Δομές και δρώντες κατά την ανάπτυξη των ελληνογερμανικών σχέσεων στο χρονικό διάστημα 1871-1941

  • Δημοσιεύτηκε 02.09.21

Μεταξύ 1871 και 1941, οι ελληνογερμανικές σχέσεις γνώρισαν αλματώδη ανάπτυξη. Η παρούσα μελέτη πρόκειται να εξετάσει την αλληλεπίδραση δομών και δρώντων προσώπων σε αυτή τη διαδικασία, και να προσδιορίσει τις κρίσιμες στιγμές και τους αποφασιστικούς παράγοντες που επέτρεψαν την αύξηση της γερμανικής οικονομικής και πολιτικής επιρροής στην Ελλάδα. Θα εξεταστεί ο ρόλος που διαδραμάτισε η Γερμανική Ενοποίηση, καθώς και οι πολιτικές προτεραιότητες του Βερολίνου έναντι της Ελλάδας κατά την περίοδο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Πού άλλαξε η στάση του Βερολίνου έναντι της Ελλάδας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και γιατί; Τι ρόλο έπαιξαν οι αλλαγές στην οικονομική δομή της Ελλάδας που προκλήθηκαν από την ενσωμάτωσης της Μακεδονίας και της Θράκης; Πώς επηρέασε τις ελληνογερμανικές σχέσεις η αναδιοργάνωση της Ευρώπης, όπως διαμορφώθηκε μετά τη τη Συνθήκη των Βερσαλλιών; Τι αντίκτυπο είχαν στις ελληνογερμανικές σχέσεις η Μεγάλη Ύφεση και η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία; Ποια ήταν η αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των παραγόντων και της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του Μεταξά, και πώς πρέπει να κατανοήσουμε την απόφαση του Χίτλερ να καταλάβει την Ελλάδα;

Περιεχόμενα

    Εισαγωγή

    Η γερμανική ενοποίηση το 1871 κατέστησε τη Γερμανία νέο πρωταγωνιστή στην παγκόσμια σκηνή. Αυτό είχε επίσης σημαντικό αντίκτυπο στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να αναλύσει τον ρόλο που έπαιξαν συγκεκριμένες δομές και πρόσωπα στην ανάπτυξη των ελληνογερμανικών σχέσεων από την ενοποίηση της Γερμανίας έως και την κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα. Αρχικά, θα σταθώ στις σημαντικότερες δομές που διαμόρφωσαν το πλαίσιο της πορείας αυτών των σχέσεων. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσω να εντοπίσω τις τομές που συνέβαλαν στη μεταβολή των δομών, όσον αφορά την επιρροή τους στην πορεία των ελληνογερμανικών σχέσεων. Τέλος, θα διαπραγματευτώ τη σημασία της ενδεχομενικότητας και της δράσης των υποκειμένων σε αυτή τη διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της ανάλυσής μου, θα προσδιορίσω τους τους βασικούς πρωταγωνιστές, είτε πρόκειται για άτομα, είτε για ομάδες ή θεσμούς. Τα σημεία στα οποία εστιάζω είναι κυρίως η πολιτική, η οικονομία και οι διακρατικές σχέσεις, ιδίως στο ευρωπαϊκό κρατικό σύστημα υπό το πρίσμα της συνέχειας και της ασυνέχειας.

    Η πρωτοκαθεδρία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

    Τις δεκαετίες που ακολούθησαν τη Γερμανική Ενοποίηση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέστη ένας όλο και πιο σημαντικός στόχος για τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της Γερμανίας στο εξωτερικό. Όσον αφορά το εμπόριο και την οικονομία, το Βερολίνο διέκρινε ελκυστικές ευκαιρίες για την επέκταση των γερμανικών συμφερόντων.

    Ταυτόχρονα, το Βερολίνο έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην επισφαλή γεωπολιτική θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και στη συνοχή της, η οποία δεχόταν αυξανόμενες πιέσεις τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό. Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκαν οι ελληνογερμανικές σχέσεις μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η προτεραιότητα που έδινε το Βερολίνο στις σχέσεις του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, περιόριζε σε κάποιο βαθμό τις σχέσεις του με την Ελλάδα. Αυτό γινόταν φανερό κάθε φορά που συγκρούονταν τα ελληνικά και τα οθωμανικά συμφέροντα. Ο γενικός στόχος του Βερολίνου ήταν να προωθήσει μια ελληνο-οθωμανική προσέγγιση, αλλά σε περιπτώσεις σύγκρουσης ή πολέμου, η Γερμανία τασσόταν στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – όπως συνέβη για παράδειγμα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 (Loulos, 1986, 37-78). Την ίδια περίοδο, το Βερολίνο ήθελε να βελτιώσει τις σχέσεις του με την Ελλάδα. Αυτό ίσχυε όχι μόνο για το εμπόριο και τα χρηματοοικονομικά, αλλά και για τον πολιτικά πολύ πιο ισχυρό τομέα της εμπορίας όπλων και πολεμικού υλικού. Από τη δεκαετία του 1880 και μετά, η Γερμανία είχε καθιερωθεί ως ο κύριος προμηθευτής στρατιωτικού υλικού και τεχνογνωσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Yorulmaz, 2014, 1-5). Η Ελλάδα είχε γνώρισε άμεσα τις συνέπειες αυτής της εξέλιξης, όταν τα ελληνικά στρατεύματα ηττήθηκαν το 1897από τον οθωμανικό στρατό, την εκπαίδευση του οποίου είχαν αναλάβει γερμανοί εμπειρογνώμονες .

    Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας καταβλήθηκαν διάφορες προσπάθειες ώστε να καταστεί η Γερμανία προμηθευτής και του ελληνικού στρατού. Ο βασικότερος παράγων από ελληνικής πλευράς ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος και μια ομάδα πιστών ακολούθων του. Αφού οι προσπάθειες αυτές απέβησαν άκαρπες, η Ελλάδα στράφηκε τελικά προς τη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία (Loulos, 1986, 82-88).

    Ωστόσο, το 1915 ο Κωνσταντίνος, με τη νέα του ιδιότητα ως βασιλιάς, υπονόμευσε ενεργά τις προσπάθειες της εκλεγμένης κυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου να ενταχθεί στην Αντάντ. Αυτό οδήγησε στον λεγόμενο Εθνικό Διχασμό, ο οποίος χώρισε τη χώρα σε δύο πολιτικά στρατόπεδα και πόλωσε τον πληθυσμό σε τέτοιο βαθμό που το έθνος οδηγήθηκε στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου (Mavrogordatos, 2015, 269-318). Υπάρχει και μια άλλη διάσταση των γερμανο-οθωμανικών δεσμών που αφορά την εξέλιξη των ελληνογερμανικών σχέσεων και χρήζει προσοχής. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η Γερμανία προσέδωσε υψηλή προτεραιότητα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετωπίζοντάς την ως περιοχή επέκτασης των πολιτικών και εμπορικών της συμφερόντων. Για τον σκοπό αυτόν δρομολογήθηκαν διάφορα έργα, μεταξύ των οποίων και η κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης, γεγονός που αποτελούσε όχι μόνο το πιο διάσημο, αλλά και το μεγαλύτερο έως τότε γερμανικό υπερπόντιο έργο (Henderson, 1962, 78-81). Η φιλοδοξία του έργου ήταν να συνδέσει το Βερολίνο με τη Βαγδάτη. Ως συνέπεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το Βερολίνο πίεζε πυρετωδώς για την ολοκλήρωση του τμήματος του σιδηροδρόμου που θα συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τα μέτωπα στη Μέση Ανατολή.1Κωνσταντινούπολη, 20 Φεβρουαρίου 1915, Liman von Sanders προς Hans Freiherr von Wagenheim, OR0461, Ιστορικό Ινστιτούτο της Deutsche Bank (HIDB). Τούτο προσέδωσε στην επαρχία της Κιλικίας κεντρικό ρόλο, μιας και στην εν λόγω περιοχή έπρεπε να ολοκληρωθούν τα τελευταία μεγάλα έργα για να ανοίξει η σιδηροδρομική γραμμή προς τη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, η Κιλικία ήταν η πιο βιομηχανοποιημένη επαρχία της αυτοκρατορίας, μετά τη Σμύρνη, και, λόγω της γειτνίασής της με τα πεδία των μαχών, η πιο σημαντική από στρατηγική άποψη.

    Έτσι, μέσα από τις προμήθειες προς στα εργοτάξια του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης, καθώς και στον οθωμανικό στρατό και τις μεγάλες πόλεις της επαρχίας της Κιλικίας, ορισμένοι οθωμανοί και έλληνες επιχειρηματίες έγιναν ακόμη ισχυρότεροι, ως σημαντικοί παράγοντες της ελληνικής οικονομίας κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Η σημασία αυτών των ανδρών για τις ελληνογερμανικές σχέσεις έγκειτο στο γεγονός ότι οι ειδικές συνθήκες της πολεμικής οικονομίας και η σημασία των επιχειρήσεών τους, τούς συνέδεσαν με τη Γερμανία με έναν τρόπο που κανένας έλληνας επιχειρηματίας δεν είχε συνδεθεί έως εκείνη την εποχή. Τούτο γίνεται φανερό από τις στενές επαφές που απέκτησαν με κορυφαία γερμανικά χρηματοπιστωτικά και βιομηχανικά ιδρύματα, από τα δίκτυα στα οποία συμμετείχαν, και από την ευκολία πρόσβασης σε ηγετικά στελέχη γερμανικών επιχειρήσεων και της γερμανικής πολιτικής σκηνής, ακόμη και κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο εκπρόσωπος αυτής της ομάδας με τη μεγαλύτερη επιρροή ήταν ο Πρόδρομος Μποδοσάκης-Αθανασιάδης (Pelt, 2016, 81-105).

