Το πένθος των γερμανοσπουδασμένων διανοουμένων της δεκαετίας του 1910

  • Δημοσιεύτηκε 07.09.20

Ποια είναι η σημασία ενός συγκυριακού συμβάντος της περιόδου του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που αφορά τις ελληνογερμανικές διασταυρώσεις για τη μακροπρόθεσμη διαμόρφωση νοοτροπιών που τροφοδοτούνται από αντιφατικά συναισθήματα; Το συμβάν είναι η διαμαρτυρία γερμανοσπουδασμένων διανοουμένων για τη γερμανόφιλη στάση του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ που εκδηλώθηκε τον Οκτώβριο του 1916. Τα αντιφατικά συναισθήματα προέρχονται από τη σημασία της γερμανικής παιδείας για μια ιστορικά σημαντική κατηγορία διανοουμένων που έπαιξαν ρόλο τόσο στα ακαδημαϊκά, όσο και στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Οι περισσότεροι από αυτούς βρέθηκαν στην ανάγκη να επεξεργαστούν την αντίθεση μεταξύ της βαθιάς συμπάθειας για τον γερμανικό πολιτισμό και της πρόσληψης των επιπτώσεων της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Ποια είναι η σημασία αυτού του μοτίβου που επανέρχεται συνεχώς στις συνειδήσεις από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά για τις ψυχολογικές παραμέτρους των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας; Πιο συγκεκριμένα, ποια είναι η σημασία της ατελούς διαχείρισης του πένθους για την απώλεια μια συνεκτικής θετικής εικόνας της Γερμανίας που επηρέασε τον ψυχισμό πολλών γερμανοσπουδασμένων ελλήνων διανοουμένων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα;

Περιεχόμενα

    Διακήρυξις προς τον Βασιλέα

    Στις μέρες της επιτάχυνσης των γεγονότων του φθινοπώρου του 1916, τα οποία τελικά οδήγησαν στην οριστική πολιτική ρήξη μεταξύ των υποστηρικτών της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων και των βασιλικών αντίπαλων της πολεμικής εμπλοκής, που ονομάστηκε συνθηματικά ‘ο εθνικός διχασμός’, μια ομάδα διανοουμένων, ίσως με κάποια αφέλεια, εξέφρασε με τη μορφή πολιτικής διακήρυξης το παράπονό της για την φιλογερμανική στάση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο τελευταίος επέμενε μεσούντος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην ουδετερότητα της Ελλάδας που συνέφερε τη Γερμανία. Η έκκληση ηχεί κάπως μελοδραματικά έναν αιώνα αργότερα:

    Βασιλεύ, Αι μεγάλαι συμφοραί, αίτινες επισωρεύονται καθ΄ημέραν εις το Έθνος και το Κράτος και αι μεγαλύτεραι ακόμη αι διακρινόμεναι πλέον καθαρά εις τον ορίζοντα, αναγκάζουν και ημάς, εργάτας της επιστήμης και της τέχνης και υπαλλήλους της Πολιτείας, ευρισκομένους μακράν της πολιτικής διαπάλης, να σας είπωμεν δημοσίᾳ την γνώμην μας, η οποία πιέζει το στήθος μας. Βασιλεύ, Η Ελλάς χάνεται. Και αιτία του χαμού της είναι η πολιτική της ουδετερότητος.1«Διακήρυξις προς τον Βασιλέα» στο: Λευκοπαρίδης, 1957, 259-262.

    Στη συνέχεια επισημαίνονται οι κατά τη γνώμη των υπογραφόντων καταστροφικές συνέπειες των συσχετισμών ισχύος που διαμορφώνονται στη Βαλκανική ως επακόλουθο της στάσης των ανακτόρων. Ίσως για λόγους τακτικής δεν γίνεται αναφορά στην αδιαμφισβήτητη αντισυνταγματικότητά της.2Αλιβιζάτος, 2011, 221-233. Ο στόχος της έκφρασης δυσαρέσκειας είναι άλλωστε η κινητοποίηση, προκειμένου να επιτευχθεί μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής. Η έμφαση δίδεται σε επιχειρήματα υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από την ουδετερότητα και της συμμετοχής στον Πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Εγκάρδιας Συνεννόησης.

    Αυτή η ‘Διακήρυξις προς τον Βασιλέα’ των αρχών του Οκτωβρίου 1916, δεν βγήκε τότε στο φως της δημοσιότητας. Η κυκλοφορία της προδόθηκε κατά τη συλλογή των υπογραφών και παρεμποδίστηκε από τις αρχές οι οποίες προέβησαν σε συλλήψεις.3Σχετικές πληροφορίες στην υποσημείωση του Λευκοπαρίδη στο κείμενο της «Διακήρυξης». Λευκοπαρίδης, 1957, 259. Τα αντίτυπά της, όσα δεν καταστράφηκαν, καταχωνιάστηκαν σε ξεχασμένους φακέλους προσωπικών αρχείων. Σε ένα τέτοιο αρχείο διασώθηκε ένα αντίγραφο μαζί με άλλες αδημοσίευτες σημειώσεις. Το κείμενό έγινε γνωστό σε ένα μέρος του μορφωμένου κοινού όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 επανεκδόθηκαν από τον λόγιο και κριτικό Ξενοφώντα Λευκοπαρίδη οι σημαντικότερες δημοσιεύσεις του πολιτικού και διανοουμένου Αλέξανδρου Παπαναστασίου, είκοσι περίπου χρόνια μετά τον θάνατό του. Σύμφωνα με τον καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο, που ανήκε στο στενό κύκλο αυτών που ανέλαβαν την πρωτοβουλία διακίνησης αυτής της διακήρυξης, ο Παπαναστασίου ήταν ο συντάκτης της και ο πρωτοστάτης αυτής της κίνησης συλλογής υπογραφών.4Τριανταφυλλόπουλος, «Εισαγωγή», στο: Λευκοπαρίδης, 1957. Αν και το συμβάν αυτής της διαμαρτυρίας εναντίον της πολιτικής των ανακτόρων είχε ξεχαστεί για δεκαετίες, φαίνεται πως η κίνηση δεν παρέμεινε απαρατήρητη από το ευρύτερο κοινό στα τέλη του 1916. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε ότι, στις κοινωνικές συναναστροφές οι εκφράσεις ανησυχιών, ή ακόμη περισσότερο ανοιχτής αντίθεσης από την πλευρά των αντιπάλων της ουδετερότητας, δεν θα παρέμεναν κρυφές. Άλλωστε δεν υπήρχαν ακόμη ισχυροί λόγοι προφύλαξης. Η τρομοκρατία των επιστράτων, των παραστρατιωτικών ομάδων που συνέβαλαν με τη δράση τους στην όξυνση των μέτρων καταστολής που εφάρμοζαν οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις, δεν είχε φτάσει στο απόγειό της πριν από τα γεγονότα της 18ης Νοεμβρίου του 1916 στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω.5Για το ζήτημα των επιστράτων περισσότερες πληροφορίες στο: Μαυρογορδάτος, 1996. Όπως μπορούμε να δούμε από την ανάγνωση των εφημερίδων της εποχής, η ελευθερία του λόγου καταπνίγονταν μέχρι τότε επιλεκτικά. Η ύπαρξη της διακήρυξης είχε διαρρεύσει και αποτελούσε αντικείμενο συζητήσεων αλλά και σφοδρών, καμιά φορά βίαιων αντιπαραθέσεων. Διαθέτουμε γι’ αυτό τα σχετικά τεκμήρια: Στις αθηναϊκές εφημερίδες εμφανίζεται μια είδηση που παραπέμπει σε αυτό το γεγονός, όχι ιδιαίτερα τονισμένη, χωρίς πηχυαίους τίτλους, δημοσιευμένη στις μέσα σελίδες. Σε μια περίπτωση βρίσκουμε τις σχετικές αναφορές τυπωμένες σε εμφανές σημείο. Στη δεύτερη σελίδα του φύλλου της 8ης Νοεμβρίου 1916 της εφημερίδας Καιροί διαβάζουμε για διαμαρτυρίες φοιτητών εναντίον συγκεκριμένων καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

    Σύμφωνα με τις αναφορές πρόκειται για φιλοβασιλικούς φοιτητές που στρέφονται εναντίον των πανεπιστημιακών δασκάλων για τους οποίους κυκλοφορεί η φήμη ότι απευθύνθηκαν με άκρως κριτικό πνεύμα προς τον βασιλιά. Το ότι επρόκειτο για διαδόσεις επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι φοιτητές, αλλά και τα εξωπανεπιστημιακά στοιχεία που είχαν εισχωρήσει στα αμφιθέατρα, ζητούσαν από τους καθηγητές να αρνηθούν δημοσίως ότι είχαν αναληφθεί τέτοιες πρωτοβουλίες και πάντως ότι οι ίδιοι δεν συμμετείχαν σε αυτές. Τους ζητούσαν μάλιστα να το δηλώσουν εγγράφως. Ένα από τα θύματα αυτών των εκδηλώσεων υπήρξε ο φιλελεύθερος καθηγητής του εμπορικού δικαίου Θρασύβουλος Πετιμεζάς, το όνομα του οποίου βρίσκουμε στον διασωθέντα κατάλογο αυτών που συμμετείχαν στη διατύπωση και στη διακίνηση της διακήρυξης προς τον βασιλέα. Η υποδοχή του στο αμφιθέατρο με απροσχημάτιστες ύβρεις για την κατά τη γνώμη των φωνασκούντων προδοτική στάση υπέρ της Αντάντ, και με ζητωκραυγές υπέρ του βασιλιά Κωνσταντίνου, κορυφώθηκε με εκσφενδονίσεις λεμονιών. Υπήρξαν πολλά ανάλογα επεισόδια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις αρχές Νοεμβρίου του 1916. Σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας, οι αντιδράσεις των φιλοβενιζελικών φοιτητών που κινήθηκαν προς υπεράσπιση των καθηγητών οδήγησαν σε σφοδρές συγκρούσεις με επακόλουθο την επέμβαση της αστυνομίας. Τα συμβάντα αυτά υπήρξαν αποτέλεσμα φημών, μια και κανείς δεν είχε δει τη διακήρυξη. Πολλοί όμως απ’ ό,τι φαίνεται, όχι μόνο είχαν ακούσει για τις διώξεις εναντίον αυτών που προσπάθησαν να τη διακινήσουν, αλλά και για τις γενικές γραμμές του αντικειμένου της διαμαρτυρίας των διανοουμένων που έβαλαν τις πρώτες υπογραφές.

