Η γερμανική πολιτική συμφιλίωσης 2014-2019 και ο ρόλος των ελληνικών μαρτυρικών κοινοτήτων

  • Δημοσιεύτηκε 02.03.22

Το 2014, η επίσκεψη του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Joachim Gauck στην Ελλάδα σηματοδότησε και την απαρχή της γερμανικής πολιτικής συμφιλίωσης. Με αφορμή το γεγονός αυτό ανακύπτουν τα εξής ζητήματα: Πώς διαμορφώνεται η σύγχρονη γερμανική πολιτική συμφιλίωσης έναντι της Ελλάδας; Τι συνέβαινε πριν το 2014; Ποιες είναι οι προεκτάσεις αυτής της πολιτικής σε πραγματικό επίπεδο; Ποιες ευκαιρίες προσφέρουν και τι όρια έχουν οι συμβολικές χειρονομίες; Ποιος είναι ο ρόλος των ελληνικών μαρτυρικών κοινοτήτων και τι στάση τηρούν έως τώρα;

Περιεχόμενα

    Ζητήματα και αναλυτικό πλαίσιο

    Με φόντο την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, η επίσκεψη του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Joachim Gauck, στην Ελλάδα το Μάρτιο του 2014 συνιστά ένα σημείο καμπής. Συνοδευόμενος από τον έλληνα ομόλογό του, Κάρολο Παπούλια, ο Joachim Gauck εκφώνησε λόγο μπροστά στο μνημείο των Λιγκιάδων της Ηπείρου. Οι Λιγκιάδες είναι ένα μικρό χωριό μόλις δέκα λεπτά μακριά από την πόλη των Ιωαννίνων. Το 1943, στρατιώτες της Βέρμαχτ, στα πλαίσια  λεγόμενων αντιποίνων, κατέστρεψαν το χωριό εκτελώντας όσους κατοίκους βρίσκονταν εκεί, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους. Κατά την περίοδο της κατοχής, παρόμοια γεγονότα καταστροφών και εκτελέσεων συνέβησαν σε περισσότερους από χίλιους τόπους σε όλη την Ελλάδα (Doxiadis, 1946). Από το 1997 (Βουλή των Ελλήνων, 1997) οι τόποι αυτοί χαρακτηρίζονται μέσα από μια διαδικασία αναγνώρισης ως «μαρτυρικοί»,1Η λέξη «μαρτυρικός» έχει και θρησκευτικές συνδηλώσεις, οι οποίες παρότι εν προκειμένω δεν παίζουν κάποιο ρόλο, παρ’ όλ’ αυτά είναι σημαντικές σε ένα συμβολικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, το μαρτύριο και τα βάσανα των κατοίκων έπρεπε να καταστεί δυνατό να εκφράζονται ήδη μέσα από τον χαρακτηρισμό των πόλεων και των χωριών. Στο παρόν άρθρο, υιοθετείται ο όρος που αποδίδουν στον εαυτό τους οι ίδιες οι μαρτυρικές κοινότητες, χωρίς να προβαίνουμε σε περαιτέρω ανάλυσή του. ούτως ώστε να αναδειχθούν τα όσα υπέφεραν οι κάτοικοί τους.2Ο όρος «μαρτυρικός-ή-ό» χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από τον πόλεμο για να περιγράψει συνθήκες που έμοιαζαν με σκληρά χτυπήματα της μοίρας. Διαδόθηκε δε με αφορμή το γαλλικό χωριό Oradour-sur-Glane, το οποίο εξαιτίας της σφαγής που υπέστη, χαρακτηρίστηκε ως «village martyr» (Farmer, 2000). Τα ελληνικά χωριά, αφού προσάρμοσαν το γαλλικό παράδειγμα στις δικές τους συνθήκες, υιοθέτησαν τον ίδιο χαρακτηρισμό. Συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για μαρτυρικές πόλεις και για μαρτυρικά χωριά, με τις δύο αυτές κατηγορίες να αναφέρονται στην παρούσα μελέτη συνοπτικά ως μαρτυρικές κοινότητες ή μαρτυρικοί τόποι. Στα γερμανικά, χρησιμοποιείται συχνά ο όρος «Opferdorf/Opferdörfer». Οι τόποι αυτοί έχουν εν τω μεταξύ ιδιαίτερη σημασία και για τις δύο χώρες, ως τόποι φρίκης, τόποι μνήμης και λόγω αυτού ως τόποι συμφιλίωσης.

    Η επίσκεψη του Gauck σηματοδότησε μια πολιτική αλλαγή, η οποία έθετε σε νέα βάση ένα από τα σκοτεινότερα κεφάλαια των ελληνογερμανικών σχέσεων. Τούτο γιατί από τη μία πλευρά ο γερμανός πρόεδρος ζήτησε συγγνώμη, ενώ από την άλλη αναφέρθηκε στην ανάγκη συμφιλίωσης. Αυτή η επίσημη χειρονομία συμφιλίωσης εκ μέρους του γερμανικού κράτους έναντι της Ελλάδας ενισχύθηκε άμεσα και με δύο πρωτοβουλίες σε πρακτικό επίπεδο. Αφενός, προτάθηκε η ίδρυση του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας, αφετέρου με πρωτοβουλία του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών δημιουργήθηκε το Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον (DGZF). Οι πρώτες εκφάνσεις μιας οργανωμένης πολιτικής συμφιλίωσης από την πλευρά της Γερμανίας άρχισαν σιγά σιγά να παίρνουν μορφή προς το τέλος του 2014. Συγκεκριμένα, η συμφιλίωση διατυπώθηκε δημόσια ως επίσημη πολιτική, θέτοντας ως επιδιωκόμενους στόχους της τη δημιουργία μιας κοινής κουλτούρας μνήμης και τη συμφιλίωση με τις μαρτυρικές πόλεις, τα μαρτυρικά χωριά και τις εβραϊκές κοινότητες (Auswärtiges Amt, 2014).

    Στην παρούσα μελέτη τίθεται καταρχάς γενικά το θεωρητικό πλαίσιο περί συμφιλίωσης, όπως διαμορφώνεται από τη σύγχρονη έρευνα, και στη συνέχεια σκιαγραφείται ειδικότερα η γερμανική εξωτερική πολιτική και πολιτική συμφιλίωσης. Η επισκόπηση των διμερών σχέσεων Γερμανίας και Ελλάδας πρόκειται να καταδείξει την απουσία μιας συνεκτικής, επεξεργασμένης εκτίμησής τους. Με τούτο ως δεδομένο, εξετάζονται οι έως τώρα κινήσεις πολιτικής συμφιλίωσης, και ως επί το πλείστον η πολιτική της περιόδου 2014-2019, ενώ συζητείται και η πολιτική σημασία των συμβολικών χειρονομιών, αλλά και ο ρόλος και η στάση των ελληνικών μαρτυρικών κοινοτήτων. Η ιστορία και ο ρόλος των ελληνοεβραϊκών κοινοτήτων δεν θα εξεταστούν αυτοτελώς, διότι υπάρχει ήδη σχετική έρευνα και βιβλιογραφία.3Πρβλ. μεταξύ άλλων τα έργα των: Μαρία Καβάλα (2015), Ρίκα Μπενβενίστε (2014), Γιώργος Κόκκινος (2015), Λέων Α. Ναρ (2018), Odette Varon-Vassard (2019), Άννα-Μαρία Ντρομπούκη (2019), και Leon Saltiel (2020). Άλλωστε, ένα τέτοιο θέμα θα άξιζε να καταλάβει τη θέση ενός ιδιαίτερου και ξεχωριστού κεφαλαίου στον ελληνογερμανικό διάλογο.

    Η έρευνα περί συμφιλίωσης: Μεταξύ διαδικασίας και αποτελεσμάτων

    Το νέο ερευνητικό πεδίο περί συμφιλίωσης διερευνά τους τρόπους ομαλοποίησης και –εκεί που κάτι τέτοιο είναι δυνατό– βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ κρατών, ομάδων και ατόμων μετά από  βαρυσήμαντα γεγονότα. Τέτοια γεγονότα αποτελούν οι συρράξεις, οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι γενοκτονίες, οι φυλετικές διακρίσεις, η δουλεία, και άλλες σοβαρές καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Leiner, 13.08.2018). Στην περίπτωση της Γερμανίας και της Ελλάδας, στο επίκεντρο των διαδικασιών συμφιλίωσης βρίσκονται όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και οι συνέπειές τους: Εκμετάλλευση, εκτοπισμοί και δολοφονίες ελλήνων Εβραίων, πολυάριθμες σφαγές, εκτελέσεις και διώξεις αμάχων πολιτών, αλλά και καταστροφές ολόκληρων κατοικημένων περιοχών. Τα χρόνια της κατοχής, 1941-1944 (1945 στην περίπτωση της Κρήτης), άφησαν πίσω τους μια κατεστραμμένη και καθημαγμένη χώρα, με σημαντικές επιπτώσεις για την πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία (Mazower, 2000· 2016).

