Κοινωνικές και πολιτισμικές διασταυρώσεις των γερμανικών, δυτικοευρωπαϊκών και ελληνικών ελίτ στην oθωνική Ελλάδα

  • Δημοσιεύτηκε 01.12.20

Τι σήμαινε η βαυαρική Αντιβασιλεία και η Βασιλεία του Όθωνα (1833–1862), ως περίοδος θεμελίωσης του νεοελληνικού κράτους, για την έλευση, τη δραστηριοποίηση και τη συμβολή εκπροσώπων των γερμανικών ελίτ της εποχής, καθώς και για τις διασταυρώσεις τους με μορφωμένους και εύπορους Έλληνες και Δυτικοευρωπαίους που συνάντησαν στην οθωνική. Ελλάδα; Ποια ήταν η σημασία των διασταυρώσεων των γερμανικών, δυτικοευρωπαϊκών και ελληνικών ελίτ για τη συγκρότηση και λειτουργία νέων πολιτειακών, κυβερνητικών και εκπαιδευτικών θεσμών όπως η βασιλική Αυλή, οι διάφορες κρατικές αρχές και το Πανεπιστήμιο, καθώς και για την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία και την κοινωνική ζωή προπάντων της νέας πρωτεύουσας, της Αθήνας, σε μια εποχή ακτινοβολίας της Δύσης μέσω της κυριαρχίας των ευρωπαϊκών αστικών και αριστοκρατικών πολιτισμικών προτύπων; Πώς, πού, από ποιους και μέσω ποιων διασταυρώσεων μεταφέρονται, διαχέοντα ι και προσλαμβάνονται γερμανικά και ευρύτερα πολεοδομικά αρχιτεκτονικά και ευρύτερα πολιτισμικά πρότυπα, κανόνες συμπεριφοράς, αξίες και ιδεώδη, δηλωτικά κοινωνικής διαφοροποίησης και υπεροχής των μορφωμένων, εύπορων και ανερχόμενων αστών καθώς και των εξ αίματος ή απονομής τίτλου ευγενών;

Περιεχόμενα

    Με τη ματιά ενός νεαρού γερμανού αρχαιολόγου: στιγμιότυπα από τα πρώτα χρόνια των διασταυρώσεων

    Αρκετά διαφωτιστικές για τις διασταυρώσεις Γερμανών, Δυτικοευρωπαίων (σε νεαρή, ως επί το πλείστον, ηλικία) και Ελλήνων με μόρφωση ή/και οικονομική επιφάνεια τις παραμονές της έλευσης του Όθωνα στην Ελλάδα, την περίοδο της Αντιβασιλείας (1833–35) και τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα είναι οι Αναμνήσεις του Λουδοβίκου Ρος (Ludwig Ross, 1806–1859), αρχαιολόγου από τη βόρεια Γερμανία (Holstein), με σπουδές κλασικής φιλολογίας στο Κίελο, πρώτου Γενικού εφόρου και διοικητικού επικεφαλής της ελληνικής αρχαιολογίας από το 1834, Καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837–1843) και από το 1845 στο Halle.1Ο Λ. Ρος συνόδευσε και ξενάγησε το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας σε αρκετά ταξίδια του στο εσωτερικό της χώρας. Βλ. Seidl, 1981, 349. Η γερμανομάθεια ήταν ένα βασικό προσόν το οποίο εκτιμούσαν στους μορφωμένους Έλληνες που συναντούσαν στην Ελλάδα Γερμανοί σαν τον Ρoς: «Βρήκα κιόλας έναν γερμανομαθή που με βοήθησε στις ακόμα αδύνατες γνώσεις μου στη γλώσσα. Ήταν ο Δόκτωρ Ξάνθος που είχε σπουδάσει στη Χαϊδελβέργη και είχε πολλές κοινωνικές σχέσεις και εδώ στην Ύδρα είχε παντρευτεί μια ανεψιά του Κουντουριώτη», γράφει στα τέλη Ιουλίου 1832 ο Λ. Ρος, οπότε κατέπλευσε στην Ύδρα από την Τεργέστη και παρέμεινε τρεις μέρες ώσπου να βρει ένα καράβι για το Ναύπλιο, πρωτεύουσα ακόμη της χειμαζόμενης από εμφύλιες διαμάχες Ελλάδας. (Ρος, 1976, 23)

    Το Ναύπλιο, όπου ο Ρος γνώρισε «διάφορα ονομαστά και ενδιαφέροντα πρόσωπα» μεσολάβηση του διαπρεπούς γερμανού φιλολόγου, νέο-ουμανιστή, παιδαγωγού και μετέπειτα συμβούλου του Όθωνα Φρειδερίκου Τιρς (Thiersch) ήταν «σε μικρογραφία ένα δειγματολόγιο από κάθε έθνος. Εκτός από τους Έλληνες και τους Αρβανίτες, που αποτελούσαν το βασικό πληθυσμό, … ήταν … Γάλλοι, Εγγλέζοι και Ρώσοι, έπειτα Φιλέλληνες από την Ευρώπη ολόκληρη, Γερμανοί, Πολωνοί, Ελβετοί και Πορτογάλοι». (Ρος, 1976, 33)

    Ενδεικτική για τις συναντήσεις και διασταυρώσεις Γερμανών, Δυτικοευρωπαίων και Ελλήνων με επιρροή εν αναμονή του βασιλιά Όθωνα είναι η αναφορά του Ρος στην «πολύ ενδιαφέρουσα γνωριμία» του με τον αυστριακό πρόξενο Γκέοργκ Γκρόπιους, «από γνωστή βορειογερμανική οικογένεια», ο οποίος, ως νέος καλλιτέχνης, υπήρξε στις αρχές του 19ου αιώνα συνοδός του Βίλχελμ φον Χούμπολντ στο Παρίσι και κατόπιν του Λόρδου Άμπερντην στην Ιταλία για να του κάνει σκίτσα αρχαιοτήτων, πριν εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο και σταδιακά ανέλαβε διάφορα προξενεία στην πόλη. Η μεγάλη του μόρφωση, η αξιοπιστία και η πολυετής του πείρα τον είχαν καταστήσει «Νέστορα όλων των Ευρωπαίων στην Ελλάδα.» (Ρος, 1976, 34–35).

    Όλοι πήγαιναν σε αυτόν, ζητούσαν επεξηγήσεις, γνώμες, ιδέες. Ο Γάλλος επιχειρηματίας βαρώνος Ρουέν, ο Εγγλέζος Ντώκινς, ο διοικητής της εγγλέζικης φρεγάτας Λάιονς, (…) οι Έλληνες υπουργοί, γερουσιαστές και αρχηγοί κομμάτων, όλοι συνωστίζονταν γύρω του. (Ρος, 1976, 35)

    Η αναφορά του Ρος σε ένα κατάλυμα που μοιράστηκε για μερικές εβδομάδες με μερικούς γερμανούς και γερμανοσπουδαγμένους αρχιτέκτονες στη μισοκατεστραμένη Αθήνα στις αρχές του φθινοπώρου 1832, μας προσφέρει μια πρώτη ιδέα για τη διεθνή κοινότητα των αρχιτεκτόνων (και αρχαιολόγων) που είχε συγκροτηθεί επί Καποδίστρια στην Αίγινα και το Ναύπλιο και εγκαθίστατο πλέον στην προοριζόμενη για πρωτεύουσα Αθήνα. Στους συγκάτοικους του συγκαταλέγονταν ο μελλοντικός καλός του φίλος Σάουμπερτ από το Μπρέσλαου της Σιλεσίας, ο έλληνας αρχιτέκτονας Κλεάνθης, μαθητής και αυτός (όπως ο Σάουμπερτ) του Σίνκελ, και ο αρχιτέκτων Λύντερς από τη Λειψία, παντρεμένος ήδη με μια Ελληνίδα από τη Βιέννη και κατασκευαστής ενός σπιτιού για έναν Έλληνα της Βιέννης, όπου ο Ρος φιλοξενήθηκε για μερικές εβδομάδες. (Ρος, 1976, 50–51)

    Την ίδια περίοδο έφτασαν στην Αθήνα για να ξεχειμωνιάσουν διάφοροι ήδη αναγνωρισμένοι αρχιτέκτονες, φιλόλογοι, ζωγράφοι κλπ. από την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ελβετία. Οι συζητήσεις και οι πνευματικές συναναστροφές αυτής της υβριδικής ευρωπαϊκής κοινωνίας των πεπαιδευμένων αστών και ευγενών ήταν συνεχείς και τακτικές.

    Οι αρχαιολόγοι και οι καλλιτέχνες πήγαιναν στις ανασκαφές τους και τις έρευνές τους, είτε ψυχαγωγούνταν με το κυνήγι στα περίχωρα της Αθήνας. Κατά το σούρουπο συναντιόμαστε όλοι σχεδόν στο τραπέζι του ξενοδοχείου του Καζάλι2Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, Ιταλός φιλέλληνας Καζάλι, «είχε παντρευτεί μια Βιεννέζα καμαριέρα που το λαμπρότερο σημείο της ζωής της στάθηκε το Συνέδριο της Βιέννης. Σου έδινε σαφώς να καταλάβεις πως είχε γνωρίσει από κοντά πολλούς από τους μεγαλουσιάνους της Βιέννης, ακόμα και πρίγκιπες.» (Ρος, 1976, 58). και το βράδι πηγαίναμε με τα φανάρια στο χέρι στου Φίνλευ, στου Χιλλ, είτε, εμείς οι Γερμανοί, στου Σάουμπερτ. (Ρος, 1976, 58)

    Ο Ρος σημειώνει ότι ο αριθμός των Ελλήνων που είχαν μορφωθεί σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Αγγλίας ήταν ακόμη πολύ μικρός και εκτός από μερικούς νομικούς και φιλολόγους υπήρχαν μόνο γιατροί, γι’ αυτό και αρκετοί ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί, υπουργοί και κρατικοί σύμβουλοι ήταν γιατροί (όπως π.χ. οι Κωλέττης, Ζωγράφος, Μαύρος, Μανσόλας, Γλαράκης κλπ.). Μερικοί «κατείχαν τα γερμανικά κατά θαυμαστό τρόπο», και ο Δρόσος Μανσόλας, ο οποίος χρημάτισε αρκετές φορές υπουργός κατά την οθωνική περίοδο, μιλούσε κατά τον Ρος σαν ένας νεαρός από την Ιένα. (Ρος, 1976, 82–83).