    Οι πρωτοστάτες

    Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, το κεντρικό πρόσωπο, δεν ήταν μόνο ένας εξέχων πολιτικός.6Μια πλήρης εικόνα της πορείας, του ρόλου καθώς επίσης των θεωρητικών αντιλήψεων του Παπαναστασίου παρουσιάζεται στο Αναστασιάδης/Κοντογιώργης/Πετρίδης, 1987. Επίσης Κύρτσης, 1988. Η παιδεία του, ο ιδεολογικός του προσανατολισμός, αλλά και ο τρόπος εμπλοκής του στην πρακτική πολιτική στο πεδίο μεταξύ φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού και μετριοπαθούς δημοκρατικού σοσιαλισμού, τον καθιστούσαν μια ιδιαίτερη μορφή της πολιτικοποιημένης ελληνικής διανόησης του πρώτου τρίτου του 20ου αιώνα. Ο ρόλος του στην οργάνωση κύκλων πολιτικοποιημένων διανοουμένων φάνηκε για πρώτη φορά με την ίδρυση της Κοινωνιολογικής Εταιρείας το 1908. Η τροφοδότηση της πολιτικής του σκέψης με ιδέες που προέρχονται από τις διεθνείς εξελίξεις στις κοινωνικές επιστήμες της εποχής αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της αρθρογραφίας του. Οι δημοσιογραφικές του παρεμβάσεις καθώς και τα θεωρητικά του κείμενα καταλαμβάνουν στην προσωπική του ιστορία ανάλογη θέση με τον ρόλο του σε σημαντικές πολιτικές εξελίξεις. Στην πολιτική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας έχει μείνει ως ο προεξάρχων μεταξύ αυτών που συνετέλεσαν στην εγκαθίδρυση της Ελληνικής αβασίλευτης δημοκρατίας της περιόδου 1924-1935.7Για τον πολιτικό ρόλο του Παπαναστασίου στην εγκαθίδρυση της αβασίλευτης Δημοκρατίας της περιόδου 1923-1935, βλ. Δαφνής, 1997, 219-293. Όλες αυτές οι πληροφορίες ίσως να μην είχαν μεγάλη σημασία στην περίπτωση της διακήρυξης του Οκτωβρίου του 1916 εάν δεν συνδυάζονταν με μιαν άλλη ιδιότητά του: αν και επηρεασμένος από το αγγλικό πνεύμα και κυρίως από τους φαβιανούς σοσιαλιστές,8Οι Φαβιανοί (Fabians) είναι τα μέλη της Φαβιανής Εταιρείας (Fabian Society) η οποία ιδρύθηκε το 1884 ως οργάνωση των υποστηρικτών μετριοπαθών σοσιαλιστικών ιδεών και λειτουργεί μέχρι σήμερα. ο Παπαναστασίου όφειλε τα θεμέλια της παιδείας του στα χρόνια που πέρασε στo Βερολίνο των αρχών του 20ου αιώνα. Τα χαρακτηριστικά της διανοητικής του ταυτότητας μπορούν να αναχθούν τόσο στις πανεπιστημιακές διαλέξεις κεντρικών προσωπικοτήτων της εποχής τις οποίες παρακολούθησε, όπως αυτές του Georg Simmel, όσο και στην ανάγνωση πλήθους συγγραμμάτων που καθόρισαν το γερμανικό διανοητικό κλίμα της εποχής. Ήταν βαθύς γνώστης μεταξύ άλλων του έργου δύο διαφορετικών μορφών της γερμανικής πολιτικής οικονομίας των ‘από καθέδρας σοσιαλιστών’ (Kathedersozialisten), των Gustav Schmoller και Adolf Wagner, όπως επίσης του έργου του θεωρητικού των συνεταιριστικών θεσμών Otto Gierke.9Κύρτσης, 1988. Κύρτσης, 1996, 138-149. Εάν πράγματι η πρωτοβουλία για την σύνταξη αυτής της επίκλησης στη συνείδηση του βασιλιά οφείλεται στον Παναναστασίου, όπως υποστηρίζεται από τον Τριανταφυλλόπουλο, η συγκρότησης της προσωπικότητάς του θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η βάση της εξήγησης γιατί επελέγησαν αυτές οι συγκεκριμένες προσωπικότητες για τις πρώτες υπογραφές.

    Ο σύντομος κατάλογος που έχει διασωθεί περιλαμβάνει τους εξής, με αναφορά της τότε ιδιότητάς τους: 1) Νικόλαο Πολίτη, καθηγητή Πανεπιστημίου, 2) Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, λογοτέχνη, 3) Αλέξανδρος Μυλωνά, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, 4) Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο, ‘εψηφισμένο έκτακτο καθηγητή Πανεπιστημίου’, 5) Νικόλαο Κιτσίκη, καθηγητή Πολυτεχνείου, 6) Κυριάκο Βαρβαρέσσο, ‘διευθυντή εν τω Υπουργείω Εθνικής Οικονομίας’ 7) Θρασύβουλο Πετιμεζά, καθηγητή Πανεπιστημίου. Όλοι τους συγκαταλέγονται μεταξύ προσωπικοτήτων γνωστών στους ιστορικούς της Ελλάδας των αρχών του 20ου αιώνα. Το βασικό κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι όλοι τους είχαν στενή σχέση με τη Γερμανία του τέλους της αυτοκρατορικής περιόδου. Μερικοί από αυτούς που παρέμειναν εν ζωή στις επόμενες δεκαετίες, απέκτησαν αργότερα μια εξ ίσου βαθιά σχέση με τη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Τέσσερις από αυτούς (Τριανταφυλλόπουλος, Κιτσίκης, Μυλωνάς και Βαρβαρέσσος) έφτασαν σε αρκετά μεγάλη ηλικία ώστε να πρέπει να επεξεργαστούν τις εμπειρίες της γερμανικής Κατοχής καθώς και της πρώτης δεκαετίας που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την στιγμή που επιδιώκουν να παρέμβουν στις εξελίξεις του 1916 έχουν ήδη πετύχει κάτι σημαντικό στη ζωή τους και χαίρουν ευρύτερης κοινωνικής αναγνώρισης.

    Ο γεροντότερος μεταξύ αυτών που υπογράφουν, κάτω από την ημερομηνία (03.10.1916) και μετά τη φράση «Της Υμετέρας Μεγαλειότητος πιστοί υπήκοοι», είναι ο Νικόλαος Πολίτης, καθηγητής και ήδη διατελέσας πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Νικόλαος Πολίτης, ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με τον συνώνυμό του διαπρεπή ειδήμονα του διεθνούς δικαίου, πρέσβη και υπουργό εξωτερικών του Ελευθερίου Βενιζέλου, υπήρξε μια πολύ σημαντική μορφή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την απόκτηση πτυχίων της φιλολογίας και της νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είχε συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο και κατόπιν στο Ερλάγκεν από το πανεπιστήμιο του οποίου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Οι σχέσεις του με τον ακαδημαϊκό κόσμο της Γερμανίας παρέμειναν ισχυρές σε μεγάλο βαθμό λόγω της φιλίας με τον σύγχρονό του και περίπου συνομήλικο διάσημο βαυαρό βυζαντινολόγο και νεοελληνιστή Karl Krumbacher. Υπήρξε ο θεμελιωτής της ελληνικής συστηματικής λαογραφίας, συγχρόνως όμως είχε πολύ σημαντική συμβολή στις κλασικές σπουδές τις οποίες συνέδεσε μεταξύ άλλων κυρίως με τη θρησκειολογία. Ενδιαφέρθηκε επίσης για τις φιλολογικές και λογοτεχνικές εξελίξεις της εποχής του στο πλαίσιο της συνεργασίας του με τον Γεώργιο Δροσίνη στο περιοδικό Εστία. Από κοινού με τον Σπυρίδωνα Λάμπρο, ο οποίος υπήρξε μια δεσπόζουσα μορφή της συντηρητικής ιστοριογραφίας, εξέδιδε τα Νεοελληνικά Ανάλεκτα Παρνασσού. Ο Πολίτης και ο Λάμπρος ήταν επίσης συνεπιμελητές ενός τόμου για τους ολυμπιακούς αγώνες που εκδόθηκε ταυτόχρονα στην Αθήνα και στη Λειψία (εκεί στα γερμανικά) με αφορμή την αναγέννησή τους το 1896.10Βλ. Lambros und N. Politis, Die Olympischen Spiele, 776 v. Chr. – 1896. n. Chr., Athen/Leipzig, Beck, 1896.

