Ελληνική ουδετερότητα και προσλήψεις της Γερμανίας στην ελληνική κοινή γνώμη στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

  • Δημοσιεύτηκε 27.01.21

Πώς αντιλαμβανόταν η Ελλάδα το πολιτικό της σύστημα και η κοινή γνώμη το γεωπολιτικό πλαίσιο και τις εξελίξεις στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Ποιο ήταν το βασικό στοιχείο διαφοροποίησης της κοινής γνώμης; Τι διέκρινε τους Γάλλους από τους Γερμανούς; Η άποψη ότι η πολιτική της ελληνικής ουδετερότητας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μια στρατηγική επιλογή εκ των άνω, που αντιστοιχούσε αποκλειστικά στις προδιαθέσεις και προτιμήσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου (Lemonidou I, 2017) και ενός κύκλου με εκπροσώπους στις πολιτικές ελίτ, τον στρατό, το διπλωματικό σώμα και τη γραφειοκρατία, όπως παρουσιάζεται στην ελληνική ιστοριογραφία (Leon, 1974· Λούλος, 2018· Richter, 2018), είναι η μόνη δυνατή προσπέλαση του θέματος; Θα μπορούσαν, αντίθετα, οι προδιαθέσεις αυτές να θεωρηθούν ως μια διάσταση μόνο της ελληνικής πολιτικής της ουδετερότητας, ιδίως καθώς η αξιοποίηση αρχείων, όπως γαλλικών και βρετανικών, αλλά και άλλων πρωτογενών πηγών, όπως o τύπος (Παπαδημητρίου, 1989, 425–434), αναδεικνύει και μια διάσταση υποστήριξης της ουδετερότητας εκ των κάτω. Οι πηγές αυτές αναδεικνύουν μια ευρύτερη κοινωνική πρόσληψή της ως θεμιτής επιλογής. Όπως επισημαίνεται στις πηγές της εποχής, η ουδετερότητα εξέφραζε την απροθυμία μια ευρείας μερίδας της κοινωνίας αλλά και του σώματος των αξιωματικών για νέα πολεμική εμπλοκή μετά από τις απώλειες στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912–13, τάση που θα αντικατοπτριζόταν και στο κίνημα των Επιστράτων του 1916, αυτών δηλαδή που είχαν επιστρατευθεί τον Σεπτέμβριο του 1915 ενόψει της εισόδου της Βουλγαρίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, αποστρατεύθηκαν τον Ιούλιο του 1916 κατόπιν σχετικού τελεσιγράφου της Entente και σχημάτισαν εν συνεχεία οργανώσεις πιστές στον βασιλιά και την πολιτική του σε όλη τη χώρα. (Μαυρογορδάτος, 1996) Πώς συνδυαζόταν, τέλος, η απροθυμία αυτή με την αυξανόμενη συνειδητοποίηση της γερμανικής ισχύος, ιδίως μετά την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο δυτικό μέτωπο τον χειμώνα 1914–15, η οποία εδραίωσε την εικόνα της Γερμανίας ως μιας πειθαρχημένης και αποτελεσματικής πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης;

Περιεχόμενα

    Οι αφετηριακές παραδοχές

    Τη στιγμή της έναρξης του πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, η συμπαράταξη της Ελλάδας με την Entente φαινόταν αυτονόητη ακόμα και σε μερίδα του τύπου που υποστήριζε τον βασιλιά. Το γεωπολιτικό επιχείρημα υπέρ της θαλάσσιας ισχύος φαινόταν ακαταμάχητο. Βάραινε ασφαλώς η παράδοση της ναυτικής υπεροχής της Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο που είχε εκδηλωθεί σε αλλεπάλληλες κρίσεις, όπως του επεισοδίου Pacificoτο 1850, του Κριμαϊκού πολέμου και της αγγλο-γαλλικής κατοχής της Αθήνας και του Πειραιά το 1854–57, της κρίσης λόγω του ρωσο-τουρκικού πολέμου του 1877–78 και του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού της Ελλάδας το 1885–86. Η ουδετερότητα όμως εκλαμβανόταν ως μια στάση μεταβατική, έως ότου δηλαδή η Σερβία, σύμμαχος της Ελλάδας από το 1913, υφίστατο επίθεση από μια βαλκανική δύναμη ή η ίδια η Ελλάδα προσβαλλόταν από μια σύμμαχο των Κεντρικών Δυνάμεων.1Hasiotis, 2014, 5–6. Έτσι θα σημειωνόταν στο Σκριπ ότι:

    Θαλάττιοι ημείς εσχάτην ηθέλομεν διαρρήξει σωφροσύνην αποφασίζοντες να μιμηθώμεν τον Καρκίνον του μύθου, όστις από της θαλάσσης εις την ξηράν εξελθών, εγένετο βορά της αλώπεκος […] Συντασσόμενοι μετά των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων [ενν. των Κεντρικών] […] προφανώς γενησόμεθα βορά των φυσικών ημών συμμάχων της Τριπλής Συνεννοήσεως, καθ’ ων ουδεμία εκείνοι εις τας οιμωγάς ημών θα ηδύναντο να παράσχωσιν βοήθειαν.2Αναστασόπουλος, 04.08.1914.

    Οι όροι που χρησιμοποιούνταν είχαν ενδεχομένως τη σημασία τους. Οι Κεντρικές Δυνάμεις αποκαλούνταν Ευρωπαϊκές, με την έννοια προφανώς ότι τοποθετούνταν στο γεωγραφικό επίκεντρο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Τούτο σε αντιδιαστολή προς την Entente, η οποία ασφαλώς και συπείρωνε μεγάλες δυνάμεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, όπως η Ρωσία και η Γαλλία, αλλά στο πλαίσιο του ελληνικού δημοσίου διαλόγου χαρακτηριζόταν κυρίως από τη θαλάσσια ισχύ της Βρετανίας. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1914, η ανακοπή της γερμανικής προέλασης στο γαλλικό έδαφος γινόταν αντιληπτή, προς στιγμήν, ως μεγάλη νίκη της Γαλλίας. Όπως σημείωνε ο αντισυνταγματάρχης, τότε, Ιωάννης Μεταξάς,3Lemonidou II, 2017. στενός συνεργάτης του βασιλιά, η ελληνική κοινή γνώμη ήταν ενθουσιασμένη με τις γαλλικές επιτυχίες για τις οποίες πάντως ο ίδιος ήταν δύσπιστος.4Χρηστίδης, 1952, 355–356. Όπως σημείωνε: «Ο κόσμος εδώ εξετρελλάθηκεμε τας νίκας των Γάλλων […]». Εκτιμούσε όμως ότι υπήρχε μια σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης που, τουλάχιστον δυνητικά, έκλινε προς τη Γερμανία: «Υπάρχει και μια μεγάλη μερίς σιωπούσα και αναμένουσα, μη διακειμένη δε διόλου εχθρικώς προς την Γερμανίαν».5Στο ίδιο, 361.