    Η μεταπολεμική ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων ως πλαίσιο των ελληνογερμανικών σχέσεων

    Η Σύνοδος Ειρήνης του Παρισιού οδήγησε σε ριζική μεταβολή της ισορροπίας δυνάμεων στον γεωπολιτικό χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Το γεγονός αυτό επέδρασε αποφασιστικά στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Ο διαμελισμός της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων έφερε τη Νοτιοανατολική Ευρώπη στο προσκήνιο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής και ώθησε το Βερολίνο να διαδραματίσει αμεσότερο ρόλο στην περιοχή. Τούτη η εξέλιξη σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με τα γαλλικά συμφέροντα, καθώς ο κύριος στόχος του Παρισιού ήταν να υπερασπιστεί το νέο status quo, και να μετατρέψει την περιοχή σε μια ζώνη ασφαλείας (cordon sanitaire) έναντι των γερμανικών και των σοβιετικών βλέψεων, μέσω ενός συστήματος ασφαλείας που βασιζόταν στην πολωνο-ρουμανική συμμαχία και τη Μικρή Αντάντ (Petit Entente) μεταξύ Τσεχοσλοβακίας, Ρουμανίας και Γιουγκοσλαβίας. Με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, εξέλιπαν οι όροι που υπαγόρευαν την πρωτοκαθεδρία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπαγόρευαν τη γερμανική πολιτική έναντι της Ελλάδας για μισό αιώνα. Τέλος, η νέα διεθνής τάξη πραγμάτων που προέκυψε από τον πόλεμο, επισφράγισε τις ελληνικές κατακτήσεις στους Βαλκανικούς Πολέμους, οι οποίες με τη σειρά τους επηρέασαν έντονα την ελληνική οικονομική πολιτική, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο και στο διεθνές εμπόριο. Τούτο οφειλόταν στο γεγονός ότι η ενσωμάτωση των καπνοπαραγωγικών επαρχιών της Μακεδονίας και της Θράκης άλλαξε τη δομή του εξωτερικού εμπορίου, καθιστώντας τον καπνό το σημαντικότερο εξαγωγικό προϊόν. Αυτό οδήγησε επίσης σε μια μακροπρόθεσμη μετατόπιση που επέτρεψε στη Γερμανία να πάρει τη θέση της σημαντικότερης αγοράς, παραγκωνίζοντας τη Γαλλία και τη Βρετανία. Ωστόσο, αντιστάθμισμα στη νέα θέση ισχύος της Γερμανίας στάθηκε η ανάγκη της Ελλάδας για ξένα κεφάλαια τη δεκαετία του 1920, καθώς η ελληνική οικονομία συνέχισε να εξαρτάται στον τομέα αυτόν αρχικά από τη Βρετανία, αλλά και από τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες (Pelt, 1998, 43-54).

    Οι ελληνογερμανικές σχέσεις σε καθεστώς ελεύθερου εμπορίου και ροής κεφαλαίων

    Η έλευση περισσότερων από ένα εκατομμύριο προσφύγων από τη Μικρά Ασία, ως αποτέλεσμα της ήττας του ελληνικού στρατού από τους τούρκους εθνικιστές, έκανε ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη βελτίωσης των ελληνικών υποδομών, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες ενός πολύ μεγαλύτερου πληθυσμού. Μία δυνατότητα ήταν τα δημόσια έργα, ενώ μία άλλη η παροχή ενισχύσεων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις για να μπορούν να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση. Η κατάσταση αυτή κατά τη δεκαετία του 1920 παρακίνησε μεγάλες γερμανικές εταιρείες να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα ξεχώρισαν οι κατασκευαστικές εταιρείες Philipp Holzmann και Siemens. Η Philipp Holzmann είχε να επιδείξει μια σειρά από απαιτητικά και εξαιρετικά περίπλοκα εθνικά και διεθνή έργα μεγάλου κύρους. Μεταξύ άλλων, η εταιρεία είχε κατασκευάσει το Ράιχσταγκ στο Βερολίνο το 1894, και ήταν βασικός εταίρος στην κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης για δεκαπέντε χρόνια· η Siemens-Bauunion ανήκε στη Siemens, πρωτοπόρα εταιρεία της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης. Το 1924, και οι δύο εταιρείες συμμετείχαν στο διαγωνισμό για την κατασκευή φράγματος κοντά στο Μαραθώνα, το οποίο επρόκειτο να επεκτείνει την υδρευτικό δίκτυο της Αθήνας και του Πειραιά. Η Philipp Holzmann εκπροσωπήθηκε από τον Μποδοσάκη. Σύμφωνα με τον Μποδοσάκη, κέρδισαν τον διαγωνισμό, ενώ σύμφωνα με τη Siemens-Bauunion, η Philipp Holzmann ήρθε δεύτερη (Χατσιώτης, 2005, 90 και 94- Μαρία Δημητριάδου-Λουμάκη, 2010, 225-299). Ωστόσο, η ανάθεση του έργου δόθηκε τελικά στην αμερικανική εταιρεία Ulen. Ο κύριος λόγος για την απόφαση αυτή φαίνεται να ήταν ότι η αμερικανική επιχείρηση είχε την υποστήριξη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και, σε αντίθεση με τις γερμανικές επιχειρήσεις, ήταν σε θέση να κινητοποιήσει τις τράπεζες για να διασφαλίσουν ένα σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης (Cassimatis, 1988, 172-176).

    Τέλος, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920, η Siemens συμμετείχε στην εγκατάσταση των δημόσιων τηλεφώνων στην Ελλάδα στο πλαίσιο εντεταλμένης δράσης στην οποία μετείχε και ο Μποδοσάκης (Χατζιώτης, 2005, 103-105). Το χρηματιστηριακό κραχ της Wall Street τον Οκτώβριο του 1929 και η επακόλουθη Μεγάλη Ύφεση κατά τη δεκαετία του 1930 επηρέασαν βαθιά τις ελληνογερμανικές σχέσεις.

    Οι ελληνογερμανικές σχέσεις σε καθεστώς οργανωμένου ανταλλακτικού εμπορίου

    Η Μεγάλη Ύφεση αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για την ελληνική γεωργία και τα δημόσια οικονομικά του ελληνικού κράτους. Το ωστικό κύμα αυτής της κρίσης έπληξε τόσο την εθνική οικονομία όσο και ολόκληρη την κοινωνία. Η αγορά καπνού κατέρρευσε, προκαλώντας την μεγαλύτερη ζημία λόγω της κρίσιμης θέσης της στη συνολική οικονομία της χώρας. Το 1932, η ελληνική κυβέρνηση θέσπισε μια σειρά νόμων προκειμένου να αποφύγει την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους. Η κίνηση αυτή, ωστόσο, δεν επέλυσε την κρίση κεφαλαίων και συναλλάγματος, η οποία εξακολούθησε να αποτελεί σοβαρή απειλή για την οικονομία. Σύντομα, ακολούθησε μια νέα σειρά νόμων που επέβαλαν ποσοτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές και εισήγαγαν αυστηρούς συναλλαγματικούς ελέγχους. Κατά συνέπεια, το εμπόριο με τη Γερμανία ρυθμίστηκε με βάση μια συμφωνία clearing.2Les conditions de l’agriculture mondiale en 1938-39, Rome 1940, 252-255.

    Επρόκειτο για μία μορφή εμπορίου που επέτρεπε την ανταλλαγή αγαθών χωρίς τη μεταφορά χρημάτων, καταθέτοντας πληρωμές για εισαγωγές από την Ελλάδα σε λογαριασμό στο Βερολίνο και ρευστοποιώντας τις μόνο με αγορές στη Γερμανία. Οι αυξανόμενες γερμανικές αγορές αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών από την Ελλάδα οδήγησαν σε μια ταχεία συσσώρευση στον λογαριασμό clearing ενεργητικών περιουσιακών στοιχείων προς όφελος της Ελλάδας, συσσώρευση που κορυφώθηκε το 1936 (Grenzebach, 1988, 215). Το γεγονός ότι η Ελλάδα ανέλαβε το ρίσκο αυτών των στοιχείων και έτσι χρηματοδότησε de facto τις δικές της εξαγωγές προς τη Γερμανία, έδωσε στη Γερμανία έναν αποτελεσματικό μοχλό για να ασκήσει πίεση στην Ελλάδα με σκοπό την αύξηση των εξαγωγών γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων προς την Ελλάδα. Ωστόσο, αυτό ήταν ασυμβίβαστο με τα συμφέροντα των παραδοσιακών προμηθευτών της Ελλάδας και των ομάδων στην Ελλάδα που είχαν συμφέρον από το εμπόριο αυτό. Οι έλληνες που ήταν υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής βρέθηκαν επομένως αντιμέτωποι με ένα δίλημμα: Έπρεπε να υποστηρίξουν είτε όσους είχαν συμφέροντα από τις παραδοσιακές εμπορικές σχέσεις, είτε τα σχετικά με τις εξαγωγές συμφέροντα, επιλέγοντας τη «γερμανική επιλογή», ώστε να απομειωθούν τα ενεργητικά στοιχεία του λογαριασμού clearing. Ο αντίκτυπος της πίεσης για στροφή προς τη Γερμανία ενισχύθηκε από το γεγονός ότι η εισροή ξένων επενδύσεων είχε στερέψει εντελώς, και επειδή το σύνολο των επενδύσεων προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ (Pelt, 1998, 43-54). Όλα αυτά άνοιξαν το δρόμο για την ανάπτυξη των γερμανικών συμφερόντων στην Ελλάδα. Η τάση αυτή δεν ενισχύθηκε μονάχα από τις εμπορικές συναλλαγές μέσω του λογαριασμού clearing. Η άνιση σχέση μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας στον τομέα της τεχνογνωσίας και της τεχνολογίας, καθώς και το γεγονός ότι οι γερμανικές εταιρείες είχαν συνομολογήσει το 60-70% όλων των συμφωνιών καρτέλ στον κόσμο, συνέβαλαν εξίσου στην αύξηση της εξάρτησης της Ελλάδας από τη Γερμανία (Wurm, 1989, 1-31).3Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα κατά την περίοδο από το 1929 έως το 1937, όταν μεταξύ 30% και 50 % του συνόλου του παγκόσμιου εμπορίου ρυθμιζόταν από συμφωνίες καρτέλ.

