«Αδέκαστη δικαιοσύνη, αδέκαστοι μάρτυρες»: Έλληνες υπερασπιστές στη δίκη του Μαξ Μέρτεν

  • Δημοσιεύτηκε 28.03.23

Η ιστορία της σύλληψης του Μαξ Μέρτεν στην Ελλάδα το 1957 και η παραπομπή του σε δίκη για εγκλήματα πολέμου αποτέλεσε ένα από τα πιο προβεβλημένα θέματα, τόσο της εγχώριας, όσο και της διεθνούς επικαιρότητας. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, αίσθηση προκάλεσε η στάση ορισμένων μαρτύρων υπεράσπισης, οι οποίοι με τα λεγόμενά τους προξένησαν τον εκνευρισμό και τη θυμηδία των θυμάτων και των συγγενών τους, όσο και των δικαστών. Τι συνέβη τελικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση και τι ακριβώς νοηματοδοτούσε για τις μεταπολεμικές ελληνογερμανικές σχέσεις; Ποια ήταν η σχέση αυτών των μαρτύρων με τον Μέρτεν; Πίστευαν πραγματικά στην αθωότητά του; Ποιος ήταν ο ρόλος τους στα χρόνια της Κατοχής και ποιοι ήταν οι πραγματικοί λόγοι που τους οδήγησαν να καταθέσουν υπέρ του στην πολύκροτη αυτή υπόθεση;

Περιεχόμενα

    Εισαγωγή

    Σήμερα το πρωί στις 9 οδηγείται στην αίθουσα του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο Γερμανός «δήμιος της Θεσσαλονίκης» Μαξ Μέρτεν, του οποίου η δίκη αρχίζει ενώπιον του ειδικού Στρατοδικείου Εγκληματιών Πολέμου. Ο άλλοτε ταγματάρχης της χιτλερικής Βέρμαχτ, παντοδύναμος «βασιλεύς της Θεσσαλονίκης» και αργότερα ανώτατος υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης της Δυτικής Γερμανίας, θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου εν μέσω δύο ανδρών της ΕΣΑ και θα αντιμετωπίση, ενώ ο Βασιλικός Επίτροπος θα απαγγέλλη το φοβερό κατηγορητήριο, τα «φλας» των φωτορεπόρτερς, τους κινηματογραφικούς προβολείς, τους προβολείς της τηλεοράσεως και τα βλέμματα πολλών από τα επιζήσαντα θύματα του. […] Την δίκη θα παρακολουθήσουν, εκτός από το πλήθος των ανταποκριτών και απεσταλμένων του ξένου τύπου και των μεγάλων διεθνών πρακτορείων, εκπρόσωποι Ισραηλιτικών οργανώσεων του εξωτερικού, πιθανώς δε και ειδικός απεσταλμένος της κυβερνήσεως του Ισραήλ, καθώς και διπλωμάται της Δυτικής Γερμανίας και άλλων χωρών. Έως χθες το απόγευμα εξακολουθούσαν να καταφθάνουν στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη τα μέλη της εκεί Ισραηλίτικης κοινότητος, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι κυριότεροι αυτόπται μάρτυρες της κατηγορίας, που θα εξεταστούν κατά την δίκη. […] Παρά το γεγονός ότι διετέθη η μεγαλύτερη δικαστηριακή αίθουσα των Αθηνών, ο χώρος δεν θα επαρκέση για την παρακολούθησιν της δίκης από τον μεγάλο αριθμό ακροατών, δεδομένου ότι ήδη ο αριθμός των αμέσως ενδιαφερομένων συγγενών των θυμάτων του Μέρτεν, καθώς και των δημοσιογράφων είναι μεγάλος. Εν τούτοις, προβλέπεται μεγάλη κοσμοσυρροή στον χώρο των δικαστηρίων, ιδίως κατά την ώρα της προσαγωγής του Μέρτεν, ο οποίος θα συνοδεύεται από ισχυρή δύναμιν χωροφυλάκων. Η αστυνομία θα λάβη έκτακτα μέτρα για το ενδεχόμενο απειλητικών εκδηλώσεων του πλήθους εναντίον του Γερμανού εγκληματίου πολέμου. Η είσοδος στην αίθουσα του δικαστηρίου δεν θα επιτρέπεται παρά μόνον στους έχοντας εφοδιασθή με έγγραφη άδεια εισόδου υπό του προέδρου του ειδικού στρατοδικείου […]. (Αυγή, 11 Φεβρουαρίου 1959, 1)

    Με άρθρα σαν το παραπάνω το ελληνικό αναγνωστικό κοινό πληροφορούταν στις 11 Φεβρουαρίου 1959 την έναρξη μιας από τις πιο πολυσυζητημένες δίκες που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου, της δίκης του Μαξ Μέρτεν, η οποία διεξήχθη σε έντονα φορτισμένο κλίμα και, πέρα από τη νομική, απέκτησε και τεράστια πολιτική διάσταση με πολύ μεγάλη σημασία για τις μεταπολεμικές ελληνογερμανικές διπλωματικές σχέσεις. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να εστιάσει στο ζήτημα των υπερασπιστών του Μέρτεν, ώστε μέσα από την προσωπογράφηση και την προσωπική διαδρομή του καθενός να αναδειχθούν οι πραγματικοί λόγοι και τα κίνητρα τα οποία οδήγησαν αυτούς τους ανθρώπους να προσέλθουν στο δικαστήριο και να καταθέσουν υπέρ του. Η έρευνα βασίζεται σε αρχειακό υλικό, στον Τύπο της εποχής, καθώς και σε δευτερογενείς πηγές.