    Χαρακτηριστικό, τέλος, για τις ελληνογερμανικές ακαδημαϊκές συνευρέσεις, ήδη από το πρώτο εξάμηνο λειτουργίας του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1837, είναι το παράθεμα που ακολουθεί:

    Όσο για την τάξη των επιστημόνων, που μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου, τώρα σχηματιζόταν ή προωθούνταν, το σπίτι του υπουργικού συμβούλου [Χριστιανού Αυγούστου] Μπράντις3Καθηγητής Φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια του Βερολίνου (1818-1821) και κατόπιν της Βόννης (1821 και εξής) έγινε ένα ευχάριστο εντευκτήριο. Δημιουργήθηκε γρήγορα, κατά τα βερολινέζικα πρότυπα μια λεγόμενη ελληνική εταιρεία από Έλληνες και Γερμανούς που μια φορά τη βδομάδα συγκεντρώνονταν και διάβαζαν κείμενα ενός συγγραφέα. (Ρος, 1976, 131)

    Εισαγωγικές παρατηρήσεις για τη σημασία και τα όρια των διασταυρώσεων

    Σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη και ιδιαιτέρως ο πολυκερματισμένος γερμανόφωνος χώρος χαρακτηρίστηκαν από την προϊούσα συνύπαρξη-συγκυριαρχία μιας οικονομικά ισχυρής, κοινωνικά ηγεμονεύουσας και πολιτισμικά ακτινοβολούσας αριστοκρατίας με μια δυναμική, διεκδικητική, πολιτικά χειραφετούμενη, επιχειρηματική αλλά πρωτίστως πνευματική και ακαδημαϊκά πεπαιδευμένη αστική τάξη (αστοί της γνώσης/Bildungsbürgertum),4Για την έννοια της Bildung ως γυμνασιακής και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αλλά και γενικής-καθολικής παιδείας, μόρφωσης και αγωγής, καθώς και για τη μορφωμένη αστική τάξη («αστούς της γνώσης») στον γερμανόφωνο χώρο βλ. Ράπτης, 1998, 219–222. έχει ιδιαίτερη σημασία το πώς μέλη εγχώριων παραδοσιακών αλλά και νέων (που αναδείχθηκαν κατά την Ελληνική Επανάσταση) αρχηγεσιών, καθώς και ανερχόμενοι έλληνες αστοί, προσλαμβάνουν, αφομοιώνουν και προσαρμόζουν ευρωπαϊκά, κατά βάση αριστοκρατικά και αστικά, πρότυπα μέσω και λόγω των κάθε λογής διασταυρώσεών τους με μια πλειάδα Βαυαρών, λοιπών Γερμανών, καθώς και άλλων Ευρωπαίων, αξιωματούχων και αξιωματικών, διπλωματών, επιστημόνων, ελεύθερων επαγγελματιών κ.ά., μελών δηλαδή τοπικών, εθνικών ελίτ και συνάμα μιας κοσμοπολίτικης ελίτ, που έζησαν και έδρασαν στην οθωνική Ελλάδα.

    Εξάλλου, παρά την πολιτική αποτυχία του βαυαρικού εγχειρήματος και τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν προπάντων κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας (1833–1835) και την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Όθωνα (1835–1843), είναι γεγονός ότι εκείνη την περίοδο τέθηκαν οι θεμέλιοι λίθοι του νεότερου ελληνικού κράτους με επίκεντρο τη νέα του πρωτεύουσα, την Αθήνα.5Ζάιντλ, 1984, 22–23. Νεοσύστατοι θεσμοί όπως η βασιλική Αυλή, οι δομές της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, ο στρατός, το πανεπιστήμιο και άλλα εκπαιδευτικά-επιστημονικά ιδρύματα, η αρχαιολογική υπηρεσία, καθώς και ένα πλέγμα ιδιωτικών και δημόσιων δραστηριοτήτων (πολεοδομική διαμόρφωση και ανέγερση κτιρίων, δημόσια έργα, ελεύθερα επαγγέλματα, εργαστήρια και καταστήματα, σύλλογοι και εταιρείες) αποτέλεσαν προνομιακά πεδία διασταυρώσεων και πολιτισμικών μεταφορών. Αυλικοί, αξιωματούχοι και αξιωματικοί, διπλωμάτες και υψηλόβαθμοι δημόσιοι λειτουργοί, καθηγητές και φοιτητές του πανεπιστημίου, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, νομομαθείς και λοιποί ελεύθεροι επαγγελματίες, ζωγράφοι, αρχαιολόγοι, με λίγα λόγια ο πυρήνας του λεγόμενου Bildungsbürgertum (των αστών της γνώσης),6Για τους όρους «αστοί της γνώσης» και «Bildungsbürgertum» βλ. Ράπτης, 1998, 219–220 και Kocka, 1989. αποτέλεσαν κυρίαρχες μορφές και φορείς πολύπλευρων και πολυδιάστατων ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, ενώ δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος των κυριών της Αυλής και άλλων γυναικών της κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα «υψηλής κοινωνίας» στη διάχυση αστικών και αριστοκρατικών προτύπων.7Για τις αριστοκράτισσες βλ. Diemel, 1998 και για τις αστές Kocka, 1988.

    Οι χοροί και οι συνεστιάσεις, οι εκδρομές, η αμφίεση, οι τρόποι συμπεριφοράς και συναναστροφής, τα υλικά αγαθά, η δυτική μουσική, η υγιεινή, η πειθαρχία και οι πρακτικές διαχείρισης της καθημερινότητας των νεήλυδων συνέβαλαν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα στην εξοικείωση με τα γερμανικά-ευρωπαϊκά πρότυπα Ελλήνων και Ελληνίδων που αστικοποιούνταν και μπορούσαν οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά να ανταπεξέλθουν στις νέες προκλήσεις επίτευξης και επίδειξης κοινωνικής ανόδου και υπεροχής.8Για τα γνωρίσματα και την κοινωνική δυναμική της αστικής κουλτούρας βλ. Ράπτης, 1998, 237– 241 και Wolfgang Kaschuba, 1995.

    Παρόλο που οι γερμανικές και οι ελληνικές ελίτ βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής μας, οι μεταξύ τους κοινωνικές και πολιτισμικές διασταυρώσεις δεν υπήρξαν αποκλειστικές. Εντάσσονται σε ένα ευρύτερο, ευρωπαϊκό πλαίσιο σχέσεων, το οποίο μαζί με τους αστικής προέλευσης και αριστοκρατικής καταγωγής Βαυαρούς και άλλους Γερμανούς με παρουσία και δράση στην οθωνική Ελλάδα, καθώς και αυτόχθονες ή ετερόχθονες Έλληνες με αρχηγετικές θέσεις, βλέψεις και αξιώσεις, συμπεριλαμβάνει και δυτικοευρωπαίους ομότακτούς τους που σε μεγάλο βαθμό ταξίδεψαν, έζησαν και σταδιοδρόμησαν στην Ελλάδα χάρη στην ελληνική ανεξαρτησία με πολιτειακό άρχοντα έναν γερμανό πρίγκιπα.

    Επιπλέον, οι γερμανικές επιρροές στον ελληνικό χώρο μπορούν να εκτιμηθούν πληρέστερα αν αντιμετωπιστούν ως βασική συνιστώσα των ευρωπαϊκών επιδράσεων στον ελληνικό χώρο. Σύμφωνα, άλλωστε, με την αντίληψη των βαυαρικών και εν γένει των δυτικοευρωπαϊκών ελίτ, μια συνολική αναγέννηση και ανασυγκρότηση της Ελλάδας θα μπορούσε να επέλθει μόνο με τη στενή πρόσδεση στη Δύση και τη σταδιακή προσαρμογή στα δυτικά πρότυπα, θέση που κατά βάση ασπαζόταν και η ελληνική πνευματική ελίτ που είχε σπουδάσει σε γερμανικά και δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια.9Hösch, 1986, 81. Όσον αφορά δε την πολιτισμική σκευή που έφερε το γερμανικό στοιχείο στις διασταυρώσεις του με το ελληνικό, τούτη δεν ήταν ένα αυθεντικά γερμανικό κατασκεύασμα αλλά σε μεγάλο βαθμό προϊόν προσμίξεων με άλλα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, κυρίως γαλλικά, όπως στην περίπτωση της Βαυαρίας.

    Γερμανικές, δυτικοευρωπαϊκές και ελληνικές ελίτ: φυσιογνωμία, δυναμική και όροι των διασταυρώσεών τους

    Για να κατανοηθούν οι όροι, τα πεδία και η δυναμική των διασταυρώσεων των (εδραιωμένων και υπό διαμόρφωση) ελίτ στην οθωνική Ελλάδα είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία τους. Σε σχέση με τον πρώτο πόλο, ως γερμανικές ελίτ νοούνται τα αρχηγετικά στρώματα του ευρύτερου γερμανόφωνου χώρου, ο οποίος δεν ταυτίζεται με μία εθνοκρατική οντότητα. Από το Συνέδριο της Βιέννης (1815) έως τον Αυστρο-πρωσικό πόλεμο του 1866 και τη συγκρότηση της Βορειογερμανικής Ομοσπονδίας που ακολούθησε, το γερμανικό έθνος στεγάστηκε σε περίπου 35–39 ανεξάρτητα κράτη, διάδοχα των 280 κρατικών οντοτήτων του πολυκερματισμένου έως τους ναπολεόντειους χρόνους γερμανικού χώρου.

    Επιπλέον, στην ιδιαιτέρως σημαντική για τις ελληνογερμανικές διασταυρώσεις (πριν, κατά και μετά την οθωνική περίοδο) Αψβουργική Μοναρχία, όπου διαβιούσαν έντεκα κύριες εθνότητες (συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών), οι χριστιανικού και εβραϊκού θρησκεύματος Γερμανοί αποτελούσαν τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα το δυναμικότερο στοιχείο των αστικών κέντρων ακόμη και σε εθνολογικά μη γερμανικές περιοχές, ενώ γενικότερα το γερμανικό στοιχείο κυριαρχούσε στην οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ζωής της Μοναρχίας, προπάντων στο αυστριακό της τμήμα.10Raptis, 2005, 121–122. Συνεπώς, οι γερμανικές ελίτ κυριαρχούσαν σε ένα μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου που εκτεινόταν από τα παράλια της βόρειας Γερμανίας έως τις νοτιοσλαβικές πόλεις Λιουμπλιάνα και Ζάγκρεμπ και από τη Ρηνανία και τη γερμανόφωνη Ελβετία έως τη δυτική Ουκρανία όπου η γερμανική γλώσσα αποτελούσε lingua franca.

    Οι πρώτες δεκαετίες και τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούν περίοδο ακτινοβολίας του γερμανόφωνου χώρου σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, καθώς σε αυτόν δημιουργούνται και ευδοκιμούν επιστημονικά, εκπαιδευτικά, διοικητικά και καλλιτεχνικά πρότυπα. Σε κοινωνικό επίπεδο, η πολιτισμική ακτινοβολία του πολιτικά κερματισμένου γερμανικού χώρου ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα συνδέθηκε με τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση, με ανταγωνιστικούς και μη όρους, μιας οικονομικά ισχυρής, κατά τόπους και κρατίδια ηγεμονεύουσας και πολιτισμικά ακτινοβολούσας αριστοκρατίας με μια δυναμική, πολιτικά ανερχόμενη, κοινωνικά ευυπόληπτη και επιδραστική αστική τάξη, επιχειρηματική αλλά πρωτίστως ακαδημαϊκά πεπαιδευμένη.11Για τη διακρινόμενη από μοναδική ποικιλία και εσωτερική ιεραρχία γερμανική αριστοκρατία βλ. Reif, 1999. Για τη γερμανική αστική τάξη σε ευρωπαϊκό πλαίσιο βλ. Kocka, 1995.

