπεργολάβων της Νοτίου (και ιδίως Νοτιοανατολικής) Ευρώπης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν κυρίως Ιταλοί, αλλά ιδίως Έλληνες. Για τον περιορισμό του κόστους κατά την κατασκευή τόσο της γραμμής της Βαγδάτης όσο και του κεντρικού σιδηροδρόμου της Ανατολικής Αφρικής εφαρμόστηκε η οικονομική αρχή της «εξωτερικής ανάθεσης». Και στα δύο εγχειρήματα, μεμονωμένα τμήματα των γραμμών, που έφταναν έως και τα 50 χλμ. μήκος, ανατέθηκαν σε έλληνες υπεργολάβους, οι οποίοι τα κατασκεύασαν με δικό τους οικονομικό ρίσκο, δρώντας εικονικά ως ανεξάρτητοι (Rösser, 2021b; Hill, 1957, 84-105· Reichart, 2005, 28-40). Ακόμη και πριν την πραγματική έναρξη της κατασκευής του σιδηροδρόμου το 1905, έλληνες υπεργολάβοι είχανε καταφτάσει στη Γ.Α.Α. από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως ανέφερε στα τέλη της δεκαετίας του ‘40 ο σύμβουλος κατασκευών της Holzmann, Ferdinand Grages (Stadtarchiv Frankfurt, 1948, 3· Gallant, 2016, 157):

    Ανάμεσα στους Έλληνες της Μέσης και Εγγύς Ανατολής […] είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι στη Γερμανική Ανατολική Αφρική θα κατασκευαζόταν ένας μεγάλος σιδηρόδρομος. Συνέρρευσαν έτσι πάρα πολλοί υπεργολάβοι, καθώς και άλλοι που ήθελαν να γίνουν. Στο μέτρο που η κατασκευή των πρώτων τμημάτων της γραμμής της Βαγδάτης, είχε ολοκληρωθεί το 1904 από την εταιρεία μας, αρκετοί υπάλληλοι από εκεί προσλήφθηκαν και για την εκτέλεση των νέων εργασιών στην Γερμανική Ανατολική Αφρική.

    Μετά και από την ολοκλήρωση ενός ακόμη τμήματος της γραμμής της Βαγδάτης το 1908, και ενόψει των επαναστατικών κινήσεων των «Νεοτούρκων» στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (κινήσεις που εμπόδισαν την εξακολούθηση του έργου), η εταιρεία προσέλαβε για την κατασκευή του αποικιακού σιδηροδρόμου στην Ανατολική Αφρική ειδικά έλληνες υπεργολάβους, τους οποίους απασχολούσε έως τότε στη γραμμή της Βαγδάτης. Εάν ήδη πριν την κατασκευή του ανατολικο-αφρικανικού σιδηροδρόμου η ελληνική παροικία στη γερμανική αποικία ήταν μια υπολογίσιμη ευρωπαϊκή μειονότητα (πολλοί Έλληνες είχαν μεταναστεύσει από την Αίγυπτο και ασχολούνταν με την καλλιέργεια κυρίως καπνού και καφεόδεντρων), η σημασία της τώρα, με την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, αυξανόταν ακόμη περισσότερο και διαρκώς, τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση του έργου το καλοκαίρι του 1914. Τούτο φαίνεται, για παράδειγμα, ξεκάθαρα στα πληθυσμιακά δεδομένα της πόλης Ταμπόρα, η οποία βρισκόταν στην καρδιά της Γ.Α.Α., και η οποία, λόγω της κατασκευής του σιδηροδρόμου και της συνεπαγόμενης σημασίας του, ούσα σχεδόν στο κέντρο της νέας σιδηροδρομικής γραμμής, γνώρισε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Κατά το έτος 2012, η εφημερίδα Deutsch-Ostafrikanische Zeitung (DOAZ) υπολόγιζε τους ευρωπαίους κατοίκους της Ταμπόρα σε 433, εκ των οποίων οι 390 ήταν άντρες. Στο σύνολο αυτό, υπήρχαν 202 Έλληνες, οι οποίοι καταγράφονταν είτε ως υπεργολάβοι στα έργα του σιδηροδρόμου (60), είτε ως τεχνίτες (70) είτε ως έμποροι (25). Από τα στοιχεία αυτά μπορεί να συναχθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των ελλήνων τεχνιτών απασχολήθηκε στην κατασκευή του σιδηροδρόμου, ενώ οι έλληνες έμποροι, κατά κύριο λόγο, προμήθευαν πιθανόν με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης τους έως και 20.000 ανατολικο-αφρικανούς εργάτες. Από την άλλη μεριά, η καταγραφή μεταξύ άλλων και 41 ελλήνων ανέργων επιβεβαιώνει ότι, παρά τις ευκαιρίες απασχόλησης που προσφέρονταν ενόψει του έργου, δεν ήταν πάντοτε και εξίσου εύκολο για όλους στη Γ.Α.Α. να αποκομίσουν κάποιο εισόδημα (DOAZ, XIV, Nr. 92, Nr. 96· Rösser, 2021b).

    Έλληνες στρατολόγοι εργατών και ελληνογερμανικές διασταυρώσεις κατά την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής της Γ.Α.Α.

    Η ιδιαίτερη σημασία των Ελλήνων για την κατασκευή του σιδηροδρόμου στη Γ.Α.Α. δεν έγκειτο μονάχα στο γεγονός ότι εκτελούσαν τις ως άνω εργασίες. Πολύ σημαντικότερη για το έργο, αλλά και για την κάλυψη των αναγκών και άλλων αποικιακών επιχειρήσεων (όπως για παράδειγμα αυτές που σχετίζονταν με τις φυτείες), ήταν η δράση των Ελλήνων και ως στρατολόγων εργατών. Διότι το λεγόμενο «εργατικό ζήτημα» ήταν το σημαντικότερο θέμα στη Γ.Α.Α. απασχολώντας τόσο τις αποικιακές αρχές, όσο και όλες τις άλλες επιχειρήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσημης γερμανικής αποικιακής περιόδου (1884-1919). Το εργατικό δυναμικό ήταν εξαιρετικά περιορισμένο, και μονάχα πολύ σπάνια υπήρχε επαρκής εθελοντική προσφορά αφρικανών εργατών για τις γερμανικές επιχειρήσεις, πράγμα που στα μάτια των αποικιοκρατών δυσχέραινε σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Ως εκ τούτου, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1880, καταβλήθηκαν προσπάθειες να προσληφθούν εργάτες από άλλες χώρες, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες διαφόρων επιχειρήσεων της Γ.Α.Α. Και παρότι κατορθώθηκε, όπως και σε άλλες πολλές ευρωπαϊκές αποικίες, να απασχοληθούν σε κάποιες λίγες επιχειρήσεις φτηνοί ανειδίκευτοι εργολαβικοί εργάτες από την Νοτιοανατολική Ασία (indentured labour) –οι επονομαζόμενοι «κούληδες»–, ο αριθμός τους παρέμεινε αρκετά περιορισμένος. Κύρια αιτία για αυτό στάθηκε η κακή αντιμετώπισή τους, αλλά και οι πολλές περιπτώσεις θανάτων που σημειώθηκαν στη Γ.Α.Α. πριν από το 1900, και οφείλονταν στα ελλιπή μέτρα πρόνοιας ή και στην κακομεταχείριση των «κούληδων». Αφότου οι πρώτοι επιβιώσαντες που επέστρεψαν στις πατρίδες τους, μετέφεραν τις άσχημες εμπειρίες που είχαν, η κινεζική κυβέρνηση και οι βρετανικές αρχές της Σινγκαπούρης δίσταζαν να στείλουν και άλλους εργάτες στη Γ.Α.Α. Παρά τα επανειλημμένα αιτήματα, κάθε προσπάθεια της γερμανικής αποικιακής διοίκησης να απασχολήσει επιπλέον εργολαβικούς εργάτες απέτυχε (Koponen, 1994, 336-339· Yekani, 2019, 41-114· Conrad, 2008, 54-61· Lindner, 2016). Κατά συνέπεια, η στρατολόγηση εργατών από τον ντόπιο πληθυσμό για την κατασκευή του σιδηροδρόμου ─αλλά και για άλλες αποικιακές επιχειρήσεις─ προέβη ουσιωδώς σημαντική για την οικονομία της αποικίας.