    Η επαναπροσέγγιση και η συμφιλίωση μετά από συγκρούσεις αποτελούν ουσιώδη συστατικά στοιχεία μιας ειρηνικής συνύπαρξης (Leiner, 2018). Μια διαδικασία συμφιλίωσης έχει αυτονόητα ως στόχο της τη συμφιλίωση (Bloomfield, 2003), και υπ’ αυτή την έννοια η συμφιλίωση συνιστά ταυτόχρονα διαδικασία και στόχο. Επιχειρώντας να αποσυνθέσει για αναλυτικούς λόγους τούτο τον διττό χαρακτήρα της συμφιλίωσης, η Gardner Feldman κάνει λόγο για «σταθερή ειρήνη» (stable peace) (Gardner Feldman, 2012, 9) και «βαθιά συμφιλίωση» (deep reconciliation) (Gardner Feldman, 2017), διακρίνοντας έτσι τη διαδικασία από το αποτέλεσμα. Η συμφιλίωση συνιστά μια μακροχρόνια διαδικασία, διαρκεί για γενιές, και στο πλαίσιο των ελληνογερμανικών σχέσεων θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μία μακρο-διαδικασία. Η επιτυχία μιας τέτοιας μακρο-διαδικασίας βασίζεται σε πολλές επιμέρους συνιστώσες: Ποινικές δίκες, δημόσιες εκκλήσεις για συγχώρεση και συγνώμη, οικονομική και επιστημονική συνεργασία, έως και υλικές παροχές κι αποζημιώσεις ή και συναντήσεις εκκλησιαστικών αξιωματούχων, εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών και πολιτικών παραγόντων. Η διαδικασία απαιτεί τη συνδρομή πολλών επιμέρους στοιχείων, μεταξύ των οποίων η δημόσια συγγνώμη εκ μέρους πολιτικών και εκπροσώπων της ομάδας των δραστών, η διερεύνηση και η αποκάλυψη της αλήθειας, η αναγνώριση των θυμάτων και των όσων υπέφεραν. Η απονομή δικαιοσύνης μπορεί να έχει τιμωρητική, αποκαταστατική μορφή ή και τα δύο. Ηθικές και υλικές επανορθώσεις μπορούν να συμπληρώνουν τη διαδικασία. Η ως άνω ποικιλία τονίζει τον διεπιστημονικό και διαθεματικό χαρακτήρα της έρευνας γύρω από τη συμφιλίωση, η οποία απαιτεί τη συνέργεια πολλών και διαφορετικών επιστημονικών πεδίων. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, η έρευνα αφορά όλους εκείνους τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να ξεπεραστεί το μίσος και η εχθρότητα και να γεφυρωθούν τα χάσματα. Σημαντικές πτυχές εν προκειμένω είναι η δικαιοσύνη και η αλήθεια, η αποκατάσταση, η αναγνώριση, αλλά επίσης και το πένθος για ό,τι δεν μπορεί να επανορθωθεί. Ο αμοιβαίος σεβασμός και ο ανοιχτός διάλογος που βασίζεται στην εμπιστοσύνη και στοχεύει στην από κοινού εξεύρεση λύσεων, είναι επίσης αποφασιστικής σημασίας παράγοντες για τη διαδικασία (Leiner, 2018· Nadler et al., 2008).

    Η μεταβατική δικαιοσύνη (transitional justice) είναι σημαντική για τη διαδικασία συμφιλίωσης (Bloomfield, 2003), διότι για να είναι αποτελεσματική η τελευταία θα πρέπει να υποστηρίζεται από πολιτικές, θρησκευτικές ομάδες συμφερόντων ή άλλες ομάδες της κοινωνίας των πολιτών. Επιπλέον, η διαδικασία συμφιλίωσης εστιάζει μεν κυρίως στις ανάγκες των παθόντων (Gardner Feldman, 2012, 14), εμπεριέχει όμως ανακούφιση και πλεονεκτήματα και για την ομάδα των δραστών (Nadler/Shnabel, 2008· Stephan, 2008). Και αυτό γιατί οι πρώην εχθροί ως θύτες βρίσκονται συχνά σε μία σχέση αμοιβαίας εξάρτησης με τα θύματα (Du Toit, 2018, 189-214), σχέση η οποία καθιστά αναγκαία τη συμφιλίωση, ούτως ώστε να μην συνεχιστεί η σύγκρουση. Ταυτόχρονα, πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα συμφιλίωσης που λαμβάνονται, δεν αλληλοαποκλείονται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται, μιας και είναι απαραίτητη μια ισορροπία ενεργειών, μέσω της οποίας θα μπορούν να συνυπάρχουν οργανικά η δικαιοσύνη, η αποκατάσταση και η αναγνώριση:

    Η αναγνώριση της βλάβης χωρίς απόδοση ποινικών ευθυνών μπορεί να εκληφθεί ως υποκρισία και έλλειψη ειλικρίνειας. Το ίδιο ισχύει για την αναγνώριση που δεν συνοδεύεται από αποζημιώσεις. Αντίστροφα, χωρίς δημόσια αναγνώριση της βλάβης τα χρήματα των αποζημιώσεων πιθανόν να φανούν βουτηγμένα στο αίμα (Rehrmann, 2020, 34)

    Η πολιτική συμφιλίωσης ως εξωτερική πολιτική: Το γερμανικό παράδειγμα

    Η συμφιλίωση αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Στο βιβλίο της, Germany’s foreign policy of reconciliation (2012), η Gardner Feldman περιέγραψε και ανέλυσε τη γερμανική πολιτική συμφιλίωσης έναντι του Ισραήλ, της Γαλλίας, της Πολωνίας και της Τσεχίας. Αρχικός στόχος αυτής της πολιτικής ήταν η εκ νέου ενσωμάτωση της Γερμανίας στη διεθνή σκηνή, πράγμα που εξακολουθεί έως σήμερα να αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας πολιτικής διαδικασίας συμφιλίωσης μεταξύ πρώην εχθρών. Τούτη η εξωτερική πολιτική έχει ορισμένα χαρακτηριστικά: Αφορά κυρίως σε τραύματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, λαμβάνει χώρα σε συμβολικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο, ενώ τέλος συνδυάζει περισσότερα πεδία πολιτικής. Ένα παράδειγμα ασκούμενης πολιτικής συμφιλίωσης είναι η δημιουργία του γαλλογερμανικού και του πολωνογερμανικού ιδρύματος νεολαίας, μία επένδυση στη φιλία ανάμεσα στους νέους ανθρώπους των εμπλεκόμενων χωρών με ορίζοντα το μέλλον. Επίσης, μια άλλη συμβολική χειρονομία δήλωσης συγγνώμης ήταν το γεγονός ότι ο καγκελάριος Willy Brandt γονάτισε μπροστά στο Μνημείο Ηρώων του Γκέτο της Βαρσοβίας. Η κίνηση αυτή σηματοδότησε την αλλαγή της γερμανικής Ostpolitik επιφέροντας θετικά αποτελέσματα έως και σήμερα. Από το 1997 υπάρχει και ένα τσεχογερμανικό ταμείο για το μέλλον, με σκοπό την ενίσχυση της νεολαίας και την προώθηση εργασιών που συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Ακόμη, η ομιλία της καγκελαρίου Α. Merkel στο ισραηλινό κοινοβούλιο αποτέλεσε μια ξεχωριστή στιγμή στην ιστορία των δύο χωρών. Όλα τα παραπάνω παραδείγματα (Gardner Feldman, 2012) συνιστούν αναπόσπαστα κομμάτια της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επιδιώκει –και σε μεγάλο βαθμό το κάνει– να συμβάλλει στην επικράτηση της ομόνοιας και στη συμφιλίωση κατακτητών και κατακτημένων, δραστών και θυμάτων, αλλά και των απογόνων τους ή όσων τους εκπροσωπούν. Η Γερμανία θεωρείται πως συγκαταλέγεται διεθνώς ανάμεσα στους πρωτοπόρους αυτής της πολιτικής, συνδυάζοντας τον συμβολισμό με τον πραγματισμό (Mihr, 2017).