    Η σημασία που απέδωσε ο γερμανός κοινωνιολόγος Νόρμπερτ Ελίας στην επίδραση της αυλικής και εν γένει αριστοκρατικής κουλτούρας στην εξέλιξη του πολιτισμού, των ηθών και της κοινωνικής συμπεριφοράς στη νεότερη Ευρώπη έχει ιδιαίτερη αξία στην περίπτωση της γερμανικής (και αυστριακής) αριστοκρατίας.12Ελίας, 1997. Κυρίως υψηλόβαθμοι ευγενείς (πρίγκιπες, δούκες, κόμητες) καλλιέργησαν και διέδωσαν πολιτισμικές πρακτικές και αξίες ως μέλη της αυλικής αριστοκρατίας στις αυλές της Βιέννης, του Βερολίνου, του Μονάχου, της Δρέσδης, της Στουτγκάρδης, του Αννόβερου, του Βισμπάντεν, του Κάσελ κ.ά., είτε στα αστικά και τα επαρχιακά τους μέγαρα, είτε ως ανώτεροι κρατικοί αξιωματούχοι, ενώ οι ευρωπαϊκές διακλαδώσεις μελών γερμανικών ηγεμονικών οίκων μέσω επιγαμιών και επάνδρωσης ευρωπαϊκών θρόνων από τη Μ. Βρετανία ως τη Ρωσία και από τη Σκανδιναβία ως την Ελλάδα θα συνέβαλλαν στις πολιτισμικές μεταφορές από τον γερμανικό χώρο στην υπόλοιπη Ευρώπη.13Ράπτης, 2010, 150, 157. Για τις βασιλικές αυλές και τις αυλικές κοινωνίες στα γερμανικά κράτη (συμπεριλαμβανομένης της Αψβουργικής Μοναρχίας) βλ. Μöckl, 1990.

    Από την άλλη, οι γερμανοί αστοί της γνώσης (Bildungsbürgertum), πτυχιούχοι δηλαδή δημόσιοι λειτουργοί και ελεύθεροι επαγγελματίες, διέθεταν υψηλό κύρος, που οφειλόταν τόσο στην αναγνώριση, αξιοποίηση και επιβράβευσή τους από τα γερμανικά κράτη όσο και στη μεγάλη ανάπτυξη και αξία της παιδείας, προπάντων της γυμνασιακής και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη γερμανόφωνη Ευρώπη.14Για το Bildungsbürgertum και την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος στη Γερμανία βλ. Wehler, 1987, 210–217, 281–303 και Wehler, 1996, 210–237, 478–520.

    Τα γερμανικά κλασικά (νεο-ουμανιστικά) γυμνάσια, οι τεχνικές σχολές και τα πολυτεχνικά ινστιτούτα που εξελίχθηκαν σε πολυτεχνεία έχαιραν πανευρωπαϊκής αναγνώρισης, ενώ τα γερμανικά πανεπιστήμια είχαν από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα καταστεί παγκοσμίως πρότυπα σύζευξης της επιστημονικής έρευνας με την ακαδημαϊκή διδασκαλία.15Wehler, 1987, 292. Η ενσωμάτωση μάλιστα πολλών μικρών γερμανικών κρατιδίων σε μεγαλύτερα και αναβαθμισμένα κράτη μετά το Συνέδριο της Βιέννης (1815) εξασφάλισε στα τελευταία πλήθος μορφωμένων και έμπειρων κρατικών λειτουργών και επιστημόνων, όπως στο κομβικής σημασίας για τις ελληνογερμανικές διασταυρώσεις κατά την οθωνική περίοδο Βασίλειο της Βαυαρίας. Οι περιπτώσεις μελών, τακτικών ή αναπληρωματικών, της Αντιβασιλείας του Όθωνα είναι ενδεικτικές για την παιδεία, την κοινωνική θέση και την κατάρτιση των Βαυαρών-Γερμανών που τέθηκαν επικεφαλής της ελληνικής διοίκησης. Ο κόμης Άρμανσμπεργκ (Joseph Ludwig Graf von Armansperg, 1787–1853), με καταγωγή από την παλαιά βαυαρική υψηλόβαθμη ευγένεια, και σύζυγο με θητεία ως κυρία της βαυαρικής Αυλής (Hofdame) στο Μόναχο, από το 1829 υπηρέτησε ως υπουργός Εσωτερικών, Οικονομικών και αργότερα Εξωτερικών του Βασιλείου της Βαυαρίας πριν αναλάβει Πρόεδρος της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα.16Seidl, 1981, 337–338. O Άμπελ (Karl August Ritter von Abel, 1788–1859), ως η προσωποποίηση του επιτυχημένου γραφειοκράτη, με καταγωγή από οικογένεια υπαλλήλων, ανέλαβε μετά την επιστροφή του από την Ελλάδα τη θέση του Υπουργού Εσωτερικών της Βαυαρίας, ενώ ο Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer, 1790–1872), πριν αναλάβει τη θεμελίωση του δικαστικού και εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και τις εκκλησιαστικές υποθέσεις στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο, είχε διδάξει ως Καθηγητής του Δικαίου στα Πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Μονάχου και διοριστεί ισόβιος βασιλικός σύμβουλος από τον Λουδοβίκο Α΄.17Seidl, 1981, 337, 347.

    Οι αξίες, τα πρότυπα, οι κανόνες συμπεριφοράς, οι πολιτισμικές πρακτικές και η κοινωνική συνείδηση που μοιράζονταν οι γερμανοί αστοί ή/και ευγενείς ήταν σε μεγάλο βαθμό κοινά για τα μέλη και των άλλων ευρωπαϊκών ελίτ, συνεπώς και όσων βρέθηκαν στην οθωνική Ελλάδα και διασταυρώθηκαν με γερμανούς και έλληνες ομότακτούς τους.18Για την ευρωπαϊκή (και γερμανική) αστική κουλτούρα βλ. Kocka, 2000, 155–167 ή (στο γερμανικό πρωτότυπο) Kocka, 1995, 17–22. Για την επιβίωση και τη διατήρηση του κοινωνικού και πολιτισμικού κεφαλαίου των ευγενών στις χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης κατά τον μακρύ 19ο αιώνα βλ. Ράπτης, 2010, 148. Οι βαυαρικές-γερμανικές επιδράσεις δεν πρέπει να υπερτιμώνται με όρους αποκλειστικού πλαισίου επαφής του Ελληνισμού των μέσων του 19ου αι. με τη Δύση, υπό την έννοια ότι οι Έλληνες ήδη προ της έλευσης του Όθωνα και της εδραίωσης της εξουσίας του είχαν ανοικτές διόδους επικοινωνίας με τη Δύση και πρόσληψης νεωτερικών-αστικών προτύπων, προπάντων στα κέντρα της ελληνικής διασποράς (Βιέννη, Βουδαπέστη, Βενετία, Τεργέστη, Μασσαλία, Άμστερνταμ, Λονδίνο κ.α.), στις γερμανικές πανεπιστημιουπόλεις, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με αξιοσημείωτη παρουσία των Δυτικοευρωπαίων (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη).

    Εξάλλου, όπως έχει καταδείξει η ιστορική έρευνα, οι ελληνικές εμπορικές και πνευματικές ελίτ είχαν τουλάχιστον ως τα μέσα του 19ου αιώνα πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρόσληψη και διάχυση στοιχείων της δυτικοευρωπαϊκής και κεντροευρωπαϊκής κουλτούρας στα Βαλκάνια και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήδη από τον 18ο αιώνα, η γεωγραφική διασπορά και κινητικότητα των Ελλήνων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν πολλοί ελληνόφωνοι ή εξελληνισμένοι Σέρβοι, ορθόδοξοι Αλβανοί και προπάντων Βλάχοι, τους μετέτρεψε σε μια βαλκανική αστική τάξη, ενώ το ηπειρωτικό τους εμπόριο με την, σε μεγάλο βαθμό, γερμανόφωνη κεντρική Ευρώπη δημιούργησε σημαντική διασπορά ελληνορθόδοξων εμπορικών κοινοτήτων.19Tziovas, 2003, 4–6.

    Από την άλλη πλευρά όμως, δεν πρέπει να υποτιμάται η νέα δυναμική που δημιουργήθηκε για τις ελληνο-δυτικές διασταυρώσεις με την κάθοδο του νέου βαυαρού ηγεμόνα και του επιτελείου του στην Ελλάδα. Η θεμελίωση του νέου κράτους και ο ορισμός της Αθήνας ως νέας πρωτεύουσάς του (1834), η βασιλική Αυλή και οι νέοι θεσμοί δημιούργησαν στο νοτιοελλαδικό χώρο έναν αυτοδύναμο πόλο έλξης, πρωταρχικής συγκρότησης και αναπαραγωγής αρχηγετικών υποκειμένων και ομάδων, όπως και πρόσληψης, καλλιέργειας και διάχυσης νέων, κατά βάση δυτικότροπων, κοινωνικών και πολιτισμικών προτύπων κατά το δεύτερο τρίτο του 19ου αιώνα.20Πβ. Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1977, 19.

    Γερμανοί, άλλοι Ευρωπαίοι, αυτόχθονες, κυρίως όμως εύποροι και καλλιεργημένοι ετερόχθονες Έλληνες21Αν και λίγοι, οι ετερόχθονες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην οθωνική Ελλάδα: Χιώτες και Ψαριανοί που δραστηριοποιήθηκαν επιχειρηματικά στην Ερμούπολη της Σύρου από τη μια, δυτικομαθημένοι λόγιοι και Φαναριώτες με εμπειρία και δεξιότητες χρήσιμες για την άσκηση πολιτικής και πνευματικής εξουσίας από την άλλη. Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1977, 19. στελέχωσαν την Αυλή, τις διπλωματικές αποστολές, την κεντρική και επαρχιακή διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τον στρατό και την εκπαίδευση, ανταποκρινόμενοι στην αυξανόμενη ζήτηση γνώσεων, δεξιοτήτων και εμπειριών, ενώ αρκετοί έμποροι, βιοτέχνες και ελεύθεροι επαγγελματίες εγκαταστάθηκαν πρωτίστως στην Αθήνα και δευτερευόντως σε επαρχιακά αστικά κέντρα προκειμένου να εκμεταλλευθούν την αυξανόμενη ζήτηση σε αγαθά και υπηρεσίες. Στην εξέταση των διασταυρώσεων των διαφόρων αρχηγετικών ομάδων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ορόσημο της Επανάστασης του 1843, η οποία οδήγησε στην απομάκρυνση των περισσότερων ξένων (προπάντων Βαυαρών και άλλων Γερμανών) από τις θέσεις τους στον κρατικό μηχανισμό και την αντικατάστασή τους από Έλληνες.