    Ενώ όσον αφορά το εμπόριο και τις επενδύσεις σημειώθηκε τη δεκαετία του 1930 μία τάση αποπαγκοσμιοποίησης, οι εξοπλισμοί αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο, αυξήθηκαν ως ένα είδος στρατιωτικής παγκοσμιοποίησης. Τούτο ξεκίνησε στην Άπω Ανατολή ως συνέπεια της επίθεσης της Ιαπωνίας στην Κίνα, και εξαπλώθηκε στην Ευρώπη, απειλώντας σοβαρά τη διακρατική ισορροπία δυνάμεων που είχε καθιερωθεί με τη συνθήκη των Βερσαλλιών, καθώς και την εσωτερική σταθερότητα πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Η εντατικοποίηση της πολεμικής προετοιμασίας μπορεί να αποδοθεί στην αναζωπύρωση του αναθεωρητισμού εκ μέρους της Γερμανίας, ενώ η Ελλάδα ήταν μια από τις πρώτες χώρες όπου μπορούμε να δούμε τις συνέπειες αυτής της τάσης.

    Στα στρατιωτικά ζητήματα, η Ελλάδα είχε βασιστεί στις μεγάλες δυνάμεις της Αντάντ, τη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα ενός παρατεταμένου αγώνα πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν το ζήτημα των εξοπλισμών αποτελούσε αντικείμενο σοβαρού πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ εκείνων που ήθελαν να υποστηρίξουν τις δυνάμεις της Αντάντ ως προμηθευτές για τον εξοπλισμό της Ελλάδας, και εκείνων που προτιμούσαν τη Γερμανία ως κύριο προμηθευτή. Το ζήτημα επιλύθηκε το 1909 μετά το Κίνημα στο Γουδί, το οποίο άνοιξε τον δρόμο στον Βενιζέλο να εισέλθει στην ελληνική πολιτική σκηνή και να ξεκινήσει ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα βασισμένο στη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία (Pelt, 2010, 238-239).

    Εξοπλισμοί και η «γερμανική εναλλακτική»

    Τη δεκαετία του 1930, ωστόσο, η παλιά διαχωριστική γραμμή αναβίωσε. Ορισμένοι παράγοντες που ήθελαν να βασίσουν τη δύναμη πυρός των ενόπλων δυνάμεων στο γερμανικό πολεμικό υλικό και την τεχνογνωσία, επέστρεψαν και προσχώρησαν στην κυβέρνηση των αντιβενιζελικών που ανέλαβε την εξουσία το 1933. Τους ακολούθησαν βιομήχανοι και επενδυτές που είχαν συμφέρον να προωθήσουν την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Ορισμένοι είχαν παρελθόν ως διακεκριμένοι στρατιωτικοί και στενοί συνεργάτες του αποβιώσαντος βασιλιά Κωνσταντίνου, όπως ο στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος είχε λάβει τη στρατιωτική του εκπαίδευση στη Γερμανία, και συγκεκριμένα στην Πρωσική Ακαδημία Πολέμου στο Βερολίνο (Loulos, 1986, 82-88). Άλλοι πάλι, όπως ο Γεώργιος Κονδύλης, είχαν βρεθεί στο βενιζελικό στρατόπεδο. Τέλος, υπήρχαν και πρόσωπα που διατηρούσαν στο παρελθόν δεσμούς με τη γερμανική βιομηχανία και τον γερμανικό χρηματοπιστωτικό κλάδο. Η στροφή προς στη Γερμανία για την προμήθεια πολεμικού υλικού στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των προσπαθειών ενίσχυσης του status quo στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και ενόψει της εισόδου της Ελλάδας στο Βαλκανικό Σύμφωνο. Η συμμαχία μεταξύ της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Τουρκίας και της Γιουγκοσλαβίας, που υπογράφηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1934, στρεφόταν κατά της αναθεωρητικής επιθετικότητας. Ενώ η Βουλγαρία χαρακτηριζόταν ως άμεση απειλή, το σύμφωνο στρεφόταν επίσης κατά των αλβανικών και των ουγγρικών αναθεωρητικών επιδιώξεων. Ταυτόχρονα, ήταν σαφές ότι ούτε η Ιταλία ούτε η Σοβιετική Ένωση ήταν φίλες χώρες για το Σύμφωνο.

    Ο βασικός παράγοντας για τη σύνδεση του ελληνικού εξοπλιστικού προγράμματος με τη Γερμανία ήταν ο Υπουργός Πολέμου, Γεώργιος Κονδύλης: Τον Ιανουάριο του 1934 ζήτησε από τον Μποδοσάκη να αναλάβει και να αναβιώσει την Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου (Poudrerie et Cartoucherie Hellenique), μια χρεοκοπημένη, αλλά κάποτε σημαντική εταιρεία παραγωγής εξοπλιστικού υλικού. Η απόφαση του Κονδύλη να στηριχτεί στον Μποδοσάκη βασίστηκε στην εμπιστοσύνη και την πατρωνία. Ο ίδιος και ο Μποδοσάκης είχαν μια μακρά και στενή σχέση που δημιουργήθηκε στην κατεχόμενη από την Αντάντ Κωνσταντινούπολη, όπου και οι δύο άνδρες είχαν ενεργό συμμετοχή στη βενιζελική οργάνωση «Άμυνα Κωνσταντινουπόλεως». Εξίσου σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι ο Κονδύλης ήθελε με αυτόν τον τρόπο να αποτρέψει την ανάληψη του ελέγχου της εταιρείας από τον ελληνικό στρατό, που τότε ελεγχόταν από τους βενιζελικούς. Έναν μήνα αργότερα, ο Κονδύλης ήρθε σε επαφή με τη γερμανική εταιρεία όπλων Rheinmetall-Borsig και της παρέδωσε μια μακρά λίστα παραγγελιών.

    Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν με απόλυτη μυστικότητα. Οι κυριότεροι λόγοι ήταν δύο: Πρώτον, στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις κυριαρχούσαν βενιζελικοί αξιωματικοί, οι οποίοι όφειλαν την καριέρα τους στη συμμαχία της Ελλάδας με την Αντάντ κατά των Κεντρικών Δυνάμεων. Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 170 της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η Γερμανία δεν επιτρεπόταν να εξάγει πολεμικό εξοπλισμό. Ωστόσο, είναι επίσης σαφές πως όχι μόνο η Rheinmetall-Borsig, αλλά και το Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας θεωρούσαν την προοπτική προμήθειας όπλων στην Ελλάδα, μια πρώην εχθρική δύναμη, ελκυστική ευκαιρία. Ο Bernhard W. von Bülow, υφυπουργός του Υπουργείου Εξωτερικών, δεν άφησε καμία αμφιβολία περί αυτού:

    Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν λάθος να προμηθεύουμε όπλα μόνον σε φιλικά έθνη. Με τον τρόπο αυτό θα γινόμασταν ακόμη πιο ύποπτοι. Με την προϋπόθεση του μανδύα [της σκιώδους εταιρείας Rheinmetall-Borsig και του εργοστασίου όπλων Solothurn στην Ελβετία], θεωρώ την προμήθεια όπλων σε πρώην εχθρούς ιδιαίτερα ελκυστική ιδέα.46 Μαρτίου 1934, Akten zur deutschen auswärtigen Politik, Series C (ADAP C), II, 289, σημείωση 3.

    Οι πωλήσεις όπλων στην Ελλάδα παρείχαν επίσης την ευκαιρία να βελτιωθούν οι σχέσεις της Γερμανίας με τις νικήτριες δυνάμεις και να υπονομευθεί το γαλλικό σύστημα ασφαλείας στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο γερμανικός ενθουσιασμός για τον εξοπλισμό της Ελλάδας πρέπει επίσης να εξεταστεί υπό το πρίσμα της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία και της επιθυμίας του να ακυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Στα μάτια του NSDAP [Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα], η επιστροφή των αντιβενιζελικών στην εξουσία αποτελούσε αναμφισβήτητο πλεονέκτημα για τη Γερμανία. Το Γραφείο Εξωτερικής Πολιτικής του NSDAP τόνιζε επίσης την ανάγκη να αποφευχθεί η επιστροφή των βενιζελικών στην εξουσία. Για τον λόγο αυτό, και επειδή οι βασιλόφρονες κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν αντιταχθεί στην ένταξη της Ελλάδας στην Αντάντ, το Γραφείο Εξωτερικής Πολιτικής του NSDAP συνέστηνε να παρασχεθεί στους βασιλόφρονες μία «προσεκτική» υποστήριξη (Schumann και Nestler, 1975, 238). Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να κατανοήσουμε και τη μακρά σειρά εκατέρωθεν επισκέψεων υψηλόβαθμων ελλήνων και γερμανών πολιτικών, που έλαβαν χώρα τα έτη 1934 και 1935. Το πρώτο βήμα έγινε από τον έλληνα Υπουργό Οικονομίας, Γεώργιο Πεσμαζόγλου, ο οποίος επισκέφτηκε το Βερολίνο στα τέλη Φεβρουαρίου του 1934. Στόχος του ήταν να διερευνήσει τις δυνατότητες επέκτασης των ελληνογερμανικών εμπορικών σχέσεων. Η επίσκεψη αυτή του έδωσε επίσης την ευκαιρία να συναντηθεί με ηγετικά στελέχη του νέου χιτλερικού καθεστώτος και να τους διαβεβαιώσει ότι η Βαλκανική Συμμαχία δεν στρεφόταν κατά της Γερμανίας. Την ίδια περίπου εποχή, ένας έλληνας διαμεσολαβητής, ο οποίος, σύμφωνα με γερμανικές πηγές, είχε διασυνδέσεις με το ελληνικό Γενικό Επιτελείο και τον Κονδύλη, επισκέφθηκε τη γερμανική εταιρεία όπλων Rheinmetall-Borsig.