    Τα βασικά στοιχεία διαφοροποίησης της κοινής γνώμης ήταν η νοοτροπία και ο ιδεολογικός προσανατολισμός. Έτσι, όπως παρατηρούσε ο Μεταξάς: «Κατ’ ανάγκην οι άνθρωποι διηρέθησαν αναλόγως του χαρακτήρος των. Οι ομοιάζοντες με τους Γάλλους επήγαν με τους Γάλλους, οι ομοιάζοντες με τους Γερμανούς επήγαν με τους Γερμανούς».6Στο ίδιο, 361.

    Οι πρώτοι, πίστευε ο Μεταξάς, «έχουν ασυνδεσίαν μεταξύ των, απειθαρχίαν, εγωϊσμόν». Ακριβώς τα αντίθετα χαρακτηριστικά διέκρινε ο Μεταξάς στους Γερμανούς: «[…] πειθαρχία και τακτική θα ειπούν συνένωσις των προσπαθειών όλων προς ένα σκοπόν, υποταγή, πίστις εις τον όρκον, θυσία του εαυτού […] υψηλόν φρόνημα». Κατά τον Μεταξά, «ο ατομισμός παράγει καλλιτεχνικά έθνη, όχι όμως έθνη της προόδου και του πολιτισμού. Τουναντίον, είναι διαλυτικόν στοιχείον».7Στο ίδιο, 366–367.

    Το Σκριπ, που συντασσόταν με προσοχή με την πολιτική της ουδετερότητας, υποστήριζε ότι «η ψυχική, ηθική πνοή του Γαλλικού λαού ανεδείχθη ισχυροτέρα» της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής, των υπερτέρων γερμανικών μέσων. Παρά ταύτα, η Γερμανία δε γινόταν αντιληπτή αποκλειστικά ως μια χώρα που διέθετε στρατιωτική ισχύ, με αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης και αντίστοιχη πολιτική κουλτούρα. «Αλλ’ επίσης οφείλει να αναγνωρίση τις ότι η Γερμανία αδικείται παρισταμένη ως εκπροσώπησις της βίας, της τυραννίας και του δεσποτισμού, διότι πραγματικώς είνε Έθνος εξόχως πολιτισμένον και μέγα στήριγμα και θεμελιώδης εγγύησις της ανθρωπίνης προόδου». Αν και η προς στιγμήν τροπή των στρατιωτικών επιχειρήσεων προσφερόταν ενδεχομένως για να εκδηλωθούν με ευκολία απόψεις επικριτικές της γερμανικής πολιτικής, η αθηναϊκή εφημερίδα απείχε από κάτι τέτοιο. Αναφερόμενη στα αίτια της ευρωπαϊκής σύρραξης, δεν καταλόγιζε πρωταρχική ευθύνη στη Γερμανία: «Αν δ’ ευρίσκεται σήμερον αντιμέτωπος της Γαλλίας τούτο οφείλεται εις θλιβεράν συρροήν ιστορικών λόγων οίτινες έσυρον και τους δύο λαούς κατ’ αλλήλων με την δύναμιν της μοίρας και του πεπρωμένου».8Σκριπ, 02.09.1914.

    Διατηρείτο επίσης και μια επιφύλαξη σχετικά με την πορεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η ανακοπή της γερμανικής προέλασης δεν ήταν αναγκαστικά το τέλος του πολέμου καθώς προστίθετο ότι: «Δεν γνωρίζομεν εισέτι εάν η νίκη των γαλλικών όπλων είνε οριστική».

    Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι εκτός των υποστηρικτών της ουδετερότητας υπήρχαν στον βενιζελικό χώρο σημαντικοί διανοούμενοι, επιστήμονες και πολιτικοί οι οποίοι είχαν γερμανική παιδεία ή είχαν δεχθεί την επίδραση ιδεολογικών τάσεων με αφετηρία τη Γερμανία. Μεταξύ αυτών ήταν ένας πολιτικός πρώτης γραμμής όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο λογοτέχνης Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, οι καθηγητές Θρασύβουλος Πετιμεζάς, Νικόλαος Κιτσίκης, Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος, ο διατελέσας γενικός γραμματέας του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας Αλέξανδρος Μυλωνάς, ο οποίος σταδιοδρόμησε εν συνεχεία στην πολιτική καθώς και ο διευθυντής στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας Κυριάκος Βαρβαρέσος, σημαντικός οικονομολόγος και τραπεζίτης κατόπιν. Όλοι αυτοί θα επέλεγαν την πολιτική της συμμαχίας με την Entente συμμεριζόμενοι την ανάλυση του Βενιζέλου για το εθνικό συμφέρον και λαμβάνοντας υπόψη την αντιπαράθεση των μεταρρυθμιστικών με τις συντηρητικές δυνάμεις στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής.9Κύρτσης, 2020.

    Αντίθετα, από την πλευρά ενός φύλλου όπως το Εμπρός, η ιδεολογική διάσταση της αναμέτρησης στο γαλλικό έδαφος ήταν σαφέστερη:

    Ούτε ήτο εν ταις βουλαίς της ειμαρμένης, η εκμηδένισις και η υποδούλωσις του ευγενεστάτου εκείνου λαού όστις ειργάσθη και επολέμησεν πλειότερον παντός άλλου υπέρ της ανθρωπίνης ελευθερίας και ανήγαγεν εις δόγμα πολιτικής και κοινωνικής πίστεως τα ανθρώπινα δικαιώματα.10Εμπρός, 02.09.1914.

    Ήταν όμως παρόν και το στοιχείο του ρεαλισμού στις διάφορες αναλύσεις. Στον πυρήνα τους βρισκόταν η στάθμιση των πιθανοτήτων νίκης του κάθε συνασπισμού. Δεν εξετάζεται εν προκειμένω αν οι βασικές παραδοχές, η ανάλυση των δεδομένων και τα συμπεράσματα ήταν ακριβή, αλλά επισημαίνεται το γεγονός ότι η στάθμιση αυτή, ακόμα και αν πρόκειται για εικασία, επηρεάζει την τοποθέτηση. Στο επίπεδο των ελίτ οι εκτιμήσεις αυτές επηρεάζονταν από το βασικό προσανατολισμό τους. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή μιας συνομιλίας του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου,11Lemonidou III, 2017. προσανατολισμένου στην Entente και ιδίως στη Βρετανία, με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στρατηγό Δούσμανη και τον αντισυνταγματάρχη Μεταξά, τον σημαντικότερο επιτελικό αξιωματικό της εποχής. Και οι δύο αξιωματικοί ανήκαν στον στενό κύκλο του βασιλιά Κωνσταντίνου και ήταν προσανατολισμένοι στη Γερμανία. Τη συνομιλία αυτή μας τη μεταφέρει ο Μεταξάς και πιθανώς έλαβε χώρα στις 22 Σεπτεμβρίου 1914. Ο Βενιζέλος ζητούσε να πληροφορηθεί ποια ήταν η εκτίμησή τους για την έκβαση του πολέμου. Οι απαντήσεις των Δούσμανη και Μεταξά ήταν επιφυλακτικές, συνοψίζονταν σε αυτό που ο Μεταξάς συμπέραινε ότι «η Γερμανία δεν θα ηττηθεί».12Χρηστίδης, 1952, 318.

    Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν αμφιβολίες. Τόσο τον Αύγουστο όσο και τον Σεπτέμβριο, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία είχαν δημιουργηθεί αμφιβολίες για τη δυνατότητα των γερμανικών δυνάμεων να αντεπεξέλθουν στη γαλλική αντεπίθεση, ο Μεταξάς συναντιόταν συχνά με τον γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο στην Αθήνα. Ο Falkenhausen τον διαβεβαίωσε επανειλημμένα ότι οι επιχειρήσεις εξελίσσονταν ευνοϊκά για τη Γερμανία και ο Μεταξάς, χωρίς να διατηρεί μεγάλες αμφιβολίες για την εκδοχή αυτή, διατηρούσε κάποια επιφύλαξη έως ότου η τροπή των γεγονότων αποσαφηνιστεί.13Χρηστίδης, 1952, 362.

    Η βάση της πολιτικής της ουδετερότητας συνίστατο σε ένα υπολογισμό του συσχετισμού δυνάμεων από τον κύκλο περί τον βασιλιά Κωνσταντίνο και την εκτίμησή τους σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων.14Kennedy, 1989, 249–354. Ο Μεταξάς υπέθετε ότι οι Γερμανοί θα νικούσαν τους Γάλλους, αλλά δεν θα μπορούσαν να κάμψουν εντελώς την αντίστασή τους. Κατόπιν αυτού θα στρέφονταν εναντίον των Ρώσων προς ανατολάς. Υπέθετε και σ’ αυτή την περίπτωση ότι οι Γερμανοί θα επικρατούσαν, αλλά και πάλι δεν θα μπορούσαν να κάμψουν πλήρως τη ρωσική αντίσταση «λόγω του αχανούς» της Ρωσίας. Συνεπώς, οι Γερμανοί θα είχαν επικρατήσει στις χερσαίες αναμετρήσεις, αλλά θα ήταν εξαντλημένοι, ενώ οι αντίπαλοί τους δεν θα ήταν εντελώς κατεστραμμένοι. Η Βρετανία όμως θα επικρατούσε πλήρως στη θάλασσα. Αν οι Γερμανοί επιχειρούσαν να αντιπαραταχθούν ευθέως στους Βρετανούς θα ηττώντο, ενώ αν ο γερμανικός στόλος παρέμενε ασφαλής στις βάσεις του θα καταδίκαζε τη Γερμανία σε αποκλεισμό. Έτσι η Βρετανία θα μπορούσε να επιβάλει τους όρους της, οι οποίοι, αν δεν ήταν επαχθείς, θα γίνονταν δεκτοί. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορούσε να εκτιμήσει τις επιπτώσεις στην Ελλάδα. Από την ανάλυση αυτή γίνεται σαφές ότι ακόμα και από στρατιωτικούς που διαπνέονταν από θαυμασμό για τη Γερμανία και τη στρατιωτική της ικανότητα, όπως ο Μεταξάς, υπήρχε μια υπερτίμηση της θαλάσσιας ισχύος και της Βρετανίας ως υπερέχουσας ναυτικής δύναμης.15Χρηστίδης, 1952, 336–338.

    Αυτό το μίγμα πίστης και αμφιβολιών διακρινόταν και μεταξύ των φίλων της Συνεννόησης. Στη σκέψη τους είχε πρωταρχική αξία η βρετανική ισχύς. Έτσι, όταν το βρετανικό κοινοβούλιο ενέκρινε την επιστράτευση περισσότερων του 1,5 εκατομμυρίου ανδρών με στόχο την αποστολή χερσαίων δυνάμεων στη Γαλλία, το Εμπρός σημείωνε, στις αρχές Σεπτεμβρίου, ότι η Βρετανία: «Δεν απειλεί πλέον. Προλέγει το αποτέλεσμα του πολέμου μετά βεβαιότητος. Δεν ομιλεί περί πολέμου διαρκείας εικοσαετούς. Τούτο απετέλει μόνην προϋπόθεσιν ότι η Γερμανία θα επεκράτει κατά ξηράν […] το αληθές είναι ότι απεφάσισε [ενν. η Βρετανία] […] ενεργητικώτερον [ενν. να εμπλακεί] […] εν τη κατά ξηρά σύγκρουσιν». Η κατακλείδα ήταν ότι: Οι Γερμανοί δεν δύνανται να νικήσουν συγχρόνως τοσούτους εχθρούς.16«Ο Υπουργός Ναυτικών της Αγγλίας περί του παρόντος πολέμου», Εμπρός, 01.09.1914.

    Η παράταση του πολέμου και το επιχείρημα υπέρ της ουδετερότητας

    Περί τα μέσα Δεκεμβρίου του 1914 παγιωνόταν και η γεωστρατηγική αντίληψη καθώς και η προσδοκία νίκης εκ μέρους των προσκείμενων στην Entente. Επίσης, διακρινόταν σε σχετικά δημοσιεύματα μια αξιοσημείωτη ικανότητα πρόσληψης των εξελίξεων στα μέτωπα του πολέμου και η συνειδητοποίηση ότι η πολεμική αναμέτρηση επρόκειτο να είναι μακρά, καθώς οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είχαν εισέλθει στη φάση του πολέμου των χαρακωμάτων που χαρακτηριζόταν από τη στατικότητα.17Λεμονίδου, 2020, 35. Έτσι, παρατηρείτο από το Εμπρός ότι:

    Τοσούτον μονοτόνως προχωρούν τα γεγονότα του πολέμου και τόσον ολίγας μεταβολάς επαρουσίασαν κατά τους τελευταίους τρεις μήνας εις το Δυτικόν μέτωπον ώστε εκάστη μάχη ήτις πρόκειται να λήξη δια της αποτυχίας νέας τινός γερμανικής επιθέσεως ή της καταλήψεως παρά των Συμμάχων εδάφους εκατόν πεντήκοντα μέτρων, δεν παρέχει πλέον ενδιαφέρον […].