    Με το βλέμμα προς τη Δύση και την ελληνική αρχαιότητα: το ιδεολογικό πλαίσιο των διασταυρώσεων

    Οι διασταυρώσεις των γερμανικών, δυτικοευρωπαϊκών και ελληνικών ελίτ προσδιορίζονται από έναν σταθερό προς δυσμάς προσανατολισμό των τελευταίων, αρκετά πρώιμο σε σύγκριση με την πορεία εκδυτικισμού των ελίτ άλλων βαλκανικών λαών.22Skopetea, 2003, 171. Σύμφωνα με την αντίληψη των βαυαρικών αλλά και εν γένει των δυτικοευρωπαϊκών ελίτ, μια συνολική αναγέννηση και ανασυγκρότηση της Ελλάδας θα μπορούσε να επέλθει μόνο με τη στενή πρόσδεση στη Δύση και τη σταδιακή προσαρμογή στα πρότυπά της, θέση που ασπαζόταν και η ελληνική πνευματική ελίτ, η οποία είχε κατά βάση σπουδάσει σε δυτικοευρωπαϊκά (κυρίως γερμανικά) πανεπιστήμια.23Hösch, 1986, 81.

    Οι ευρωπαϊκές ελίτ είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για την περιοχή της αλλοτινής κλασικής Ελλάδας, θεωρώντας την τρόπον τινά ως νόμιμη κληρονομιά της Δύσης, καθώς η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα συνιστούσε συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ταυτότητας και της συνείδησης υπεροχής έναντι του υπόλοιπου κόσμου, την αποικιακή κατάκτηση ή εξάρτηση του οποίου θα ολοκλήρωναν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες.24Για την Ελλάδα ως νόμιμη κληρονομιά βλ. Skopetea, 2003, 176. Η ανακάλυψη και ανάδειξη της πολύτιμης κληρονομιάς της ελληνικής αρχαιότητας κατά τα τέλη του 18ου αιώνα από τους αστούς του πνεύματος και τους πεπαιδευμένους ευγενείς στη Μ. Βρετανία και στις γερμανικές χώρες καθιστούσε τους Έλληνες καταρχήν πιο εξευρωπαΐσιμους σε σχέση με άλλους βαλκανικούς λαούς, αν και με χρεία ευρωπαϊκής κηδεμονίας, λόγω της πολιτιστικής τους ανωριμότητας και των απογοητευτικών για αρκετούς Ευρωπαίους συνθηκών που επικρατούσαν πριν, κατά και αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 στον ελλαδικό χώρο, τμήμα μιας «μη ευρωπαϊκής ανατολής» στα μάτια τους.25Fuhrmann, 2011, 45–48. Το ελληνικό έθνος από την πλευρά του αποφάσισε από νωρίς, κατά την Έλλη Σκοπετέα, να παίξει τον ρόλο του ως διαύλου εκδυτικισμού και εκπολιτισμού της Ανατολής, με τρόπο ώστε ενίοτε η ευρωπαϊκή επίδραση ήταν και ελληνική επίδραση.26Skopetea, 2003, 176.

    Οι διασταυρώσεις ως πολιτισμικές μεταφορές

    Οι διασταυρώσεις των ελίτ στην οθωνική Ελλάδα μπορούν να εξεταστούν και υπό το πρίσμα των πολιτισμικών μεταφορών από τη Γερμανία και τη δυτική Ευρώπη στον ελληνικό χώρο, καθώς αρμόζουν σε βασικές παραδοχές της θεωρίας της πολιτισμικής μεταφοράς (Kulturtransfer ή cultural exchange): Η θεώρηση των αρχηγετικών διασταυρώσεων συνάδει με μια ευρεία σύλληψη του όρου πολιτισμός/κουλτούρα, σύμφωνα με την οποία ως πολιτισμικά αγαθά και αντικείμενα πολιτισμικών μεταφορών και διασταυρώσεων νοούνται υλικά και πνευματικά αγαθά, πολιτικοί και άλλοι θεσμοί, αντικείμενα όπως βιβλία, επιστημονικά όργανα, ενδύματα, αντιλήψεις, αξίες και πολιτισμικές πρακτικές που μεταφέρονται από μία κουλτούρα σε μια άλλη.27Stedman/Zimmermann, 2007, 9. Επιβεβαιώνει επίσης ότι οι «εθνικές κουλτούρες» δεν είναι ποτέ ομοιογενείς, αλλά συγκροτούνται εξαρχής στη βάση πολιτισμικών μεταφορών,28Stedman/Zimmermann, 2007, 10–11, 14. οι οποίες δύνανται να συμβάλουν στη συνοχή εντός μιας κοινωνικής ομάδας όπως στην περίπτωσή μας οι ελίτ της οθωνικής περιόδου.29Schmale, 2003, 42. Επιπλέον, ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατανόηση των πολιτισμικών μεταφορών από το γερμανικό και ευρύτερα δυτικοευρωπαϊκό χώρο στον ελληνικό κόσμο διαμέσου των ελίτ είναι η άποψη του M. Gassert, σύμφωνα με την οποία η μεταφορά ξένων πολιτισμικών στοιχείων, η οποία συντελείται με μικρά βήματα και απαιτείται χρόνος για να εξοικειωθεί η κουλτούρα υποδοχής με αυτά, είναι ένα μέσο για τη βαθμιαία εισαγωγή του καινούριου, της καινοτομίας σε μια κουλτούρα.30Gassert, 2001, 65-71, αναφ. στο Καφαντόγιας, 2013, 140–141.

    Τα υποκείμενα των διασταυρώσεων: Βαυαροί, λοιποί Γερμανοί, Έλληνες και Δυτικοευρωπαίοι

    Παρόλο που αρκετοί Ευρωπαίοι, κυρίως φιλέλληνες και στρατιωτικοί, συχνά αστικής ή και αριστοκρατικής καταγωγής, έφτασαν στην Ελλάδα κατά ή λίγο μετά την Επανάσταση του 1821, ορόσημο για μια μαζική εγκατάσταση «ξένων» (αλλοδαπών αλλά και ετεροχθόνων Ελλήνων) αποτέλεσαν η κάθοδος του Όθωνα στην Ελλάδα και η ανακήρυξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα του ελληνικού Βασιλείου (1833–1834). «Η Αυλή, τα υπουργεία και οι πρεσβείες λειτούργησαν ως πόλος έλξης και στελεχώθηκαν κυρίως με αλλοδαπούς, παίζοντας κομβικό ρόλο για τη συγκρότηση των κοινοτήτων των Eυρωπαίων της Αθήνας». (Ποταμιάνος, 2017)

    Μεταξύ των περίπου δέκα χιλιάδων Βαυαρών και λοιπών Γερμανών που ήρθαν στην Ελλάδα με τον Όθωνα για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εδραίωση του νεοσύστατου κράτους απαντούν στρατιώτες (περί τις πέντε χιλιάδες) αξιωματικοί, αξιωματούχοι, υπάλληλοι, γιατροί, αρχιτέκτονες, μηχανικοί, νομομαθείς, καλλιτέχνες και λοιποί ελεύθεροι επαγγελματίες, επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίου και αρχαιολόγοι.31Ζάιντλ, 1984, 22–23. Πολλοί Γερμανοί που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα ήταν ειδικευμένοι τεχνίτες στην οδοποιία, τις κατασκευές, την κηπευτική κλπ., ενώ αρκετοί ίδρυσαν ως ελεύθεροι επαγγελματίες τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία, πανδοχεία, εστιατόρια και φαρμακεία. Ακόμη και μετά το τέλος της «Βαυαροκρατίας» το 1843, που σηματοδότησε τη μαζική αποχώρηση των γερμανών αξιωματούχων, στρατιωτών και υπαλλήλων από την Ελλάδα, αρκετοί ήταν οι Γερμανοί που παρέμειναν λόγω γάμου με Ελληνίδες ή επαγγελματικής αποκατάστασης στην Αθήνα ως τεχνίτες, έμποροι και επιστήμονες, αριθμώντας 400 άτομα το 1862.32Ποταμιάνος, 2017. Αν και ολιγάριθμοι, οι καθηγητές του Οθώνειου Πανεπιστημίου (ιδρυθέν το 1837), συγκροτούσαν μια διακριτή κοσμοπολίτικη ελίτ στην Αθήνα. Επτά από τους 34 πρωτοδιορισθέντες ήταν Γερμανοί (απομακρύνθηκαν με την επανάσταση του 1843)33Konstantinou, 1986, 202., ενώ περισσότεροι από τους μισούς (έλληνες) καθηγητές που δίδαξαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως το 1870 είχαν σπουδάσει σε πανεπιστήμια της Γερμανίας (δηλ. των διαφόρων ανεξάρτητων γερμανικών κρατών) και της Αυστρίας.34Λάππας, 2003, 153–154.

    Σε μια περίοδο κατά την οποία η ζωγραφική ήταν ακόμη κεφαλαιώδους σημασίας για την αναπαράσταση και την αυτοσυνειδησία των ευρωπαϊκών ελίτ, η παρουσία ξένων καλλιτεχνών στην οθωνική Ελλάδα υπήρξε καθοριστική για συναντήσεις και αλληλεπιδράσεις στο πεδίο της ζωγραφικής και της πλαστικής. Ιταλοί όπως οι Pierre Bonirote, Raffaello Ceccoli και Vicenzo Lanza, και ιδιαιτέρως γερμανοί καλλιτέχνες όπως οι Peter von Hess, Carl Wilhelm Heideck, Karl Krazeisen, Karl Rottmann, Ludwig Thiersch, Josef Petzl, Karl Rahl, Christian Siegel κ.ά. έθεσαν τις βάσεις της καλλιτεχνικής παιδείας και προσανατόλισαν νέους σπουδαστές της ζωγραφικής και πλαστικής στο Σχολείο των Τεχνών (ιδρυθέν το 1837) στην Αθήνα προς το Μόναχο, σημαντικό πολιτιστικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Γερμανίας την εποχή του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, πατέρα του Όθωνα και ένθερμου υποστηρικτή των Ελλήνων.35Charalambidis, 1986, 144.

