Ιστοριογραφικές διαθεσιμότητες
Σε αντίθεση με την έμφαση που έχει εύλογα δοθεί στη σημασία της παρουσίας των Βαυαρών στην Ελλάδα στη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα (1833–1862) για τη διαδικασία της κρατικής συγκρότησης και τη μεταφορά πολιτισμικών προτύπων, ιδίως κατά την περίοδο έως τη συνταγματική μεταβολή του 1843–44, η αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή οι εμπειρίες που αποκόμισαν πολλοί Έλληνες από την επαφή τους με τον ευρύτερο γερμανόφωνο χώρο, παραμένει συγκριτικά ελάχιστα μελετημένη, παρά την προφανή της σπουδαιότητα για την Ελλάδα του 19ου αιώνα. Ιδίως η φοίτηση κατά την περίοδο αυτή σε γερμανικά πανεπιστήμια πολυάριθμων νέων, υιών εξεχόντων μελών της διαμορφούμενης πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ελίτ του νέου κράτους, θα πρέπει να θεωρηθεί ως καθοριστικό συστατικό στοιχείο της συγκρότησης των νοοτροπιών και των πολιτισμικών και ιδεολογικών προσανατολισμών μεγάλου μέρους του ηγετικού στρώματος της ελληνικής κοινωνίας, σε χρονικό ορίζοντα που υπερέβαινε κατά πολύ την οθωνική εποχή. Η ανώτατη εκπαίδευση στα γερμανικά κράτη, μετά τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στην Πρωσία στις αρχές του 19ου αιώνα ο Wilhelm von Humboldt, είχε εξάλλου αποκτήσει πανευρωπαϊκή φήμη, καθώς τα κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, είδαν στο χουμπολντιανό εκπαιδευτικό ιδεώδες και το ίδρυμα που κατεξοχήν το ενσάρκωνε, το ιδρυθέν το 1809 Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ένα πρότυπο για την οργάνωση των δικών τους πανεπιστημίων. Σε ένα άρθρο του το 1979, στο οποίο για πρώτη φορά προβλήθηκαν ως ιστοριογραφικό αντικείμενο οι σπουδές Ελλήνων σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ο Ζαχαρίας Τσιρπανλής επεσήμανε την ανάγκη να γίνουν συστηματικές έρευνες στα αρχεία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εκτός Ελλάδας, προκειμένου να εξακριβωθεί ο αριθμός, η ταυτότητα και τα αντικείμενα σπουδών των ελλήνων φοιτητών.32Τσιρπανλής, 1979. Στις τέσσερις δεκαετίες που μεσολάβησαν έγιναν οπωσδήποτε αρκετά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Περιοριζόμενοι μόνο στις κυριότερες μελέτες για την παρουσία ελλήνων και ελληνόφωνων φοιτητών σε πανεπιστήμια των γερμανόφωνων περιοχών στη διάρκεια του 19ου αιώνα, θα πρέπει να αναφερθούμε ενδεικτικά στις έρευνες του Κωνσταντίνου Κωτσοβίλη, της Elena Siupiur και της Ίλιας Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister.1Kotsowilis, 1995, Siupiur, 1995α, Siupiur, 1995β, Siupiur, 2001, Siupiur, 2004 και Siupiur, 2005. Βλ. επίσης, Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, 2016. Οι μελέτες αυτές περιορίζονται κατά το μάλλον ή ήττον στη σύνταξη καταλόγων των φοιτητών με πιθανή ελληνική εθνοτική καταγωγή που εντοπίστηκαν κατά την έρευνα στα πανεπιστημιακά αρχεία και στην παράθεση ορισμένων, συντομότερων ή εκτενέστερων κατά περίπτωση, βιογραφικών πληροφοριών. Εντούτοις, από τους καταλόγους αυτούς, όπως και από τα ποσοτικά στοιχεία που προέκυψαν από τη μεγάλη έρευνα της Κωνσταντίνας Ζορμπαλά στις εξαμηνιαίες καταστάσεις φοιτητών (Matrikeln) 19 γερμανικών πανεπιστημίων,2Ζορμπαλά, 1998. τεκμηριώνεται η έκταση και η σημασία του φαινομένου, ενώ είναι δυνατό να αποδεσμευτούν και ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά για τη φοίτηση των ελλήνων σπουδαστών στα γερμανικά πανεπιστήμια, τα οποία άλλωστε επιβεβαιώνονται και από άλλες διαθέσιμες ανεκδοτολογικές μαρτυρίες. Γενικά οι έλληνες φοιτητές χαρακτηρίζονταν από έντονη γεωγραφική κινητικότητα, αφού πολλοί από αυτούς άλλαζαν δύο ή τρία πανεπιστήμια στη διάρκεια των σπουδών τους.
Προεπαναστατικά τα κυριότερα κέντρα φοίτησης των ελληνόφωνων σπουδαστών ήταν η Ιένα, η Λειψία, η Γοτίγγη και η Χάλλε, ενώ μετά την Ελληνική Επανάσταση η εικόνα αλλάζει ριζικά: Από τους περίπου 1330 έλληνες φοιτητές που καταγράφει η Ζορμπαλά σε 19 γερμανικά πανεπιστήμια για την περίοδο 1820-1900, πάνω από τα δύο τρίτα κατευθύνθηκαν στα τρία Πανεπιστήμια του Μονάχου, του Βερολίνου και της Λειψίας. Οι περισσότεροι δεν ολοκλήρωναν έναν πλήρη κύκλο σπουδών –ο μέσος χρόνος φοίτησης ήταν 3 μόλις εξάμηνα– και μόνο ένα μικρό ποσοστό λάμβανε τον τίτλο του διδάκτορα.