    Κεντρικό ρόλο εν προκειμένω διαδραμάτισαν οι λεγόμενοι «στρατολόγοι εργατών», οι οποίοι διέτρεχαν την αποικία, και δρώντας περίπου ως ελεύθεροι επαγγελματίες επιδοτούμενοι «με το κεφάλι», προσπαθούσαν να στρατολογήσουν από τα διάφορα χωριά άνδρες εργάτες για τα έργα του σιδηρόδρομου ή για τις φυτείες, ούτως ώστε κατόπιν να τους μεταφέρουν σε άλλους, νέους τόπους εργασίας. Το ότι συχνά μια τέτοια στρατολόγηση συνοδευόταν από εξαναγκασμό και άσκηση φυσικής βίας, ήταν τυπικό φαινόμενο για τις αποικιακές εργασιακές σχέσεις, ακόμη και όταν υπήρχαν περιπτώσεις «εθελοντικής» στρατολόγησης και συνδρομής από ντόπιους βοηθούς-στρατολόγους (Sunseri, 2002, 1-25· Rösser, 2021b). Όπως και στην κατασκευή του σιδηροδρόμου, έτσι και στη στρατολόγηση εργατών συμμετείχαν αρκετοί Έλληνες. Και σε αυτόν τον τομέα, η εκπροσώπησή τους, σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους, ήταν ισχυρή και ως εκ τούτου καθοριστικής σημασίας για την επίλυση του περίφημου «εργατικού ζητήματος» στη Γ.Α.Α. Βέβαια, δεν μπορεί να υπάρξει κάποια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ των ελλήνων υπεργολάβων στα έργα του σιδηροδρόμου και των ελλήνων στρατολόγων, μιας και η δραστηριότητα των πρώτων προϋπέθετε να έχει υπάρξει πρώτα η στρατολόγηση ντόπιων εργατών από την Ανατολική Αφρική. Ένας υπεργολάβος θα έπρεπε πρώτα να έχει στρατολογήσει από 50 έως και 200 εργάτες, προτού μπορέσει να ξεκινήσει με τις κατασκευαστικές εργασίες. Ακόμη και όταν υπήρχαν με σιγουρά Freelancers, οι οποίοι ασχολούνταν αποκλειστικά με τη στρατολόγηση, το όριο μεταξύ υπεργολάβων και στρατολόγων πρέπει να θεωρηθεί πως παραμένει ρευστό.

    Εξίσου ασαφής όμως είναι και η διάκριση ανάμεσα στους έλληνες και στους γερμανούς υπεργολάβους, με το ίδιο να ισχύει και για τους στρατολόγους εργατών. Τούτο γιατί αφής στιγμής κατέφθαναν οι στρατολόγοι με τους εργάτες τους στο σημείο όπου εκτελούνταν τα σιδηροδρομικά έργα, έπειτα τόσο οι Έλληνες όσο και οι Γερμανοί συνεργάζονταν όχι σπάνια και με άλλες εθνικότητες και φυσικά και με ανατολικο-αφρικάνους εργάτες. Έτσι, συχνά, ένας υπεργολάβος είχε ακόμη έναν ευρωπαίο συνεργάτη και, ανάλογα με τον αριθμό των ντόπιων εργατών, προσελάμβανε δύο έως τέσσερις ευρωπαίους επόπτες ή εργοδηγούς. Παρότι δε οι περισσότερες ομάδες εργασίας ήτανε εθνικά ομοιογενείς, δεν έλειπαν ωστόσο και οι εθνικά μικτές ομάδες. Το έτος 1913, 38 σιδηροδρομικά τμήματα της γραμμής ανάμεσα στον κεντρικό σταθμό της Ταμπόρα και στον τερματικό σταθμό της πόλης Κιγκόμα στη λίμνη Τανγκανίκα, ανατέθηκαν σε εξωτερικούς συνεργάτες. Από αυτά, 26 τα είχαν αναλάβει έλληνες υπεργολάβοι, δέκα Γερμανοί και δύο ανατέθηκαν σε Ιταλούς. Έξι από τους κύριους υπεργολάβους είχαν προσλάβει ευρωπαίους επόπτες, καθώς και εργοδηγούς άλλων εθνικοτήτων. Ο έλληνας υπεργολάβος, Γραμματικός, απασχολούσε π.χ. δύο έλληνες και δύο γερμανούς επόπτες, ο γερμανός υπεργολάβος, Pfau, έναν έλληνα, έναν ιταλό και δύο γερμανούς επόπτες, ενώ ο έλληνας υπεργολάβος, Σκουτάρης προσέλαβε τέσσερις ευρωπαίους επόπτες, η εθνικότητα των οποίων δεν καταγράφεται στα αρχεία (TNA, G17/ 123, Entg. 534, 501, 472. Tabora, 11. April 1913. Tabelle II). Αντίστοιχες ιστορίες ελληνογερμανικών διασταυρώσεων υπάρχουν και όσον αφορά στον καταμερισμό εργασίας στα εργοτάξια, μιας και εκπρόσωποι και των δυο εθνικοτήτων συνεργάστηκαν άμεσα στο αποικιακό κατασκευαστικό σιδηροδρομικό εγχείρημα της Γ.Α.Α.