    Ιστορικό πλαίσιο

    Την άνοιξη του 1957 ο δικηγόρος Μαξιμίλιαν (Μαξ) Μέρτεν ταξίδεψε στην Ελλάδα για οικονομικές δραστηριότητες, καθώς και για να παραστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης σε μία δίκη αστικού χαρακτήρα που αφορούσε τον παλιό του φίλο και συνεργάτη Άρθουρ Μάισνερ. Ο Μέρτεν δεν ταξίδευε στην Ελλάδα για πρώτη φορά και, όπως αποδείχθηκε, το όνομά του δεν ήταν και τόσο άγνωστο, κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος γνώριζε αρκετά καλά την περιοχή, όπου στα χρόνια της Κατοχής είχε υπηρετήσει ως στέλεχος των ναζί και προϊστάμενος στη γερμανική στρατιωτική διοίκηση Θεσσαλονίκης – Αιγαίου. Ήταν αρμόδιος για την κατάσχεση των εβραϊκών περιουσιών και την γκετοποίηση του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, επίσης, την άνοιξη του 1943, σε συνεργασία με τους απεσταλμένους του Άντολφ Άιχμαν, και στελέχη των SS, Άλοϊς Μπρούννερ και Ντίτερ Βισλιτσένυ, προετοίμασε τον εκτοπισμό των ελλήνων Εβραίων στα γερμανικά στρατόπεδα θανάτου, στο πλαίσιο της «Τελικής Λύσης» του εβραϊκού ζητήματος (Σπηλιώτη, 2003, 319 · Βισλιτσένυ, 1947, 2 · Larsen, 1960, 4). Η λήξη του πολέμου βρήκε τον Μέρτεν στη Γερμανία, όπου συνελήφθη από τους Αμερικανούς, οι οποίοι ακολούθως επιδίωξαν την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές, προκειμένου να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου. Ωστόσο ο στρατιωτικός ακόλουθος στο Βερολίνο και στη συνέχεια πρέσβης της Ελλάδας στη Βόννη Ανδρέας Υψηλάντης πρότεινε στις αμερικανικές αρχές την απελευθέρωση του Μέρτεν, τονίζοντας την «άμεμπτη διαγωγή» και τις «ανεκτίμητες υπηρεσίες» που ο κρατούμενος είχε προσφέρει στην Ελλάδα στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής (Σπηλιώτη, 2003, 320). Με το ποινικό του μητρώο καθαρό και χωρίς να του έχει ασκηθεί καμία απολύτως δίωξη, παρά το γεγονός ότι το όνομά του βρισκόταν στη λίστα των καταζητούμενων της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Εγκλήματα Πολέμου, το άλλοτε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας, συνέχισε να ζει μια φυσιολογική ζωή, εργαζόμενος ως νομικός, συμμετέχοντας ακόμη και στη γερμανική πολιτική ως συνιδρυτής του Πανγερμανικού Λαϊκού Κόμματος, αναλαμβάνοντας σημαντικά αξιώματα στη διοίκηση του κρατικού μηχανισμού της Δυτικής Γερμανίας, όπως τη θέση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης.

    Ο Μέρτεν δεν ήταν η μοναδική περίπτωση στην οποία ένας πρώην εθνικοσοσιαλιστής εγκληματίας παρέμενε εκτός φυλακής, αναρριχώμενος ως τα ανώτατα κλιμάκια της μεταπολεμικής δυτικογερμανικής διοίκησης. Η διατήρηση πρώην ναζί σε θέσεις-κλειδιά του «επανιδρυθέντος» κράτους δεν ήταν λύση ανάγκης, αλλά πολιτική επιλογή των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων Άντεναουερ που, με την αιτιολογία της συνέχειας του κράτους και της ανόρθωση της χώρας, θεώρησαν επιβεβλημένη τη λήθη για τα αδικήματα αυτών των ανθρώπων και την αμνήστευσή τους, προς χάριν της οικονομικής ανάπτυξης και της λειτουργίας της Δυτικής Γερμανίας στον ψυχροπολεμικό κόσμο, ως ανάχωμα στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας και, κατ’ επέκταση, στη Σοβιετική Ένωση (Χατζηιωσήφ, 2017, 20-21). Για τους παραπάνω λόγους η δυτικογερμανική ηγεσία, ανέλαβε να «θάψει» το μαύρο παρελθόν και να περιορίσει τις διώξεις σε όσους ήταν υπεύθυνοι για εγκλήματα πολέμου, ακόμα και αν αυτοί κατηγορούνταν από τη δικαιοσύνη άλλων χωρών (Králová, 2013). Η γερμανική διπλωματία, μέσω παρεμβάσεών της στις ελληνικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1950, απαιτούσε μια ταχεία διευθέτηση των υποθέσεων για όσους Γερμανούς κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα και την αναστολή όλων των διώξεων, προς χάρη της αναθέρμανσης της παλιάς ελληνογερμανικής φιλίας, κάτι που οι έλληνες πολιτικοί, απ’ ό,τι φάνηκε, δεν δίστασαν να αποδεχθούν, προσβλέποντας σε πιθανά οικονομικά οφέλη. Ουσιαστικά η Βόννη επιζητούσε μια πολιτική λύση πάνω στο ζήτημα και το αθόρυβο κλείσιμο όλων των υποθέσεων (Σπηλιώτη, 2003, 320-323). Συνέπεια αυτών των πολιτικών επιλογών υπήρξε και η θέσπιση σχετικού νόμου στην Ελλάδα το 1952, όπου μια ειδική διάταξη έδινε το δικαίωμα στους υπουργούς Δικαιοσύνης και Εξωτερικών, έπειτα από την έγκριση του υπουργικού συμβουλίου, να παραπέμπουν την εκδίκαση υποθέσεων εγκλημάτων πολέμου στα δικαστήρια του κράτους του οποίου πολίτης ήταν κατηγορούμενος, σε περιπτώσεις που θα μπορούσαν να διαταραχθούν οι διεθνείς σχέσεις της χώρας (Χεκίμογλου, 2011, 390). Κάπως έτσι η γερμανική δικαιοσύνη αδράνησε στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της απέναντι στην ελληνική, αφήνοντας τις υποθέσεις που είχε κλειστές, ενώ στην Ελλάδα η δίωξη των εγκληματιών πολέμου ατόνησε (Κωνσταντινάκου, 2015). Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε ως τον ερχομό του Μαξ Μέρτεν στην Ελλάδα την άνοιξη του 1957, τη σύλληψή του από τον επικεφαλής της Ελληνικής Υπηρεσίας Εγκλημάτων Πολέμου εισαγγελέα Ανδρέα Τούση και την παραπομπή του σε δίκη, που προκάλεσε τόσο το εγχώριο όσο και το διεθνές ενδιαφέρον.