Συμβολές όπως οι παραπάνω, παρά την προφανή τους χρησιμότητα για τον ιστορικό, δεν είναι δυνατόν, με βάση τις πρωτογενείς πηγές που χρησιμοποιούν, να προσφέρουν μια εικόνα της εμπειρίας των σπουδών σε ένα γερμανικό πανεπιστήμιο για έναν έλληνα φοιτητή του 19ου αιώνα, ούτε είναι ο στόχος τους άλλωστε. Αντίθετα, οι μελέτες της Αλόης Σιδέρη για τους έλληνες σπουδαστές του Πανεπιστημίου της Πίζας, που αξιοποιούν, πέραν των φοιτητικών καταλόγων, μια ποικιλία αρχειακού υλικού (αστυνομικά αρχεία, αλληλογραφία, αυτοβιογραφικές αφηγήσεις κλπ.), επιχειρούν να ανασυνθέσουν, μέσω της καταφυγής στη μικροϊστορία, την ατομική φοιτητική εμπειρία, να τη συσχετίσουν με το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη φοίτηση και να τη θέσουν εντός του ιδεολογικού και πολιτικού κλίματος στην Τοσκάνη του πρώτου μισού του 19ου αιώνα.3Σιδέρη, 1989 και Σιδέρη, 1989–1994. Είναι ατυχές ότι παρόμοιο εγχείρημα δεν έχει, σε γενικές γραμμές,33Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι διαθέτουμε ορισμένα μικρά μελετήματα, παλαιότερα (Κουγέας, 1932, Κοντιάδη, 1979) όσο και πιο πρόσφατα (Ματθαίου, 2017–2018), από ιστορικούς του ελληνικού διαφωτισμού σχετικά με τις δραστηριότητες του κύκλου των ελλήνων σπουδαστών στα Πανεπιστήμια της Ιένας και της Γοττίγγης τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης (1817–1821)· το ενδιαφέρον εξηγείται από το γεγονός ότι αρκετοί από τους φοιτητές αυτούς διαδραμάτισαν κατόπιν σημαίνοντα ρόλο στην Επανάσταση και τη δημόσια ζωή του νέου κράτους. μέχρι στιγμής αναληφθεί για κάποιο από τα μεγάλα πανεπιστήμια του ευρύτερου γερμανόφωνου χώρου, με δεδομένη τη σημασία που αυτά είχαν ως χώροι υποδοχής μεγάλου αριθμού ελλήνων φοιτητών.
Οι σπουδές του Αλέξανδρου και του Πανταλέοντος
Προς αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει και η ανακάλυψη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Αθήνα)4Αρχεία Κ83α και Κ87β3. των επιστολών που έστειλαν προς την οικογένειά τους κατά τα έτη 1843–1849 οι αδελφοί Αλέξανδρος και Πανταλέων Κοντόσταυλος στη διάρκεια των σπουδών τους στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Πρόκειται για ένα σώμα εκατό σχεδόν επιστολών, που έχει σωθεί με λίγες ελλείψεις και καλύπτει χρονικά ολόκληρη την εξαετή περίοδο. Περιστρεφόμενες ως επί το πλείστον γύρω από την πορεία των σπουδών τους στα νομικά, οι επιστολές των δύο αδελφών περιέχουν ενδιαφέροντα σχόλια για τα μαθήματα και τους καθηγητές στα δύο εκπαιδευτικά ιδρύματα. Παράλληλα, όμως, αποτελούν πηγή πολύτιμων πληροφοριών για το κόστος των σπουδών και της διαβίωσης των ελλήνων φοιτητών, την καθημερινότητα και την κοινωνική τους ζωή, τις συνέπειες της μακροχρόνιας απουσίας τους από την πατρική εστία στις ενδοοικογενειακές σχέσεις κ.ο.κ. Τέλος, το γεγονός ότι οι δύο αδελφοί αποτελούν αυτόπτες μάρτυρες (και, τουλάχιστον αρχικά, ενθουσιώδεις υποστηρικτές) της επανάστασης του 1848 στο Βερολίνο προσθέτει και μια επιπλέον αξιοσημείωτη διάσταση στην αλληλογραφία των δύο φοιτητών.
Ο Αλέξανδρος και ο Πανταλέων Κοντόσταυλος αναχώρησαν από τον Πειραιά στις 10/22 Οκτωβρίου 1843 και, ύστερα από ταξίδι διάρκειας τριών περίπου εβδομάδων, μέσω Τεργέστης και Βιέννης, έφτασαν στο Βερολίνο. Και οι δύο ήταν την εποχή της αποδημίας τους στη Γερμανία σε εξαιρετικά νεαρή ηλικία, 17 και 16 ετών αντίστοιχα.5Με βάση την ηλικία που δήλωσαν τρία χρόνια αργότερα, κατά την εγγραφή τους στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης: βλ. Toepke, 1907, 18. Ύστερα από εντατικά ιδιαίτερα μαθήματα γερμανικών λίγων μηνών εγγράφηκαν στο πανεπιστήμιο της πρωσικής πρωτεύουσας και ξεκίνησαν να παρακολουθούν μαθήματα από το θερινό εξάμηνο του 1844. Ολοκλήρωσαν τις εξετάσεις τους και έλαβαν το δίπλωμα του διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου στο τέλος του 1849, ενώ ενδιάμεσα είχαν φοιτήσει για δύο εξάμηνα (Οκτώβριος 1846 – Σεπτέμβριος 1847) στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, λόγω της επιθυμίας τους να παρακολουθήσουν τις παραδόσεις δύο φημισμένων νομικών που δίδασκαν εκεί, του Adolph von Vangerow και του Carl Joseph Anton Mittermaier.