    Πέραν των παραπάνω, μέσα από τα αρχεία των αποικιακών ποινικών δικαστηρίων μπορούν να εντοπιστούν και περιπτώσεις Ελλήνων, οι βιογραφίες των οποίων ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια μιας απλής ιστορίας ελληνογερμανικής διασταύρωσης. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του Γιάννη Τζαβέλλα, ο οποίος σε ηλικία περίπου 15 ετών και έχοντας ακόμη το επίθετο Γεράκος εγκατέλειψε την πατρίδα του, όπως και άλλοι πολλοί συμπατριώτες του, αναζητώντας εργασία στη Βόρειο Αμερική ως εργάτης στη βιομηχανία ή στα σιδηροδρομικά έργα. Φτάνοντας στην Νέα Υόρκη, ο νεαρός τότε Γιάννης Γεράκος σχεδόν υιοθετήθηκε από έναν μεγαλύτερο σε ηλικία Έλληνα της Αμερικής ονόματι Τζαβέλλας, παίρνοντας το επίθετό του. Το 1900, ωστόσο, ο Γεράκος, ή μάλλον στο εξής Γιάννης Τζαβέλλας, έφυγε από τις Η.Π.Α. και ταξίδεψε προς τη Γ.Α.Α., όπου εργάστηκε αρχικά ως επόπτης σε φυτείες. Αργότερα, το 1911, βρήκε δουλειά στην εταιρεία Philipp Holzmanns ως υπεργολάβος στην κατασκευή του σιδηροδρόμου, αναλαμβάνοντας, μαζί με έναν άλλον έλληνα συνεργάτη του, σε ένα λατομείο την παραγωγή του χαλικιού που τοποθετούνταν ως υπόστρωμα κάτω από τις ράγες. Όμως, την ίδια χρονιά ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας, καθώς ήταν αυτός που είχε διατάξει τη βίαιη επαναφορά κάποιων εργατών που είχαν δραπετεύσει. Το κατά τόπο αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Ταμπόρα τον καταδίκασε σε φυλάκιση δυόμισι μηνών. Στο δεύτερο βαθμό, ωστόσο, αφέθηκε ελεύθερος. Με βάση τα δικαστικά αρχεία, δεν μπορεί να διαπιστωθεί, εάν κατά τα επόμενα χρόνια ο Γιάννης Τζαβέλλας παρέμεινε στη Γ.Α.Α. ή επέστρεψε στις Η.Π.Α. (ή και στην Νοτιοανατολική Ευρώπη). Εξίσου ασαφές παραμένει το κατά πόσον εν προκειμένω βρισκόμαστε μπροστά σε μια μοναδική ιστορία μετανάστευσης ενός Έλληνα από την Νοτιοανατολική Ευρώπη προς στη Γ.Α.Α. διαμέσου των Η.Π.Α., ή υπήρχαν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις Ελλήνων που απασχολήθηκαν ως υπεργολάβοι στον κεντρικό σιδηρόδρομο της αποικίας, ερχόμενοι όχι απευθείας από τα εργοτάξια της γραμμής της Βαγδάτης (ήτοι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία), αλλά μέσω τρίτων κρατών ─όπως οι Η.Π.Α.─ όπου είχαν προηγουμένως μεταναστεύσει. Καταληκτικά, μπορεί να παρατηρηθεί ότι η ατομική πορεία των ελλήνων υπεργολάβων στη Γ.Α.Α. και στα έργα της γραμμής της Βαγδάτης, έως και σήμερα, έχει μελετηθεί μονάχα περιστασιακά, όπως άλλωστε και η συνολική ιστορία της ελληνικής διασποράς στην Αφρική, και δη στην ανατολική (Rösser, 2021b· Chaldeos, 2019· Kaloudis, 2018, S.48-58, 63-81· Frangos, 2004, 7-19).

    Οι Έλληνες στην αποικιοκρατούμενη Αφρική και ιδίως στη Γ.Α.Α.

    Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους είναι δύσκολο να σκιαγραφηθεί η ιστορία των Ελλήνων στις αποικίες της Αφρικής, στις οποίες ανήκει βεβαίως κα Γ.Α.Α. Αφενός, δεν υπάρχουν έρευνες που να μελετούν συνολικά την ελληνική διασπορά της Αφρικής. Αφετέρου, ακόμη και τα ελάχιστα έργα που υπάρχουν, ασχολούνται αποσπασματικά με τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι Έλληνες σε ορισμένες μόνο αποικίες (Clogg, 2001), εξετάζοντας ζητήματα πολιτισμού που αφορούσαν τη διασπορά (ιδιαίτερα την ελληνική λογοτεχνία), ή εστιάζοντας μονάχα στη δημιουργία εμπορικών δικτύων ─ως επί το πλείστον στον μεσογειακό χώρο (Tziovas, 2009· Haralaftis, 2005). Καλυτέρα καταγεγραμμένη φαίνεται να είναι μόνον η ιστορία των Ελλήνων της Αιγύπτου (λ.χ. Dalachanis, 2017). Αντίθετα, οι Έλληνες, ως μειονότητα αυτή τη φορά των αποικιακών κοινωνιών, έχουν αποτελέσει ─έστω σποραδικά─ αντικείμενο μελέτης στα πλαίσια της έρευνας που εξετάζει τις αποικίες των διάφορων ευρωπαϊκών κρατών στην υποσαχάρια Αφρική, με ενδεικτικά παραδείγματα το Κονγκό (Boonen und Lagae, 2015) και την νότιο Αφρική (Adams, 2011· Dousemetzis, 2019, 34-72, 140-173· Frangos, 2004, 7-19). Τούτο ισχύει επίσης και για την αποικία του Γερμανικού Ράιχ στην Ανατολική Αφρική, η οποία επισήμως ιδρύθηκε το 1885 και διήρκεσε ως το 1919. Ιδιαίτερα κατατοπιστική στη συγκεκριμένη περίπτωση στάθηκε η έρευνα της Philippa Söldenwagner, η οποία μελετώντας τις κοινότητες των λευκών εποίκων στη γερμανική αποικία, ξεχώρισε τον ρόλο των Ελλήνων (Söldenwagner, 2006, 52-60, 237-252).