    Φιλία χωρίς συμφιλίωση: Ανασκόπηση και σχετική βιβλιογραφία

    Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η Ελλάδα ήρθε στο προσκήνιο μόλις το 2014.4Σημαντική γι αυτή τη διαδικασία είναι η έκδοση του εξαιρετικού τόμου: «Η Κατοχή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ελληνική και Γερμανική Κουλτούρα Μνήμης (1941-1944)» (Kambas/Mitsou, 2015). Το ζήτημα βέβαια δεν ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά, επρόκειτο μονάχα για μια νέα ερμηνεία του. Στη γερμανική διπλωματία ήταν γνωστή η σημασία της περιόδου της κατοχής, καθώς και οι συνέπειές της· ωστόσο δεν είχε ποτέ λάβει χώρα μια ανοιχτή συζήτηση περί αυτού, παρά τις υλικές αξιώσεις, τις οποίες αδιάκοπα πρόβαλλαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και η ελληνική κοινωνία (Radiopoulos, 2019). Για τις γερμανικές κυβερνήσεις ήταν σημαντικό να μην ανοίξει αυτό το «κουτί της Πανδώρας», καθώς υπήρχε ο φόβος ότι μπορούσε να ξεσπάσει μια θύελλα διεκδικήσεων και από άλλες πρώην εχθρικές χώρες. Στην αναλυτική και εκτεταμένη παρουσίασή της για τις ελληνογερμανικές σχέσεις και τις επιδράσεις της περιόδου της κατοχής, η Králová (2016) διαβλέπει λίγες πιθανότητες για συμφιλίωση (Králová, 2016, 248-252). Υπογραμμίζει την ολιγωρία και τις παραλείψεις που έχουν επιδείξει και οι δύο πλευρές: Ιδιαίτερα αναφέρει την απουσία ποινικής διευθέτησης των τετελεσμένων εγκλημάτων, αλλά και την απουσία στήριξης των θυμάτων και από τις δύο χώρες. Οι μεταπολεμικές σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας διαμορφώθηκαν επί τη βάση οικονομικών και πολιτικών εξαρτήσεων, φέροντας επιπλέον και το αποτύπωμα του Ψυχρού Πολέμου (Pelt, 2006). Ήταν η Realpolitik και τα μεταπολεμικά αφηγήματα που υπαγόρευσαν αυτές τις σχέσεις. Βέβαια, οι έλληνες «γκασταρμπάιτερ» και η γερμανική αλληλεγγύη κατά την περίοδο της δικτατορίας ενδυνάμωσαν τις φιλικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και τους πολιτικούς δεσμούς των δύο χωρών (Apostolopoulos, 2018, 362-363·  Papanastasiou, 2018), χωρίς όμως να θίγουν ή να αντιμετωπίζουν το παρελθόν – επρόκειτο για μια φιλία χωρίς συμφιλίωση.

    Όσον αφορά στην ποινική δίωξη των ναζιστικών εγκλημάτων, παρατηρούνται σημαντικές παραλείψεις, οι οποίες θα πρέπει να επιρριφθούν και στις δύο χώρες. Ο αριθμός των καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος ναζί εγκληματιών και ελλήνων συνεργατών τους είναι εξαιρετικά μικρός (Zaikas, 2018). Οι ελληνικές κυβερνήσεις επέδειξαν συχνά πνεύμα συνεργασίας με τις γερμανικές αρχές, εις βάρος των προσδοκιών για δικαίωση του ίδιου του λαού τους (Spiliotis, 2000). Ταυτόχρονα, οι ελληνικές απαιτήσεις για αποζημιώσεις εξακολούθησαν να εγείρονται (Konstantinakou, 2015), με το άλλο όμως σημαντικό κομμάτι της διαδικασίας της συμφιλίωσης, αυτό της τιμωρίας των εγκλημάτων, να έχει στο μεταξύ σχεδόν αποκλειστεί. Μετά το τέλος του πολέμου και της Κατοχής, πολλές μαρτυρικές κοινότητες και ενώσεις θυμάτων προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή με τη Γερμανία ζητώντας μάταια βοήθεια (Droumpouki, 2014, 371-372). Οι γερμανικές κυβερνήσεις αρνούνταν σθεναρά να συνδράμουν. Ακόμη και σε περιπτώσεις πρωτοβουλιών που προέρχονταν από την κοινωνία των πολιτών της Γερμανίας, υπήρχε πάντοτε η μέριμνα να τονιστεί ο ιδιωτικός τους χαρακτήρας, ώστε να μην εκληφθούν ως αποζημίωση ή αποκατάσταση, δημιουργώντας έτσι νομικό προηγούμενο (Schramm, 2003·  Rondholz, 2015·  Karpouchtsis, 2021).

    Στο πλαίσιο μιας γενικότερης αναμέτρησης των Γερμανών με την ίδια τους την ιστορία, ο ρόλος της Βέρμαχτ άρχισε σταδιακά να προσεγγίζεται μέσα από μια άλλη οπτική. Ενώ στην Ελλάδα κάθε χρόνο στα μαρτυρικά χωριά μνημόνευαν τους νεκρούς και τις απώλειές τους, στη Γερμανία για δεκαετίες ολόκληρες διοργανώνονταν συναντήσεις βετεράνων στο όνομα της παράδοσης (Rondholz, 2015). Ο μύθος της «καθαρής» Βέρμαχτ καλλιεργήθηκε για πολλά χρόνια, ενώ τα όποια εγκλήματα παρουσιάζονταν ως πράξεις των SS, με αποτέλεσμα έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 να είναι δύσκολο για τη γερμανική κοινή γνώμη να αποδεχθεί ότι και η Βέρμαχτ είχε διαπράξει ανάλογα εγκλήματα. Ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να διοργανώνονται εκδηλώσεις μνήμης προς τιμήν κάποιων μονάδων της Βέρμαχτ, χωρίς να γίνεται κανένας λόγος για τα θύματά της. Σε συνέχεια των παραπάνω, υπάρχει η άποψη ότι τα αντίποινα και η μαζική τιμώρηση αμάχων για την καταπολέμηση των ανταρτών ήταν εν πολλοίς «φυσιολογικά» ή τέλος πάντων τουλάχιστον αναμενόμενα στα πλαίσια ενός πολέμου. Τούτο μαρτυρείται και στην από το 1995 απάντηση της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα σε ένα αίτημα που της απηύθυνε ο Αργύρης Σφουντούρης, επιζών της Σφαγής του Διστόμου (Seibel, 2016, 239-240). Αυτή η επιχειρηματολογία εντοπίζεται ακόμη και σήμερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το βιβλίο του Heinz Richter (2011), όπου επιχειρείται μια σχετικοποίηση τόσο της αντίστασης όσο και των αντιποίνων (Richter, 2011, 287-291). Σε παρόμοια κατεύθυνση, όπως εξηγούν οι Βόγλης και Νιούτσικος (2017), κινούνται και άλλα αναθεωρητικά έργα, τα οποία διαβλέπουν περισσότερο έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των ελληνικών ανταρτο-ομάδων, εστιάζοντας λιγότερο στον ρόλο των δυνάμεων του Άξονα. Δυστυχώς, η λογική αυτή αποτελεί εμπόδιο για τη συμφιλίωση. Αντιτίθεται ευθέως στην αναγνώριση των θυμάτων και των όσων υπέφεραν και αντιβαίνει στα αποτελέσματα της ιστορικής έρευνας. Σε μια διαδικασία συμφιλίωσης, όπως έχει ειπωθεί, θα πρέπει τα θύματα να λαμβάνουν αναγνώριση και η αλήθεια τους θα πρέπει να εκφράζεται και να γίνεται αντιληπτή από την ομάδα των δραστών και τις δικές τους αρμόδιες αρχές. Η αδιαφορία και η σχετικοποίηση, πόσο μάλλον τα αιτήματα για αναγνώριση της ομάδας των δραστών, δεν οικοδομούν κλίμα εμπιστοσύνης και εμποδίζουν μια σοβαρή ανταλλαγή απόψεων. Σύμφωνα με τον Gauck: «Τα λόγια που δεν έχουν ειπωθεί, και οι γνώσεις που δεν έχουν καταστεί διαθέσιμες, θεμελιώνουν μια δεύτερη ενοχή, καθότι είναι αυτά που εξορίζουν τα θύματα ακόμη και από τη μνήμη» (Gauck, 2014).5Επίσημη ελληνική μετάφραση της υπηρεσίας της ομοσπονδιακής προεδρίας: «Είναι αυτές οι φράσεις που δεν έχουν ειπωθεί, αυτή η ανύπαρκτη γνώση που θεμελιώνουν μια δεύτερη ενοχή, αφού αποκλείουν τα θύματα ακόμη και από την μνήμη». https://www.bundespraesident.de/SharedDocs/Downloads/DE/Reden/2014/03/140307-Griechenland-Mahnmal-Lingiades.pdf?__blob=publicationFile

    Ο Hagen Fleischer (2009) στην ανάλυσή του περί Δημόσιας Ιστορίας (Public History) καταπιάνεται λεπτομερώς με τη δύναμη των αφηγήσεων. Στο έργο αυτό, επισημαίνει επίσης την αλληλεπίδραση των συμβολικών χειρονομιών με το υλικό υπόβαθρό, το οποίο υπογραμμίζεται πως χρειάζεται να τις συνοδεύει (Fleischer, 2020, 251-252). Οι αφηγήσεις μεταβάλλονται με αργούς ρυθμούς, συχνά μέσα από ισχυρές αντιπαραθέσεις, οι οποίες συνδέονται τις περισσότερες φορές με υλικές αξιώσεις. Το 2000, στο συνέδριο με τίτλο Συμφιλίωση χωρίς Αλήθεια, σημειώθηκε ότι κανείς θα έπρεπε ίσως να προσεγγίσει το ζήτημα των αποζημιώσεων διαφορετικά, αναζητώντας και άλλες ουσιαστικές απαντήσεις στο άδικο που έχει συντελεστεί (Skarpelis-Sperk, 2001). Ακόμη και αυτή η διάσκεψη πάντως προέκυψε μέσα από μια νομική αντιπαράθεση, η οποία ήταν συνέπεια της αγωγής που κατέθεσαν ορισμένοι κάτοικοι του μαρτυρικού Διστόμου, ενάντια στη Γερμανία, μια υπόθεση που θα μπορούσε να μεταβάλλει την ευρέως διαδεδομένη νομική έννοια της κρατικής ετεροδικίας και ασυλίας (Paech, 2009). Παρά το γεγονός ότι οι γερμανικές κυβερνήσεις απορρίπτουν σθεναρά την οποιαδήποτε συζήτηση περί αποζημιώσεων, το θέμα αυτό εξακολουθεί να συζητείται στα κοινοβούλια των δύο χωρών.6Το ελληνικό κοινοβούλιο ασχολείται συνεχώς με αυτό το θέμα. Ακόμη και κοινοβουλευτικές ομάδες του γερμανικού κοινοβουλίου, που ανήκουν στην αντιπολίτευση, επανέρχονται ανά τακτά διαστήματα στο ζήτημα, βλ. για παράδειγμα τις εκδηλώσεις των κομμάτων Die Linke (13.11.2019) και Bündnis 90/Die Grünen (02.03.2020), όπου μετείχαν καλεσμένοι και από τις δύο χώρες.