    Ο ιστορικός Λάμπρος, επίσης καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, χρημάτισε πρωθυπουργός της διορισμένης από τον βασιλιά Κωνσταντίνο κυβέρνησης της περιόδου 27.09.1916 έως 21.04.1917. Ήταν δηλαδή κεντρικό πρόσωπο του δράματος του ‘εθνικού διχασμού’. Το τελευταίο είχε σημασία στην περίπτωση, μια και ο Λάμπρος ως πρωθυπουργός, διορισμένος λίγες μόνο μέρες πριν από τη στιγμή της κίνησης των διανοουμένων, ήταν αυτός που έδωσε την εντολή να σταματήσουν οι διώξεις που ακολούθησαν την αποκάλυψη αυτής της πρωτοβουλίας συλλογής υπογραφών.11Λευκοπαρίδης, 1957, 259. Είναι προφανές ότι ο σπουδασμένος στο Βερολίνο και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Λειψίας φιλοβασιλικός πρωθυπουργός θεωρούσε ότι ανήκε σε ένα κοινωνικό δίκτυο ανθρώπων της ανώτερης μόρφωσης, η διατήρηση του οποίου δεν θα έπρεπε να τερματιστεί λόγω των οξύτατων πολιτικών διαφορών. Θεωρούσε υποχρέωση του την προστασία κυρίως αυτών με τους οποίους τον συνέδεε όχι μόνο η κοινή ελληνική, αλλά και η κοινή γερμανική παιδεία. Και βέβαια οι προσωπικές σχέσεις υπήρξαν καθοριστικές.

    Ένας άλλος της ομάδας που τελικά προστατεύτηκε από την παρέμβαση του ταυτόχρονα φιλογερμανού και φιλοβασιλικού πρωθυπουργού ήταν μια εμβληματική μορφή της ελληνικής λογοτεχνίας της καμπής του 19ου προς τον 20ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ο πρώτος μεταφραστής του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στα ελληνικά, αλλά και μεταφραστής έργων των Goethe και Hofmannsthal. Ο Χατζόπουλος ίσως ήταν αυτός που είχε την βαθύτερη σχέση με την Γερμανία. Είχε ζήσει εκεί με μικρές διακοπές από το 1900 έως το 1914. Αυτό που τον ξεχωρίζει είναι η ένταξή του στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία της εποχής και ο κεντρικός ρόλος του στην ανάπτυξη της ελληνικής μαρξιστικής αριστεράς.12Νούτσος, 1998. Πέρα από το γόητρο που εκπορεύονταν από την ιδιότητα του σημαντικού λογοτέχνη και μεταφραστή κλασικών έργων, αλλά και του λογοτεχνικού κριτικού και βαθύ γνώστη της γερμανικής λογοτεχνίας και των γερμανικών θεωρητικών τάσεων, η σχέση του με τους σαφώς πιο συντηρητικούς συνυπογράφοντες πήγαζε από ένα στοιχείο που δεν θεωρείται αυτονόητο στο πλαίσιο κατοπινών ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Στα χρόνια κατά τα οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα του εθνικού διχασμού διαμορφώθηκε μια ενδιαφέρουσα σχέση μεταξύ σοσιαλιστικών και εκσυγχρονιστικών τάσεων, χαρακτηριστική για την περίπτωση του Παπαναστασίου, αλλά επίσης γενικά αποδεκτή στους κύκλους των ελλήνων φιλελευθέρων κατά τη δεκαετία του 1910 – και σε μερικές περιπτώσεις κατά τις επόμενες δεκαετίες.

    Πέρα από τους Παπαναστασίου, Πολίτη και Χατζόπουλο, αξίζει να αναφερθούμε στους άλλους πέντε των οποίων τα ονόματα εμφανίζονται στον κατάλογο των πρώτων υπογραφόντων. Το όνομα του Κ.Δ. Τριανταφυλλόπουλου έχει ήδη αναφερθεί, όπως επίσης και αυτό του Θρασύβουλου Πετιμεζά. Πρόκειται για δύο νομικούς που οφείλουν την επιστημονική τους συγκρότηση στο ιδιαίτερα δυναμικό επιστημονικό περιβάλλον της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου κατά τη δεκαετία 1900-1910. Και οι δύο είχαν ουσιαστική συμβολή ως δάσκαλοι και συγγραφείς σημαντικών πονημάτων στην ανάπτυξη του κύρους της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχαν επίσης αξιοσημείωτη παρουσία στη δημόσια ζωή με την ανάληψη πολιτικών θέσεων. Το τελευταίο τους καθιστά συγχρόνως προσωπικότητες της ιστορίας των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Στο επίκεντρο της πολιτικής ιστορίας ανήκει και ο επίσης σπουδασμένος στο Βερολίνο Αλέξανδρος Μυλωνάς. Υψηλός κρατικός λειτουργός που ασχολήθηκε με θέματα γενικής οικονομικής πολιτικής, αλλά ιδιαίτερα με θέματα κοινωνικής και αγροτικής πολιτικής στα πρώτα του βήματα, ίδρυσε αργότερα, το 1926, το Αγροτικό Κόμμα. Οι πολιτικές του θέσεις τοποθετούνταν στο πεδίο των συνθέσεων μεταξύ σοσιαλδημοκρατικών και φιλελεύθερων τάσεων. Ο επιφανής πολιτικός μηχανικός Νικόλαος Κιτσίκης, φανατικός βενιζελικός την στιγμή της υπογραφής της διακήρυξης, παρά την ένταξή του σε σοσιαλιστικούς κύκλους κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου, επρόκειτο στις επόμενες δεκαετίες να εξελιχθεί σε στέλεχος και βουλευτής της μαρξιστικής αριστεράς. Το επιστημονικό του κύρος στο πεδίο της στατικής και γενικότερα των σύγχρονων μεθόδων κατασκευής κτηρίων, καθώς και ο ρόλος του στις συζητήσεις για τη σχέση τεχνολογίας και κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, του εξασφάλιζε καθολικό σεβασμό που ήταν δύσκολο να αμφισβητηθεί, ακόμη και σε στιγμές που υπέστη τις ταλαιπωρίες των πολιτικών διώξεων. Ο Κυριάκος Βαρβαρέσσος είχε μια πιο συμβατική αλλά ίσως εξ ίσου λαμπερή σταδιοδρομία. Σπουδασμένος και αυτός στη Γερμανία, στο Μόναχο και στο Βερολίνο, μετά από σημαντική θητεία στη δημόσια διοίκηση έγινε καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακαδημαϊκός. Κατέλαβε τις σημαντικές θέσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του υπουργού, με μια εξαίρεση πάντα σε οικονομικά υπουργεία. Το 1944 ήταν o εκπρόσωπος της Ελλάδας στη διάσκεψη του Bretton Woods.13Για τον Βαρβαρέσσο και τον ρόλο του εκτενώς στο: Κακριδής, 2017.

    Διαβάζοντας τη διακήρυξη και αναλογιζόμενος τα βιογραφικά στοιχεία αναρωτιέται κανείς εάν οι πολιτικές επιθυμίες του συντάκτη της και όσων την υπέγραψαν, ή άλλων που ενδεχομένως συμμετείχαν σε παραπλήσιες κινήσεις, πήγαζαν αποκλειστικά και μόνο από τις πολιτικές αναλύσεις και την άμεση συγκινησιακή φόρτιση που προκαλούσαν τα ιστορικά γεγονότα. Το ύφος, όπως επίσης πολλά σημεία του κειμένου, δημιουργούν την αίσθηση ότι γι’ αυτούς τους γερμανοσπουδασμένους διανοουμένους τα πολιτικά γεγονότα θέτουν προβλήματα προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας που δύσκολα μπορούν να απωθήσουν. Φαίνεται πως τα ζητήματα της κοινωνικής και προσωπικής ταυτότητας, αλλά και η αυτοπεποίθηση ανθρώπων που πίστευαν ότι βάσει του κοινωνικού τους κύρους θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις εξελίξεις, μείωσε τον ρεαλισμό που θα περίμενε κανείς από ευφυείς και ενημερωμένους διανοουμένους που αντιλαμβάνονται τους πολιτικούς συσχετισμούς. Κοιτώντας κανείς, με μεγάλη χρονική απόσταση, την πολιτική ιστορία της εποχής δεν πείθεται ότι οι ανακτορικοί κύκλοι θα ήταν εύκολο να αλλάξουν τη στάση τους, παρά τους συμβιβασμούς που αναγκάζονταν να αποδεχτούν. Ίσως ακόμη πιο δύσκολο είναι να φανταστεί κανείς ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί λόγω της επιρροής που πίστευαν ότι ασκούσαν κάποιοι αξιόλογοι γερμανοσπουδασμένοι διανοούμενοι. Η προβολή τους στην αθηναϊκή κοινωνία της εποχής δεν συνεπάγονταν ανάλογη αποδοχή από το φιλοβασιλικό και πολλές φορές από κάθε άποψη ακραία συντηρητικό τμήμα της, παρά τα σημάδια κάποιου σεβασμού. Είναι πάντως πιθανόν η αίσθηση των δυνατοτήτων μεταστροφής και εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο να οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύονταν η ρευστότητα των συνθηκών, οι αμφίρροποι πολιτικοί συσχετισμοί και η αναποφασιστικότητα πολλών από τους εμπλεκόμενους δρώντες.