    Η επιστροφή του Μέρτεν στην Ελλάδα, τον Μάιο του 1957, αποδείχθηκε αρκετά δυσάρεστη για τον ίδιο καθώς φαίνεται να εξεπλάγη από τη σύλληψή του με την κατηγορία της διάπραξης εγκλημάτων πολέμου (Mazower, 2000, 221). Άλλωστε με τον ερχομό του στην ελληνική πρωτεύουσα είχε επισκεφθεί το νομικό τμήμα της πρεσβείας της Δυτικής Γερμανίας, όπου τον διαβεβαίωσαν πως η παρουσία του στη χώρα δεν θα είχε αρνητικές συνέπειες για εκείνον. Έχοντας λάβει τις εγγυήσεις που ζητούσε και αισθανόμενος σιγουριά, εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου προκειμένου να καταθέσει στη δίκη τού πρώην διερμηνέα και φίλου του Άρθουρ Μάισνερ (Σπηλιώτη, 2003, 323).1Ο Άρθουρ Μάισνερ ζούσε στην Αθήνα πριν από την έναρξη του πολέμου και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε στενός συνεργάτης του Μέρτεν. Μετά την ήττα της Γερμανίας αποχώρησε από τη χώρα και η περιουσία του δημεύτηκε. Το όνομά του συμπεριλαμβανόταν επίσης στους καταλόγους των καταζητούμενων για εγκλήματα πολέμου. Ωστόσο την άνοιξη του 1955 επέστρεψε στην Ελλάδα χωρίς προβλήματα και προσέφυγε στη δικαιοσύνη προκειμένου να του επιστραφεί η περιουσία του. Η εκδίκαση της υπόθεσης ορίστηκε για τον Απρίλιο του 1957 και ο Μέρτεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των μαρτύρων (Králová, 2013, 220). Μετά την κατάθεσή του, ο Μέρτεν συνελήφθη από τον εισαγγελέα Ανδρέα Τούση και στη συνέχεια προφυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ (Ελευθερία, 19 Μαΐου 1957, 7), μέχρι τη δίκη του στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου, στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 (Μακεδονία, 11 Φεβρουαρίου 1959, 1). Πρόεδρος του δικαστηρίου ορίστηκε ο αντιστράτηγος του δικαστικού σώματος Ιωάννης Κοκορέτσας, ο οποίος από την πρώτη στιγμή έσπευσε να αποκλείσει τους πολιτικούς ενάγοντες, με σκοπό να αποφευχθεί η περαιτέρω πολιτικοποίηση της υπόθεσης.2Τα υπόλοιπα μέλη του στρατοδικείου αποτελούσαν οι εφέτες Λάσκαρης Στιβαρός και Αριστείδης Πρωτονοτάριος και οι συνταγματάρχες Γεώργιος Κουμανάκος και Χρήστος Παπαηλίου. Στη θέση του βασιλικού επιτρόπου ορίστηκε ο συνταγματάρχης  Ιωάννης Βασιλάκης και στη θέση του γραμματέα ο ταγματάρχης Γεράσιμος Κουταβάς (Αυγή, 10 Φεβρουαρίου 1959,1).

    Η δίκη διεξήχθη δημόσια στην αίθουσα του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών βάσει των διατάξεων Α.Ν. 79/45, 998/45 και 105/46.3Ιστορικό Αρχείο Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης [ΙΑΕΜΘ], Αρχείο Στρατοδικείου Αθηνών, Πρακτικά Δίκης Μέρτεν, 1. Η νομοθεσία αυτή ήταν βασισμένη σε διεθνείς συμβάσεις που επικυρώθηκαν από την Ελλάδα το 1945 και προέβλεπαν τη σύσταση ειδικών στρατοδικείων που θα εκδίκαζαν τα εγκλήματα πολέμου και θα λειτουργούσαν με βάση τον στρατιωτικό ποινικό κώδικα (Χεκίμογλου, 2011, 382). Ο Μέρτεν κατηγορούνταν για τα ακόλουθα ποινικά αδικήματα:

    1. Δολοφονίες 680 Ελλήνων πολιτών, 2. Εγκάθειρξη πολιτών χωρίς αποχρώντα λόγο στρατιωτικής ασφάλειας και υπό απάνθρωπες συνθήκες, 3. Δήμευση και αφαίρεση περιουσιών και χρηματικών πόρων με δόλια μέσα και δια της βίας, 4. Φόνοι Ισραηλιτών, 5. Λεηλασία καταστημάτων Εβραίων εμπόρων, 6. Λεηλασία της οικίας του στρατηγού Αργυρόπουλου, 7. Συστηματική τρομοκρατία και βασανισμοί 9.000 Ισραηλιτών στις 11 Ιουλίου 1942 στην πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη, 8. Εξαναγκασμός πολιτών σε καταναγκαστικά έργα σχετιζόμενα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του εχθρού, 9. Εσκεμμένη εγκατάλειψη πολιτών σε θάνατο από ασιτία, 10. Αφαίρεση περιουσιών Εβραίων της Θεσσαλονίκης με δόλια μέσα, 11. Καταστροφή ιστορικών και θρησκευτικών μνημείων (εβραϊκό νεκροταφείο Θεσσαλονίκης), 12. Συστηματική τρομοκρατία 5.600 Ελλήνων Εβραίων, 13. Εγκάθειρξη πολιτών, άνευ αποχρώντος λόγου στρατιωτικής ασφάλειας και υπό απάνθρωπες συνθήκες και δόλια αφαίρεση ιδιωτικής περιουσίας των συγκεντρωθέντων Εβραίων στο στρατόπεδο Χιρς, 14. Δολοφονίες Ισραηλιτών στο στρατόπεδο Χιρς, 15. Εκτοπισμός 46.051 Ισραηλιτών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Πολωνία, 16. Δολοφονίες των εκτοπισμένων στην Πολωνία Ισραηλιτών.4ΙΑΕΜΘ, Αρχείο Στρατοδικείου Αθηνών, Πρακτικά Δίκης Μέρτεν, 1.

    Την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης και τον Οργανισμό Περιθάλψεως Ισραηλιτών Ελλάδος κλήθηκαν να εκπροσωπήσουν ο πρόεδρος της «Δημοκρατικής Ένωσης» και δικηγόρος Ηλίας Τσιριμώκος σε συνεργασία με τους δικηγόρους Γεράσιμο Βασιλάτο και Ιωάννη Λαδά. H υπεράσπιση του Μέρτεν οργανώθηκε από τη νομική υπηρεσία του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, που καθοδηγούσε το νομικό τμήμα της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, και τους συνηγόρους υπεράσπισης Ιωάννη Ματσούκα και Ιωάννη Παπακυριαζόπουλο. Οι τελευταίοι βρίσκονταν σε συνεχή επικοινωνία με τον γερμανό καθηγητή από την πόλη του Αμβούργου Κουρτ Βάλτερς, ο οποίος διέθετε μεγάλη εμπειρία σε ανάλογες υποθέσεις και παρευρισκόταν στην αίθουσα ως σύμβουλος των δύο ελλήνων νομικών (Αυγή, 10 Φεβρουαρίου 1959, 1,5).