Με βάση τα σημαντικά χρηματικά ποσά που από την αλληλογραφία προκύπτει ότι απαιτούνταν για την κάλυψη των δαπανών διαβίωσης και φοίτησης, οι σπουδές στα μεγάλα γερμανικά πανεπιστήμια, όπως εκείνο του Βερολίνου, απευθύνονταν σε Έλληνες που είχαν εξασφαλίσει κάποια υποτροφία ή ήταν γόνοι ευκατάστατων οικογενειών. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκαν ο Αλέξανδρος και ο Πανταλέων, μεγαλύτεροι γιοι του Χιώτη στην καταγωγή Αλέξανδρου Κοντόσταυλου του πρεσβύτερου, άλλοτε μεγαλεμπόρου στη Βιέννη και το Λονδίνο, εγκατεστημένου από τα τελευταία χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης στην Ελλάδα, όπου ανέλαβε υψηλόβαθμα κυβερνητικά αξιώματα και απέκτησε εκτεταμένη ακίνητη περιουσία. Η επένδυση εκ μέρους του Αλέξανδρου Κοντόσταυλου του πρεσβύτερου σημαντικών κεφαλαίων στην εκπαίδευση των παιδιών του αποσκοπούσε επομένως στη διατήρηση της υψηλής κοινωνικής θέσης που είχε καταλάβει η οικογένειά του στο μετεπαναστατικό ελληνικό κράτος. Από τους γιους του, ο πρωτότοκος Αλέξανδρος είχε επανειλημμένα στη διάρκεια των σπουδών του αναφερθεί, άλλοτε ξεκάθαρα και άλλοτε περισσότερο υπαινικτικά, στην πρόθεσή του να ασχοληθεί μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα με την πολιτική6Αρχείο Κ83α, αρ. 231, 233, 251 και 255/258. και φαίνεται ότι τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του αντιμετώπιζαν ως ένα βαθμό την εκπαίδευσή του στην Ευρώπη και ως ένα είδος προετοιμασίας για την πολιτική καριέρα που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Αξίζει, από αυτήν την άποψη, να υπογραμμιστεί ότι οι εξαετούς διάρκειας σπουδές του Αλέξανδρου και του Πανταλέοντος στο Βερολίνο και τη Χαϊδελβέργη δεν αποτελούσαν άλλωστε παρά μόνο μία φάση της εκπαίδευσής τους στο εξωτερικό. Μετά την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος από το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, τον Δεκέμβριο του 1849, οι δύο αδελφοί μετέβησαν στο Παρίσι, όπου σύμφωνα με τον οικογενειακό σχεδιασμό επρόκειτο να περάσουν ένα χρόνο προκειμένου να εξασκηθούν στη γαλλική γλώσσα και να συμπληρώσουν τις σπουδές τους με την παρακολούθηση πανεπιστημιακών μαθημάτων που δεν παραδίδονταν στις νομικές σχολές της Γερμανίας· κατόπιν θα διέμεναν για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα στο Λονδίνο για να επεκτείνουν τις γνώσεις τους και να μάθουν αγγλικά. Σκοπός αυτού του αντίστροφου Grand Tour στα τρία μεγάλα ευρωπαϊκά έθνη της εποχής δεν ήταν απλώς η απόκτηση ακαδημαϊκών γνώσεων αναγκαίων για την επιστημονική τους κατάρτιση, αλλά ευρύτερα η εξοικείωση με διαφορετικές κοινωνίες της Ευρώπης και η συσσώρευση εμπειριών· όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Πανταλέων σε μία περίπτωση σχετικά με την παραμονή τους στη Γαλλία και την Αγγλία, «η επιθυμία μας αυτή δεν αφορά μόνον την Νομικήν επιστήμην, αλλά και την σπουδήν εις το μέγα σχολείον του πρακτικού βίου».7Αρχείο Κ83α, αρ. 199, 225, 230, 236 και 251.
Για τον ίδιο σκοπό οι δύο αδελφοί πραγματοποίησαν, στη διάρκεια της διαμονής τους στο Βερολίνο και τη Χαϊδελβέργη, σύντομα ταξίδια σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας, ενώ επιχείρησαν να έλθουν σε επαφή με μέλη του ανώτερου κοινωνικού στρώματος του Βερολίνου και να εισέλθουν στους κοινωνικούς τους κύκλους, εξασφαλίζοντας το 1847–1848, χάρη στις γνωριμίες του πατέρα τους, προσκλήσεις για το σαλόνι του βρετανού πρεσβευτή στην Πρωσία John Fane, ενδέκατου κόμη του Westmorland. Μολαταύτα, φαίνεται ότι δεν εκμεταλλεύθηκαν τις ευκαιρίες αυτές στο βαθμό που μπορούσαν και το 1849, σε ένα είδος απολογισμού της πολυετούς παρουσίας τους στη Γερμανία, ο Αλέξανδρος θα ομολογήσει ότι, ως συνέπεια της κάπως μονομερούς προσήλωσής τους στις σπουδές τους, «η φύσις της ενασχολήσεώς μας δεν μας εσυγχώρησε μέχρι τούδε ν’ αναγνώσωμεν πολύ εις το μέγα βιβλίον του κόσμου».8Αρχείο Κ83α, αρ. 243.