    Οι δύο κρίσιμοι μήνες του φθινοπώρου 1916

    Η 18η Νοεμβρίου 1916 είναι η ημερομηνία κατά την οποία όλοι πλέον συνειδητοποίησαν ότι η ρήξη της βασιλικής κυβέρνησης, που υποστήριζε την ουδετερότητα της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης ήταν πια οριστική. Τα ξημερώματα βρήκαν τους Αθηναίους αντιμέτωπους με την επέμβαση ένοπλων δυνάμεων των συμμάχων, κυρίως Γάλλων, μαζί με Βρετανούς και Ιταλούς. Η εξέλιξη αυτή ήταν το αποτέλεσμα της αθέτησης συμφωνιών στις οποίες είχε καταλήξει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με τους συμμάχους προκειμένου να πετύχει τη διατήρηση του θρόνου του, καθώς και τη διατήρηση ενός μέρους της επικράτειας και ενός μέρους των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων εκτός των πολεμικών επιχειρήσεων. Η Ελλάδα είχε ήδη διχαστεί με την αποχώρηση του Βενιζέλου από την Αθήνα στις 12 Σεπτεμβρίου του 1916, την ανακήρυξη χωριστού κράτους στην Κρήτη η κυβέρνηση του οποίου πολύ σύντομα μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο έλεγχος της ελληνικής Μακεδονίας από τη βενιζελική κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας, όπως ονομάστηκε, και επομένως και από τους συμμάχους, ενέπλεξε τελικά ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στις πολεμικές συγκρούσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτές τις συνθήκες, η τακτική της αδύναμης ουδετερότητας του συρρικνωμένου ελληνικού κράτους των βασιλικών θεωρούνταν αναγκαία προκειμένου να ισχύσουν κατά κάποιο τρόπο οι δεσμεύσεις που είχε αναλάβει ο Κωνσταντίνος προς τον γυναικάδελφό του αυτοκράτορα Γουλιέλμο τον Β’.14Το 1889 η πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας, αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’, παντρεύτηκε τον τότε διάδοχο του ελληνικού θρόνου πρίγκιπα Κωνσταντίνο. Συγχρόνως οι χειρισμοί των βασιλικών ελληνικών κυβερνήσεων δεν θα έπρεπε να ερμηνευτούν ως πρόκληση η οποία δεν θα μπορούσε να παραβλεφθεί. Οι συμφωνίες με τους συμμάχους αφορούσαν μεταξύ άλλων: την παράδοση στρατιωτικού υλικού, τον περιορισμό των κινήσεων του στρατού που παρέμενε πιστός στον Κωνσταντίνο και την αναστολή της λειτουργίας των πρεσβειών των εχθρικών προς την Αντάντ δυνάμεων, δηλαδή της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας. Ο περιορισμός της ελευθερίας κινήσεων των ανακτορικών κυβερνήσεων ήταν κρίσιμης σημασίας για τους Αγγλογάλλους. Τα συμμαχικά εκστρατευτικά σώματα είχαν αρχίσει από τις αρχές Οκτωβρίου του 1915 να καταφθάνουν στη Θεσσαλονίκη. Η απειλή από τις ενέργειες της γερμανόφιλης ελληνικής κυβέρνησης υπό το κάλυμμα της ουδετερότητας ήταν ορατή. Οι σύμμαχοι ήταν αποφασισμένοι να ελέγξουν την κατάσταση. Το έναυσμα για ανοιχτές αντιπαραθέσεις δόθηκε με τη δημιουργία ενός δεύτερου ελληνικού κράτους αποφασισμένου να συμμετάσχει στην πολεμική προσπάθεια εναντίον των κεντρικών δυνάμεων. Τα μέτρα εντάθηκαν με τη μόνιμη παρουσία του γαλλικού ναυτικού μετά τα μέσα του Σεπτεμβρίου, αμέσως μετά την αποχώρηση του Βενιζέλου από την Αθήνα και την δημιουργία ελληνικών εκστρατευτικών σωμάτων τα οποία ετέθησαν υπό τις διαταγές του στρατηγού Maurice Sarrail και τα οποία (από κοινού με το πολεμικό ναυτικό το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του ακολούθησε τον Βενιζέλο) άρχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο νοτιοανατολικό μέτωπο του πολέμου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του εξαναγκασμού των αξιωματικών του στόλου που παρέμενε υπό βασιλικό έλεγχο να παραδώσουν στις αρχές Οκτωβρίου 1916 τα κλείστρα των πυροβόλων σε γάλλους αξιωματικούς. Τα γαλλικά αγήματα, με δύναμη που έφτασε τους 2000 άνδρες, είχαν εκείνη τη στιγμή ήδη αναλάβει σημαντικό ρόλο στην τήρηση της τάξης στην περιοχή του Πειραιά και της Αθήνας που ήταν πλέον η πρωτεύουσα μόνο του βασιλικού κράτους. Παράλληλα, οι συναντήσεις του Κωνσταντίνου με εκπροσώπους της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας ακολουθούσαν η μία την άλλη σε καθημερινή βάση. Οι συμβιβασμοί γίνονταν γι’ αυτόν όλο και πιο επώδυνοι. Όπως είναι φυσικό οι σκέψεις για αντίδραση κέρδιζαν συνεχώς έδαφος. Η απροθυμία, ή η αδυναμία των βασιλικών να ανταποκριθούν στους όρους, συχνά λόγω της ανεξέλεγκτης δράσης των επιστράτων, προκάλεσε τελεσίγραφο του γάλλου ναυάρχου Louis Dartige du Fournet το οποίο έληγε στις 18 Νοεμβρίου. Η στρατιωτική επέμβαση των συμμάχων εκείνη την ημέρα κάθε άλλο παρά ανώδυνα αποτελέσματα είχε. Οι επίστρατοι με τη συνδρομή φιλοβασιλικού τακτικού στρατού κατάφεραν να αποκρούσουν τις πολύ μικρότερες δυνάμεις που είχαν αποβιβαστεί. Η απώθηση απαντήθηκε με βομβαρδισμούς της Αθήνας από τον συμμαχικό στόλο. Η διολίσθηση σε κατάσταση πολέμου μεταξύ των δύο ελληνικών κρατών, της φιλογερμανικής Αθήνας και της συμμαχικής Θεσσαλονίκης ήταν μετά από αυτό το γεγονός πλέον αναπόφευκτη. Το άμεσο επακόλουθο ήταν οι εκδηλώσεις βίας προς ένα μέρος του πληθυσμού της επικράτειας που έλεγχε το κράτος των Αθηνών. Με τη δύση του ηλίου της 18ης Νοεμβρίου τα βίαια γεγονότα εναντίον όλων όσων στιγματίζονταν ως οπαδοί ή με οποιοδήποτε τρόπο συμπαθούντες του Βενιζέλου και των συμμάχων ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Οι δολοφονίες και οι διαπομπεύσεις συνεχίζονταν για μέρες.15Μαυρογορδάτος, 2015, 86–107.

    Είναι προφανές, ότι οι αυταπάτες όσων είχαν στραφεί με διαμαρτυρίες εναντίον του Κωνσταντίνου στις αρχές Οκτωβρίου, διαμαρτυρίες που πήγαζαν από την προσδοκία της ενδεχόμενης μεταστροφής του, είχαν πλέον διαλυθεί μετά από αυτή τη σειρά επεισοδίων. Δεν θα πρέπει όμως να αξιολογήσουμε με ιδιαίτερη αυστηρότητα τις εκτιμήσεις που τροφοδοτούσαν τις ελπίδες τους κατά τη διάρκεια των δύο μηνών που ακολούθησαν την αναχώρηση του Βενιζέλου και τη δημιουργία του δεύτερου, φιλοσυμμαχικού ελληνικού κράτους. Τα μηνύματα που εξέπεμπαν οι διαβουλεύσεις και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του ίδιου του Κωνσταντίνου, ή της από αυτόν διορισμένης κυβέρνησης, με εκπροσώπους των συμμάχων, άφηναν σε όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου, μεγάλα περιθώρια αμφίρροπων ερμηνειών. Η ανάγνωση των φύλλων του αθηναϊκού τύπου που εκδόθηκαν μεταξύ της 12ης Σεπτεμβρίου και της επέμβασης της 18ης Νοεμβρίου, μας δίνει μια εκπληκτική εικόνα του ρευστού πολιτικού κλίματος. Ένα παράξενο γεγονός ήταν η εξακολούθηση στρατολόγησης ανδρών για τον ελληνικό στρατό της Θεσσαλονίκης στις περιοχές που ελέγχονταν από την βασιλική κυβέρνηση.16Για τη σύνθεση της εικόνας των γεγονότων της περιόδου από 9 Σεπτεμβρίου 1916 έως 20 Νοεμβρίου 1916 που παρατίθεται εδώ χρησιμοποιήθηκαν οι ακόλουθες αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής: Εμπρός, Εστία, Καιροί, Νέα Ημέρα, Πατρίς.