    Έλληνες υπερασπιστές στη δίκη του Μαξ Μέρτεν

    Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου και ολοκληρώθηκε στις 5 Μαρτίου 1959 με την καταδίκη του Μέρτεν σε ποινή φυλάκισης 25 ετών (Αυγή, 6 Μαρτίου 1959, χ.α.). Από τους 69 μάρτυρες που εξετάστηκαν αρχικά στη δίκη, οι 64 ήταν έλληνες πολίτες εκ των οποίων οι 19 εβραϊκού και οι 45 χριστιανικού θρησκεύματος (Χεκίμογλου, 2011, 395). Στον κατάλογο των αλλοδαπών μαρτύρων συμπεριλαμβάνονταν ο πρώην εκπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στη Θεσσαλονίκη Ρενέ Μπούρκχαρτ, ο πρώην ιταλός πρόξενος Θεσσαλονίκης Τζουζέπε Καστρούτσιο και οι πρώην αξιωματικοί του γερμανικού στρατού Τέοντορ Παρίζιους και Γκέρχαρντ Ένγκελ, οι οποίοι και κατέθεσαν υπέρ του Μέρτεν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης η αίθουσα ήταν κατάμεστη από εβραίους και χριστιανούς, θύματα ή συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι συνεχώς τον αποδοκίμαζαν (Λιναρδάτος, 2009, 129). Οι δεκάδες καταθέσεις των μαρτύρων αποτέλεσαν στην πλειοψηφία τους καταπέλτη για τον Μέρτεν και τον ρόλο που διαδραμάτισε στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Παρόλα αυτά, στη δίκη παρέλασαν και μάρτυρες οι οποίοι έσπευσαν να τείνουν χείρα βοηθείας στον κατηγορούμενο, οι περισσότεροι εκ των οποίων στη διάρκεια της Κατοχής είχαν βρεθεί σε υπεύθυνες θέσεις της ελληνικής δωσιλογικής διοίκησης, ή είχαν υπηρετήσει, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, τις κατοχικές αρχές.

    Μία απ’ τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν ο υποστράτηγος εν αποστρατεία Αθανάσιος Χρυσοχόου. Ο Χρυσοχόου αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση μάρτυρα καθώς στην εν λόγω δίκη, ενώ προσήλθε ως μάρτυρας κατηγορίας, λειτούργησε ως μάρτυρας υπεράσπισης, κάτι που προκάλεσε την αγανάκτηση και τον χλευασμό σε βάρος του από όσους βρίσκονταν εντός της δικαστικής αίθουσας (Ελευθερία, 18 Φεβρουαρίου 1959, 3). Στην κατάθεσή του στις 17 Φεβρουαρίου 1959, ο Χρυσοχόου περιέπεσε σε αντιφάσεις ενώ χαρακτήρισε τον Μάισνερ «κύριο» και τον Μέρτεν «καλό άνθρωπο και αξιωματικό που όλοι σε αυτόν προσέτρεχαν όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα», σε ερώτηση δε που του έγινε για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου ο Χρυσοχόου απάντησε κυνικά: «Ήτο γενικόν αίτημα των χριστιανών της Θεσσαλονίκης να φύγει από το κέντρο της πόλεως το νεκροταφείον, πράγμα το οποίον έκανε ο Μέρτεν δια εμάς. Η καταστροφή του νεκροταφείου εορτάσθη ως μέγα ευεργέτημα». Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου ρώτησε εάν ο Μέρτεν ή ο Κρένσκυ παραχωρούσε δια συμβολαίων τα καταστήματα των Εβραίων και αν ενεργούσε μόνος του ή κατόπιν διαταγών, ο Χρυσοχόου απάντησε με διάφορες υπεκφυγές, ενώ στις επίμονες ερωτήσεις για εκτελέσεις αμάχων δήλωσε «ποτέ δεν υπήρχε από κανέναν γνώμη στη Θεσσαλονίκη ότι ο Μέρτεν έκανε εκτελέσεις, αυτές τις έκανε η γερμανική αστυνομία» (Αυγή, 18 Φεβρουαρίου 1959, 1,4 · Μακεδονία, 18 Φεβρουαρίου 1959, 1). Ενώ, σε ερώτηση του προέδρου εάν «Έκαμον καλά καμμία φορά ο Μέρτεν όταν προσήρχοντο εις αυτόν Ελληνικαί αρχαί ή άτομα;», ο Χρυσοχόου απάντησε αφοπλιστικά «Ηκούσθησαν πολλά, ότι πολλοί εσώθησαν, και πολλοί τον εξύμνουν γιατί τους έδωσεν Εβραϊκά καταστήματα».5ΙΑΕΜΘ, Αρχείο Στρατοδικείου Αθηνών, Πρακτικά Δίκης Μέρτεν, 221.

    Ο Χρυσοχόου, κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, είχε υπηρετήσει ως επικεφαλής του επιτελείου της Γ΄ Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, όπου συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Τσολάκογλου. Όταν ο τελευταίος συνθηκολόγησε με τους Γερμανούς και σχημάτισε την πρώτη δωσιλογική κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1941, διόρισε τον Χρυσοχόου γενικό επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας, ενώ στη συνέχεια προήχθη σε γενικό διοικητή Μακεδονίας, θέσεις από τις οποίες συνεργάστηκε με τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις ερχόμενος σε επαφή με τη γερμανική στρατιωτική ηγεσία της Θεσσαλονίκης, και φυσικά με τον Μέρτεν. Ο Χρυσοχόου, ως γενικός διευθυντής Νομαρχιών Μακεδονίας, απέστειλε διαβήματα προς τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση ισχυριζόμενος ότι οι Εβραίοι δεν υποχρεώνονταν, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού, να καταβάλλουν εισφορές σε είδος και να συμμετέχουν σε καταναγκαστικές εργασίες. Συνέπεια των παραπάνω ενεργειών ήταν η άμεση διαταγή τού στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης – Αιγαίου για τη διενέργεια επίσημης απογραφής των ικανών προς εργασία αρρένων Εβραίων της πόλης ηλικίας 18-45 ετών (Fleischer, 1995, 303-304). Οι 9.000 Εβραίοι αυτών των ηλικιών στις 11 Ιουλίου 1942 συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου κάτω από απάνθρωπες συνθήκες και τον καλοκαιρινό καύσωνα υποβλήθηκαν σε «καψόνια», βασανιστήρια και άλλους εξευτελισμούς προς διασκέδαση των ελλήνων δωσίλογων και των Γερμανών (Στρούμσα, 1997, 33-34).