    Παρατηρείτο επίσης ότι υπήρχε «[…] η βεβαιότης εκατέρωθεν ότι όπισθεν αυτών υπάρχουν εκατομμύρια ανθρώπων και πόροι ανεξάντλητοι […] ίσταται τούτο (ενν. το τέλος του πολέμου) πολύ μακράν». Αυτή η παράταση θεωρείτο από την ίδια πηγή ότι «παρέχει δια τους Γερμανούς κακήν πρόβλεψιν» διότι οι σύμμαχοι είχαν έτσι τον χρόνο να αναπτύξουν «τα φοβερά μέσα των». Το ζήτημα εντοπιζόταν στους πόρους που μπορούσε να κινητοποιήσει η Συνεννόηση σε αντίθεση με τη Γερμανία που ήταν στην ουσία μόνη: «παν ό, τι αντλεί είτε εις πόρους είτε εις άνδρας, προέρχεται εξ αυτής της ιδίας». Αντίθετα: «Οι Σύμμαχοι […] έχουν ακένωτον θυσαυρόν μέσων εις την Αφρικήν, την Ασίαν και τον Νέον Κόσμον […] Ρωσία και Αγγλία δεν είνε απλά κράτη. Είνε στοιχεία ακατανίκητα. Διότι η μεν εκπροσωπεί την ξηράν, η δε την θάλασσαν». Οι ελπίδες της Γερμανίας για νίκη εξικνούνταν χρονικά έως την άνοιξη του 1915.18Εμπρός, 13.12.1914.

    Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι η συζήτηση σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο δεν συσχετίστηκε με τις οικονομικές παραμέτρους της υπόθεσης παρά το γεγονός ότι η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας καλυπτόταν από τον τύπο. Στη συνεδρίαση της Βουλής στις 19 Δεκεμβρίου, η κυβερνητική πλευρά παραδεχόταν ότι η διαχείριση των ετών 1913 και 1914 είχε αφήσει έλλειμμα το οποίο θα καλυπτόταν είτε με δάνειο είτε με έκτακτη φορολογία. Πράγματι, η Ελλάδα είχε αναλάβει το βάρος της διεξαγωγής των Βαλκανικών Πολέμων και, εν συνεχεία, της επέκτασης της δομής του κράτους στις Νέες Χώρες. Είχε μάλιστα ήδη συνάψει δάνειο στη γαλλική χρηματαγορά με επιτόκιο μάλλον υψηλό.19Κωστής, 2003, 93–95. Η αντιπολίτευση ήταν ιδιαίτερα επικριτική για τα ελλείμματα, δεν πρέπει άλλωστε να παραγνωρίζουμε ότι επικρατούσαν οι αντιλήψεις για την αναγκαιότητα κάλυψης του νομίσματος από χρυσό ή άλλα πολύτιμα μέταλλα και ότι η αναγκαστική κυκλοφορία του νομίσματος θεωρείτο παρέκκλιση από την οικονομική και νομισματική ορθοδοξία και αναγκαίο κακό. Η αντιπολίτευση προεξοφλούσε την αδυναμία της κυβέρνησης να εξασφαλίσει δάνειο στη διεθνή χρηματαγορά λόγω του πολέμου, εκτίμηση την οποία δεν συμμεριζόταν η κυβέρνηση.20Σκριπ, 20.12.1914.

    Σε κάθε περίπτωση πάντως, ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1914 ο δημόσιος διάλογος έτεινε να διεξάγεται επί όρων περισσότερο αποσαφηνισμένων. Έως τότε ήταν ευδιάκριτη κάποια τάση αποφυγής θεμάτων ουσίας, ιδίως εκ μέρους των υποστηρικτών της ουδετερότητας. Στην αλλαγή αυτή συνετέλεσε η διπλωματική δραστηριότητα περί τη Βουλγαρία και τη στάση της Σόφιας στον πόλεμο. Πράγματι, η έξοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων ενδεχομένως προεξοφλείτο. Ενώ το ζήτημα του προσανατολισμού των Νεότουρκων καλυπτόταν ασφαλώς από τις αθηναϊκές εφημερίδες, η βουλγαρική πολιτική και οι επαφές της Συνεννόησης με τη Σόφια καλύπτονται σε πολύ μεγαλύτερη έκταση και με μεγαλύτερη ένταση, ενδεχομένως διότι θέτουν άμεσα το ζήτημα της αναθεώρησης του εδαφικού καθεστώτος που προέκυψε από τους Βαλκανικούς πολέμους. Έτσι, την 1η Δεκεμβρίου, το Σκριπ σημείωνε ότι η Βουλγαρία, «αυτή η ηττημένη, η παραλελυμένη στρατιωτικώς και εξηντλημένη οικονομικώς, κατόρθωσε να παίξη ρόλον ηγεμονεύοντος κράτους εν τω Αίμω». Η εφημερίδα υποστήριζε ότι η Σόφια είχε κατανοήσει ότι δε θα κέρδιζε όποιος έσπευδε να συνταχθεί με ένα από τα δύο στρατόπεδα αλλά αυτός που θα ανέμενε να του ζητηθεί η συνδρομή ή και η φιλική ουδετερότητα. Στην περίπτωση της Βουλγαρίας, η Τριπλή Συνεννόηση φαινόταν ότι, σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές πληροφορίες, είχε δώσει «ρητάς και ωρισμένας υποσχέσεις περί εδαφικής ικανοποιήσεως αντί της ουδετερότητος».

    Η Βουλγαρία, συνέχιζε η εφημερίδα, θα τηρούσε την ουδετερότητα για όσο ο πόλεμος δεν έκλινε σαφώς προς τις Κεντρικές Δυνάμεις. Τα εδαφικά κέρδη της Βουλγαρίας προσδιορίζονταν στην παραχώρηση της Σερβικής Μακεδονίας και της γραμμής Αίνου-Μήδειας στη Θράκη, συμπεριλαμβανόμενης της Αδριανούπολης, και, προστίθετο, «τις οίδε τι άλλο ακόμη το οποίον δεν συμφέρει ακόμη να λεχθεί». Ο υπαινιγμός αφορούσε πιθανότατα την Καβάλα και την ενδοχώρα της, θέμα που επρόκειτο να αποτελέσει το επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου στις αρχές του 1915, ενόψει της προσπάθειας της Συνεννόησης για συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία των Δαρδανελίων. Έναντι αυτών, το Σκριπ έθετε το ερώτημα τι είχε πετύχει η Ελλάδα, καθώς ο Βενιζέλος είχε σπεύσει να δηλώσει τον Αύγουστο του 1914 ότι η χώρα του επιθυμούσε να ταχθεί στο πλευρό της Entente. Η πολιτική του, συμπλήρωνε η εφημερίδα, αποδεχόταν στην ουσία την περιέλευση της Θράκης με όλο τον ελληνικό πληθυσμό της στη Βουλγαρία. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913 είχε αφήσει στην Ελλάδα την Ανατολική Μακεδονία και στη Βουλγαρία τη Δυτική Θράκη, η οποία σήμερα ανήκει στην Ελλάδα. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι, στο πλαίσιο μιας κοινοβουλευτικής συζήτησης που είχε λάβει χώρα τον Μάρτιο του 1913, ενώ ακόμα εξελισσόταν ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, ο Βενιζέλος, επιθυμώντας να αποφύγει περιπλοκές με τη Βουλγαρία στη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, που συνιστούσαν το κύριο πεδίο των ενδιαφερόντων του εκείνη τη στιγμή, είχε δηλώσει ότι, ακόμα και αν του προσφερόταν η Θράκη, θα απέρριπτε την προσφορά γιατί η Ελλάδα «εστερείτο σπονδυλικής στήλης» και η περαιτέρω επέκτασή της θα επιδείνωνε τη στρατηγική της ευπάθεια.