    Τη χαλαρότητα αυτή την είχαν επιβάλει οι σύμμαχοι και την είχε αποδεχτεί ο Κωνσταντίνος στο πλαίσιο των συμβιβασμών που του επιβλήθηκαν. Παρατηρούνταν προσπάθειες παρεμπόδισης οι οποίες εντάθηκαν μετά τα μέσα του Οκτωβρίου 1916, οι οποίες όμως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν πλήρως τις ροές εθελοντών. Σε μερικές περιπτώσεις βλέπουμε μάλιστα στις αθηναϊκές εφημερίδες τις ανακοινώσεις των κλήσεων στο στρατό της Θεσσαλονίκης. Οι σύμμαχοι δεν επιδιώκουν να ανατρέψουν πλήρως τις συνθήκες ουδετερότητας, επιδιώκουν όμως τον έλεγχο των υλικών πόρων και τον σταδιακό αλλά επιλεκτικό έλεγχο της γενικότερης πολιτικής κατάστασης. Αυτό ίσχυσε μέχρι τον Νοέμβριο, οπότε η κατάσταση σκλήρυνε και το ζήτημα της φιλογερμανικής ουδετερότητας δεν ήταν δυνατόν να αποσυνδεθεί από το ζήτημα της ανοιχτής πλέον σύγκρουσης μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, σύγκρουσης που εκφράστηκε με τη μορφή εμφυλίου πολέμου κυρίως στο νότιο τμήμα της ηπειρωτικής χώρας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι συνεχείς διαπραγματεύσεις που ανακοινώνονταν στις αθηναϊκές εφημερίδες προκαλούσαν σύγχυση ως προς την τελική έκβαση. Σε αυτό συνέβαλαν ειδήσεις για τις απευθείας διαπραγματεύσεις των ανακτόρων με τις συμμαχικές ηγεσίες. Στην εφημερίδα Εμπρός της 4ης Οκτωβρίου του 1916 διαβάζουμε ότι ο πρίγκηψ Νικόλαος βρίσκονταν στο Λονδίνο την ίδια στιγμή κατά την οποία, όπως αναφέρει η ίδια εφημερίδα σε άλλο σημείο, ο βρετανικός τύπος κατακλύζονταν από άρθρα εναντίον του βασιλιά Κωνσταντίνου. Σε επόμενο φύλλο, της 8ης Οκτωβρίου διαβάζουμε ότι ο διάδοχος πρίγκηψ Γεώργιος επισκέφθηκε τον βασιλιά της Αγγλίας. Κατά τύχη στο ίδιο φύλλο εμφανίζεται η είδηση της έναρξης απολύσεων των οπαδών και συμπαθούντων του φιλοβρετανού Ελευθερίου Βενιζέλου από τη δημόσια διοίκηση και το δικαστικό σώμα. Η εμφάνιση ειδήσεων που μπορούν να στρέψουν τις ερμηνείες της κατάστασης σε αντιδιαμετρικά διαφορετικές κατευθύνσεις αποτελεί εκείνες τις ημέρες στοιχείο της καθημερινότητας.

    Η σύγχυση στο ελληνικό κοινό που είναι σε θέση να ενημερώνεται εντείνεται επιπλέον από τις μεταφορές πληροφοριών που διαδίδονται από τις ξένες εφημερίδες, κυρίως τις γαλλικές και τις βρετανικές. Εκεί μόνο προς τα τέλη Νοεμβρίου 1916 παύει η κατάσταση στην Ελλάδα να παρουσιάζεται ως αμφίρροπη. Για τις ανταποκρίσεις των γερμανικών εφημερίδων ελάχιστα πράγματα μπορούμε να βρούμε στα αθηναϊκά φύλλα. Εντούτοις, ο γερμανικός τύπος ευρείας κυκλοφορίας βρίθει ειδήσεων και άρθρων γνώμης γύρω από το ζήτημα της ελληνικής ουδετερότητας στην οποία παραμένει προσκολλημένος ο ελληνικός θρόνος. Οι αναφορές πυκνώνουν στους δύο κρίσιμους μήνες στους οποίους εστιάζουμε την προσοχή μας. Την επομένη της εγκατάλειψης της Αθήνας από τον Βενιζέλο μαζί με έναν μεγάλο αριθμό των συνεργατών του, η Berliner Börsen-Zeitung δημοσιεύει ένα εντυπωσιακό πρωτοσέλιδο άρθρο με τον τίτλο «Η Ελλάδα κι’ εμείς».17Berliner Börsen-Zeitung, 13.09.1916. Μετά από μια κοινότοπη αναφορά στις βαθιές πνευματικές σχέσεις Ελλάδας–Γερμανίας που συμπληρώνεται με σύντομη αναφορά στις σύγχρονες οικονομικές σχέσεις και την γερμανική επιρροή στη διαμόρφωση των οικονομικών ελίτ (δεν αναφέρεται σε άλλες κατηγορίες ελίτ), προχωράει στην εκτίμηση ότι αυτές δεν απέδωσαν επαρκώς λόγω της επιρροής των Γάλλων ήδη από την εποχή του απελευθερωτικού αγώνα. Ο αρθρογράφος στρέφεται κατόπιν στο ζήτημα της ουδετερότητας. Η θέση του εν συντομία είναι, ότι η στάση του βασιλιά Κωνσταντίνου εξέφραζε την τόλμη και την υπευθυνότητα, ενώ του Βενιζέλου την ανευθυνότητα που θα οδηγούσε στην καταστροφή. Η σειρά των γεγονότων τα αποτελέσματα των οποίων συνέτειναν στον οριστικό διχασμό και τη δημιουργία του κράτους της Θεσσαλονίκης εξηγούνται ως αποτέλεσμα βρετανικών εκβιασμών. Στην ίδια κατεύθυνση διατυπώνεται και η εξήγηση της στάσης του Κωνσταντίνου. Kατά τη γνώμη του αρθρογράφου H. Rouquette, ο τελευταίος δεν επέλεξε την ανοιχτή συνεργασία με τις Κεντρικές Δυνάμεις, προκειμένου να αποφύγει τον ολέθριο για την τροφοδοσία του πληθυσμού βρετανικό αποκλεισμό των ακτών. Δεν περνάει σχεδόν καμιά μέρα που να μην βλέπουμε σχετική αρθρογραφία για την Ελλάδα, πάντα στον ίδιο τόνο: Γεμάτη μίσος για τον Βενιζέλο, αλλά με εκφράσεις μεγάλης συμπάθειας, όχι μόνο για τον γαμπρό του κάιζερ Κωνσταντίνο αλλά και για τον ελληνικό λαό. Τα άρθρα αναφέρονται στις συγκεχυμένες καταστάσεις στην Ελλάδα, ή φέρουν χαρακτηριστικούς τίτλους όπως: «Ο βιασμός της Ελλάδας»18Berliner Börsen-Zeitung, 20.10.1916. ή «Η καταπίεση της Ελλάδας».19Berliner Börsen-Zeitung, 08.11.1916. Στις 18.11.1916 εμφανίζονται ανταποκρίσεις για το τελεσίγραφο του ναυάρχου Fournet και στις αμέσως επόμενες μέρες λεπτομερείς εξιστορήσεις των γεγονότων. Το ενδιαφέρον του γερμανικού τύπου έχει σχέση με τη σημασία που αποδίδεται στην έκβαση των επιχειρήσεων στο βαλκανικό μέτωπο και κυρίως αυτών που αφορούν τον κύριο σύμμαχο, την Βουλγαρία. Διαφαίνεται όμως και μια επιπλέον διάσταση σε αυτή την αρθρογραφία της περιόδου του πολέμου.

    Παρατηρείται ένας συναισθηματικός τόνος των συντακτών που εκφράζει μια βαθύτερη επιθυμία προσέλκυσης της Ελλάδας στο άρμα της Γερμανίας. Μια επιθυμία που μοιάζει να πηγάζει από την αίσθηση ότι κατά κάποιο τρόπο η απόκρουση της πρόσκλησης για συμμετοχή στον αγώνα τους για κυριαρχία από την πλευρά των Ελλήνων, ακόμη και η προσχηματική ουδετερότητα του ελληνικού στέμματος, υπονόμευε στοιχεία της ταυτότητάς τους που εκπορεύονταν από μεταφυσικές αναφορές σε κάτι συγκεχυμένο που χαρακτηρίζονταν ως «ελληνικό πνεύμα».20Berliner Börsen-Zeitung, 13.09.1916.

    Οι αντηχήσεις μιας τέτοιας θρηνητικής διάθεσης συνεπάγονταν επιείκεια έναντι του ελληνικού λαού. Οι Έλληνες δεν εμφανίζονταν ως υπεύθυνοι για τη μοίρα τους, μια και θεωρούνταν θύματα στοχευμένων εκβιασμών ή της αδυναμίας αντιμετώπισης σκληρών διλημμάτων που κατά τη γνώμη των γερμανών σχολιαστών δεν μπορούν να αποφευχθούν στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Το πένθος ορισμένων Γερμανών για την απώλεια μιας σημαντικής γι’ αυτούς σχέσης με την Ελλάδα, σημαντικής για την ταυτότητά τους, δημιουργεί την ανάγκη ψυχολογικών αντισταθμισμάτων μέσω του προσανατολισμού στον κατά φαντασία πολεμοχαρή ηρωικό τύπο ανθρώπου. Η διαστροφική κανονικότητα του πολέμου, που συνέδεε τον ναρκισσισμό με τον σαδισμό, διευκόλυνε την επεξεργασία της μερικής απώλειας των ελληνικών φαντασιακών πηγών της ταυτότητας. Είναι πιθανόν αυτή η αντιφατική γερμανική αναφορά σε ένα απομακρυνόμενο ελληνογενές φαντασιακό, το οποίο ενώ είχε εργαλειακή σημασία για τη γερμανική προπαγάνδα δεν στερούνταν πηγαιότητας, να μην έμεινε απαρατήρητο από τους Έλληνες γερμανικής παιδείας που ενημερώνονταν τακτικά. Ίσως κάπως το αισθάνθηκαν, ακόμη κι εάν δεν βρήκαν τα λόγια που θα μπορούσαν να τακτοποιήσουν τα άμεσα ή έμμεσα μηνύματα που προσελάμβαναν.

    Οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να δημιουργούσαν ανάμεικτα συναισθήματα ακόμη και σε όσους γερμανοσπουδασμένους ήταν χωρίς τις ελάχιστες αμφιβολίες πια ταγμένοι προς την πλευρά του Βενιζέλου και των συμμάχων. Διαμορφώνονταν έτσι ένα ιδιότυπο πεδίο διασταυρώσεων μεταξύ της γερμανικής και της ελληνικής δημοσιότητας που επηρέαζε τις ψυχολογικές παραμέτρους της πολιτικής και στις δύο χώρες ταυτόχρονα.

    Αυτό το πεδίο των διασταυρώσεων δεν θα εξαφανιστεί λόγω του πολέμου, αλλά ούτε και μετά την ανακωχή. Θα διατηρήσει τη σημασία του παρά τις εγχώριες και διεθνείς πολιτικές εχθρότητες. Πολλές από τις αναμνήσεις που τροφοδοτούσαν τα συναισθήματα ήταν αδύνατο να ξεπεραστούν.

    Αναμνήσεις και ταυτότητα

    Μέσα στη δίνη των γεγονότων που εξελίχθηκαν μεταξύ της 12ης Σεπτεμβρίου και της 18ης Νοεμβρίου του 1916, ένας σημαντικός αριθμός μορφωμένων ανθρώπων καλούνταν να επεξεργαστούν διαμορφωτικές γι’ αυτούς εμπειρίες. Η κοινωνική τους υπόσταση, το γόητρο με το οποίο μπορούσαν να καλλιεργήσουν τη θέση τους ως ευυπόληπτων πολιτών, εκπορεύονταν από τις σπουδές τους στη Γερμανία ή από τη γερμανική τους παιδεία. Το βάθος των σπουδών, οι ακαδημαϊκοί τίτλοι που είχαν αποκτηθεί, αλλά και ο βαθμός ουσιαστικής μόρφωσης διέφεραν αισθητά. Οι περισσότεροι είχαν επιφανειακή σχέση με τη γερμανική γραμματεία και ίσως πιο συχνά απ’ ότι φαντάζεται κανείς, δεδομένης της συνήθους επίκλησης της σημασίας της γερμανικής παιδείας, η επαφή με τα γερμανικά πράγματα, αλλά και γενικότερα με τα ευρωπαϊκά, ήταν έμμεση, χωρίς ουσιαστική γνωριμία τόπων και προσώπων έξω από τα ελληνικά κυκλώματα. Για παράδειγμα η στατιστική τίτλων σπουδών των ελλήνων καθηγητών του πανεπιστημίου μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν μας δείχνει παρουσία σε γερμανικά πανεπιστήμια αντίστοιχη της πλειονότητας των βιβλιογραφικών αναφορών των συγγραμμάτων τους όπου κυριαρχούν οι γερμανικοί τίτλοι.21Καράκωστας, 2010. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης δεδομένα που παρασχέθηκαν από το Ιστορικό Αρχείο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών που προέρχονται κυρίως από Επετηρίδες και ειδικά, συνήθως επετειακά, τεύχη των σχολών. Η εικόνα είναι αντιπροσωπευτική για την περίοδο μέχρι το 1930, μια και μέχρι το 1925 το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν το μόνο που λειτουργούσε στην ελληνική επικράτεια. Μπορούμε να μιλήσουμε περισσότερο για διάχυτη ακτινοβολία παρά για άμεση μεταλαμπάδευση μέσω της ένταξης σε συγκεκριμένα γερμανικά ακαδημαϊκά και κοινωνικά δίκτυα. Άλλωστε οι γνώσεις και η αίσθηση των πνευματικών καταστάσεων της πλειονότητας όσων μπορούν να χαρακτηριστούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γερμανοσπουδασμένοι, οφείλεται συνήθως σε πολύ μικρής διάρκειας παραμονή στο εξωτερικό. Μόνο ένας μικρός πυρήνας, στον οποίο ανήκαν οι υπογράφοντες τη διακήρυξη προς τον βασιλιά, είχε αποκτήσει ουσιαστικά και υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκά προσόντα από την παραμονή στη Γερμανία. Εντούτοις, παρά τους έμμεσους μηχανισμούς επιρροής, η διάχυτη πρόσληψη του γερμανικού πνεύματος στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα υπήρξε εξαιρετικά ισχυρή και επιπλέον εξήπτε το φαντασιακό όσων επιδίωκαν αύξηση του κοινωνικού τους κύρους μέσω της προβολής στοιχείων γερμανικής παιδείας που θεωρούσαν ότι είχαν αποκτήσει. Ο πόλεμος κάθε άλλο παρά βολικός ήταν για όσους είχαν κατασκευάσει τον προσωπικό τους μύθο με τέτοιες αναφορές.

    Τα αντικρουόμενα συναισθήματα που προέκυπταν για ένα μεγάλο μέρος των μορφωμένων Ελλήνων της εποχής γίνονταν απολύτως εμφανή σε περίοπτο σημείο της διακήρυξης προς τον βασιλέα του Οκτωβρίου 1916:

    Αρκετοί από ημάς οφείλομεν την μόρφωσίν μας εις Γερμανικά Πανεπιστήμια και είμεθα έμπλεοι θαυμασμού και ευγνωμοσύνης προς την πνευματικήν Γερμανίαν, την οποίαν θεωρούμεν δευτέραν πατρίδα μας. Τούτο δεν μας εμποδίζει ν’ αναγνωρίσωμεν, ότι η Γερμανία, διευθυνομένη από μίαν στρατοκρατίαν, ευρίσκεται εν τω αδίκω, εξαπέλυσεν εις τον κόσμον το πνεύμα της καταστροφής και το αλληλοσπαραγμού χάριν ενός κοσμοκρατορικού ονείρου. Η πραγμάτωσις αυτού του ονείρου θα επέφερε γενικώς εθνικάς καταδυναστεύσεις και ανακοπήν του πολιτισμού και ειδικώς καταστροφήν του Έθνους μας ένεκεν των εις την εγγύς Ανατολήν πασίγνωστων βλέψεων της Γερμανίας και των υπερφίαλων και τυραννικών αξιώσεων των Βαλκανικών συμμάχων της. Δια τούτο ο αγών των προστατίδων Δυνάμεων22Πρόκειται για αναφορά στις Μεγάλες Δυνάμεις (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ρωσία) που συνυπέγραψαν την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830 και το 1832. Είναι ενδιαφέρον ότι η αναφορά γίνεται σε μια τελείως διαφορετική ιστορική συνάφεια. και των συμμάχων των δεν είναι μόνον γενικώς αγών δίκαιος, αγών υπέρ των Εθνικών Ελευθεριών και του πολιτισμού, αλλά και ο μόνος αγών, ο οποίος εάν συντρέξωμεν και ημείς, ημπορεί να μας εξασφαλίσει την εθνικήν αποκατάστασιν και εις το μέλλον παγίαν ειρήνη.23«Διακήρυξις προς τον Βασιλέα», στο: Λευκοπαρίδης, 1957, 259.

    Το σχήμα της εκλογίκευσης καθίσταται προφανές: Κάποιοι Γερμανοί έχουν προδώσει την ουσία του γερμανικού πνεύματος. Οι εντόπιοι, οι έλληνες προδότες του έχουν πάει με αυτούς και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τις γερμανικές πηγές της παιδείας από τον πολιτικό ορθολογισμό που θα έπρεπε να υιοθετηθεί προς όφελος των εθνικών συμφερόντων. Το νήμα της φαντασίας που γεννά κάποια ελπίδα συμβιβασμού των ασυμβίβαστων οδηγεί σε επόμενο βήμα των συλλογισμών: Ο ανώτατος πολιτειακός παράγοντας, ο βασιλιάς με την υποτιθέμενη βαθιά γερμανική παιδεία, ο οποίος βρίσκεται σε σύγκρουση με τον φίλο των Άγγλογάλλων Βενιζέλο είναι σε θέση να αναλογιστεί τα διλήμματα και να μεταστραφεί συνδέοντας τον ελληνικό πατριωτισμό με την ουσία της γερμανικής παιδείας.Εδώ δεν πρόκειται για μια απλή επιφανειακή εκλογίκευση στην οποία παρασύρονται ο Παπαναστασίου και οι φίλοι του. Πρόκειται για μια εκλογίκευση που παραπέμπει σε βαθύτερα ψυχολογικά φαινόμενα. Οι εικόνες που περιγράφονται στην αρχή του τόμου που δημοσιεύτηκε το 1957 με καθυστέρηση τεσσάρων δεκαετιών η διακήρυξη του 1916, μας αποκαλύπτουν τις καταβολές τους. Ο τόμος του Λευκοπαρίδη φέρει την εισαγωγή του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλόπουλου.24Τριανταφυλλόπουλος, «Εισαγωγή», στο: Λευκοπαρίδης, 1957, η’–κδ’. Εκεί, με τη συγκίνηση που αναδίδει κάθε διήγηση όμορφων αναμνήσεων από τα φοιτητικά χρόνια, γίνεται αναφορά σε μια συνάθροιση τα Χριστούγεννα του 1903 στο Βερολίνο. Οι νέοι που έχουν αφήσει τα σπίτια τους και τις φιλικές τους συναναστροφές για να κατακτήσουν τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά προσόντα μέσα από σπουδές σε ξένο τόπο, έρχονται από όλες τις γωνιές της Γερμανίας στην πρωτεύουσά της προκειμένου να νιώσουν τη θαλπωρή της παρέας των συμπατριωτών. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Τριανταφυλλόπουλος τοποθετεί στο επίκεντρο της διήγησης των αναμνήσεών του το πρόσωπο του Παπαναστασίου τον οποίο όπως φαίνεται τότε πρωτογνώρισε. Βλέπει σε αυτή τη βραδιά τις απαρχές της σύσφιξης φιλικών σχέσεων που θα οδηγούσαν στη δράση τους αρκετά χρόνια αργότερα, σε δράση που συνένωνε τους ρόλους των διανοουμένων με την πολιτική:

    Έτος 1903: Είχα έλθει στο Βερολίνο από μικρό γερμανικό πανεπιστήμιο [μάλλον εννοεί το Γκαίτινγκεν] δια να συνεορτάσω με τους συμπατριώτας τα Χριστούγεννα εις κοινόν δείπνον. Ήσαν εκεί ήδη συνηγμένοι μερικοί σπουδασταί γνωστοί μου εξ Αθηνών και άλλοι, ιδίως υπάλληλοι, όλοι λαμπροφορεμένοι και μυστακοφόροι κατά την τότε μόδα, ότε εισήλθεν εις την αίθουσαν ένας διαφορετικός τύπος, απλός, κυματίζουσα κόμη, κόκκινη γραβάτα, εντελώς ξυρισμένο πρόσωπο, δύο φωτερά μάτια, ένα ελαφρύ μειδίαμα, μικρή κλίση της κεφαλής, ένα γοητευτικό σύνολο που μου έκανε ξεχωριστή εντύπωσι. […] Από τους συνδαιτημόνας εκείνης της βραδυάς του Βερολίνου και τινάς άλλους, όταν επανήλθαμεν εις την πατρίδα, προήλθε η Κοινωνιολογική Εταιρεία. Ιδρύθη ως σωματείον τω 190825Τριανταφυλλόπουλος, «Εισαγωγή», στο: Λευκοπαρίδης, 1957, η’–θ’.

    Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η Κοινωνιολογική Εταιρεία υπήρξε κύκλος μελέτης αλλά συγχρόνως κύκλος συζητήσεων σχετικά με τις προοπτικές της πολιτικής οργάνωσης με σκοπό την ανάπτυξη στην Ελλάδα ενός κόμματος του δημοκρατικού μετριοπαθούς μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού με εκσυγχρονιστικό προσανατολισμό. Η ιδεολογική κατεύθυνση έχει τη σημασία της για την κατανόηση των ευαισθησιών αυτού του κύκλου.

    Δεν θα πρέπει όμως να παραγνωριστεί η στάση των μελών του απέναντι στις εφήμερες προκλήσεις της πολιτικής που δεν μπορούν να αναχθούν ολοκληρωτικά σε ιδεολογικά σχήματα που δεν αντιστοιχούσαν σε αξιώσεις εναργούς διανοητικότητας. Σε αυτό τον κύκλο η εκτίμηση των ιστορικών συνθηκών προέκυπτε από τη συσχέτιση της πολιτικής πράξης και έκφρασης με το ιδεώδες της γνώσης. Το ιδεώδες αυτό τροφοδοτούνταν από τις αναμνήσεις των συναναστροφών στις νεανικές παρέες του Βερολίνου, της Λειψίας, και πολλών άλλων μικρών ή μεγάλων γερμανικών πόλεων με σημαντικά πανεπιστήμια.

    Ατελές πένθος

    Μπορεί κανείς να δει τη διακήρυξη του 1916 να βγαίνει μέσα από ένα πρόπλασμα που ίσως διατυπώθηκε σε κάποιο πρόχειρο χαρτί, ή σε μια αποστροφή νεανικών συζητήσεων που χαράχτηκε στη μνήμη σε μια άλλη, άσχετη παραλλαγή, με άλλο περιεχόμενο, αλλά με ανάλογη συναισθηματική ροπή, το βράδυ των Χριστουγέννων στα 1903. Αρκετά χρόνια αργότερα, η ανάμνηση των νεανικών συναισθημάτων αρμονικής σχέσης με το γερμανικό περιβάλλον, μέσα στα γεγονότα των ετών 1915–1917, σκιάζονταν από την ανάγκη απόρριψης ενός μεγάλου μέρους της θετικής εικόνας που τροφοδοτούνταν από τις αναμνήσεις. Η απώλεια της αρμονικής σχέσης με το πρόσφατο ακόμη παρελθόν οδηγούσε όμως αναγκαστικά σε κατάσταση πένθους. Ενός πένθους που παρέμενε ατελές, δύσκολα επεξεργάσιμο, παρά τις πολιτικές εκλογικεύσεις που παρείχε η ένταξη στο ευρύτερο βενιζελικό στρατόπεδο. Η ταύτιση με αυτό δεν αρκούσε προκειμένου να επιτευχθεί μια ουσιαστική αντικατάσταση ενός αφηρημένου αντικειμένου θαυμασμού με ισχυρότατες διαμορφωτικές επιδράσεις, της γερμανικής παιδείας. Οι συγκλονισμοί της πολιτικής του πολέμου δεν ήταν δυνατόν να παραγάγουν εναλλακτικούς αξιακούς προσανατολισμούς με ανάλογο βάρος. Οι γερμανοσπουδασμένοι διανοούμενοι που ακολούθησαν τον Βενιζέλο κράτησαν στην καρδιά τους τις μορφωτικές τους καταβολές. Μόνο η ψυχρή λογική και οι αντιλήψεις τους σχετικά με τις αναγκαιότητες που υπαγόρευε το εθνικό συμφέρον τους οδηγούσε στη σύνθλιψη ενός μέρους της ίδιας τους της προσωπικότητας και τη στροφή προς τους Αγγλογάλλους. Στο κείμενο της διακήρυξης προς τον βασιλιά διαφαίνεται όμως και μια νέα κατεύθυνση ανασυγκρότησης του συγκινησιακού υποβάθρου της σχέσης με τη Γερμανία. Η κατεύθυνση αυτή δεν θα έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία αργότερα, στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.26Για την αντιλήψεις των Ελλήνων διανοουμένων του Μεσοπολέμου, βλ. Κύρτσης, 1996. Θα αναδειχθεί όμως ως κεντρικό στοιχείο μετά από δύο δεκαετίες, στην περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού και ακόμα πιο μετά, στα κατοχικά και στα μετακατοχικά χρόνια. Πρόκειται για την εκλογίκευση που στηρίζεται στην πρόσληψη της Γερμανίας ως ενός διχοτομημένου αντικειμένου. Η διάκριση μεταξύ καλής και κακής Γερμανίας αποτελεί μια κάποια λύση στο πρόβλημα του διχασμένου ψυχισμού όσων λάτρεψαν πτυχές του πνεύματός της. Ας θυμηθούμε τη διατύπωση που ήδη παρατέθηκε:

    … η Γερμανία, διευθυνομένη από μίαν στρατοκρατίαν, ευρίσκεται εν τω αδίκω, εξαπέλυσεν εις τον κόσμον το πνεύμα της καταστροφής και του αλληλοσπαραγμού χάριν ενός κοσμοκρατορικού ονείρου.