    Σε ένα σύντομο άρθρο της η Gardner Feldman (2017) εκτιμά πως οι νέες εξελίξεις είναι θετικές. Διαβλέπει την ευκαιρία για μια διαδικασία συμφιλίωσης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια βαθιά ειρήνη. Τη δυνατότητα πολιτικής συγγνώμης και συγχώρεσης διερευνά επίσης η Δρουμπούκη (2019), επισημαίνοντας τις δυσκολίες της μεταπολεμικής περιόδου για τους έλληνες Εβραίους και τις επί μακρόν διεκδικήσεις τους για αποζημιώσεις, ενώ ο Κόκκινος στον πρόλογο του ίδιου τόμου θέτει το ζήτημα των βαριδίων που χρονίζουν, καλωσορίζοντας τις δηλώσεις συγγνώμης σε πολιτικό επίπεδο (Droumpouki, 2019). Τις διαστάσεις και τις επιδράσεις τραυματικών βιωμάτων, αλλά και τα ζητήματα της συγχώρεσης και της αναγνώρισης, διαπραγματεύεται και η Ζέτα Παπανδρέου (2018). Επίσης, στο τελευταίο έργο του, ο Fleischer (2020) υποστηρίζει ότι η ελληνογερμανική συμφιλίωση δεν συνιστά επ‘ ουδενί μια καθαρά οικονομική υπόθεση, αλλά μια υπόθεση που έχει ακόμη πολιτικές, πολιτιστικές, συμβολικές και ηθικές πτυχές. Μια ειλικρινής προσπάθεια συμφιλίωσης δεν είναι δυνατό να καταστεί επιτυχής, αλλά ούτε και να θεωρηθεί σοβαρή, χωρίς τη συνέργεια της κοινωνίας των πολιτών (Schwelling, 2012· Wüstenberg, 2017). Επιπλέον, χρειάζεται να εξευρεθεί μια ισορροπία μεταξύ οικονομικών (ήτοι υλικών) και συμβολικών μέτρων. Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να ανταποκρίνονται απλώς στις πολιτικές συγκυρίες, αλλά να προσαρμόζονται και στις ανάγκες των θυμάτων και των απογόνων τους. Εδώ συγκαταλέγονται σαφώς και οι δημόσιες, πολιτικές χειρονομίες συμφιλίωσης, συγγνώμης και συγχώρεσης.

    Το σημείο καμπής: Μεταξύ συμβολισμών και πολιτικής

    Μέχρι και σήμερα, συνολικά πέντε ομοσπονδιακοί πρόεδροι έχουν επισκεφτεί τόπους μνήμης και μαρτυρίου στην Ελλάδα, δύο επισκέψεις εκ των οποίων έλαβαν χώρα στο διάστημα μεταξύ 2014-2020. Ιδιαίτερη σημασία είχε η επίσκεψη του προέδρου Richard von Weizsäcker το 1987 (Fleischer, 2020), ο οποίος απέτισε τιμές στους εκτελεσθέντες της Καισαριανής στην Αθήνα, κατονομάζοντας επίσης για πρώτη φορά και άλλους τόπους όπου έγιναν σφαγές (Weizsäcker, 1987). Η πρώτη επίσκεψη προέδρου σε έναν τέτοιο τόπο ήταν αυτή του Johannes Rau το 2000 στα Καλάβρυτα, όπου εξέφρασε μεν βαθιά ντροπή και θλίψη, χωρίς ωστόσο να εκδηλώσει κάποια πρόθεση ή επιθυμία συγγνώμης. Αποκλείοντας οποιαδήποτε συζήτηση περί υλικών επανορθώσεων, η επίσκεψη εκλήφθηκε μονάχα εν μέρει θετικά (Droumpouki, 2014, 377-379).

    «Με ντροπή και πόνο, ζητώ στο όνομα της Γερμανίας συγγνώμη από τις οικογένειες των δολοφονημένων» (Gauck, 2014).7Επίσημη ελληνική μετάφραση της υπηρεσίας της ομοσπονδιακής προεδρίας: «Με αίσθημα ντροπής και με πόνο ζητώ στο όνομα της Γερμανίας συγνώμη από τις οικογένειες των δολοφονηθέντων» https://www.bundespraesident.de/SharedDocs/Downloads/DE/Reden/2014/03/140307-Griechenland-Mahnmal-Lingiades.pdf?__blob=publicationFile Κανένας άλλος γερμανός αρχηγός κράτους δεν είχε κάνει τόσο ξεκάθαρη δήλωση στην Ελλάδα πριν από τον Joachim Gauck. «Το γεγονός ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μαζί τούτο το ακανθώδες κομμάτι του παρελθόντος μας, είναι για εμένα το μεγαλύτερο θαύμα που προκύπτει μέσα από τη συμφιλίωση» (ό.π.) Αυτή η δήλωση θα μπορούσε βέβαια στα χρόνια της οικονομικής κρίσης να προκαλέσει καχυποψία, μιας και τέτοιες χειρονομίες σε περιόδους κρίσεων δεν είναι πάντοτε παραγωγικές (Wohl et al., 2011· Shnabel et al., 2015). Επιπλέον, παρόμοιες εκκλήσεις για συγχώρεση από τα θύματα και τους απογόνους τους δεν βρίσκουν συχνά ανταπόκριση, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να είναι δύσκολο για την ομάδα των δραστών (Harth et al, 2011). Αυτές οι συνθήκες δεν  μειώνουν  ωστόσο τη βαρύτητα των δηλώσεων Gauck· τουναντίον υποδεικνύουν τα ρήγματα που εξακολουθούν να υπάρχουν. Ο Gauck επισκέφθηκε ανάλογους τόπους μνήμης σε ολόκληρη την Ευρώπη και προχώρησε σε παρόμοιες δηλώσεις. Ωστόσο, η επίσκεψη στην Ελλάδα και τα προτεινόμενα εργαλεία προσέγγισης και συμφιλίωσης φανέρωσαν τις έως τότε μεγάλες παραλείψεις της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι πρωτοβουλίες που υιοθετήθηκαν, μπορούν επομένως να θεωρηθούν ως άμεση αντίδραση στην ταχεία επιδείνωση των διμερών σχέσεων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης –ήταν λοιπόν συνέπεια της ελληνογερμανικής αντιπαράθεσης.

    Ο Gauck έκανε λόγο για συγχώρεση, συμφιλίωση και κοινή μνήμη. Τούτα θέλησε να τα κάνει πράξη μέσα από δύο πρακτικά μέτρα: Την ίδρυση ενός ελληνο-γερμανικού ιδρύματος νεολαίας και τη δημιουργία ενός ταμείου για το μέλλον (το οποίο έκτοτε επιδοτείται ετησίως με ένα εκατομμύριο ευρώ και χρηματοδοτεί από το 2014 προγράμματα που σχετίζονται με τη διατήρηση και την εμβάθυνση της μνήμης). Τα δύο αυτά μέτρα, παρότι ενέχουν ηθικά χαρακτηριστικά και προσανατολίζονται στο μέλλον, δεν καλύπτουν ούτε τις οικονομικές απαιτήσεις των μαρτυρικών κοινοτήτων, των θυμάτων και των απογόνων τους, ούτε όμως και τις διεκδικήσεις που εγείρονται από το ελληνικό κοινοβούλιο (Βουλή των Ελλήνων, 2016). Υπ’ αυτή την έννοια πρέπει να γίνουν αντιληπτά ως παρεμβάσεις ηθικού τύπου, μιας και δεν προορίζονταν, αλλά ούτε και μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα των παραπάνω (Auswärtiges Amt, 2014). Και οι δύο πρωτοβουλίες ήταν τα πρώτα μόνο βήματα μιας πολιτικής συμφιλίωσης έναντι της Ελλάδας, η οποία δεν είχε υπάρξει ξανά στο παρελθόν.