    Η εταιρεία Rheinmetall-Borsig ήταν ο ιδανικός εταίρος προκειμένου να κρατηθούν μυστικές οι συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών, καθώς λόγω της πολυετούς του εμπειρίας γνώριζε πολύ καλά πώς να παρακάμψει τους περιορισμούς που επέβαλλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών για την κατασκευή πολεμικών υλικών στη Γερμανία και την εξαγωγή τους. Για να καλύψει το γεγονός ότι το πολεμικό υλικό προερχόταν από τη Γερμανία, η Rheinmetall-Borsig χρησιμοποίησε ως προμηθευτή το εργοστάσιο όπλων Solothurn στην ουδέτερη Ελβετία. Βέβαια, η Rheinmetall-Borsig ήταν ιδανική λύση και από πολιτική άποψη: Η εταιρεία βρισκόταν κοντά στην κυβέρνηση, καθώς η γερμανικών κρατικών συμφερόντων εταιρεία Vereinigte Industrieunternehmungen AG (VIAG) κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών της. Επιπλέον, ο ταγματάρχης Waldemar Pabst, πρόεδρος του κεντρικού γραφείου όπλων και πωλήσεων της Rheinmetall-Borsig, είχε καλές σχέσεις με πολλούς κορυφαίους ναζί, ιδίως με τον Hermann Göring και τον Wilhelm Canaris, τον μελλοντικό επικεφαλής της γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (Abwehr). Και οι δύο άνδρες ήταν φίλοι του.5Bundesarchiv-Militärarchiv (MA-BA), Nachlass Pabst N 620/26 – Der Spiegel 1962, Heft 16 – ADAP C, II, 2, 289, σημείωση 1.

    Γι τους παραπάνω λόγους, δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι η Γερμανία, μόλις τρεις μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1934, εκπροσωπήθηκε σε ανώτατο επίπεδο στην Ελλάδα με τον Hermann Göring να καταφθάνει στην Αθήνα ως εκπρόσωπος του Χίτλερ.

    Επειδή ο Χίτλερ εξουσιοδότησε τον Göring ως εκπρόσωπό του σε όλο και περισσότερους κρίσιμους τομείς για το μέλλον της νέας Γερμανίας, όπως οι εξοπλισμοί, η οικονομία και οι εξωτερικές σχέσεις, ο Göring πρέπει να θεωρηθεί βασικός παράγοντας στην προσπάθεια να αναβαθμιστούν οι ελληνογερμανικές σχέσεις. Ως εκ τούτου, δεν αποτελούν έκπληξη οι αναφορές ότι ο Göring προσπάθησε να επιτύχει τη γερμανική συμμετοχή στην ελληνική παραγωγή πυρομαχικών.6Ετήσια έκθεση 1935, Εθνικά Αρχεία (TNA) FO 371/20392. Η πληροφορία αυτή συμπίπτει απόλυτα με το γεγονός ότι ο Μποδοσάκης εργαζόταν ταυτόχρονα για τη σύναψη συμφωνίας με την Rheinmetall-Borsig για την προμήθεια μηχανημάτων στην ελληνική πολεμική βιομηχανία. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να κατανοήσουμε και τη διαβεβαίωση του Πεσμαζόγλου προς το Βερολίνο τον Ιούνιο του 1934 ότι η κυβέρνησή του ήταν πρόθυμη να διευρύνει το ελληνογερμανικό εμπόριο. Η διαβεβαίωση του Πεσμαζόγλου ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη στάση του υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Κυριάκου Βαρβαρέσου, ο οποίος είχε επιστρέψει με άδεια χέρια από την επίσκεψή του στο Βερολίνο, όπου είχε ζητήσει από τον Hjalmar Schacht, πρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζας του Ράιχ (Reichsbank) και Υπουργό Οικονομίας του Ράιχ, να επιτρέψει την ανταλλαγή των ελληνικών ενεργητικών περιουσιακών στοιχείων στον λογαριασμό clearing με συνάλλαγμα7Βερολίνο, 30 Οκτωβρίου 1936, Wirtschaftsgruppe Eisenschaffende -Industrie προς AA, Politisches Archiv des Auswärtigen Amts (PAAA), Ha. Po. IV, Industrie 7, τόμος 1. Σύντομα, ωστόσο, κατέστη σαφές ότι η γραμμή του Πεσμαζόγλου είχε κερδίσει, με την κυβέρνηση να σχεδιάζει να παραγγείλει από τη Γερμανία πολεμικό εξοπλισμό ύψους 75 έως 100 εκατομμυρίων μάρκων (RM), ποσό που θα ήταν υπεραρκετό για να εξισορροπήσει το ελληνογερμανικό εμπόριο στο επίπεδο των χρεωπιστωτικών σχέσεων. 8ADAP C III, 124.

    Ταυτόχρονα, οι γερμανικές αγορές στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά πολύ, με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της αξίας των συνολικών εξαγωγών ελληνικού καπνού. Το Βερολίνο έθετε πλέον ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση των αγορών καπνού την πραγματοποίηση σημαντικών παραγγελιών γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων εκ μέρους της Ελλάδας. Τούτο θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της εισαγωγής του λεγόμενου Νέου Σχεδίου στις 24 Σεπτεμβρίου του 1934, το οποίο ξεκίνησε με το σύνθημα «μετατόπιση του εξωτερικού εμπορίου». Ο στόχος, όπως διαμορφώθηκε από τον Schacht, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το Νέο Σχέδιο, ήταν να διασφαλιστεί ότι η Γερμανία θα αγόραζε αποκλειστικά και μόνον από δικούς της πελάτες.

    Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και η «γερμανική εναλλακτική»

    Υλοποιώντας το Νέο Σχέδιο, οι γερμανικές αρχές απείλησαν τον Μάρτιο του 1935 να σταματήσουν τις εισαγωγές από την Ελλάδα, εάν δεν αύξανε σημαντικά τις εισαγωγές της από τη Γερμανία. Η νέα αυτή κίνηση εξώθησε τον Βαρβαρέσο να υποσχεθεί στο Βερολίνο σημαντική επέκταση των εισαγωγών από τη Γερμανία. Επιπλέον, διατύπωσε την πρόθεση η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος να καταστήσει εκτάκτως διαθέσιμα δέκα εκατομμύρια RM για τη χρηματοδότηση εισαγωγών από τη Γερμανία.918 Σεπτεμβρίου 1935, Philaretos to Koryzis, Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (IAETE), XXVIII Προϊόντα A Καπνός φάκ. 6. Οι προσπάθειες αυτές έλαβαν τη μορφή ιδιωτικής συμφωνίας clearing μεταξύ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και της Τράπεζας της Δρέσδης (Dresdner Bank) με σκοπό την επιτάχυνση των ελληνικών αγορών γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων.1020 Μαΐου 1935, IAETE, XXVIII Προϊόντα A Καπνός φάκ.18. Το κίνητρο συμμετοχής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στη συμφωνία ήταν ότι επεδίωκε πάση θυσία να επαναδραστηριοποιήσει την ελληνική οικονομία και να αναζωογονήσει τις πολλές επιχειρήσεις στις οποίες είχε επενδύσει η τράπεζα, μεταξύ άλλων στον τομέα του καπνού. Για το σκοπό αυτό, η αύξηση των εισαγωγών από τη Γερμανία ήταν ζωτικής σημασίας. Το επόμενο βήμα της τράπεζας ήταν να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση για να εξωθήσει ορισμένες ελληνικές επιχειρήσεις να αγοράσουν γερμανικά προϊόντα.

    Αυτές ήταν οι Σιδηρόδρομοι του Ελληνικού Κράτους (Σ.Ε.Κ.), ο Σιδηρόδρομος Θεσσαλονίκης, η Εταιρεία Αερίου Πειραιά, η Εταιρεία Αποχέτευσης Αθηνών, και δύο εταιρείες βρετανικών συμφερόντων, ο Σιδηρόδρομος Πελοποννήσου και η εταιρεία ηλεκτροδότησης Power & Traction Finance Company Ltd (γνωστή ως ΠΑΟΥΕΡ).1128 Ιουλίου 1935, Φιλάρετος προς Κορυζή, ΙΑΕΤΕ, XXVIII Πρόνοια Α Καπνός, φακ. 6, 18 Σεπτεμβρίου 1935, 18 Σεπτεμβρίου 1935, Φιλάρετος προς Κορυζή, ΙΑΕΤΕ, XXVIII Προϊόντα A Καπνός φάκ. 6. Ενώ, οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι, η Εταιρεία Αερίου Πειραιά και η Εταιρεία Αποχέτευσης Αθηνών υπέκυψαν σύντομα στις πιέσεις και αποφάσισαν να κάνουν παραγγελίες από τη Γερμανία, αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολο να συμμορφωθούν οι εταιρείες που κυριαρχούνταν από βρετανικά συμφέροντα. Τελικά, παρά τις βρετανικές αντιδράσεις, οι ελληνικές αρχές κατάφεραν να αναγκάσουν τον Σιδηρόδρομο Πελοποννήσου να παραδώσει παραγγελίες στη Γερμανία.1216 Ιανουαρίου 1936, Φιλάρετος προς τον Υπουργό Οικονομίας, ό.π. Στην περίπτωση όμως της εταιρείας Power & Traction, της μεγαλύτερης εταιρείας στην Ελλάδα που ελεγχόταν από το εξωτερικό, οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να περιορίσουν παραγγελίες από τη Γερμανία στο 33% μετά από επανειλημμένες παρεμβάσεις της βρετανικής αντιπροσωπείας.13Ετήσια έκθεση 1937, TNA, FO 476/37.Ακόμη κι έτσι όμως, η απόφαση αυτή εξακολουθεί να αποτελεί ένδειξη ότι η Γερμανία είχε τόσο ισχυρή επιρροή στην ελληνική οικονομία και μπορούσε να προσφέρει στους Έλληνες τόσα πολλά από πλευράς τεχνολογίας και οικονομικής σταθερότητας, ώστε οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να παρέμβουν ενάντια στα βρετανικά συμφέροντα.