Αλλά και ο Πανταλέων είχε παραπονεθεί, σε άλλη περίσταση, ότι η προσδοκία του πατέρα τους να γνωρίσουν στη διάρκεια των σπουδών τους «και τον κόσμον και τους ανθρώπους» ήταν μη ρεαλιστική, καθώς παραγνώριζε το γεγονός ότι η μελέτη της νομικής απαιτούσε την αφοσίωση όλων τους των δυνάμεων.9Αρχείο Κ83α, αρ. 225.
Επανάσταση
Αν η παραμονή στο εξωτερικό ήταν πρωτίστως μια συλλογή εμπειριών με σκοπό την εξοικείωση με τον κόσμο και τους ανθρώπους, θα πρέπει ασφαλώς να γίνει μια ειδική αναφορά στο περισσότερο επιδραστικό βίωμα των δύο αδελφών στη διάρκεια των σπουδών τους στη Γερμανία: την επανάσταση του 1848 στο Βερολίνο. Η παραμονή τους στην πρωσική πρωτεύουσα τούς επέτρεψε να σχηματίσουν μια άμεση εικόνα για τα συμβάντα των ετών 1848–1849, εμπειρία που δεν είχαν οι περισσότεροι Έλληνες της εποχής, αφού, όπως έχει ορθά επισημανθεί, οι επαναστάσεις του 1848, που συγκλόνισαν το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου, δεν είχαν το αντίστοιχό τους στην Ελλάδα.10Βλ. την κριτική στις αντίθετες εκτιμήσεις της παλαιότερης βιβλιογραφίας στο Σκοπετέα, 1987.
Πριν από το 1848 η πολιτική κατάσταση στην Πρωσία ήταν εντελώς απούσα από την αλληλογραφία, με εξαίρεση ελάχιστα πολύ σύντομα σχόλια, προερχόμενα ως επί το πλείστον από τον Πανταλέοντα. Φαίνεται πως τόσο ο Αλέξανδρος όσο και ο Πανταλέων είχαν πλήρη αδυναμία να αναγνώσουν τις κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στο εσωτερικό των γερμανικών κρατών τα τελευταία χρόνια πριν από την επανάσταση. Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα ανέφερε ο πρώτος στις 11 Νοεμβρίου 1845:
«Εις την τελευταίαν σας, πάτερ μου, επαναλαμβάνετε ότι και άλλοτε γράψατε απαγορεύοντές μας του να λαμβάνωμεν μέρος εις τα εσωτερικά ξένου κράτους. αυτό εις παν άλλο μέρος του κόσμου ευρισκομένους ήθελεν μας είσθαι σωτήριον, εκτός όμως εις την Γερμανίαν όπου τα πάντα ως προς τούτο ηρεμούν, διότι οι μεν πεπαιδευμένοι μελετούν κλεισμένοι εις τα δωμάτιά των, οι έμποροι εις τα γραφεία των και οι λοιποί καθεξής ο δε Βασιλεύς διοικεί με τους υπουργούς του, και ούτω διάγουν τον καιρόν των ούτε ενοχλούντες ούτε ενοχλούμενοι εν ησυχία ως αρνάκια.»11Αρχείο Κ83α, αρ. 185.
Πέραν της έλλειψης οποιουδήποτε πολιτικού αισθητηρίου, αξιοσημείωτης ίσως, αν ληφθεί υπόψη ότι αφορούσε έναν φοιτητή που είχε εκδηλώσει την πρόθεση να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και να ασχοληθεί μετά τις σπουδές του με την πολιτική, το απόσπασμα έχει ενδιαφέρον γιατί αποκαλύπτει ότι είχαν ρητή οδηγία από τον πατέρα τους να απέχουν από τα πολιτικά. Από αυτήν την άποψη δεν αποκλείεται η απουσία πολιτικού σχολιασμού στην αλληλογραφία να υπηρετούσε και τη σκοπιμότητα επίδειξης σεβασμού στην εντολή της κεφαλής της οικογένειας.
Μετά την έκρηξη της επανάστασης, αρχικά στη Γαλλία και κατόπιν στη Γερμανία, ωστόσο, το περιεχόμενο της επιστολογραφίας των δύο αδελφών αλλάζει άρδην και αποκτά έντονα πολιτικό περιεχόμενο. Οι λεπτομερείς αφηγήσεις των συμβάντων εναλλάσσονται με ενθουσιώδεις αποστροφές που δείχνουν ότι ο Αλέξανδρος και ο Πανταλέων είχαν εγκολπωθεί πλήρως τη φιλελεύθερη ιδεολογία ή τουλάχιστον τη συνθηματολογία των επαναστατών. Για παράδειγμα, στις 8 Μαρτίου 1848 ο Αλέξανδρος υποστήριξε ότι η επανάσταση ήταν μια πάλη ανάμεσα στις σύγχρονες ιδέες και τις ιδέες του Μεσαίωνα, ανάμεσα στην απαίτηση της λαϊκής κυριαρχίας και τον υπό κατάρρευση απολυταρχισμό, ανάμεσα στην ελευθερία και τις κοινωνικές διακρίσεις:
«Αι ιδέαι του μεσαίωνος περιέτρεξον πλέον τους κύκλους των! αι κυβερνήσεις πρέπει να ενδώσωσιν εις τας αρχάς και ανάγκας των λαών των, πρέπει να παραχωρήσωσι μεγάλα πολιτικά δικαιώματα εις αυτούς, και τα πράγματα είναι εις τοσούτον αφιγμένα ώστε δεν επιτρέπουσιν αναβολάς, αι ιδέαι της εποχής μας πρέπει να λάβωσιν αμετακλήτως το κύρος των! Όλα τα κατά τους τελευταίους χρόνους παρουσιασθέντα φαινόμενα επί του πολιτικού ορίζοντος, δεν είναι ειμή δείγματα της αυτοσυνειδήσεως των λαών, ζητούντων, την κατάλυσιν της ήδη περιττής κατασταθείσης και επομένως αλόγου επιτροπείας των τυράννων, και την ανύψωσιν αυτών εις την εξουσίαν. αυτή είναι η θετική βάσις της φαινομένης αρνητικής τάσεως, ήτις κυριεύει τους χρόνους μας από της πρώτης μεγάλης πολιτικής μεταβολής των Γάλλων! έκτοτε εκλονίσθη σφόδρα ο απολυτισμός εις τα θεμέλιά του, και ήδη το αποτρόπαιον οικοδόμημά του υπό χρόνου καταρρέει! μετ’ αυτού εξαλείφονται και αι κτηνώδεις διαιρέσεις των ανθρώπων εις ευγενείς και αγενείς, εις δεσπότας και δούλους· η ελευθερία αναγνωρίζουσα εις έκαστον την αξίαν του ανθρώπου, τον προσκαλεί εις εξάσκησιν των αναφαιρέτων δικαιωμάτων του!»12Αρχείο Κ83α, αρ. 237.