    Το άρθρο της εφημερίδας έκλεινε με μια διαπίστωση η οποία προδιέγραφε την πολιτική κρίση του Φεβρουαρίου του 1915 που ήταν απότοκη της διαφωνίας βασιλιά και πρωθυπουργού: «[…] απειλεί το έθνος μεγίστη συμφορά, εάν στιβαρώτεραι χείρες δεν αναλάβουν εγκαίρως τα ηνία του Κράτους […]».21Σκριπ, 01.12.1914.

    Η διάσταση αυτή αναγόταν στη στρατιωτική επέμβαση του 1909 με την οποία παραμερίστηκαν από την εξουσία οι παλαιές πολιτικές ελίτ προς όφελος, τελικά, του Βενιζέλου και του κόμματος των Φιλελευθέρων, του οποίου ηγήθηκε ο κρητικός πολιτικός.

    Τη δεδομένη στιγμή, όμως, οι παλαιές ελίτ, που θα αποτελούσαν τη νέα συντηρητική μερίδα της ελληνικής πολιτικής, δεν είχαν κατορθώσει να απειλήσουν τον Βενιζέλο και τους Φιλελευθέρους. Η παρέμβαση του θρόνου θα ήταν αναγκαία τόσο για να υπάρξει αντίβαρο στον Βενιζέλο όσο και για να σχηματιστεί αντίπαλη πολιτική παράταξη.22Διαμαντόπουλος, 2017· Μαυρογορδάτος, 2015· Ριζάς, 2019. Ο πόλεμος της προπαγάνδας συνεπώς διέθετε πολιτική ουσία και βάρος που υπερέβαινε την προσπάθεια διαμόρφωσης της κοινής γνώμης υπέρ μιας πολιτικής. Αναδείκνυε επίσης ότι ο εθνικός διχασμός, λόγω και του υπόβαθρού του στην εσωτερική πολιτική, ήταν μια εξαρχής διάσταση απόψεων αμοιβαίως αποκλειστικών μεταξύ αφενός του Βενιζέλου και των οπαδών της Entente και αφετέρου του βασιλιά και των υποστηρικτών της ουδετερότητας.

    Στο ίδιο διάστημα, οι αναφορές του Σκριπ προς τη Γερμανία γίνονταν περισσότερο θετικές και, το κυριότερο, η τοποθέτηση υπέρ της Γερμανίας ήταν ανοιχτή και σαφής. Στις τοποθετήσεις αυτές αναζητούνταν σημεία ταύτισης των ελληνικών συμφερόντων με τη γερμανική πολιτική. Έτσι, στις 6 Δεκεμβρίου γινόταν αναφορά σε παρεμβάσεις της Γερμανίας υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Η πρώτη αφορούσε την παρέμβαση του γερμανού αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στη σύναψη της συνθήκης του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913), με την οποία παραχωρήθηκε στην Ελλάδα η Καβάλα και η Ανατολική Μακεδονία. Η δεύτερη περίπτωση παρέμβασης της Γερμανίας αφορούσε την υπόθεση έλληνα υπαξιωματικού, του διόπου Φραγκάκη, ο οποίος υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία στην Υψηλή Πύλη και καταδικάστηκε σε θάνατο από το στρατοδικείο της Κωνσταντινούπολης. Η γερμανική παρέμβαση οδήγησε στην αναστολή της εκτέλεσης της ποινής και στην απέλασή του. Αυτό που είχε σημασία από πολιτική άποψη ήταν η επισήμανση της εφημερίδας ότι η Γερμανία ήταν «Μεγάλη Δύναμις ακολουθούσα μεγάλας γραμμάς στην διεθνή αυτής σταδιοδρομίαν» και είχε αγνοήσει τις επιθέσεις μερίδας του αθηναϊκού τύπου η οποία επρόσκειτο στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Ήταν σημαντικό, ασφαλώς, το γεγονός ότι το Σκριπ αναφερόταν σε «αστόχους ενεργείας μιας μεταβατικής ελληνικής κυβερνήσεως».23Σκριπ, 06.12.1914.

    Επανερχόταν δηλαδή εμμέσως το θέμα μιας αναγκαίας κυβερνητικής αλλαγής και γινόταν υπαινικτική αναφορά σε συνταγματικό ζήτημα. Πράγματι, αν η κυβέρνηση που διέθετε την εμπιστοσύνη της Βουλής θεωρείτο «μεταβατική» τότε, ασφαλώς, υπονοείτο, δεν αναφερόταν ακόμα ρητά, ότι κάποιο άλλο κέντρο εξουσίας θα έπρεπε να καθορίζει τα διαρκέστερα ελληνικά συμφέροντα, προφανώς αυτό ήταν το στέμμα.

    Τον Ιανουάριο του 1915, όταν το ζήτημα της ελληνικής συμμετοχής στον πόλεμο είχε πλέον τεθεί με ένταση, οι υποστηρικτές της ουδετερότητας επεσήμαιναν τη στρατιωτική ισχύ των Κεντρικών Δυνάμεων, ιδίως ενόψει της επίθεσης στο Σερβικό μέτωπο: «Η επίθεσις των αυστρογερμανικών στρατευμάτων […] προμηνύεται τρομερά και κατακλυσμιώδης […]. Το σχέδιον του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου αποβλέπει εις την εκμηδένισιν της Σερβίας». Η επίθεση αναμενόταν να εκδηλωθεί «μετά κεραυνοβόλου ορμής».24Σκριπ, 12.01.1915.

    Η ανάδυση ενός ουδετερόφιλου ρεύματος

    Όπως σημείωνε ένας βρετανός διπλωμάτης με ωμή ειλικρίνεια μια δεκαετία μετά την έκρηξη του Εθνικού Διχασμού, στις αρχές του 1915, τη στιγμή δηλαδή κατά την οποία η Εγκάρδια Συνεννόηση αποφάσισε ότι επιθυμούσε την είσοδο στης Ελλάδας στον πόλεμο, ο πρώτος ενθουσιασμός για τη συμμαχική υπόθεση είχε κατά τι μειωθεί, εν μέρει ως συνέπεια των στρατιωτικών επιτυχιών της Γερμανίας και της γερμανικής προπαγάνδας και εν μέρει των προσωπικών αντιλήψεων και της επιρροής του βασιλιά Κωνσταντίνου.

    Στην ίδια βρετανική πηγή σημειώνεται επιπρόσθετα ότι συναντούσε κανείς μεταξύ της ελληνικής κοινής γνώμης σεβασμό για τις γερμανικές στρατιωτικές δυνατότητες. Λίγοι Έλληνες πίστευαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να ηττηθεί. Στο πλαίσιο αυτό υπήρχε μια γενική επιθυμία για την τήρηση μιας στάσης αναμονής, ιδίως για την υποθετική περίπτωση που η Entente θα μπορούσε να παρουσιάσει αποτελέσματα, τα οποία όμως ήταν αδύνατο να προβλεφθούν το 1915.25Foreign Office (FO) 371/11334, C 3257.