    Αυτό είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο, δεδομένου ότι, από άποψη ασφάλειας, η Μ. Βρετανία εξακολουθούσε να είναι η σημαντικότερη ξένη προστάτιδα δύναμη για την Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό ήταν το πλαίσιο με βάση το οποίο οι ελληνογερμανικές διαπραγματεύσεις για τους εξοπλισμούς εισήλθαν στην τελική τους φάση.

    Εξοπλισμός και δικτατορία

    Το καλοκαίρι του 1935, ο Göring αποφάσισε να επισκεφθεί εκ νέου την Ελλάδα για να προωθήσει τις διαπραγματεύσεις.14Αθήνα, 26 Ιουνίου 1935, Υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), 93CPCOM, Ευρώπη 1918-1940, Ελλάδα, κουτί 203. Σε σύγκριση με την τελευταία επίσκεψή του, η δύναμη του Göring είχε αυξηθεί σημαντικά. Είχε ήδη δηλώσει ρητά την υποψηφιότητά του για τη διεύθυνση του εξοπλιστικού προγράμματος της Γερμανίας και της προσπάθειας αποκατάστασής της χώρας ως μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, ενώ έναν χρόνο μετά ο Χίτλερ τον είχε θέσει επικεφαλής του τετραετούς πλάνου που είχε ως σκοπό την ταχύτερη επαύξηση της πολεμικής ετοιμότητας της Γερμανίας, αναθέτοντάς του εξουσίες που έως τότε ανήκαν στη σφαίρα του Υπουργείου Οικονομίας και του Υπουργείου Πολέμου (Kube, 1986, 119-162).

    Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, ζήτησε από τον Göring να αναβάλει την επίσκεψή του. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή λόγο γι‘ αυτό, αλλά είναι πιθανό ότι στην Αθήνα υπήρξε ο φόβος πως η παρουσία του εκπροσώπου του Χίτλερ στην Ελλάδα θα οδηγούσε στην αποκάλυψη του επιπέδου των ελληνογερμανικών σχέσεων, σε μια εποχή που θεωρούνταν ακόμη απαραίτητη η τήρηση διακριτικότητας, όσον αφορά το στρατιωτικό σκέλος της «γερμανικής εναλλακτικής». Παρ‘ όλα αυτά, ο Göring επέμεινε. Αντί όμως να έρθει ο ίδιος αυτοπροσώπως, αποφάσισε να στείλει το δεξί του χέρι, τον πρίγκιπα Φίλιππο της Έσσης.15Στο ίδιο. Προκειμένου να ικανοποιήσει την ελληνική επιθυμία για μυστικότητα, το Βερολίνο αποφάσισε σύντομα να επιστρατεύσει τη γερμανική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών (Abwehr), ώστε να εκπροσωπήσει αυτή τα συμφέροντά του στις διαπραγματεύσεις για τους εξοπλισμούς· και το έκανε μάλιστα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, μέσω του Wilhelm Canaris, ο οποίος τον Σεπτέμβριο ανέλαβε μυστική αποστολή στην Αθήνα. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τις λεπτομέρειες της ατζέντας του, αλλά το γεγονός είναι ότι η Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου συνήψε συμφωνία «φιλίας και συνεργασίας» με την Rheinmetall-Borsig στις 19 Σεπτεμβρίου 1935.

    Η συμφωνία αποτέλεσε σημείο καμπής για το ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, καθώς άνοιγε το δρόμο για μια μαζική επέκταση της ελληνικής βιομηχανίας όπλων. Έσπασε επίσης το μονοπώλιο της γαλλικής χαλυβουργίας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, καταργώντας μια συμφωνία καρτέλ μεταξύ της Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου και της γαλλικής εταιρείας εξοπλισμών Schneider Creusot (Pelt, 1998, 156-160). Eπίσης, υπήρξε ένας ακόμη οιωνός της αυξανόμενης ελληνικής εξάρτησης από το γερμανικό πολεμικό υλικό.

    Έτσι, δύο εβδομάδες αργότερα, στις 30 Σεπτεμβρίου 1935, ο Πεσμαζόγλου ενημέρωσε την κυβέρνηση του Ράιχ ότι σκόπευε να παραλείψει τους δημόσιους διαγωνισμούς που απαιτούνταν από την ελληνική νομοθεσία, και να αρχίσει άμεσα και απευθείας διαπραγματεύσεις με γερμανούς κυβερνητικούς αξιωματούχους και ενδιαφερόμενες γερμανικές εταιρείες.16Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 1935, Kordt προς ΑΑ, ADAP C, IV, 312. Αναμενόταν ότι η αξία των παραγγελιών θα κυμαινόταν μεταξύ 75 και 100 εκατομμυρίων RM (Pelt, 1998, 135-136). Παραγγελίες αυτού του μεγέθους θα μπορούσαν να μειώσουν σημαντικά τα ελληνικά ενεργητικά στοιχεία του λογαριασμού clearing. Με αυτόν τον τρόπο, και σε συνδυασμό με την ικανότητα για εισαγωγές της Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου, θα μπορούσαν να υπάρξουν εξαιρετικά καλές ευκαιρίες για τη σταθεροποίηση των ελληνογερμανικών εμπορικών σχέσεων.

    Αυτό θα καθησύχαζε τον κόσμο του καπνού, ο οποίος φοβόταν ότι τα ενεργητικά στοιχεία του λογαριασμού clearing θα εμπόδιζαν την πρόσβασή του στη γερμανική αγορά. Επιπλέον, ένας «καθησυχασμένος κόσμος του καπνού» θα μπορούσε να συμβάλει στη γενική κοινωνική ειρήνη (Pelt, 1998, 124-126). Ωστόσο, η σύναψη της συμφωνίας καθυστέρησε λόγω σημαντικών και ξαφνικών αλλαγών στην ελληνική πολιτική σκηνή. Στις 10 Οκτωβρίου 1935, μια ομάδα αξιωματικών στου στρατού με επικεφαλής τον Κονδύλη κατάφερε να αποκαταστήσει τη μοναρχία με πραξικόπημα. Αλλά, αντίθετα με τις προσδοκίες του Κονδύλη, ο βασιλιάς ήταν αποφασισμένος να αναλάβει ο ίδιος την εξουσία, προφανώς με την ελπίδα να ενώσει τους βενιζελικούς και τους αντιβενιζελικούς. Οι εκλογές που διεξήχθησαν στις 26 Ιανουαρίου 1936 κατέληξαν σε κοινοβουλευτικό αδιέξοδο, καθώς κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς τη στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Αυτό σήμανε την είσοδο της Ελλάδας σε μια μακρά περίοδο κατά την οποία η χώρα διοικούνταν από υπηρεσιακή κυβέρνηση διορισμένη από τον βασιλιά, μέχρις ότου ο Γεώργιος Β‘ εξουσιοδότησε τον υπηρεσιακό πρωθυπουργό του, Μεταξά, να κηρύξει δικτατορία στις 4 Αυγούστου 1936. Ο λόγος για τη μεταστροφή του βασιλιά πρέπει να εξηγηθεί υπό το φως μίας σειράς μεγάλων και μικρών κρίσεων που συνέβησαν μεταξύ της επιστροφής του στην Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου 1935 και της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας τον Αύγουστο του 1936.

    Αμέσως μόλις έγινε σαφές ότι η απόφαση για την αγορά γερμανικών όπλων θα καθυστερούσε, το Βερολίνο άρχισε να ασκεί πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση. Στις 11 Δεκεμβρίου 1935, ο γερμανός πρέσβης, Ernst Eisenlohr, είπε στον βασιλιά ότι: 17Αθήνα, 12 Δεκεμβρίου 1935, Eisenlohr προς Auswärtiges -Amt, ADAP, C, IV, 459.

    η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς τον γερμανό πελάτη και ειδικότερα ο περιορισμός ή η διακοπή των -αγορών μας όσον αφορά τον καπνό, θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξαθλίωση των αγροτών της Μακεδονίας και, ως εκ τούτου, σε σοβαρές εσωτερικές πολιτικές αναταραχές. Η προσεκτική καλλιέργεια αυτών των σχέσεων θα έπρεπε να γίνεται αντιληπτή επομένως ως μια οικονομική αλλά και πολιτική επιταγή […] Για το λόγο αυτό θα ήταν επίσης εκ των πραγμάτων φυσικό, η -Ελλάδα να καλύπτει τις ανάγκες της σε πολεμικό υλικό από τη Γερμανία, όπου οι προμήθειες θα μπορούσαν να αποπληρωθούν σε μεγάλο βαθμό μέσω των εξαγωγών.