    Εκδηλώσεις μνήμης σε τόπους μαρτυρίου: Η συμβολική διάσταση της αναγνώρισης και του διαλόγου

    Η ελληνική κουλτούρα μνήμης είναι στενά συνδεδεμένη με αφηγήσεις που έχουν έντονο εθνικό περιεχόμενο. Οι συμβολισμοί και οι τελετουργίες που αντιστοιχούν στις αφηγήσεις αυτές, έχουν μεγάλη σημασία και διαμορφώνουν την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, μιας και αποτελούν μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος (Karpouchtsis, 2018). Μια συνήθης πρακτική σε τιμητικές εκδηλώσεις μνήμης είναι και η κατάθεση στεφάνων, ιδίως από άτομα εκπροσωπούν φορείς, ομάδες κ.λπ. Ήδη από πολύ νωρίς γερμανοί διπλωμάτες και από τα δύο γερμανικά κράτη προσπάθησαν να έχουν παρουσία σε αυτές τις εκδηλώσεις. Ακόμη, από το 1991 οι προσκλήσεις που απηύθυναν ορισμένες μαρτυρικές κοινότητες σε γερμανούς διπλωμάτες αυξήθηκαν (Fleischer, 2020, 250-251). Αυτή η τάση συνεχίστηκε με αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις να καταστεί συνήθης πρακτική. Οι καταθέσεις στεφάνων σε τόπους μνήμης συνιστούν συχνά τον πυρήνα των όποιων διπλωματικών χειρονομιών. Μέσω της παρουσίας της εκάστοτε γερμανικής αντιπροσωπείας υποδηλώνεται συμβολικά η αναγνώριση του παρελθόντος.

    Ιδιαίτερα, οι προσκλήσεις γερμανών διπλωματών εκ μέρους των κοινοτήτων δείχνουν αρκετά πράγματα. Η ενεργός συμμετοχή σε μια εκδήλωση μνήμης, ήτοι η κατάθεση στεφάνων από μια επίσημη γερμανική αντιπροσωπεία, η οποία μάλιστα δεν είναι απίθανο να κληθεί να κάνει και κάποιες δηλώσεις, υποδεικνύει την έντονη προθυμία των κοινοτήτων για διάλογο. Συνιστά μια προτροπή στην από κοινού μετοχή στη μνήμη. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή της γερμανικής αντιπροσωπείας λειτουργεί σχεδόν ως ομολογία ενοχής, ως αναγνώριση των εγκληματικών πράξεων, και άρα εν τέλει ως αναγνώριση των θυμάτων. Βέβαια, οι προσκλήσεις συμμετοχής εκπροσώπων των πρώην δραστών σε εκδηλώσεις μνήμης δεν είναι πάντα κάτι το αυτονόητο. Δεν απηύθυναν όλες οι μαρτυρικές κοινότητες προσκλήσεις στη γερμανική διπλωματική αντιπροσωπεία. Ωστόσο, οι προσκλήσεις που υπήρξαν, έθεσαν τα θεμέλια για έναν κοινό δρόμο στο μέλλον. Μια πρόσκληση για ενεργό συμμετοχή σηματοδοτεί ότι υπάρχει μια βάση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ένα κανάλι ανοιχτού διαλόγου. Συνολικά, οι προσκλήσεις συμμετοχής σε εκδηλώσεις μνήμης αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα,8Συνέντευξη με τον Γενικό Πρόξενο της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη, 2019 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη). γεγονός που αποκαλύπτει μια τάση προσέγγισης, η οποία, τουλάχιστον σε αυτή τη μορφή, δεν υπήρχε στο παρελθόν.

    Συμφιλίωση για τις επόμενες γενιές;  Η ίδρυση του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας

    Τα ιδρύματα νεολαίας συγκαταλέγονται στις κλασσικές προσεγγίσεις της γερμανικής πολιτικής συμφιλίωσης, όπως αποδεικνύει άλλωστε το γαλλογερμανικό ή και το πολωνογερμανικό ίδρυμα νεολαίας. Οι ανταλλαγές νέων και οι συναντήσεις ανθρώπων που ανήκουν σε πρώην εχθρικές ομάδες, ενδυναμώνουν τους δεσμούς, τον διάλογο και συμβάλλουν στην ενίσχυση της ειρήνης. Την ίδια αρχή μοιράζονται και άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα ανταλλαγών, όπως το Erasmus+: Οι ευκαιρίες γνωριμίας με άλλες χώρες, γλώσσες, και κυρίως με άλλους ανθρώπους, αναμένεται να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη συνοχή. Η ίδρυση του ιδρύματος νεολαίας προβλέφθηκε στο ελληνογερμανικό σχέδιο δράσης που είχαν συντάξει το 2016 οι τότε υπουργοί εξωτερικών των δύο χωρών, Κοτζιάς και Steinmeier (Auswärtiges Amt, 2016). Η συγκατάθεση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν σαφής. Επισφραγίστηκε έτσι τόσο η δημιουργία του ιδρύματος νεολαίας, όσο και η στενή συνεργασία της κοινωνίας των πολιτών εκατέρωθεν, όπως και η ενσωμάτωση της ιστορίας της κατοχής στα σχολικά βιβλία της γερμανικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Auswärtiges Amt, 2016).

    Στην τελική διακήρυξη της ίδρυσης του ιδρύματος, οι μαρτυρικές κοινότητες έπαιξαν σημαντικό ρόλο, μιας και ακριβώς αυτές ήταν που έπρεπε να καταστούν πόλοι επισκέψεων κατά τη μετάδοση ιστορικών και πολιτικών γνώσεων σχετικά με την περίοδο της Κατοχής στους νέους (Bundesgesetzblatt Jahrgang 2019 Teil II Nr. 20, 1047). Παρά ταύτα, από την άλλη μεριά, το συγκεκριμένο εγχείρημα αντιμετωπίστηκε από κάποιες μαρτυρικές κοινότητες και από το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών (ΕΣΔΟΓΕ)9Συνιδρυτής του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών (ΕΣΔΟΓΕ) ήταν ο Μανώλης Γλέζος, πολιτικός της Αριστεράς και ακτιβιστής. Ο Γλέζος αποτέλεσε σύμβολο της ελληνικής Αντίστασης, γιατί τον Μάη του 1941 αυτός και ο Απόστολος Σάντας κατέβασαν τη νύχτα τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη.ως δούρειος ίππος, μέσω του οποίου επιχειρούνταν να ξαναγραφεί η ιστορία και να απωθηθεί η οποιαδήποτε συζήτηση περί αποζημιώσεων (ESDOGE, 12.07.2020). Η δημιουργία του ιδρύματος νεολαίας δεν αφορούσε όμως το ζήτημα των αποζημιώσεων και των διεκδικήσεων της Ελλάδας, μιας και στο προοίμιο της συμφωνίας για την ίδρυσή του γινόταν ξεκάθαρο ότι οι νομικές θέσεις των δύο χωρών επί του θέματος παρέμεναν ως είχαν (Bundesgesetzblatt Jahrgang 2019 Teil II Nr. 20, 1047). Το γεγονός ότι κάτι τέτοιο χρειάστηκε να τονιστεί στη συμφωνία, υπογραμμίζει τη σημασία του ζητήματος για τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Γερμανίας. Με τη δημιουργία του ιδρύματος νεολαίας και τη συμμετοχή των μαρτυρικών κοινοτήτων στα προγράμματα ανταλλαγής νέων αναμένεται να παραχθεί σημαντική υπεραξία για τη διαδικασία συμφιλίωσης: Οι επισκέψεις στα χωριά των θυμάτων θα συμβάλλουν στην αναγνώριση των όσων συνέβησαν, οι νέοι των δύο χωρών θα διδαχθούν τις θηριωδίες που τελέστηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής, και τέλος θα διαδοθεί η αξία της ειρηνικής συνύπαρξης. Οι κοινωνικές επαφές και οι ανταλλαγές νέων αποτελούν βιωματική δουλειά συμφιλίωσης. Το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις των δύο χωρών αποφάσισαν να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο, αποδεικνύει και την αμοιβαία εμπιστοσύνη τους.

    Το Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον: Ένα εργαλείο συμβολικού χαρακτήρα