    Στους υποτρόφους φοιτητές του Μονάχου συγκαταλέγονται ορισμένοι από τους σημαντικότερους έλληνες ζωγράφους του β΄ μισού του 19ου αιώνα και επιφανείς εκπροσώπους των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, όπως οι Θεόδωρος Βρυζάκης, Νικηφόρος Λύτρας (από το 1866 ως το 1904 καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Τεχνών στην Αθήνα), Κωνσταντίνος Πανώριος, Κωνσταντίνος Βολανάκης, Γεώργιος Ιακωβίδης, Πολυχρόνης Λεμπέσης, Γεώργιος Χατζόπουλος και Συμεών Σαββίδης, μέλη της λεγόμενης Σχολής του Μονάχου. Η πιο εμβληματική περίπτωση ήταν του Νικόλαου Γύζη, ο οποίος το 1880 ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου.36Charalambidis, 1986, 144–145, 147. Σημαντική θέση και κομβικό ρόλο στις διασταυρώσεις των ελληνικών, γερμανικών και άλλων ευρωπαϊκών ελίτ κατείχε η κοινότητα των αρχιτεκτόνων, μια από τις πιο πολυεθνικές και κοσμοπολίτικές κοινότητες των ελίτ στην οθωνική Αθήνα, καθώς στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα συγκεντρώθηκαν στην Ελλάδα, και κυρίως στην Αθήνα, αρχιτέκτονες από ολόκληρη την Ευρώπη, με δική τους πρωτοβουλία, για να μελετήσουν τα αρχαία μνημεία, αρκετοί μάλιστα από αυτούς προσλήφθηκαν και πρόσφεραν έμμισθα τις υπηρεσίες τους.37Τραυλός/Κόκκου, 1977, 521.

    Η συνύπαρξη ξένων και ελλήνων αρχιτεκτόνων, σε μικρότερη βεβαίως κλίμακα, χρονολογείται ήδη από τα χρόνια του Κυβερνήτη Καποδίστρια, ο οποίος τον Ιούλιο του 1829 συγκρότησε το «Σώμα των επί της οχυρωματοποιΐας και αρχιτεκτονικής αξιωματικών», υπό τον γάλλο υποσυνταγματάρχη Garnot, με συμμετοχή ελλήνων και γάλλων αξιωματικών της Στρατιάς του Μαιζώνος. Πολλοί από τους πρώτους αυτούς στρατιωτικούς μηχανικούς αποτέλεσαν τα κύρια στελέχη του Σώματος του Μηχανικού που ιδρύθηκε επί βασιλείας του Όθωνα. Χαρακτηριστική περίπτωση διασταυρώσεων και συνεργειών της εποχής υπήρξε το δίδυμο των αποφοίτων της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου και μαθητών του διάσημου πρώσου αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, Σταμάτιου Κλεάνθη από το Βελβεντό Κοζάνης και Έντουαρντ Σάουμπερτ από το Μπρέσλαου της Σιλεσίας, οι οποίοι τον Ιούνιο 1830 διορίστηκαν «αρχιτέκτονες της Κυβερνήσεως.» 38Τραυλός/Κόκκου, 1977, 520.

    Πολλοί από τους βαυαρούς μηχανικούς, αρχιτέκτονες και γεωμέτρες που έφτασαν μαζί με τον Όθωνα στην Ελλάδα το 1833, καθώς και άλλοι που έφτασαν τα επόμενα χρόνια, επανδρώνουν τις πρώτες αρχιτεκτονικές υπηρεσίες που συστήθηκαν τότε. Οι γερμανοί αρχιτέκτονες G. Lüders, Röser και Hoffer, ο Δανός Chr. Hansen, ο Θ. Κομνηνός και ως σχεδιαστής ο νεαρός τότε Π. Κάλκος ήταν οι πρώτοι που στελέχωσαν το αρχιτεκτονικό Τμήμα του Υπουργείου των Εσωτερικών υπό τον Έντουαρντ Σάουμπερτ (1834–1843).39Τραυλός/Κόκκου, 1977, 521. Το 1838 φθάνει στην Ελλάδα ο νεαρός δανός αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν (αδελφός του ήδη ευρισκόμενου στην Ελλάδα Christian), ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες του κλασικισμού στην Ευρώπη λόγω των εμβληματικών δημιουργιών του στην αυτοκρατορική Βιέννη κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα (Κοινοβούλιο και Χρηματιστήριο στη Ringstraße, Musikverein),40Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του τού απονεμήθηκαν οι τίτλοι ευγένειας του ιππότη και κατόπιν του βαρώνου από τον Αψβούργο Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. ενώ ένα χρόνο πριν την έξωση του Όθωνα (1861) εγκαθίσταται μόνιμα στην Ελλάδα ο 24χρονος αρχιτέκτονας Ερνέστος Τσίλλερ (1837–1923) από τη Σαξωνία, μετά από τις σπουδές του στη Δρέσδη και την τριετή θητεία του (1858–1861) ως σχεδιαστής στο αρχιτεκτονικό γραφείο του μέντορά του, Θεόφιλου Χάνσεν (1813-1891) στη Βιέννη. Ο Τσίλλερ, από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού σχεδίασε και επέβλεψε την κατασκευή εκατοντάδων δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων στην Αθήνα και την περιφέρεια κατά τον ύστερο 19ο και πρώιμο 20ό αιώνα, επιδρώντας καθοριστικά στην οικιστική φυσιογνωμία του ελληνικού αστικού χώρου.41Λαμπράκη-Πλάκα, 2010, Κασιμάτη, 2010, 15 και Τραυλός/Κόκκου, 1977, 525–526.

    Στο πλαίσιο μιας «πραγματικής οικοδομικής επανάστασης» που συντελείται στα χρόνια του Όθωνα και εντός μιας διεθνούς κοινότητας αρχιτεκτόνων σημαντική ήταν η συμβολή διακεκριμένων ελλήνων αρχιτεκτόνων, αποφοίτων ευρωπαϊκών Σχολών και Ακαδημιών, όπως ο Σταμάτιος Κλεάνθης, ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο Δημήτριος Ζέζος και ο Παναγής Κάλκος (με υποτροφία του Όθωνα στο Μόναχο 1837–1843).42Τραυλός/Κόκκου, 1977, 522. Οι περιπτώσεις ελλήνων καθηγητών, ζωγράφων, αρχιτεκτόνων που δραστηριοποιούνται κατά και μετά την οθωνική περίοδο μετά από σπουδές και διαμονή στο εξωτερικό δείχνουν ότι κατά τη νεαρή τους ηλικία, όταν προαλείφονταν για την κατάληψη ηγετικών θέσεων στο ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, ήρθαν σε διασταυρώσεις με εκπροσώπους των ακαδημαϊκών κυρίως ελίτ στον γερμανόφωνο χώρο, στη Γαλλία, στην Ιταλία κ.α., και άρα οι διασταυρώσεις επί ελληνικού εδάφους ακολούθησαν ή/και προηγήθηκαν διασταυρώσεων, έστω και με διαφορετικούς όρους, στην Ευρώπη, προπάντων τη γερμανόφωνη.

    Ενδιαφέρον σε αυτές τις χωρικά και χρονικά επάλληλες διασταυρώσεις π αρουσιάζει η πρωτεύουσα της Αψβουργικής Μοναρχίας, η Βιέννη, η οποία υπήρξε το βασικό κέντρο της ελληνικής διασποράς και η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη στον γερμανόφωνο χώρο κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα. Ως έδρα των περισσότερων ελληνικών εμπορικών οίκων εκτός Οθωμανική ς Αυτοκρατορίας τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα,43Seirinidou, 2007, 130.η Βιέννη αποτέλεσε σημαντικό επιχειρηματικό, πνευματικό και εκδοτικό κέντρο του ελληνισμού, ενώ οι έλληνες μεγαλέμποροι της πόλης συνιστούσαν μέλη της βιεννέζικης αστικής τάξης.44Σειρηνίδου, 2011, 369–370.Παρόλο που οι ελληνογερμανικές διασταυρώσεις στη Βιέννη έχουν τη δι κή τους ιστορία και δυναμική και δεν πρέπει να συγχέονται με εκείνες της οθωνικής Ελλάδας, ορισμένες ατομικές διαδρομές, εντούτοις, μαρτυρούν διασυνδέσεις και πορείες ελληνογερμανικών διασταυρώσεων επί αυστριακού, γερμανικού και εντέλει ελληνικού εδάφους.

    Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του γεννημένου στη Βιέννη Αναστάσιου Χρηστομάνου, κορυφαίου επιστήμονα με σπουδές σε πανεπιστήμια και πολυτεχνεία της Γερμανίας (Βερολίνο, Καρλσρούη, Χαϊδελβέργη), ο οποίος εξελέγη Καθηγητής Χημείας (1869) και αργότερα Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.45Στασινοπούλου, 2006, 168–169. Στη Βιέννη γεννήθηκε και η Μαρία Μανούση, εγγονή του Σιατιστινού μεγαλέμπορου με τίτλο ουγγρικής ευγένειας και γαιοκτησίας Ιωάννη Μανούση (1764, Σιάτιστα – 1831, Βιέννη), η οποία παντρεύτηκε το 1849 στην Αθήνα τον διακεκριμένο νομικό, πανεπιστημιακό και πολιτικό Παύλο Καλλιγά, Δρ. νομικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης (με σπουδές και στο Μόναχο). Ανεψιός του Ιωάννη Μανούση ήταν ο Θεόδωρος Μανούσης (1793, Σιάτιστα – 1858, Αθήνα), ο οποίος έζησε ως παιδί και νέος στην Ουγγαρία και στη Βιέννη, σπούδασε στη Δρέσδη και τη Λειψία και το 1840 διορίστηκε καθηγητής Γενικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου εκλέχθηκε πρύτανης κατά το ακαδ. έτος 1845–46.46Λάιου, 1982, 152–153, 162–175. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Κ. Θ. Δημαράς, «η νεοσύστατη πολιτεία είχε ανάγκη από καλλιεργημένους ανθρώπους: η ευρεία μόρφωση του Μανούση, η οικονομική του άνεση, η γερμανομάθειά του, διευκόλυναν κατά πολύ την αξιοποίησή του […]».47Πολίτης, 2000, 170.

    Εκτός από διπλωμάτες, στρατιωτικούς, καλλιτέχνες, αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, καθηγητές πανεπιστημίου και επιστήμονες όπως γιατρούς, φαρμακοποιούς, χημικούς, που δραστηριοποιήθηκαν στη Ελλάδα ως μέλη των ευρωπαϊκών ελίτ και πρωταγωνίστησαν στις κοινωνικές και πολιτισμικές διασταυρώσεις με τα αρχηγετικά στρώματα του ελληνισμού, αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία επιτυχημένων καταστηματαρχών και βιοτεχνών, που έφεραν στην ελληνική πρωτεύουσα ήδη από τη δεκαετία του 1830 επιχειρηματικές και τεχνολογικές καινοτομίες από την Ευρώπη. Ο Ιταλός Καζάλι ίδρυσε με την αυστριακή σύζυγό του το πρώτο σύγχρονο ξενοδοχείο της πόλης, ενώ Ιταλός ήταν και ο ιδρυτής του καφενείου «Ωραία Ελλάς», επίκεντρου της αθηναϊκής ζωής μέχρι και τη δεκαετία του 1870. Δυτικοευρωπαίοι ήταν οι φραγκοράπτες και οι έμποροι υφασμάτων που ίδρυσαν μαγαζιά στη νέα πόλη, ενώ τη δεκαετία του 1860 η έλευση γάλλων κομμωτών, στους οποίους μαθήτευσαν πολλοί Έλληνες, συνέβαλε στην εκλέπτυνση και διάδοση της κομμωτικής τέχνης.48Ποταμιάνος, 2017. Λίγο πριν και μετά την εκδίωξη του Όθωνα ιδρύονται από Βαυαρούς δύο μεγάλες κι εμβληματικές για την ελληνική οικονομία επιχειρήσεις: η πρώτη μεγάλη και σύγχρονη οινοποιητική μονάδα στην Ελλάδα (Achaia Clauss) από τον Gustav Clauss το 1861 και η ζυθοποιία Φιξ, πρώτη ελληνική ζυθοποιία μεγάλης κλίμακας από τον Johann Georg Fix το 1864.49Ποταμιάνος, 2017.