    Η προειδοποίηση του Eisenlohr αποδείχθηκε ότι ήταν μια σχεδόν ακριβής πρόβλεψη του σεναρίου που έλαβε χώρα λίγους μήνες αργότερα, όταν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να σταματήσει κάθε περαιτέρω συσσώρευση ενεργητικών περιουσιακών στοιχείων στον λογαριασμό clearing στο Βερολίνο. Η απόφαση προκάλεσε την άμεση αντίδραση των καπνοπαραγωγών στις επαρχίες της βόρειας Ελλάδας: Όλο το εμπόριο καπνού σταμάτησε, ενώ οι εκπρόσωποι της καπνοβιομηχανίας αποφάσισαν να στείλουν αντιπροσωπεία στην Αθήνα. Τα αιτήματά τους έβρισκαν την υποστήριξη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.1820 Φεβρουαρίου 1936, υπόμνημα, H.C. Finlayson, TNA, FO 286-1136 R-71-12-36. Μπροστά σε αυτή την πίεση, η κυβέρνηση άλλαξε την απόφασή της, και την 1η Μαρτίου 1936 ανακοίνωσε ότι θα συνέχιζε να εγγυάται τα περιουσιακά στοιχεία στο Βερολίνο.19Αθήνα, 5 Μαρτίου 1936, Waterlow to Eden, TNA, FO 286/1136/71.

    Αυτό με τη σειρά του επέβαλε την απότομη αύξηση των γερμανικών εισαγωγών, θέτοντας ξανά την απόκτηση γερμανικών όπλων και πολεμικού υλικού στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας.

    Στους μήνες που ακολούθησαν, ο Μεταξάς συνήψε συμφωνία με το Βερολίνο, η οποία θα εξασφάλιζε την αγορά πολεμικού υλικού στην κλίμακα που είχε σχεδιάσει ο Κονδύλης. Η συμφωνία επρόκειτο να επικυρωθεί στις 22 Ιουλίου. Σε αυτές τις συνθήκες, η πρόθεση των δύο μεγάλων κομμάτων να σχηματίσουν από κοινού κυβέρνηση με βασικό στόχο την αποκατάσταση των βενιζελικών αξιωματικών που είχαν αποταχθεί από το στράτευμα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Μαρτίου 1935, αποτέλεσε μία εξαιρετικά δυσάρεστη είδηση για τον Μεταξά και το Βερολίνο. Αντί να χάσει τον Μεταξά και να διακινδυνεύσει την ακύρωση της εξοπλιστικής συμφωνίας με τη Γερμανία, ο βασιλιάς έδωσε στον Μεταξά την άδεια να εγκαθιδρύσει δικτατορία (Pelt, 1998, 133-151).

    Στα επόμενα χρόνια, η εξάρτηση της Ελλάδας από τη Γερμανία, όσον αφορά το πολεμικό υλικό και τις τεχνολογίες εξοπλισμού, επρόκειτο να αυξηθεί, ενώ η εθνική οικονομία εισήλθε σε τροχιά σημαντικής σταθεροποίησης. Το τίμημα ήταν η κατάργηση του κοινοβουλίου και των πολιτικών ελευθεριών, καθώς και η ανηλεής δίωξη των εχθρών του καθεστώτος, ιδίως των κομμουνιστών. Αλλά στα μάτια ενός οικείου «ξένου», όπως το Τμήμα Οικονομικών του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η «γερμανική εναλλακτική» έπαιζε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές προτεραιότητες του Μεταξά και συνδεόταν με την επιθυμία του να επανεξοπλίσει την Ελλάδα. Ο εξοπλισμός με επίκεντρο τα γερμανικά προϊόντα ήταν μια από τις «αγαπημένες ιδέες» του Μεταξά, όπως ενημέρωνε το Τμήμα Οικονομιών του Υπουργείου Εξωτερικών τον Υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ, Joachim von Ribbentrop: Ο Μεταξάς είχε θέσει σε κίνδυνο ακόμη και το προσωπικό του πολιτικό κύρος για να το επιτύχει αυτό, με αποτέλεσμα να εξαρτάται από εκεί ακόμη και η θέση στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Ελλάδας.20Βερολίνο, 28 Φεβρουαρίου 1940, Dept. W προς RAM, secret, PAAA, Ha. Pol. geheim, Kriegsgerät, Griechenland Bd.2. Το Υπουργείο Εξωτερικών συμφωνούσε σε αυτήν την κατεύθυνση: Οι προμήθειες όπλων ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τις καλές σχέσεις της Γερμανίας με τον Μεταξά, και αποτελούσαν κρίσιμο στοιχείο για τη διασφάλιση των γερμανικών συμφερόντων στην Ελλάδα.21Στο ίδιο.

    Οι ελληνογερμανικές σχέσεις την παραμονή της γερμανικής κατοχής

    Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η Ελλάδα απομακρύνθηκε από τη Γαλλία, αλλά προσπάθησε να ενισχύσει τις σχέσεις της με τη Μ. Βρετανία. Το 1938 ο Μεταξάς προσπάθησε να συνάψει συμμαχία με τη Μ. Βρετανία, η οποία όμως απορρίφθηκε από το Λονδίνο. Αντ‘ αυτού, θα λάμβανε βρετανικές εγγυήσεις μετά την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία την άνοιξη του 1939. Μετά τη γερμανική επίθεση στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939 και μέχρι την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο τον Ιούνιο του 1940, η Ελλάδα στηριζόταν όλο και περισσότερο στη Μ. Βρετανία (Pelt, 1998, 222-30). Ωστόσο, μετά την είσοδο και της Ιταλίας στον πόλεμο, κατέστη επίσης σαφές πως, παρότι ο Μεταξάς αντιμετώπιζε την Ιταλία ως τον κύριο εχθρό της Ελλάδας, ήθελε να κρατήσει την Ελλάδα ουδέτερη στη σύγκρουση μεταξύ Μ. Βρετανίας και Γερμανίας, προσπαθώντας να κινητοποιήσει ακόμη και τη Γερμανία ως προστάτιδα δύναμη κατά της Ιταλίας. Αντί, όμως, να αξιοποιήσει τους επίσημους θεσμούς, όπως το Υπουργείο Εξωτερικών και τους εκάστοτε υπουργούς, ο Μεταξάς στράφηκε στο δίκτυο του Μποδοσάκη. Αυτός ήταν ένας ασφαλής τρόπος για να μεταφερθούν μηνύματα που διαφορετικά θα μπορούσαν να προκαλέσουν αντιπαράθεση εντός της ελληνικής κυβέρνησης με τη Μ. Βρετανία. Ο κύριος σύνδεσμος του Μποδοσάκη με τη Γερμανία ήταν η εταιρεία Rheinmetall-Borsig, η οποία μπορούσε να οδηγήσει τελικά στον Hermann Göring. Οι Walter Deter, διευθυντής της Rheinmetall-Borsig στην Αθήνα, και Hellmuth Röhnert, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Rheinmetall-Borsig στο Βερολίνο και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της κοινοπραξίας Hermann Göring, ήταν τα πρόσωπα-κλειδιά που επέτρεψαν στον Μποδοσάκη να παραμείνει σε επαφή με κυβερνητικούς παράγοντες στο Βερολίνο. Ο Deter συνδεόταν με τον Röhnert, ο οποίος είχε πρόσβαση στα κορυφαία γερμανικά ηγετικά κλιμάκια. Ο Röhnert είχε εξελιχθεί από λογιστής στη Φρανκφούρτη σε διευθύνοντα σύμβουλο της Rheinmetall-Borsig, ήταν ένθερμος ναζιστής και γνώριζε καλά τους ηγέτες του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.

    Ο αρχηγός του γενικού επιτελείου στρατού και υπεύθυνος του εξοπλιστικού προγράμματος, Αλέξανδρος Παπάγος, είχε χρησιμοποιήσει αυτήν την οδό ήδη από τον Μάρτιο του 1939, όταν προσέγγισε τον Röhnert για να αποκτήσει δάνειο 40 έως 50 εκατομμυρίων RM από τη Γερμανία. Τον Ιανουάριο του 1940, όταν η εξάρτηση της Ελλάδας από τη Μ. Βρετανία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, ο Παπαστάθης, ανιψιός του Μεταξά, είχε χρησιμοποιήσει την ίδια οδό για να πείσει τον Röhnert στο Βερολίνο να συνεχίσει τις προμήθειες της Rheinmetall-Borsig προς την εταιρεία Poudreries et Cartoucheries. Ο Röhnert διαβίβασε την υπόθεση απευθείας στον Ribbentrop. Είναι προφανές ότι ο Röhnert ήθελε να προστατεύσει τη συνεργασία μεταξύ της Rheinmetall-Borsig και της εταιρείας του Μποδοσάκη. Τόνισε ότι η συνεργασία ήταν κάτι περισσότερο από επιχειρηματική. Ήταν ένας σημαντικός κρίκος της «ειδικής σχέσης» που συνέδεε την Ελλάδα με τη Γερμανία:22Βερολίνο, 1 Φεβρουαρίου 1940, Rheinmetall Borsig προς AA, PAAA, Ha. Pol. Handel 12, Kriegsgerät, Griechenland Bd.2.

    αυτή η επιχείρηση [δεν] είναι μόνο μια επιχείρηση μεταξύ της Rheinmetall-Borsig και της Poudreries & Cartoucheries, αλλά εξαιρετικά ζωτικής σημασίας για την ελληνική κυβέρνηση […], έτσι ώστε ακόμη και ο κ.κ. Πρωθυπουργός [Μεταξάς] έλαβε προσωπική θέση για το θέμα και απέστειλε τον ανιψιό του σε μας σε ειδική αποστολή […] φαίνεται [επίσης] να είναι επιθυμητό για το Υπουργείο Εξωτερικών […] να διατηρηθούν οι καλές σχέσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν με την ελληνική κυβέρνηση, και ιδίως -να μην εξασθενίσει η φιλική -στάση του Πρωθυπουργού, του Εξοχότατου Μεταξά.