Φαίνεται πως οι δύο αδελφοί είχαν και κάποια προσωπική συμμετοχή στα γεγονότα του Μαρτίου του 1848, καθώς από μια αποστροφή σε επιστολή με ημερομηνία 22 Μαρτίου προκύπτει ότι είχαν λάβει μέρος στη μεγάλη διαδήλωση της 18ης Μαρτίου ενώπιον των ανακτόρων, η οποία ύστερα από παρέμβαση του στρατού εξελίχθηκε σε ανοιχτή εξέγερση έναντι της μοναρχίας, ενώ η ζωντάνια των περιγραφών των μαχών στα οδοφράγματα του Βερολίνου αμέσως μετά δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι προέρχεται από αυτόπτες μάρτυρες.13Αρχείο Κ83α, αρ. 222/268.
Από παραθέματα όπως το παραπάνω καθίσταται σαφές ότι τον Αλέξανδρο και τον Πανταλέοντα τους συγκινούσαν κυρίως οι φιλελεύθερες και όχι οι εθνικιστικές διεκδικήσεις της επανάστασης του 1848, ο δε φιλελευθερισμός εδώ ταυτιζόταν κατά βάση με την παραχώρηση συντάγματος και την καθιέρωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.
Ενώ ο αγώνας των Γερμανών για την κατάλυση του απολυταρχικού καθεστώτος εμφανώς τους συναρπάζει, οι σύντομες αναφορές στις επιστολές τους στο ζήτημα της γερμανικής ενοποίησης περιορίζονται απλώς στο να καταγράψουν τη μαζική αποδοχή του αιτήματος στην Πρωσία, ίσως επειδή το σύνθημα της ενοποίησης είχε ενστερνιστεί εξαρχής και ο πρώσος βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄. Η πρόσληψη αυτή της επανάστασης είναι αξιοσημείωτη αν παραβληθεί με τον αντίκτυπο των γεγονότων της άνοιξης του 1848 ανάμεσα στους συνομήλικους των δύο αδελφών στην Ελλάδα: Όπως έχει εύστοχα διαπιστωθεί αναφορικά με τους φοιτητές του Οθώνειου Πανεπιστημίου, εκείνο «που φαίνεται να συγκίνησε περισσότερο τη φοιτητική νεολαία δεν ήταν τα κοινωνικά αλλά τα εθνικά αιτήματα των κινημάτων του 1848», καθώς οι λαϊκές εξεγέρσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο εκλήφθηκαν ως προάγγελος της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης.14Λάππας, 2004, 489–491. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος και ο Πανταλέων, που βίωναν την επανάσταση άμεσα, δεν την προσέγγιζαν από την πλευρά του νοήματος που είχε ή, ακριβέστερα, ήταν δυνατό να έχει για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, αλλά την ερμήνευαν στο πλαίσιο εντός του οποίου είχε συντελεστεί, ως σημείο τομής στην πολιτική και κοινωνική ιστορία της Ευρώπης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στις επίμονες φήμες που διαδόθηκαν στο Βερολίνο την άνοιξη του 1848 για την οργάνωση κινημάτων ελλήνων ενόπλων στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, η μόνη αντίδραση των δύο φοιτητών ήταν απλώς να σχολιάσουν, στις 19 Απριλίου, ότι η συγκυρία ήταν ευνοϊκή για τέτοιες εξεγέρσεις.15Αρχείο Κ83α, αρ. 234.