    Οι Έλληνες, όμως, δεν έπαιξαν σημαντικά ρόλο μονάχα στις αποικίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων, και τούτο καταδεικνύει γενικά την όλο και μεγαλύτερη συνθετότητα του ζητήματος. Εάν κανείς ενσκήψει προσεκτικά στις νεότερες έρευνες για την αποικιακή ιστορία της Αφρικής, καθίσταται φανερό, ότι δεν ήταν μόνον οι ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις που άσκησαν αποικιακή πολιτική. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε εξίσου αποικιακές βλέψεις για περιοχές στη Σαχάρα και στη Χετζάζη. Δεν μπόρεσε όμως να επικρατήσει τελικά έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών της (Minawi, 2016). Όπως και να έχει όμως, η ιστορία της Ελλάδας, και ως εκ τούτου και των Ελλήνων, ήταν συνδεδεμένη άρρηκτα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από την πρώιμη νεωτερικότητα έως και τον 20ο αιώνα. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Έλληνες συνιστούσαν τη δεύτερη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελώντας περίπου το 19% του συνολικού πληθυσμού (Gallant, 2016,1-54· Pentzopoulos, 2002, 29-30). Είναι επίσης σημαντικό ότι οι Έλληνες, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που προσέφερε το οθωμανικό διοικητικό σύστημα των Μιλλέτ, ανέπτυξαν μεγάλη οικονομική επιρροή εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και μάλιστα ως και σε περιοχές της Αφρικής, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Αίγυπτο. Τούτο ίσχυσε σίγουρα μέχρι την κατάληψη της περιοχής από τους Βρετανούς το 1882. Εξακολούθησε όμως και μετά, μιας και η ικανότητα προσαρμογής τους στον νέο συσχετισμό δυνάμεων τους κατέστησε σημαίνουσα μειοψηφία και κατά τη διάρκεια της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας (Karanasu, 2001· Gallant, 2016, 1-2, 16-24).

    Θα μπορούσε λοιπόν σαφώς να γίνει λόγος για μια ─τουλάχιστον έμμεση─ ελληνική αποικιακή ιστορία μέσα στην ιστορία των αποικιακών κτήσεων των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατ’ αναλογία προς την παρατήρηση του Crosbie περί των «ιρλανδικών αυτοκρατορικών δικτύων» που υπήρχαν εντός της βρετανικής αυτοκρατορίας (2012), και λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις όποιες διαφορές, μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα μέλη της ελληνικής διασποράς στην αποικιοκρατούμενη Αφρική αξιοποίησαν τις υποδομές που δημιούργησαν οι άλλες αποικιακές δυνάμεις, και αναδείχτηκαν έτσι σε σημαντικούς δρώντες των αποικιακών κοινωνιών. Με άλλα λόγια, ως μειοψηφική ομάδα στις αποικίες που ίδρυσαν άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (λ.χ. στην αποικία της Γερμανίας στην Ανατολική Αφρική), οι Έλληνες αποτέλεσαν, από πολλές απόψεις, ένα καθόλου αμελητέο κομμάτι της ευρωπαϊκής αποικιακής ιστορίας στην Αφρική. Βέβαια, καθώς τα όρια της σύγχρονης Ελλάδας δεν συμπίπτουν με τα «όρια» της Ελλάδας κατά τον «μακρύ 19ο αιώνα», και άρα κατά την «εποχή του (κλασσικού) ιμπεριαλισμού» και της επίσημης γερμανικής αποικιοκρατίας, καθίσταται ακόμη δυσκολότερο να παρακολουθήσει κανείς την ιστορία της με βάση τα επίσημα αρχεία των αποικιών (Stoler, 2009· Büschel, 2010). Και τούτο διότι δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί πάντοτε, ποια από τα αρχεία αυτά αφορούν στη δράση Ελλήνων, μιας και δεν είναι ξεκάθαρο το κατά ποσόν οι γερμανικές αποικιακές υπηρεσίες ενέτασσαν (ή όχι) τη δράση τους σε φακέλους με την ένδειξη «Οθωμανική Αυτοκρατορία» ή και «Τουρκία» χωρίς περαιτέρω διάκριση.

    Αρκετά συχνά η μόνη ένδειξη ότι πρόκειται περί Ελλήνων ήταν το επώνυμο, το οποίο δήλωνε με κάποιον τρόπο την ελληνική καταγωγή. Σχετικό παράδειγμα αποτελούν οι εγγραφές στο προσωπικό μητρώο του Μιχαήλ Γεωργιάδη, ο οποίος κατηγορήθηκε το 1911 από τις γερμανικές αποικιακές αρχές της Γ.Α.Α. για απάτη. Αγνοώντας εμφανώς ή και αμφιβάλλοντας για την καταγωγή του διαβιούντος στη Γ.Α.Α. Μιχαήλ Γεωργιάδη, ο υπάλληλος των αποικιακών δικαστηρίων σημείωσε στο πεδίο που αφορούσε το «κράτος προέλευσης» επί λέξει: «Τουρκία ή Έλλαδα» [sic!], και στο πεδίο που αφορούσε στη «χώρα καταγωγής» χαρακτηριστικά: «Τουρκία;» [sic!] (TNA G21/ 412, Bl. 37). Για τις γερμανικές αποικιακές αρχές λοιπόν η καταγωγή του εν λόγω κατηγορούμενου ήταν είτε ασαφής, είτε αδιάφορη για τα συμφέροντά τους, είτε και τα δύο. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως το ζήτημα, εάν ο Μιχαήλ Γεωργιάδης, παρά το καταφανώς ελληνικό του όνομα, ήταν Έλληνας, Τούρκος ή τέλος πάντων υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν σαφώς δευτερεύων για τον υπάλληλο της γερμανικής αποικίας, που έκανε τις εγγραφές. Ιδιαίτερη σημασία για τα αποικιακά δικαστήρια ─και συνολικά για την αποικιακή κοινωνία─ είχαν αντιθέτως δύο ερωτήματα. Πρώτον: Πρόκειται για υπήκοο του Γερμανικού Ράιχ; Δεύτερον: Είναι λευκός; Και ενώ η απάντηση στο πρώτο ερώτημα ήταν σχετικά εύκολο να δοθεί και σήμαινε ότι οι γερμανοί υπήκοοι που βρίσκονταν στην αποικία, απολάμβαναν ιδιαίτερων προνομίων έναντι όλων των άλλων πληθυσμιακών ομάδων, δεν συνέβαινε το ίδιο με το δεύτερο ερώτημα. Το εάν κάποιος που ζούσε στην αποικία, θα θεωρούνταν λευκός ή όχι, δεν ήταν πάντοτε τόσο ξεκάθαρο, ιδίως όταν δεν ήταν Αφρικανός ή από την Κεντρική Ευρώπη. Η σχετική συζήτηση στις αποικίες είχε πολλά επίπεδα και συχνά διατρεχόταν από αντικρουόμενες θέσεις. Οι Νοτιο-ευρωπαίοι και κυρίως οι Έλληνες που ζούσαν στη Γ.Α.Α., βρίσκονταν συχνά στο επίκεντρο τούτων των αντικρουόμενων θέσεων περί λευκότητας, γεγονός που επηρέαζε τη ζωή και τις συνθήκες εργασίας τους.

    «Κατώτεροι λευκοί», «επισφαλώς λευκοί» και οι Shenzi Ulaya στη Γ.Α.Α.