    Στις 25 Μαΐου 1940, ο Ernst Woermann, υπουργικός γενικός γραμματέας και επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος του Υπουργείου Εξωτερικών, πληροφορήθηκε ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε εκφράσει φόβους πως στο εγγύς μέλλον αναμενόταν ιταλική επίθεση στην Ελλάδα. Ο έλληνας πρεσβευτής στο Βερολίνο είχε κιόλας προτείνει στη Γερμανία να παράσχει στην Αθήνα εγγυήσεις για την αποφυγή μίας ιταλικής κατοχής. Μετά την παράδοση του Βελγίου στις 28 Μαΐου και την προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων ενάντια στο βρετανικό εκστρατευτικό σώμα στη Δουνκέρκη, ο Μεταξάς εκμυστηρεύτηκε στον Walter Deter ότι το Λονδίνο τον είχε διαβεβαιώσει πως η Μ. Βρετανία δεν σκόπευε να καταλάβει ελληνικό έδαφος, και πως το πίστευε αυτό· ταυτόχρονα, όμως, ο Μεταξάς είχε πει ακόμη στον Deter ότι η Ελλάδα δεν επρόκειτο να παραδώσει χωρίς μάχη ούτε το μικρότερο νησί ή οποιοδήποτε κομμάτι γης της στη Μ. Βρετανία ή τη Γαλλία. Ως εκ τούτου, ο Μεταξάς ζήτησε από τον Deter και τον Röhnert να πιέσουν τις γερμανικές αρχές ώστε να πείσουν την Ιταλία να παραμείνει μακριά από τα Βαλκάνια και να μην παραβιάσει την ελληνική εδαφική κυριαρχία. Η εξήγηση του Μεταξά γι’ αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο υποβολής ενός τέτοιου αιτήματος ήταν ότι ήθελε να αποφύγει τα βρετανικά αντίποινα, τα οποία θα ήταν το πιθανό αποτέλεσμα ενός ανοιχτού και επίσημου διαβήματος. Μέσω του αρχηγού της μυστικής αστυνομίας, Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, πιστού του συνεργάτη και ανιψιού του Παπαστάθη, ο Μεταξάς ζήτησε ακόμη από τον Deter σε χαλαρό τόνο να μεταφέρει ότι:

    Στην πραγματικότητα, όμως, αυτός [ο Μεταξάς] βιαζόταν ώστε η Γερμανία να διακηρύξει χωρίς καθυστέρηση την προστασία των ελληνικών συνόρων, έστω και αυτή την τελευταία στιγμή για την Ελλάδα, τονίζοντας πως η γερμανική κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι σίγουρη πως η προστασία αυτή -θα γινόταν αποδεκτή με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό από την ελληνική κυβέρνηση και από την πλειοψηφία του -ελληνικού λαού. 23Βερολίνο, 4 Ιουνίου 1940, σημείωμα για τον υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ, ADAP, D, IX, 384.

    Οι Deter και Röhnert διαβίβασαν την ίδια στιγμή το ανεπίσημο αίτημα του Μεταξά στους υφυπουργούς Wilhelm Keppler και Woermann. Το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών εξουσιοδότησε τότε τον Deter να ενημερώσει τον Μεταξά ότι το Βερολίνο δεν ανέμενε ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, και ότι θα ήταν καλύτερο για την ελληνική κυβέρνηση να ανακηρύξει την προσχώρησή της στις δυνάμεις του Άξονα. Λίγες ημέρες αργότερα, το Υπουργείο Εξωτερικών απέρριψε την υπόθεση ως «ερασιτεχνική πολιτική». Φαίνεται ότι ο Μεταξάς επιθυμούσε οι εγγυήσεις να ισχύσουν μόνον στην περίπτωση μιας ιταλικής επίθεσης και όχι μιας βρετανικής.24ADAP, D, IX, 395, 403. Παρ‘ όλα αυτά, το Βερολίνο παρενέβη ανεπίσημα δύο φορές στον Μουσολίνι, ούτως ώστε να αποφευχθεί μια επίθεση στην Ελλάδα.25Βερολίνο, 16 Αυγούστου 1940, ADAP, D, X, 353 – Βερολίνο, 24 Αυγούστου 1940, ADAP, D, X, 387. Το τελεσίγραφο του Μουσολίνι στις 28 Οκτωβρίου 1940 και ο αποτυχημένος του πόλεμος εναντίον της Ελλάδας, ήταν που τελικά πυροδότησαν τη σειρά γεγονότων που θα οδηγούσαν τον Χίτλερ αργότερα να εγκαταλείψει την πολιτική «ειρήνη στα Βαλκάνια» και να συμφωνήσει να καταλάβει την Ελλάδα, και όχι κάποιες θεμελιώδεις διαφωνίες ή διεκδικήσεις ελληνικών εδαφών.

    Δομές και δρώντες: μια ανασκόπηση

    Σε σύγκριση με τις σχεδόν πέντε δεκαετίες μετά την ίδρυση του Γερμανικού Ράιχ, οι ελληνογερμανικές σχέσεις αναπτύχθηκαν σημαντικά κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Κατά την περίοδο από τη Μεγάλη Ύφεση μέχρι και την εισβολή της Βέρμαχτ (Wehrmacht) στην Ελλάδα, η σημασία της Γερμανίας εν γένει για την ελληνική οικονομία αυξήθηκε σημαντικά. Επηρέασε επίσης την πορεία της ελληνικής πολιτικής. Όπως είδαμε, παράγοντες όπως η βαθιά αλλαγή του ευρωπαϊκού status-quo μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο. Ενώ η Συνθήκη των Βερσαλλιών αποδυνάμωσε τη συνολική γεωπολιτική θέση της Γερμανίας, η διάλυση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων άνοιξε νέες μακροπρόθεσμες προοπτικές για την επέκταση των γερμανικών συμφερόντων στα πρώην εδάφη της Διπλής Μοναρχίας, ενώ η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην οποία τα γερμανικά συμφέροντα προσέδιδαν προτεραιότητα, απελευθέρωσε τη δυναμική των ελληνογερμανικών σχέσεων. Και οι δύο αυτές αλλαγές άνοιξαν το δρόμο για την ενίσχυση των ελληνογερμανικών σχέσεων. Επιπλέον, η εδαφική επέκταση της Ελλάδας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους ενίσχυσε τον ρόλο της Γερμανίας στην ελληνική οικονομία, καθιστώντας την σημαντική αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές, ενώ το εμπόριο μέσω clearing τη δεκαετία του 1930 ανάγκασε την Ελλάδα να αυξήσει και τις εισαγωγές της από τη Γερμανία. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, η οποία, αφενός, ενίσχυσε την αντίληψη της Ελλάδας ότι οι περιφερειακές αναθεωρητικές δυνάμεις αποτελούσαν απειλή για την ασφάλειά της, και ώθησε την Αθήνα να προετοιμάσει την αμυντική της πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, το γερμανικό εξοπλιστικό πρόγραμμα και η επιδίωξη του Χίτλερ να αναθεωρήσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών επέτρεψαν στην Ελλάδα να στηριχθεί στο γερμανικό πολεμικό υλικό και στις γερμανικές εξοπλιστικές τεχνολογίες. Τελικά, ήταν η αλλαγή φρουράς μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών το 1933 που κατέστησε δυνατή αυτή τη στροφή προς τη Γερμανία, καθώς ανήλθαν στην εξουσία άνθρωποι που δεν όφειλαν την καριέρα τους στη συμμαχία της Ελλάδας με τις δυνάμεις της Αντάντ κατά τη διάρκεια του πολέμου.

    Ωστόσο, αυτό δεν θα ήταν ποτέ δυνατό χωρίς τη συμμετοχή και την επίδραση μιας σειράς προσώπων, θεσμικών οργάνων και συνασπισμών. Δεδομένης της αυξανόμενης σημασίας των γερμανικών βιομηχανικών συμφερόντων στην Ελλάδα, δύο άτομα είχαν αποφασιστικό ρόλο. Ο Αλέξανδρος Ζαχαρίου και ο Πρόδρομος Μποδοσάκης-Αθανασιάδης. Ο πρώτος οφείλει τον ρόλο του στην ιδιότητά του ως αντιπροσώπου της Siemens (Δημητριάδου-Λουμάκη, 2010, 269 και 337-338). Η πορεία του στην ελληνική οικονομία θεμελιώθηκε ήδη στην «παλαιά Ελλάδα», δηλαδή στην Ελλάδα πριν από την επέκτασή της κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και πριν από την εισροή των μικρασιατών προσφύγων. Ο δεύτερος ήταν νεοφερμένος, με καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Οι επαφές του προήλθαν από τη συνεργασία του με τους Γερμανούς στην Κιλικία, στη συνοριακή περιοχή μεταξύ της Μικράς Ασίας και της Εύφορης Ημισελήνου στη σημερινή Μέση Ανατολή. Ο Ζαχαρίου συγκαταλέγεται συχνά μεταξύ των μελών του λεγόμενου «Κύκλου της Ζυρίχης», μιας ομάδας Ελλήνων που είχαν λάβει τεχνική εκπαίδευση στη Γερμανία ή σε γερμανόφωνα ιδρύματα, και αναδείχθηκαν σε εξέχοντες παράγοντες της ελληνικής οικονομίας.