    Στις αρχές του 1915 είχαν διαγραφεί, συντελουσών και των στρατιωτικών και διπλωματικών εξελίξεων, περισσότερο επεξεργασμένες παραδοχές των δύο αντιθετικών γεωπολιτικών επιλογών, της συμμαχίας με την Entente και της τήρησης της ουδετερότητας που ευνοούσε τις Κεντρικές Δυνάμεις. Δεν επρόκειτο μόνο για μια καιροσκοπική αφετηριακή εκτίμηση, καθόλου αμελητέα πάντως για ένα μικρό κράτος που στάθμιζε τις προοπτικές, τις πιθανότητες νίκης του κάθε συνασπισμού. Επρόκειτο για μια βαθύτερη γεωπολιτική αποτύπωση, πέραν των ιδεολογικών προτιμήσεων και των πολιτισμικών προδιαθέσεων. Η μερίδα που έρεπε προς την Εγκάρδια Συνεννόηση συμπέραινε, αυτό καταγραφόταν στις στήλες του αθηναϊκού φύλλου Εμπρός με αφορμή τη ναυμαχία της Ελιγολάνδης, ότι: «Ο ναυτικός πόλεμος […] καθιστά προφανές ότι η υπεροχή δεν ήτο προς το μέρος της Γερμανίας […] η ταχύτης και το πυροβόλον απομένουσι πάντοτε τα δεσπόζοντα όπλα εις τους κατά θάλασσαν αγώνας». Ειδικά ως προς τα νέα όπλα που είχαν εμφανιστεί στον πόλεμο σημειωνόταν ότι: «[…] το υποβρύχιον, όπως και το αεροπλάνον επί του παρόντος ουδέν άλλο αποτελούσιν, ειμή το συμπλήρωμα αυτών […]. Υπό τοιούτους όρους όμως μέχρι της στιγμής ο Ευρωπαϊκός πόλεμος δεν φαίνεται προωρισμένος να ανατρέψη τας συνθήκας της νεωτέρας ναυπηγικής και ναυτικής τακτικής […]. Τούτο δε ενέχει ιδιαιτέραν ίσως σημασίαν και δια την Ελλάδα». Η κατακλείδα δηλαδή ήταν ότι η χώρα δεν έπρεπε να αλλάξει προσανατολισμό, αφού η Βρετανία παρέμενε κυρίαρχη στη θάλασσα.26Εμπρός, 13.01.1915.

    Σχεδόν ταυτόχρονα, όταν είχε ήδη τεθεί το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας στη εκστρατεία των Δαρδανελλίων, οι υποστηρικτές της ουδετερότητας πρόβαλαν ένα άλλο στοιχείο, την απειλή του Σλαβισμού, που επέβαλλε τη διατήρηση καλών σχέσεων με τη Γερμανία. Η σλαβική απειλή θεμελιωνόταν στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ρωσίας στην Entente και είχε κεντρική σημασία στη γεωπολιτική ανάλυση του κύκλου περί το βασιλιά Κωνσταντίνο, καθώς η Πετρούπολη, έχοντας εξασφαλίσει τον έλεγχο της περιοχής των Στενών σε περίπτωση νίκης της Entente, απέκλειε προκαταβολικά ενδεχόμενη ελληνική επέκταση προς την Κωνσταντινούπολη, την κορωνίδα της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας. Σε αντίθεση με τον Βενιζέλο, που ελκυόταν από το όραμα της ελληνικής επέκτασης στη Μικρά Ασία, πρωταρχική επιδίωξη για τον Κωνσταντίνο συνιστούσε η ελληνική προώθηση στην Κωνσταντινούπολη. Τι καθιστούσε συζητήσιμη αυτή τη γεωπολιτική ανάγνωση που έδινε έμφαση στον σλαβικό κίνδυνο; Η συμμαχία της Ρωσίας με τη Βρετανία το 1907. Η τελευταία εγκατέλειπε έτσι το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που διείπε τη στρατηγική της από το 1815 προκειμένου να εξασφαλίσει τη ρωσική υποστήριξη έναντι της Γερμανίας. Στο πλαίσιο αυτό αναγνώριζε τις ρωσικές επιδιώξεις για έλεγχο των Στενών. Η εν συνεχεία έξοδος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, την 1η Νοεμβρίου 1914, επισφράγιζε αμετάκλητα αυτή τη μείζονα αναδιάταξη. Η αντίληψη περί της πρωταρχικής σημασίας της σλαβικής απειλής προκαλούσε και μια ορισμένη ανάγνωση της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης και εν συνεχεία του ελληνικού κράτους: «Η απειλή του Σλαυισμού είνε η κυριωτέρα, η μόνη αιτία της διατηρήσεως της Τουρκικής τυραννίας εν Ευρώπη», σημειωνόταν στο Σκριπ.

    Η απειλή του Σλαυισμού είναι ο λόγος δι’ ον Δυνάμεις τινές αντετάχθησαν εν αρχή εναντίον της ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους και κατόπιν εναντίον της μεγαλύνσεως αυτού […]. Οφείλομεν δε να κατανοήσωμεν ότι εάν έχη τις συμφέρον όπως η Γερμανία μη εξέλθη συντετριμμένη εκ του φοβερού αγώνος εις ον έχει αποδυθή ούτος εστίν η Ελλάς, διότι της Γερμανίας συντριβομένης θέλει καταπέση και ο τελευταίος υδατοφράκτης κατά της Σλαυικής πλημμύρας και το παν θέλει απειληθή, και ελευθερία, και πολιτισμός δι’ αποπνιγμού.27Σκριπ, 31.01.1915.