    Κατά κάποιο τρόπο υπονοείται ότι η χώρα των φώτων τους παρασύρθηκε από στρατοκράτες με κατακτητικές φαντασιώσεις, ότι έχασε τον πραγματικό της εαυτό. Θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η προσήλωση στην ιδέα της διφυούς υπόστασης του γερμανικού έθνους δεν βοήθησε την επεξεργασία του πένθους για την απώλεια ενός συνεκτικού ιδεώδους. Συνέτεινε σε συναισθηματικές ταλαντεύσεις που έθεταν την αγάπη για «[…] την πνευματικήν Γερμανίαν, την […] δευτέραν πατρίδα […]»στο ίδιο πλαίσιο με το μίσος για τη χώρα που «εξαπέλυσεν εις τον κόσμον το πνεύμα της καταστροφής». Αυτή η φορτισμένη αμφιταλάντευση μεταξύ αγάπης και μίσους που εμπόδιζε τον τερματισμό του πένθους κράτησε για δεκαετίες μετά τη στιγμή του εθνικού διχασμού της δεκαετίας του 1910. Έχασε τη σημασία της ως συγκροτησιακό στοιχείο του ψυχισμού των Ελλήνων γερμανικής παιδείας μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πια το δίλημμα της επιλογής μεταξύ πλευρών της Γερμανίας είχε παραμερισθεί από τις συνθήκες του μεταπολεμικού κόσμου. Μέχρι τότε το ατελές πένθος άφηνε περιθώρια για δύο επιλογές: μεταξύ της καλής Γερμανίας, η προσήλωση στην οποία έγινε μια υπόθεση αυτών που ανήκαν κυρίως σε παραλλαγές του πολιτικού φιλελευθερισμού και της αριστεράς και η αποδοχή ή ο συμβιβασμός με τη Γερμανία του «κοσμοκρατορικού ονείρου» της οποίας το φρικιαστικό πρόσωπο παραγνωρίζονταν μια και αυτό δεν μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο του θαυμασμού ενός μεγάλου πολιτισμού η κατάρρευση του οποίου από κάποιους γερμανοσπουδασμένους θεωρούνταν αδιανόητη. Ακόμη και όταν ο γερμανικός στρατός κατέκτησε την Αθήνα το 1941, η σύγχυση των συναισθημάτων ήταν για ορισμένους πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Η στιχομυθία που παραθέτει η Καρολίνα Μέρμηγκα στη μυθιστορηματική απόδοση της βιογραφίας του παππού της Κωνσταντίνου Μέρμηγκα, γερμανοσπουδασμένου καθηγητή της χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι χαρακτηριστική. Στο παράθεμα που ακολουθεί η συγγραφέας αναφέρεται στην προσέγγιση από τον διορισμένο από τις δυνάμεις Κατοχής αντιπρόεδρο της κυβέρνησης προς τον Μέρμηγκα.27Μέρμηγκας, 2017. Σύμφωνα με τη διήγηση, του προτείνει να συνεργαστεί αναλαμβάνοντας τη δημαρχεία Αθηνών. Ο διάλογος που επινοεί η συγγραφέας υποτίθεται ότι διαμείβεται μεταξύ του καθηγητή και των μελών της οικογένειάς του.

    ̶   «Και τι σε θέλει;» (Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης)
    ̶   «Να συνεργαστώ. Ως γερμανοτραφής, όπερ μεθερμηνευόμενον ως γερμανολάτρης».
    ̶  «Είσαι;» […]
    ̶  «Είμαι λάτρης μιας Γερμανίας που με εξέθρεψε πνευματικά, και θα παραμείνω λάτρης της ακόμα και αν αυτή δεν υφίσταται πλέον. Είμαι εχθρός – ας το επαναλάβω, είμαι εχθρός – αυτής της χώρας και αυτών των Γερμανών που τώρα πάτησαν τα πόδια τους στη δική μου. Και θα τους πολεμήσω με όποιο τρόπο μπορώ. Παρακαλώ να μη χρειαστεί να το ξεκαθαρίσω άλλη φορά». […]
    ̶  «Εννοείται λοιπόν ότι δεν θα συνεργαστείς».
    ̶  «Και όμως. Θα συνεργαστώ. Κατά κάποιο τρόπο […] Πρέπει να διοριστεί καινούργιος δήμαρχος, και γρήγορα, γιατί η πόλη έχει μεγάλη ανάγκη […] Και πρέπει να είναι κάποιος που να ξέρει πέντε πράγματα για τη δημόσια υγεία και περίθαλψη, και πρέπει να είναι κάποιος που θα τον δεχτούν οι Γερμανοί. Που να έχει σπουδάσει εκεί, να ξέρει καλά τη γλώσσα … […] Εμένα θα με δεχτούν οι Γερμανοί».28Μέρμηγκας, 2017, 517–519.

    Για τη συζήτηση του ζητήματος του ατελούς πένθους των γερμανοτραφών διανοουμένων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, καμιά σημασία δεν έχει η τραγική κατάληξη της συνεργασίας του Μέρμηγκα με τις δυνάμεις των κατακτητών. Σημασία έχει η εστίαση της προσοχής στη διαχείριση των διλημμάτων που παρήγαγαν οι αντιφατικές ταυτίσεις. Στην περίπτωση όσων υπέγραψαν τη διακήρυξη του 1916 προς τον βασιλιά, ο φιλελεύθερος ή ο οιονεί σοσιαλιστικός πολιτικός τους προσανατολισμός έδωσε μια επιφανειακή λύση διάκρισης της πολιτικής από τον πολιτισμό. Η λύση αυτή τους προστάτεψε από τη βάσανο των εκκρεμών και εν πολλοίς τραγικών διλημμάτων. Όσοι όμως δεν υιοθέτησαν μια βολική πολιτική μυθολογία που συνέβαλε στην απόρριψη της άκριτης λατρείας του γερμανικού πνεύματος σε στιγμές αποφασιστικής σημασίας διαχωρισμών, κατέληξαν τραγικές μορφές που ήταν πολύ δύσκολο να αποστιγματιστούν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

    Σημειώσεις

    • 1
      «Διακήρυξις προς τον Βασιλέα» στο: Λευκοπαρίδης, 1957, 259-262.
    • 2
      Αλιβιζάτος, 2011, 221-233.
    • 3
      Σχετικές πληροφορίες στην υποσημείωση του Λευκοπαρίδη στο κείμενο της «Διακήρυξης». Λευκοπαρίδης, 1957, 259.
    • 4
      Τριανταφυλλόπουλος, «Εισαγωγή», στο: Λευκοπαρίδης, 1957.
    • 5
      Για το ζήτημα των επιστράτων περισσότερες πληροφορίες στο: Μαυρογορδάτος, 1996.
    • 6
      Μια πλήρης εικόνα της πορείας, του ρόλου καθώς επίσης των θεωρητικών αντιλήψεων του Παπαναστασίου παρουσιάζεται στο Αναστασιάδης/Κοντογιώργης/Πετρίδης, 1987. Επίσης Κύρτσης, 1988.
    • 7
      Για τον πολιτικό ρόλο του Παπαναστασίου στην εγκαθίδρυση της αβασίλευτης Δημοκρατίας της περιόδου 1923-1935, βλ. Δαφνής, 1997, 219-293.
    • 8
      Οι Φαβιανοί (Fabians) είναι τα μέλη της Φαβιανής Εταιρείας (Fabian Society) η οποία ιδρύθηκε το 1884 ως οργάνωση των υποστηρικτών μετριοπαθών σοσιαλιστικών ιδεών και λειτουργεί μέχρι σήμερα.
    • 9
      Κύρτσης, 1988. Κύρτσης, 1996, 138-149.
    • 10
      Βλ. Lambros und N. Politis, Die Olympischen Spiele, 776 v. Chr. – 1896. n. Chr., Athen/Leipzig, Beck, 1896.
    • 11
      Λευκοπαρίδης, 1957, 259.
    • 12
      Νούτσος, 1998.
    • 13
      Για τον Βαρβαρέσσο και τον ρόλο του εκτενώς στο: Κακριδής, 2017.
    • 14
      Το 1889 η πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας, αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’, παντρεύτηκε τον τότε διάδοχο του ελληνικού θρόνου πρίγκιπα Κωνσταντίνο.
    • 15
      Μαυρογορδάτος, 2015, 86–107.
    • 16
      Για τη σύνθεση της εικόνας των γεγονότων της περιόδου από 9 Σεπτεμβρίου 1916 έως 20 Νοεμβρίου 1916 που παρατίθεται εδώ χρησιμοποιήθηκαν οι ακόλουθες αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής: Εμπρός, Εστία, Καιροί, Νέα Ημέρα, Πατρίς.
    • 17
      Berliner Börsen-Zeitung, 13.09.1916.
    • 18
      Berliner Börsen-Zeitung, 20.10.1916.
    • 19
      Berliner Börsen-Zeitung, 08.11.1916.
    • 20
      Berliner Börsen-Zeitung, 13.09.1916.
    • 21
      Καράκωστας, 2010. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης δεδομένα που παρασχέθηκαν από το Ιστορικό Αρχείο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών που προέρχονται κυρίως από Επετηρίδες και ειδικά, συνήθως επετειακά, τεύχη των σχολών. Η εικόνα είναι αντιπροσωπευτική για την περίοδο μέχρι το 1930, μια και μέχρι το 1925 το Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν το μόνο που λειτουργούσε στην ελληνική επικράτεια.
    • 22
      Πρόκειται για αναφορά στις Μεγάλες Δυνάμεις (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ρωσία) που συνυπέγραψαν την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830 και το 1832. Είναι ενδιαφέρον ότι η αναφορά γίνεται σε μια τελείως διαφορετική ιστορική συνάφεια.
    • 23
      «Διακήρυξις προς τον Βασιλέα», στο: Λευκοπαρίδης, 1957, 259.
    • 24
      Τριανταφυλλόπουλος, «Εισαγωγή», στο: Λευκοπαρίδης, 1957, η’–κδ’.
    • 25
      Τριανταφυλλόπουλος, «Εισαγωγή», στο: Λευκοπαρίδης, 1957, η’–θ’.
    • 26
      Για την αντιλήψεις των Ελλήνων διανοουμένων του Μεσοπολέμου, βλ. Κύρτσης, 1996.
    • 27
      Μέρμηγκας, 2017.
    • 28
      Μέρμηγκας, 2017, 517–519.

    Βιβλιογραφία

    Παραπομπή

    Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης: «Το πένθος των γερμανοσπουδασμένων διανοουμένων της δεκαετίας του 1910», στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 07.09.20, URI : https://comdeg.eu/essay/97320/.