
Online-Compendium
der deutsch-griechischen Verflechtungen
Das Online-Compendium (ComDeG)
ist ein frei zugängliches, multiperspektivisches Referenzwerk für die deutsch-griechische Geschichte seit dem ausgehenden 18. Jahrhundert. Diese bilaterale Geschichte soll als schon immer verflochten in europäischen transnationalen Interaktionen, Interpretationen und Übersetzungen erkennbar werden.
Das ComDeG umfasst zum einen die Essays, Artikel und Dossiers des Compendiums der deutsch-griechischen Verflechtungen, das vom Centrum Modernes Griechenland (CeMoG) mit dem Institut für Griechisch-Deutsche Beziehungen (EMES) der Nationalen und Kapodistrias-Universität Athen in Kooperation erarbeitet wird. Zum anderen beinhaltet das Informationsangebot die Wissensbasis des CeMoG mit Daten zu Personen, Institutionen, Objekten, Ereignissen, Wirkungsorten, Kontaktzonen und Vermittlungspraktiken sowie die damit vernetzten Sammlungen bibliographischer Einträge.
So erhalten Forscher*innen, Student*innen und allgemein Interessierte ein Werkzeug, das den Facettenreichtum der deutsch-griechischen Beziehungen dokumentiert und die Erforschung ihrer Geschichte(n) unterstützt. Weiterlesen
Suche im Online-Compendium
Essays im Fokus
Η γερμανική νομική επίδραση στο ελληνικό αστικό δίκαιο κατά την εποχή της βασιλείας του Όθωνα: Υποδοχή και μετεξέλιξη
Οι τρεις δεκαετίες της βασιλείας του Όθωνα στην Ελλάδα (1832–1862) χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, και από τα πρώτα ισχυρά ίχνη της αδιάλειπτης επί σχεδόν δύο αιώνες γερμανικής νομικής επίδρασης στο ελληνικό αστικό δίκαιο. Κατά τη διάρκεια της βαυαροκρατίας η επιρροή αυτή γνώρισε διάφορες φάσεις, εμφάνισε πολλές πλευρές και διακυμάνσεις. Κυρίως, υπό τη διοίκηση της Αντιβασιλείας, και ενόσω ακόμη ο Όθωνας ήταν ανήλικος, ο Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer), κρατικός αξιωματούχος και ιστορικός του δικαίου στη Βαυαρία, επέφερε, μέχρι και την ανάκλησή του το 1834, πρωτοποριακές βελτιώσεις στην ελληνική έννομη τάξη. Οι κυριότερες εξ αυτών ήταν η εκτεταμένη κωδικοποίηση της ελληνικής νομοθεσίας, η οποία βασίστηκε, μεταξύ άλλων, σε γερμανικά πρότυπα και ίσχυσε για περισσότερο από έναν αιώνα στην Ελλάδα, και η συλλογή των εθιμικών κανόνων που ίσχυαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Μάουρερ, θα έπρεπε να συγκροτήσουν τη βάση επεξεργασίας ενός νέου Αστικού Κώδικα (Volksgesetzbuch). Οι προσπάθειες για την επεξεργασία μιας σύγχρονης ελληνικής νομοθεσίας συνεχίστηκαν και από άλλους γερμανούς νομικούς, όπως ο Γκότφριντ Φέντερ (Gottfried Feder) και ο Έμιλ Χέρτζογκ (Emil Herzog). Στις συμβολές των γερμανών νομικών συγκαταλέγονται επίσης η ίδρυση του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη της ελληνικής έννομης τάξης είχε προπαντός το Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου 1835 »Περί πολιτικοῦ Νόμου«, στο οποίο δινόταν η διαταγή για τη σύνταξη ενός Αστικού Κώδικα. Ταυτόχρονα διακηρύσσονταν η προσωρινή ισχύς της Εξαβίβλου, μιας νομοθετικής συλλογής του τότε ισχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου η οποία συντάχθηκε από τον έλληνα δικαστή Κωνσταντίνο Αρμενόπουλο το 1345 στα ελληνικά, καθώς επίσης διακηρυσσόταν και η εξακολούθηση της ισχύος του εθιμικού δικαίου. Το γεγονός, ωστόσο, ότι η πρώτη επαφή του ελληνικού δικαίου με τη γερμανική νομική σκέψη κατάφερε να βρει γόνιμο έδαφος, με αποτέλεσμα να μπορέσει να επικρατήσει σταδιακά η γερμανική νομική επίδραση στο ελληνικό αστικό δίκαιο κατά τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, οφείλεται κυρίως σε έναν έλληνα ακαδημαϊκό με γερμανική νομική παιδεία: Ο Παύλος Καλλιγάς έθεσε τις βάσεις για την έως σήμερα συνεχή γερμανική επίδραση στο ελληνικό αστικό δίκαιο, ευνοώντας την εισαγωγή στην Ελλάδα του ακμάζοντος τότε στη Γερμανία πανδεκτισμού, και εισάγοντας τη θεωρία των »πρωταρχικών πηγών δικαίου« για την ερμηνεία του Βασιλικού Διατάγματος της 23ης Φεβρουαρίου 1835. Η επίδραση της γερμανικής νομικής σκέψης δεν ανάγεται όμως μονάχα στη δράση των γερμανών και των ελλήνων νομικών, αλλά ενισχύθηκε επίσης και από το γεγονός ότι τόσο το γερμανικό, όσο και το ελληνικό δίκαιο βασίστηκαν ουσιαστικά στα ίδια θεμέλια, ήτοι στο ρωμαϊκό δίκαιο. Τέλος, οι ρίζες του γεγονότος ότι οι δημιουργοί του ελληνικού Αστικού Κώδικα χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό τον γερμανικό Αστικό Κώδικα του 1900 ως πρότυπο για το περιεχόμενο και τη διατύπωση μιας σειράς διατάξεων, εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, στην εποχή του βασιλιά Όθωνα και στις απαρχές της επιρροής του γερμανικού δικαίου στο ελληνικό.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Άκης Παραφέλας