    Το εάν ένα πρόσωπο θεωρείται λευκό, δεν εξαρτάται μονάχα από το χρώμα του δέρματός τους. Αντιθέτως, η λευκότητα αποτελεί περισσότερο μια κοινωνική κατασκευή. Ως τέτοια πρέπει να κατανοηθεί σαν ένας πολιτισμικός δείκτης ισχύος στο εσωτερικό μιας (αποικιακής) κοινωνάς. Πέραν του χρώματος του δέρματος καθοριστικό ρόλο παίζουν επίσης το θρήσκευμα, η ταξική θέση, όπως επίσης το κοινωνικό και πολιτισμικό κεφάλαιο. Εάν ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων αποτύχει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες στους ηγεμονικούς λόγους (Diskurse) μιας κοινωνίας, τότε η λευκότητα μπορεί να διακυβευτεί, ακόμη και αν πρόκειται για Ευρωπαίους με λευκό δέρμα (Arndt, 2005, 11-26). Αυτοί οι ρατσιστικοί μηχανισμοί αποτυπώνονται με έναν εντυπωσιακά εναργή τρόπο στους αντι-ιρλανδικούς λόγους που αναπτύχθηκαν στη Βρετανική Αυτοκρατορία: Εξαιτίας του καθολικού δόγματος, του ημι-αποικιακού καθεστώτος της Ιρλανδίας εντός της αυτοκρατορίας και ενός υποτιθέμενου «ιρλανδικού τρόπου ζωής», οι Ιρλανδοί θεωρήθηκαν από τον κυρίαρχο προτεσταντικό και αγγλόφωνο πληθυσμό της αυτοκρατορίας «υποδεέστερη φυλή», ενώ συχνά τους αποκαλούσαν «λευκούς νέγρους» (Ignatiev, 2009). Κάτι παρόμοιο αντιμετώπισαν οι Έλληνες της διασποράς στις Η.Π.Α., κυρίως κατά τη διάρκεια του «μακρύ 19ου αιώνα»: Εξαιτίας της ορθόδοξης πίστης και του νοτιο-ευρωπαϊκού υποβάθρου τους, στοχοποιήθηκαν από τη ρατσιστική οργάνωση Κου-Κλουξ-Κλαν, δεχόμενοι ακολούθως απειλές (Kaloudis, 2018, 63-81).

    Επιπλέον, ο Harald Fischer-Tiné (2009, 1-23) έχει αποδείξει ότι ακόμη και αυτή η λευκότητα των Ευρωπαίων από την Κεντρική Ευρώπη, που ζούσαν στις αποικίες, μπορούσε να απειληθεί, εάν ο τρόπος ζωής τους δεν ευθυγραμμιζόταν με τις αντιλήψεις των κεντρο-ευρωπαϊκών μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Υπήρξαν έτσι Ευρωπαίοι στην αποικιακή κοινωνία της βρετανικής Ινδίας κατά τη διάρκεια του «μακρύ 19ου αιώνα», που, όταν άρχισαν να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας ή να μη διάγουν καθιστική ζωή, ή επειδή έκαναν χρήση αλκοόλ και άλλων ουσιών ή κέρδιζαν τα προς το ζην δουλεύοντας ως σεξεργάτες/τριες, τους αφαιρέθηκε το status του λευκού. Και αυτό γιατί οι συγκεκριμένοι λευκοί με τον τρόπο ζωή τους διέψευδαν την υποτιθέμενη από την αποικιακή ιδεολογία πολιτιστική ανωτερότητα της Κεντρικής Ευρώπης και «καταποντίζονταν» στο δήθεν χαμηλότερο επίπεδο των αποικιοκρατούμενων πληθυσμών. Για να περιγράψει το φαινόμενο αυτό ο Fischer-Tiné χρησιμοποίησε τον όρο «λευκή κατωτερότητα», παρατηρώντας ότι: «there were arresting parallels in the discursive strategies of exclusion used for white subalterns on the one hand and the colonised population on the other» (Fischer-Tiné, 2009, 22).

    Η ανάλυση του Fischer-Tinés δεν αφορά μονάχα την Ινδία, αλλά και τη Γ.Α.Α., όπως αποδεικνύεται και από τις ημερολογιακές καταγραφές μιας μοραβιανής ιεραποστόλου, της H. Stern, που δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του 1920 στην ιεραποστολική εφημερίδα Der Nachbar (Ο Γείτονας) και αναφέρονταν στα όσα έζησε η ιεραπόστολος στη Γ.Α.Α.:

    Έτσι, οξύνθηκε σιγά σιγά η ματιά των [μελών της ιεραποστολής που κατάγονταν από την Αφρική], και με τον καιρό έβλεπαν δυστυχώς όλο και λιγότερες καλές πλευρές στους Ευρωπαίους […]. Κάποτε στο Ουράμπο αντιμετωπίσαμε έναν πραγματικά πολύ περίεργο άνδρα. Ήταν ένας εξαιρετικά παραμελημένος Εγγλέζος με άσπρη γενειάδα και μας πλησίασε. Όπως μάθαμε στη συνέχεια, αγόραζε ζώα από άλλους ανθρώπους και έπειτα τα εμπορευόταν σε εξωφρενικές τιμές. «No look at my clothes, I’m a gentleman» […], είπε με το που έφτασε, και αφού είχε παρατηρήσει πως η ματιά μας είχε πέσει πάνω στο φθαρμένο κουστούμι του. Ο «bwana mzee» [=ο κύριος γέρος], όπως τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι, φαινόταν εξωτερικά πολύ βρώμικος και γενικά κινούσε υποψίες. Άρχισε να μας διηγείται με λεπτομέρεια τα ταξίδια του, τα οποία τον είχαν βγάλει έως και την Ινδία, -με σκοπό όμως τι– τούτο παρέμεινε καλυμμένο κάτω από ένα πέπλο μυστηρίου για εμάς! – Αφού ξεκουράστηκε για λίγο, σύντομα πήρε ξανά τον δρόμο του και μερικές μέρες μετά μάθαμε ότι τον καταδίωκε η αστυνομία γιατί είχε διαπράξει διάφορες απάτες. Αυτός, όμως, είχε ήδη διαφύγει πέρα από τα σύνορα του κράτους του Κονγκό! – Έτσι λοιπόν ήρθε στα μέρη μας εκείνη η παραστρατισμένη ψυχή, εκείνος που τον είχε διώξει ακόμη και η πατρίδα […]. (UAH, MD 1562, 132)

    Φυσικά, οι περιπτώσεις υποβιβασμού λευκών σε μια «κατώτερη» βαθμίδα δεν σήμαιναν επ’ ουδενί ότι οι βασικές ρατσιστικές δομές της αποικιακής κοινωνίας ─έστω εν μέρει─ εξασθενούσαν. Σε αντίθεση με τους «κατώτερους λευκούς», την υποβάθμιση των οποίων προκαλούσαν βασικά κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες, ο γηγενής αποικιοκρατούμενος πληθυσμός ήταν πάντοτε εκτεθειμένος σε ρατσιστικές δομές και λόγους, ανεξαρτήτως της κοινωνικο-οικονομικής του θέσης. Και μάλιστα ήταν εξαιρετικά απίθανο να μπορέσει να επέλθει κάποια αλλαγή σε αυτό το status, χωρίς πρώτα να πάψουν να κυριαρχούν οι αποικιακές εξουσιαστικές δομές.