    Το ταμείο δημιουργήθηκε στα τέλη του 2014 και υπάγεται στο γερμανικό υπουργείο εξωτερικών. Εστιάζει σε τρεις τομείς, υποστηρίζοντας ένα μεγάλο φάσμα εγχειρημάτων που εντάσσονται σε αυτούς: (1) Επανεκτίμηση της κοινής ιστορίας και δημιουργία μιας κοινής κουλτούρας μνήμης· (2) συμφιλίωση με τις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας· (3) συμφιλίωση με τις μαρτυρικές κοινότητες και τους ανθρώπους τους (Auswärtiges Amt, 2014). Το όνομα του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον είναι εν μέρει παραπλανητικό, μιας και ναι μεν είναι ελληνογερμανικό υπό την έννοια ότι χρηματοδοτεί με γερμανικούς πόρους εγχειρήματα Εελλήνων αιτούντων, δηλαδή πρότζεκτ που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα, η ελληνική πλευρά ωστόσο, με άλλα λόγια το ελληνικό κράτος ή η κυβέρνηση, επισήμως δεν εκπροσωπούνται σε αυτό. Πάντως, το ταμείο μπόρεσε να παραγάγει εποικοδομητικό έργο στον τομέα της επανεκτίμησης της κοινής ιστορίας, προωθώντας τη σχετική έρευνα και υποστηρίζοντας διμερή πρότζεκτ, μεταξύ των οποίων και το ψηφιακό αρχείο προφορικών μαρτυριών με πάνω από 90 συνεντεύξεις ελλήνων επιζώντων, σε συνεργασία με άλλους έλληνες εταίρους, όπως το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Επίσης, η δημοσίευση και η μετάφραση βιβλίων που αφορούσαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ή η χρηματοδότηση ντοκιμαντέρ, όπως «Το Μπαλκόνι», συνέβαλαν ουσιωδώς στη διάχυση και στη διάδοση της γνώσης, ενημερώνοντας με νέο υλικό ένα ευρύτερο κομμάτι της κοινής γνώμης. Η προώθηση της επιστήμης και της τέχνης έθεσε έναν θεμελιώδη λίθο  στις προσπάθειες συμφιλίωσης, καθώς κατέστησε δυνατή μια επιστημονική, καλλιτεχνική και κοινωνική αναμέτρηση με τα κομβικά σημεία του κοινού παρελθόντος. Τούτο δεν εμπλούτισε μονάχα τον διάλογο, αλλά εμβάθυνε και την κατανόηση των συνεπειών του παρελθόντος. Όλες αυτές οι ενέργειες αναπτύχθηκαν αποβλέποντας στη δημιουργία μιας κοινής κουλτούρας μνήμης. Βέβαια, δεν αντιλήφθηκαν όλες οι μαρτυρικές κοινότητες με τον ίδιο τρόπο το ταμείο για το μέλλον, πράγμα που οδήγησε στην εκδήλωση διαφορετικών απόψεων σχετικά με τη δραστηριότητά του. Οι αντιδράσεις κυμαίνονταν κάποτε από την άγνοια και την αδιαφορία, έως και την καχυποψία ή την καταδίκη. Ωστόσο, δεν έλειψαν και οι κοινότητες που χαιρέτησαν το ταμείο, το αξιοποίησαν και το προώθησαν περαιτέρω. Αυτό το ευρύ φάσμα αντιδράσεων ήταν ιδιαίτερα ορατό κατά την περίοδο 2014-2019, δηλαδή κατά τα πρώτα πέντε χρόνια ύπαρξης του ταμείου, φέρνοντας στο προσκήνιο σε μικρογραφία τις διαφοροποιήσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις μαρτυρικές κοινότητες.

    Ελληνικές Μαρτυρικές Κοινότητες: Μια επισκόπηση

    Το Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων & Χωριών της Ελλάδας αποτελείται από όλες εκείνες τις κοινότητες που φέρουν τον χαρακτηρισμό «μαρτυρικές». Οι κοινότητες του δικτύου εκπροσωπούνται από τους δημάρχους τους. Το 2020 το διαρκώς διευρυνόμενο δίκτυο αριθμούσε περισσότερους από 110 τόπους – μέλη. Το δίκτυο έχει την νομική μορφή αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας και στους στόχους του περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Να μην ξεχαστούν οι θηριωδίες της κατοχής, να παραμείνει ζωντανή και να τιμάται η μνήμη των θυμάτων, να συνεχιστούν οι διεκδικήσεις για δικαιοσύνη, αποκατάσταση και αποζημιώσεις, να προωθηθεί η παγκόσμια ειρήνη (Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων & Χωριών της Ελλάδας, 2000). Το δίκτυο αποτυπώνει την ποικιλόμορφη εικόνα των ελληνικών τόπων μνήμης, καθένας εκ των οποίων έχει να επιδείξει διαφορετικές τραυματικές εμπειρίες, διαφορετική γεωγραφική και δημογραφική σύνθεση, οικονομική κατάσταση, διαφορετικές τοπικές και κοινοτικές παραδόσεις. Κάθε τόπος έχει τη δική του ξεχωριστή ιστορία. Κάποιοι, όπως το Δοξάτο κοντά στη Δράμα, υπέστησαν τη μήνη των βουλγαρικών κατοχικών δυνάμεων, ενώ άλλοι, όπως τα Σέρβια της Δυτικής Μακεδονίας, κάηκαν πρώτα από τα ιταλικά και αργότερα ξανά από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής. Κάποια χωριά, όπως το Δίστομο, βίωσαν τρομερές σφαγές, με θύματα αμάχους, νεογέννητα, παιδιά και γυναίκες. Σε άλλες περιοχές, όπως στα Καλάβρυτα ή στη Βιάννο της Κρήτης, έλαβαν χώρα οργανωμένες μαζικές εκτελέσεις του ανδρικού πληθυσμού. Η Θεσσαλονίκη εκπροσωπείται επίσης ενόψει της εκμετάλλευσης, της εκτόπισης και εν τέλει της εξολόθρευσης της εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Η προσχώρηση μιας πόλης ή ενός χωριού στο δίκτυο εξαρτάται από το πόσο θα κινητοποιηθεί ο/η δήμαρχός του, καθώς και το εκάστοτε προεδρείο του δικτύου.

    Οι μαρτυρικές κοινότητες διαφέρουν, όσον αφορά στα βιώματά τους, στο είδος του τραύματός τους, αλλά και στον βαθμό ανάπτυξής τους μετά τον πόλεμο. Παρά τις διαφορές ωστόσο, η κοινή εμπειρία διαμορφώνει ένα είδος συλλογικότητας και μια κοινή στοχοθεσία, η οποία αποτυπώνεται ρητά στο καταστατικό του δικτύου. Έδρα του δικτύου είναι τα Καλάβρυτα, η πόλη που το 1993 έλαβε πρώτη τον χαρακτηρισμό «Μαρτυρική Πόλη». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα Καλάβρυτα είναι ο κυριότερος τόπος μνήμης στην Ελλάδα. Εκδηλώσεις μνήμης διοργανώνονται και σε άλλες μαρτυρικές πόλεις και χωριά, επιδρώντας στο πώς αντιλαμβάνεται κανείς την ανάγκη να μείνει ζωντανή η μνήμη, αλλά και τις επιδράσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα. Μια συμβολική χειρονομία σε έναν από τους παραπάνω τόπους δεν σημαίνει ότι φτάνει για να στείλει το μήνυμα σε όλους. Έτσι, η επίσκεψη στους Λιγκιάδες δεν αναπληρώνει την αναγκαιότητα επισκέψεων και σε άλλους μαρτυρικούς τόπους, όπως η Βιάννος ή ο Χορτιάτης.

    Ευκαιρίες και όρια συμβολικών χειρονομιών σε διάφορους μαρτυρικούς τόπους

    Η προσωπική επαφή και συναναστροφή έχουν πάντα βαρύνουσα σημασία για την καλύτερη δυνατή πρόσληψη των συμβολικών χειρονομιών. Η δημόσια παρουσία του Gauck στους Λιγκιάδες έκανε τόσο θετική εντύπωση, γιατί ο ίδιος ήταν εξαιρετικά ανοιχτός και γιατί πραγματοποιήθηκε παρουσία του έλληνα ομολόγου του. Αντιθέτως, η επίσκεψη του προέδρου Steinmeier τον Οκτώβριο του 2018 στο πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου δεν έτυχε της ίδιας προσοχής.10Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων που έκανα την άνοιξη του 2019 διαπίστωσα ότι ήταν ελάχιστοι οι δήμαρχοι και οι εκπρόσωποι των μαρτυρικών κοινοτήτων, που θυμόντουσαν την επίσκεψη Steinmeier, παρότι είχε γίνει μόλις έναν χρόνο πριν. Αντιθέτως, την ομιλία του Gauck στους Λιγκιάδες την θυμόντουσαν όλοι. Οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτό, πιθανώς ήταν το γεγονός ότι το Χαϊδάρι δεν συνιστά μαρτυρική κοινότητα, και ότι ο ομοσπονδιακός πρόεδρος το επισκέφθηκε σε πολύ στενό κύκλο.

    Οι συμβολικές χειρονομίες, όπως οι καταθέσεις στεφάνων, δεν έχουν πάντοτε την ίδια βαρύτητα σε όλες τις κοινότητες. Έτσι, για το Δίστομο και τα Καλάβρυτα ήταν σημαντική η παρουσία κάποιας επίσημης γερμανικής αντιπροσωπείας, μιας και αφενός τα τελευταία χρόνια είχαν επανειλημμένα αποσταλεί προσκλήσεις, ενώ αφετέρου λειτούργησε ως μια μορφή αναγνώρισης των εγκλημάτων και αποδοχής της ενοχής και των ευθυνών στο παρόν. Από την άλλη πλευρά όμως, στα Σέρβια, η εκδήλωση για την καταστροφή της πόλης δεν θεωρήθηκε ως μια περίσταση όπου θα ήταν απαραίτητη η παρουσία γερμανών αξιωματούχων.11Συνεντεύξεις στα Σέρβια Κοζάνης, 2018 (δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη). Αλλά και στην Κρήτη διατυπώθηκαν επ’ αυτού διαφορετικές γνώμες. Δεν υπήρξε έτσι ενεργός συμμετοχή γερμανικής διπλωματικής αντιπροσωπείας, ούτε καταθέσεις στεφάνων με αφορμή κάποια ημέρα μνήμης. Τέτοιες χειρονομίες θεωρήθηκε πως θα έπρεπε να συνοδεύονται τουλάχιστον από μια προθυμία διαλόγου για το ζήτημα των αποζημιώσεων και των υλικών επανορθώσεων.12Συνεντεύξεις σε Ρέθυμνο, Κάνδανο και Βιάννο, 2019 (δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη). Αυτή η γραμμή σκέψης απαιτεί πλάι στις συμβολικές χειρονομίες και υλικά μέτρα. Οι κατά τόπους διαφορετικές αντιλήψεις υπαγορεύουν την ανάγκη μιας διαφοροποιημένης πολιτικής προσέγγισης των εκδηλώσεων μνήμης, αλλάζοντας κάθε φορά τον ρόλο που καλείται να παίξει η εκάστοτε γερμανική διπλωματική αντιπροσωπεία.