    Ανάλογες διαπιστώσεις με τον βρετανό διπλωμάτη που προαναφέρθηκε, σχετικά με τη μετατόπιση της ελληνικής κοινής γνώμης, έκανε ήδη το 1915 και ο γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος. Ο αντισυνταγματάρχης Braquet αξιολογούσε τις ροπές των ελληνικών ελίτ τον Ιανουάριο του 1915, όταν η διαφωνία δεν είχε ακόμα καταλήξει σε βαθύ σχίσμα. Αν η Βρετανία προσλαμβανόταν στην Ελλάδα πρωταρχικά ως φορέας της θαλάσσιας ισχύος και κατόπιν ως κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού, το γαλλικό κεφάλαιο ήταν πολιτισμικό και ιδεολογικό και ο ανταγωνισμός με τη Γερμανία σημειωνόταν εν πολλοίς σε αυτό το πεδίο. Σημείωνε ότι η βασιλική αυλή έδειχνε πλέον τάσεις γερμανοφιλίας. Η γερμανική προπαγάνδα, η οποία είχε προωθηθεί με επιμονή και μέθοδο, έτεινε να αποδώσει καρπούς. Η κοινή γνώμη βέβαια, πρόσθετε ο γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος, εξακολουθούσε με ένα γενικό τρόπο να είναι γαλλόφιλη, όπως ήταν επόμενο, αυτή η γαλλική οπτική ενδιέφερε πρωτίστως τον γάλλο αξιωματικό. Δεν υπήρχε όμως πια γερμανοφοβία και στο σημείο αυτό η γερμανική προπαγάνδα είχε επιτύχει. Υπήρχε άλλωστε ένα στοιχείο το οποίο αποσπούσε το θαυμασμό της ελληνικής κοινής γνώμης και αυτό ήταν η «γερμανική οργάνωση» (“l’ organisationallemande”). Αυτό το «νέο πνεύμα» εμφανιζόταν και στον τύπο. Ο γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος παρατηρούσε με ανησυχία ότι δύο ή τρία αθηναϊκά φύλλα είχαν, όπως ο ίδιος πίστευε, «εξαγοραστεί» από τους Γερμανούς. Υπήρχε πάντοτε, πρόσθετε, μια «γερμανική» μερίδα στην Αθήνα, η οποία πάντως δεν είχε ως τότε καταλάβει σημαντικό χώρο. Τώρα όμως τα πράγματα άλλαζαν, η μερίδα αυτή είχε πραγματοποιήσει πρόοδο. Ήδη η βασίλισσα Σοφία, η αδελφή του γερμανού αυτοκράτορα, είχε υιοθετήσει μια στάση περισσότερο «μαχητική». Η βασιλική οικογένεια εμφάνιζε βέβαια μια ποικιλία αισθημάτων και προτιμήσεων, η οποία ήταν κυρίως αποτέλεσμα των δυναστικών επιγαμιών και συνακόλουθων δεσμών: Ο πρίγκιπας Νικόλαος, αδελφός του βασιλιά, ήταν προσανατολισμένος στη Ρωσία, ο πρίγκιπας Ανδρέας, άλλος αδελφός του βασιλιά, στη Βρετανία όπως και ο πρίγκιπας Χριστόφορος.

    Πέραν αυτών, γινόταν ειδική αναφορά στον διάδοχο Γεώργιο. Η αναφορά αυτή είναι ενδιαφέρουσα διότι, όπως γενικά υποστηρίζεται στη βιβλιογραφία, θεωρείτο ότι ο μετέπειτα βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄ υιοθετούσε τις αντιλήψεις του πατέρα του βασιλιά Κωνσταντίνου και ότι ο μεταπολεμικός προσανατολισμός του στη Βρετανία ήταν αποτέλεσμα της ήττας της Γερμανίας το 1918 και των εμπειριών της έξωσης του Κωνσταντίνου και της εξορίας της βασιλικής οικογένειας. Ο γάλλος στρατιωτικός ακόλουθος σημείωνε όμως ήδη στις αρχές του 1915 ότι ο Γεώργιος δήλωνε σαφώς ότι δεν επρόσκειτο στους Γερμανούς. Ήταν στο βάθος «πολύ Άγγλος», προστίθετο από τον γάλλο αντισυνταγματάρχη. Το ίδιο συνέβαινε και με τον αδελφό του, πρίγκιπα Αλέξανδρο, βασιλέα κατά την τριετία 1917–20, και την αδελφή του, πριγκίπισσα Ελένη. Ο Braquet τόνιζε πάντως ότι όλα αυτά δεν είχαν ιδιαίτερο βάθος και πιθανώς έτσι να ήταν. Άλλωστε, την κατεύθυνση της βασιλικής οικογένειας καθόριζε ο Κωνσταντίνος. Εν πάση περιπτώσει όμως, ούτως ή άλλως, έλεγε ο Braquet, στον κύκλο αυτό των πριγκίπων, η όποια συμπάθεια αφορούσε γενικά την Entente, δεν υπήρχε κάτι ειδικά για τη Γαλλία. Η αποστροφή αυτή ήταν ένδειξη της αντίληψης κάποιας γαλλικής μοναδικότητας εκείνη την ιστορική στιγμή εκ μέρους των γάλλων ιθυνόντων και κρατικών λειτουργών. Η Γαλλία ήταν η μόνη δημοκρατική, μη βασιλευόμενη, χώρα. Αυτό ασφαλώς και αντανακλάτο, είχε κάποια επίπτωση, τόσο στη στάση των γάλλων στρατιωτικών που υπηρετούσαν στην Ελλάδα, στην Αθήνα του ίδιου του Braquet, στη Θεσσαλονίκη του στρατηγού Sarrail, ο οποίος ανήκε στην αριστερά του πολιτικού φάσματος της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας.