    Με αντίστοιχη επιχειρηματολογία, η Minu Hashemi Yekani (2019) ασκεί κριτική έναντι του όρου «κατώτεροι λευκοί», προκρίνοντας τον όρο «επισφαλώς λευκοί»: Διότι, σε αντίθεση με τους αποικιοκρατούμενους πληθυσμούς που αντιμετωπίζονταν ως κατεξοχήν κατώτεροι, οι «κατώτεροι λευκοί» ήταν δυνατό να μπορέσουν να ανακτήσουν τη χαμένη λευκότητά τους, εάν μεταβάλλονταν οι βιοτικές τους συνθήκες (εάν λ.χ. αποκτούσαν κάποιο σίγουρο εισόδημα ή επέστρεφαν με οποιονδήποτε τρόπο στον κυρίαρχα εννοούμενο «εύτακτο βίο»). Κατά την Yekani, παρόμοια δυνατότητα δεν υπήρχε για τους αποικιοκρατούμενους πληθυσμούς, και υπό αυτήν την έννοια είναι ακριβέστερο να γίνεται λόγος για «επισφαλώς λευκούς». Η κριτική της Yekani είναι ασφαλώς πολύτιμη και συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των πραγματικών καταστάσεων που επικρατούσαν σε μια αποικικαή κοινωνία. Χρειάζεται, ωστόσο, να παρατηρηθεί και εδώ εν συντομία ότι ακόμη και για τους «επισφαλώς λευκούς» θα πρέπει να ήταν αρκετά δύσκολο να επανέλθουν στον «εύτακτο βίο» ή ακόμη και να επιστρέψουν από τις αποικίες στην Ευρώπη, ιδίως εάν επρόκειτο για ανθρώπους που διαβιούσαν προηγουμένως κάτω από το όριο της φτώχειας. Μα και αν ένας «επισφαλώς λευκός» επέστρεφε λ.χ. στην Ευρώπη ήταν απίθανο στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις του «μακρύ 19ου αιώνα» να εξασφαλίσει εισόδημα καλύτερο από αυτό που λάμβανε ένας βιομηχανικός εργάτης στα όρια της επιβίωσης. Μάλιστα ακόμη και το εισόδημα αυτό ήταν κατά πάσα πιθανότητα εντελώς αβέβαιο, ενώ σίγουρα απείχε κατά πολύ από τα μέτρα του επικρατούντος κατά την εποχή του ιμπεριαλισμού ιδεώδους μιας μεσοαστικής ζωής (Kocka, 1990, 507-525· Schmidt, 2015, 102-105, 161-163, 374-382, 594-598, 606-614· Dejunga, 2019, 251-272· Dejungb, 2019, 1-40). Όπως και να έχει όμως, η οπτική που κομίζει η Yekani παραμένει κατ’ αρχήν ισχυρή και έχει μεγάλη ερμηνευτική σημασία, όσον αφορά τουλάχιστον στην περίπτωση της ελληνικής μειονότητας της Γ.Α.Α. Βεβαία, η Yekani η ίδια (2019, 212, 255, 267) δεν ασχολείται εκτενώς με αυτήν την πτυχή της αποικιακής κοινωνίας της Γ.Α.Α.

    Με βάση πάντως την παραπάνω ανάλυση, οι Έλληνες, ως Νοτιο-(ανατολικο)-ευρωπαίοι θα μπορούσαν περισσότερο να χαρακτηριστούν ως «κατώτεροι λευκοί», παρά ως «επισφαλώς λευκοί». Και τούτο γιατί, όπως γράφει ο γερμανο-βρετανός μηχανικός Clement Gillman που είχε προσληφθεί από την εταιρεία Philipp Holzmann για την κατασκευή της κεντρικής σιδηροδρομικής γραμμής, οι Έλληνες της Γ.Α.Α. θεωρούνταν σε κάθε περίπτωση κάτι σαν «μισο-Ανατολίτες», ακόμη και αν είχαν υψηλό βιοτικό επίπεδο και παρά το πολιτισμικό τους κεφάλαιο (Mss. Afr. S. 1175/ 3,4_4. no.19, Bl. 8· Rösser, 2021b). Όχι σπάνια μάλιστα, αποκαλούνταν υποτιμητικά, μεταξύ άλλων και από τον πρώην κυβερνήτη της Γ.Α.Α., Eduard von Liebert (1896-1901), ως Shenzi Ulaya (Nagl, 2007, 92). Ο όρος Shenzi Ulaya προέρχεται από την Ανατολική Αφρική, όπου είναι εξαιρετικά διαδεδομένη η γλώσσα σουαχίλι. Η λέξη «Ulaya» μπορεί να αποδοθεί ως «Ευρώπη», ενώ η λέξη «Shenzi» συνιστούσε αρχικά έναν όρο με τον οποίο διακρίνονταν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί των ανατολικών ακτών της Αφρικής από τους μη μουσουλμανικούς της ενδοχώρας. Στα συμφραζόμενα τώρα που εξετάζουμε, συνολικά ο όρος Shenzi Ulaya θα μπορούσε κατά το νόημα του να αποδοθεί ως «άγριοι Ευρωπαίοι». Υπό αυτήν την έννοια, ο όρος Shenzi Ulaya συνιστούσε για τους γερμανούς αποικιοκράτες μια εκδοχή των «λευκών νέγρων», μεταφερμένη στην Ανατολική Αφρική. Ως εκ τούτου, οι Νοτιο-(ανατολικο)-Ευρωπαίοι, όπως οι Έλληνες, θεωρούνταν άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας στη Γερμανική Ανατολική Αφρική, και μάλιστα στην ιεραρχία της αποικίας κατατάσσονταν κάτω ακόμη και από τους «επισφαλώς λευκούς» (π.χ. γερμανοί πολίτες που είχαν περιπέσει σε κατάσταση φτώχειας). Τούτο καθίσταται φανερό και πάλι μέσα από τις ημερολογιακές καταγραφές της μοραβιανής ιεραποστόλου H. Stern, οι οποίες ανατρέχουν στις αρχές της δεκαετίας του 1920:

    Το πόσο σώστα [τα αφρικανικής καταγωγής μέλη της αποστολής μας] αξιολογούσαν τους Ευρωπαίους που μας επισκέπτονταν, φαίνεται μέσα από το ακόλουθο παράδειγμα. Ακούσαμε από τους ανθρώπους του σταθμού μας ότι πλησίαζε ένας Ευρωπαίος. Δεν μπορούσε όμως να είναι ένας αληθινός Ευρωπαίος, αλλά μονάχα κάποιος mšenzi wa ulaja (=άγριος από την Ευρώπη). Και γιατί αυτό; Ταξίδευε με γάιδαρο και είχε μονάχα λίγους αχθοφόρους, δεν είχε σκηνή ούτε και ράντζο, αλλά κοιμόταν όπως οι Banjamwezi [ιθαγενής πληθυσμιακή ομάδα που κατοικούσε κυρίως στο κέντρο της αποικίας] πάνω σε ένα λεπτό στρώμα που έστρωνε στη γη και σε καλύβες […]. Ήταν λοιπόν ολοφάνερο ότι καταγόταν από το νοτιοανατολικό τμήμα της Ευρώπης και ότι έρρεε ανατολίτικο αίμα στις φλέβες του. Όταν χρειάστηκε να γράψει το όνομά του, δεν ήταν σε θέση να το κάνει! – Οι δικοί μας άνθρωποι αναρωτήθηκαν, εάν ήταν όντως αληθινός Ευρωπαίος. Δεν ήταν σίγουρα συγγενής κανενός από εμάς, ούτε καταγόταν από την ίδια πατρίδα, αλλά ήταν από κάποια άλλη περιοχή! Κάτι που φυσικά δεν μπορούσαμε να τους το αρνηθούμε! (UAH, MD 1562, 132)

    Το πόσο διαφορετικές είναι οι εξιστορήσεις των δύο επισκέψεων που δέχτηκε η μοραβιανή ιεραποστολή στη Γ.Α.Α. είναι εμφανές. Ενώ η εθνικότητα του άγγλου «επισφαλώς λευκού» εμπόρου ζώων ─παρά τη φτώχεια του─ κατονομάζεται και μάλιστα ο ίδιος «μιλά με τη δική του φωνή» στην αφήγηση, ο δεύτερος ευρωπαίος επισκέπτης υπάγεται ευθύς στην ανώνυμη μάζα των Ευρωπαίων από την Νοτιοανατολική Ευρώπη, χωρίς περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση της καταγωγής του. Επιπλέον, σε καμία στιγμή δεν του δίδεται φωνή στην αφήγηση, αλλά απλά καταγράφονται τα όσα ειπώθηκαν κατά την επίσκεψή του.

    Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερα σημαντικό για τον αποικιακό λόγο είναι ότι παραδόξως η Stern επιτρέπει ακόμη και στα αφρικανικά μέλη της ιεραποστολής, να κατατάξουν τον επισκέπτη από την Νοτιοανατολική Ευρώπη στους Shenzi Ulaya, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τις γενικές ρατσιστικές ιεραρχικές δομές της αποικιακής κοινωνίας της Γ.Α.Α. Κανονικά, θα έπρεπε να είναι ο Ευρωπαίος που θα είχε το δικαίωμα, να κατατάξει όσους ανήκαν στον αποικιοκρατούμενο πληθυσμό σε χαμηλότερη θέση με βάση τη ρατσιστικά δομημένη κοινωνική ιεραρχία, και όχι το αντίστροφο. Διαφαίνεται έτσι ξεκάθαρα, μέσω της εν λόγω πηγής, το πόσο χαμηλό status προσέδιδαν οι Γερμανοί, αλλά και οι άλλοι Ευρωπαίοι από την Κεντρική Ευρώπη, στους Ευρωπαίους της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και στους Έλληνες, όσον αφορά στις κοινωνικές πραγματικότητες και στη διαμόρφωση των κυρίαρχων λόγων της Γ.Α.Α. Τούτο εκφράζεται εξαιρετικά ανάγλυφα και μέσα από την παρατήρηση για το «ανατολικό αίμα» του επισκέπτη. Φυσικά όλοι αυτοί οι ρατσιστικοί λόγοι περί των Ευρωπαίων της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αποτυπώνονταν κατά καιρούς και στον αποικιακό τύπο, επηρεάζοντας τους διάφορους λόγους που αναπτύσσονταν περί των Ελλήνων, της εργασίας τους και των εργασιακών τους σχέσεων στα έργα κατασκευής του σιδηροδρόμου της Γ.Α.Α.

    Λόγοι σχετικά με την εργασία των Ελλήνων στα έργα κατασκευής του σιδηροδρόμου της Γ.Α.Α.

    Στο τέλος του 19ου αιώνα, η αντιμετώπιση της Ελλάδας και της συμβολής της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό κινούνταν μεταξύ δύο άκρων στις κοινωνίες των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης. Από τη μία πλευρά, η αρχαία Ελλάδα ετιμάτο ως το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σηματοδοτώντας την πηγή και τις απαρχές της ευρωπαϊκής κυριαρχίας έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Με αυτήν την έννοια, η αρχαία Ελλάδα λειτούργησε επίσης και ως έμμεση νομιμοποιητική βάση για την εγκαθίδρυση και τη διατήρηση των ευρωπαϊκών αποικιακών κτήσεων. Αντίθετα, από την άλλη πλευρά, η σύγχρονη Ελλάδα προκαλούσε πολύ λιγότερο ενθουσιασμό, συνιστώντας μάλλον περισσότερο έναν «τρομακτικό καθρέφτη» ─με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Oswald Spengler (1963)─ για τις αποικίες των κεντρο-ευρωπαϊκών δυνάμεων στο γύρισμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα. Όπως οι μεγάλες αρχαίες αυτοκρατορίες παρήκμασαν κάποτε και χάθηκαν, έτσι θα μπορούσαν να χαθούν και οι ευρωπαϊκές αποικίες, εάν η κυριαρχική πυγμή και η πολεμική ικανότητα της Ευρώπης υποχωρούσαν. Τα στερεότυπα λοιπόν γύρω από τη σύγχρονη Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα λειτουργούσαν ως ένα παράδειγμα προς αποφυγήν, όσον στις μελλοντικές δυνατότητες της Ευρώπης. Ειδικότερα στη Γερμανία, τον αρχικό ενθουσιασμό που επικράτησε κατά τις δεκαετίες του 1820 και 1830 για την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας (και έγινε γνωστός ως φιλελληνισμός), διαδέχθηκαν οι θέσεις του Jakob Philipp Fallmerayer περί της εθνογένεσης του ελληνικού λαού. Κατά τον Fallmerayer δεν υπήρχε πια ελληνικός λαός αυτός καθαυτός, παρά μονάχα ως καρικατούρα του ίδιου του εαυτού του. Ο ελληνικός λαός είχε εκλείψει και είχε αντικατασταθεί από σλαβικούς και αλβανικούς πληθυσμούς, οι οποίοι όχι μόνον δε σχετίζονταν πια με την ένδοξη παράδοση της αρχαίας Ελλάδας, αλλά εκπροσωπούσαν επιπλέον την ανατολίτικη παρακμή της (Rondholz, 2012· Peckham, 1999, 164-684). Ο Malte Furhmann (2006· 2012· 2020) έχει χαρακτηρίσει την άποψη αυτή της γερμανικής κοινωνίας ως «μισο-αποικιακή» και ως το λάιτ μοτίφ του Γερμανικού Ράιχ έναντι της «Ανατολής», συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των Ελλήνων της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (9-38, 222, 256, 273, 368, 383-400· 10-33· 119-20,125).