    Η ήττα της Γερμανίας και η απελευθέρωση βρήκαν τον Χρυσοχόου αιχμάλωτο των ανταρτών του ΕΛΑΣ, καθώς από τον Οκτώβριο του 1944 είχε μεταφερθεί από τη Θεσσαλονίκη στην Άψαλο Σκύδρας. Το Λαϊκό Δικαστήριο του επέβαλε την ποινή του θανάτου, η οποία όμως δεν εκτελέστηκε ποτέ, κατόπιν βρετανικής παρέμβασης, και ύστερα από τη Συμφωνία της Βάρκιζας αφέθηκε ελεύθερος. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, και συγκεκριμένα το 1948, κατάφερε να απαλλαχτεί με βούλευμα από την κατηγορία του δωσιλογισμού. Υπήρξε, επίσης, μάρτυρας υπεράσπισης σε πολλές δίκες δωσίλογων, ακόμα δεν παρέλειψε να δραστηριοποιηθεί μέσω του ραδιοφώνου στην αντικομμουνιστική προπαγάνδα και στον αγώνα υπέρ της εθνικοφροσύνης.6Τάσος Κωστόπουλος, «Ολίγον δωσίλογος;», Εφημερίδα των Συντακτών, 18 Μαρτίου 2018. Βλ. επίσης, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης [ΚΙΘ], 2018, «Υπηρεσιακό σημείωμα του υπαλλήλου Π.Ε. Ιστορικού Θεοδόση Τσιρώνη με θέμα: Συμπληρωματικά στοιχεία για τον Στρατηγό Αθανάσιο Χρυσοχόου», Θεσσαλονίκη 14 Μαρτίου 2018.

    Αμέσως μετά την αποστράτευσή του, ανέλαβε αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, ενώ στις εκλογές του 1958 κατήλθε υποψήφιος βουλευτής Θεσσαλονίκης με το κόμμα της «Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης» (ΕΡΕ). Από το 1949 έως και το 1962 τυπώθηκαν σε πέντε τόμους από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών οι εκθέσεις που συνέτασσε για τις κυβερνήσεις Αθηνών και Καΐρου, υπό τον τίτλο Η Κατοχή Εν Μακεδονία7Βλ. σχετικά, <i>Η</i> <i>Κατοχή Εν Μακεδονία</i>: «Η Δράσις του ΚΚΕ», τόμ. Α΄, «Η Δράσις της Βουλγαρικής Προπαγάνδας» τόμ. Β΄, «Η Δράσις της Ιταλορουμανικής Προπαγάνδας», τόμ. Γ΄, «Οι Βούλγαροι εν Ανατολική Μακεδονία και Θράκη», τόμ. Δ΄, τεύχ. Α΄ (1941-1942) και τεύχ. Β΄(1943-1944), «Οι Γερμανοί εν Μακεδονία 1941-1944», τόμ. Ε΄«στα πλαίσια της διαφώτισης του ελληνικού λαού επί της πραγματικής δράσεως του κομμουνισμού κατά την περίοδο της κατοχής», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά στον πρόλογο του πρώτου τόμου, ο επίσης μάρτυρας υπεράσπισης του Μέρτεν, πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, πρώην πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και άλλοτε συνεργάτης του Χρυσοχόου, Στίλπων Κυριακίδης.8Αθανάσιος Χρυσοχόου, Κατοχή Εν Μακεδονία: «Η Δράσις του ΚΚΕ», τόμ. Α΄, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1949, 5. Ο Κυριακίδης στην κατάθεσή του στη δίκη του Μέρτενανέφερε πως δεν γνώριζε «[…] ουδεμίαν κακήν πράξην του κατηγορουμένου […]» στη Θεσσαλονίκη, ενώ έφθασε το σημείο να δηλώσει πως «[…] αι εντυπώσεις μου εκ των επαφών μου με τον Merten είναι μάλλον αγαθαί […]» (ΙΑΕΜΘ, Αρχείο Στρατοδικείου Αθηνών, Πρακτικά Δίκης Μέρτεν, 94).

    Ωστόσο, ο τελευταίος τόμος, υπό τον τίτλο «Οι Γερμανοί εν Μακεδονία 1941-1944», προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των παλιών του φίλων, οι οποίοι εντέλει πέτυχαν την «πολτοποίησή» του (Κωστόπουλος, 2018, χ.α.).

    Ανάλογη στάση με τον Χρυσοχόου στη δίκη Μέρτεν  ήταν και αυτή του Ιωάννη Σταθάκη, ο οποίος από μάρτυρας κατηγορίας μετεβλήθη σε μάρτυρα υπεράσπισης.9ΚΙΘ, 1959, Αρχείο Ιωάννη Σταθάκη, φάκ. 8, υποφ 6: «Κλήσις Μαξιμιλιανού Μέρτεν, προς τον μάρτυρα Ιωάννην Σταθάκην», Αθήνα 26 Ιανουαρίου 1959. Ο δικηγόρος και πρώην βουλευτής Θεσσαλονίκης ήταν ένας από αυτούς που έσπευσαν να υπερασπιστούν τον κατηγορούμενο για εγκλήματα πολέμου, με τον οποίο γνωρίζονταν από τα χρόνια της Κατοχής. Ο Μέρτεν είχε, επίσης, παραστεί και στον πολυτελέστατο, για τα δεδομένα της εποχής, γάμο της κόρης του Σταθάκη με τον επιχειρηματία και μετέπειτα καταδικασθέντα για δωσιλογισμό Νικόλαο Καμπάνη.10ΚΙΘ, 1945, Αρχείο Ιωάννη Σταθάκη, φάκ. 12, υποφ 4: «Αίτησις αποφυλακίσεως του Νικολάου Καμπάνη, προφυλακισμένου εν ταις ενταύθα φυλακαίς του στρατοπέδου Παύλου Μελά. Προς τον κον Ειδικόν Επίτροπον των δοσιλόγων» Θεσσαλονίκη 5 Ιουνίου 1945. Στην κατάθεσή του ο Σταθάκης δεν έχασε την ευκαιρία να επαινέσει τον χαρακτήρα του Μέρτεν, καθώς και τη στάση που κράτησε απέναντι στον γηγενή πληθυσμό της πόλης αναφέροντας πως «Εγώ εις Θεσσαλονίκην μόνον επαίνους άκουσα δια τον Μέρτεν και κανένα παράπονο», στη συνέχεια δεν παρέλειψε να τονίσει πως χωρίς αμφιβολία «ο Μέρτεν ήτο διαφορετικός από τους άλλους Γερμανούς διότι εφρόντιζε πολύ δια τον πληθυσμόν και εβοήθει προθύμως όλους όσους του εζήτουν την βοήθειαν του […] φρόντιζε πάντα δια την κατά το δυνατόν ειρηνικήν και ήρεμον διαβίωσιν του πληθυσμού», ωστόσο δήλωσε παντελή άγνοια σχετικά με τις κατηγορίες με τις οποίες βαρύνονταν ο κατηγορούμενος.11ΙΑΕΜΘ, Αρχείο Στρατοδικείου Αθηνών, Πρακτικά Δίκης Μέρτεν, 144.