Εντούτοις, η αρχική αισιοδοξία και ο ενθουσιασμός, που βασίζονταν όπως είδαμε στην ανάγνωση της επανάστασης ως έργο του «αδιαφοροποίητου» λαού ενάντια στη βασιλική απολυταρχία, έδωσαν τη θέση τους στον προβληματισμό και την αποστασιοποίηση των δύο αδελφών, όσο γινόταν αντιληπτό ότι οι επαναστάτες δεν αποτελούσαν μια ενιαία συμπαγή μάζα με κοινές επιδιώξεις έναντι του παλαιού καθεστώτος, αλλά μια θνησιγενή συμμαχία ανάμεσα σε πολιτικές ομάδες και κοινωνικές τάξεις με πολύ διακριτές αντιλήψεις, συμφέροντα και στόχους. Στο Βερολίνο, όπως και σε άλλες πόλεις, το κύριο βάρος της εξέγερσης είχαν σηκώσει οι φτωχοί εργαζόμενοι, από τις τάξεις των οποίων προερχόταν και η μεγάλη πλειονότητα από τα 303 θύματα των οδομαχιών του Μαρτίου, ενώ η πολιτική ηγεσία της επανάστασης προερχόταν από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα και τους διανοούμενους, τους οπαδούς ενός μετριοπαθούς φιλελευθερισμού σε κοινοβουλευτική βάση.16Siemann, 1998, ιδίως 64–65, 72 κ.ε.. Hobsbawm, 2003, 34 κ.ε. Το φοιτητικό σώμα στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, διασπασμένο ανάμεσα σε μετριοπαθείς και ριζοσπάστες, δεν είχε επίσης γενικά ενιαία στάση έναντι στην επανάσταση, ούτε διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν.17vom Bruch, 1998, 146–148.
Έτσι, στις 11 Ιουλίου ο Πανταλέων άσκησε κριτική στη ρευστότητα των κομματικών σχηματισμών στην πρωσική εθνοσυνέλευση και τη συνακόλουθη κυβερνητική αστάθεια, που θεωρούσε συνέπειες της πολιτικής ανωριμότητας των Γερμανών.18Αρχείο Κ83α, αρ. 231. Η προφανώς απλουστευτική και κάπως υπεροπτική αυτή διαπίστωση φαντάζει μάλλον ειρωνική για όποιον είναι εξοικειωμένος με τις ανάλογες κρίσεις που σταθερά διατύπωναν για την ελληνική πολιτική σκηνή του 19ου αιώνα ξένοι παρατηρητές· ενδεχομένως εδραζόταν σε μια υπόρρητη σύγκριση της κατάστασης στο Βερολίνο με την ευκολία με την οποία επιβλήθηκε η επανάσταση του 1843 στην Αθήνα και στο ίδιο το status του έλληνα φοιτητή ως πολίτη ενός εδώ και λίγα χρόνια συνταγματικού κράτους, κατάκτηση που στην Πρωσία της εποχής ήταν ακόμη ζητούμενο. Μολονότι οι δύο αδελφοί παρέμειναν υποστηρικτές μέχρι τέλους της επανάστασης, οι πολύμηνες πολιτικές διεργασίες τούς προκαλούσαν, από ένα σημείο και μετά, κόπωση και ενίσχυαν το αίσθημα της απόσυρσης στη μελέτη των μαθημάτων τους:
«όσον ευάρεστον, διότι ωφέλιμον, και αν ήναι να ζη τις εν τω μέσω τόσον γοργής ιστορικής αναπτύξεως ενός έθνους, και να ήναι αυτόπτης τόσον καταπληκτικών γεγονότων και των αμέσων συνεπειών των, καταντά δυσάρεστον εις την θέσιν μας, διότι μας ενοχλεί εις την συνέχειαν της μελέτης μας. Από της επαναστάσεως του Μαρτίου υπάρχει η πόλις μας θέατρον θορυβοδών σκηνών· οι διαπληκτισμοί των αρτιγενών κομμάτων, αι αιματηραί συμπλοκαί της πολιτοφυλακής κατά της εργατικής τάξεως, και τόσα άλλα, κατήντησαν πλέον τόσον συνήθη, ώστε δεν προξενούν πλέον μεγάλην εντύπωσιν.»19Αρχείο Κ83α, αρ. 224.
Έκφραση αυτής της στάσης αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, και η αραίωση των πληροφοριών για την πολιτική επικαιρότητα στις επιστολές μετά το καλοκαίρι του 1848.
Μολαταύτα, όσο η επανάσταση στη Γερμανία βάδιζε προς την τελική της ήττα, οι επιστολές καταδεικνύουν την όξυνση της πολιτικής αντίληψης του Αλέξανδρου, ο οποίος στις 21 Ιουνίου 1849 επεσήμανε:
«ο αναβρασμός είναι μέγας και η δυσαρέσκεια γενική εις όλας τας κλάσεις της κοινωνίας αν και εκ διαφόρων ως επί το πολύ αντιθέτων αιτιών. ότι διατηρεί την παρούσαν κυβέρνησιν εδώ ως και εις την Γαλλίαν είναι ο φόβος τον οποίον εμπνέει η κοινοκτημοσύνη εις τους φιλησύχους πολίτας, οίτινες αν και διορώντες κάλλιστα τους καταχθονίους σκοπούς των Κυβερνήσεων, μ’ όλα ταύτα θεωρούντες αυτάς συγχρόνως ως την μόνην άγκυραν σωτηρίας εις την καταιγίδα την οποίαν οι φανητιασμένοι οπαδοί της κοινοκτημοσύνης πάσχουν να επαγάγωσι, εργάζονται όλαις δυνάμεσι προς υποστήριξίν των.»20Αρχείο Κ83α, αρ. 252.