    Αφορούσε όμως και στη γενικότερη γαλλική πολιτική η οποία διαμορφωνόταν το 1915–17 χωρίς να λαμβάνονται υπόψη δυναστικοί δεσμοί, όπως αντιθέτως συνέβαινε με τη Βρετανία και τη Ρωσία, η πολιτική των οποίων επηρεαζόταν και από αυτή τη διάσταση έως την άνοιξη του 1917. Πρέπει επίσης να σημειωθεί μια παράλειψη του Braquet που δεν ήταν ίσως χωρίς σημασία. Αυτή αφορούσε τον νεότερο αδελφό του βασιλιά Κωνσταντίνου, τον πρίγκιπα Γεώργιο ο οποίος ήταν σύζυγος της Μαρίας Βοναπάρτη, διατηρούσε δεσμούς με τη Γαλλία και θα έπαιζε και κάποιο διπλωματικό ρόλο την άνοιξη του 1915 ως απεσταλμένος της Αθήνας στο Παρίσι. Η παράλειψη αναφοράς στο πρόσωπό του είναι ίσως εξηγήσιμη από το γεγονός ότι οι όποιοι δεσμοί του με τη Γαλλία δεν αφορούσαν βασιλεύουσα δυναστεία και συνεπώς ευθέως το γαλλικό κράτος αλλά τη χώρα και τον πολιτισμό της ευρύτερα. Εν κατακλείδι, στις αρχές ακόμα του 1915 ο Braquet θεωρούσε ότι, προς στιγμήν, η εξέλιξη των γεγονότων δεν ήταν ανησυχητική. Οι δεσμοί της Γαλλίας με την Ελλάδα ήταν «βαθείς». Αν όμως η αβεβαιότητα παρατεινόταν δε θα δικαιολογείτο αισιοδοξία. Πράγματι, ο Braquet επεσήμαινε μια όψη που δεν ήταν αμελητέα: Προ εξαμήνου, κατά την έναρξη δηλαδή της ευρωπαϊκής σύρραξης τον Αύγουστο του 1914, οι Έλληνες σκέπτονταν το ενδεχόμενο ενός πολέμου στο πλευρό της Συνεννόησης χωρίς έντονη αποστροφή. Αυτές οι τάσεις όμως βαθμιαία εξασθένισαν και είχαν δώσει πλέον τη θέση τους σε μια σαφή φιλειρηνική στάση. Εντός του στρατού, οι φιλογερμανικές διαθέσεις περιορίζονταν στο Γενικό Επιτελείο, όπου σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί είχαν εκπαιδευτεί στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου, χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ο Μεταξάς. Αντίθετα κανείς αξιωματικός από όσους είχαν εκπαιδευτεί στη Γαλλία δεν επεδείκνυε φιλογερμανική ροπή. Η παρατήρηση αυτή αντανακλούσε εξελίξεις του πρόσφατου παρελθόντος, όταν μετά τη στρατιωτική επέμβαση του 1909 η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων είχε αναθέσει την αναδιοργάνωση και εκπαίδευση του ελληνικού στρατού σε γαλλική αποστολή, σε αντίθεση με τις απόψεις του διαδόχου τότε Κωνσταντίνου που ασφαλώς έκλινε προς τις γερμανικές μεθόδους. Ήταν συνεπώς η παρατήρηση του Braquet ενδεικτική της μεγάλης σημασίας που είχε το οργανωτικό αλλά και το πολιτισμικό στοιχείο για τη διαμόρφωση της στάσης και της στρατηγικής επιλογής των ελίτ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μάζα των αξιωματικών, υποστήριζε ο Braquet, φαινόταν να συμμερίζεται τις γαλλόφιλες τάσεις της κοινής γνώμης. Η απήχηση των γερμανόφιλων όμως αυξανόταν. Υπήρχαν επίσης ενδείξεις ότι διαμορφωνόταν στις ευρύτερες τάξεις των αξιωματικών μια στάση αναμονής. Οι αξιωματικοί πίστευαν ότι μετά τους Βαλκανικούς πολέμους δικαιούνταν μια ανάπαυση. Αν επρόκειτο να πολεμήσουν πάλι θα ήθελαν αυτό να γίνει σε συνθήκες εξαιρετικά ευνοϊκές. Οι εδαφικές προσδοκίες δεν ήταν τη δεδομένη στιγμή σαφείς και συνεπώς δε συνιστούσαν ισχυρό κίνητρο για την είσοδο στον πόλεμο.28Μinistere des Αffaires Εtrangeres (MAE), 244. Η τάση αυτή ήταν πρωτογενής, δεν οφειλόταν σε πολιτικό προσανατολισμό ή επιρροή ή στην επίδραση προπαγάνδας. Η προδιάθεση άλλωστε για αποφυγή πολεμικών εμπλοκών διακρινόταν ήδη τον Σεπτέμβριο του 1913 όταν το επιτελείο του βασιλιά αντιμετώπιζε το διάχυτο αίτημα για ταχεία αποστράτευση των κληρωτών.29Χρηστίδης, 1952, 229.

    Συνοψίζοντας, από τις διαθέσιμες πηγές προκύπτει ότι ήδη στις αρχές του 1915 η ουδετερότητα κέρδιζε έδαφος μεταξύ της ελληνικής κοινής γνώμης. Η ροπή αυτή δεν οφειλόταν αποκλειστικά στις αντιλήψεις του στέμματος και των στρατιωτικών, διπλωματικών και πολιτικών κύκλων που ήταν προσανατολισμένοι στη Γερμανία αλλά και σε μια βαθμιαία μετατόπιση των αντιλήψεων του στρατού και της κοινής γνώμης. Οι αρχές του 1915 ήταν το χρονικό σημείο στο οποίο η ουδετερότητα αποκτούσε ευρύτερη απήχηση, διέφευγε από το στενό κύκλο μιας μερίδας των ελίτ και αποκτούσε ευρύτερη βάση. Οι παράγοντες αυτοί ήταν σε σημαντικό βαθμό επιφυλακτικοί έναντι της πολεμικής εμπλοκής και έτειναν να αποδίδουν σημασία στη γερμανική στρατιωτική ισχύ, ενώ αντιλαμβάνονταν γενικότερα τη Γερμανία ως φορέα πειθαρχίας, αποτελεσματικότητας και πολιτισμού.

    Zusammenfassung

    Η πολιτική της ουδετερότητας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τείνει να παρουσιάζεται στην ελληνική ιστοριογραφία ως μια στρατηγική επιλογή εκ των άνω, κάτι που αντιστοιχούσε αποκλειστικά στις προδιαθέσεις και προτιμήσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου και ενός κύκλου προσκείμενου σε αυτόν. Όμως η αξιοποίηση αρχείων και άλλων πρωτογενών πηγών όπως o τύπος, αναδεικνύει και μια διάσταση υποστήριξης της ουδετερότητας εκ των κάτω, μια ευρύτερη κοινωνική πρόσληψή της ως θεμιτής επιλογής. Αυτή φαίνεται ότι διαμορφώθηκε στο διάστημα από την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως τις αρχές του 1915, όταν η Entente πρότεινε στην Ελλάδα την έξοδό της στον πόλεμο ενόψει της εκστρατείας των Δαρδανελίων.

    Σημειώσεις

    • 1
      Hasiotis, 2014, 5–6.
    • 2
      Αναστασόπουλος, 04.08.1914.
    • 3
      Lemonidou II, 2017.
    • 4
      Χρηστίδης, 1952, 355–356.
    • 5
      Στο ίδιο, 361.
    • 6
      Στο ίδιο, 361.
    • 7
      Στο ίδιο, 366–367.
    • 8
      Σκριπ, 02.09.1914.
    • 9
      Κύρτσης, 2020.
    • 10
      Εμπρός, 02.09.1914.
    • 11
      Lemonidou III, 2017.
    • 12
      Χρηστίδης, 1952, 318.
    • 13
      Χρηστίδης, 1952, 362.
    • 14
      Kennedy, 1989, 249–354.
    • 15
      Χρηστίδης, 1952, 336–338.
    • 16
      «Ο Υπουργός Ναυτικών της Αγγλίας περί του παρόντος πολέμου», Εμπρός, 01.09.1914.
    • 17
      Λεμονίδου, 2020, 35.
    • 18
      Εμπρός, 13.12.1914.
    • 19
      Κωστής, 2003, 93–95.
    • 20
      Σκριπ, 20.12.1914.
    • 21
      Σκριπ, 01.12.1914.
    • 22
      Διαμαντόπουλος, 2017· Μαυρογορδάτος, 2015· Ριζάς, 2019.
    • 23
      Σκριπ, 06.12.1914.
    • 24
      Σκριπ, 12.01.1915.
    • 25
      Foreign Office (FO) 371/11334, C 3257.
    • 26
      Εμπρός, 13.01.1915.
    • 27
      Σκριπ, 31.01.1915.
    • 28
      Μinistere des Αffaires Εtrangeres (MAE), 244.
    • 29
      Χρηστίδης, 1952, 229.

    Βιβλιογραφία

    Παραπομπή

    Σωτήριος Ριζάς: «Ελληνική ουδετερότητα και προσλήψεις της Γερμανίας στην ελληνική κοινή γνώμη στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου», στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 27.01.21, URI : https://comdeg.eu/essay/101541/.