    Ο Σταθάκης δεν διέφερε σε τίποτα από τους υπόλοιπους υπερασπιστές του Μέρτεν, καθώς ο βίος του στα κατοχικά χρόνια ήταν πάνω κάτω ο ίδιος. Εντούτοις, ο έμπειρος δικηγόρος κατάφερε με πολύ μεγάλη μαεστρία να αποφύγει τις κατηγορίες της συνεργασίας με τον εχθρό12Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας [ΙΑΜ], 1946, Αρχείο Ιωάννη Σταθάκη, «Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Κλήσις προς απολογίαν του δικηγόρου Ιωάννη Σταθάκη», Θεσσαλονίκη 25 Ιουλίου, 1946. και του παράνομου πλουτισμού13ΙΑΜ, 1947, Αρχείο Ιωάννη Σταθάκη, «Υπόμνημα Ιωάννου Ευστ. Σταθάκη, δικηγόρου κατοίκου Θεσσαλονίκης, Προς τον κ. Ανακριτήν Α΄ Τμήματος παρά τω Ειδικώ Δικαστηρίω δοσιλόγων», Θεσσαλονίκη 28 Ιουνίου, 1947. και στη μεταπολεμική περίοδο αναδείχθηκε σε κορυφαίο υπερασπιστή των δωσίλογων, αναλαμβάνοντας πολλές από τις υποθέσεις τους, κυρίως δε αυτές που αφορούσαν τον οικονομικό δωσιλογισμό (Παπαδημητρίου, 1995, 472, 474). Κατάφερε, έτσι, να αποδείξει με τον πιο έμπρακτο τρόπο στους επώνυμους πελάτες του πως με τους κατάλληλους χειρισμούς και τις απαραίτητες διασυνδέσεις τόσο με ανθρώπους της δικαιοσύνης, όσο και με πολιτικούς παράγοντες, το αμάρτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή μπορούσε να «παραγραφεί» με αντάλλαγμα το κέρδος και στο όνομα του αντικομμουνιστικού αγώνα, του πατριωτισμού και της εθνικοφροσύνης (Δορδανάς, 2011, 177-180). Οι ισχυρές γνωριμίες που διατηρούσε, καθώς και η ευελιξία του, είχαν καταστήσει τον Σταθάκη απαραίτητο στους επιχειρηματικούς κύκλους της Βορείου Ελλάδος μεταπολεμικά, καθώς υπήρξε νομικός σύμβουλος πολλών ελληνικών, αλλά και ξένων εταιρειών, ενώ και ο ίδιος δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά σε συνεργασία με τον καταδικασθέντα για δωσιλογισμό δικηγόρο Μιχαήλ Βέλλο. Οι δύο άνδρες, ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1950, είχαν αναλάβει την εμπορία γερμανικών αυτοκινήτων, καθώς και την εκμετάλλευση μεταλλείων (ό.π., 181), διατηρούσαν ακόμη ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τη γερμανική βιομηχανία «Friedrich Krupp AG», προκειμένου η τελευταία να συμμετάσχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας τους για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων ορυκτού πλούτου στη Βόρεια Ελλάδα.14ΚΙΘ, 1952, Αρχείο Ιωάννη Σταθάκη, φάκ. 12, υποφ 3: Friedrich Krupp AG, Hauptverwaltung, Erzbergbau, An Herrn Rechtsanwalt, Johann Stathakis, Venizelou Str. 19, Thessaloniki, Essen 4 Juli 1952.

    Με ανάλογο με τον Σταθάκη τρόπο στη δίκη, κινήθηκε και ο Ηλίας Δούρος, πρώην υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών και άλλοτε διευθυντής της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ), ο οποίος, μετά την Κατοχή, είχε κατηγορηθεί για συνεργασία με τις γερμανικές αρχές, για κατάδοση πολιτών στους κατακτητές και για παράνομο πλουτισμό. Ωστόσο, παρά τις κατηγορίες που τον βάρυναν, το Δικαστικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο του 1948 τον απάλλαξε με βούλευμα και η υπόθεση τέθηκε οριστικά στο αρχείο.15Βλ. σχετικά URL: http://www.thessaloniki-jewishassets.gr [ανάκτηση: 13.07.2022]. Ο Δούρος είχε αναλάβει χρέη διευθυντή της ΥΔΙΠ το 1943 κατόπιν παρεμβάσεως του επίσης μάρτυρα υπεράσπισης του Μέρτεν και πρώην γενικού διοικητή Μακεδονίας Βασίλειου Σιμωνίδη (Δορδανάς, 2011, 335).16Ο Σιμωνίδης κατά τη διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου υπήρξε ενεργό μέλος της «Ένωσης Ελλήνων Φασιστών» (ΕΕΦ). Η ΕΕΦ κινούταν στον αντιβενιζελικό χώρο και ηγέτες της υπήρξαν, αρχικά, ο σταυλάρχης των βασιλικών ανακτόρων Θεόδωρος Υψηλάντης και στη συνέχεια ο δημοσιογράφος Πέτρος Γιάνναρος, πρβ.  Χονδροματίδης, 2013, 25. Οι δύο άνδρες γνώριζαν αρκετά καλά τον κατηγορούμενο με τον οποίο και είχαν συνεργαστεί στην Κατοχή. Στην κατάθεσή του ο Δούρος επαίνεσε τον Μέρτεν δηλώνοντας:

    ο Μέρτεν ήτο Γερμανός αξιοπρεπής ο οποίος εμίσει τους Βούλγαρους και ισχυρίζετο ότι ήτο φιλλέλην […] Εγώ προσωπικώς αποκλείω, σας το λέγω και πάλιν, κ. πρόεδρε ότι ο Μέρτεν ήτο ένας κοινός ληστής ως επιχείρουν να τον εμφανίσουν. Ο άνθρωπος αυτός είχε ανώτερα αισθήματα και εφρόντισε για πολλά πράγματα στη Θεσσαλονίκη […].