Όπως είναι γνωστό, παντού στην Ευρώπη οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι που βρέθηκαν στην εξουσία το 1848, τρομαγμένοι από το φάσμα της κοινωνικής εξέγερσης των κατώτερων τάξεων, αποτραβήχθηκαν βαθμιαία από την επαναστατική υπόθεση ή προσχώρησαν τελικά στους υποστηρικτές των παλαιών καθεστώτων.21Hobsbawm, 2003, 34 κ.ε. Η διεισδυτικότητα των παρατηρήσεων του Αλέξανδρου σχετικά με τις διαφορετικές πηγές της κοινωνικής δυσαρέσκειας, τη συντηρητική μεταστροφή των αστικών στρωμάτων λόγω του φόβου τους από τις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης και την επαναστατική ρητορεία της κομμουνιστικής αριστεράς, καθώς και τη σημασία της μεταστροφής αυτής για την τελική επικράτηση των αντιδραστικών δυνάμεων, είναι αρκετά ενδεικτική της εξέλιξης της πολιτικής του σκέψης στη διάρκεια της φοίτησής του στη Γερμανία.
Προς μια πολιτική αντίληψη του δικαίου
Την ίδια στροφή μπορεί να επισημάνει κανείς και σε άλλες εκδηλώσεις της σκέψης του. Όπως είναι γνωστό, το πλαίσιο λειτουργίας του Πανεπιστημίου προέβλεπε, για την απονομή του διπλώματος του διδάκτορα, την υποβολή από μέρους των υποψηφίων, πριν από την εξέτασή τους, μιας διδακτορικής διατριβής γραμμένης στα λατινικά και την έγκρισή της από τη σχολή. Ο Πανταλέων, ο οποίος είχε ειδικευθεί στο αστικό δίκαιο, υπέβαλε διατριβή με αντικείμενο ορισμένες ρυθμίσεις του ρωμαϊκού δικαίου περί κληρονομικής διαδοχής.22P. Contostavlos, 1849. Εκείνη του Αλέξανδρου, ο οποίος από την αρχή των σπουδών του είχε εκδηλώσει το έντονο ενδιαφέρον του για την πολιτική επιστήμη και το δημόσιο δίκαιο, εξέταζε το δικαίωμα ενός κράτους να απελαύνει ξένους από την επικράτειά του23A. Contostavlos, 1849. και εντασσόταν, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση που χρησιμοποιούσε ο ίδιος, στα πεδία του «δικαίου των εθνών», δηλαδή του δημοσίου διεθνούς δικαίου, και του εσωτερικού δημοσίου δικαίου.24Αρχείο Κ83α, αρ. 223. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή είναι ότι, κατά την ομολογία του Αλέξανδρου, είχε συλλάβει τη διατριβή του ως ένα είδος αναίρεσης της επιχειρηματολογίας που είχε αναπτύξει για το ίδιο ζήτημα ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης (1832–1842) της Πρωσίας Karl Albert von Kamptz, «στηριζόμενος εις τας αρχάς του απολυτισμού και του τιμαριωτικού Συστήματος του Μεσαίωνος», λίγα χρόνια πριν.25Αρχείο Κ83α, αρ. 250. Μολονότι δεν είναι απόλυτα σαφές σε ποιο ακριβώς κείμενο αναφέρεται, μάλλον υπαινίσσεται μια μικρή μελέτη που εκδόθηκε ανώνυμα από τον Kamptz το 1845, με σκοπό να υποστηρίξει, με επιχειρηματολογία από το διεθνές δίκαιο, την αμφισβητηθείσα νομιμότητα της απέλασης, την ίδια χρονιά, των φιλελεύθερων μελών του κοινοβουλίου της Βάδης Johann Adam von Itzstein και Friedrich Hecker από το έδαφος της Πρωσίας για πολιτικούς λόγους.26Ανώνυμος, 1845.
Η πολιτική διάσταση στη διατριβή προφανώς δεν τονίζεται, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την παραγωγή των διατριβών των υποψηφίων διδακτόρων κατά την εποχή αυτή: Ο Αλέξανδρος δεν παραπέμπει σε κανένα σημείο στο κείμενο του Kamptz, ούτε αναφέρεται άμεσα στην πολύκροτη απέλαση των Itzstein και Hecker, που προκάλεσε αίσθηση σε ολόκληρο το γερμανόφωνο χώρο το 1845. Αν όμως η υπόθεσή μας είναι σωστή, και μόνο η προγραμματική του πρόθεση να χρησιμοποιήσει τη διατριβή ως όχημα για να παρέμβει σε μια δημόσια συζήτηση, κατεξοχήν πολιτικού χαρακτήρα, που διεξήχθη λίγα χρόνια πριν, προκειμένου να αμφισβητήσει, από μια φιλελεύθερη σκοπιά, τις θέσεις μιας εμβληματικής μορφής του πρωσικού συντηρητισμού της εποχής όπως ο Kamptz, έχει ιδιαίτερη σημασία. Η επιλογή του θέματος ήταν άλλωστε επίκαιρη λόγω του γεγονότος ότι ο Hecker είχε αναδειχθεί το 1848 σε ηγέτη της επανάστασης στη Βάδη.27Βλ. πρόχειρα Siemann, 1998, 68–71.