    Οι θεσμοί και ο αστικός χώρος ως πεδία διασταυρώσεων

    Η οθωνική περίοδος προσέφερε ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για τις διασταυρώσεις των ελίτ, καθώς επί Όθωνα και Βαυαρών τέθηκαν οι θεμέλιοι λίθοι του νεότερου ελληνικού κράτους,50Ζάιντλ, 1984, 22–23. δημιουργήθηκαν διοικητικοί και εκπαιδευτικοί θεσμοί που στηρίχθηκαν σε πρωτοβουλίες και δράσεις αρχηγετικών ομάδων και διαμόρφωσαν-απορρόφησαν νέες ελίτ.

    Το Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνικό Σχολείο

    Σημαντικό πόλο των κατά βάση (αλλά όχι αποκλειστικά) ελληνογερμανικών διασταυρώσεων στην οθωνική Ελλάδα συνιστούν από το 1837 το Πανεπιστήμιο Αθηνών (το πρώτο στα Βαλκάνια) και το Πολυτεχνικό Σχολείο.51Ράπτης, 2010β, 99–100. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών οργανώθηκε κατά το πρότυπο των γερμανικών πανεπιστημίων, προπάντων του Γκέτινγκεν. Τα ιδρυτικά διατάγματα του 1837, η πιστή μετάφραση από τα γερμανικά των τίτλων των πανεπιστημιακών εδρών, οι βαθμίδες των διδασκόντων και η μισθοδοσία των καθηγητών, καθώς και το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους οι καθηγητές του, Γερμανοί και Έλληνες, είχαν σπουδάσει στη φημισμένη για τα πανεπιστήμιά της Γερμανία μαρτυρούν τις γερμανικές επιρροές.52Τσιρπανλή, 1979, 334–339.

    Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών υπαγόταν και ο Βοτανικός Κήπος στο Κτήμα Χασέκη, όπου το 1920 στεγάστηκε η Ανωτέρα Γεωπονική Σχολή Αθηνών. Γερμανοί κηπουροί και δενδροκόμοι υπό την καθοδήγηση του Nikolaus Karl Fraas, πρώτου Καθηγητή Βοτανικής στο νεοσύστατο Αθηναϊκό Πανεπιστήμιο (και μετά το 1847 Καθηγητή Γεωπονίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου) άρχισαν να διαμορφώνουν τόσο τον Βοτανικό (από το 1835) όσο και τον Βασιλικό (από το 1839) Κήπο.53Η τελική διαμόρφωση του Βασιλικού Κήπου συντελέστηκε μεταξύ 1847 και 1854 από τον Γάλλο κηποτέχνη Φρανσουά Λουί Μπαρώ (Francois Louis Bareaud), ο οποίος ήλθε από την Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα δημιούργησε τους κήπους του παλατιού Ντολμά-Μπαχτσέ. Papageorgiou-Venetas, 2004, 40. Υπό τη διεύθυνση του διεθνούς φήμης και αναγνώρισης βοτανολόγου και γεωπόνου από τη Δρέσδη, Theodor von Heldreich την περίοδο 1851–1861, ο Βοτανικός Κήπος οργανώθηκε σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής.54Bofilias, 2004, 66–68. Papageorgiou-Venetas, 2004, 36. Ο Heldreich θήτευσε ακόμη από το 1858 ως το 1883 ως γενικός επιμελητής του Φυσιογραφικού Μουσείου του Οθώνειου Πανεπιστημίου, το οποίο στέγασε συλλογές της «Φυσιογραφικής Εταιρείας», μιας ιδιωτικής επιστημονικής Εταιρείας Φυσικής Ιστορίας που ίδρυσαν στις 16 Απριλίου 1835 ο φυτολόγος και μετέπειτα Καθηγητής της Συστηματικής Βοτανικής Νικόλαος-Κάρολος Φράας (βλ. παραπάνω), ο αυλικός φαρμακοποιός και έκτακτος Καθηγητής Γενικής Χημείας και Πειραματικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ξαβέριος Λάνδερερ (Xaver Landerer), ο Κυριάκος Δομνάνδος (επίτιμος Καθηγητής της Φυσικής Ιστορίας) από τη Βιέννη και άλλοι γερμανοί γιατροί και έλληνες φυσιοδίφες της εποχής.55Στεφανίδης, 1948, 5–6, 33–34.

    Η γερμανο-αυστριακή (και βαυαρική) παρουσία ήταν ιδιαίτερα έντονη και διαρκής και στο πεδίο της τεχνικής εκπαίδευσης και της υποδοχής της καινοτομίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ο βαυαρός αξιωματικός του Μηχανικού Friedrich von Zentner (Φρειδερίκος φον Τσέντνερ), πρώτος διευθυντής του Πολυτεχνικού Σχολείου (1837–1843) και θεωρούμενος ως θεμελιωτής της τεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αξιοποίησε επαγγελματικές και κοινωνικές σχέσεις, όπως εκείνη με τον διευθυντή της Τεχνικής Σχολής της Βιέννης G. Vollherr (Γκ. Φόλχερ), για να λάβει κάθε είδους υποστήριξη για το νεοσύστατο ίδρυμα (σε αυτήν την κατεύθυνση, άλλωστε, κινητοποιήθηκε και ο ίδιος ο βασιλιάς Όθων). Πολλές από τις δωρεές εγχειριδίων και λοιπού έντυπου υλικού, εργαλείων και πινάκων κατασκευών προς το Πολυτεχνικό Σχολείο ήταν γερμανο-αυστριακής προέλευσης.56Φενερλή, 2003, 164–166.

    Η βασιλική Αυλή και η υπό διαμόρφωση αθηναϊκή κοινωνικότητα

    Η οθωνική Αυλή και πρωτίστως οι εορταστικές εκδηλώσεις της συνιστούσαν προνομιακό πεδίο διασταυρώσεων των ελίτ, καθώς έδιναν την ευκαιρία σε μέλη των ελληνικών μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων να έρθουν. σε επαφή με γερμανούς και άλλους ευρωπαίους αστούς και ευγενείς, καθώς και να εξοικειωθούν με τη γερμανική κατά βάση αυλική κουλτούρα.57Ο μάλλον ετερογενής κατά την προέλευση και διαμόρφωση ευρωπαϊκός τύπος αυλικής κουλτούρας στις νεοσύστατες μοναρχίες των Βαλκανίων του 19ου αιώνα επηρεάζεται κυρίως από τη γερμανική αυλική κουλ τούρα. Βλ. σχετικά Lauer, 1994, 411.Επρόκειτο για 300–500 προσκεκλημένους – περί τους 600–700 μαζί με συζύγους κόρες. Οι περισσότεροι ήταν λειτουργοί του κρατικού μηχανισμού: υψηλόβαθμοι υπάλληλοι, αξιωματικοί, βουλευτές και γερουσιαστές. Διοργανώνονταν περί τους επτά με οκτώ χορούς και γιορτές τον χρόνο, αφορμή διάφορες επετείους και φυσικά την αποκριά, ενώ το 1857 προσκλήθηκαν Έλληνες και από την επαρχία για την 25η επέτειο της ας.58Hering, 1994, 271, 274.

    Η αυλική κουλτούρα επηρέασε καθοριστικά τη διαμόρφωση και τον χαρακτήρ α της κοινωνικής ζωής της πρωτεύουσας. Διπλωμάτες, αυλικοί υπάλληλοι, καθηγητές πανεπιστημίου, υψηλόβαθμοι αξιωματικοί και οι πρόεδροι της Βουλής και της Γερουσίας συμμετείχαν συχνά σε χοροεσπερίδες κατά τα γερμανικά και δυτικοευρωπα ϊκά πρότυπα της χειμερινής σεζόν, ενώ οι ευρωπαϊκοί χοροί που χορεύονταν στο παλάτι (καταρχάς από έλληνες υπουργούς και υπασπιστές) δ ιαδόθηκαν σχετικά γρήγορα και στις κοινωνικές εκδηλώσεις των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, των οποίων η γκαρνταρόμπα, τα ήθη της κοι νωνικής συμπεριφοράς και γενικότερα ο τρόπος ζωής άρχισαν να εξευρωπαΐζονται.59Hering, 1994, 276, 280.

    Κομβικό ρόλο στις κοινωνικές και πολιτισμικές διασταυρώσεις των ξεν ικής και εγχώριας προέλευσης αθηναϊκών ελίτ της οθωνικής περιόδου είχαν και οι διορισμένες στην Αυλή Γερμανίδες, οι σύζυγοι δ ιπλωματών και άλλα θήλεα μέλη της ξένης κοσμοπολίτικης ελίτ. Η μεγάλη κυρία της Τιμής και έμπιστη της βασίλισσας Αμαλίας Βιλελμίνη φον Πλύσκω (Wilhelmine von Plüskow),60Παρέμεινε στην Ελλάδα από το 1839 ως το 1862, οπότε συνόδευσε το βασιλικό ζεύγος στην εξορία. η οποία είχε υπό την εποπτεία και προστασία της τις Γερμανίδες της Αυλής αλλά και τις δυτικοευρωπαίες συζύγους των γερμανών αυλικών υπαλλήλων, αποτυπώνει στις σελίδες του ημερολογίου της (1846–1854) στιγμιότυπα από τις συναναστροφές της κατά τη διάρκεια περιπάτων, εκδρομών, χορών, γευμάτων κλπ. τόσο με Ευρωπαίους όσο και με Έλληνες μέλη της πολιτικής, πνευματικής και οικονομικής ελίτ.61Plüskow 2014. Ευκαιρίες κοινωνικών συναναστροφών μορφωμένων και εύπορων Ελλήνων και ξένων πρόσφεραν την άνοιξη και το φθινόπωρο οι συχνές εκδρομές και τα ταξίδια που συνδυάζονταν με επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους.62Busse 2010, 88.