    Σε ερώτηση του προέδρου του δικαστηρίου για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου, ο Δούρος, προκειμένου να δικαιολογήσει τη συγκεκριμένη πράξη, δήλωσε προκλητικά πως «[…] το νεκροταφείο έπρεπε να φύγει από εκεί πέρα, διότι είχε μεταβληθεί εις τόπον ερωτικών οργίων» (Μακεδονία, 18 Φεβρουαρίου 1959, 5). Ενδεικτική ήταν, τέλος, και η κατάθεση του πρώην αστυνομικού διευθυντή Θεσσαλονίκης, την περίοδο της Κατοχής, Γεωργίου Μαντούβαλου, ο οποίος δήλωνε άγνοια για όλα σχεδόν τα αδικήματα που κατηγορούνταν ο Μέρτεν, προκαλώντας τον εκνευρισμό του βασιλικού επιτρόπου, αφού απαντούσε συνεχώς με «ίσως», «πρέπει» και «δεν ξέρω». Εντέλει, πάντως, όπως και οι προηγούμενοι μάρτυρες, υπερασπίστηκε τον κατηγορούμενο, επισημαίνοντας πως «έδειχνε κατανόηση για την διάσωση των μελλοθανάτων και γενικά έκανε ό,τι μπορούσε» (Κούκουνας, 2019, 261). Εκτός από τις καταθέσεις των παραπάνω μαρτύρων στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν οι καταθέσεις όλων των μαρτύρων υπεράσπισης, καθώς και οι ένορκες καταθέσεις όσων δεν παρέστησαν στη δίκη και συμπεριλαμβάνονταν στη δικογραφία της υπόθεσης, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των χριστιανών, είτε δήλωνε άγνοια σχετικά με τη συμμετοχή του Μέρτεν στα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνταν, είτε είχε να πει έναν καλό λόγο για εκείνον.

    Συμπεράσματα

    Στις 5 Μαρτίου 1959 ολοκληρώθηκε η πολύκροτη δίκη του Μέρτεν με το δικαστήριο να του επιβάλει την ποινή της 25ετούς καθείρξεως (Αυγή, 6 Μαρτίου 1959, χ.α.). Όπως επισημαίνει και η Σούζαν Σπηλιώτη η τιμωρία του στόχευε να κατευνάσει την κοινή γνώμη, επιδεικνύοντας τη θέληση της κυβέρνησης και του κράτους να τιμωρήσει αυστηρά τους εγκληματίες πολέμου. Ωστόσο, τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Γερμανίας καθόρισαν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η υπόθεση και γενικότερα το ζήτημα των εγκλημάτων πολέμου στις μεταπολεμικές ελληνογερμανικές σχέσεις (Σπηλιώτη, 2003, 325-326). Έπειτα από ένα σύντομο διάστημα στις ελληνικές φυλακές, ο Μέρτεν οδηγήθηκε στο Μόναχο στις 5 Νοεμβρίου 1959, στη Γερμανία παρέμεινε φυλακισμένος για έντεκα ημέρες και στη συνέχεια απελευθερώθηκε, με τον ίδιο να περνά στην αντεπίθεση, εκτοξεύοντας κατηγορίες σε βάρος πολιτικών προσώπων στην Ελλάδα και τη Γερμανία για συνεργασία με τους ναζί, καθώς και για αθέμιτο πλουτισμό από τις εβραϊκές περιουσίες (Králová, 2013, 239-241). Η εξέλιξη της υπόθεσης Μέρτεν, μάλλον, πρέπει να χαροποίησε ιδιαίτερα όλους εκείνους που στάθηκαν στο πλευρό του κατά τη διάρκεια της δίκης του, καθώς όλοι οι υπερασπιστές του επιτέλεσαν το καθήκον τους κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τον άλλοτε συνεργάτη τους, αποδεικνύοντας με τον πιο εύγλωττο τρόπο πως όσα χρόνια και αν πέρασαν δεν είχαν ξεχάσει το παρελθόν, ώστε να δείξουν αδιαφορία και αχαριστία απέναντι σε έναν παλιό φίλο και ευεργέτη. Θα ήταν, λοιπόν, εξαιρετικά ενδιαφέρον, πλην των αναφερομένων, να παρακολουθήσει κανείς τις προσωπικές διαδρομές όλων των μαρτύρων που έσπευσαν να υπερασπιστούν τον Μέρτεν, ώστε να διερευνηθεί η ευκολία με την οποία τα άτομα αυτά, έχοντας γνώση της κατάστασης, επέδειξαν ιδιαίτερη απάθεια απέναντι στον πόνο των συμπολιτών τους, επιδιώκοντας με τις καταθέσεις τους είτε να «θολώσουν τα νερά», είτε μέσω μιας πιθανής αθώωσης να διαγράψουν και τη δική τους σκοτεινή πλευρά από την ιστορία.