    Οι κινήσεις αναγνώρισης και συνεργασίας έτυχαν θερμής υποδοχής, κυρίως όταν προήλθαν μέσα από την κοινωνία των πολιτών, ενώ όταν έγιναν από πολιτικούς δρώντες προϋπόθεση ήταν οι προθέσεις τους να κριθούν πρώτα ειλικρινείς. Για παράδειγμα, τούτο ίσχυσε στην περίπτωση της συνεργασίας ορισμένων χωριών με την ομάδα δράσης από το Αμβούργο AK Distomo, η οποία στήριξε τις διεκδικήσεις των μαρτυρικών κοινοτήτων για αποζημιώσεις· το ίδιο και στην περίπτωση της επίσκεψης της αντιπροέδρου του γερμανικού κοινοβουλίου, Claudia Roth, το 2018 στην πόλη Τυμπάκι της Κρήτης, με τη συμμετοχή της στις εκδηλώσεις να τυγχάνει θετικής ανταπόκρισης λόγω της ανοιχτότητας που την διέκρινε.13Συνεντεύξεις στο Ρέθυμνο, 2019 (δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη). Εδώ λοιπόν θα μπορούσε να γίνει μια διάκριση μεταξύ των επίσημων εκπροσώπων της γερμανικής κυβέρνησης, και των φορέων της κοινωνίας των πολιτών ή και άλλων πολιτικών, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα των μαρτυρικών κοινοτήτων, όντας τουλάχιστον πρόθυμοι να ξεκινήσουν διάλογο. Συνεπώς, οι στάσεις των μαρτυρικών χωριών έναντι του ταμείου για τον μέλλον και του στόχου του για τη δημιουργία μιας κοινής κουλτούρας μνήμης, διέφεραν επίσης σημαντικά. Ενώ ορισμένα εξ αυτών ήδη από το 2015 χαιρέτησαν την πρωτοβουλία συμμετέχοντας ενεργά, αλλά καταδίκασαν έντονα οποιαδήποτε συνεργασία.

    Συμβολή, περιορισμοί και θέματα περαιτέρω διερεύνησης

    Για δεκαετίες, μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας δεν υπήρχε συντονισμένη και στοχοθετημένη πολιτική συμφιλίωσης. Οι σχέσεις των δύο χωρών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκαν με βάση το ψυχροπολεμικό πλαίσιο και τον πολιτικό πραγματισμό. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, προέκυψαν νέες πολιτικές και προσωπικές φιλίες, οι οποίες δεν έθιγαν τα ζητήματα του πολέμου, της Κατοχής και των συνεπειών τους – εξού και ο όρος φιλία χωρίς συμφιλίωση. Στη Γερμανία, ήταν κυρίως η κοινωνία των πολιτών αυτή που επεδίωκε τη συμφιλίωση και την προσέγγιση με τις ελληνικές μαρτυρικές κοινότητες. Η ιστορία των θυμάτων επισκιάστηκε ή και σχετικοποιήθηκε από πολιτικά αφηγήματα και από την άγνοια. Επιπλέον, η επιθυμία για δικαίωση και αποκατάσταση ανήχθη σχεδόν αποκλειστικά σε οικονομικούς όρους και έτσι αντιμετωπίστηκε κυρίως ως μια οικονομική υπόθεση. Η αναγνώριση, η εξεύρεση της αλήθειας και η εδραίωση της δικαιοσύνης παρέμειναν για χρόνια στο περιθώριο.

    Η γερμανική εξωτερική πολιτική έναντι των ελληνικών μαρτυρικών κοινοτήτων, από το 2014 και μετά, ήταν μια σαφής πολιτική συμφιλίωσης, η οποία πέρα από τις κοινότητες, επιχείρησε γενικότερα να κινητοποιήσει ευρύτερα τμήματα της ελληνικής και γερμανικής κοινωνίας, διαμορφώνοντας για τον σκοπό αυτό ξεκάθαρους στόχους: Κοινή κουλτούρα μνήμης και συμφιλίωση με τα θύματα και τους απογόνους τους. Τούτο επιβεβαιώνεται μέσα από την απόφαση δημιουργίας ενός ελληνογερμανικού ιδρύματος νεολαίας, το οποίο θα απευθυνόταν συνολικά στους νέους ανθρώπους και των δύο χωρών. Από την άλλη πλευρά, οι κοινές επιστημονικές διοργανώσεις, οι εκδηλώσεις μνήμης και διάφορα άλλα  πρότζεκτ αποτέλεσαν ένα βήμα προς την κατεύθυνση της θεμελίωσης μιας κοινής κουλτούρας μνήμης και επανεκτίμησης της ιστορίας, έχοντας ως πυρηνικό ηθικό πρόταγμά τους την εξεύρεση της αλήθειας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, όπως αποδεικνύει η τελική συνεργασία για το ίδρυμα νεολαίας, αποδέχθηκαν σε μεγάλο βαθμό την ως άνω πολιτική στο πλαίσιο των εταιρικών σχέσεών τους με τη Γερμανία. Δεν εκφράστηκε ωστόσο εκ μέρους τους η ίδια ορμητική τάση για συμφιλίωση, ενώ συνέχισαν να εγείρονται διεκδικήσεις για αποζημιώσεις και επανορθώσεις. Επιπλέον, παρά την προοδευτική εμβάθυνση της συνεργασίας, όσον αφορά στην νεολαία και την επανεκτίμηση της ιστορίας, η προθυμία των μαρτυρικών κοινοτήτων να συνεργαστούν με τη Γερμανία εμφάνιζε πολλές διαφοροποιήσεις.

    Έτσι, κατά τα έτη 2014-2019, υπήρχαν αρκετά διαφορετικές αντιδράσεις έναντι των γερμανικών πρωτοβουλιών ανάμεσα στις μαρτυρικές κοινότητες, κάποιες εκ των οποίων διατηρούσαν διαφορετική στάση και από την ίδια την ελληνική κυβέρνηση, μην υποστηρίζοντας τη δημιουργία του ιδρύματος νεολαίας. Αντίθετα, όλες οι μαρτυρικές πόλεις και τα μαρτυρικά χωριά υποστήριξαν τις διεκδικήσεις για αποζημιώσεις και επανορθώσεις. Πάντως, την ίδια περίοδο δεν επέδειξαν ενιαία αρνητική στάση απέναντι σε όλες τις πτυχές της γερμανικής πολιτικής συμφιλίωσης. Πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών ή και πολιτικών που ανταποκρίνονταν στις διεκδικήσεις τους ή τουλάχιστον έδειχναν προθυμία για διάλογο, ήταν ευπρόσδεκτες. Η διαφορετικότητα των στάσεων είχε την αντανάκλασή της και στις εκδηλώσεις μνήμης που διοργανώνονταν. Κάποια χωριά προσκαλούσαν γερμανούς εκπροσώπους, ενθαρρύνοντας την ενεργό συμμετοχή τους, ενώ άλλα είτε δεν έστελναν προσκλήσεις, είτε αποδέχονταν μονάχα μια παθητική μορφή συμμετοχής. Τούτο υποδεικνύει πως κάθε φορά υπήρχε ένας διαφορετικός βαθμός συμμετοχής εκπροσώπων της ομάδας των πρώην δραστών και πως ταυτόχρονα υπήρχε έντονη διαφοροποίηση της στάσης των κοινοτήτων. Οι διεκδικήσεις για αποζημιώσεις και επανορθώσεις ήταν εν προκειμένω καθοριστικής σημασίας, και σταθμίζονταν διαφορετικά σε κάθε περιοχή. Συνολικά, πάντως, στο διάστημα 2014-2019 διαπιστώνεται πως υπήρχε διάθεση για συζήτηση, άλλοτε ισχυρότερη και άλλοτε ασθενέστερη. Όπως και να έχει, είναι προφανές ότι ο διάλογος, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν εντονότερος από ό,τι πριν από την επίσκεψη του Gauck, γεγονός που έχει να κάνει με την μεγαλύτερη πρόθεση εμπλοκής της Γερμανίας στο ζήτημα. Επρόκειτο για μια αξιοσημείωτη αλλαγή στις διμερείς σχέσεις.