    Επρόκειτο για έναν μικρό, κλειστό και ισχυρό κύκλο βιομηχάνων που είχαν στην ιδιοκτησία τους τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες βιομηχανικές μονάδες της χώρας. Οφείλουν τις θέσεις τους όχι μόνο στην αγορά, αλλά και στις προσωπικές τους επαφές, οι οποίες προέρχονταν από το κοινωνικό περιβάλλον της «παλαιάς Ελλάδας» (Mazower, 1991, 212). Εκτός από τον Ζαχαρίου, στην ομάδα αυτή συμμετείχαν ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Αθηνών, μεγαλομέτοχος της εταιρείας Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου και ιδιοκτήτης της Ελληνικής Εταιρείας Οίνου και Οινοπνευμάτων ο γαμπρός του Χαρίλαου, Νικόλαος Κανελλόπουλος, ιδιοκτήτης της κορυφαίας και πιο σύγχρονης χημικής εταιρείας της Ελλάδας, της Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων και των Τσιμέντων Τιτάν, και ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ) και Υπουργός Εθνικής Οικονομίας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά (Βλ. Dritsas 2003, 305 σημ. 18). Στην ίδια ομάδα συναντάμε επίσης ορισμένους μεγάλους επενδυτές όπως ο Διονύσιος Λοβέρδος, ο Δημήτριος Μάξιμος και ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου.

    Ενώ ο Μποδοσάκης θεωρούνταν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο πιο ισχυρός από τους διαμεσολαβητές με τη Γερμανία, η συνολική του σημασία για την ελληνική οικονομία και τη βιομηχανική ζωή εκτοξεύτηκε στα ύψη τη δεκαετία του 1930. Η ενίσχυση της δυναμικότητας της Εταιρίας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου και η σημασία του εξοπλιστικού προγράμματος του Μεταξά για την κινητοποίηση της ευρύτερης βιομηχανίας επέτρεψαν στον Μποδοσάκη να αποκτήσει επίσης τον έλεγχο ορισμένων βιομηχανιών που κάποτε ανήκαν σε άτομα του κύκλου της Ζυρίχης.

    Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των βιομηχανιών του Χαρίλαου, η Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου έγινε μέλος του ομίλου Μποδοσάκη το 1934, ενώ πολύ σύντομα ο Μποδοσάκης ανέλαβε από τον Χαρίλαο και την Ελληνική Εταιρεία Οίνου και Οινοπνευμάτων. Κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1930, ο Μποδοσάκης απομείωσε την ισχύ της εταιρείας του Κανελλόπουλου ούτως ώστε να γίνει υπεργολάβος του, μέχρι να αναλάβει τον πλήρη έλεγχό της μετά τον πόλεμο. Η επιρροή του Μποδοσάκη εκδηλώθηκε επίσης μέσα από συνεργασίες με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους ισχυρούς πολιτικούς και στρατιωτικούς άνδρες από τις τάξεις των αντιβενιζελικών. Μαζί σχημάτισαν έναν συνασπισμό που είχε άμεση επιρροή στην ελληνική πολιτική. Ο αμερικανός πρέσβης προσδιόρισε τα ακόλουθα πρόσωπα ως τη βάση της εξουσίας του Μεταξά: «Πίσω από τον δικτάτορα [βρίσκονται] – ο Δροσόπουλος της Εθνικής Τράπεζας, ο Κανελλόπουλος του Κινήματος Νεολαίας, ο ‚σεβάσμιος‘ Διάκος, ο Μανιαδάκης, η σαρδόνια μετενσάρκωση του Φουσέ, ο Μποδοσάκης, ο έμπορος όπλων, και άλλοι.» (Iatrides, 1980, 148 κ.ε.)

    Επιπλέον, η ισχύς και η δικτύωσή τους τούς επέτρεψαν να διαμορφώσουν μία σφαίρα επιρροής που ρύθμιζε τις σχέσεις με τη Γερμανία και ήταν ανεξάρτητη από την επίσημη κρατική γραφειοκρατία. Συμφώνησαν ότι ο στόχος δεν ήταν μόνο να προωθηθούν οι εισαγωγές από τη Γερμανία, αλλά και να βασιστεί το ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα στη γερμανική τεχνολογία. Μέσω των ατόμων αυτού του συνασπισμού και μέσω των δικτύων τους με τη γερμανική κυβέρνηση, ο Μεταξάς μπόρεσε να δημιουργήσει το μυστικό του κανάλι προς το Βερολίνο.

    Zusammenfassung

    Εξελίξεις, όπως η διάλυση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των ελληνογερμανικών σχέσεων, και σήμαναν τη λήξη της πρωτοκαθεδρίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσον αφορά τα γερμανικά συμφέροντα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η ένταξη της Μακεδονίας και της Θράκης στο ελληνικό κράτος και η Μεγάλη Ύφεση. Επιπλέον, υπήρχαν πολιτικές παράμετροι, όπως ο αυξανόμενος αναθεωρητισμός στον ευρωπαϊκό και μεσογειακό χώρο ως αποτέλεσμα της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, οι οποίες ενέτειναν την εξάρτηση της Ελλάδας από τις γερμανικές εξοπλιστικές τεχνολογίες και επέφεραν επικίνδυνες πολιτικές εξελίξεις. Μόνο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά η Ελλάδα γνώρισε μια σημαντική σταθεροποίηση. Αυτό βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο με τη Γερμανία. Δεν ήταν λοιπόν ούτε κάποιες θεμελιώδεις διαφωνίες με την Ελλάδα, ούτε διεκδικήσεις ελληνικών εδαφών που οδήγησαν τον Χίτλερ να εγκαταλείψει την πολιτική της «ειρήνης στα Βαλκάνια» και να καταλάβει την Ελλάδα, αλλά το τελεσίγραφο του Μουσολίνι.

    Μετάφραση από τα Γερμανικά: Άκης Παραφέλας

    Σημειώσεις

    • 1
      Κωνσταντινούπολη, 20 Φεβρουαρίου 1915, Liman von Sanders προς Hans Freiherr von Wagenheim, OR0461, Ιστορικό Ινστιτούτο της Deutsche Bank (HIDB).
    • 2
      Les conditions de l’agriculture mondiale en 1938-39, Rome 1940, 252-255.
    • 3
      Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα κατά την περίοδο από το 1929 έως το 1937, όταν μεταξύ 30% και 50 % του συνόλου του παγκόσμιου εμπορίου ρυθμιζόταν από συμφωνίες καρτέλ.
    • 4
      6 Μαρτίου 1934, Akten zur deutschen auswärtigen Politik, Series C (ADAP C), II, 289, σημείωση 3.
    • 5
      Bundesarchiv-Militärarchiv (MA-BA), Nachlass Pabst N 620/26 – Der Spiegel 1962, Heft 16 – ADAP C, II, 2, 289, σημείωση 1.
    • 6
      Ετήσια έκθεση 1935, Εθνικά Αρχεία (TNA) FO 371/20392.
    • 7
      Βερολίνο, 30 Οκτωβρίου 1936, Wirtschaftsgruppe Eisenschaffende -Industrie προς AA, Politisches Archiv des Auswärtigen Amts (PAAA), Ha. Po. IV, Industrie 7, τόμος 1.
    • 8
      ADAP C III, 124.
    • 9
      18 Σεπτεμβρίου 1935, Philaretos to Koryzis, Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (IAETE), XXVIII Προϊόντα A Καπνός φάκ. 6.
    • 10
      20 Μαΐου 1935, IAETE, XXVIII Προϊόντα A Καπνός φάκ.18.
    • 11
      28 Ιουλίου 1935, Φιλάρετος προς Κορυζή, ΙΑΕΤΕ, XXVIII Πρόνοια Α Καπνός, φακ. 6, 18 Σεπτεμβρίου 1935, 18 Σεπτεμβρίου 1935, Φιλάρετος προς Κορυζή, ΙΑΕΤΕ, XXVIII Προϊόντα A Καπνός φάκ. 6.
    • 12
      16 Ιανουαρίου 1936, Φιλάρετος προς τον Υπουργό Οικονομίας, ό.π.
    • 13
      Ετήσια έκθεση 1937, TNA, FO 476/37.
    • 14
      Αθήνα, 26 Ιουνίου 1935, Υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), 93CPCOM, Ευρώπη 1918-1940, Ελλάδα, κουτί 203.
    • 15
      Στο ίδιο.
    • 16
      Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 1935, Kordt προς ΑΑ, ADAP C, IV, 312.
    • 17
      Αθήνα, 12 Δεκεμβρίου 1935, Eisenlohr προς Auswärtiges -Amt, ADAP, C, IV, 459.
    • 18
      20 Φεβρουαρίου 1936, υπόμνημα, H.C. Finlayson, TNA, FO 286-1136 R-71-12-36.
    • 19
      Αθήνα, 5 Μαρτίου 1936, Waterlow to Eden, TNA, FO 286/1136/71.
    • 20
      Βερολίνο, 28 Φεβρουαρίου 1940, Dept. W προς RAM, secret, PAAA, Ha. Pol. geheim, Kriegsgerät, Griechenland Bd.2.
    • 21
      Στο ίδιο.
    • 22
      Βερολίνο, 1 Φεβρουαρίου 1940, Rheinmetall Borsig προς AA, PAAA, Ha. Pol. Handel 12, Kriegsgerät, Griechenland Bd.2.
    • 23
      Βερολίνο, 4 Ιουνίου 1940, σημείωμα για τον υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ, ADAP, D, IX, 384.
    • 24
      ADAP, D, IX, 395, 403.
    • 25
      Βερολίνο, 16 Αυγούστου 1940, ADAP, D, X, 353 – Βερολίνο, 24 Αυγούστου 1940, ADAP, D, X, 387.

    Βιβλιογραφία

    Οπτικό υλικό

    Παραπομπή

    Μόγκενς Πελτ: «Δομές και δρώντες κατά την ανάπτυξη των ελληνογερμανικών σχέσεων στο χρονικό διάστημα 1871-1941», στο: Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, 02.09.21, URI : https://comdeg.eu/essay/105159/.