    Σημειώσεις

    • 1
      Ο Άρθουρ Μάισνερ ζούσε στην Αθήνα πριν από την έναρξη του πολέμου και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε στενός συνεργάτης του Μέρτεν. Μετά την ήττα της Γερμανίας αποχώρησε από τη χώρα και η περιουσία του δημεύτηκε. Το όνομά του συμπεριλαμβανόταν επίσης στους καταλόγους των καταζητούμενων για εγκλήματα πολέμου. Ωστόσο την άνοιξη του 1955 επέστρεψε στην Ελλάδα χωρίς προβλήματα και προσέφυγε στη δικαιοσύνη προκειμένου να του επιστραφεί η περιουσία του. Η εκδίκαση της υπόθεσης ορίστηκε για τον Απρίλιο του 1957 και ο Μέρτεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των μαρτύρων (Králová, 2013, 220).
    • 2
      Τα υπόλοιπα μέλη του στρατοδικείου αποτελούσαν οι εφέτες Λάσκαρης Στιβαρός και Αριστείδης Πρωτονοτάριος και οι συνταγματάρχες Γεώργιος Κουμανάκος και Χρήστος Παπαηλίου. Στη θέση του βασιλικού επιτρόπου ορίστηκε ο συνταγματάρχης  Ιωάννης Βασιλάκης και στη θέση του γραμματέα ο ταγματάρχης Γεράσιμος Κουταβάς (Αυγή, 10 Φεβρουαρίου 1959,1).
    • 3
      Ιστορικό Αρχείο Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης [ΙΑΕΜΘ], Αρχείο Στρατοδικείου Αθηνών, Πρακτικά Δίκης Μέρτεν, 1.
    • 4
      ΙΑΕΜΘ, Αρχείο Στρατοδικείου Αθηνών, Πρακτικά Δίκης Μέρτεν, 1.
    • 5
      ΙΑΕΜΘ, Αρχείο Στρατοδικείου Αθηνών, Πρακτικά Δίκης Μέρτεν, 221.
    • 6
      Τάσος Κωστόπουλος, «Ολίγον δωσίλογος;», Εφημερίδα των Συντακτών, 18 Μαρτίου 2018. Βλ. επίσης, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης [ΚΙΘ], 2018, «Υπηρεσιακό σημείωμα του υπαλλήλου Π.Ε. Ιστορικού Θεοδόση Τσιρώνη με θέμα: Συμπληρωματικά στοιχεία για τον Στρατηγό Αθανάσιο Χρυσοχόου», Θεσσαλονίκη 14 Μαρτίου 2018.
    • 7
      Βλ. σχετικά, <i>Η</i> <i>Κατοχή Εν Μακεδονία</i>: «Η Δράσις του ΚΚΕ», τόμ. Α΄, «Η Δράσις της Βουλγαρικής Προπαγάνδας» τόμ. Β΄, «Η Δράσις της Ιταλορουμανικής Προπαγάνδας», τόμ. Γ΄, «Οι Βούλγαροι εν Ανατολική Μακεδονία και Θράκη», τόμ. Δ΄, τεύχ. Α΄ (1941-1942) και τεύχ. Β΄(1943-1944), «Οι Γερμανοί εν Μακεδονία 1941-1944», τόμ. Ε΄
    • 8
      Αθανάσιος Χρυσοχόου, Κατοχή Εν Μακεδονία: «Η Δράσις του ΚΚΕ», τόμ. Α΄, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1949, 5. Ο Κυριακίδης στην κατάθεσή του στη δίκη του Μέρτενανέφερε πως δεν γνώριζε «[…] ουδεμίαν κακήν πράξην του κατηγορουμένου […]» στη Θεσσαλονίκη, ενώ έφθασε το σημείο να δηλώσει πως «[…] αι εντυπώσεις μου εκ των επαφών μου με τον Merten είναι μάλλον αγαθαί […]» (ΙΑΕΜΘ, Αρχείο Στρατοδικείου Αθηνών, Πρακτικά Δίκης Μέρτεν, 94).
    • 9
      ΚΙΘ, 1959, Αρχείο Ιωάννη Σταθάκη, φάκ. 8, υποφ 6: «Κλήσις Μαξιμιλιανού Μέρτεν, προς τον μάρτυρα Ιωάννην Σταθάκην», Αθήνα 26 Ιανουαρίου 1959.
    • 10
      ΚΙΘ, 1945, Αρχείο Ιωάννη Σταθάκη, φάκ. 12, υποφ 4: «Αίτησις αποφυλακίσεως του Νικολάου Καμπάνη, προφυλακισμένου εν ταις ενταύθα φυλακαίς του στρατοπέδου Παύλου Μελά. Προς τον κον Ειδικόν Επίτροπον των δοσιλόγων» Θεσσαλονίκη 5 Ιουνίου 1945.
    • 11
      ΙΑΕΜΘ, Αρχείο Στρατοδικείου Αθηνών, Πρακτικά Δίκης Μέρτεν, 144.
    • 12
      Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας [ΙΑΜ], 1946, Αρχείο Ιωάννη Σταθάκη, «Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Κλήσις προς απολογίαν του δικηγόρου Ιωάννη Σταθάκη», Θεσσαλονίκη 25 Ιουλίου, 1946.
    • 13
      ΙΑΜ, 1947, Αρχείο Ιωάννη Σταθάκη, «Υπόμνημα Ιωάννου Ευστ. Σταθάκη, δικηγόρου κατοίκου Θεσσαλονίκης, Προς τον κ. Ανακριτήν Α΄ Τμήματος παρά τω Ειδικώ Δικαστηρίω δοσιλόγων», Θεσσαλονίκη 28 Ιουνίου, 1947.
    • 14
      ΚΙΘ, 1952, Αρχείο Ιωάννη Σταθάκη, φάκ. 12, υποφ 3: Friedrich Krupp AG, Hauptverwaltung, Erzbergbau, An Herrn Rechtsanwalt, Johann Stathakis, Venizelou Str. 19, Thessaloniki, Essen 4 Juli 1952.
    • 15
      Βλ. σχετικά URL: http://www.thessaloniki-jewishassets.gr [ανάκτηση: 13.07.2022].
    • 16
      Ο Σιμωνίδης κατά τη διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου υπήρξε ενεργό μέλος της «Ένωσης Ελλήνων Φασιστών» (ΕΕΦ). Η ΕΕΦ κινούταν στον αντιβενιζελικό χώρο και ηγέτες της υπήρξαν, αρχικά, ο σταυλάρχης των βασιλικών ανακτόρων Θεόδωρος Υψηλάντης και στη συνέχεια ο δημοσιογράφος Πέτρος Γιάνναρος, πρβ.  Χονδροματίδης, 2013, 25.

    Βιβλιογραφία

    Οπτικό υλικό

    Παραπομπή

    Αθανάσιος Δ. Γκανούλης: ««Αδέκαστη δικαιοσύνη, αδέκαστοι μάρτυρες»: Έλληνες υπερασπιστές στη δίκη του Μαξ Μέρτεν», στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 28.03.23, URI : https://comdeg.eu/essay/113380/.