    Τούτο το μισο-αποικιακό λάιτ μοτίφ, καθώς και η εσωτερική αντίθεση που εμπερικλείει, μεταξύ μιας θετικής και μιας αρνητικής εικόνας του ελληνικού πολιτισμού και του χαρακτήρα των Ελλήνων, εκφράστηκε και στους αποικιακούς λόγους που αφορούσαν στην εργασία των Ελλήνων στην κατασκευή του σιδηροδρόμου της Γ.Α.Α. Από τη μία πλευρά, οι Έλληνες αντιμετωπίζονταν ρατσιστικά ως Shenzi Ulaya και ο ρόλος που διαδραμάτιζαν, αποτιμάτο, σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις, αρνητικά. Παράδειγμα αποτελούν τα δημοσιεύματα της εφημερίδας DOAZ, η οποία ούσα προσκείμενη στην κοινότητα των γερμανών εποίκων, χαρακτήριζε τους Έλληνες ως ανθρώπους του «διεθνούς προλεταριάτου» (DOAZ, VII, Nr. 13) και ως «μορφές βγαλμένες από το έργο του Bassermann με ανατολίτικη καταγωγή» (DOAZ, VII, Nr. 12), που έπαιρναν τις δουλειές από τους επιμελείς Γερμανούς και έριχναν τους μισθούς. Γραφόταν ακόμη ότι οι Έλληνες, αφότου κέρδιζαν πολλά χρήματα από τα έργα του σιδηροδρόμου στη Γ.Α.Α., ύστερα, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, θα απέσυραν τα κεφάλαιά τους από την οικονομία της αποικίας (DOAZ, VII, Nr. 15· Yekani 2019, 267). Ειδικά η κατασκευαστική εταιρεία Philipp Holzmann δέχτηκε έντονη κριτική, γιατί προτιμούσε δήθεν να απασχολεί μονάχα Έλληνες, και δεν προσλάμβανε γερμανούς εργάτες, πράγμα που η εταιρεία αρνούνταν (DOAZ, VIII, Nr. 24).

    Διάφοροι σύμβουλοι της Holzmann από την άλλη μεριά θεωρούσαν τους έλληνες υπεργολάβους περίπου σαν ευπρόσδεκτους «βοηθούς των αποίκων», οι οποίοι με τα υποτιθέμενα ενδογενή χαρακτηριστικά τους μπορούσαν να εξυπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους αποικιοκρατικούς σκοπούς:

    Σε αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί ότι πάρα πολλοί Έλληνες δηλώθηκαν ως […] επιχειρηματίες […]. Κάποιοι από αυτούς απέτυχαν λόγω άγνοιας και έλλειψης πόρων. Άλλοι, αντίθετα, παρέμειναν ─ακόμη και για λόγους προσωπικού συμφέροντος και υλικών βλέψεων─ πιστοί στην εταιρεία μέχρι τέλους. Απεδείχθησαν υποδειγματικοί [υπ-]εργολάβοι. Μερικοί κατάφεραν να γίνουν πολύ πλούσιοι και αργότερα ακόμη και ικανότατοι ιδιόκτητές φυτειών. Στην επιτυχία τους βοηθήθηκαν από τον ακάματο και άοκνο χαρακτήρα τους, από την ικανότητά τους να προσαρμόζονται εύκολα και την επιδεξιότητά τους, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, να εξοικειώνονται με τους γηγενείς, τα ήθη και τα έθιμά τους. (Stadtarchiv Frankfurt, Grages, 1948, 3-4)

    Με άλλα λόγια: Με αφορμή την υποτιθέμενη φυλετική και πολιτισμική εγγύτητά τους στους αφρικανικούς πληθυσμούς, εγγύτητα που εκφραζόταν ιδιαίτερα μέσα από τις χαμηλές βιοτικές αξιώσεις, τον «άοκνο και ακάματο χαρακτήρα» τους κλπ., οι Έλληνες ήταν στα μάτια των εκπροσώπων των κατασκευαστικών εταιρειών οι πιο κατάλληλοι φτηνοί υπεργολάβοι για την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Γ.Α.Α. Το γεγονός τώρα ότι οι λόγοι περί της εργασίας των Ελλήνων είχαν επίδραση και στις εργασιακές συνθήκες όλων των υπόλοιπων που απασχολούνταν στα έργα του σιδηροδρόμου, δεν θα μπορούσε παρά μονάχα να υπονοηθεί στο παρόν άρθρο. Το φαινόμενο αυτό, ωστόσο, αποτελεί αντικείμενο μελέτης σύγχρονων ερευνητικών προγραμμάτων στο πεδίο της παγκόσμιας ιστορίας της εργασίας (Rösser, 2021b).

    Zusammenfassung

    Κατά το διάστημα 1871 έως 1941 καταγράφονται ελληνο-γερμανικές διασταυρώσεις στο περιθώριο της επίσημης ελληνικής και γερμανικής ιστοριογραφίας. Μεταξύ 1900 και 1914, αυτές αναδύονται ως επί το πλείστον ενόψει των αποικιοκρατικών προγραμμάτων έργων υποδομής του Γερμανικού Ράιχ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη Γ.Α.Α. (σιδηροδρομική γραμμή της Βαγδάτης, κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός). Και στα δύο έργα οι Έλληνες, ως υπεργολάβοι, κατέληξαν να είναι απαραίτητοι για τις γερμανικές κατασκευαστικές εταιρείες. Παρότι ήταν η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή μειονότητα στην αποικιακή κοινωνία της Γ.Α.Α., οι Έλληνες, θεωρούμενοι ως «κατώτεροι λευκοί», κατέλαβαν μια ενδιάμεση θέση στη συγκρουσιακή κλίμακα αποίκων-αποικιοκρατούμενων, ιδίως στο πλαίσιο της εργασίας, γεγονός που ρίχνει νέο φως στις ελληνο-γερμανικές διασταυρώσεις.

    Μετάφραση από τα γερμανικά: Άκης Παραφέλας

    Βιβλιογραφία

    Galerie

    Zitierweise

    Michael Rösser: ««Shenzi Ulaya» ─ Ελληνογερμανικές Διασταυρώσεις: Από τον Σιδηρόδρομο της Βαγδάτης στην Αποικία της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής », in: Alexandros-Andreas Kyrtsis und Miltos Pechlivanos (Hg.), Compendium der deutsch-griechischen Verflechtungen, 23.02.22, URI : https://comdeg.eu/essay/109893/.