Η άρνηση του διαχωρισμού της νομικής επιστήμης από την πολιτική ιδεολογία που υποδήλωνε η πολιτική στοχοθεσία της διατριβής του Αλέξανδρου εκφράζεται και σε άλλη μια περίσταση, την ίδια περίπου εποχή, όταν υποστήριξε την κατωτερότητα του γερμανικού δημοσίου δικαίου (στο οποίο όπως αναφέρθηκε ουσιαστικά εξειδικευόταν) σε σχέση με το αντίστοιχο αγγλικό και γαλλικό –κριτική που υπογράμμιζε τη σημασία της επίδρασης της μορφής της πολιτικής οργάνωσης επί του δικαίου και ουσιαστικά αφορούσε την καθυστέρηση στην εισαγωγή συνταγματικών θεσμών στα γερμανικά κράτη.28Αρχείο Κ83α, αρ. 230. Τόσο η έμφαση στην επίδραση της μορφής της πολιτικής οργάνωσης επί του δικαίου όσο και η φιλελεύθερη στράτευση της διατριβής του αντικατοπτρίζουν ασφαλώς την αυξημένη ευαισθητοποίηση του Αλέξανδρου γύρω από τα πολιτικά ζητήματα στα 1848–1849, ως αποτέλεσμα των εμπειριών της επανάστασης, εξαιτίας της οποίας, όπως έχει γραφτεί, «το καθετί απέκτησε μια πολιτική διάσταση».29Siemann, 1998, 172. Ταυτόχρονα όμως μπορούν να θεωρηθούν και ως προϊόν της πολιτικής δράσης, κατά την ίδια περίοδο, αρκετών καθηγητών της Νομικής Σχολής, τόσο στο Βερολίνο όσο και στη Χαϊδελβέργη, κατά κανόνα όχι στο πλευρό των επαναστατών.
Ο πολιτικός και ο έμπορος
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Αλέξανδρος Α. Κοντόσταυλος σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικαστικός και κατόπιν ως ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, διατελώντας κατά σειρά εισαγγελέας πρωτοδικών Αθηνών, τμηματάρχης του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαιδεύσεως και γενικός γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Μετά την επανάσταση του 1862 πολιτεύθηκε διαδεχόμενος τον πατέρα του και αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους έλληνες πολιτικούς κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα: Εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής και έγινε υπουργός Δικαιοσύνης (1870–1871, 1883– 1885) και Εξωτερικών (1875–1877, 1883–1885, 1893), ενώ ενδιάμεσα υπηρέτησε και στο επίζηλο αξίωμα του πρεσβευτή στο Λονδίνο. Η ενασχόλησή του με την πολιτική ήταν, όπως αναφέρθηκε, αποτέλεσμα προσωπικής του επιλογής από νεαρή ηλικία και προϊόν προσεκτικού οικογενειακού σχεδιασμού, ήδη από την περίοδο των σπουδών του. Η υψηλού επιπέδου εκπαίδευσή του στο Βερολίνο, τη Χαϊδελβέργη και το Παρίσι ευνόησε προφανώς τον αρχικό διορισμό του και την ταχύτατη εξέλιξή του στον δικαστικό κλάδο ή την τοποθέτησή του στη θέση του υφηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε το μάθημα του Δικαίου των Εθνών το ακαδημαϊκό έτος 1855–1856,30Κιμουρτζής, 2001, παράρτημα, 167. αλλά οι σπουδές του λειτούργησαν κυρίως ως εφόδιο στην προετοιμαζόμενη από χρόνια σταδιοδρομία στον πολιτικό στίβο.
Για τον λόγο αυτό, η σημαντικότερη διάσταση της μακράς παραμονής του στο εξωτερικό δεν ήταν η ακαδημαϊκή του μόρφωση ή το συμβολικό γόητρο του πτυχίου που απέκτησε,31Διάσταση στην οποία συνήθως επιμένει η ελληνική βιβλιογραφία. Για ένα πρόσφατο παράδειγμα, βλ. Κυπριανός, 2016. αλλά η συσσώρευση χρήσιμων εμπειριών, όπως η εξοικείωσή του με διαφορετικά ευρωπαϊκά κράτη και η είσοδός του στους κύκλους των ανώτερων στρωμάτων· αντίθετα, είναι χαρακτηριστικό ότι η προτεραιότητα που έδωσε ο ίδιος και ο αδελφός του στις σπουδές τους κρίθηκε ως επιλογή αναγκαία μεν, αλλά με αρνητικές τελικά συνέπειες. Η σημαντικότερη όμως από τις εμπειρίες αυτές υπήρξε αναμφίβολα ένα μη προσχεδιασμένο βίωμα, η επανάσταση του 1848 στο Βερολίνο, που συνετέλεσε καθοριστικά στην ωρίμανση της πολιτικής του σκέψης. Το γεγονός άλλωστε ότι οι σπουδές στη Γερμανία ήταν ενταγμένες σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό για την κατάληψη, από μέρους των δύο αδελφών, μιας θέσης στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας του νέου κράτους δεν σημαίνει ότι ήταν δυνατό η πορεία αυτή να προδιαγραφεί μετά βεβαιότητας ή να λειτουργήσει μονοσήμαντα. Αυτό καταδεικνύεται στην περίπτωση του Πανταλέοντος Κοντόσταυλου, ο οποίος ύστερα από τις πολυετείς εξαιρετικές νομικές σπουδές σε τρία από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια της εποχής και την απόκτηση του διδακτορικού του διπλώματος, ασχολήθηκε τελικά με το εμπόριο, εγκατεστημένος ήδη από τη δεκαετία του 1850 μόνιμα στην Αγγλία. Δεν μας είναι γνωστές οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η επιλογή της συγκεκριμένης σταδιοδρομίας, που ασφαλώς υποδηλώνει μια γενικότερη αναπροσαρμογή του προσωπικού και οικογενειακού προγραμματισμού. Το παράδειγμα όμως αυτό, όσο και αν δεν ήταν πολύ συνηθισμένο, υπογραμμίζει την ανάγκη να επανεξετάσουμε κριτικά, μέσα από την επισήμανση και ανάδειξη αποκλινουσών προσωπικών διαδρομών, το νόημα των σπουδών στο εξωτερικό για τους Έλληνες του 19ου αιώνα.