Από τη Φρανκφούρτη στην Αθήνα: Πώς ο Ψυχοπαίδης διαβάζει «κριτική θεωρία»
Ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, έχοντας μαθητεύσει στο περιβάλλον του Αντόρνο και της Σχολής της Φρανκφούρτης, υιοθετεί την ιδιαίτερη «κριτική στάση» που χαρακτηρίζει εκείνη τη σχολή και, ήδη από την εποχή των σπουδών του και της πρώτης πανεπιστημιακής του θητείας στη Γερμανία, συγκροτεί έναν κύκλο φιλοσοφικών και κοινωνικοεπιστημονικών ερευνών που παρεμβαίνει στη διαμόρφωση του ακαδημαϊκού και κατ’ επέκταση πολιτικού τοπίου στην Ελλάδα – ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του το 1981. Επιμένοντας στην ανάδειξη της σημασίας της «πολιτικής μέσα στις έννοιες», επιδίδεται σε έναν συστηματικό και με πάθος αγώνα υπέρ μιας θεωρητικής και συνάμα παρεμβατικής εργασίας προς εξασφάλιση των πολιτικών και κοινωνικών όρων που έχει διακηρύξει ο διαφωτισμός και έχει καταγράψει ως απειλούμενους η μαρξική κριτική αλλά και η ίδια η σύγχρονη πραγματικότητα. Με αυτή τη στοχοθεσία ο Ψυχοπαίδης αξιοποιεί όλον τον κριτικό εννοιολογικό εξοπλισμό που του παρέχει η «κριτική θεωρία» και ιδίως η αντορνική της εκδοχή, προσαρμόζοντας και επενερμηνεύοντας θέσεις της με βάση τις δικές του πρόσθετες, καντιανές κυρίως, προκείμενες. Επεκτείνει έτσι το κεντρικό δίκτυο της φρανκφουρτιανής προβληματικής, που οργανώνεται γύρω από μια σύλληψη της κριτικής ως συμπεριφοράς και ως πρακτικής θεμελιωμένης στην προσδιορισμένη άρνηση, οξύνοντας αλλά και γενικεύοντας την απαίτηση αξιακού προσανατολισμού της θεωρίας. Αυτή η έμφαση προσδίδει στη συγκεκριμένη εκδοχή «κριτικής θεωρίας» μια ιδιαίτερη χροιά, που, σε κάποιο βαθμό, τη διαφοροποιεί από εκείνη του Αντόρνο, επιτρέποντάς της ταυτοχρόνως να συνομιλήσει κριτικά με σύγχρονες κανονιστικές θεωρίες. Κυρίως όμως, το έργο του Ψυχοπαίδη αξιώνει, χάρη σε αυτόν τον ιδιαίτερο προσανατολισμό, να ελέγξει τα ανορθολογικά στοιχεία σχετικιστικών προγραμμάτων που ευδοκίμησαν στην Ελλάδα αλλά και στη Γερμανία κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Artikel im Fokus
Johann Kaspar von Orelli
Johann Kaspar von Orelli (1787–1849) war ein Schweizer Philologe und Philhellene. Nach theologischen und philologischen Studien arbeitete Orelli zunächst für einige Jahre als Prediger und LehreJorgos Busianis
Jorgos Busianis (1883–1959) war ein moderner Maler, der hauptsächlich in Griechenland und Deutschland wirkte. Er lebte und arbeitete in Athen, Berlin, München und Paris und prägte die griechischeDossiers im Fokus
Die deutsch-griechischen Verflechtungen zur Zeit König Ottos
In keiner Phase der jüngeren und jüngsten Geschichte Griechenlands hat die Einführung staatlicher Institutionen zu einer vergleichbaren gesellschaftlichen und kulturellen Transformation beigetragen wie in den drei Jahrzehnten unter der Herrschaft von König Otto.
Die deutschen Philhellenismen
Das Dossier umfasst verschiedene Felder der deutsch-griechischen Verflechtungen, die bislang für gewöhnlich unter dem einheitlichen Begriff des deutschen Philhellenismus (bzw. des Mishellenismus) subsummiert wurden. Den ersten Angelpunkt der Konferenz bildet die Neubewertung der Rezeptionen von 1821 in den deutschsprachigen Ländern und die Mobilisierung, die sie in Verbindung mit den politischen Bewegungen nördlich der Alpen hervorriefen. In diesen Bewegungen waren freilich von vornherein eine politische und eine kulturelle Komponente miteinander verflochten, die politische Bewegung des Philhellenismus und die aus der einschlägigen Literatur bekannte „Tyrannei Griechenlands über Deutschland“. Selbstverständlich darf die Rolle der griechischen Gemeinden des deutschsprachigen Raumes in diesem Zusammenhang nicht vergessen werden. Den zweiten Angelpunkt bildet die Untersuchung der Transformationen, die diese politisch-kulturelle Verflechtung in den 200 Jahren nach dem Ausbruch der Griechischen Revolution erfuhr.