    Μια από τις πιο μορφωμένες και καλλιεργημένες οικοδέσποινες της Αθήνας ήταν η ταλαντούχος πιανίστα και φιλότεχνη Irene Prokesch, κόρη του βιεννέζου καθηγητή μουσικής Raphael Georg Kiesewetter και σύζυγος του Πρεσβευτή της Αυστριακής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα κατά την περίοδο 1834–1849 Anton Prokesch von Osten. Όπως και άλλα σπίτια Ευρωπαίων, η ιδιόκτητη έπαυλή τους (σχεδιασμένη από τον βιεννέζο αρχιτέκτονα Anton Rösner στην οδό Φειδίου 3) πρόσφερε στους εκλεκτούς προσκεκλημένους γεύματα, βεγγέρες και μουσικές βραδιές.63Μπούσε, 2010, 80, 86. Η κυριαρχία ευρωπαϊκών πολιτισμικών προτύπων στους κύκλους των υβριδικών ελίτ της οθωνικής πρωτεύουσας αποτυπώθηκε εμφατικά στη διάδοση της ευρωπαϊκής αστικής ενδυμασίας η οποία είχε γίνει ασμένως δεκτή στην πολιτική και κοσμική ζωή ως προϊόν μιας αξιολογούμενης ως ανώτερης πρότυπης κουλτούρας.64Hering, 1994, 274–275.

    Κτίρια και ελίτ

    Η στέγαση των θεσμών που λειτούργησαν ως πεδία διασταυρώσεων των ελίτ, όπως το Πανεπιστήμιο, η βασιλική Αυλή, κρατικές υπηρεσίες, νοσοκομεία, εκπαιδευτικά, επιστημονικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα σε νεόδμητα ή ανακατασκευασμένα, συχνά μνημειακά και εμβληματικά για τη νέα πρωτεύουσα κτίρια καθιστά και αυτούς τους δομημένους ή και υπό κατασκευή χώρους, τόπους συναντήσεων, συναναστροφών και αλληλεπιδράσεων των εκπροσώπων των ελίτ, ελληνικών και ξένων (προπάντων γερμανικών), καθώς και ακτινοβολίας των κοινωνικών και πολιτισμικών τους προτύπων στα υπάλληλα στρώματα που εμπλέκονταν τόσο στην κατασκευή όσο και στη λειτουργία τους. Το ίδιο μπορεί να υποστηριχθεί, αν και με άλλους όρους και μεγέθη, για τις οικίες των εύπορων στρωμάτων των αστικών κέντρων.

    Η πυρετώδης οικοδομική δραστηριότητα της οθωνικής περιόδου δεν περιορίστηκε στην Αθήνα. Λόγω των εκτεταμένων καταστροφών του πολέμου υπήρχε ανάγκη ανοικοδόμησης αρκετών πόλεων όπως η Λιβαδειά, η Θήβα, το Μεσολόγγι, το Άργος, η Τρίπολη και η Καλαμάτα, ενώ παράλληλα ιδρύθηκαν 10 καινούργιες πόλεις, με σημαντικότερες την Πάτρα, τη Σπάρτη, τη Μεγαλόπολη, τον Πειραιά και την Κόρινθο.65Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1977, 102.

    Η νεοκλασική αρχιτεκτονική, η οποία ευδοκίμησε στην Αθήνα και τον Πειραιά κατά την οθωνική περίοδο και μεταγενέστερα, διαδόθηκε και σε επαρχιακές πόλεις όπως το Ναύπλιο, η Πάτρα, ο Πύργος, η Τρίπολη, η Σπάρτη, η Καλαμάτα, η Χαλκίδα, η Ερμούπολη και η Αίγινα. Δημόσια κτήρια όπως δημαρχεία, σχολεία, θέατρα, μουσεία, δικαστήρια, νοσοκομεία, σιδηροδρομικοί σταθμοί και εμπορικές αγορές, καθώς και αρκετές οικίες, ακολούθησαν ως χώροι εργασίας, εκπαίδευσης, συναλλαγών, συναναστροφών, ψυχαγωγίας και κατοικίας των επαρχιακών ελίτ τα πρότυπα της πρωτεύουσας κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.66Τραυλός/Κόκκου, 1977, 528.

    Ως νέα πρωτεύουσα, με αλματώδη πληθυσμιακή ανάπτυξη67Ο πληθυσμός της Αθήνας εξαπλασιάστηκε κατά την οθωνική περίοδο, καθώς από 7.223 κατοίκους το 1834 ανήλθε στους 43.371 το 1861. Δημητροπούλου, 2005, 123–124. και ταχύτατη ανοικοδόμηση λόγω των πιεστικών αναγκών στέγασης όλων των υπηρεσιών της κεντρικής κυβέρνησης, καθώς και των νεήλυδων κατοίκων της,68Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1977, 102. η Αθήνα ήταν η πόλη εκείνη στην οποία άφησε το πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό της στίγμα η κατά το μεγαλύτερο μέρος ελληνογερμανική και κοσμοπολίτικη ελίτ της οθωνικής Ελλάδας. Ήταν αυτή η ελίτ που χρηματοδότησε, σχεδίασε, λειτούργησε, αξιοποίησε και κατοίκησε πλήθος νέων κτηρίων.

    Κατά τη δεκαετία 1834–1844 αποπερατώθηκαν οι εργασίες στα ανάκτορα, στο Πανεπ ιστήμιο, στο Νομισματοκοπείο και το Εθνικό Τυπογραφείο. Ανάμεσα στα 1834 και 1836 ανεγέρθηκαν περί τις 1,000 ιδιωτικές οικίες, ενώ το 1842 υπήρχαν στην Αθήνα ήδη 550 οικίες αξίας 10,000 δραχμών και άνω (ορισμένες πολύ πολυτελείς όπως του Αμβρόσιου Ράλλη, του Μανούση, του Λασσάνη, του Ριζάρη κ.ά.).69Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1977, 102.

    Εμβληματικά κτήρια της πρωτεύουσας σχεδιάζονται, αρχίζουν να οικοδομούνται και αποπερατώνονται κατά τη βασιλεία του Όθωνα από γερμανούς, δανούς, γάλλους και έλληνες αρχιτέκτονες: το στρατιωτικό νοσοκομείο στου Μακρυγιάννη, το Αστεροσκοπείο, το Αρσάκειο, το Οφθαλμιατρείο, το Πολυτεχνείο, η Ακαδημία, η Παλαιά Βουλή, το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα, το Βαρβάκειο Λύκειο, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, το Δημοτικό Βρεφοκομείο κ.ά.70Charalambidis, 1986, 143–144. Δημητρακόπουλος, 1977, 178. Τραυλός/Κόκκου, 1977, 523–524.

    Επίλογος

    Η περίοδος της Αντιβασιλείας και της Βασιλείας του Όθωνα (1833–1862) μοναδική για τις ελληνογερμανικές σχέσεις και διασταυρώσεις σε θεσμικό, ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, καθώς συνδέθηκε με τη θεμελίωση του νέου ελληνικού κράτους, την οικοδόμηση της νέας του πρωτεύουσας (της Αθήνας) και τη συγκρότηση νέων αρχηγετικών ομάδων καθώς και μορφών κοινωνικότητας με βάση γερμανικά και ευρύτερα δυτικά-ευρωπαϊκά πρότυπα σε μια εποχή μεγάλης απήχησης και επιρροής της Δύσης. Πρωταγωνιστικός σε αυτή την ιδρυτική για την Ελλάδα περίοδο ήταν ο ρόλος των πολύπλευρων και πολυδιάστατων διασταυρώσεων δυτικοευρωπαϊκών ελίτ, εδραιωμένων ή εκκολαπτόμενων. Αξιωματούχοι και αξιωματικοί, πολιτικοί, ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί, διπλωμάτες, επιστημόνες, καθηγητές πανεπιστημίου, αρχιτέκτονες, γιατροί, νομομαθείς, καλλιτέχνες και λοιποί ελεύθεροι επαγγελματίες, έδιναν ανεξαρτήτως εθνικότητας τον τόνο, εξυπηρετώντας ή υπηρετώντας σε νεοσύστατους θεσμούς όπως η βασιλική Αυλή, οι δομές της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, το κοινοβούλιο, ο στρατός, το πανεπιστήμιο και άλλα εκπαιδευτικά-επιστημονικά ιδρύματα, η αρχαιολογική υπηρεσία, οι πρεσβείες κ.ά., ικανοποιώντας την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση υπηρεσιών και συνδιαμορφών οντας εντέλει μια δυναμική, δυτικότροπη και αρκετά κοσμοπολίτικη κοινωνικότητα των ελίτ, προπάντων στην Αθήνα και τα άλα αστικά κέντρα. Ακόμη κι αν η πολιτική της Αντιβασιλείας και του Στέμματος, καθώς και η παρουσία πληθώρας βαυαρών και άλλων γερμανών αξιωματούχων, στρατιωτικών, καθηγητών, επιστημόνων κ.ά προκάλεσε αντιδράσεις και αντιστάσεις στον τοπικό πληθυσμό με αποκορύφωμα την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ο ρόλος τους στη διαμόρφωση της νεοελληνικής. κοινωνίας υπήρξε καθοριστικός.71Hoesch, 1986, 86. Ας αναλογιστούμε τις επιρροές και τις «πολιτισμικές μεταφορές» στους Έλληνες μαθητευόμενους, φοιτητές, συνεργάτες και υφισταμένους τους, στο οικιακό προσωπικό και όσους εν γένει συναναστράφηκαν μαζί τους. Η εικόνα της Αθήνας και των μεγάλων αστικών κέντρων της Ελλάδας στα τέλη του 19ου αιώνα, τα δημόσια κτήρια και οι ιδιωτικές οικίες και επαύλεις, ο τρόπος ζωής, η εκπαίδευση, οι συμπεριφορές και ο αξιακός κώδικας των πνευματικών και οικονομικών ελίτ, μαρτυρούν τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της οθωνικής βασιλείας και των κοινωνικο-πολιτισμικών διασταυρώσεων των κάθε λογής αρχηγεσιών εκείνης της ιδρυτικής περιόδου.