    Η διερεύνηση της γερμανικής πολιτικής συμφιλίωσης έναντι της Ελλάδας, με έμφαση στις ελληνικές μαρτυρικές κοινότητες, έδειξε ότι: Οι συμβολικές κινήσεις είναι ευπρόσδεκτες· χρειάζεται ωστόσο να συνοδεύονται από ένα υλικό-ουσιαστικό υπόβαθρο. Επιπρόσθετα, οι ελληνικές μαρτυρικές κοινότητες τηρούσαν διαφορετικές στάσεις έναντι της γερμανικής πολιτικής συμφιλίωση, γεγονός που έθετε και τα όρια της τελευταίας. Η σύντομη έκταση, η οποία έπρεπε να διακρίνει τις αναλύσεις μας, δεν επέτρεψε τη μελέτη και άλλων πολιτικών πεδίων, όπως η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας έναντι τρίτων χωρών ή η ερευνητική και τοπική συνεργασία Γερμανίας-Ελλάδας. Ωστόσο, και αυτοί οι τομείς επηρεάζουν τη διαδικασία συμφιλίωσης και για αυτό αξίζουν να διερευνηθούν περαιτέρω. Από τη σκοπιά της πολιτικής επιστήμης, η ελληνογερμανική συμφιλίωση συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση, μιας και η διαδικασία, ακόμη και σήμερα, 75 χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, παραμένει ανοιχτή, ενώ παράλληλα διαρκώς επανακαθορίζεται και εμπλουτίζεται. Στο πλαίσιο των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, αξίζει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο εν λόγω θέμα, όχι μονάχα για την ιστορική του σημασία ή τη σημασία που έχει στο επίπεδο της πολιτικής επιστήμης, αλλά ενόψει και της επίδρασης που έχει στην τρέχουσα ασκούμενη πολιτική των δύο χωρών. Υπό αυτό το πρίσμα, η διαδικασία συμφιλίωσης θα μπορούσε να αποβεί αποφασιστική και για άλλους τομείς των διμερών σχέσεων και να λειτουργήσει ως πρότυπο για ανάλογες διαδικασίες άλλων χωρών.

    Zusammenfassung

    Η παρούσα μελέτη διερευνά, από τη σκοπιά της πολιτικής επιστήμης, τη γερμανική πολιτική συμφιλίωσης έναντι της Ελλάδας κατά την περίοδο 2014-2019, επισκοπώντας κι εξετάζοντας παράλληλα τη σχετική νεότερη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία στο ερευνητικό πεδίο της συμφιλίωσης. Παρουσιάζονται τα ελλείμματα και τα χαρακτηριστικά των διμερών σχέσεων κατά τα τελευταία 70 χρόνια, και περιγράφεται η αλλαγή της γερμανικής πολιτικής που πραγματοποιήθηκε. Αντικείμενο της ανάλυσης καθίστανται επίσης συμβολικές χειρονομίες, όπως η εκφώνηση λόγων σε εκδηλώσεις μνήμης και οι καταθέσεις στεφάνων, αλλά και πρακτικές πρωτοβουλίες, όπως η ίδρυση του Ελληνογερμανικού Ταμείου για το Μέλλον και του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος δεν βρίσκεται όμως μονάχα η γερμανική πολιτική συμφιλίωσης, αλλά και οι ελληνικές μαρτυρικές πόλεις και τα μαρτυρικά χωριά, ήτοι οι αποδέκτες της εν λόγω πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο φανερώνονται οι δυνατότητες, αλλά και τα όρια των γερμανικών συμβολικών κινήσεων, όσον αφορά στη διαμόρφωση μιας κοινής κουλτούρας μνήμης και στην ολοκλήρωση της διαδικασίας της συμφιλίωσης. Για λόγους οριοθέτησης του αντικειμένου της μελέτης, δεν εξετάστηκαν τα ζητήματα που σχετίζονταν με τις εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας και τις αποζημιώσεις. Κατά τα λοιπά, το άρθρο επιχειρεί να συμβάλλει στη μελέτη μιας διαδικασίας προσέγγισης που αναμένονταν εδώ και πολύ καιρό. Η επιτυχής περαίωση της διαδικασίας αυτής εξαρτάται από το ενδιαφέρον και την αποφασιστικότητα που θα επιδείξουν οι διάφοροι δρώντες και από τις δύο χώρες. Σε κάθε περίπτωση συνιστά σίγουρα ένα κομβικό σημείο των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων.

    Μετάφραση από τα γερμανικά: Άκης Παραφέλας

    Σημειώσεις

    • 1
      Η λέξη «μαρτυρικός» έχει και θρησκευτικές συνδηλώσεις, οι οποίες παρότι εν προκειμένω δεν παίζουν κάποιο ρόλο, παρ’ όλ’ αυτά είναι σημαντικές σε ένα συμβολικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, το μαρτύριο και τα βάσανα των κατοίκων έπρεπε να καταστεί δυνατό να εκφράζονται ήδη μέσα από τον χαρακτηρισμό των πόλεων και των χωριών. Στο παρόν άρθρο, υιοθετείται ο όρος που αποδίδουν στον εαυτό τους οι ίδιες οι μαρτυρικές κοινότητες, χωρίς να προβαίνουμε σε περαιτέρω ανάλυσή του.
    • 2
      Ο όρος «μαρτυρικός-ή-ό» χρησιμοποιούνταν ήδη πριν από τον πόλεμο για να περιγράψει συνθήκες που έμοιαζαν με σκληρά χτυπήματα της μοίρας. Διαδόθηκε δε με αφορμή το γαλλικό χωριό Oradour-sur-Glane, το οποίο εξαιτίας της σφαγής που υπέστη, χαρακτηρίστηκε ως «village martyr» (Farmer, 2000). Τα ελληνικά χωριά, αφού προσάρμοσαν το γαλλικό παράδειγμα στις δικές τους συνθήκες, υιοθέτησαν τον ίδιο χαρακτηρισμό.
    • 3
      Πρβλ. μεταξύ άλλων τα έργα των: Μαρία Καβάλα (2015), Ρίκα Μπενβενίστε (2014), Γιώργος Κόκκινος (2015), Λέων Α. Ναρ (2018), Odette Varon-Vassard (2019), Άννα-Μαρία Ντρομπούκη (2019), και Leon Saltiel (2020).
    • 4
      Σημαντική γι αυτή τη διαδικασία είναι η έκδοση του εξαιρετικού τόμου: «Η Κατοχή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ελληνική και Γερμανική Κουλτούρα Μνήμης (1941-1944)» (Kambas/Mitsou, 2015).
    • 5
      Επίσημη ελληνική μετάφραση της υπηρεσίας της ομοσπονδιακής προεδρίας: «Είναι αυτές οι φράσεις που δεν έχουν ειπωθεί, αυτή η ανύπαρκτη γνώση που θεμελιώνουν μια δεύτερη ενοχή, αφού αποκλείουν τα θύματα ακόμη και από την μνήμη». https://www.bundespraesident.de/SharedDocs/Downloads/DE/Reden/2014/03/140307-Griechenland-Mahnmal-Lingiades.pdf?__blob=publicationFile
    • 6
      Το ελληνικό κοινοβούλιο ασχολείται συνεχώς με αυτό το θέμα. Ακόμη και κοινοβουλευτικές ομάδες του γερμανικού κοινοβουλίου, που ανήκουν στην αντιπολίτευση, επανέρχονται ανά τακτά διαστήματα στο ζήτημα, βλ. για παράδειγμα τις εκδηλώσεις των κομμάτων Die Linke (13.11.2019) και Bündnis 90/Die Grünen (02.03.2020), όπου μετείχαν καλεσμένοι και από τις δύο χώρες.
    • 7
      Επίσημη ελληνική μετάφραση της υπηρεσίας της ομοσπονδιακής προεδρίας: «Με αίσθημα ντροπής και με πόνο ζητώ στο όνομα της Γερμανίας συγνώμη από τις οικογένειες των δολοφονηθέντων» https://www.bundespraesident.de/SharedDocs/Downloads/DE/Reden/2014/03/140307-Griechenland-Mahnmal-Lingiades.pdf?__blob=publicationFile
    • 8
      Συνέντευξη με τον Γενικό Πρόξενο της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη, 2019 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη).
    • 9
      Συνιδρυτής του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών (ΕΣΔΟΓΕ) ήταν ο Μανώλης Γλέζος, πολιτικός της Αριστεράς και ακτιβιστής. Ο Γλέζος αποτέλεσε σύμβολο της ελληνικής Αντίστασης, γιατί τον Μάη του 1941 αυτός και ο Απόστολος Σάντας κατέβασαν τη νύχτα τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη.
    • 10
      Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων που έκανα την άνοιξη του 2019 διαπίστωσα ότι ήταν ελάχιστοι οι δήμαρχοι και οι εκπρόσωποι των μαρτυρικών κοινοτήτων, που θυμόντουσαν την επίσκεψη Steinmeier, παρότι είχε γίνει μόλις έναν χρόνο πριν. Αντιθέτως, την ομιλία του Gauck στους Λιγκιάδες την θυμόντουσαν όλοι.
    • 11
      Συνεντεύξεις στα Σέρβια Κοζάνης, 2018 (δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη).
    • 12
      Συνεντεύξεις σε Ρέθυμνο, Κάνδανο και Βιάννο, 2019 (δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη).
    • 13
      Συνεντεύξεις στο Ρέθυμνο, 2019 (δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη).

    Βιβλιογραφία

    Παραπομπή

    Χαράλαμπος (Μπάμπης) Καρπουχτσής: «Η γερμανική πολιτική συμφιλίωσης 2014-2019 και ο ρόλος των ελληνικών μαρτυρικών κοινοτήτων», στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 02.03.22, URI : https://comdeg.eu/essay/109831/.