    Zusammenfassung

    Σε αυτό το δοκίμιο εξετάζεται η μακρο-διαδικασία των κοινωνικών και πολιτισμικών διασταυρώσεων γερμανικών, δυτικοευρωπαϊκών και ελληνικών ελίτ στην οθωνική Ελλάδα. Αναδεικνύονται τα πεδία, οι δίαυλοι, οι όροι και τα υποκείμενα των ποικίλων και πολυεπίπεδων διασταυρώσεων μέσω των οποίων γερμανικά και ευρύτερα δυτικοευρωπαϊκά εκπαιδευτικά, τεχνολογικά, πολεοδομικά-αρχιτεκτονικά, καλλιτεχνικά, εν γένει κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα, δηλωτικά κοινωνικής διαφοροποίησης και υπεροχής των μορφωμένων, εύπορων και ανερχόμενων αστών καθώς και των εξ αίματος ή απονομής τίτλου ευγενών άρχισαν να διαχέονται στον χώρο του νεοσύστατου και μικρού ελληνικού βασιλείου υπό τον Βαυαρό πρίγκιπα Όθωνα φον Βίτελσμπαχ, προπάντων δε στη νέα του πρωτεύουσα, την Αθήνα. Εν αναμονή του Όθωνα, από το καλοκαίρι του 1832 ως τις αρχές του 1833, λαμβάνουν χώρα ενδιαφέρουσες συναντήσεις και επαφές Γερμανών, Ελλήνων και άλλων Ευρωπαίων στο Ναύπλιο (πρωτεύουσα ακόμη) και την Αθήνα, όπως μας αφηγείται ο νεαρός γερμανός αρχαιολόγος και μετέπειτα (1837–1843) καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Λουδοβίκος Ρος, πρόκριμα των εντατικότερων, περισσότερων, θεσμικά πλαισιωμένων και κοινωνικά ευρύτερων διασταυρώσεων των ελίτ που θα ακολουθούσαν τις επόμενες τρεις δεκαετίες ως την έξωσή του. Αυλικοί, αξιωματούχοι και αξιωματικοί, διπλωμάτες και υψηλόβαθμοι δημόσιοι λειτουργοί, καθηγητές και φοιτητές του πανεπιστημίου, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, αρχαιολόγοι, νομομαθείς, επιστήμονες και διάφοροι ελεύθεροι επαγγελματίες πρωταγωνίστησαν στις ελληνογερμανικές και διευρωπαϊκές διασταυρώσεις στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης προσήλωσης των ελληνικών ελίτ, προπάντων των ετεροχθόνων, στη Δύση και τις αξίες της. Νεοσύστατοι θεσμοί όπως η βασιλική Αυλή, οι δομές της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, το πανεπιστήμιο και άλλα εκπαιδευτικά-επιστημονικά ιδρύματα, καθώς και τα νεόδμητα κτίρια που τους στέγασαν, αποτέλεσαν μαζί με τις ολοένα και αυξανόμενες πολυτελείς οικίες προνομιακά πεδία και χώρους διασταυρώσεων και πολιτισμικών μεταφορών στη μακρόχρονη διαδικασία εξευρωπαϊσμού της αναδυόμενης νεοελληνικής αστικής κοινωνίας.

    Σημειώσεις

    • 1
      Ο Λ. Ρος συνόδευσε και ξενάγησε το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας σε αρκετά ταξίδια του στο εσωτερικό της χώρας. Βλ. Seidl, 1981, 349.
    • 2
      Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, Ιταλός φιλέλληνας Καζάλι, «είχε παντρευτεί μια Βιεννέζα καμαριέρα που το λαμπρότερο σημείο της ζωής της στάθηκε το Συνέδριο της Βιέννης. Σου έδινε σαφώς να καταλάβεις πως είχε γνωρίσει από κοντά πολλούς από τους μεγαλουσιάνους της Βιέννης, ακόμα και πρίγκιπες.» (Ρος, 1976, 58).
    • 3
      Καθηγητής Φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια του Βερολίνου (1818-1821) και κατόπιν της Βόννης (1821 και εξής)
    • 4
      Για την έννοια της Bildung ως γυμνασιακής και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αλλά και γενικής-καθολικής παιδείας, μόρφωσης και αγωγής, καθώς και για τη μορφωμένη αστική τάξη («αστούς της γνώσης») στον γερμανόφωνο χώρο βλ. Ράπτης, 1998, 219–222.
    • 5
      Ζάιντλ, 1984, 22–23.
    • 6
      Για τους όρους «αστοί της γνώσης» και «Bildungsbürgertum» βλ. Ράπτης, 1998, 219–220 και Kocka, 1989.
    • 7
      Για τις αριστοκράτισσες βλ. Diemel, 1998 και για τις αστές Kocka, 1988.
    • 8
      Για τα γνωρίσματα και την κοινωνική δυναμική της αστικής κουλτούρας βλ. Ράπτης, 1998, 237– 241 και Wolfgang Kaschuba, 1995.
    • 9
      Hösch, 1986, 81.
    • 10
      Raptis, 2005, 121–122.
    • 11
      Για τη διακρινόμενη από μοναδική ποικιλία και εσωτερική ιεραρχία γερμανική αριστοκρατία βλ. Reif, 1999. Για τη γερμανική αστική τάξη σε ευρωπαϊκό πλαίσιο βλ. Kocka, 1995.
    • 12
      Ελίας, 1997.
    • 13
      Ράπτης, 2010, 150, 157. Για τις βασιλικές αυλές και τις αυλικές κοινωνίες στα γερμανικά κράτη (συμπεριλαμβανομένης της Αψβουργικής Μοναρχίας) βλ. Μöckl, 1990.
    • 14
      Για το Bildungsbürgertum και την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος στη Γερμανία βλ. Wehler, 1987, 210–217, 281–303 και Wehler, 1996, 210–237, 478–520.
    • 15
      Wehler, 1987, 292.
    • 16
      Seidl, 1981, 337–338.
    • 17
      Seidl, 1981, 337, 347.
    • 18
      Για την ευρωπαϊκή (και γερμανική) αστική κουλτούρα βλ. Kocka, 2000, 155–167 ή (στο γερμανικό πρωτότυπο) Kocka, 1995, 17–22. Για την επιβίωση και τη διατήρηση του κοινωνικού και πολιτισμικού κεφαλαίου των ευγενών στις χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης κατά τον μακρύ 19ο αιώνα βλ. Ράπτης, 2010, 148.
    • 19
      Tziovas, 2003, 4–6.
    • 20
      Πβ. Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1977, 19.
    • 21
      Αν και λίγοι, οι ετερόχθονες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην οθωνική Ελλάδα: Χιώτες και Ψαριανοί που δραστηριοποιήθηκαν επιχειρηματικά στην Ερμούπολη της Σύρου από τη μια, δυτικομαθημένοι λόγιοι και Φαναριώτες με εμπειρία και δεξιότητες χρήσιμες για την άσκηση πολιτικής και πνευματικής εξουσίας από την άλλη. Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1977, 19.
    • 22
      Skopetea, 2003, 171.
    • 23
      Hösch, 1986, 81.
    • 24
      Για την Ελλάδα ως νόμιμη κληρονομιά βλ. Skopetea, 2003, 176.
    • 25
      Fuhrmann, 2011, 45–48.
    • 26
      Skopetea, 2003, 176.
    • 27
      Stedman/Zimmermann, 2007, 9.
    • 28
      Stedman/Zimmermann, 2007, 10–11, 14.
    • 29
      Schmale, 2003, 42.
    • 30
      Gassert, 2001, 65-71, αναφ. στο Καφαντόγιας, 2013, 140–141.
    • 31
      Ζάιντλ, 1984, 22–23.
    • 32
      Ποταμιάνος, 2017.
    • 33
      Konstantinou, 1986, 202.
    • 34
      Λάππας, 2003, 153–154.
    • 35
      Charalambidis, 1986, 144.
    • 36
      Charalambidis, 1986, 144–145, 147.
    • 37
      Τραυλός/Κόκκου, 1977, 521.
    • 38
      Τραυλός/Κόκκου, 1977, 520.
    • 39
      Τραυλός/Κόκκου, 1977, 521.
    • 40
      Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του τού απονεμήθηκαν οι τίτλοι ευγένειας του ιππότη και κατόπιν του βαρώνου από τον Αψβούργο Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ.
    • 41
      Λαμπράκη-Πλάκα, 2010, Κασιμάτη, 2010, 15 και Τραυλός/Κόκκου, 1977, 525–526.
    • 42
      Τραυλός/Κόκκου, 1977, 522.
    • 43
      Seirinidou, 2007, 130.
    • 44
      Σειρηνίδου, 2011, 369–370.
    • 45
      Στασινοπούλου, 2006, 168–169.
    • 46
      Λάιου, 1982, 152–153, 162–175.
    • 47
      Πολίτης, 2000, 170.
    • 48
      Ποταμιάνος, 2017.
    • 49
      Ποταμιάνος, 2017.
    • 50
      Ζάιντλ, 1984, 22–23.
    • 51
      Ράπτης, 2010β, 99–100.
    • 52
      Τσιρπανλή, 1979, 334–339.
    • 53
      Η τελική διαμόρφωση του Βασιλικού Κήπου συντελέστηκε μεταξύ 1847 και 1854 από τον Γάλλο κηποτέχνη Φρανσουά Λουί Μπαρώ (Francois Louis Bareaud), ο οποίος ήλθε από την Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα δημιούργησε τους κήπους του παλατιού Ντολμά-Μπαχτσέ. Papageorgiou-Venetas, 2004, 40.
    • 54
      Bofilias, 2004, 66–68. Papageorgiou-Venetas, 2004, 36.
    • 55
      Στεφανίδης, 1948, 5–6, 33–34.
    • 56
      Φενερλή, 2003, 164–166.
    • 57
      Ο μάλλον ετερογενής κατά την προέλευση και διαμόρφωση ευρωπαϊκός τύπος αυλικής κουλτούρας στις νεοσύστατες μοναρχίες των Βαλκανίων του 19ου αιώνα επηρεάζεται κυρίως από τη γερμανική αυλική κουλ τούρα. Βλ. σχετικά Lauer, 1994, 411.
    • 58
      Hering, 1994, 271, 274.
    • 59
      Hering, 1994, 276, 280.
    • 60
      Παρέμεινε στην Ελλάδα από το 1839 ως το 1862, οπότε συνόδευσε το βασιλικό ζεύγος στην εξορία.
    • 61
      Plüskow 2014.
    • 62
      Busse 2010, 88.
    • 63
      Μπούσε, 2010, 80, 86.
    • 64
      Hering, 1994, 274–275.
    • 65
      Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1977, 102.
    • 66
      Τραυλός/Κόκκου, 1977, 528.
    • 67
      Ο πληθυσμός της Αθήνας εξαπλασιάστηκε κατά την οθωνική περίοδο, καθώς από 7.223 κατοίκους το 1834 ανήλθε στους 43.371 το 1861. Δημητροπούλου, 2005, 123–124.
    • 68
      Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1977, 102.
    • 69
      Πετρόπουλος/Κουμαριανού, 1977, 102.
    • 70
      Charalambidis, 1986, 143–144. Δημητρακόπουλος, 1977, 178. Τραυλός/Κόκκου, 1977, 523–524.
    • 71
      Hoesch, 1986, 86.

    Βιβλιογραφία

    Οπτικό υλικό

    Παραπομπή

    Κωνσταντίνος Ράπτης: «Κοινωνικές και πολιτισμικές διασταυρώσεις των γερμανικών, δυτικοευρωπαϊκών και ελληνικών ελίτ στην oθωνική Ελλάδα», στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 01.12.20, URI : https://comdeg.eu/essay/100839/.